Διογένους Χρίστος και Άλλος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1999) 4 ΑΑΔ 371

(1999) 4 ΑΑΔ 371

[*371]29 Απριλίου 1999

[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

(Υπόθεση Αρ. 437/97)

ΧΡΙΣΤΟΣ ΔΙΟΓΕΝΟΥΣ,

Αιτητής,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚHΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ

 ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ ΚΑΙ/Η

2. ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Καθ’ ων η αίτηση.

 

(Υπόθεση Αρ. 504/97)

ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΚΟΥΡΗΣ,

Αιτητής,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚHΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ

 ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ ΚΑΙ/Η

2. ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Καθ’ ων η αίτηση.

(Υποθέσεις Αρ. 437/97, 504/97)

 

Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο ― Λόγοι ακυρώσεως ― Πρέπει να αναφέρονται και να εξειδικεύονται στους λόγους ακυρώσεως στο δικόγραφο ― Αόριστοι λόγοι ακυρώσεως δεν καλύπτουν την απαίτηση του Κανονισμού 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου ― Εφόσον ο αιτητής που δε συστήθηκε για [*372]διορισμό δεν πρόβαλε στο δικόγραφο λόγους ακυρώσεως αναφορικά με τη μη σύστασή του στερείται εννόμου συμφέροντος προσβολής της τελικής απόφασης διορισμού.

Διοικητική πράξη ― Αιτιολογία ― Όπου απαιτείται από το νόμο θα πρέπει να τίθεται στο σώμα της απόφασης ― Σε κάθε άλλη περίπτωση δύναται να περιέχεται στους φακέλους, όταν αυτή ευθέως και αμέσως προκύπτει ― Η απλή παροχή στοιχείων στους φακέλους, χωρίς εκτίμηση και αξιολόγηση, δεν μπορεί να αποκαλύψει τον συλλογισμό του διοικητικού οργάνου ― Δεν είναι δυνατόν το Δικαστήριο να υποκαταστήσει το διοικητικό όργανο, προβαίνοντας το ίδιο σε στάθμιση των στοιχείων του φακέλου.

Οι αιτητές στις δύο προσφυγές προσέβαλαν την απόφαση του Αρχηγού Αστυνομίας και του αρμόδιου Υπουργού, να διορίσει στη θέση Χημικού στην Αστυνομία την ενδιαφερόμενη, αντί των ιδίων.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή 437/97 και ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση στην προσφυγή 504/97, αποφάσισε ότι:

1.  Στα νομικά σημεία επί των οποίων στηρίζεται η προσφυγή του κ. Διογένους δεν εκτίθενται και δεν αιτιολογούνται πλήρως ή επαρκώς σύμφωνα με τον Κανονισμό 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού λόγοι ακύρωσης σε αναφορά με τη μη περίληψή του στον κατάλογο των συστηθέντων από την Επιτροπή προς τον Αρχηγό. Οι επισημανθείσες αναφορές είναι γενικές και αόριστες, χωρίς να απευθύνονται με οποιοδήποτε βαθμό επάρκειας στο εν λόγω θέμα και χωρίς να το προσδιορίζουν ή να το συγκεκριμενοποιούν δεόντως δικονομικά, σίγουρα δε πόρρω απέχουν συμμόρφωσης προς την πληρότητα της αιτιολογίας η οποία απαιτείται από τον Κανονισμό 7 και τις κατευθύνσεις της νομολογίας. Αλλά ούτε και στα γεγονότα επί των οποίων βασίζεται η αίτηση, όπως ήδη παρατηρήθηκε, γίνεται τέτοια αναφορά στο εν λόγω θέμα που ενδεχόμενα να διευκρίνιζε και να συγκεκριμενοποιούσε οποιοδήποτε νομικό σημείο. Η κατάσταση αυτή δεν επηρεάζεται από την απόφαση στην υπόθεση Preza v. Republic (1985) 3(B) C.L.R. 1008, στην οποία ανεφέρθη ο κ. Αγγελίδης, αφού το θέμα εδώ δεν είναι το ενιαίο της διαδικασίας, αλλά η επάρκεια της επισήμανσης στα νομικά σημεία των επικαλούμενων λόγων ακύρωσης. Αυτό δεν μπορεί να γίνει με μια γενική αναφορά στις αρχές του διοικητικού δικαίου και στις διαδικασίες που η προσφυγή επιδιώκει να προσβάλει.

     Για το λόγο αυτό, θεωρείται ότι ο κ. Διογένους ως μη περιληφθείς [*373]στον κατάλογο των συστηθέντων από την επιτροπή προς τον Αρχηγό και ως μη προβάλλων δεόντως με την προσφυγή του λόγο ακύρωσης αναφερόμενο στη μη περίληψή του, δεν έχει έννομο συμφέρον να αμφισβητήσει την προσβαλλόμενη απόφαση, αφού η νομιμότητα της σύστασης της επιτροπής δεν μπορεί έτσι να ελεγχθεί. Ως εκ τούτου, η προσφυγή 437/97 αποτυγχάνει.

     Με βάση τα προαναφερθέντα όσον αφορά τις εφαρμοζόμενες αρχές, θεωρείται ότι και στην περίπτωση του κ. Κακούρη ελλείπει η δέουσα επάρκεια και πληρότητα λόγων ακύρωσης της προσβαλλόμενης απόφασης αναφορικά με τη διαδικασία ενώπιον της επιτροπής. Η μόνο αναφορά που γίνεται στο τρίτο νομικό σημείο στην Αίτηση είναι τόσο γενική και απροσδιόριστη ώστε να μην ικανοποιεί τις πρόνοιες του Κανονισμού 7 και τις αρχές της νομολογίας. Το Δικαστήριο επομένως δεν προτίθεται να εξετάσει τις εισηγήσεις του κ. Μηχανικού όσον αφορά την έρευνα και αιτιολογία της που οδήγησε στη διαμόρφωση της σύστασης της επιτροπής.

2.  Ότι ο ίδιος ο Αρχηγός δεν παρείχε αιτιολογία για την επιλογή του είναι εμφανές. Πέραν της παραθέσεως της διαδικασίας η οποία ακολουθήθηκε στην προκήρυξη της θέσεως, στον καταρτισμό του σχεδίου υπηρεσίας, στον καταρτισμό της επιτροπής και στην ενώπιόν της διαδικασία καταλήγοντας στη σύστασή της, το μόνο το οποίο αναφέρει ως προς τον ίδιο είναι ότι “αφού μελέτησα τα προσόντα του κάθε υποψηφίου και την αξιολόγηση του Συμβουλίου Πρόσληψης, έκρινα ότι οι πιο κάτω υπερέχουν των άλλων υποψηφίων και αποφάσισε το διορισμό τους”. Αυτό δεν περιέχει οποιαδήποτε ανάλυση ή σύγκριση των ενώπιον του Αρχηγού στοιχείων σε αναφορά με οποιαδήποτε κριτήρια επιλογής που θα συνιστούσαν δέουσα αιτιολογία της απόφασής του.

     Η αρχή της παροχής δέουσας αιτιολογίας για διοικητικές πράξεις είναι θεμελιακή. Όχι μόνο καταδεικνύει το δέοντα σεβασμό προς τον επηρεαζόμενο διοικούμενο στα πλαίσια της χρηστής διοίκησης προς αποκλεισμό αυθαιρεσίας, αλλά και παρέχει την απαραίτητη δυνατότητα στο δικαστήριο, ως κριτή της νομιμότητας των διοικητικών πράξεων, να αποφανθεί επ’ αυτής σε συνάρτηση με κάθε πτυχή που τη διέπει.

     Η αρχή της δέουσας αιτιολογίας δεν περιορίζεται στις περιπτώσεις στις οποίες ο ίδιος ο σχετικός νόμος απαιτεί αιτιολογία. Αυτό απαντά το επιχείρημα του κ. Ευαγγέλου ότι η υπόθεση Βιολάρης ν. Δημοκρατίας, διακρίνεται και δεν τυγχάνει εφαρμογής καθ’ όσον στην περίπτωση εκείνη η αιτιολογία απαιτείτο από το νόμο (το [*374]Άρθρο 13(2)(3) του περί Αστυνομίας Νόμου, Κεφ. 285, όπως τροποποιήθηκε). Στην περίπτωση που η αιτιολογία απαιτείται από τον ίδιο τον εφαρμοζόμενο νόμο, αυτή καθίσταται απαραίτητη ως περιεχόμενη στην ίδια την απόφαση και σε αναφορά με τους όρους της αιτιολογίας που προνοεί ο νόμος, άλλως η απόφαση υπόκειται σε ακύρωση ως ελαττωματική κατά ουσιώδη τύπο.

     Δεν είναι όμως ακόλουθο ότι αν η αιτιολογία δεν προβλέπεται από τον εφαρμοζόμενο νόμο δεν απαιτείται καθόλου. Όπως ήδη αναφέρθηκε, αιτιολογία είναι θεμελιακή όσο και καθολική αρχή του διοικητικού δικαίου. Η διαφορά έγκειται στο ότι, σε τέτοια περίπτωση, η αιτιολογία είναι δυνατό να μην εμφαίνεται στο σώμα της απόφασης ως η γενική αρχή, αλλά να προκύπτει από τα όλα στοιχεία του φακέλου, αφού το κριτήριο της αιτιολόγησης είναι η παροχή της δυνατότητας δικαστικού ελέγχου της προσβαλλόμενης αποφάσεως.

     Η αναπλήρωση από τα στοιχεία του φακέλου της ελλείπουσας στην απόφαση αιτιολογίας έχει λοιπόν ακριβώς την έννοια της αποκάλυψης στο δικαστήριο των λόγων που πραγματικά οδήγησαν τη διοίκηση στην απόφασή της, των κριτηρίων τα οποία πραγματικά εφάρμοσε και των πραγματικών εκτιμήσεών της του νομικού υπόβαθρου και των γεγονότων και όχι απλώς της παροχής στοιχείων που, αν εκτιμούντο, θα μπορούσε να αιτιολογήσουν την απόφαση.

     Με αυτές τις αρχές το Δικαστήριο στρέφεται να εξετάσει κατά πόσο η έλλειψη αιτιολογίας της απόφασης του Αρχηγού είναι δυνατό να αναπληρωθεί από τα στοιχεία των φακέλων. Η θεωρημένη άποψη του δικαστηρίου είναι ότι αυτό δεν μπορεί να γίνει. Η ίδια η επιτροπή σύστησε στον Αρχηγό πέντε υποψηφίους ως καταλληλότερους για διορισμό, παραθέτοντας και τα σχόλιά της για τον κάθε ένα, αφού έλαβε υπ’ όψη της τα ακαδημαϊκά προσόντα, την πείρα, τις εξειδικευμένες γνώσεις, δεξιότητες, εκπαιδεύσεις και εμπειρίες τους σε συνάρτηση με τα καθήκοντα και τις ευθύνες της θέσης και την απόδοσή τους στις προσωπικές συνεντεύξεις, χωρίς να συστήνει συγκεκριμένα οποιονδήποτε από αυτούς. Είναι γεγονός ότι στη βαθμολογία της επιτροπής η κα Ελευθερίου υπερτερούσε του κ. Κακούρη, όμως τίποτε δε δείχνει τη διεργασία στο σκεπτικό του Αρχηγού σε συνάρτηση με τα στοιχεία του φακέλου που να τον οδήγησε στην επιλογή του. Ούτε η επιτροπή ούτε και ο Αρχηγός προέβη σε οποιαδήποτε ανάλυση και σύγκριση των στοιχείων που διαπίστωσε η επιτροπή για κάθε υποψήφιο σε συσχετισμό με εκείνων κάθε άλλου υποψηφίου που θα συνιστούσε τη δέουσα αξιολόγηση. Δεν είναι λοιπόν δυνατό για το δικαστήριο να διαπι[*375]στώσει ποια κριτήρια και ποια στοιχεία βάρυναν στην σκέψη της επιτροπής ή του Αρχηγού για επιλογή της κας Ελευθερίου έναντι άλλων υποψηφίων, η ποια σημασία εδόθη σε κάθε κριτήριο και στοιχείο και για ποιο λόγο. Ενώ, και αν ακόμα εκληφθεί ότι ο Αρχηγός επέλεξε τον υποψήφιο με την υψηλότερη βαθμολογία από την επιτροπή, αυτό και πάλι δε θα συνιστούσε δέουσα αιτιολογία αφού θα ισοδυναμούσε με εκχώρηση της κρίσης και της ευθύνης του Αρχηγού προς την επιτροπή και θα εκλάμβανε ως δεδομένη την εν πολλοίς υποκειμενική και αναιτιολόγητη αντίληψη της επιτροπής ως προς τη βαθμολογία. Ούτε είναι βέβαια δυνατό για το δικαστήριο να σταθμίσει το ίδιο τα στοιχεία του φακέλου, έστω και αν αυτά θα μπορούσαν να παρείχαν αιτιολογία για την απόφαση, αφού κάτι τέτοιο θα ανάγετο σε υποκατάσταση της κρίσης του για την κρίση της διοίκησης.

H προσφυγή αρ. 437/97 απορρίπτεται χωρίς έξοδα. Η προσφυγή αρ. 504/97 επιτυγχάνει με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Θεμιστοκλέους ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 508/97, ημερ. 27/3/98,

Ανθούσης ν. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 1709,

Σπύρου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 2549,

Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598,

Preza v. Republic (1985) 3(B) C.L.R. 1008,

Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270,

Βιολάρης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1997) 4 Α.Α.Δ. 1501,

Republic v. Myrtiotis (1975) 3 C.L.R. 484,

Theodorou v. Republic (1984) 3 C.L.R. 146.

Προσφυγές.

Προσφυγές εναντίον της απόφασης των καθ’ ων η αίτηση με την οποία το ενδιαφερόμενο μέρος διορίστηκε στη θέση Χημικού στην Αστυνομία.

[*376]

Α. Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή στην προσφυγή αρ. 437/97.

Γ. Μηχανικός, για τον Αιτητή στην προσφυγή αρ. 504/97.

Μ. Ευαγγέλου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ’ ων η αίτηση.

Α. Κωνσταντίνου, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.

Cur. adv. vult.

XATZHXAMΠΗΣ, Δ.: Οι συνεκδικαζόμενες αυτές προσφυγές προσβάλλουν την ίδια διοικητική πράξη, και συγκεκριμένα την απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως και του Αρχηγού της Αστυνομίας, η οποία δημοσιεύθηκε στις 7 Απριλίου 1997, για διορισμό της Μαρίας-Έλενας Ελευθερίου (η οποία εμφανίζεται ως Ενδιαφερόμενο Μέρος) στη θέση Χημικού στην Αστυνομία.

Όπως προκύπτει από το ιστορικό της υπόθεσης, για την εν λόγω προκηρυχθείσα θέση υπεβλήθησαν 28 αιτήσεις, μεταξύ των οποίων και εκείνες των Αιτητών, Χρίστου Διογένους και Κώστα Κακούρη, και της Μαρίας-Έλενας Ελευθερίου. Οι αιτήσεις μελετήθησαν σε πρώτο στάδιο από επιτροπή συσταθείσα προς τούτο, η οποία, αφού κάλεσε σε προσωπική συνέντευξη 18 υποψηφίους οι οποίοι κατά την άποψή της πληρούσαν τα απαιτούμενα τυπικά προσόντα, τους βαθμολόγησε και κατέγραψε τις παρατηρήσεις της για κάθε υποψήφιο. Στη συνέχεια, κατάρτισε κατάλογο των κατά την άποψή της πέντε καταλληλότερων για διορισμό υποψηφίων, τον οποίο και υπέβαλε στον Αρχηγό της Αστυνομίας στις 14 Ιανουαρίου 1997. Στον κατάλογο αυτό περιλαμβάνετο ο κ. Κακούρης αλλά δεν περιλαμβάνετο ο κ. Διογένους. Ακολούθως, ο Αρχηγός της Αστυνομίας αποφάσισε το διορισμό της κας. Ελευθερίου, ο οποίος και, εγκριθείς από τον Υπουργό Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως, δημοσιεύθηκε στις 7 Απριλίου 1997 και προσβλήθηκε με τις παρούσες προσφυγές.

Στην αγόρευσή του για τον κ. Διογένους, ο ευπαίδευτος συνήγορός του εισηγείται ότι αυτός ήταν ο μόνος υποψήφιος με ειδικά προσόντα και επί πλέον ειδίκευση και ο μόνος υποψήφιος με πείρα σε όλους τους τομείς που αναφέρονται στα καθήκοντα και στις ευθύνες του σχεδίου υπηρεσίας. Αντίθετα, εισηγείται, η κα. Ελευθερίου έχει μεν το πτυχίο M.Sc. αλλά χωρίς οποιαδήποτε επί [*377]πλέον κατάρτιση, ενώ η πείρα της είναι περιορισμένη. Ο κ. Αγγελίδης εισηγείται περαιτέρω ότι η μη περίληψη του κ. Διογένους στον κατάλογο των συστηθέντων υποψηφίων είναι αόριστη, αυθαίρετη και αναιτιολόγητη και δεν εβασίσθη στη μέθοδο σύγκρισης και στα κριτήρια επιλογής. Αναφερόμενος συγκεκριμένα στα έντυπα αξιολόγησης, ο κ. Αγγελίδης υποβάλλει ότι η επιτροπή έκρινε την καταλληλότητα των υποψηφίων όχι με βάση τα σχέδια υπηρεσίας της υπό κρίση θέσης αλλά από την προφορική και μόνο εξέταση η οποία στηρίχθηκε αυθαίρετα σε τέσσερα κριτήρια κατανεμημένα σε αριθμητικές μονάδες που είναι άγνωστο πως και δυνάμει ποίας εξουσίας καθορίσθησαν, με αποτέλεσμα να εισήχθησαν εξωγενή στοιχεία κρίσης, η δε αξιολόγηση ακόμα και βάσει αυτών είναι αναιτιολόγητη και οι παρατηρήσεις της επιτροπής γενικές. Ούτε αιτιολογούνται τα συμπεράσματα της επιτροπής αναφορικά με την κα. Ελευθερίου σαν αποτέλεσμα δέουσας έρευνας. Ο κ. Αγγελίδης εισηγείται επίσης ότι τόσο η απόφαση του Αρχηγού της Αστυνομίας όσο και η απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως είναι αναιτιολόγητη αφού ο μεν Αρχηγός δεν εξηγά γιατί επέλεξε την κα. Ελευθερίου ο δε Υπουργός απλώς ενέκρινε την επιλογή του Αρχηγού, που ισοδυναμεί ουσιαστικά με αποποίηση διακριτικής εξουσίας.

Στην αγόρευσή του για τον κ. Κακούρη, ο ευπαίδευτος συνήγορός του εισηγείται ότι ο κ. Κακούρης υπερτερεί καταδήλως της κας. Ελευθερίου σε κάθε σχετικό τομέα και ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν ήταν εύλογα επιτρεπτή υπό τις περιστάσεις. Ο κ. Μηχανικός εισηγείται περαιτέρω ότι η επιτροπή δεν προέβη σε ουσιαστική έρευνα ούτε παρέχει επαρκή αιτιολογία για τη σύστασή της, οι δε βαθμολογίες και παρατηρήσεις της είναι αυθαίρετες και στερούνται των στοιχείων επιλογής και της μεθόδου σύγκρισης.  Εξ άλλου, εισηγείται, η σύσταση της επιτροπής βασίσθηκε ουσιαστικά στη συνέντευξη των υποψηφίων και παρεγνωρίσθησαν τα αντικειμενικά στοιχεία που αφορούσαν τα προσόντα, την αξία και την πείρα του κ. Κακούρη. Ο κ. Μηχανικός υποβάλλει περαιτέρω ότι η απόφαση του Αρχηγού με την οποία επέλεξε την κα. Ελευθερίου είναι εντελώς αναιτιολόγητη, το ίδιο δε ισχύει για την έγκριση του Υπουργού ο οποίος απλώς συμφώνησε με την απόφαση του Αρχηγού.

Η θέση του ευπαίδευτου συνήγορου για τη Δημοκρατία στην αγόρευσή του όσον αφορά και τις δύο προσφυγές, είναι ότι η σύσταση της επιτροπής είναι δεόντως αιτιολογημένη ή εν πάση περιπτώσει συμπληρώνεται από τα ενώπιόν της στοιχεία, σε αναφορά με την αξιολόγησή της των ακαδημαϊκών προσόντων, της πείρας, των [*378]εξειδικευμένων γνώσεων, δεξιοτήτων, εκπαιδεύσεων και εμπειριών των υποψηφίων σε συνάρτηση με τα καθήκοντα και τις ευθύνες της θέσης όπως περιγράφονται στο σχέδιο υπηρεσίας, καθώς και από το αποτέλεσμα της προσωπικής συνέντευξης του κάθε υποψηφίου. Ο κ. Ευαγγέλου υποστηρίζει επίσης ότι υπήρξε η δέουσα έρευνα μέσα από τη διαδικασία σύγκρισης η οποία ακολουθήθηκε και τα κριτήρια που εφαρμόσθησαν, περιλαμβανομένης της βαθμολογίας σαν ενιαίου μέτρου κρίσεως. Δεδομένου, υποστήριξε ο κ. Ευαγγέλου, του εύλογου της επιλογής της διοίκησης με βάση τα ενώπιόν της στοιχεία και τις διαδικασίες που ακολουθήθησαν, η επιλογή συνιστά άσκηση της διακριτικής ευχέρειας της διοίκησης. Όσον αφορά την τελική επιλογή από τον Αρχηγό και την έγκριση από τον Υπουργό, ο κ. Ευαγγέλου εισηγήθηκε ότι η αρμοδιότητα της απόφασης δίδεται στον Αρχηγό και όχι στον Υπουργό. Όσον αφορά την απόφαση του Αρχηγού, ήσαν ενώπιόν του όλα τα σχετικά στοιχεία με βάση τα οποία και έπραξε, όσον αφορά δε την έγκριση του Υπουργού αυτή δόθηκε, με βάση το τεκμήριο της κανονικότητας και εφ’ όσον δεν υπήρχε ένδειξη για το αντίθετο, αφού και πάλιν όλα τα στοιχεία ήσαν ενώπιόν του.

Στη δική του αγόρευση, ο ευπαίδευτος συνήγορος για την κα. Ελευθερίου, πέραν του ότι υιοθετεί την αγόρευση του κ. Ευαγγέλου, εγείρει κατ’ αρχή ένσταση ότι ο κ. Διογένους στερείται  έννομου συμφέροντος καθ’ όσον δεν περιλαμβάνετο στον πίνακα των επιτυχόντων από τον οποίο ο Αρχηγός προβαίνει στο διορισμό βάσει των κανονισμών, ούτε προσβάλλει ειδικά με την προσφυγή τη διαδικασία ενώπιον της επιτροπής. Μη προσβαλλομένης της σύστασης της επιτροπής, η νομιμότητά της δεν είναι δυνατό να ελεγχθεί, εισηγείται ο κ. Κωνσταντίνου. Το ότι δεν προσβάλλεται ειδικά με την προσφυγή η διαδικασία ενώπιον της επιτροπής, αναφέρεται ως κώλυμα σε σχέση και με την προσφυγή του κ. Κακούρη. Ως προς την ουσία της υπόθεσης αναφορικά και με τις δύο προσφυγές, ο κ. Κωνσταντίνου εισηγείται ότι η κα. Ελευθερίου είχε ακαδημαϊκά και άλλα προσόντα και πείρα τα οποία δεν υπολείποντο αλλά μάλλον υπερτερούσαν εκείνων του κ. Διογένους και του κ. Κακούρη και τα οποία ευρίσκοντο ενώπιον της επιτροπής, του Αρχηγού και του Υπουργού και ελήφθησαν υπ’ όψη, όπως αναφέρει και η ίδια η επιτροπή. Αυτό αποκαλύπτει και τη δέουσα αιτιολογία της σύστασης της επιτροπής, αφού προκύπτει σαφώς ο τρόπος διαμόρφωσης της κρίσης της με βάση τα ενώπιόν της στοιχεία και τα εφαρμοσθέντα κριτήρια. Ούτε, υποβάλλει, ελήφθησαν υπ’ όψη από την επιτροπή εξωγενή στοιχεία, αφού όλα τα αναφερθέντα στη σύσταση ήσαν σχετικά, η δε βαθμολόγηση στην προσωπική συνέντευξη, με βάση την απόδοση των υποψηφίων σε αυτή, είναι ανεγνωρισμένα υποκει[*379]μενική και σχετική στη διαμόρφωση της γνώμης αναφορικά με την καταλληλότητα τους. Όσον αφορά τη θέση του κ. Αγγελίδη ότι ο Αρχηγός δεν παρείχε συγκεκριμένη αιτιολόγηση της επιλογής του, ο κ. Κωνσταντίνου απαντά ότι στην προκειμένη περίπτωση δεν απαιτείται τέτοια αιτιολόγηση από το νόμο, ενώ εξ άλλου τόσο η επιλογή του Αρχηγού όσο και η έγκριση του Υπουργού έγιναν ενώ όλα τα στοιχεία ήσαν ενώπιόν τους και συνιστούσε νόμιμη άσκηση της εξουσίας τους.

Αρχίζοντας με την ένσταση του κ. Κωνσταντίνου αναφορικά με τον κ. Διογένους, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η νομολογία στην οποία αναφέρεται ο κ. Κωνσταντίνου επισημαίνει την αρχή ότι ο Αιτητής δεν νομιμοποιείται να επικαλεσθεί λόγο ακύρωσης ο οποίος δεν περιλαμβάνεται επαρκώς στην Αίτηση, τοσούτω μάλλον όταν, όπως στην περίπτωση του κ. Διογένους δεν έχει περιληφθεί στον κατάλογο των συστηθέντων για επιλογή ώστε να στερείται εννόμου συμφέροντος να προσβάλει την απόφαση εκτός και αν επικαλείται και λόγο ακύρωσης σε αναφορά με τη μη περίληψη του στον κατάλογο των συστηθέντων.  Ο κ. Κωνσταντίνου παρέπεμψε κατ’ αρχή στον Κανονισμό 6(4) των περί Αστυνομίας (Γενικών) Κανονισμών του 1989, ΚΔΠ 51/89, ο οποίος προνοεί:

"(4) Ο Αρχηγός, με βάση τον πίνακα επιτυχόντων και τις απόψεις του Συμβουλίου Προσλήψεων αναφορικά με τις προσωπικές συνεντεύξεις και τα προσόντα των υποψηφίων, θα προβαίνει σε προσλήψεις σύμφωνα με το άρθρο 13Α του Νόμου."

Καθ’ όσον, δηλαδή, η απόφαση του Αρχηγού λαμβάνεται με βάση τον πίνακα επιτυχόντων και τις απόψεις του Συμβουλίου Προσλήψεων, ήταν, λέγει ο κ. Κωνσταντίνου, αναγκαίο να είχε προβληθεί και λόγος ακύρωσης της απόφασης του Αρχηγού σε αναφορά με τη μη περίληψη του κ. Διογένους στη σύσταση της επιτροπής.

Η απάντηση του κ. Αγγελίδη είναι ότι δεν εφαρμόσθηκε ο Κανονισμός 6(4). Παρατηρώ όμως ότι η επιτροπή φαίνεται να διορίσθηκε και να άσκησε τις αρμοδιότητες του Συμβουλίου Προσλήψεων σύμφωνα με τις πρόνοιες του Κανονισμού 5, όπως κρίθηκε και στην υπόθεση Θεμιστοκλέους ν. Δημοκρατίας, Προσφ. 508/97, ημερ. 27.3.1998, ώστε να τυγχάνει εφαρμογής ο Κανονισμός 6(4).  Ο κ. Αγγελίδης λέγει περαιτέρω ότι η απόφαση του Αρχηγού εμπεριέχει τα όσα προηγήθησαν στο στάδιο της επιτροπής. Αυτό όμως δεν απαντά αλλά ουσιαστικά αποφεύγει το εγειρόμενο ερώτημα, αφού το ζητούμενο είναι ακριβώς αν ο κ. Διογένους έχει επαρκώς προβάλει λόγο ακύρωσης σε αναφορά με τη μη περίληψή του στη [*380]σύσταση της επιτροπής.

Για να απαντηθεί το ερώτημα αυτό, είναι αναγκαία η εξέταση της προσφυγής. Κατ’ αρχή, είναι γεγονός ότι στο αιτητικό προσβάλλεται η ίδια η απόφαση του Αρχηγού και του Υπουργού, όπως αυτή δημοσιεύθηκε στις 7 Απριλίου 1997 για διορισμό της κας. Ελευθερίου, της οποίας και ζητείται η ακύρωση, και δεν αναφέρεται η μη περίληψη του κ. Διογένους στον κατάλογο των συστηθέντων από την επιτροπή προς τον Αρχηγό. Αλλά ούτε και στα γεγονότα στα οποία βασίζεται η προσφυγή γίνεται αναφορά στη σύσταση της επιτροπής, παρά μόνο στα προσόντα και την πείρα του κ. Διογένους σε αναφορά με την προβαλλόμενη θέση ότι αυτά παραγνωρίσθησαν στο διορισμό, ο οποίος, υποστηρίζεται γενικά και αόριστα, στηρίχθηκε σε παράνομες και εσφαλμένες προπαρασκευαστικές πράξεις. Στα δε ευάριθμα νομικά σημεία στα οποία βασίζεται η προσφυγή, και στα οποία θα αναμένετο να εξειδικεύονται οι λόγοι ακύρωσης, γίνεται κατά το πλείστο μόνο γενική αναφορά στις αρχές και πολύ περιορισμένα εξειδικεύεται ο οποιοσδήποτε συσχετισμός τους προς τα δεδομένα της υπόθεσης. Ειδικά όσον αφορά τη μη περίληψη του κ. Διογένους στον κατάλογο των συστηθέντων από την επιτροπή, δεν γίνεται οποιαδήποτε αναφορά. Η μόνη δε αναφορά που γίνεται ρητά στην επιτροπή είναι στο σημείο 10 ότι "Η γενική εντύπωση της επιτροπής αναφορικά με την επίδοση των υποψηφίων στην προφορική εξέταση δεν αιτιολογείται κατά παράβαση της Νομοθεσίας και της Νομολογίας".    Η μόνη άλλη και ακόμα πιο γενική αναφορά είναι στο σημείο 17 ότι "Η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει στα προπαρασκευαστικά της στάδια", και στο σημείο 4 ότι "Η απόφαση λήφθηκε κατά διαδικασία που προηγήθηκε που πάσχει νομικά γιατί στηρίκτηκε σε γεγονότα που δεν έπρεπε να ληφθούν υπόψη και/ή σε ενέργειες έξω από την όλη αρμοδιότητα του καθ’ ου και/ή το Νόμο και/ή είναι αποτέλεσμα συγκαλυμμένης δίωξης και/ή τιμωρητικής ενέργειας κατά του αιτητή".

Η νομολογία δίδει σαφείς κατευθύνσεις επί του προκειμένου.  Τη βάση προσφέρει ο Κανονισμός 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, ο οποίος προνοεί:

"7. Έκαστος διάδικος δέον διά των εγγράφων προτάσεων αυτού να εκθέτη τα νομικά σημεία επί των οποίων στηρίζεται, αιτιολογών συγχρόνως ταύτα πλήρως. Διάδικος εμφανιζόμενος άνευ συνηγόρου δεν υποχρεούται εις συμμόρφωσιν προς τον κανονισμόν τούτον".

[*381]Όπως παρατήρησε ο Νικήτας, Δ., στην υπόθεση Ανθούσης ν. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 1709 στις σελίδα 1715:

"Ο Καν. 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού επιβάλλει υποχρέωση στον Αιτητή να εγείρει με το δικόγραφο του όλα τα σημεία τα οποία υποστηρίζουν την προσφυγή αυτή. Έχω διεξέλθει τους λόγους που απαρίθμησε ο δικηγόρος του αιτητή. Δεν είναι ορθό ότι θέτουν ειδικά θέμα αναιτιολόγητου των συνεντεύξεων από τα δύο όργανα, παρά το μεγάλο αριθμό λόγων που διατυπώνονται στην αίτηση. Στην καλύτερη περίπτωση μπορεί να λεχθεί ότι εγείρεται με πολλή γενικότητα και αοριστία π.χ. παράβαση νόμου ή κακή εφαρμογή του νόμου. Όμως αυτό δεν αρκεί.  Αν η εισήγηση γινόταν δεκτή θα παρεχόταν ευχέρεια για τη συζήτηση σχεδόν κάθε θέματος. Με αποτέλεσμα τον εξοβελισμό των δικονομικών διατάξεων και του ρόλου τους στον καθορισμό των επίδικων θεμάτων και της διεξαγωγής της διοικητικής δίκης. Η συγκεκριμενοποίηση όμως σε λογικά όρια κρίνεται απαραίτητη.  Ο προτεινόμενος λόγος δεν καλύπτεται.  Και εφόσον δεν λήφθηκαν τα απαραίτητα διαβήματα δεν επιτρέπεται να συζητηθεί."

Και ο Κωνσταντινίδης, Δ., στην υπόθεση Σπύρου και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 2549 στις σελ. 2551-2552:

"Το γεγονός ότι το άρθρο 146.1 του Συντάγματος καταγράφει ως αιτίες ακυρότητας την αντίθεση προς τις διατάξεις του Συντάγματος, ή το Νόμο, και την υπέρβαση ή κατάχρηση εξουσίας, δεν σημαίνει ότι αρκεί η γενική επίκληση κάποιας από αυτές χωρίς άλλο. Η ταξινόμηση κάποιου νομικού λόγου ως υπαγομένου στα πιο πάνω, είναι εγχείρημα ουσίας που προϋποθέτει την έγερση του σύμφωνα με τις δικονομικές διατάξεις."

Στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598, εξετάσθηκε από την Ολομέλεια και μια άλλη διάσταση του θέματος. Όπως παρατηρήθηκε στη σελ. 607 από τον Πική, Δ. (ως ήτο τότε), δίδοντας την απόφαση του δικαστηρίου:

"(1) Ο εξεταστικός χαρακτήρας της διαδικασίας κάτω από το Άρθρο 146 αμβλύνει μεν το στοιχείο της αντιπαράθεσης που ενυπάρχει στους δικονομικούς θεσμούς (προσαρμοσμένους στην πολιτική δίκη), δεν καταργεί όμως τη δικογραφία ως το μέσο προσδιορισμού των επιδίκων θεμάτων. Οι τελικές αγορεύσεις που υποβάλλονται μετά την επιθεώρηση των φακέλων εξειδικεύουν και συγκεκριμενοποιούν τα επίδικα θέματα (που προσδιορίζονται στην αίτηση) που καλείται το δικαστήριο να επιλύ[*382]σει."

Εις δε την υπόθεση Θεμιστοκλέους ν. Δημοκρατίας, Προσφ. Αρ. 508/97, ημερ. 27.3.1998, ο Καλλής, Δ., ασχολούμενος με διορισμό στην Αστυνομία βάσει της ίδιας διαδικασίας όπως στην προκειμένη περίπτωση, είπε τα ακόλουθα στις σελίδες 10-11:

"Ακολουθεί πως τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης είναι περίπου ταυτόσημα με εκείνα των υποθέσεων Χ"Χριστοδούλου και Σοφοκλέους (πιο πάνω). Συμφωνώ με το λόγο των πιο πάνω αποφάσεων και τις υιοθετώ. Ο αιτητής δεν βρισκόταν στον κατάλογο των επιτυχόντων. Κρίθηκε ακατάλληλος για διορισμό στην επίδικη θέση και είχε αποκλειστεί. Δεν έχει περιλάβει στην προσφυγή του λόγο ακυρώσεως που στρέφεται κατά της απόφασης του Συμβουλίου Προσλήψεων. Η προσφυγή στρέφεται κατά της απόφασης του Υπουργού και του Αρχηγού Αστυνομίας και τα νομικά σημεία βάλλουν κατά της απόφασης εκείνης. Ακολουθεί πως η νομιμότητα της σύστασης του Συμβουλίου δεν είναι δυνατό να ελεγχθεί. Παραμένει για το λόγο αυτό έγκυρη και ο αιτητής, ενόψει του αποκλεισμού του, δεν έχει πλέον έννομο συμφέρον να αμφισβητήσει την προσβαλλόμενη απόφαση. Για το λόγο αυτό η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί λόγω έλλειψης έννομου συμφέροντος, δυνάμει του άρθρου 146.2 του Συντάγματος."

Υπό το φως των πιο πάνω, είμαι της άποψης ότι στα νομικά σημεία επί των οποίων στηρίζεται η προσφυγή του κ. Διογένους δεν εκτίθενται και δεν αιτιολογούνται πλήρως ή επαρκώς σύμφωνα με τον Κανονισμό 7 λόγοι ακύρωσης σε αναφορά με τη μη περίληψή του στον κατάλογο των συστηθέντων από την επιτροπή προς τον Αρχηγό.  Οι επισημανθείσες αναφορές είναι γενικές και αόριστες, χωρίς να απευθύνονται με οποιοδήποτε βαθμό επάρκειας στο εν λόγω θέμα και χωρίς να το προσδιορίζουν ή να το συγκεκριμενοποιούν δεόντως δικονομικά, σίγουρα δε πόρρω απέχουν συμμόρφωσης προς την πληρότητα της αιτιολογίας η οποία απαιτείται από τον Κανονισμό 7 και τις κατευθύνσεις της νομολογίας. Αλλά ούτε και στα γεγονότα επί των οποίων βασίζεται η αίτηση, όπως ήδη παρατήρησα, γίνεται τέτοια αναφορά στο εν λόγω θέμα που ενδεχόμενα να διευκρίνιζε και να συγκεκριμενοποιούσε οποιοδήποτε νομικό σημείο. Η κατάσταση αυτή δεν επηρεάζεται από την απόφαση στην υπόθεση Preza v. Republic (1985) 3 (B) C.L.R. 1008 στην οποία ανεφέρθη ο κ. Αγγελίδης, αφού το θέμα εδώ δεν είναι το ενιαίο της διαδικασίας αλλά η επάρκεια της επισήμανσης στα νομικά σημεία των επικαλούμενων λόγων ακύρωσης. Αυτό δεν μπορεί να γίνει με [*383]μια γενική αναφορά στις αρχές του διοικητικού δικαίου και στις διαδικασίες που η προσφυγή επιδιώκει να προσβάλει.

Για το λόγο αυτό, θεωρώ ότι ο κ. Διογένους, ως μη περιληφθείς στον κατάλογο των συστηθέντων από την επιτροπή προς τον Αρχηγό και ως μη προβάλλων δεόντως με την προσφυγή του λόγο ακύρωσης αναφερόμενο στη μη περίληψή του, δεν έχει έννομο συμφέρον να αμφισβητήσει την προσβαλλόμενη απόφαση αφού η νομιμότητα της σύστασης της επιτροπής δεν μπορεί έτσι να ελεγχθεί.  Ως εκ τούτου, η προσφυγή 437/97 αποτυγχάνει.

Ο κ. Κακούρης είχε περιληφθεί στον κατάλογο των συστηθέντων από την επιτροπή προς τον Αρχηγό. Και στη δική του περίπτωση όμως ο κ. Κωνσταντίνου εγείρει ένσταση ότι δεν προσβάλλεται ειδικά με την προσφυγή η διαδικασία ενώπιον της επιτροπής, σε ό,τι αφορά προφανώς τη σύσταση της που αναφέρεται στον κ. Κακούρη. Είναι γεγονός ότι και στην προσφυγή αυτή η προσβαλλόμενη πράξη είναι ο διορισμός της 7ης Απριλίου 1997 χωρίς περαιτέρω αναφορά, τα δε παρατιθέμενα γεγονότα αφορούν αποκλειστικά τα προσόντα και την πείρα του κ. Κακούρη σε στήριξη της θέσης ότι υπερέχει της κας. Ελευθερίου. Όσον αφορά τα νομικά σημεία, αυτά είναι τέσσερα. Το πρώτο αφορά τη θέση ότι ο κ. Κακούρης υπερτερεί κατάδηλα της κας. Ελευθερίου. Το δεύτερο αφορά το κατ’ ισχυρισμό αναιτιολόγητο του διορισμού της κας. Ελευθερίου. Το τέταρτο αναφέρει γενικά ότι η απόφαση λήφθηκε χωρίς τη δέουσα έρευνα και καθ’ υπέρβαση ή κατάχρηση εξουσίας.  Μόνο το τρίτο περιέχει κάποια αναφορά στο στάδιο της επιτροπής και έχει ως εξής:

"Η απόφαση λήφθηκε κατά διαδικασία που προηγήθηκε και που πάσχει νομικά, γιατί στηρίχθηκε σε γεγονότα που δεν έπρεπε να ληφθούν υπόψιν και/ή σε ενέργειες έξω από την όλη αρμοδιότητα της επιτροπής Δημοσίας Υπηρεσίας και/ή αντίθετα με το Νόμο."

Με βάση τα προαναφερθέντα όσον αφορά τις εφαρμοζόμενες αρχές, θεωρώ ότι και στην περίπτωση του κ. Κακούρη ελλείπει η δέουσα επάρκεια και πληρότητα λόγων ακύρωσης της προσβαλλόμενης απόφασης αναφορικά με τη διαδικασία ενώπιον της επιτροπής. Η μόνη αναφορά που γίνεται στο τρίτο νομικό σημείο στην Αίτηση είναι τόσο γενική και απροσδιόριστη ώστε να μην ικανοποιεί τις πρόνοιες του Κανονισμού 7 και τις αρχές της νομολογίας. Δεν προτίθεμαι επομένως να εξετάσω τις εισηγήσεις του κ. Μηχανικού όσον αφορά την έρευνα και αιτιολογία της που οδήγησε στη διαμόρφωση της σύστασης της επιτροπής.

[*384]

Παραμένει όμως βέβαια το άλλο σκέλος της εισήγησης του κ. Μηχανικού ότι η απόφαση του Αρχηγού με την οποία επέλεξε την κα. Ελευθερίου μεταξύ των πέντε υποψηφίων που συστήθησαν από την επιτροπή, όπως και η έγκριση του Υπουργού, είναι εντελώς αναιτιολόγητη και ότι ο κος Κακούρης υπερτερεί καταδήλως της κας Ελευθερίου. Αυτοί οι λόγοι ακύρωσης προβάλλονται δεόντως στην Αίτηση και πρέπει να εξετασθούν, είναι δε καθιερωμένη αρχή ότι η έλλειψη επαρκούς αιτιολογίας, καθώς και η υπέρβαση του ορίου της διακριτικής ευχέρειας της διοίκησης με την επιλογή υποψηφίου καταφανώς υστερούντα του Αιτητή, συνιστούν καλούς λόγους ακύρωσης της προσβαλλόμενης απόφασης.

Από απόψεως νόμου, ο διορισμός έγινε δυνάμει του άρθρου 13Α(1) του περί Αστυνομίας Νόμου, Κεφ. 285, όπως τροποποιήθηκε από το άρθρο 6 του περί Αστυνομίας (Τροποποιητικός) (Αρ. 2) Νόμου του 1987, το οποίο προνοεί ότι διορισμοί μέχρι και του βαθμού του Ανώτερου Υπαστυνόμου γίνονται από τον Αρχηγό της Αστυνομίας τη εγκρίσει του Υπουργού.  Ο διορισμός έγινε επίσης δυνάμει του Κανονισμού 10 των περί Αστυνομίας (Γενικών) Κανονισμών του 1989, Κ.Δ.Π. 51/89, ο οποίος προνοεί τα ίδια και εξειδικεύει ορισμένα επί μέρους θέματα. Στην απόφασή του ημερομηνίας 27ης Ιανουαρίου 1997, την οποία και υπέβαλε προς έγκριση στον Υπουργό, ο Αρχηγός της Αστυνομίας λέγει τα ακόλουθα, αφού αναφέρεται στην προκηρυχθείσα μαζί με άλλες θέση:-

“Για την κάθε θέση ετοιμάστηκε σχέδιο υπηρεσίας το οποίο καθόριζε τα απαιτούμενα προσόντα, τα καθήκοντα και τις ευθύνες, τις εμπειρίες και τις δεξιότητες που έπρεπε να κατέχει ο κάθε υποψήφιος για διορισμό.

Με βάση τους Κανονισμούς 5 και 6 των Περί Αστυνομίας (Γενικών) Κανονισμών (Κ.Δ.Π.51/1989) διόρισα Συμβούλιο Προσλήψεως με Πρόεδρο τον Β/Αρχηγό (Εκπ.) κ. Ν. Σερδάρη και μέλη τους Αστυνόμους Α΄ κ. Σ. Παφίτη και Γ. Παναγιώτου.  Το Συμβούλιο Πρόσληψης αφού μελέτησε όλες τις υποβληθείσες αιτήσεις αποφάσισε και κάλεσε σε προσωπική συνέντευξη όσους από τους υποψηφίους πληρούσαν εκ πρώτης όψεως τα τυπικά προσόντα.

Το Συμβούλιο αφού έλαβε υπόψη τα ακαδημαϊκά προσόντα, τις εξειδικευμένες γνώσεις για κάθε ειδικότητα, τις δεξιότητες, εκπαιδεύσεις και εμπειρίες σε συνάρτηση με τα καθήκοντα και τις ευθύνες κάθε θέσης όπως περιγράφονται στα σχέδια υπηρεσίας, κατάρτισε για κάθε θέση κατάλογο υποψηφίων που θεωρούνται [*385]ως οι καταλληλότεροι για διορισμό στην Αστυνομία σύμφωνα με τις πρόνοιες του Κανονισμού 10 των Περί Αστυνομίας (Γενικών) Κανονισμών (Κ.Δ.Π.51/1989).

Με βάση τις εξουσίες που μου παρέχει το εδάφιο 1 του Άρθρου 13Α του Περί Αστυνομίας Νόμου Κεφ. 285 και του Κανονισμού 10 των Περί Αστυνομίας (Γενικών) Κανονισμών του 1989, αφού μελέτησα τα προσόντα κάθε υποψηφίου και την αξιολόγηση του Συμβουλίου Πρόσληψης αντίγραφο του οποίου επισυνάπτεται, έκρινα ότι οι πιο κάτω υπερέχουν των άλλων υποψηφίων και αποφάσισα το διορισμό τους στην Αστυνομία αφού έχω πρώτα την έγκρισή σας σύμφωνα με το ίδιο άρθρο:

Α.    ΘΕΣΗ ΧΗΜΙΚΟΥ

       (Συνδιασμένη Θέση Αστυνόμου Β΄ Κλίμακα Α12

       Ανώτ. Υπ/μου Κλίμακα Α10 και Υπ/μου Κλίμακα Α9).

       ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ ΜΑΡΙΑ-ΕΛΕΝΑ του Ιορδάνη."

Η απόφαση αυτή, λέγει ο κ. Μηχανικός, είναι εντελώς αναιτιολόγητη, είναι δε προφανές, συμπληρώνει, ότι ο Αρχηγός απλώς διόρισε τους κατά σειρά συστηθέντες από την επιτροπή σε όλες τις προκηρυχθείσες θέσεις χωρίς να δώσει αιτιολογία για την επιλογή τους σε κάθε περίπτωση.

Η απάντηση του κ. Ευαγγέλου επ’ αυτού είναι ότι δεν τυγχάνει εφαρμογής η νομολογία η οποία αναφέρεται στην ανάγκη δέουσας αιτιολογίας αφού τέτοια αιτιολογία δεν απαιτείται από τον εν λόγω νόμο, ενώ εξάλλου ο Αρχηγός αναφέρεται σε όλα τα αναγκαία τα οποία ήσαν ενώπιόν του και τα οποία έλαβε υπ’ όψη του. Ο δε κ. Κωνσταντίνου υποβάλλει ότι υπάρχει η απαιτούμενη αιτιολογία η οποία μπορεί να συμπληρωθεί από τα στοιχεία των φακέλλων τα οποία ετέθησαν υπ’ όψη του Αρχηγού και ελήφθησαν υπ’όψη στην απόφασή του.

Ότι ο ίδιος ο Αρχηγός δεν παρείχε αιτιολογία γα την επιλογή του είναι, θεωρώ, εμφανές. Πέραν της παραθέσεως της διαδικασίας η οποία ακολουθήθηκε στην προκήρυξη της θέσεως, στον καταρτισμό του σχεδίου υπηρεσίας, στον καταρτισμό της επιτροπής και στην ενώπιόν της διαδικασία καταλήγοντας στη σύστασή της, το μόνο το οποίο αναφέρει ως προς τον ίδιο είναι ότι “αφού μελέτησα τα προσόντα του κάθε υποψηφίου και την αξιολόγηση του Συμβουλίου Πρόσληψης, έκρινα ότι οι πιο κάτω υπερέχουν των άλλων υπο[*386]ψηφίων και αποφάσισα το διορισμό τους.”. Αυτό δεν περιέχει οποιαδήποτε ανάλυση ή σύγκριση των ενώπιον του Αρχηγού στοιχείων σε αναφορά με οποιαδήποτε κριτήρια επιλογής, που θα συνιστούσαν δέουσα αιτιολογία της απόφασής του.

Η αρχή της παροχής δέουσας αιτιολογίας για διοικητικές πράξεις είναι θεμελιακή. Όχι μόνο καταδεικνύει το δέοντα σεβασμό προς τον επηρεαζόμενο διοικούμενο στα πλαίσια της χρηστής διοίκησης προς αποκλεισμό αυθαιρεσίας, αλλά και παρέχει την απαραίτητη δυνατότητα στο δικαστήριο, ως κριτή της νομιμότητας των διοικητικών πράξεων, να αποφανθεί επ’ αυτής σε συνάρτηση με κάθε πτυχή που τη διέπει. Όπως αναφέρεται από το Σπηλιωτόπουλο, Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, έκτη έκδοση, σελ. 166:

"Αιτιολογία είναι, γενικά, η αναφορά των κανόνων δικαίου που ρυθμίζουν την έκδοση της διοικητικής πράξης και της ερμηνείας τους, της διαπίστωσης ότι συντρέχουν οι πραγματικές και νομικές καταστάσεις ενόψει των οποίων επιβάλλεται η έκδοση της πράξης κατ’ εφαρμογή των κανόνων αυτών, την εκτίμηση των σχετικών πραγματικών περιστατικών, καθώς και των σκέψεων του διοικητικού οργάνου που οδήγησαν στην έκδοση ή την παράλειψη της έκδοσης της διοικητικής πράξης."

Στην πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270, ο Καλλής, Δ., δίδοντας την απόφαση του δικαστηρίου, ανάλυσε το όλο θέμα ως ακολούθως στις σελίδες 272-273:

"Σειρά αποφάσεων της Νομολογίας μας σε πλήρη ταύτιση με την θέση της Ελληνικής Νομολογίας έχει τονίσει την ανάγκη για αιτιολογία των ατομικών διοικητικών πράξεων (Βλ. ανάμεσα σ’ άλλα Papadopoulos v. Republic (1982) 3 C.L.R., 1079, J.M.C. Polytrade v. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 301, Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου Επικρατείας, 1929-59, σελ. 183, 186, 187).

Αιτιολογία μιας διοικητικής πράξεως αποτελεί την έκθεση των πραγματικών και νομικών λόγων που οδήγησαν τη διοίκηση στην απόφασή της καθώς και παράθεση των κριτηρίων βάσει των οποίων άσκησε η διοίκηση τη διακριτική της ευχέρεια.  Η ανάγκη της αιτιολογίας των ατομικών διοικητικών πράξεων απορρέει από την έννοια του κράτους δικαίου. Εκ της φύσεώς τους αιτιολογητέες είναι όλες οι πράξεις των οποίων ο έλεγχος είναι αδύνατος ή ατελής χωρίς την αναφορά των λόγων που τις [*387]στηρίζουν. Γενικά, αιτιολογία που δεν παρέχει στον δικαστή τα απαραίτητα ειδικά και συγκεκριμένα στοιχεία για τη διακρίβωση της νομιμότητας της διοικητικής πράξης ή είναι τόσο αόριστη και ασαφής ώστε να καθιστά ανέφικτο τον δικαστικό έλεγχο, δεν είναι νόμιμη και οδηγεί στην ακύρωση της πράξης (Βλ. Κυριακίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 298, Δημοκρατία ν. Χατζηγεωργίου (1994) 3 Α.Α.Δ. 574 και Δαγτόγλου, Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, 3η έκδοση, 1992, παρα. 636, 646 και 647).

Τότε μόνον είναι νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη η διοικητική πράξη όταν παρέχεται στον ακυρωτικό δικαστή η δυνατότης να αντιληφθεί επί τη βάσει ποιών στοιχείων κατέληξε η Διοίκηση στο συμπέρασμα που έγινε δεκτό (Βλ. Ιωάννη Σαρμά, Η Συνταγματική και Διοικητική Νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, σελ. 130).

Το κατά πόσο μια διοικητική πράξη είναι αιτιολογημένη ή όχι εξαρτάται από τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά της (Βλ. Πισσάς ν. Δημοκρατίας (1974) 3 Α.Α.Δ. 476).

Η αιτιολογία δεν πρέπει να περιορίζεται σε γενικούς χαρακτηρισμούς που μπορούν να εφαρμοσθούν σε κάθε περίπτωση και δεν πρέπει να επαναλαμβάνει τις διατάξεις του Νόμου. Η επανάληψη των γενικών όρων του Νόμου ισοδυναμεί με ανύπαρκτη αιτιολογία. "Καθιστά αναιτιολόγητον την πράξιν αιτιολογία αόριστος καθιστώσα αδύνατον τον δικαστικόν αυτής έλεγχον, μή εκθέτουσα τα γεγονότα, εξ ων εμορφώθη, η κρίσις της Διοικήσεως, ή δυναμένη να εφαρμοσθή εις πάσαν περίπτωσιν" (Βλ. Πορίσματα Νομολογίας (πιο πάνω), σελ. 186-87, Πιπερίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 134, 141 και Κυριακίδης (πιο πάνω))."

Ως εκ τούτων, η αρχή της δέουσας αιτιολογίας δεν περιορίζεται στις περιπτώσεις στις οποίες ο ίδιος ο σχετικός νόμος απαιτεί αιτιολογία. Αυτό απαντά το επιχείρημα του κ. Ευαγγέλου ότι η υπόθεση Βιολάρης ν. Δημοκρατίας (1997) 4 Α.Α.Δ. 1501, διακρίνεται και δεν τυγχάνει εφαρμογής καθ’ όσον στην περίπτωση εκείνη η αιτιολογία απαιτείτο από το νόμο (το άρθρο 13(2)(3) του περί Αστυνομίας Νόμου, Κεφ. 285, όπως τροποποιήθηκε). Στην περίπτωση που η αιτιολογία απαιτείται από τον ίδιο τον εφαρμοζόμενο νόμο αυτή καθίσταται απαραίτητη ως περιεχόμενη στην ίδια την απόφαση και σε αναφορά με τους όρους της αιτιολογίας που προνοεί ο νόμος, άλλως η απόφαση υπόκειται σε ακύρωση ως ελαττωματική κατά [*388]ουσιώδη τύπο. Όπως παρατήρησε το δικαστήριο:

“Οσάκις η αιτιολογία απαιτείται από το Νόμο, καθίσταται συστατικό στοιχείο της πράξης. Σε τέτοια δε περίπτωση πρέπει να εμφαίνεται στο σώμα της διοικητικής πράξης. Η απλή αναφορά στα στοιχεία που λήφθηκαν υπόψη δεν αρκεί. (Δημοκρατία ν. Χατζηγεωργίου (1994) 3 Α.Α.Δ. 574, 580-581, Παύλος Πιπερίδης και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 134, 141-142).”

Δεν είναι όμως ακόλουθο ότι αν η αιτιολογία δεν προβλέπεται από τον εφαρμοζόμενο νόμο δεν απαιτείται καθόλου. Όπως ήδη ανάφερα, η αιτιολογία είναι θεμελιακή όσο και καθολική αρχή του διοικητικού δικαίου. Η διαφορά έγκειται στο ότι, σε τέτοια περίπτωση, η αιτιολογία είναι δυνατό να μην εμφαίνεται στο σώμα της απόφασης ως η γενική αρχή, αλλά να προκύπτει από τα όλα στοιχεία του φακέλου, αφού το κριτήριο της αιτιολόγησης είναι η παροχή της δυνατότητας δικαστικού ελέγχου της προσβαλλόμενης αποφάσεως. (Ίδε: Republic ν. Myrtiotis (1975) 3 C.L.R. 484, Theodoridou v. Republic (1984) 3 C.L.R. 146).

Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η αιτιολογία είναι επαρκής απλώς και μόνο διότι στο φάκελο υπάρχουν όλα εκείνα τα στοιχεία τα οποία θα μπορούσαν να συνιστούν αιτιολογία. Όπως αναφέρεται στα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου Επικρατείας, 1929-59, σελίδες 185-186:

"... η εκ του φακέλλου αναπλήρωσις της ελλειπούσης αιτιολογίας δύναται να χωρήσει μόνον, εφ’ όσον ευθέως και αμέσως προκύπτει τοιαύτη εκ των στοιχείων του φακέλου, διότι άλλως, το Στ.Ε. θα έπρεπε ν’ αναζητήσει και σταθμίσει αυτό τα στοιχεία ταύτα, οπότε θα υποκαθίστατο εις την αρμοδίαν διοικητικήν αρχήν εν τη κατ’ ουσίαν εκτιμήσει των αποδεικτικών και λοιπών στοιχείων: 267/45, 1144/46."

Η αναπλήρωση από τα στοιχεία του φακέλου της ελλείπουσας στην απόφαση αιτιολογίας έχει λοιπόν ακριβώς την έννοια της αποκάλυψης στο δικαστήριο των λόγων που πραγματικά οδήγησαν τη διοίκηση στην απόφασή της, των κριτηρίων τα οποία πραγματικά εφάρμοσε και των πραγματικών εκτιμήσεών της του νομικού υπόβαθρου και των γεγονότων, και όχι απλώς της παροχής στοιχείων που, αν εκτιμούντο, θα μπορούσαν να αιτιολογήσουν την απόφαση.

Με αυτές τις αρχές υπ’ όψη μου είναι που στρέφομαι να εξετάσω κατά πόσο η έλλειψη αιτιολογίας της απόφασης του Αρχηγού εί[*389]ναι δυνατό να αναπληρωθεί από τα στοιχεία των φακέλων. Η θεωρημένη μου άποψη είναι ότι αυτό δεν μπορεί να γίνει. Η ίδια η επιτροπή σύστησε στον Αρχηγό πέντε υποψηφίους ως καταλληλότερους για διορισμό, παραθέτοντας και τα σχόλιά της για τον κάθε ένα, αφού έλαβε υπ’ όψη της τα ακαδημαϊκά προσόντα, την πείρα, τις εξειδικευμένες γνώσεις, δεξιότητες, εκπαιδεύσεις και εμπειρίες τους σε συνάρτηση με τα καθήκοντα και τις ευθύνες της θέσης και την απόδοσή τους στις προσωπικές συνεντεύξεις, χωρίς να συστήνει συγκεκριμένα οποιονδήποτε από αυτούς. Είναι γεγονός ότι στη βαθμολογία της επιτροπής η κα. Ελευθερίου υπερτερούσε του κ. Κακούρη, όμως τίποτε δεν δείχνει τη διεργασία στο σκεπτικό του Αρχηγού σε συνάρτηση με τα στοιχεία του φακέλου που να τον οδήγησε στην επιλογή του. Ούτε η επιτροπή ούτε και ο Αρχηγός προέβη σε οποιαδήποτε ανάλυση και σύγκριση των στοιχείων που διαπίστωσε η επιτροπή για κάθε υποψήφιο σε συσχετισμό με εκείνων κάθε άλλου υποψήφιου που θα συνιστούσε τη δέουσα αξιολόγηση. Δεν είναι λοιπόν δυνατό για το δικαστήριο να διαπιστώσει ποια κριτήρια και ποια στοιχεία βάρυναν στη σκέψη της επιτροπής ή του Αρχηγού για επιλογή της κας. Ελευθερίου έναντι των άλλων υποψηφίων, ή ποια σημασία εδόθη σε κάθε κριτήριο και στοιχείο και για ποιο λόγο. Ενώ, και αν ακόμα εκληφθεί ότι ο Αρχηγός επέλεξε τον υποψήφιο με την υψηλότερη βαθμολογία από την επιτροπή, αυτό και πάλι δεν θα συνιστούσε δέουσα αιτιολογία αφού θα ισοδυναμούσε με εκχώρηση της κρίσης και της ευθύνης του Αρχηγού προς την επιτροπή και θα εκλάμβανε ως δεδομένη την εν πολλοίς υποκειμενική και αναιτιολόγητη αντίληψη της επιτροπής ως προς τη βαθμολογία.  Ούτε είναι βέβαια δυνατό για το δικαστήριο να σταθμίσει το ίδιο τα στοιχεία του φακέλου, έστω και αν αυτά θα μπορούσαν να παρείχαν αιτιολογία για την απόφαση, αφού κάτι τέτοιο θα ανάγετο σε υποκατάσταση της κρίσης του για την κρίση της διοίκησης.

Η προσφυγή του κ. Κακούρη λοιπόν επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται.

Εν όψει και του αποτελέσματος και της συνεκδίκασης των προσφυγών, εις μεν την προσφυγή 437/97 δεν γίνεται οποιαδήποτε διαταγή για έξοδα, εις δε την προσφυγή 504/97 η Δημοκρατία θα καταβάλει τα έξοδα του κ. Κακούρη.

Η προσφυγή αρ. 437/97 απορρίπτεται, χωρίς έξοδα. Η προσφυγή αρ. 504/97 επιτυγχάνει με έξοδα.

[*390]

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο