Latomia Estates Ltd και Άλλοι ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1999) 4 ΑΑΔ 391

(1999) 4 ΑΑΔ 391

[*391]29 Απριλίου, 1999

[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

(Υπόθεση Αρ. 211/94)

LATOMIA ESTATE LTD.,

Αιτητές,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ/Η

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ/Η

ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΩΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Καθ’ ων η αίτηση.

 

(Υπόθεση Αρ. 212/94)

EPCO (CYPRUS) LTD.,

Αιτητές,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ/Η

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ/Η

ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΩΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Καθ’ ων η αίτηση.

 

(Υπόθεση Αρ. 372/94)

ΓΙΑΝΝΟΣ ΠΟΓΙΑΤΖΗ,

Αιτητής,

[*392]v.

1. ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,

2. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΠΑΙΔΕΙΑΣ,

Καθ’ ων η αίτηση.

 

(Υπόθεση Αρ. 385/94)

1. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ Ν. ΚΛΕΑΝΘΟΥΣ,

2. ΑΝΔΡΕΑΣ Ν. ΚΛΕΑΝΘΟΥΣ,

3. ΚΩΣΤΑΚΗΣ Ν. ΚΛΕΑΝΘΟΥΣ,

Αιτητές,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1. ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,

2. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ,

Καθ’ ων η αίτηση.

 

(Υπόθεση Αρ. 390/94)

1. ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΥΡΟΚΩΣΤΑ,

2. ΘΕΟΔΩΡΟΣ Κ. ΜΑΥΡΟΚΩΣΤΑ,

Αιτητές,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1. ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,

2. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ,

Καθ’ ων η αίτηση.

 

(Υπόθεση Αρ. 391/94)

1. ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΩΣΤΑ ΜΑΓΕΙΡΟΥ,

[*393]2. ΓΑΛΑΤΕΙΑ ΚΩΣΤΑ ΜΑΓΕΙΡΟΥ,

3. ΑΧΙΛΛΕΑΣ ΚΩΣΤΑ ΜΑΓΕΙΡΟΥ,

4. ΧΡΙΣΤΑΚΗΣ ΚΩΣΤΑ ΜΑΓΕΙΡΟΥ,

Αιτητές,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1. ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,

2. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ,

Καθ’ ων η αίτηση.

 

(Υπόθεση Αρ. 392/94)

1. ΚΥΡΙΑΚΗ ΑΧΙΛΛΕΑ ΠΕΤΡΟΥ ΖΑΠΟΥΝΗ,

2. ΧΡΙΣΤΑΚΗΣ ΑΧΙΛΛΕΑ ΠΕΤΡΟΥ ΖΑΠΟΥΝΗ,

3. ΘΕΟΔΩΡΑ ΠΕΤΡΟΥ,

4. ΑΝΔΡΕΑΣ ΠΕΤΡΟΥ,

5. ΜΑΡΟΥΛΛΑ ΑΧΙΛΛΕΑ ΠΕΤΡΟΥ,

6. ΜΑΡΟΥΛΛΑ ΑΧΙΛΛΕΑ ΠΕΤΡΟΥ,

ΣΑΝ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΡΙΑ ΤΟΥ ΑΧΙΛΛΕΑ ΠΕΤΡΟΥ

ΖΑΠΟΥΝΗ,

Αιτητές,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1. ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,

2. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ,

Καθ’ ων η αίτηση.

 

(Υπόθεση Αρ. 394/94)

ΓΕΩΡΓΙΑ ΙΩΑΝΝΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ,

Αιτήτρια,

v.

[*394]ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ,

Καθ’ ων η αίτηση.

 

(Υπόθεση Αρ. 395/94)

1. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΚΟΥΛΛΗΣ,

2. ΕΥΑΓΟΡΑΣ Χ”ΔΗΜΗΤΡΗ,

3. ΑΓΝΗ Χ”ΔΗΜΗΤΡΗ-ΙΩΣΗΦ,

4. ΜΑΡΟΥΛΛΑ ΙΩΑΝΝΙΔΟΥ-ΣΤΕΦΑΝΟΥ,

5. ΑΝΝΑ ΓΕΩΡΓΙΑΔΟΥ ΔΙΑ ΤΗΣ

 ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΟΥ ΤΗΣ

 ΝΕΔΗΣ ΣΚΑΡΠΑΡΗ,

Αιτητές,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ/Η

ΤΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ,

Καθ’ ων η αίτηση.

 

(Υπόθεση Αρ. 399/94)

ΤΣΙΑΚΚIΛΑ ΕΣΤEΪΤΣ ΛΙΜΙΤΕΔ,

Αιτητές,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚHΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

Α) ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,

Β) ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ,

Καθ’ ων η  αίτηση.

 

(Υπόθεση Αρ. 400/94)

ΤΕΚΤΟΝΙΚΟΝ ΙΔΡΥΜΑ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ “ΣΟΛΩΝ”

Αιτητές,

[*395]v.

ΚΥΠΡΙΑΚHΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

Α) ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,

Β) ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ,

Καθ’ ων η αίτηση.

 

(Υπόθεση Αρ. 401/94)

ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΑΝΔΡΕΑ ΣΠΑΝΟΣ,

Αιτητής,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ/Η

ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ,

Καθ’ ων η αίτηση.

 

(Υπόθεση Αρ. 402/94)

1. ΑΝΔΡΟΝΙΚΟΣ ΚΑΣΑΠΗ,

2. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΦΙΛΙΠΠΙΔΗΣ,

3. ΣΤΕΛΙΟΣ ΦΙΛΙΠΠΙΔΗΣ,

4. ΑΡΤΕΜΙΣ ΦΙΛΙΠΠΙΔΟΥ,

Αιτητές,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ/Η

ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ,

Καθ’ ων η αίτηση.

 

(Υπόθεση Αρ. 403/94)

ΧΡΥΣΤΑΛΛΑ ΑΝΔΡΕΑ ΚΥΡΙΑΚΟΥ,

Αιτήτρια,

[*396]v.

ΚΥΠΡΙΑΚHΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ/Η

ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ,

Καθ’ ων η αίτηση.

 

(Υπόθεση Αρ. 404/94)

ΑΦΡΟΔΙΤΗ Χ”ΠΑΥΛΟΥ,

Αιτήτρια,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1. ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,

2. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ,

Καθ’ ων η αίτηση.

 

(Υπόθεση Αρ. 405/94)

ΓΕΩΡΓΙΑ ΚΩΣΤΑ ΚΟΚΚΙΝΟΤΡΙΜΙΘΙΩΤΟΥ,

Αιτήτρια,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1. ΤΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ,

2. ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,

Καθ’ ων η αίτηση.

 

(Υπόθεση Αρ. 406/94)

ΑΠΟΣΤΟΛΑ ΦΩΤΙΟΥ ΦΟΙΝΙΚΑΡΙΔΟΥ,

Αιτήτρια,

[*397]v.

ΚΥΠΡΙΑΚHΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1. ΤΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ,

2. ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,

Καθ’ ων η αίτηση.

 

(Υπόθεση Αρ. 408/94)

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΦΩΤΙΟΥ ΦΟΙΝΙΚΑΡΙΔΗ,

Αιτητής,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚHΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1. ΤΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ,

2. ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ.

Καθ’ ων η αίτηση.

(Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 211/94, 212/94, 372/94, 385/94, 390/94, 391/94, 392/94, 394/94, 395/94, 399/94, 400/94, 401/94, 402/94, 403/94, 404/94, 405/94, 406/94, 408/94)

 

Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο ― Δικόγραφα ― Κανονισμός 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου ― Λόγοι ακυρώσεως ― Εξετάζονται εφόσον αναφέρονται ειδικά στο δικόγραφο της αίτησης ακυρώσεως ― Αόριστοι και γενικοί λόγοι ακυρώσεως δεν εξετάζονται ― Εξειδικευμένη διευκρίνιση των γεγονότων επιτρέπει να θεωρηθεί ότι εξειδικεύει λόγο ακυρώσεως.

Αναγκαστική Απαλλοτρίωση ― Επιδίωξη της ολιγότερον επαχθούς λύσης ― Δέουσα έρευνα ― Η απόφαση για απαλλοτρίωση ιδιωτικής γης για σκοπούς ανέγερσης των εγκαταστάσεων του Πανεπιστημίου, βασίστηκε σε ολοκληρωμένες μελέτες και δέουσα έρευνα ― Η απόφαση για απαλλοτρίωση ιδιωτικής γης ήταν υπό τις περιστάσεις εύλογη.

[*398]Αναγκαστική Απαλλοτρίωση ― Αιτιολογία ― Δυνατόν να συμπληρώνεται από τις προπαρασκευαστικές πράξεις όπως μελέτες, σχέδια και την πρόταση για απαλλοτρίωση προς το Υπουργικό Συμβούλιο ― Η απόφαση απαλλοτρίωσης ιδιωτικής γης για τις ανάγκες του Πανεπιστημίου αιτιολογείται από τα ανωτέρω σε συνδυασμό με τους σκοπούς απαλλοτρίωσης που αναφέρονται στο Διάταγμα.

Αναγκαστική Απαλλοτρίωση ― Μελλοντικός σκοπός ― Θεωρείται εύλογη και απαραίτητη η απαλλοτρίωση γης η οποία θα αξιοποιηθεί για σκοπούς του συνολικού έργου, αλλά σε μελλοντικό στάδιο κατά την εκπόνηση της δεύτερης ή και τρίτης φάσης του έργου.

Αναγκαστική Απαλλοτρίωση ― Τοπικό Σχέδιο ― Δεν επηρεάζεται η νομιμότητα του Διατάγματος Απαλλοτρίωσης για σκοπούς ανέγερσης του Πανεπιστημίου σε χώρο άλλον από αυτόν στον οποίο αναφέρεται το Τοπικό Σχέδιο Λευκωσίας, εφόσον όταν το τελευταίο δημοσιεύτηκε ίσχυε η αρχική απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου για ανέγερση του Πανεπιστημίου στον αρχικά αποφασισθέντα χώρο ― Μετά τη νέα απόφαση του Υπουργικού ακολούθησε τροποποίηση του Τοπικού Σχεδίου, αφού εξετάστηκαν αρχικά οι ενστάσεις επ’ αυτού.

Οι αιτητές, όλοι ιδιοκτήτες ακίνητης ιδιοκτησίας η οποία απαλλοτριώθηκε με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου για σκοπούς ανέγερσης του Πανεπιστημίου Κύπρου, προσέβαλαν με την προσφυγή τους τα διατάγματα απαλλοτρίωσης.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας τις προσφυγές, αποφάσισε ότι:

1.  Η νομολογία δίδει σαφείς κατευθύνσεις επί του ζητήματος της διατύπωσης των λόγων ακυρώσεως. Τη βάση προσφέρει ο Κανονισμός 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, ο οποίος προνοεί:

     “7. Έκαστος διάδικος δέον διά των εγγράφων προτάσεων αυτού να εκθέτη τα νομικά σημεία επί των οποίων στηρίζεται, αιτιολογών συγχρόνως ταύτα πλήρως. Διάδικος εμφανιζόμενος άνευ συνηγόρου δεν υποχρεούται εις συμμόρφωσιν προς τον κανονισμόν τούτον”. Υπό το φως της νομολογίας και με την επιφύλαξη των όσων θα αναφερθούν πιο κάτω, το Δικαστήριο είναι της άποψης, ότι στα νομικά σημεία επί των οποίων στηρίζονται οι προσφυγές, δεν εκτίθενται και δεν αιτιολογούνται πλήρως ή επαρκώς, σύμφωνα με τον Κανονισμό 7, λόγοι ακύρωσης οι οποίοι να μπορούν να εξετασθούν ως τέτοιοι από το Δικαστήριο. [*399]Από τα γεγονότα βέβαια στα οποία βασίζονται οι προσφυγές, προκύπτει ότι το ουσιαστικό παράπονο των Αιτητών είναι ότι η απαλλοτρίωση είναι παράνομη ως εκ του ότι υπήρχε κρατική γη συνεχόμενη με την απαλλοτριωθείσα η οποία και θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για τις ανάγκες του Πανεπιστημίου αντί της απαλλοτριωθείσας ιδιωτικής τοιαύτης. Το Δικαστήριο λαμβάνει υπ’ όψη του την αναφορά αυτή ως διευκρινίζουσα συγκεκριμένο νομικό λόγο ακύρωσης της απαλλοτρίωσης και έτσι στα πλαίσια των προσφυγών αυτών θα εξεταστούν τόσο το θέμα αυτό όσο και το εγειρόμενο στο νομικό σημείο 8.

2.  Το νομικό και νομολογιακό πλαίσιο άσκησης της διακριτικής εξουσίας της διοίκησης να προβεί σε απαλλοτρίωση δεν είναι υπό ασάφεια ή αμφισβήτηση. Η απαλλοτρίωση συνιστά στέρηση του συνταγματικά κατοχυρωμένου θεμελιώδους δικαιώματος ιδιοκτησίας, η οποία προνοείται μεν ρητά στο Άρθρο 23 υπόκειται όμως στους όρους υπό τους οποίους προνοείται και στις γενικές αρχές οι οποίες διέπουν την άσκηση διοικητικής διακριτικής εξουσίας. Εκτενής ανασκόπηση των αρχών που διέπουν το θέμα, επί των οποίων και δεν υπήρχε διαφωνία, έγινε από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Hadjioannou v. Republic (1983) 3 C.L.R. 536.

     H ανάγκη για ολοκληρωμένη και προσεκτική έρευνα ήταν το αντικείμενο εξέτασης και στην απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Μεστάνα ν. Υπουργικού Συμβουλίου Αθηαίνου (Αρ. 2) (1992) 3 Α.Α.Δ. 185. Όπως αποδείχθηκε δε στην υπόθεση Theodoridou v. Republic (1984) 3 C.L.R. 146, εφόσον η λύση η οποία υιοθετείται μπορεί να θεωρηθεί η καλύτερη από τεχνοοικονομικής απόψεως σύμφωνα με τέτοια έρευνα, δεν υπάρχουν περιθώρια επέμβασης του δικαστηρίου.

     Αντίθετα, η έλλειψη δέουσας έρευνας, όπως στην υπόθεση Agroti v. EAC (1981) 3 C.L.R. 503, οδηγεί στην ακύρωση της απαλλοτρίωσης. Όσον αφορά την εισήγηση ότι υπήρχε επαρκής και κατάλληλη κρατική γη η οποία θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί όχι ολιγότερο πρόσφορα από ότι η απαλλοτριωθείσα ιδιωτική, στα πλαίσια του ευρύτερου θέματος της επάρκειας της έρευνας και αιτιολογίας και της ορθής ασκήσεως της διακριτικής εξουσίας της διοίκησης, είναι απόλυτα καθαρό ότι δε χωρεί αμφιβολία ή περιθώρια επέμβασης. Εν πάση περιπτώσει από το 1992 υπήρχε σαφής και ολοκληρωμένη άποψη και μελέτη του προτεινόμενου έργου σε συσχετισμό με τον εν λόγω χώρο και σε αναφορά με όλες τις παραμέτρους. Η απαιτούμενη γη είχε καθοριστεί όχι μόνο ως [*400]προς την έκτασή της, πέραν δηλαδή των 1.000 σκαλών, αλλά και ως προς το ποια κτήματα εκάλυπτε ώστε η ανέγερση του Πανεπιστημίου να ανταποκρίνετο προς τις επιδιώξεις και προδιαγραφές και να παρείχε το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα από κάθε άποψη – χωροδιάταξη, χωροδομική προβολή, συνοχή, μορφή, λειτουργικότητα, οικολογική ισορροπία, μέγεθος, χαρακτήρα, πληρότητα, πρόσβαση, συμβατή μελλοντική ανάπτυξη και καθετί άλλο σχετικό με ένα σύγχρονο πανεπιστήμιο του τύπου campus university. Στο σχεδιασμό αυτό, ήταν απαράιτητη η περίληψη της εν λόγω ιδιωτικής γης, όπως προκύπτει και αιτιολογείται πλήρως από την έκθεση του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως όπως έχει λεπτομερώς παρατεθεί ανωτέρω, αλλά και από την έκθεση των συμβούλων αρχιτεκτόνων του έργου. Οι δε όροι εντολής του διαγωνισμού ιδεών ήσαν τόσο περιεκτικοί και λεπτομερείς και κάλυπταν κάθε επί μέρους πτυχή, που αποκαλύπτουν εξαντλητική πληρότητα μελέτης του έργου και εξέταση κάθε σχετικής παραμέτρου. Η περίληψη της εν λόγω ιδιωτικής γης στο χώρο της πανεπιστημιούπολης ήταν τόσο αναγκαία και άρρηκτα συνδεδεμένη με τον όλο σχεδιασμό που η εξαίρεσή της να τον έπληττε συνολικά όσο και επί μέρους.

     Η περίπτωση αντικατάστασης στο σχεδιασμό του έργου της εν λόγω ιδιωτικής γης με άλλη κρατική ήταν ευθύς εξ αρχής στους προβληματισμούς και στην έρευνα της διοίκησης. Η έκθεση του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως του 1992 εξετάζει ειδικά αυτό το θέμα και τονίζει ότι η ιδιωτική γη υπερτερεί σαφώς της άλλης κρατικής χωροδομικά, μορφολογικά και εδαφολογικά. Αλλά και η νέα έκθεσή του που έγινε το 1993 ειδικά σε σχέση με την αντίθεση των ιδιοκτητών στην απαλλοτρίωση, εξέτασε ειδικά και λεπτομερειακά την αντικατάσταση της ιδιωτικής γης με άλλη κρατική, συνεχόμενη ή μη, και εμπεριστατωμένα απέρριψε τέτοια δυνατότητα για τους λόγους που παρατέθησαν ανωτέρω. Όλα αυτά ήσαν δε και στη βάση της εξέτασης των ενστάσεων των ιδιοκτητών, περιλαμβανομένης κάθε πτυχής της έκθεσης του κ. Ζωμενή η οποία συντάχθηκε σε στήριξη των θέσεών τους, από τα αρμόδια τμήματα και η οποία οδήγησε στην απόρριψή τους και την έκδοση των διαταγμάτων απαλλοτρίωσης. Η τελική απόφαση της διοίκησης να περιλάβει την εν λόγω ιδιωτική γη στο χώρο του Πανεπιστημίου ήταν το αποτέλεσμα όχι μόνο της εμπεριστατωμένης διαπίστωσης της αναγκαιότητας περίληψής της στον όλο σχεδιασμό του έργου αλλά και εξάντλησης κάθε δυνατότητας εναλλακτικής λύσης μετά από μακριά, πλήρη και λεπτομερή μελέτη και έρευνα και ιδιαίτερο προβληματισμό. Με αποτέλεσμα, να μην τίθεται θέμα ανεπάρκειας ή πεπλανημένου της έρευνας [*401]που να συνιστούσε κακή άσκηση της διακριτικής εξουσίας της διοίκησης και να δικαιολογούσε επέμβαση του δικαστηρίου.

3.  Όσον αφορά δε την αιτιολόγηση της απαλλοτρίωσης, ο Κωνσταντινίδης, Δ., στην υπόθεση Σταυρίδη ν. Δημοκρατίας είπε τα ακόλουθα στη σελ. 319:

     “Δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε πως η ανάγκη για την αιτιολόγηση της απόφασης για την απαλλοτρίωση προϋποθέτει ενσωμάτωση σ’ αυτή του όγκου των στοιχείων που υπήρχαν. Η παραπομπή σ’ αυτά τα στοιχεία, έχοντας υπόψη τη φύση του θέματος, προσφέρει την αναγκαία αιτιολόγηση και επιτρέπει το δικαστικό έλεγχο. (Βλ. Alakati Investment Ltd and Another v. Republic (Minister of Commerce and Industry and Others) (1973) 3 C.L.R. 255).”

     Tην ίδια προσέγγιση υιοθέτησε η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου και στην απόφασή της στην υπόθεση Τheodoridou v. Republic (ανωτέρω) παραπέμποντας στην όλη διαδικασία που προηγήθηκε της απαλλοτρίωσης και στα περιεχόμενο σε αυτή στοιχεία ως παρέχοντα την αιτιολογία της. Το ίδιο ίσχυε, όπως παρατήρησε το δικαστήριο, αναφορικά και με την συλλογική απόρριψη των ενστάσεων των ιδιοκτητών από το Υπουργικό Συμβούλιο, αφού η έρευνα και η αιτιολογία για την απόρριψη αποκαλύπτετο από όλα τα στοιχεία που υπήρχαν ενώπιόν του και τις απόψεις των αρμοδίων.

     Όπως τονίζεται και στην ανωτέρω παρατεθείσα νομολογία, δεν αναμένεται, ως εκ της φύσεως μάλιστα της υπόθεσης, η αιτιολόγηση της απόφασης να περιέχεται στην ίδια την απόφαση με την ενσωμάτωση σε αυτή του όγκου όλων των στοιχείων που τη διέπουν, παρά μάλλον η παραπομπή σε αυτά τα στοιχεία όχι μόνο επιτρέπει το δικαστικό έλεγχο αλλά και προσφέρει την αναγκαία αιτιολογία. Αυτό ισχύει αναφορικά με την απόρριψη των ενστάσεων των ιδιοκτητών, η έρευνα και η αιτιολογία για την οποία, όπως και για την ίδια την απόφαση, εμπεριέχεται στο σύνολο των στοιχείων που ήσαν ενώπιον του Υπουργικού Συμβουλίου περιλαμβανομένων των απόψεων των αρμοδίων.

4.  Μια άλλη διάσταση του πράγματος, αφορά το άλλο ουσιαστικό εγειρόμενο θέμα, ότι μέρος της απαλλοτριωθείσας γης επροορίζετο όχι για άμεση χρήση, αλλά για μελλοντική ανάπτυξη. Το θέμα αυτό ανάγεται στη νομιμότητα της απαλλοτρίωσης καθ’ όσον αφορά το κατά πόσο με την απαλλοτρίωση θα εξυπηρετηθεί όντως ο αναφερόμενος ως επιδιωκόμενος σκοπός της. Σίγουρα, απαλλοτρίωση για μελλοντικούς σκοπούς συνιστά αντίφαση και τίθεται εκτός των πλαισίων του Άρθρου 23.4 του Συντάγματος και των [*402]σχετικών νόμων ως καθ’ υπέρβαση και κατάχρηση εξουσίας. Στα πλαίσια αυτά, η έλλειψη μελέτης αναφορικά με το επιδιωκόμενο με την απαλλοτρίωση έργο είναι ενδεικτική της απουσίας παρόντος σκοπού, όσο και της ανεπάρκειας της απαιτούμενης έρευνας.

     Όσον αφορά ευρύτερα το θέμα της αμεσότητας επίτευξης του σκοπού της απαλλοτρίωσης, σχετική είναι και η νομολογία η οποία πραγματεύεται την υποχρέωση δυνάμει του Άρθρου 23.5 του Συντάγματος, να χρησιμοποιηθεί η απαλλοτριωθείσα γη για το σκοπό για τον οποίο απαλλοτριώθηκε και να επιστραφεί αν εκτός τριών ετών από της απαλλοτρίωσης, ο σκοπός αυτός δεν κατέστη εφικτός, αφού είναι σε αυτό το πλαίσιο που συνήθως εγείρεται το θέμα. Η νομολογία αποκαλύπτει ότι ακόμα και η μη πραγματοποίηση, εν όλω ή εν μέρει, του σκοπού για τον οποίο έγινε η απαλλοτρίωση, δε σημαίνει ότι ο σκοπός δεν είναι εφικτός, εφόσον το σύνολο των δεδομένων δείχνει ότι το έργο αναμένεται λογικά να γίνει ή να συμπληρωθεί. Ιδιαίτερα προκειμένου περί μεγάλων έργων σε διάφορες φάσεις, στην περίπτωση των οποίων η εκτέλεση είναι σταδιακή.

     Απομένει λοιπόν να εξετασθεί η άλλη κύρια θέση του κ. Λιβέρα, στην οποία αποδίδεται ιδιαίτερη σημασία και στην απαντητική του αγόρευση, όσον αφορά το μέρος της απαλλοτριωθείσας γης που προορίζετο όχι για άμεση, αλλά για μελλοντική αξιοποίηση. Το θέμα αυτό έχει δύο παραμέτρους. Κατά πρώτο, σύμφωνα με την ίδια τη μελέτη του Πανεπιστημίου, ο χώρος αυτός προορίζετο όντως για αξιοποίηση όχι στην αρχική αλλά στη δεύτερη φάση των εγκαταστάσεων του Πανεπιστημίου. Η παράμετρος αυτή δε δημιουργεί δυσκολία, έχει δε ήδη απαντηθεί εν μέρει: o χώρος αυτός περιλαμβάνετο αναγκαία και άρρηκτα στον όλο σχεδιασμό του έργου. Η απαλλοτρίωσή του επομένως δεν ήταν για μελλοντικό σκοπό, αλλά ως μέρος παρόντος σκοπού. Η νομολογία αναγνωρίζει ότι, ιδιαίτερα στην περίπτωση μεγάλων και σύνθετων έργων, η πραγμάτωση του σκοπού του έργου δεν αναμένεται να γίνει άμεσα και διά μιας αλλά στις φάσεις και στάδια που η φύση, ο σχεδιασμός, οι δυνατότητες και ο οικονομικός προγραμματισμός του καθορίζουν, ώστε να μην τίθεται θέμα ανέφικτου του σκοπού ακόμα και αν το έργο δεν προτίθεται να συμπληρωθεί στα τρία χρόνια που προνοούνται στο Άρθρο 23.5. Η περίπτωση του Πανεπιστημίου είναι ακριβώς τέτοια περίπτωση, η δε προγραμματιζόμενη αξιοποίηση της εν λόγω γης σε άλλη φάση μετά από μερικά χρόνια, ουδόλως επηρεάζει την αμεσότητα και το εφικτό του σκοπού της απαλλοτρίωσης.

     Η δεύτερη παράμετρος εγείρει μια άλλη διάσταση. Ο κ. Λιβέρας [*403]εισηγείται ουσιαστικά ότι η αδυναμία αξιοποίησης της εν λόγω γης ως εκ του ότι εμπίπτει στη νεκρή ζώνη καθιστούσε το σκοπό της απαλλοτρίωσης ανέφικτο. Μαρτυρία βέβαια για το καθεστώς της νεκρής ζώνης δεν υπάρχει, αφού μάλιστα σχετικό αίτημα για παρουσίασή της δεν επετράπη. Είναι όμως γεγονός ότι η ίδια η διοίκηση σε διάφορα από το προαναφερθέντα τεκμήρια αναγνωρίζει τη θέση ότι η άμεση αξιοποίηση της εν λόγω γης δεν είναι δυνατή ως εκ του ότι βρίσκεται στη νεκρή ζώνη. Σχετική αναφορά γίνεται στους όρους εντολής για το διεθνή διαγωνισμό. Εις δε την έκθεση του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως του Μαϊου 1993 παρατηρείται ότι η εν λόγω γη βρίσκετια στη νεκρή ζώνη και ως εκ τούτου δεν είναι διαθέσιμη για οποιαδήποτε έργα εφόσον η πολιτική κατάσταση συνεχίζει αναλλοίωτη. Περαιτέρω αναφορά γίνεται στην επιστολή του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως προς την Υπουργό Παιδείας για την ετοιμασία της πρότασης προς το Υπουργικό Συμβούλιο ημερ. 8.9.1993 στην οποία υποδεικνύεται ότι η κατασκευή του νέου πρωτεύοντα δρόμου νοτίως των εν λόγω κτημάτων, ως μέρος του σχεδιασμού των προσβάσεων του Πανεπιστημίου, θα είναι δυνατή σε περίπτωση κατάργησης της νεκρής ζώνης. Επίσης διατυπώνεται ο προβληματισμός του Τμήματος ως προς τη σκοπιμότητα εξαίρεσης της εν λόγω γης ως εκ του ότι είναι στη νεκρή ζώνη και γίνεται εισήγηση όπως, για να αποφευχθεί δυσμενής διάκριση εις βάρος των ιδιοκτητών ως εκ των μειωμένων τιμών στην νεκρή ζώνη, η εν λόγω γη αποκτηθεί σε τιμή ανάλογη εκείνης άλλων τεμαχίων εκτός της νεκρής ζώνης, αποφεύγοντος έτσι και την καταβολή τιμών με την υπεραξία που θα δημιουργηθεί ως εκ της ανέγερσης του Πανεπιστημίου σε περίπτωση μελλοντικής απόκτησης της γης. Σημειώνεται δε περαιτέρω ότι υπάρχει ενδεχόμενο να μεθοδευτεί η χρησιμοποίηση της εν λόγω γης ακόμα και σε περίπτωση που συνεχίζει να υφίσταται η νεκρή ζώνη.

     Στη περίπτωση της νεκρής ζώνης δεν υφίσταται τέτοια εκ των πραγμάτων αδυναμία επίτευξης του σκοπού, αφού, εκτός του ότι δεν υπάρχει μαρτυρία για το καθεστώς της νεκρής ζώνης, το δικαστήριο δεν μπορεί και δεν είναι αρμόδιο να προκρίνει τη νομική ή την πραγματική δυνατότητα της Δημοκρατίας να ασκήσει την κυριαρχία της στη νεκρή ζώνη είτε ανεξάρτητα είτε σε συνεννόηση με τα Ηνωμένα Έθνη. Όπως δε παρατήρησε και το δικαστήριο στην ενδιάμεση απόφασή του επί της αίτησης για προσαγωγή μαρτυρίας ως προς το καθεστώς της νεκρής ζώνης:

     “Eίναι αδιαμφισβήτητο γεγονός πως η κυριαρχία της Κυπριακής Δημοκρατίας επεκτείνεται σε ολόκληρο το έδαφός της όπως αυτό [*404]καθορίζεται στη Συνθήκη Εγκαθίδρυσης και δεν έγινε καμιά εκχώρηση του δικαιώματος αυτού στα Ηνωμένα Έθνη ή στην ΟΥΝΦΙΚΥΠ.»

     Ούτε μπορεί να περιορισθεί η αξιοποίηση της εν λόγω γης στην ανέγερση κτιρίων όπως κατ’ αναλογία δείχνει και η υπόθεση Cyprus Tannery Ltd v. Republic (1977) 3 C.L.R. 75 (ίδε επίσης: Λοΐζου ν. Δημοκρατίας (1991) 4(Γ) Α.Α.Δ. 2272), τοσούτω μάλλον αφού τα ίδια τα σχέδια της πανεπιστημιούπολης προβλέπουν ότι το πλείστο μέρος της εν λόγω γης θα χρησιμοποιηθεί όχι για κτιριακές εγκαταστάσεις αλλά ως φυσικό περιβάλλον. Εξ άλλου το εφικτό του σκοπού της απαλλοτρίωσης για παρόντες σκοπούς δεν κρίνεται, όπως στην περίπτωση της ανάκλησης της απαλλοτρίωσης, σε αναφορά με τα κρατούντα κατά το χρόνο της ανάκλησης, αλλά σε αναφορά με τις προσδοκίες στα ευρύτερα πλαίσια των χρονικών και άλλων σχεδιασμών και προγραμματισμού του έργου – και, όπως ήδη ελέχθη, στην περίπτωση ενός μεγάλου και σύνθετου έργου  όπως του προκειμένου, που η πραγμάτωσή του θα γίνει σε φάσεις και στάδια, προκύπτει ότι το εφικτό του σκοπού κρίνεται με ανάλογη ευρύτητα. Και για το λόγο αυτό λοιπόν δεν είναι δυνατό να προκριθούν οι δυνατότητες αξιοποιήσεις της εν λόγω γης κατά το μελλοντικό χρόνο που προγραμματίζονται. Όπως έχει δε ήδη αποφασισθεί, η περίληψη της εν λόγω γης στο χώρο του Πανεπιστημίου είναι τόσο άρρηκτα και αναγκαία συνδεδεμένη με τον όλο σχεδιασμό του, που η οποιαδήποτε παρούσα συνέπεια του ότι μέρος του όλου χώρου ευρίσκεται εντός της νεκρής ζώνης να μην επηρεάζει το εφικτό του σκοπού του όλου έργου, περιλαμβανομένου του αφορώντος το εν λόγω μέρος.

5.  Απομένει να εξετασθεί ένα νομικό σημείο το οποίο ηγέρθη στην προσφυγή 394/94 ότι δηλαδή η απαλλοτρίωση είναι παράνομη ως αντίθετη με το Τοπικό Σχέδιο Λευκωσίας ημερ. 1.12.1990 και/ή ως βασισθείσα σε πολεοδομικό σχέδιο το οποίο δε δημοσιεύθηκε δυνάμει του νόμου. Η θέση του κ. Κασάπη είναι ότι το εν λόγω Τοπικό Σχέδιο περιλαμβάνει πρόνοια για την ανέγερση του Πανεπιστημίου στην περιοχή ΒΜΗ, ενώ όσον αφορά την περιοχή Αθαλάσσας περιλαμβάνει πρόνοια για χρήση της για γεωργικούς σκοπούς. Λέγει δε ότι στις 22.4.1993 που ελήφθη από το Υπουργικό Συμβούλιο η απόφαση για αλλαγή του χώρου του Πανεπιστημίου από το ΒΜΗ στην Αθαλάσσα και για απαλλοτριώσεις στην  Αθαλάσσα δεν υπήρξε ταυτόχρονα αναθεώρηση του Τοπικού Σχεδίου σύμφωνα με το νόμο, με αποτέλεσμα η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου να είναι τρωτή ως μη βασισθείσα στο ισχύον Τοπικό [*405]Σχέδιο.

     Η απάντηση στο θέμα αυτό παρέχεται από τα ίδια τα γεγονότα, στα οποία αναφέρεται και η κα Κλεόπα στη γραπτή αγόρευσή της. Το Τοπικό Σχέδιο όπως δημοσιεύθηκε το Δεκέμβριο του 1990 προέβλεπε για την χωροθέτηση του Πανεπιστημίου στο ΒΜΗ διότι ίσχυε η τότε προς τούτο απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου. Το μερικά οριστικοποιημένο σχέδιο που δημοσιεύθηκε το Δεκέμβριο του 1992 έλαβε υπόψη του την προοπτική του Πανεπιστημίου στην Αθαλάσσα αλλά οι πολεοδομικές ζώνες δεν ετροποποιήθηκαν αφού η γη δεν είχε ακόμα αποκτηθεί και οι ενστάσεις δεν είχαν ακόμα κριθεί. Το συνολικά οριστικοποιημένο Τοπικό Σχέδιο δημοσιεύθηκε τον Οκτώβριο του 1994 και περιλαμβάνει τη συγκεκριμένη πλέον έκταση γης για το Πανεπιστήμιο στην Αθαλάσσα μετά την οριστική απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου. Κατά το διάστημα Δεκεμβρίου του 1992 και Οκτωβρίου 1994 δεν μπορούσε να τροποποιηθεί το Τοπικό Σχέδιο αφού δεν είχε ακόμα αποπερατωθεί η διαδικασία μελέτης και κρίσης των ενστάσεων κατά του Σχεδίου.

Δε διαπιστώνεται λοιπόν οποιοσδήποτε λόγος που να θίγει τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης.

Oι προσφυγές απορρίπτονται χωρίς έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Aνθούσης ν. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 1709,

Σπύρου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 2549,

Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598,

Hjioannou a.o. v. Republic (1983) 3 C.L.R. 536,

Chrysochou Bros v. CYTA a.o. (1966) 3 C.L.R. 482,

Σταυρίδη ν. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 303,

Μεστάνα ν. Υπουργικού Συμβουλίου Αθηαίνου (Αρ. 2) (1992) 3 Α.Α.Δ. 185,

Theodoridou v. Republic (1984) 3 C.L.R. 146,

Iωσηφίδης ν. Γενικού Εισαγγελέα (1990) 3 Α.Α.Δ. 4599,

[*406]

Agroti v. EAC (1981) 3 C.L.R. 503,

Alakati Investment Ltd a.o. v. Republic (1973) 3 C.L.R. 255,

Μιχαηλίδης ν. Δημοκρατίας (1992) 4 Α.Α.Δ. 1125,

Glyki v. Municipal Corporation of Famagusta (1967) 3 C.L.R. 677,

Μεττή ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 781/95 κ.ά., ημερ. 24/3/98,

Lordos v. Republic (1974) 3 C.L.R. 447,

Kaniklides v. Republic 2 R.S.C.C. 49,

Lordos & Sons Ltd v. Republic (1986) 3 C.L.R. 21,

Κιτρομηλίδη ν. Δημοκρατίας (1991) 4(Γ) Α.Α.Δ. 2454,

Τσαγγαρίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 3392,

Χριστοφή ν. Δημοκρατίας (1991) 3(Ε) Α.Α.Δ. 4076,

Ιερωνυμίδου ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 2589,

Michaelides v. Attorney-General (1984) 3 C.L.R. 1596,

Cyprus Tannery Ltd v. Republic (1977) 3 C.L.R. 75,

Λοΐζου ν. Δημοκρατίας (1991) 4(Γ) Α.Α.Δ. 2272.

Προσφυγές.

Προσφυγές εναντίον διαταγμάτων απαλλοτρίωσης του Υπουργικού Συμβουλίου για στέγαση του Πανεπιστημίου Κύπρου στην Αθαλάσσα.

Λιβέρας, για τους Αιτητές στις προσφυγές αρ. 211/94 και 212/94.

Γιαπανάς, για τον Αιτητή στην προσφυγή αρ. 372/94.

Πετρίδης, για τους Αιτητές στην προσφυγή αρ. 385/94.

Φλουρέντζος, για τους Αιτητές στις προσφυγές αρ. 390/94, 391/94 και 392/94.

[*407]

Κασάπης, για τον Αιτητή στην προσφυγή αρ. 394/94.

Α. Ευσταθίου, για τον Αιτητή στην προσφυγή αρ. 395/94.

Χρ. Χριστοφίδης, για τους Αιτητές στις προσφυγές αρ. 399/94 και 400/94.

Κ. Χ”Ιωάννου, για τους Αιτητές στις προσφυγές αρ. 401/94, 402/94, 403/94 και 404/94.

Γεωργίου για Λεμονάρη, για τους Αιτητές στις προσφυγές αρ. 405/94, 406/94 και 408/94.

Ε. Κλεόπα, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ’ ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Οι δεκαοκτώ συνεκδικαζόμενες αυτές προσφυγές ζητούν την ακύρωση διαταγμάτων του Υπουργικού Συμβουλίου για απαλλοτρίωση σχεδόν 400 σκαλών (περίπου 50 εκταρίων), τα οποία δημοσιεύθησαν στις 4 Μαρτίου 1994.  Η όλη υπόθεση είχε μακρά ιστορία, αφού ανάγεται σε προηγούμενη απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, της 9ης Μαΐου 1990, με την οποία είχε εγκρίνει τη δημιουργία του Πανεπιστημίου Κύπρου στην περιοχή BMH αντί στην περιοχή Αθαλάσσας, που ήσαν οι δύο τελικά επικρατέστεροι χώροι. Τον Ιανουάριο 1992 όμως, η Βουλή των Αντιπροσώπων, εγκρίνοντας σχετική έκθεση της Επιτροπής Παιδείας ενώπιον της οποίας συζητήθηκε το θέμα, υποστήριξε την επιλογή της περιοχής Αθαλάσσας αντί της επιλεγείσας περιοχής του BMH. Το Μάιο 1992 ακολούθησε έκθεση του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως για τη στέγαση του Πανεπιστημίου στην περιοχή Αθαλάσσας. Τον Ιούλιο 1992 οι διορισθέντες Σύμβουλοι Αρχιτέκτονες του έργου υπέβαλαν έκθεση με αναφορά στη στέγαση του Πανεπιστημίου στην περιοχή Αθαλάσσας, όπου ήδη υπήρχαν κτιριακές εγκαταστάσεις. Τον Ιανουάριο 1993 το Υπουργικό Συμβούλιο διόρισε υπουργική επιτροπή περιλαμβάνουσα τον Υπουργό Παιδείας για περαιτέρω μελέτη του θέματος και υποβολή έκθεσης προς αυτό. Τον Απρίλιο 1993 η εν λόγω επιτροπή, αφού μελέτησε το θέμα και ενημερώθηκε από τους αρμόδιους υπηρεσιακούς παράγοντες, εισηγήθηκε στο Υπουργικό Συμβούλιο την ακύρωση της προηγούμενης του απόφασης για στέγαση του Πανεπιστημίου στο BMH και τη λήψη απόφασης για στέγασή του στην Αθαλάσσα και την αναγκαία [*408]απαλλοτρίωση γης στην Αθαλάσσα για το σκοπό αυτό. Τον ίδιο μήνα το Υπουργικό Συμβούλιο υιοθέτησε την εισήγηση αυτή. Σύμφωνα με τη γνωστοποίηση που δημοσιεύθηκε το Μάιο 1993 και προσδιόριζε το σκοπό δημόσιας ωφέλειας, η απαλλοτρίωση ήταν αναγκαία “για τη λειτουργική και χωροδομική οργάνωση και τις στεγαστικές ανάγκες του Πανεπιστημίου Κύπρου και για την πολεοδομική οργάνωση της ευρύτερης περιοχής περιλαμβανομένου του αναγκαίου οδικού δικτύου και των αναγκαίων κοινοτικών διευκολύνσεων”.  Μετά τη δημοσίευση της γνωστοποίησης της εν λόγω απόφασης,  υποβλήθησαν ενστάσεις από τους επηρεαζόμενους ιδιοκτήτες και ορισμένη έκταση περίπου 62 σκαλών τελικά εξαιρέθηκε της απαλλοτρίωσης.  Οι υπόλοιπες ενστάσεις εξετάσθησαν μέσω των αρμοδίων διαδικασιών από το Τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως, τον Έπαρχο Λευκωσίας και το Υπουργείο Παιδείας, το δε Υπουργικό Συμβούλιο το Φεβρουάριο 1994, αποδεχόμενο σχετική εισήγηση της Υπουργού Παιδείας, τις απέρριψε και ενέκρινε τα επίδικα διατάγματα απαλλοτρίωσης τα οποία δημοσιεύθησαν ως άνω στις 4 Μαρτίου 1994.

Τα νομικά σημεία επί των οποίων βασίζονται οι προσφυγές είναι εν πολλοίς κοινά:

-    Όσον αφορά τις προσφυγές 211/94 και 212/94, έχω να παρατηρήσω ότι το μόνο συγκεκριμένο νομικό σημείο είναι το 8, το οποίο αναφέρει ότι η απαλλοτρίωση είναι παράνομη καθ’ όσον αφορά γη προτεινομένη για μελλοντική χρήση. Τα υπόλοιπα νομικά σημεία 1 μέχρι 7 είναι διατυπωμένα με τέτοια γενικότητα που να μην μπορούν να θεωρηθούν ως νομικά σημεία δεόντως εγερθέντα.

Η νομολογία δίδει σαφείς κατευθύνσεις επί του προκειμένου.  Τη βάση προσφέρει ο Κανονισμός 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, ο οποίος προνοεί:

“7. Έκαστος διάδικος δέον διά των εγγράφων προτάσεων αυτού να εκθέτη τα νομικά σημεία επί των οποίων στηρίζεται, αιτιολογών συγχρόνως ταύτα πλήρως. Διάδικος εμφανιζόμενος άνευ συνηγόρου δεν υποχρεούται εις συμμόρφωσιν προς τον κανονισμόν τούτον”.

Όπως παρατήρησε ο Νικήτας, Δ., στην υπόθεση Ανθούσης ν. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 1709, στη σελίδα 1715:

“Ο Καν. 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού επιβάλλει υποχρέ[*409]ωση στον Αιτητή να εγείρει με το δικόγραφό του όλα τα σημεία τα οποία υποστηρίζουν την προσφυγή αυτή. Έχω διεξέλθει τους λόγους που απαρίθμησε ο δικηγόρος του αιτητή. Δεν είναι ορθό ότι θέτουν ειδικά θέμα αναιτιολόγητου των συνεντεύξεων από τα δύο όργανα, παρά το μεγάλο αριθμό λόγων που διατυπώνονται στην αίτηση. Στην καλύτερη περίπτωση μπορεί να λεχθεί ότι εγείρεται με πολλή γενικότητα και αοριστία π.χ. παράβαση νόμου ή κακή εφαρμογή του νόμου. Όμως αυτό δεν αρκεί. Αν η εισήγηση γινόταν δεκτή θα παρεχόταν ευχέρεια για τη συζήτηση σχεδόν κάθε θέματος. Με αποτέλεσμα τον εξοβελισμό των δικονομικών διατάξεων και του ρόλου τους στον καθορισμό των επίδικων θεμάτων και της διεξαγωγής της διοικητικής δίκης. Η συγκεκριμενοποίηση όμως σε λογικά όρια κρίνεται απαραίτητη. Ο προτεινόμενος λόγος δεν καλύπτεται. Και εφόσον δεν λήφθηκαν τα απαραίτητα διαβήματα δεν επιτρέπεται να συζητηθεί.”

Και ο Κωνσταντινίδης, Δ., στην υπόθεση Σπύρου και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 2549, στις σελ. 2551-2552:

“Το γεγονός ότι το άρθρο 146.1 του Συντάγματος καταγράφει ως αιτίες ακυρότητας την αντίθεση προς τις διατάξεις του Συντάγματος, ή το Νόμο, και την υπέρβαση ή κατάχρηση εξουσίας, δεν σημαίνει ότι αρκεί η γενική επίκληση κάποιας από αυτές χωρίς άλλο. Η ταξινόμηση κάποιου νομικού λόγου ως υπαγομένου στα πιο πάνω, είναι εγχείρημα ουσίας που προϋποθέτει την έγερσή του σύμφωνα με τις δικονομικές διατάξεις.”

Στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598, εξετάσθηκε από την Ολομέλεια και μια άλλη διάσταση του θέματος. Όπως παρατηρήθηκε στη σελ. 607 από τον Πική, Δ. (ως ήτο τότε), δίδοντας την απόφαση του δικαστηρίου:

“(1) Ο εξεταστικός χαρακτήρας της διαδικασίας κάτω από το Άρθρο 146 αμβλύνει μεν το στοιχείο της αντιπαράθεσης που ενυπάρχει στους δικονομικούς θεσμούς (προσαρμοσμένους στην πολιτική δίκη), δεν καταργεί όμως τη δικογραφία ως το μέσο προσδιορισμού των επιδίκων θεμάτων. Οι τελικές αγορεύσεις που υποβάλλονται μετά την επιθεώρηση των φακέλων εξειδικεύουν και συγκεκριμενοποιούν τα επίδικα θέματα (που προσδιορίζονται στην αίτηση) που καλείται το δικαστήριο να επιλύσει.”

Υπό το φως των πιο πάνω, και με την επιφύλαξη των όσων θα [*410]αναφέρω πιο κάτω, είμαι της άποψης ότι στα νομικά σημεία επί των οποίων στηρίζονται οι προσφυγές δεν εκτίθενται και δεν αιτιολογούνται πλήρως ή επαρκώς, σύμφωνα με τον Κανονισμό 7, λόγοι ακύρωσης οι οποίοι να μπορούν να εξετασθούν ως τέτοιοι από το δικαστήριο. Από τα γεγονότα βέβαια στα οποία βασίζονται οι προσφυγές, προκύπτει ότι το ουσιαστικό παράπονο των Αιτητών είναι ότι η απαλλοτρίωση είναι παράνομη ως εκ του ότι υπήρχε κρατική γη συνεχόμενη με την απαλλοτριωθείσα η οποία και θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για τις ανάγκες του Πανεπιστημίου αντί της απαλλοτριωθείσας ιδιωτικής τοιαύτης. Λαμβάνω υπ’ όψη μου την αναφορά αυτή ως διευκρινίζουσα συγκεκριμένο νομικό λόγο ακύρωσης της απαλλοτρίωσης και έτσι στα πλαίσια των προσφυγών αυτών θα εξετάσω τόσο το θέμα αυτό όσο και το εγειρόμενο στο νομικό σημείο 8.

-    Όσον αφορά την προσφυγή 372/94, όλα τα νομικά σημεία είναι διατυπωμένα τόσο γενικά και αόριστα που να μην μπορούν να θεωρηθούν ως νομικά σημεία δεόντως εγερθέντα και δυνάμενα να εξετασθούν, ισχύουν δε τα όσα ανάφερα πιο πάνω όσον αφορά τις αρχές του δικαστηρίου επί του θέματος.  Ούτε γίνεται οποιαδήποτε αναφορά στα γεγονότα επί των οποίων βασίζεται η προσφυγή η οποία θα μπορούσε να θεωρηθεί ως διευκρινίζουσα οποιοδήποτε νομικό σημείο, αφού αυτά διατυπώνονται λακωνικότατα με μόνη αναφορά στη γνωστοποίηση απαλλοτρίωσης, την υποβολή ένστασης και τη δημοσίευση του διατάγματος απαλλοτρίωσης.

-    Όσον αφορά την προσφυγή 385/94, και πάλι όλα τα νομικά σημεία είναι γενικά και αόριστα ώστε να μην μπορούν να εξετασθούν, ισχύουν δε όσα ανάφερα πιο πάνω σχετικά. Και στην περίπτωση αυτής της προσφυγής όμως, εξειδικεύεται στα γεγονότα ότι στην περιοχή που έγινε η απαλλοτρίωση υπάρχει διαθέσιμη κρατική γη, επαρκής, συμπαγής και συνεχόμενη, που θα ήταν εξ ίσου κατάλληλη ως η απαλλοτριωθείσα για τους σκοπούς του Πανεπιστημίου, θα θεωρήσω δε και εδώ ότι εξειδικεύεται έτσι νομικός λόγος ακύρωσης.

-    Όσον αφορά τις προσφυγές 390/94, 391/94 και 392/94, η εικόνα είναι η ίδια όπως στην προσφυγή 372/94. Κανένα νομικό σημείο δεν εγείρει επαρκώς λόγο ακύρωσης και καμιά διευκρινιστική αναφορά δεν γίνεται στα γεγονότα, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει οτιδήποτε προς εξέταση, ισχυόντων των προαναφερθέντων.

 

[*411]- Όσον αφορά την προσφυγή 394/94, εγείρονται τα ακόλουθα νομικά σημεία:

1.  Η αναγκαιότητα απαλλοτριώσεως του κτήματος το οποίο αφορά η προσφυγή δεν υφίστατο.

2.  Η απαλλοτρίωση είναι παράνομη ως αντίθετη με το Τοπικό Σχέδιο Λευκωσίας ημερ. 1.12.1990 και/ή ως βασισθείσα σε πολεοδομικό σχέδιο το οποίο δεν δημοσιεύθηκε δυνάμει  των προνοιών του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου.

3.  Δεν υπήρξε πλήρης διερεύνηση προς το σκοπό επιλογής της λιγότερο επαχθούς λύσης για την Αιτήτρια.

4.  Η Αιτήτρια έτυχε δυσμενούς μεταχείρισης έναντι άλλων ιδιοκτητών, τα κτήματα των οποίων, αν και αρχικά επιλέγησαν, τελικά αφαιρέθησαν από την απαλλοτρίωση. Το σημείο αυτό τελικά δεν αναπτύχθηκε στη γραπτή αγόρευση του ευπαιδεύτου συνηγόρου και θεωρείται εγκαταλειφθέν.

-    Όσον αφορά την προσφυγή 395/94, παρατηρείται επίσης τέτοια γενικότητα διατύπωσης των νομικών σημείων που να μην απολήγουν ως επαρκώς εγείροντα λόγους ακύρωσης, ισχυόντων των προαναφερθέντων σχετικών. Όμως στα γεγονότα γίνεται αναφορά στο ότι η στέγαση του Πανεπιστημίου θα μπορούσε να επιτευχθεί επαρκέστερα και προσφορότερα με τη διάθεση μέρους της γειτνιάζουσας κρατικής γης αντί της ιδιωτικής τοιαύτης, που θεωρώ ότι εξειδικεύει λόγο ακύρωσης, ιδιαίτερα αναφερόμενο στο νομικό σημείο 5.

-    Όσον αφορά τις προσφυγές 399/94 και 400/94, και πάλι τα νομικά σημεία δεν αποκαλύπτουν δεόντως λόγους ακύρωσης, ως εκ της γενικότητάς τους, ισχυόντων των προαναφερθέντων.  Και στην περίπτωση αυτή όμως λαμβάνω υπ’ όψη μου την αναφορά στα γεγονότα στο ότι στην περιοχή υπήρχε διαθέσιμη επαρκής και κατάλληλη κρατική γη που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για τον επιδιωκόμενο σκοπό, ως διευκρινίζουσα και το λόγο ακύρωσης τον οποίο θα εξετάσω.

-    Όσον αφορά τις προσφυγές 401/94, 402/94, 403/94 και 404/94, στα νομικά σημεία, όπως είναι πολύ γενικά διατυπωμένα, δεν εγείρονται δεόντως λόγοι ακύρωσης, ισχυόντων των προαναφερθέντων. Στα γεγονότα εξειδικεύεται ότι ο Αιτητής υπέβαλε ένσταση στη γνωστοποίηση της απαλλοτρίωσης, η οποία και επι[*412]συνάπτεται και με την οποία προβάλλεται η θέση ότι ο επιδιωκόμενος σκοπός θα μπορούσε να επιτευχθεί επαρκέστερα και προσφορότερα με τη χρήση της υφιστάμενης στην περιοχή κρατικής γης αντί της προτεινόμενης ιδιωτικής, εις τρόπον ώστε να επιλεγεί η ολιγότερον επαχθής για τον πολίτη λύση.  Και στην περίπτωση αυτή λοιπόν, θεωρώ ότι εξειδικεύεται έτσι λόγος ακύρωσης τον οποίο και θα εξετάσω.

-    Όσον αφορά τέλος τις προσφυγές 405/94, 406/94 και 408/94, ο μόνος επαρκώς εγειρόμενος λόγος ακύρωσης στα νομικά σημεία, τα οποία κατά τα άλλα είναι πολύ γενικά και αόριστα διατυπωμένα ώστε να ισχύουν τα πιο πάνω αναφερθέντα, είναι ότι η απαλλοτρίωση έγινε χωρίς να καταρτισθεί σχέδιο και/ή μελέτη του όλου θέματος.

Η ένσταση της Δημοκρατίας, η οποία είναι βασικά η ίδια σε όλες τις προσφυγές, υποστηρίζει τη νομιμότητα της απαλλοτρίωσης με γενική αναφορά και παραθέτει τα σχετικά γεγονότα, επισυνάπτονται δε σε αυτή τα αναφερόμενα έγγραφα.

Είναι πρόδηλο από τα πιο πάνω ότι το ουσιαστικό θέμα προς εξέταση, ως λόγος ακύρωσης της απαλλοτρίωσης στις προσφυγές στις οποίες εγείρεται, είναι το ότι υπήρχε επαρκής και κατάλληλη κρατική γη η οποία θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για τον επιδιωκόμενο σκοπό όχι ολιγώτερο πρόσφορα από ότι η απαλλοτριωθείσα ιδιωτική γη. Το θέμα αυτό επεξεργάζονται στις αντίστοιχες αγορεύσεις τους οι ευπαίδευτοι συνήγοροι.

Στις προσφυγές 211/94 και 212/94 σημειώνεται ότι η καθορισθείσα ως αναγκαία έκταση ήταν 1,070 σκάλες, εις τρόπον ώστε, υπολογιζομένων των αρχικά περίπου 400 απαλλοτριωθεισών σκαλών, να χρησιμοποιούντο και περίπου 700 σκάλες κρατικής γης. Υπεδείχθη δε έκταση περίπου 300 σκαλών κρατικής γης συνεχόμενη των 700 σκαλών  που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί αντί της απαλλοτριωθείσας ιδιωτικής. Μάλιστα η εισήγηση της Βουλής για αλλαγή του χώρου από το BMH στην Αθαλάσσα εστηρίζετο και στο ότι στην Αθαλάσσα υπήρχε μεγάλη έκταση κρατικής γης πέραν των 1000 σκαλών που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί, αποφεύγοντας έτσι την απαλλοτρίωση ιδιωτικής γης. Τη χρήση της εν λόγω κρατικής γης αντί της ιδιωτικής εισηγήθηκε και ο εμπειρογνώμων γεωλόγος κ. Ζωμενής στην έκθεσή του η οποία επισυνάπτεται στην έκθεση των εμπειρογνωμόνων-αρχιτεκτόνων που ενεργούσαν εκ μέρους των επηρεαζομένων ιδιοκτητών. Ενώ και το Τμήμα Γεωλογικής Επισκόπησης εξέφρασε τη γνώμη ότι η κρατική γη δεν ήταν [*413]μορφολογικά ακατάλληλη, παρά μόνο ότι τα κόστα θεμελίωσης στην κρατική γη, ως εκ της γεωλογίας της, αναμένονται να είναι υψηλότερα, που δεν θα συνιστούσε καλό λόγο αποκλεισμού της. Εν πάση περιπτώσει, εισηγείται ο κ. Λιβέρας, δεν υπήρξε η δέουσα έρευνα και σύγκριση των αντίστοιχων δεδομένων που να δικαιολογούσε τον αποκλεισμό της κρατικής γης και την επιλογή της ιδιωτικής γης. Με αυτό το υπόβαθρο, ο κ. Λιβέρας, τονίζοντας την αρχή ότι η απαλλοτρίωση, εφ’ όσον συνιστά δυσμενές μέτρο ως προσβολή του δικαιώματος ιδιοκτησίας, πρέπει να χρησιμοποιείται μόνον εφ’ όσον εξαντληθούν όλες οι εναλλακτικές λύσεις, παραπέμπει στην επάρκεια και καταλληλότητα της κρατικής γης που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί αντί της απαλλοτριωθείσας ιδιωτικής και στις δύο φάσεις του έργου, και περαιτέρω εισηγείται ότι μεγάλο μέρος της απαλλοτριωθείσας ιδιωτικής γης εκτάσεως περίπου 185 σκαλών προορίζεται για μελλοντική ανάπτυξη και όχι άμεση αξιοποίηση και έτσι ήταν εκτός των πλαισίων της επιτρεπτής απαλλοτρίωσης. Συγκεκριμένα, λέγεται, η χρήση της έκτασης αυτής υπολογίζεται σε μελλοντικό στάδιο 10-15 ετών, δεν έχουν ακόμα ετοιμασθεί σχέδια, ούτε έχουν εξασφαλισθεί οι αναγκαίοι πόροι, η ίδια δε η έκταση αυτή περιγράφεται στο ετοιμασθέν τοπογραφικό σχέδιο ως “area available for future expansion”. Παρατηρείται επίσης σε αναφορά με την έκταση αυτή ότι, καθ’ όσον ευρίσκεται εντός της νεκρής ζώνης, δεν θα μπορέσει να χρησιμοποιηθεί άμεσα για τις ανάγκες του Πανεπιστημίου και εφ’ όσον το καθεστώς της νεκρής ζώνης συνεχίζει, παρά μόνον αν και όταν καταργηθεί η νεκρή ζώνη, όπως δέχεται και η ίδια η Δημοκρατία. Ο κ. Λιβέρας συμπληρώνει την αγόρευσή του με αναφορά και στη σχετική νομολογία. Ας σημειωθεί ότι, όσον αφορά το καθεστώς της νεκρής ζώνης και τη δυνατότητα αξιοποίησης γης εντός αυτής, το δικαστήριο με ενδιάμεση απόφασή του απέρριψε αίτηση των Αιτητών για προσαγωγή μαρτυρίας.

Η αγόρευση του κ. Πετρίδη στην προσφυγή 385/94, όπως και εκείνη του κ. Παπαφιλίππου στις προσφυγές 399/94 και 400/94, είναι πανομοιότυπη με εκείνη του κ. Λιβέρα. Ανάλογες θέσεις αναπτύσσονται και από τον κ. Κασάπη στην προσφυγή 394/94, ο οποίος επεξεργάζεται και το άλλο νομικό σημείο της Αίτησης που αφορά το Τοπικό Σχέδιο, από τον κ. Ευσταθίου στην προσφυγή 395/94, από τον κ. Χατζηϊωάννου στις προσφυγές 401/94, 402/94, 403/94 και 404/94 και από τον κ. Λεμονάρη στις προσφυγές 405/94, 406/94 και 408/94.

Η ευπαίδευτη συνήγορος για τη Δημοκρατία στην αγόρευσή της (η οποία είναι η ίδια σε όλες τις προσφυγές) παραθέτει με επιμελή λεπτομέρεια τα γεγονότα και εισηγείται ότι η επιλογή του κατάλληλου [*414]χώρου για τη στέγαση του Πανεπιστημίου  έγινε μετά από πλήρη έρευνα και προβληματισμό με βάση όλα τα στοιχεία. Παραπέμπει δε ιδιαίτερα στις απόψεις του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως και του Τμήματος Γεωλογικής Επισκοπήσεως σε στήριξη της θέσης ότι η ιδιωτική γη αντί η κρατική ήταν τεχνικά καταλληλότερη και ότι η επιλογή της ήταν στα πλαίσια της ορθής άσκησης της διακριτικής ευχέρειας της διοίκησης και πλήρως αιτιολογημένη. Οι δε ενστάσεις των ιδιοκτητών, πλην όσων οδήγησαν στην εξαίρεση των περίπου 62 σκαλών, απερρίφθησαν μετά από πλήρη εξέταση. Η κα. Κλεόπα εισηγείται περαιτέρω ότι υπήρχε εξ αρχής ολοκληρωμένη μελέτη για το όλο έργο, βάσει της οποίας διεξήχθη και ο διεθνής διαγωνισμός για το έργο, που περιλάμβανε όλους τους προβλεπόμενους χώρους. Αναφορικά με τη θέση ότι η απαλλοτριωθείσα έκταση περιλάμβανε και χώρο που θα χρησιμοποιείτο όχι άμεσα αλλά μελλοντικά, η κα. Κλεόπα απαντά ότι ο χώρος αυτός ήταν αναπόσπαστο μέρος του όλου έργου και έτσι θα χρησιμοποιείτο άμεσα. Ούτε, εισηγείται, επηρεάζεται η κατάσταση από το γεγονός ότι παρήλθαν τα τρία έτη που προνοούνται στο Άρθρο 23.5 του Συντάγματος, αφού αυτό δεν σημαίνει ότι ο σκοπός της απαλλοτρίωσης έχει εγκαταλειφθεί ή καταστεί ανέφικτος, παρά μόνο ότι, ως εκ της φύσεως και μεγέθους του έργου, η εκτέλεσή του δεν μπορεί παρά να είναι σταδιακή και θέμα οικονομικού προγραμματισμού. Η κα. Κλεόπα κάνει αναφορά στη νομολογία αναφορικά με τα πιο πάνω, απαντά δε και σε ορισμένα άλλα επί μέρους θέματα.

Όπως ήδη έχει επισημανθεί, το ουσιαστικό και κρίσιμο θέμα προς εξέταση, ως λόγος ακύρωσης της απαλλοτρίωσης, είναι το ότι υπήρχε επαρκής και κατάλληλη κρατική γη η οποία θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για τον επιδιωκόμενο σκοπό όχι ολιγώτερο πρόσφορα από ότι η απαλλοτριωθείσα ιδιωτική γη. Το θέμα αυτό συναρτάται ιδιαίτερα με την επάρκεια της έρευνας και αιτιολογίας που οδήγησε στην επιλογή της ιδιωτικής γης και την απόρριψη της εισήγησης για εναλλακτική χρήση της κρατικής γης για σκοπούς διαπιστώσεως της νομιμότητας της απόφασης στα πλαίσια της ορθής ασκήσεως της διακριτικής εξουσίας της διοίκησης.

Είναι δεδομένο ότι ευθύς εξ αρχής η κριθείσα ως αναγκαία για σκοπούς στέγασης του Πανεπιστημίου έκταση ήταν της τάξης των πέραν των 1000 σκαλών. Η έκθεση του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως του Μαΐου 1992, με βάση αυτό το δεδομένο και σε αναφορά με τη στέγαση στην Αθαλάσσα, εξέτασε την αναγκαιότητα απαλλοτρίωσης της εν λόγω ιδιωτικής γης και θεώρησε ότι αυτή ήταν απόλυτα αναγκαία για τους ακόλουθους λόγους:

“1.3 Η ανωτέρω έκταση ιδιωτικής γης θεωρείται απόλυτα ανα[*415]γκαία για την ορθολογική και βέλτιστη στέγαση του Πανεπιστημίου Κύπρου στην περιοχή Αθαλάσσας. Η θέση αυτή στηρίζεται στους ακόλουθους λόγους:

α. Οι περιοχές ιδιωτικής γης στο βόρειο τμήμα του προτεινόμενου χώρου υπερτερούν σημαντικά της λωρίδας δασικής γης που αρχίζει από τη Φάρμα Αθαλάσσας και καταλήγει στον παλιό δρόμο Λάρνακας. Η σαφής υπεροχή αφορά το ανάγλυφο του εδάφους της τοποθεσίας (η ιδιωτική γη βρίσκεται σε ψηλότερο και πιο επίπεδο χώρο από τη δασική γη), τις εδαφομηχανικές αντοχές και την απορροφητικότητα του υπεδάφους (σχετική είναι η προκαταρκτική έκθεση που ετοίμασε το Τμήμα Γεωλογικής Επισκόπησης το 1989) και τις δυνατότητες χωροδιάταξης και σωστής προβολής του Πανεπιστημίου.

β. Τυχόν ανάπτυξη του Πανεπιστημίου αποκλειστικά στην ανωτέρω γεωμορφολογική λεκάνη δασικής γης θα δημιουργήσει τον κίνδυνο ανάπτυξης ιδιωτικών ιδιοκτησιών σε ψηλότερο επίπεδο και θα “θάψει” ουσιαστικά τη μείζονα χρήση του Πανεπιστημίου μια και θα του αποστερήσει κάθε δυνατότητα σωστής χωροδομικής προβολής.

γ. Η εντελώς προκαταρκτική εισήγηση που έγινε κατά τις συζητήσεις στην Κοινοβουλευτική Επιτροπή Παιδείας για το ενδεχόμενο επέκτασης του Πανεπιστημίου προς τα νοτιοδυτικά του προτεινόμενου χώρου (στην άδενδρη έκταση που ορίζεται προς βορρά και ανατολικά από τον δασικό δρόμο προς Άγιο Γεώργιο και το δρόμο Αγλαντζιάς-Γερίου αντίστοιχα) θα πρέπει να εγκαταλειφθεί σαν λύση, δεδομένου ότι θα οδηγήσει σε κατακερματισμό του χώρου του Πανεπιστημίου από πρωτεύοντες δρόμους, σε αχρείαστη διείσδυση νέων χρήσεων στην περιοχή του Περιφερειακού Πάρκου της Αθαλάσσας και σε σοβαρότατη διατάραξη των οικολογικών ισορροπιών του περιβάλλοντος.”

Στη συνέχεια, η έκθεση αναπτύσσει επί μέρους θέματα, περιλαμβανομένων των περιβαλλοντικών χαρακτηριστικών του χώρου και της αναβάθμισης του οδικού δικτύου και των προσβάσεών του, στο πλαίσιο μιας καθολικής μελέτης. Κάνει δε εισήγηση για ενδεικτική χωροδιάταξη των λειτουργιών του Πανεπιστημίου σε δυο φάσεις:

“7.2 Οι πρώτες φάσεις του συμπλέγματος του Πανεπιστημίου είναι σκόπιμο να αναπτυχθούν στο βορειοδυτικό του τμήμα (δεί[*416]χνεται με διπλή οριζόντια διαγράμμιση στο σχέδιο 3) δεδομένου ότι το συγκεκριμένο τμήμα του χώρου παρέχει σήμερα τις καλύτερες δυνατότητες πρόσβασης και προβολής των εγκαταστάσεων του Ανώτατου Ιδρύματος. Σε αυτή μπορούν δυνητικά να αναγερθούν τα κτίρια των Σχολών του Πανεπιστημίου, τα κτίρια Διοίκησης, η Βιβλιοθήκη, το Κέντρο πληροφορικής, και να στεγασθούν άλλες κύριες λειτουργίες. Εισήγηση του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως είναι όπως τα κτίρια αναπτύσσονται κατά κανόνα μέχρι ύψους τριών ορόφων (χωρίς να αποκλείονται και ορισμένα ψηλότερα κτίρια για λειτουργικούς ή άλλους λόγους).

7.3  Η δεύτερη φάση ανάπτυξης του Πανεπιστημίου ή/και τα συγκροτήματα φοιτητικών ξενώνων, αν αποφασισθεί ότι θα περιλαμβάνονται στις προτεραιότητες του Πανεπιστημίου, μπορούν ενδεχόμενα να καταλάβουν το βορειοανατολικό τμήμα του προτεινόμενου χώρου (με μόνη οριζόντια διαγράμμιση στο Σχέδιο 3). Η περιοχή αυτή μπορεί να εξυπηρετείται άμεσα από τη σημείο πρόσβασης που προβλέπεται  στη Λεωφόρο Λάρνακας.

7.4  Στο ίδιο Σχέδιο δείχνεται με αραιή κατακόρυφη διαγράμμιση το τμήμα του χώρου του Πανεπιστημίου που μπορεί να αποτελεί ουσιαστικά το στρατηγικό απόθεμα γης για μελλοντικές επεκτάσεις του, όπως θα προκύψουν ανάλογα με την εξέλιξη των αναγκών.”

Τα ίδια ισχύουν και σε αναφορά με τη δεύτερη έκθεση του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως του Ιουλίου 1992, η οποία τόνιζε τη σημασία της δημιουργίας και τρίτου πρωτεύοντα δρόμου ορίζοντος το χώρο του Πανεπιστημίου σε ολόκληρη τη νότια πλευρά του.

Αλλά και οι σύμβουλοι αρχιτέκτονες του έργου, στην έκθεσή τους της 13ης Ιουλίου 1992 αναφορικά με το μέγεθος, τον περιβαλλοντικό χαρακτήρα, την πρόσβαση κ.λ.π. του χώρου, θεώρησαν απόλυτα αναγκαία ολόκληρη την προτεινόμενη έκταση των 140 εκταρίων, που περιλάμβανε και την εν λόγω ιδιωτική γη, με βάση το προγραμματιζόμενο μέγεθος και αριθμό φοιτητών του Πανεπιστημίου ως πανεπιστημιούπολης στα επιθυμητά συσχετιζόμενα περιβαλλοντικά και οικοδομικά πλαίσια. Όπως υποδεικνύεται:

“It is intended that the University should be a “campus” university with a low density of development, modest scale of building and extensive planting.  Careful ordering of the spaces between [*417]buildings will provide a judicious balance between development and the existing natural features and landscape opportunities of the site.”

Τον αμέσως επόμενο μήνα, Αύγουστο 1992, προκηρύχθηκε ο διεθνής διαγωνισμός ιδεών για το χωροταξικό σχέδιο (master plan) της πανεπιστημιούπολης. Ο διαγωνισμός αφορούσε τον εν λόγω χώρο της Αθαλάσσας και βασίζετο στην προοπτική χωρητικότητας του Πανεπιστημίου μέχρι 8,000 φοιτητές, οι δε όροι εντολής περιλάμβαναν λεπτομερώς κάθε επί μέρους πτυχή μιας συμπληρωμένης πανεπιστημιούπολης. Ο αναφερόμενος χώρος ήταν όλη η προτεινόμενη έκταση των περίπου 140 εκταρίων, αν και υπήρχε αναφορά στο ότι ορισμένη έκταση η οποία ήταν στη νεκρή ζώνη μπορεί ως εκ τούτου να μην χρησιμοποιείτο στην αρχική φάση του έργου. Ας σημειωθεί δε ότι και η κριτική επιτροπή του διαγωνισμού εξέφρασε την άποψη ότι:

“The necessity for the University to be, from the beginning, endowed with a Campus site of a size which allows satisfactory accommodation of all necessary supporting open spaces for landscaping, athletic fields and similar uses, as well as for an efficient pattern of future growth. To this effect, the jury believes that the present site in its entirety should be devoted to University use and not be compromised in any way.”

Μετά την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου τον Απρίλιο 1993 για οριστική επιλογή της Αθαλάσσας αντί του ΒΜΗ, το Τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως το Μάΐο 1993 ετοίμασε νέα έκθεση με ιδιαίτερη αναφορά στο προκείμενο θέμα της αναγκαιότητας απαλλοτρίωσης της ιδιωτικής γης που περιλαμβάνετο στον προτεινόμενο χώρο του Πανεπιστημίου, ως αποτέλεσμα της αντίθεσης των ιδιοκτητών. Η κατάληξή του ήταν ότι το σύνολο της ιδιωτικής γης ήταν απαραίτητο, με αναφορά τόσο στο σχεδιαζόμενο μέγεθος του Πανεπιστημίου, που επέβαλλε τη διάθεση γης της τάξης των 1,000 σκαλών, όσο και στις ανάγκες της κάθε προβλεπόμενης φάσης ανάπτυξής του με δεδομένο ότι σημαντικό μέρος της γης περιλαμβάνετο στη νεκρή ζώνη ώστε να μην ήταν δυνατή η άμεση αξιοποίηση της. Εξετάζοντας ιδιαίτερα τη δυνατότητα αντικατάστασης της ιδιωτικής γης με άλλη κρατική γη στην περιοχή, το Τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως θεώρησε ότι αυτό δεν ήταν αποδεκτό για τους ακόλουθους λόγους:

-    Η άλλη συνεχόμενη κρατική γη εφάπτετο απότομων κλιτύων υψώματος.

[*418]

-    Στην άλλη μη συνεχόμενη κρατική γη υφίσταντο άλλες εγκαταστάσεις, κατά κύριο λόγο στρατόπεδα της Εθνικής Φρουράς.

-    Η άλλη μη συνεχόμενη κρατική γη ευρίσκετο πέραν του πρωτεύοντα δρόμου δυτικά του προτεινομένου χώρου και η χρήση της θα εξυπάκουε έργα λειτουργικής σύνδεσης των δύο τμημάτων, θα μετέτρεπε τον πανεπιστημιακό χώρο σε δύσχρηστη ενότητα και θα είχε περιβαλλοντικό κόστος αφού θα συνιστούσε διείσδυση στον κυρίως κορμό του περιφερειακού πάρκου Αθαλάσσας.

-    Εδαφολογικά, η ιδιωτική γη ήταν προσφορότερη της κρατικής.

-    Όσον αφορά τις προσβάσεις προς το Πανεπιστήμιο, η αφαίρεση της ιδιωτικής γης θα είχε σοβαρότατες συνέπειες με ευρύτερες επιπτώσεις στο όλο οδικό δίκτυο.

-    Όσον αφορά τη χωροδομική οργάνωση και προβολή του Πανεπιστημίου σε συνάρτηση με την τοπογραφία του χώρου, “ο ενδεχόμενος περιορισμός των κτιριακών εγκαταστάσεων του Πανεπιστημίου στην πραγματικά διαθέσιμη κρατική γη των 285 σκαλών θα οδηγήσει με βεβαιότητα σε αρχιτεκτονικές λύσεις μεγαλύτερης πυκνότητας και ύψους οικοδομών από εκείνες που είναι επιθυμητές στον περιβαλλοντικά ευαίσθητο χώρο της Αθαλάσσας”.

Οι θέσεις αυτές συνέχιζαν να υφίστανται χωρίς να επηρεάζονται από την τελική εξαίρεση των περίπου 62 σκαλών, διέπουν δε την όλη περαιτέρω εξέταση του θέματος εκ μέρους των αρμοδίων υπηρεσιακών παραγόντων.

Τέλος, αναφορικά με τις ενστάσεις, τα εγειρόμενα σε αυτές θέματα εξετάσθησαν κατ’ αρχήν από το Τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως, αλλά και από το Τμήμα Γεωλογικής Επισκοπήσεως. Οι απόψεις τους διαβιβάσθησαν στον Έπαρχο ο οποίος, με βάση αυτές, εξέτασε τις ενστάσεις αφού μετέβη επί τόπου και αφού άκουσε τις απόψεις των ιδιοκτητών σε συνάρτηση και με την έκθεση του κ. Ζωμενή η οποία ετοιμάσθηκε σε στήριξη των θέσεών τους. Ο Έπαρχος κατέληξε στην άποψη ότι τα επιχειρήματα των ιδιοκτητών απαντούντο από τις θέσεις των αρμοδίων Τμημάτων, ότι το σύνολο της προτεινόμενης γης ήταν το καταλληλότερο για τη στέγαση του Πανεπιστημίου και ότι οι ενστάσεις θα έπρεπε να απορριφθούν, με ιδιαίτερη αναφορά στην αδυναμία αντικαταστάσεως της ιδιωτικής [*419]γης με άλλη κρατική.  Ήταν με βάση αυτή την εξέταση, όπως διαβιβάσθηκε στο Υπουργείο Παιδείας, που το Υπουργικό Συμβούλιο, αποδεχόμενο τη σχετική εισήγηση της Υπουργού Παιδείας, απέρριψε τις ενστάσεις των ιδιοκτητών και ενέκρινε την έκδοση των διαταγμάτων απαλλοτρίωσης.

Το νομικό και νομολογιακό πλαίσιο άσκησης της διακριτικής εξουσίας της διοίκησης να προβεί σε απαλλοτρίωση δεν είναι υπό ασάφεια ή αμφισβήτηση. Η απαλλοτρίωση συνιστά στέρηση του συνταγματικά κατοχυρωμένου θεμελιώδους δικαιώματος ιδιοκτησίας, η οποία προνοείται μεν ρητά στο Άρθρο 23 υπόκειται όμως στους όρους υπό τους οποίους προνοείται και στις γενικές αρχές οι οποίες διέπουν την άσκηση διοικητικής διακριτικής εξουσίας.  Εκτενής ανασκόπηση των αρχών που διέπουν το θέμα, επί των οποίων και δεν υπήρχε διαφωνία, έγινε από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Hjiioannou a.o. v. Republic (1983) 3 C.L.R. 536. O Σαββίδης, Δ., είπε τα ακόλουθα στη σελ. 579:

“It is well settled under our jurisprudence following in the respect the principles laid down by the jurisprudence of the Greek Council of State, that the taking away of property belonging to a private individual, through compulsory acquisition, is an onerous measure and that the principles of proper administration and of lawful use of discretionary powers demand that before resorting to such measure, the State should exhaust the possibilities of either using for the relevant purpose State land or finding property which is being voluntarily offered by its owners and which is more or less equally suitable for the purpose concerned.”

Παρέπεμψε δε στην απόφαση του Τριανταφυλλίδη, Δ., (ως ήτο τότε) στην υπόθεση Chrysochou Bros v. 1. CYTA 2. Republic (1966) 3 C.L.R. 482, στην οποία έγινε ευρεία αναφορά στη νομολογία καθώς και στην αντίστοιχη ελληνική, όπως και στην υπόλοιπη κυπριακή νομολογία. Ανάλογη αναφορά έγινε και από τον Χατζηαναστασίου, Δ.

Η επταμελής Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου εξέτασε τις παραμέτρους του θέματος και στην απόφαση της                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                      Σταυρίδη ν. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 303, στην περίπτωση και πάλι διαταγμάτων του Υπουργικού Συμβουλίου αναφορικά με απαλλοτριώσεις στα πλαίσια του Ενιαίου Ρυθμιστικού Σχεδίου Λευκωσίας και ιδιαίτερα του Σχεδίου Αναβίωσης Χρυσαλινιώτισσας. Ο Κωνσταντινίδης, Δ., ο οποίος έδωσε την απόφαση του Δικαστηρίου, είπε στη σελ. 322:

[*420]

“Το επαχθές μέτρο της απαλλοτρίωσης πρέπει να είναι το ύστατο.

Είναι πάγια νομολογημένο πως, ως θέμα χρηστής διοίκησης και ορθής άσκησης διακριτικής εξουσίας, το επαχθές μέτρο της απαλλοτρίωσης πρέπει να προκρίνεται μόνο στην περίπτωση που δεν προσφέρεται άλλος, λιγότερο επαχθής τρόπος, επίτευξης του σκοπού που τάσσεται.

Η απόφαση για απαλλοτρίωση προϋποθέτει έρευνα και εξάντληση των δυνατοτήτων επίτευξης του σκοπού με άλλο, λιγότερο επαχθή τρόπο, όπως η εξασφάλιση κατάλληλου για τον σκοπό ακινήτου που ενδεχομένως προσφέρεται για πώληση ή ακόμα και η χρησιμοποίηση κρατικής γης ή και άλλης γης η απαλλοτρίωση της οποίας θα συνεπάγεται λιγότερο επαχθείς συνέπειες. (Βλ. Chryssochou Bros v. 1. The Cyprus Telecommunications Authority 2. The Republic of Cyprus through the Council of Ministers (1966) 3 C.L.R. 482, Niovi Michael Glyki and Another v. The Municipal Corporation of Famagusta (1967) 3 C.L.R. 677, Agrotis v. Electricity Authority (1981) 3 C.L.R. 503).”

Η ανάγκη για ολοκληρωμένη και προσεκτική έρευνα ήταν το αντικείμενο εξέτασης και στην απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Μεστάνα ν. Υπουργικού Συμβουλίου Αθηαίνου (Αρ. 2) (1992) 3 Α.Α.Δ. 185. Όπως υποδείχθηκε δε στην υπόθεση Theodoridou v. Republic (1984) 3 C.L.R. 146, εφόσον η λύση η οποία υιοθετείται μπορεί να θεωρηθεί η καλύτερη από τεχνοοικονομικής απόψεως σύμφωνα με τέτοια έρευνα, δεν υπάρχουν περιθώρια επέμβασης του δικαστηρίου. Όπως το έθεσε ο Πογιατζής, Δ., στην υπόθεση Ιωσηφίδης ν. Γενικού Εισαγγελέα (1990) 3 Α.Α.Δ. 4599:

“Εφόσο η επιλογή της Διοίκησης ήταν αποτέλεσμα της διεξαγωγής δέουσας έρευνας, στην απουσία οποιωνδήποτε ενδείξεων ότι η Διοίκηση ενήργησε κάτω από το βάρος πλάνης ή καθ’ υπέρβαση εξουσίας, το Δικαστήριο αρνείται να επέμβει και να αντικαταστήσει έτσι τη διακριτική εξουσία της Διοίκησης με δική του. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα σε περιπτώσεις επιλογής ανάμεσα σε δύο ή περισσότερες εφικτές λύσεις, στις οποίες υπεισέρχονται τεχνικά ζητήματα ή ζητήματα που χρειάζονται εξειδικευμένη γνώση,”

Αντίθετα, η έλλειψη δέουσας έρευνας, όπως στην υπόθεση [*421]Agroti v. EAC (1981) 3 C.L.R. 503, οδηγεί στην ακύρωση της απαλλοτρίωσης.

Όσον αφορά δε την αιτιολόγηση της απαλλοτρίωσης, ο Κωνσταντινίδης, Δ., στην υπόθεση Σταυρίδη ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω, είπε τα ακόλουθα στη σελ. 319:

“Δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε πως η ανάγκη για την αιτιολόγηση της απόφασης για την απαλλοτρίωση προϋποθέτει ενσωμάτωση σ’ αυτή του όγκου των στοιχείων που υπήρχαν. Η παραπομπή σ’ αυτά τα στοιχεία, έχοντας υπόψη τη φύση του θέματος, προσφέρει την αναγκαία αιτιολόγηση και επιτρέπει το δικαστικό έλεγχο. (Βλ. Alakati Investment Ltd and Another v. Republic (Minister of Commerce and Industry and Others) (1973) 3 C.L.R. 255).”

Την ίδια προσέγγιση υιοθέτησε η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου και στην απόφασή της στην υπόθεση Theodoridou v. Republic, ανωτέρω, παραπέμποντας στην όλη διαδικασία που προηγήθηκε της απαλλοτρίωσης και στα περιεχόμενα σε αυτή στοιχεία ως παρέχοντα την αιτιολογία της. Το ίδιο ίσχυε, όπως παρατήρησε το δικαστήριο, αναφορικά και με τη συλλογική απόρριψη των ενστάσεων των ιδιοκτητών από το Υπουργικό Συμβούλιο, αφού η έρευνα και η αιτιολογία για την απόρριψη αποκαλύπτετο από όλα τα στοιχεία που υπήρχαν ενώπιόν του και τις απόψεις των αρμοδίων. Ας σημειωθεί δε και η αναφορά του Α. Λοΐζου, Δ., (ως ήτο τότε) στην υπόθεση Alakati Investment Ltd a.o. v. Republic (1973) 3 C.L.R. 255, στη σελ. 266, αφού ανασκόπησε την ελληνική νομολογία:

“In the light of the aforesaid principles which must be considered as likewise governing the question of compulsory acquisition in Cyprus, it is clear that it is not necessary that every element and every preparatory work relied upon for deciding the acquisition of property should be incorporated in the body of the final decision itself. In the present case, the preparatory acts, including the opinions of experts contained in the several reports, the plans and sketches attached thereto, as well as the submission to the Council of Ministers, were before it at its meeting and specific reference is made to this submission in the decision itself.  To my mind, all these, complete the reasoning for this decision.”

Και η περαιτέρω αναφορά του στη διάκριση μεταξύ της αιτιολόγησης της απαλλοτρίωσης, στα πιο πάνω πλαίσια, και των λόγων για [*422]την απαλλοτρίωση που πρέπει να αναφέρονται στη γνωστοποίηση και στο διάταγμα.

Mια άλλη διάσταση του πράγματος αφορά το άλλο ουσιαστικό εγειρόμενο θέμα, ότι μέρος της απαλλοτριωθείσας γης επροορίζετο όχι για άμεση χρήση αλλά για μελλοντική ανάπτυξη. Το θέμα αυτό ανάγεται στη νομιμότητα της απαλλοτρίωσης καθ’ όσον αφορά το κατά πόσο με την απαλλοτρίωση θα εξυπηρετηθεί όντως ο αναφερόμενος ως επιδιωκόμενος σκοπός της. Σίγουρα, απαλλοτρίωση για μελλοντικούς σκοπούς συνιστά αντίφαση και τίθεται εκτός των πλαισίων του Άρθρου 23.4 του Συντάγματος και των σχετικών νόμων ως καθ’ υπέρβαση και κατάχρηση εξουσίας. Στα πλαίσια αυτά, η έλλειψη μελέτης αναφορικά με το επιδιωκόμενο με την απαλλοτρίωση έργο είναι ενδεικτική της απουσίας παρόντος σκοπού όσο και της ανεπάρκειας της απαιτούμενης έρευνας.  Είναι από αυτή την άποψη που η υπόθεση Μιχαηλίδης ν. Δημοκρατίας (1992) 4 Α.Α.Δ. 1125, στην οποία αναφέρθησαν οι ευπαίδευτοι συνήγοροι, είναι καθοδηγητική. (Επίσης: Glyki v. Municipal Corporation of Famagusta (1967) 3 C.L.R. 677).  Όμως, όπως παρατήρησε ο Αρτεμίδης, Δ., στην υπόθεση Μεττή ν. Δημοκρατίας Προσφ. 781/95, 782/95 και 813/95, ημερ. 24.3.98, σχολιάζοντας την υπόθεση Μιχαηλίδη ν. Δημοκρατίας, στις σελίδες 5-6:

“Έχω την άποψη πως η σχετική εισήγηση του δικηγόρου των αιτητών έχει αφετηρία την παρερμηνεία του περιεχομένου της πιο πάνω απόφασης. Ο συνήγορος χρησιμοποιεί συνεχώς τη φράση “τελικό αρχιτεκτονικό σχέδιο”, ενώ η υπό αναφορά υπόθεση, και γενικά η νομολογία επί του ζητήματος, αναφέρονται σε αρχιτεκτονική, ή ανάλογα με την περίπτωση, άλλη μελέτη στην οποία διαγράφονται οι συγκεκριμένες και ειδικές ανάγκες του σκοπούμενου έργου, έτσι που να δικαιολογείται το μέτρο και η έκταση, της απαλλοτρίωσης. Στη διερεύνηση αυτής της πτυχής τα γεγονότα στην κάθε υπόθεση έχουν σημασία. Εδώ, όπως ήδη ανέφερα στο ιστορικό των γεγονότων, υπάρχει συγκεκριμένη απόφαση για τη φύση, έκταση και λειτουργία του έργου. Έχουν μάλιστα εκπονηθεί και προκαταρκτικά σχέδια που δίδουν σαφή εικόνα των αναγκών του έργου σε έκταση γης και την τοποθεσία του.”

Ανάλογη αναφορά μπορεί να γίνει και στην υπόθεση Paraskevas Lordos v. Republic (1974) 3 C.L.R. 447.

Όσον αφορά ευρύτερα το θέμα της αμεσότητας επίτευξης του σκοπού της απαλλοτρίωσης, σχετική είναι και η νομολογία η οποία [*423]πραγματεύεται την υποχρέωση, δυνάμει του Άρθρου 23.5 του Συντάγματος, να χρησιμοποιηθεί η απαλλοτριωθείσα γη για το σκοπό για τον οποίο απαλλοτριώθηκε και να επιστραφεί αν εκτός τριών ετών από της απαλλοτρίωσης ο σκοπός αυτός δεν κατέστη εφικτός, αφού είναι σε αυτό το πλαίσιο που συνήθως εγείρεται το θέμα. Η νομολογία αποκαλύπτει ότι ακόμα και η μη πραγματοποίηση, εν όλω ή εν μέρει, του σκοπού για τον οποίο έγινε η απαλλοτρίωση, δεν σημαίνει ότι ο σκοπός δεν είναι εφικτός, εφ’ όσον το σύνολο των δεδομένων δείχνει ότι το έργο αναμένεται λογικά να γίνει ή να συμπληρωθεί.  Ιδιαίτερα προκειμένου περί μεγάλων έργων σε διάφορες φάσεις, στην περίπτωση των οποίων η εκτέλεση είναι σταδιακή. Στην υπόθεση Kaniklides v. Republic (1961) 2 R.S.C.C. 49, το Ανώτατο Δικαστήριο υπέδειξε ότι το κριτήριο είναι όχι η εκτέλεση του έργου μέσα στα τρία χρόνια αλλά η εφικτότητα του έργου διαρκούσης της εν λόγω περιόδου, δηλαδή κατά πόσο στην περίοδο εκείνη το έργο παραμένει εφικτό. Όπως είπε το δικαστήριο στη σελ. 58:

“Any other interpretation would lead to absurdity in that there are bound to be many purposes for which land has been acquired in the sense of paragraph 5 of Article 23, which, by their very nature, cannot be fulfilled within the said period of three years.”

Μια περίπτωση μεγάλου και σταδιακού έργου ήταν στην υπόθεση Lordos & Sons Ltd v. Republic (1986) 3 C.L.R. 21.

Στην υπόθεση Κιτρομηλίδη ν. Δημοκρατίας (1991) 4(Γ) Α.Α.Δ. 2454 ο σκοπός της απαλλοτρίωσης ήταν η διενέργεια αρχαιολογικών ανασκαφών, η συντήρηση αρχαιοτήτων και η προστασία της στρωματογραφίας του εν λόγω αρχαιολογικού χώρου, ο οποίος είχε περιληφθεί στον κατάλογο της Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO. Κρίθηκε ότι η μη διενέργεια οποιωνδήποτε εργασιών δέκα χρόνια μετά την απαλλοτρίωση δεν καθιστούσε ανέφικτο το σκοπό της απαλλοτρίωσης, το δε δικαστήριο βασίσθηκε ιδιαίτερα στην υπόθεση Τσαγγαρίδης κ.ά. v. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 3392, στην οποία έγινε αναφορά στην Kaniklides v. Republic, ανωτέρω. Όπως παρατήρησε ο Χατζητσαγγάρης, Δ., στη σελ. 2459:

“Στην υπό εκδίκαση υπόθεση δεν μπορεί να λεχθεί ότι ο σκοπός κατέστη ανέφικτος. Στα τεμάχια υπάρχουν σημαντικές αρχαιότητες επομένως η προστασία τους είναι αναγκαία για τη διενέργεια μελλοντικών ανασκαφών. Ο σκοπός της απαλλοτρίωσης παραμένει εφικτός.”

[*424]

Ανάλογη προσέγγιση υπήρξε και στην υπόθεση Χριστοφή ν. Δημοκρατίας (1991) 4(Ε) Α.Α.Δ. 4076, στην οποία (σελ. 4083) ανεφέρθη με επιδοκιμασία το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση στην υπόθεση Ιερωνυμίδου ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 2589:

“Στην παρούσα υπόθεση δεν μπορεί να ευσταθήσει ο ισχυρισμός ότι “ο σκοπός κατέστη ανέφικτος”. Αντίθετα είναι φανερόν ότι ένα μεγάλο μέρος του έργου για το οποίο έγινε η απαλλοτρίωση έχει συμπληρωθεί και ασφαλώς θα συμπληρωθεί και το υπόλοιπο μέρος, όπως λογικά εξάγεται από την έκταση των μέχρι τώρα εργασιών, των υπευθύνων δηλώσεων των ιθυνόντων για τις προθέσεις της διοικήσεως αλλά και από την ίδια τη φύση του έργου, η δε σταδιακή εκτέλεσή του δεν μπορεί παρά να είναι ζήτημα οικονομικού προγραμματισμού.”

Με αυτές τις αρχές υπ’ όψη μου, στρέφομαι να εξετάσω τα εγειρόμενα θέματα. Και πρώτα όσον αφορά την εισήγηση ότι υπήρχε επαρκής και κατάλληλη κρατική γη η οποία θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί όχι ολιγότερο πρόσφορα από ότι η απαλλοτριωθείσα ιδιωτική, στα πλαίσια του ευρύτερου θέματος της επάρκειας της έρευνας και αιτιολογίας και της ορθής ασκήσεως της διακριτικής εξουσίας της διοίκησης. Επ’ αυτού, μου είναι απόλυτα καθαρό ότι δεν χωρεί αμφιβολία ή περιθώρια επέμβασης. Εν πάση περιπτώσει από το 1992 υπήρχε σαφής και ολοκληρωμένη άποψη και μελέτη του προτεινόμενου έργου σε συσχετισμό με τον εν λόγω χώρο και σε αναφορά με όλες τις παραμέτρους. Η απαιτούμενη γη είχε καθορισθεί όχι μόνον ως προς την έκτασή της, πέραν δηλαδή των 1,000 σκαλών, αλλά και ως προς το ποια κτήματα εκάλυπτε ώστε η ανέγερση του Πανεπιστημίου να ανταποκρίνετο προς τις επιδιώξεις και προδιαγραφές και να παρείχε το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα από κάθε άποψη - χωροδιάταξη, χωροδομική προβολή, συνοχή, μορφή, λειτουργικότητα, οικολογική ισορροπία, μέγεθος, χαρακτήρα, πληρότητα, πρόσβαση, συμβατή μελλοντική ανάπτυξη και καθετί άλλο σχετικό με ένα σύγχρονο πανεπιστήμιο του τύπου campus university. Στο σχεδιασμό αυτό, ήταν απαραίτητη η περίληψη της εν λόγω ιδιωτικής γης, όπως προκύπτει και αιτιολογείται πλήρως από την έκθεση του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως όπως έχει λεπτομερώς παρατεθεί ανωτέρω, αλλά και από την έκθεση των συμβούλων αρχιτεκτόνων του έργου. Οι δε όροι εντολής του διαγωνισμού ιδεών ήσαν τόσο περιεκτικοί και λεπτομερείς και κάλυπταν κάθε επί μέρους πτυχή, που αποκαλύπτουν εξαντλητική πληρότητα μελέτης του έργου και εξέταση κάθε σχετικής παραμέτρου. Η περίληψη της εν λόγω ιδιωτικής γης στο χώρο της πανεπιστημιούπολης [*425]ήταν τόσο αναγκαία και άρρηκτα συνδεδεμένη με τον όλο σχεδιασμό που η εξαίρεσή της να τον έπληττε συνολικά όσο και επί μέρους.

Η περίπτωση αντικατάστασης στο σχεδιασμό του έργου της εν λόγω ιδιωτικής γης με άλλη κρατική ήταν ευθύς εξ αρχής στους προβληματισμούς και στην έρευνα της διοίκησης. Η έκθεση του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως του 1992 εξετάζει ειδικά αυτό το θέμα και τονίζει ότι η ιδιωτική γη υπερτερεί σαφώς της άλλης κρατικής χωροδομικά, μορφολογικά, και εδαφολογικά. Αλλά και η νέα έκθεσή του που έγινε το 1993 ειδικά σε σχέση με την αντίθεση των ιδιοκτητών στην απαλλοτρίωση, εξέτασε ειδικά και λεπτομερειακά την αντικατάσταση της ιδιωτικής γης με άλλη κρατική, συνεχόμενη ή μη, και εμπεριστατωμένα απέρριψε τέτοια δυνατότητα για τους λόγους που παρατέθησαν ανωτέρω. Όλα αυτά ήσαν δε και στη βάση της εξέτασης των ενστάσεων των ιδιοκτητών, περιλαμβανομένης κάθε πτυχής της έκθεσης του κ. Ζωμενή η οποία συντάχθηκε σε στήριξη των θέσεών τους, από τα αρμόδια τμήματα και η οποία οδήγησε στην απόρριψή τους και την έκδοση των διαταγμάτων απαλλοτρίωσης. Η τελική απόφαση της διοίκησης να περιλάβει την εν λόγω ιδιωτική γη στο χώρο του Πανεπιστημίου ήταν το αποτέλεσμα όχι μόνο της εμπεριστατωμένης διαπίστωσης της αναγκαιότητας περίληψής της στον όλο σχεδιασμό του έργου αλλά και εξάντλησης κάθε δυνατότητας εναλλακτικής λύσης μετά από μακρά, πλήρη και λεπτομερή μελέτη και έρευνα και ιδιαίτερο προβληματισμό. Με αποτέλεσμα, να μην τίθεται θέμα ανεπάρκειας ή πεπλανημένου της έρευνας που να συνιστούσε κακή άσκηση της διακριτικής εξουσίας της διοίκησης και να δικαιολογούσε επέμβαση του δικαστηρίου.

Το ίδιο ισχύει επακόλουθα και όσον αφορά την αιτιολογία της απόφασης, αφού αυτή εμπεριέχεται στην όλη πιο πάνω διαδικασία. Όπως τονίζεται δε και στην ανωτέρω παρατεθείσα νομολογία, δεν αναμένεται, ως εκ της φύσεως μάλιστα της υπόθεσης, η αιτιολόγηση της απόφασης να περιέχεται στην ίδια την απόφαση με την ενσωμάτωση σε αυτή του όγκου όλων των στοιχείων που τη διέπουν, παρά μάλλον η παραπομπή σε αυτά τα στοιχεία όχι μόνο επιτρέπει το δικαστικό έλεγχο αλλά και προσφέρει την αναγκαία αιτιολογία. Αυτό ισχύει αναφορικά με την απόρριψη των ενστάσεων των ιδιοκτητών, η έρευνα και η αιτιολογία για την οποία, όπως και για την ίδια την απόφαση, εμπεριέχεται στο σύνολο των στοιχείων που ήσαν ενώπιον του Υπουργικού Συμβουλίου, περιλαμβανομένων των απόψεων των αρμοδίων.

Απομένει να εξετασθεί η άλλη κύρια θέση του κ. Λιβέρα, στην [*426]οποία αποδίδεται ιδιαίτερη σημασία και στην απαντητική του αγόρευση, όσον αφορά το μέρος της απαλλοτριωθείσας γης που προορίζετο όχι για άμεση αλλά για μελλοντική αξιοποίηση. Το θέμα αυτό έχει δυο παραμέτρους. Κατά πρώτο, σύμφωνα με την ίδια τη μελέτη του Πανεπιστημίου, ο χώρος αυτός προορίζετο όντως για αξιοποίηση όχι στην αρχική αλλά στη δεύτερη φάση των εγκαταστάσεων του Πανεπιστημίου. Η παράμετρος αυτή δεν δημιουργεί δυσκολία, έχει δε ήδη απαντηθεί εν μέρει: ο χώρος αυτός περιλαμβάνετο αναγκαία και άρρηκτα στον όλο σχεδιασμό του έργου. Η απαλλοτρίωσή του επομένως δεν ήταν για μελλοντικό σκοπό αλλά ως μέρος παρόντος σκοπού. Η νομολογία αναγνωρίζει ότι, ιδιαίτερα στην περίπτωση μεγάλων και σύνθετων έργων, η πραγμάτωση του σκοπού του έργου δεν αναμένεται να γίνει άμεσα και διά μιας αλλά στις φάσεις και στάδια που η φύση, ο σχεδιασμός, οι δυνατότητες και ο οικονομικός προγραμματισμός του καθορίζουν, ώστε να μην τίθεται θέμα ανέφικτου του σκοπού ακόμα και αν το έργο δεν προτίθεται να συμπληρωθεί στα τρία χρόνια που προνοούνται στο Άρθρο 23.5. Η περίπτωση του Πανεπιστημίου είναι ακριβώς τέτοια περίπτωση, η δε προγραμματιζόμενη αξιοποίηση της εν λόγω γης σε άλλη φάση μετά από μερικά χρόνια ουδόλως επηρεάζει την αμεσότητα και το εφικτό του σκοπού της απαλλοτρίωσης.

Η δεύτερη παράμετρος εγείρει μια άλλη διάσταση. Ο κ. Λιβέρας εισηγείται ουσιαστικά ότι η αδυναμία αξιοποίησης της εν λόγω γης ως εκ του ότι εμπίπτει στη νεκρή ζώνη καθιστούσε το σκοπό της απαλλοτρίωσης ανέφικτο. Μαρτυρία βέβαια για το καθεστώς της νεκρής ζώνης δεν υπάρχει, αφού μάλιστα σχετικό αίτημα για παρουσίασή της δεν επετράπη. Είναι όμως γεγονός ότι η ίδια η διοίκηση σε διάφορα από τα προαναφερθέντα τεκμήρια αναγνωρίζει τη θέση ότι η άμεση αξιοποίηση της εν λόγω γης δεν είναι δυνατή ως εκ του ότι βρίσκεται στη νεκρή ζώνη. Σχετική αναφορά γίνεται στους όρους εντολής για το διεθνή διαγωνισμό. Εις δε την έκθεση του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως του Μαΐου 1993 παρατηρείται ότι η εν λόγω γη βρίσκεται στη νεκρή ζώνη και ως εκ τούτου δεν είναι διαθέσιμη για οποιαδήποτε έργα εφ’ όσον η πολιτική κατάσταση συνεχίζει αναλλοίωτη. Περαιτέρω αναφορά γίνεται στην επιστολή του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως προς την Υπουργό Παιδείας για την ετοιμασία της πρότασης προς το Υπουργικό Συμβούλιο ημερ. 8.9.1993 στην οποία υποδεικνύεται ότι η κατασκευή του νέου πρωτεύοντα δρόμου νοτίως των εν λόγω κτημάτων, ως μέρος του σχεδιασμού των προσβάσεων του Πανεπιστημίου, θα είναι δυνατή σε περίπτωση κατάργησης της νεκρής ζώνης. Επίσης διατυπώνεται ο προβληματισμός του Τμήματος ως προς τη σκοπιμότητα εξαίρεσης της εν λόγω γης ως εκ του ότι είναι στη νε[*427]κρή ζώνη και γίνεται εισήγηση όπως, για να αποφευχθεί δυσμενής διάκριση εις βάρος των ιδιοκτητών ως εκ των μειωμένων τιμών στη νεκρή ζώνη, η εν λόγω γη αποκτηθεί σε τιμή ανάλογη εκείνης άλλων τεμαχίων εκτός της νεκρής ζώνης, αποφεύγοντας έτσι και την καταβολή τιμών με την υπεραξία που θα δημιουργηθεί ως εκ της ανέγερσης του Πανεπιστημίου σε περίπτωση μελλοντικής απόκτησης της γης. Σημειώνεται δε περαιτέρω ότι υπάρχει ενδεχόμενο να μεθοδευθεί η χρησιμοποίηση της εν λόγω γης ακόμα και σε περίπτωση που συνεχίζει να υφίσταται η νεκρή ζώνη.

Είναι γεγονός ότι στην υπόθεση Michaelides v. Attorney-General (1984) 3 C.L.R. 1596, στην οποία ανεφέρθη ο κ. Λιβέρας, εκρίθη από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου ότι δεν ήταν τρωτή η απόφαση της διοίκησης για ανάκληση διατάγματος απαλλοτρίωσης γης εκδοθέντος το 1972 η οποία μετά το 1974 περιήλθε υπό την τουρκική κατοχή. Η απόφαση αυτή όμως διαφοροποιείται σαφώς από την προκειμένη περίπτωση. Κατ’ αρχή, το βασικό θέμα που είχε να εξετάσει το δικαστήριο ήταν το ορθό της άσκησης της διακριτικής εξουσίας της διοίκησης να ανακαλέσει το διάταγμα της απαλλοτρίωσης. Στα πλαίσια αυτά, το δικαστήριο έλαβε βέβαια υπ’ όψη του ότι ο σκοπός της απαλλοτρίωσης δεν ήταν εφικτός κατά το χρόνο της ανάκλησης, εξέτασε όμως το θέμα αυτό σε συνάρτηση με το κριτήριο της δυνατότητας της διοίκησης να ανακαλέσει την απαλλοτρίωση αν υπήρχε τέτοια σημαντική διαφοροποίηση στα γεγονότα όπως υφίσταντο κατά το χρόνο της απαλλοτρίωσης που να καθιστούσαν αναγκαία την ανάκληση. Τόνισε δε ότι οι προτεραιότητες της διοίκησης είχαν τόσο δραστικά διαφοροποιηθεί μετά την τουρκική εισβολή που η διοίκηση δικαιολογείτο το 1976, στα πλαίσια της εφαρμογής της πολιτικής της για αντιμετώπιση πιο πιεστικών αναγκών από ότι οι αρχαιολογικές ανασκαφές για σκοπούς των οποίων έγινε η απαλλοτρίωση, να ανακαλέσει την απαλλοτρίωση, αφού μάλιστα δεν είχαν γίνει ακόμα οποιεσδήποτε εργασίες στα εν λόγω κτήματα. Περαιτέρω δε, και κυρίως, σημειώνω ότι η υπόθεση αυτή αφορούσε γη η οποία είχε περιέλθει υπό την Τουρκική κατοχή. Αν και αδιαμφισβήτητα αυτό δεν επηρέαζε το νομικό καθεστώς της εν λόγω γης ως θέμα κυριαρχίας της Δημοκρατίας, εν τούτοις διαφοροποιούσε άρδην τη δυνατότητα άμεσης επίτευξης του σκοπού της απαλλοτρίωσης, αφού μάλιστα το πράγμα έπρεπε να κριθεί σε αναφορά με τα κρατούντα κατά το χρόνο της ανάκλησης. Στην περίπτωση της νεκρής ζώνης όμως δεν υφίσταται τέτοια εκ των πραγμάτων αδυναμία αφού, εκτός του ότι δεν υπάρχει μαρτυρία για το καθεστώς της νεκρής ζώνης, το δικαστήριο δεν μπορεί και δεν είναι αρμόδιο να προκρίνει τη νομική ή την πραγματική δυνατότητα της Δημοκρατίας να ασκήσει την κυριαρχία της στη νε[*428]κρή ζώνη είτε ανεξάρτητα είτε σε συνεννόηση με τα Ηνωμένα Έθνη. Όπως δε παρατήρησε και το δικαστήριο στην ενδιάμεση απόφασή του επί της αίτησης για προσαγωγή μαρτυρίας ως προς το καθεστώς της νεκρής ζώνης:

“Είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός πως η κυριαρχία της Κυπριακής Δημοκρατίας επεκτείνεται σε ολόκληρο το έδαφός της όπως αυτό καθορίζεται στη Συνθήκη Εγκαθίδρυσης και δεν έγινε καμμιά εκχώρηση του δικαιώματος αυτού στα Ηνωμένα Έθνη ή στην ΟΥΝΦΙΚΥΠ.”

Ούτε μπορεί να περιορισθεί η αξιοποίηση της εν λόγω γης στην ανέγερση κτιρίων, όπως κατ’ αναλογία δείχνει και η υπόθεση Cyprus Tannery Ltd v. Republic (1977) 3 C.L.R. 75 (ίδε επίσης:  Λοΐζου ν. Δημοκρατίας (1991) 4(Γ) Α.Α.Δ. 2272), τοσούτω μάλλον αφού τα ίδια τα σχέδια της πανεπιστημιούπολης προβλέπουν ότι το πλείστο μέρος της εν λόγω γης θα χρησιμοποιηθεί όχι για κτιριακές εγκαταστάσεις αλλά ως φυσικό περιβάλλον. Εξ άλλου το εφικτό του σκοπού της απαλλοτρίωσης για παρόντες σκοπούς δεν κρίνεται, όπως στην περίπτωση της ανάκλησης της απαλλοτρίωσης, σε αναφορά με τα κρατούντα κατά το χρόνο της ανάκλησης, αλλά σε αναφορά με τις προσδοκίες στα ευρύτερα πλαίσια των χρονικών και άλλων σχεδιασμών και προγραμματισμού του έργου - και, όπως ήδη ελέχθη, στην περίπτωση ενός μεγάλου και σύνθετου έργου όπως του προκειμένου, που η πραγμάτωση του θα γίνει σε φάσεις και στάδια, προκύπτει ότι το εφικτό του σκοπού κρίνεται με ανάλογη ευρύτητα. Και για το λόγο αυτό λοιπόν δεν είναι δυνατό να προκριθούν οι δυνατότητες αξιοποιήσεως της εν λόγω γης κατά το μελλοντικό χρόνο που προγραμματίζονται. Όπως έχει δε ήδη αποφασισθεί, η περίληψη της εν λόγω γης στο χώρο του Πανεπιστημίου είναι τόσο άρρηκτα και αναγκαία συνδεδεμένη με τον όλο σχεδιασμό του, που η οποιαδήποτε παρούσα συνέπεια του ότι μέρος του όλου χώρου ευρίσκεται εντός της νεκρής ζώνης να μην επηρεάζει το εφικτό του σκοπού του όλου έργου, περιλαμβανομένου του αφορώντος το εν λόγω μέρος.

Παρατηρώ δε και το ότι δεν τίθεται θέμα κακής πίστεως της διοίκησης στην όλη διαδικασία, όπως μαρτυρείται και από τη σύσταση του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως όπως, προς αποφυγή δυσμενούς διάκρισης σε βάρος των ιδιοκτητών ως εκ των μειωμένων τιμών στη νεκρή ζώνη, η εν λόγω γη αποκτηθεί σε τιμές ανάλογες εκείνων άλλων κτημάτων εκτός της νεκρής ζώνης. Χωρίς αμφιβολία, η περίληψη της εν λόγω γης στο χώρο του Πανεπιστημίου δεν είχε σκοπό την εκμετάλλευση των ιδιοκτητών προς όφελος [*429]της διοίκησης αλλά την αναγκαία πληρότητα του σχεδιασμού της πανεπιστημιούπολης.

Απομένει να εξετασθεί ένα νομικό σημείο το οποίο ηγέρθη στην προσφυγή 394/94, ότι δηλαδή η απαλλοτρίωση είναι παράνομη ως αντίθετη με το Τοπικό Σχέδιο Λευκωσίας ημερ. 1.12.1990 και/ή ως βασισθείσα σε πολεοδομικό σχέδιο το οποίο δεν δημοσιεύθηκε δυνάμει του νόμου. Η θέση του κ. Κασάπη είναι ότι το εν λόγω Τοπικό Σχέδιο περιλαμβάνει πρόνοια για την ανέγερση του Πανεπιστημίου στην περιοχή ΒΜΗ, ενώ όσον αφορά την περιοχή Αθαλάσσας περιλαμβάνει πρόνοια για χρήση της για γεωργικούς σκοπούς. Λέγει δε ότι στις 22.4.1993 που ελήφθη από το Υπουργικό Συμβούλιο η απόφαση για αλλαγή του χώρου του Πανεπιστημίου από το ΒΜΗ στην Αθαλάσσα και για απαλλοτριώσεις στην Αθαλάσσα δεν υπήρξε ταυτόχρονα αναθεώρηση του Τοπικού Σχεδίου σύμφωνα με το νόμο, με αποτέλεσμα η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου να είναι τρωτή ως μη βασισθείσα στο ισχύον Τοπικό Σχέδιο.

Η απάντηση στο θέμα αυτό παρέχεται από τα ίδια τα γεγονότα, στα οποία αναφέρεται και η κα. Κλεόπα στη γραπτή αγόρευσή της.  Το Τοπικό Σχέδιο όπως δημοσιεύθηκε το Δεκέμβριο του 1990 προέβλεπε για την χωροθέτηση του Πανεπιστημίου στο ΒΜΗ διότι ίσχυε η τότε προς τούτο απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου.  Το μερικά οριστικοποιημένο σχέδιο που δημοσιεύθηκε το Δεκέμβριο του 1992 έλαβε υπ’ όψη του την προοπτική του Πανεπιστημίου στην Αθαλάσσα αλλά οι πολεοδομικές ζώνες δεν ετροποποιήθησαν αφού η γη δεν είχε ακόμα αποκτηθεί και οι ενστάσεις δεν είχαν ακόμα κριθεί. Το συνολικά οριστικοποιημένο Τοπικό Σχέδιο δημοσιεύθηκε τον Οκτώβριο του 1994 και περιλαμβάνει τη συγκεκριμένη πλέον έκταση γης για το Πανεπιστήμιο στην Αθαλάσσα μετά την οριστική απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου. Κατά το διάστημα Δεκεμβρίου του 1992 και Οκτωβρίου 1994 δεν μπορούσε να τροποποιηθεί το Τοπικό Σχέδιο αφού δεν είχε ακόμα αποπερατωθεί η διαδικασία μελέτης και κρίσης των ενστάσεων κατά του Σχεδίου.

Δεν διαπιστώνω λοιπόν οποιοδήποτε λόγο που να θίγει τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης.

Οι προσφυγές αποτυγχάνουν και απορρίπτονται.

Όσον αφορά τα έξοδα, έχοντας υπ’ όψη μου ότι οι προσφυγές αναφέρονται σε αναγκαστικές απαλλοτριώσεις ιδιωτικής γης ως κατ’ εξαίρεση στέρησης του συνταγματικά κατοχυρωμένου θεμελιώδους δικαιώματος ιδιοκτησίας, εις τρόπον ώστε ο πολίτης να [*430]δικαιούται εύλογα και ανεξαρτήτως του αποτελέσματος να έχει δικαστική κρίση επί τούτου ως του εχεγγύου της νομιμότητας της πράξης, δεν θα εκδώσω οποιοδήποτε διάταγμα.

Οι προσφυγές απορρίπτονται χωρίς έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο