(1999) 4 ΑΑΔ 471
[*471]14 Μαΐου, 1999
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΜΙΧΑΛΑΚΗΣ ΡΑΦΤΟΠΟΥΛΟΣ,
Αιτητής,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚHΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ’ ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 839/91)
Συνταγματικό Δίκαιο ― Σύνταγμα ― Άρθρο 28 ― Αρχή της ισότητας ― Δεν μπορεί να τίθεται ζήτημα ισότητας στην παρανομία ― Απαράδεκτοι οι ισχυρισμοί αιτητή για παράλειψη αναδρομικού διορισμού του βάσει τροποποίησης σχεδίου υπηρεσίας, για την οποία θέτει ισχυρισμό ότι ήταν παράνομη.
Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο ― Αιτούμενη θεραπεία στο δικόγραφο της αίτησης ακυρώσεως ― Αν δεν στοιχειοθετείται από τα γεγονότα της προσφυγής, θεωρείται ότι εγκαταλείπεται.
Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος ― Λόγοι ακυρώσεως ― Έννομο συμφέρον ― Απαράδεκτο της επιδοκιμασίας και ταυτόχρονης αποδοκιμασίας για τα ίδια ζητήματα ― Έλλειψη εννόμου συμφέροντος προώθησης της προσφυγής του αιτητή κατά των αναδρομικών διορισμών συναδέλφων του και της παράλειψης του δικού του αναδρομικού διορισμού, στο μέτρο που από τη μια αποδέχεται τους διορισμούς αυτούς για να πετύχει και το δικό του διορισμό και από την άλλη ισχυρίζεται πως ήταν νομικά αδύνατο να γίνουν.
Με την προσφυγή του ο αιτητής πρόβαλλε δύο αιτήματα. Την ακύρωση της απόφασης του αναδρομικού διορισμού έξι συναδέλφων του και την παράλειψη συμπερίληψης και του ιδίου στους αναδρομικούς διορισμούς. Στη συνέχεια η πρώτη θεραπεία αποσύρθηκε [*472]για τα 5 από τα 6 ενδιαφερόμενα μέρη, αλλά η επιχειρηματολογία στις αγορεύσεις συνέχισε να αφορά στο παράνομο των αναδρομικών διορισμών όλων.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:
1. Πρώτος κατά λογική σειρά ισχυρισμός του αιτητή, είναι ο αναφερόμενος στη δυνατότητα αναδρομικού διορισμού στη βάση της τροποποίησης του Σχεδίου Υπηρεσίας. Υποστήριξε πως δεν παρεχόταν εξουσία για τέτοια τροποποίηση και τέτοιο αναδρομικό διορισμό. Αν αυτό ήταν ορθό, δε θα ήταν δυνατό να έχει ο ίδιος νόμιμη διεκδίκηση διορισμού πάνω στην ίδια βάση, όπως ζήτησε. Ανεξάρτητα από τους παράλληλους ισχυρισμούς του για παραβίαση της αρχής της ισότητας. Όπως τονίστηκε επανηλειμμένα, δεν μπορεί να τίθεται θέμα ισότητας στην παρανομία. (Βλ. μεταξύ άλλων, Voyiazianos v. Republic (1967) 3 C.L.R. 239 και Χριστοδουλίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 3780).
2. Ο ισχυρισμός του αιτητή ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο δεν πληρούσε τα προσόντα του σχεδίου υπηρεσίας, στην πραγματικότητα εκφεύγει εντελώς του πλαισίου της προσφυγής, όπως αυτή ασκήθηκε. Αυτό, ενόψει των θεραπειών που ζητήθηκαν σε συνδυασμο προς τα νομικά σημεία και τα γεγονότα στα οποία στηρίχθηκαν. Το δεύτερο αίτημα στην προσφυγή στρέφεται κατά της άρνησης ή παράλειψης των καθ’ ων η αίτηση «να συμπεριλάβουν τον αιτητή στους πιο πάνω αναδρομικούς διορισμούς». Σε όλους δηλαδή τους διορισμούς, χωρίς διάκριση. Δεν τίθεται θέμα διαχωρισμού μεταξύ των 5 και του ενδιαφερόμενου προσώπου που παρέμεινε.
Δηλαδή δεν τίθεται πουθενά και με κανένα τρόπο ζήτημα ως προς οτιδήποτε το επί μέρους που θα αφορούσε μόνο στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο που απέμεινε. Όσα στη συνέχεια υποστήριξε ο αιτητής, βρίσκονται εντελώς έξω από τα επίδικα ζητήματα, όπως τα προσδιορίζει ο ίδιος στην προσφυγή του. Σημειώνεται εδώ η απόφαση της Ολομέλειας στην Μισιρλής ν. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (1995) 3 Α.Α.Δ. 379, στην οποία ήταν ρητή η διατύπωση ορισμένης θεραπείας, αλλά, εντούτοις, αφού δεν εστοιχιοθετείτο από τα γεγονότα της προσφυγής, θεωρήθηκε ότι εγκαταλείφθηκε. Δεν μπορούσε να αποτελέσει θέμα αναθεώρησης στην προσφυγή.
Παρά την απόσυρση της προσφυγής κατά των 5, ο αιτητής προώθησε επιχειρήματα που άπτονται του συνόλου της απόφασης της [*473]Ε.Δ.Υ. για τους αναδρομικούς διορισμούς, όπως ήταν δηλαδή σχεδιασμένη η προσφυγή εξ αρχής.
3. Στην πραγματικότητα ο αιτητής από την μια αποδέχεται τους αναδρομικούς διορισμούς και τους προβάλλει για να επιτύχει και ο ίδιος όμοιο αναδρομικό διορισμό και από την άλλη ισχυρίζεται πως τέτοιοι αναδρομικοί διορισμοί θα ήταν νομικά αδύνατο να γίνουν. Επανήλθε δε στο δεύτερο, όταν εξάντλησε μέχρις εσχάτων τη δυνατότητα να επιτύχει και ο ίδιος τέτοιο διορισμό.
Το Δικαστήριο μελέτησε τη νομολογία αναφορικά με το απαράδεκτο της επιδοκιμασίας και ταυτόχρονα αποδοκιμασίας για τα ίδια, και κατέληξε πως στη βάση των αρχών που τέθηκαν, δε νομιμοποιείτο ο αιτητής στην άσκηση ή προώθηση της παρούσας προσφυγής.
Στην Kyriakides v. Council for Registration of Architects and Civil Engineers (No. 1) (1965) 3 C.L.R. 151, ο Τριανταφυλλίδης, Δ., όπως ήταν τότε, έκρινε πως δεν νομιμοποιείτο ο αιτητής να υποστηρίξει πως το Συμβούλιο δε συστάθηκε νομίμως όταν ο ίδιος απευθύνθηκε στη διακριτική του εξουσία.
Στην Platis v. Republic (1978) 3 C.L.R. 384, η οποία υιοθετήθηκε από την Ολομέλεια στη Σαββίδης ν. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 249, ο Τριανταφυλλίδης, Π., έκρινε πως δεν μπορούσε ο αιτητής να προωθήσει την προσφυγή του για ακύρωση απόφασης αφού είχε υποστηρίξει ότι αυτή είχε ανακληθεί ab initio.
Στην Ekklisia tou Theou v. Republic (1988) 3 C.L.R. 1050, ο Πικής, Δ., όπως ήταν τότε, έκρινε απαράδεκτο τον ισχυρισμό για αντισυνταγματικότητα της επίταξης τουρκοκυπριακών περιουσιών, αφού οι αιτητές είχαν υποβάλει αίτημα για χορήγηση σ’ αυτούς τέτοιας περιουσίας στο πλαίσιο του θεσμού που εγκαθιδρύθηκε με την επίταξη.
Στη Dometakis v. Republic (1988) 3 C.L.R. 1673 ο Στυλιανίδης, Δ., όπως ήταν τότε, έκρινε απαράδεκτη την προβολή ισχυρισμού σε σχέση με την ιδιότητα λειτουργού που αξιολόγησε το ενδιαφερόμενο πρόσωπο, όταν και ο λειτουργός που αξιολόγησε τον ίδιο είχε την ίδια ιδιότητα.
Στην J & A Philippou v. Republic, ο Στυλιανίδης, Δ., όπως ήταν τότε, έκρινε πως δεν νομιμοποιούνταν οι καθ’ ων η αίτηση, να ισχυρίζονται ότι ο αιτητής δεν ανταποκρινόταν στους όρους του [*474]διαγωνισμού για λόγο που ίσχυε και στην περίπτωση των ενδιαφερομένων προσώπων, τα οποία όμως δεν αποκλείστηκαν.
Στην Ανδρέας Μιλτιάδους κ.ά. ν. Υπουργού Εμπορίου και Βιομηχανίας, ο Στυλιανίδης, Δ., όπως ήταν τότε, έκρινε απαράδεκτη την προβολή ισχυρισμού από τον αιτητή ο οποίος, εφόσον γινόταν αποδεκτός, θα απέληγε στο ότι δεν υπήρξε εκτελεστή διοικητική πράξη.
Στην Αποστόλου ν. Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου, ο Πογιατζής, Δ., έκρινε πως ήταν απαράδεκτος ο ισχυρισμός πως πρόνοια κανονισμού είναι αντισυνταγματική ή παράλογη όταν την ίδια στιγμή προβαλλόταν η θέση πως κακώς δε λήφθηκε υπόψη.
Στη Κουππάρη ν. Δημοκρατίας, ο Νικήτας, Δ., έκρινε απαράδεκτο τον ισχυρισμό πως ορισμένη γνωμάτευση ήταν παράνομη, όταν την ίδια στιγμή προβαλλόταν η θέση πως κακώς δεν είχε εφαρμοστεί.
Στην Α & G Electrical Services Ltd ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Λτδ, ο Νικήτας, Δ., έκρινε απαράδεκτη την επιδοκιμασία της διαδικασίας που ακολουθήθηκε για να θεμελιωθεί η νομιμοποίηση των αιτητών και ταυτόχρονα την αποδοκιμασία της για να πληγεί το κύρος της κατακύρωσης στα ενδιαφερόμενα πρόσωπα.
Στην Αναστασίου ν. Κυπριακού Οργανισμού Τουρισμού, το Δικαστήριο έκρινε απαράδεκτη την προώθηση της θέσης ότι η άδεια λειτουργίας εστατορίου έπασχε επειδή το κτίριο δεν είχε πιστοποιητικό τελικής έγκρισης, αφού ούτε το κτίριο του αιτητή, που διεκδικούσε νομιμοποίηση ως ανταγωνιστής, είχε τέτοιο πιστοποιητικό.
Στη Καπετάνιου κ.ά. ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, κρίθηκε από τον Κωνσταντινίδη, Δ., ως απαράδεκτη η προβολή ισχυρισμού που αν ευσταθούσε θα έδειχνε πως ούτε ο αιτητής θα μπορούσε να είναι υποψήφιος.
Στην υπόθεση Goody’s Evagorou Ltd v. Δημοκρατίας, κρίθηκε από τον Κωνσταντινίδη, Δ., ως απαράδεκτη η άσκηση προσφυγής κατά του κύρους χειρισμού της Εφόρου Εμπορικών Σημάτων όταν με παράλληλη αγωγή τους οι αιτητές ουσιαστικά επιδοκίμαζαν το χειρισμό.
Στην Καντούνας κ.ά. ν. Δημοκρατίας, κρίθηκαν από τον Κων[*475]σταντινίδη, Δ., ως απαράδεκτοι οι ισχυρισμοί αναφορικά με το κύρος και την εμβέλεια γραπτού διαγωνισμού τον οποίο επικαλείτο ο ίδιος ο αιτητής για να θεμελιωθεί το έννομο συμφέρον του.
H προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Voyiazianos v. Republic (1967) 3 C.L.R. 239,
Χριστοδουλίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 3780,
Μισιρλής ν. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (1995) 3 Α.Α.Δ. 379,
Kyriakides v. Council for Registration of Architects and Civil Engineers (No. 1) (1965) 3 C.L.R. 151,
Platis v. Republic (1978) 3 C.L.R. 384,
Σαββίδης ν. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 249,
Ekklisia tou Theou v. Republic (1988) 3 C.L.R. 1050,
Dometakis v. Republic (1988) 3 C.L.R. 1673,
J & A Philippou v. Republic (1989) 3 C.L.R. 829,
Μιλτιάδους κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1993) 4 Α.Α.Δ. 1808,
Αποστόλου ν. Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου (1994) 4 Α.Α.Δ. 430,
Κουππαρής ν. Δημοκρατίας (1994) 4 Α.Α.Δ. 500,
Ι & G Electrical Services Ltd ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Λτδ (1996) 4 Α.Α.Δ. 975,
Αναστασίου ν. Κυπριακού Οργανισμού Τουρισμού (1996) 4 Α.Α.Δ. 2440,
Καπετάνιου κ.ά. ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (1997) 4 Α.Α.Δ. 210,
Goody’s Evagorou Ltd v. Δημοκρατίας (1998) 4 Α.Α.Δ. 512,
Καντούνας κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1998) 4 Α.Α.Δ. 800.
[*476]
Προσφυγή.
Προσφυγή εναντίον της απόφασης της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας με την οποία 6 Νομικοί Βοηθοί 2ης τάξης διορίστηκαν ως Νομικοί Βοηθοί 1ης τάξης αναδρομικά από 8.11.85 καθώς και εναντίον της άρνησής της να συμπεριλάβει τον αιτητή στους πιο πάνω αναδρομικούς διορισμούς.
Ο Αιτητής παρουσιάζεται προσωπικά.
Χρ. Κληρίδης εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ’ ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Από τα πρώτα στάδια της διαδικασίας, πριν από την καταχώριση των γραπτών αγορεύσεων, ο αιτητής εισηγήθηκε πως θα έπρεπε να εκδικαστεί πρώτα η προσφυγή που άσκησε ο ίδιος, με αριθμό 1127/91. Θα δούμε μετά το αντικείμενο εκείνης της προσφυγής και την σημασία της άσκησης της στο πλαίσιο του συνόλου των δεδομένων. Οι καθ’ ων η αίτηση συγκατεύνευσαν και ενέκρινα την εισήγηση.
Η απόφαση στην προσφυγή 1127/91 εκδόθηκε στις 3.9.93, ασκήθηκε η αναθεωρητική έφεση 1837 από τον αιτητή και υποστηρίχθηκε από τον ίδιο πως ήταν απαραίτητο να προηγηθεί η εκδίκαση της. Συγκατεύνευσαν και πάλι οι καθ’ ων η αίτηση και αναμέναμε ως τις 5.9.97, οπότε εκδόθηκε η απόφαση στην έφεση.
Οι αγορεύσεις των μερών συμπληρώθηκαν στις 8.9.98 και η υπόθεση ορίστηκε για διευκρινήσεις στις 30.9.98. Ζητήθηκε αναβολή για να συγκεντρωθούν οι σχετικοί φάκελλοι και άκουσα τα μέρη στις 19.10.98. Χρειάστηκαν συμπληρωματικές αγορεύσεις και αυτές καταχωρίστηκαν στις 17.12.98. Η υπόθεση ήταν ορισμένη για τις 21.12.98 και ζητήθηκε αναβολή προς συμπλήρωση των διευκρινήσεων. Η διαδικασία περατώθηκε στις 20.1.99, αλλά επιπρόσθετος φάκελλος που χρειάστηκε κατατέθηκε την 1.2.99, οπότε και επιφύλαξα την απόφασή μου. Σ’ αυτά οφείλεται η καθυστέρηση στην εκδίκαση της παρούσας προσφυγής.
Θα αναφερθώ μετά με κάποια λεπτομέρεια και σε άλλες πτυχές του ιστορικού τόσο της προσφυγής όσο και των όσων συνδέονται προς την προσβαλλόμενη απόφαση. Τώρα σημειώνω πως η προσφυ[*477]γή, όπως καταχωρίστηκε, στράφηκε:
1. Kατά του κύρους της απόφασης της Ε.Δ.Υ., ημερ. 23.4.91, με την οποία 6 Νομικοί Βοηθοί 2ης τάξης διορίστηκαν ως Νομικοί Βοηθοί 1ης τάξης αναδρομικά από 8.11.85. Ταυτόχρονα,
2. Κατά του κύρους της άρνησης ή παράλειψης της Ε.Δ.Υ. να συμπεριλάβει τον αιτητή “στους πιο πάνω αναδρομικούς διορισμούς”.
Μετά την έκδοση της απόφασης της Ολομέλειας στην Α.Ε. 1837, ο αιτητής απέσυρε την προσφυγή κατά των 5 από τους διορισμούς. Το πρώτο του αίτημα αφορά πλέον μόνο στον Χρ. Ιωαννίδη. Κατά το τελικό στάδιο δε των διευκρινήσεων, απέσυρε το δεύτερο αίτημά του.
Ο αιτητής και οι 6 συνάδελφοι του υπηρετούσαν ως Νομικοί Βοηθοί 2ης τάξης από 8.11.85. Ο διορισμός τους οφειλόταν σε Νόμους για εκτάκτους και αποσπασμένους υπαλλήλους, διαφορετικό όμως για την κάθε περίπτωση. Του αιτητή, στον περί Εκτάκτων και Αποσπασμένων Υπαλλήλων (Διορισμός σε Δημόσιες Θέσεις) Νόμο του 1988 (Ν 127/86). Των άλλων στον περί Εκτάκτων Δημοσίων Υπαλλήλων (Διορισμός σε Δημόσιες Θέσεις) Νόμο του 1985 (Ν 60/85). Με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου (Αρ. 21.119 ημερ. 24.9.87) το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης Νομικού Βοηθού 1ης τάξης τροποποιήθηκε “για σκοπούς εφαρμογής του Ν. 160/87” και οι 6 που είχαν διορισθεί δυνάμει του, ζήτησαν αναδρομικό διορισμό ως 1ης τάξης, από 8.11.85. Ήταν η άποψή τους πως, ενόψει της τροποποίησης του Σχεδίου Υπηρεσίας, αυτή ήταν η κατάλληλη θέση στην οποία θα έπρεπε να διορισθούν. Η Ε.Δ.Υ. απέρριψε το αίτημα και ασκήθηκε η προσφυγή 328/89 και το Ανώτατο Δικαστήριο (Στυλιανίδης Δ. όπως ήταν τότε), στις 24.1.91, έκρινε πως η απόφαση της Ε.Δ.Υ. ήταν άκυρη. Έπασχε από πλάνη περί τον Νόμο και τα πράγματα, η αιτιολογία της ήταν αντίθετη προς τον Νόμο και τα ουσιώδη στοιχεία του φακέλου και λήφθηκε με υπέβαση και κατάχρηση εξουσίας.
Πριν η Ε.Δ.Υ. επανεξετάσει το θέμα, μεσολάβησαν ενέργειες στις οποίες θα αναφερθώ αλλά τώρα σημειώνω το χειρισμό της Ε.Δ.Υ. Ο Πρόεδρος της, με επιστολή του προς τον Γενικό Εισαγγελέα, υπεραμύνθηκε της νομιμότητας της ακυρωθείσας απόφασης και εισηγήθηκε την άσκηση έφεσης. Ο Γενικός Εισαγγελέας είχε αντίθετη άποψη και η Ε.Δ.Υ., με την απόφασή της ημερ. 23.4.91, [*478]διόρισε τους 6 ως Νομικούς Βοηθούς 1ης τάξης από 8.11.85, θεωρώντας πως δεσμευόταν να ενεργήσει έτσι ενόψει της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Αποτέλεσε κεντρικό ζήτημα η έκταση του δεδικασμένου που παράχθηκε από την απόφαση στην προσφυγή 328/89, από διάφορες απόψεις. Από την άποψη των περιθωρίων που παρέχονταν στην Ε.Δ.Υ. αλλά και από την άποψη της δέσμευσης του αιτητή, που δεν ήταν μέρος στη διαδικασία, σε σχέση όχι με το ακυρωτικό αποτέλεσμα της αλλά με τα ζητήματα που κρίθηκαν. Επίσης, από την άποψη της εν γένει εμβέλειάς του, με ερώτημα ως προς το κατά πόσο ένα από τα στοιχεία που τώρα εγείρει ο αιτητής, πράγματι κρίθηκε.
Δεν ήταν όμως αυτές οι αντιλήψεις του αιτητή όταν πληροφορήθηκε την έκδοση της απόφασης στην προσφυγή 328/89. Αυτές τις διαφορετικές αντιλήψεις και, κυρίως, το αίτημα που στη συνέχεια υπέβαλε ο αιτητής προς την Ε.Δ.Υ. επικαλούνται οι καθ’ων η αίτηση ως καταδεικνύοντα αποδοχή των διορισμών που έγιναν. Εισηγούνται, συνεπώς, πως δεν νομιμοποιείται ο αιτητής στην επιδίωξή του για ακύρωσή τους ή οποιουδήποτε από αυτούς. Οι καθ’ων η αίτηση θεωρούν πως ο αιτητής είχε τη δυνατότητα να ασκήσει έφεση κατά της απόφασης στην προσφυγή 328/89 και πως η αποδοχή της και στη συνέχεια η υποβολή του δικού του αιτήματος για όμοιο αναδρομικό διορισμό στην ίδια θέση “προϋπόθετε αποδοχή της διαμορφωθείσας κατάστασης”. Ο αιτητής δεν δέχεται πως είχε τη δικονομική δυνατότητα άσκησης έφεσης αλλά αρνείται κιόλας πως είχε αποδεχθεί με οποιοδήποτε τρόπο την ορθότητα της απόφασης στην προσφυγή 328/89. Ο ίδιος ο Γενικός Εισαγγελέας, με την επιστολή του ημερ. 25.2.91, τον πληροφόρησε πως “ούτε ενδείκνυται, ούτε είναι δυνατό να ασκηθεί έφεση ενάντια στη εν λόγω απόφαση”, και αυτό, σύμφωνα με τον αιτητή, έδειχνε πως ο Γενικός Εισαγγελέας θεώρησε ότι η επιστολή του στην οποία απαντούσε περιείχε έστω έμμεση προτροπή για καταχώριση έφεσης. Επομένως, όπως καταλήγει, δεν είναι επιτρεπτό να προβάλλεται τώρα ο αντίθετος ισχυρισμός.
Πρέπει να πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Έχουμε τις επιστολές και τα διαβήματα του αιτητή και αυτά είναι ο σωστός δείκτης του ποιές απόψεις εξέφρασε και τί ζήτησε.
Η πρώτη αντίδραση του αιτητή μετά την έκδοση της απόφασης στην προσφυγή 328/89 εκδηλώθηκε με την επιστολή του ημερομηνίας 11.2.91 προς τον Γενικό Εισαγγελέα. Είναι σ’αυτήν που απάντησε ο Γενικός Εισαγγελέας με την επιστολή του ημερ. 25.2.91. [*479]Πρώτα από όλα, αντίθετα προς όσα υποστήριξε ο αιτητής ενώπιόν μου σε σχέση με τη δέσμευση που προέκυπτε για την Ε.Δ.Υ. από την απόφαση στην προσφυγή 328/89, άρχισε με τη διατύπωση της αντίληψής του πως η Ε.Δ.Υ. ήταν υποχρεωμένη, ενόψει της απόφασης εκείνης, να διορίσει τους 6 συναδέλφους του ως Νομικούς Βοηθούς 1ης τάξης, από 8.11.85. Στη συνέχεια, ρητά σημειώνει πως δεν ήταν η πρόθεσή του να αμφισβητήσει με οποιοδήποτε τρόπο την ορθότητα της απόφασης στην προσφυγή 328/89. Θεωρούσε, όμως, πως ο διορισμός των 6, χωρίς ταυτόχρονο διορισμό και του ιδίου, θα απέληγε σε δυσμενή μεταχείρισή του. Θα επηρεαζόταν η αρχαιότητά του και θα εστερείτο των απολαβών που θα συνεπαγόταν ο αναδρομικός διορισμός του. Αναφέρθηκε σε σκέψεις
του κατά το παρελθόν όταν το τροποποιημένο Σχέδιο Υπηρεσίας εφαρμόστηκε σε σχέση με άλλο Λειτουργό, εξήγησε γιατί δεν αντέδρασε τότε και κατέληξε: “Η εξαίρεση μου από ένα τέτοιο διορισμό θα ισοδυναμεί με παραβίαση των αρχών της ίσης μεταχείρισης, της χρηστής διοίκησης και της καλής πίστης”.
Δεν είναι, λοιπόν, ορθό πως ο αιτητής εισηγήθηκε την άσκηση έφεσης με την πιο πάνω επιστολή. Απέστειλε όμως και δεύτερη επιστολή προς το Γενικό Εισαγγελέα, ημερ. 4.3.91, και ακριβώς σχολίασε την αναφορά του Γενικού Εισαγγελέα σε έφεση. Ξεκαθάρισε ο αιτητής: “Σκοπός της επιστολής μου της 11ης Φεβρουαρίου δεν ήταν να εισηγηθώ την καταχώριση έφεσης στην απόφαση εκείνη.” Τόνισε εκ νέου την αδικία που θα υφίστατο από την εφαρμογή της απόφασης στην προσφυγή 328/89 και εισηγήθηκε τρόπο αντιμετώπισης του θέματος. Αυτός θα μπορούσε να ήταν η τροποποίηση της απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου με την οποία άλλαξε το Σχέδιο Υπηρεσίας. ‘Οχι όμως για να μην διοριστούν οι 6, αλλά για να διοριστεί και ο ίδιος. Όπως εξήγησε, αφού η πρώτη τροποποίηση “ήταν πράξη νόμιμη, τότε νόμιμη θα είναι και οποιαδήποτε μεταγενέστερη τροποποίηση της”.
Αυτές οι επιστολές του αιτητή κοινοποιήθηκαν και στην Ε.Δ.Υ., προς την οποία απευθύνθηκε και κατευθείαν με την επιστολή του ημερ. 26.7.91. Είχε μεσολαβήσει η απόφαση της Ε.Δ.Υ. για το διορισμό των 6, ημερ. 23.4.91 που δημοσιεύτηκε στις 21.6.91, αναφέρεται σ’αυτή και καταλήγει με το αίτημά του:
“Eπειδή κατά την περίοδο αυτή κατείχα και εγώ την ίδια θέση που κατείχαν οι εν λόγω συνάδελφοι μου (με μεγαλύτερη μάλιστα αρχαιότητα λόγω προυπηρεσίας σε άλλη θέση στη Δημόσια Υπηρεσία), θεωρώ την παράλειψη της Επιτροπής να συμπεριλάβει και εμένα στους διορισμούς αυτούς ως πράξη δυσμενούς διά[*480]κρισης σε βάρος μου. Για το λόγο αυτό παρακαλώ όπως η νέα Επιτροπή μελετήσει το θέμα και εντάξει και εμένα, αναδρομικά, στο ίδιο υπηρεσιακό καθεστώς που έχει εντάξει τους έξι συναδέλφους”.
Ακολούθησε η καταχώριση της παρούσας προσφυγής στις 4.9.91 πριν δηλαδή δοθεί στον αιτητή απάντηση στο αίτημα που υπέβαλε. Τις θεραπείες που ζήτησε τις παρέθεσα προηγουμένως. Από την μιά επιδιώκει ακύρωση των διορισμών και από την άλλη θεωρεί ως άκυρη την άρνηση ή παράλειψη συμπερίληψής του σ’αυτούς, εννοείται εξ’αρχής.
Η Ε.Δ.Υ. επιλήφθηκε του αιτήματος του αιτητή για αναδρομικό διορισμό και του απάντησε με επιστολή ημερ. 19.9.91. Του εξηγήθηκε πως δεν ήταν δυνατό να διοριστεί όπως και οι 6 συνάδελφοι του. Η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου με την οποία τροποποιήθηκε το Σχέδιο Υπηρεσίας αφορούσε μόνο στην εφαρμογή του Νόμου 160/85 και δεν τον κάλυπτε.
Ο αιτητής άσκησε τότε την προσφυγή 1127/91. Αντικείμενο της ήταν η πιο πάνω απόφαση. Διατύπωσε λόγους ακυρότητας που άπτονταν του κύρους της τροποποίησης του Σχεδίου Υπηρεσίας από το Υπουργικό Συμβούλιο και σχολιάστηκε από το Δικαστήριο η συνάρτησή τους προς το αίτημα που υποβλήθηκε προς την Ε.Δ.Υ. και, εν τέλει, προς το αντικείμενο της προσφυγής. Ο αιτητής είχε ζητήσει ακύρωση της άρνησης της Ε.Δ.Υ. να διορίσει και τον ίδιο, αναδρομικά, όπως και τους άλλους.
Προέκυψαν, λοιπόν, δύο παράλληλες διαδικασίες. Αυτή της παρούσας προσφυγής και εκείνη της 1127/91. Συνάγεται πως ο αιτητής ενδιαφερόταν πρωτίστως να επιτύχει αναδρομικό διορισμό και για τον εαυτό του. Έτσι, όχι μόνο θα αποκαθίστατο η τάξη ως προς την αρχαιότητα αλλά θα εκαρπούτο και επιπρόσθετες απολαβές. Αυτό επιβεβαιώθηκε και με τη στάση που τήρησε στη συνέχεια. Είδαμε πως εισηγήθηκε πως θα έπρεπε να εκδικαστεί πρώτα η προσφυγή 1127/91. Μάλιστα, όπως δήλωσε, αν επιτύγχανε εκεί θα απέσυρε την παρούσα. Τώρα που γνωρίζουμε τα γεγονότα, μόνο με ένα τρόπο μπορούσε να ερμηνευτεί αυτή η στάση. Θεωρούσε όχι απλώς νόμιμο αλλά και επιβεβλημένο να τύχει αναδρομικού διορισμού, όπως ακριβώς έγινε και στην περίπτωση των άλλων 6. Ενώ δε αυτή ήταν η πρώτη θέση που προώθησε και ενώ μ’αυτή τη θέση προκάλεσε την απόφαση της Ε.Δ.Υ. που πρόσβαλε με την προσφυγή 1127/91, ήθελε να διατηρήσει και την παρούσα, εν είδει εφεδρείας. Αν αποτύγχανε εκεί, θα υποστήριζε πλέον πως εκείνο που έγινε ως [*481]προς τους 6, το οποίο διεκδικούσε και ο ίδιος, ήταν παράνομο. Πρόβαλε πολλούς ισχυρισμούς ενώπιόν μου ο αιτητής.
Πρώτος κατά λογική σειρά είναι ο αναφερόμενος στη δυνατότητα αναδρομικού διορισμού στη βάση της τροποποίησης του Σχεδίου Υπηρεσίας. Υποστήριξε πως δεν παρεχόταν εξουσία για τέτοια τροποποίηση και τέτοιο αναδρομικό διορισμό. Αν αυτό ήταν ορθό, δεν θα ήταν δυνατό να έχει ο ίδιος νόμιμη διεκδίκηση διορισμού πάνω στην ίδια βάση, όπως ζήτησε. Ανεξάρτητα από τους παράλληλους ισχυρισμούς του για παραβίαση της αρχής της ισότητας. Όπως τονίστηκε επανηλειμμένα, δεν μπορεί να τίθεται θέμα ισότητας στην παρανομία. (Βλ. μεταξύ άλλων, Voyiazianos v. Republic (1967) 3 C.L.R. 239 και Aνδρέας Χριστοδουλίδης κ.ά. v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 3780).
Η προσφυγή 1127/91 απορρίφθηκε πρωτοδίκως γιατί, όπως κρίθηκε (Λοϊζου, Π.) δεν ενομιμοποιείτο στη διεκδίκηση διορισμού ο αιτητής, αφού το Σχέδιο Υπηρεσίας αφορούσε μόνο στους διορισθέντες δυνάμει του Νόμου 160/85. Εστερείτο, επομένως, εννόμου συμφέροντος. Οι παράλληλοι ισχυρισμοί του αιτητή ως προς το κύρος της τροποποίησης κρίθηκαν ασύνδετοι προς το αίτημά του και, πάντως, απορρίφθηκαν. Ο αιτητής άσκησε την Α.Ε. 1837 επιμένοντας πως επιβαλλόνταν ο διορισμός του. Η Ολομέλεια δεν συμφώνησε. Έκρινε ορθή την πρωτόδικη απόφαση και επικύρωσε την απόρριψη της προσφυγής για το λόγο που δόθηκε.
Επανήλθε τότε ο αιτητής σε όσα αφέθηκαν σε εκκρεμότητα σε αναμονή της εκδίκασης της Α.Ε. 1837. Δεν ήταν μόνο η παρούσα προσφυγή. Με αίτημα του αιτητή είχε παραμείνει σε εκκρεμότητα και η προσφυγή του 515/93. Χρειάζεται παρέκβαση για να δούμε το θέμα της. Με απόφαση της Ε.Δ.Υ. που δημοσιεύτηκε στις 26.4.91, 3 από τους 6 διορισθέντες μετά την απόφαση στη προσφυγή 328/89, μεταξύ των οποίων και το ενδιαφερόμενο πρόσωπο που απέμεινε στην παρούσα υπόθεση, προάχθηκαν σε δικηγόρο της Δημοκρατίας Α. Ο αιτητής άσκησε την προσφυγή 624/91 και πέτυχε ακύρωση της προαγωγής μόνο του ενδιαφερόμενου προσώπου στην παρούσα. Κρίθηκε (Χ”Τσαγγάρης Δ.) πως ήταν πλανημένη η αντίληψη ότι είχε αυξημένη πείρα έναντι του αιτητή ή πως ήταν αρχαιότερός του.
Ας σημειωθεί πως τότε δεν λήφθηκε υπόψη η απόφαση για αναδρομικό διορισμό των προαχθέντων στη θέση του Νομικού Βοηθού 1ης τάξης. Κατά την επανεξέταση, η Ε.Δ.Υ. επαναδιόρισε τον ίδιο. Ασκήθηκε η προσφυγή 515/93 και τέθηκε ξανά το ζήτημα της αρχαιότητας και της πείρας του ενδιαφερόμενου προσώπου. Αυτή τη φορά, με αναφορά και στον αναδρομικό διορισμό. Κρίθηκε (Πικής [*482]Π.) πως η δήλωση του Γενικού Εισαγγελέα κατά την επανεξέταση ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο υπερείχε σε δικηγορική πείρα παραβίαζε το δεδικασμένο της προσφυγής 624/91 και πως, για το λόγο αυτό, η προαγωγή ήταν άκυρη. Ασχολήθηκε όμως το Δικαστήριο και με την αρχαιότητα των δύο. Διαπίστωσε ότι η απόφαση στην Α.Ε. 1837,
“επιβεβαιώνει την ορθότητα της κρίσης της Ε.Δ.Υ. ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο είχε αρχαιότητα έναντι του αιτητή”.
Απέρριψε, επομένως, τον ισχυρισμό για πλάνη ως προς την αρχαιότητά του.
Απασχόλησε τα μέρη η εμβέλεια του δεδικασμένου της πιο πάνω απόφασης και ήταν η θέση του αιτητή πως η επιβεβαίωση της αρχαιότητας του ενδιαφερόμενου προσώπου ήταν συναρτημένη μόνο προς τον μη αναδρομικό διορισμό του ιδίου και δεν καλύπτει θέματα που αφορούν στο νόμιμο ή στο παράνομο του αναδρομικού διορισμού του ενδιαφερόμενου προσώπου. Όμως, η απόφαση του Δικαστηρίου συναρτήθηκε πως όσα προβλήθηκαν ως σχετικά. Ό,τι ζητήθηκε, όπως σημειώνεται στην απόφαση στην προσφυγή 515/93, ημερ. 19.1.98, ήταν να αναμείνει το Δικαστήριο την έκδοση της απόφασης στην Α.Ε. 1837. Δεν τέθηκε ζήτημα αναμονής της συμπλήρωσης και της παρούσας διαδικασίας. Είναι στην παρούσα διαδικασία που ο αιτητής θεωρεί ότι το ζήτημα της αρχαιότητας εξακολουθεί να είναι ανοικτό. Εισηγείται, λοιπόν, ακύρωση του αναδρομικού διορισμού του ενδιαφερόμενου προσώπου, αποδυνάμωση της διαπίστωσης ως προς την αρχαιότητα στην προσφυγή 515/93 και νέα κρίση επί του θέματος αναλόγως. Ας σημειωθεί πως, όπως έχει αναφερθεί, η Ε.Δ.Υ. επαναπροήγαγε το ενδιαφερόμενο πρόσωπο και πως ασκήθηκε από τον αιτητή η προσφυγή 742/98, η οποία εκκρεμεί. Σε τελική ανάλυση, προκύπτει πως, κατά τον αιτητή, η εκδίκαση της προσφυγής 515/93, την οποία ο ίδιος προώθησε όπως σημείωσα, ως προς το ζήτημα της αρχαιότητας ήταν μάταιη.
Επανέρχομαι στην παρούσα υπόθεση. Όταν εκδόθηκε η απόφαση στην Α.Ε. 1837 ο αιτητής ζήτησε χρόνο για να μελετήσει το ενδεχόμενο της απόσυρσής της. Τελικά, την απέσυρε κατά των 5 από τους 6, όπως σημείωσα. Θα μπορούσαμε να υποθέσουμε πως αυτό ήταν το αποτέλεσμα εκτίμησης ως προς τις επιπτώσεις από την απόφαση στην Α.Ε. 1837. Πράγματι, στην αγόρευσή του έθεσε θέμα διαφοροποίησης της περίπτωσης των 5 από εκείνη του ενδιαφερόμενου προσώπου. Το ενδιαφερόμενο πρόσωπο, κατά τον ισχυρισμό του, δεν πληρούσε τα προσόντα σύμφωνα με το τροποποιηθέν Σχέ[*483]διο Υπηρεσίας. Το θέμα θα μπορούσε, όπως εισηγείται, να εξεταστεί ανεξάρτητα από την απόφαση στην προσφυγή 328/89 ενόψει της εισήγησής του ως προς την εμβέλεια του δεδικασμένου της, όπως τη συνόψισα προηγουμένως. Οι καθ’ων η αίτηση έχουν αντίθετη άποψη, αλλά, όπως είδαμε, έθεσαν και το ζήτημα των αντιφατικών αιτημάτων του αιτητή.
Αυτή την αντίφαση την τονίζει και ο χειρισμός του αιτητή στη παρούσα υπόθεση. Ο πιο πάνω ισχυρισμός, ως προς τα προσόντα που απαιτούσε το Σχέδιο Υπηρεσίας, στην πραγματικότητα εκφεύγει εντελώς του πλαισίου της προσφυγής, όπως αυτή ασκήθηκε. Αυτό, ενόψει των θεραπειών που ζητήθηκαν σε συνδυασμό προς τα νομικά σημεία και τα γεγονότα στα οποία στηρίχθηκαν. Το δεύτερο αίτημα στην προσφυγή στρέφεται κατά της άρνησης ή παράλειψης των καθ’ων η αίτηση “να συμπεριλάβουν τον αιτητή στους πιο πάνω αναδρομικούς διορισμούς”. Σε όλους δηλαδή τους διορισμούς, χωρίς διάκριση. Δεν τίθεται θέμα διαχωρισμού μεταξύ των 5 και του ενδιαφερόμενου προσώπου που παρέμεινε. Μετά, ενώ αναφέρεται επιγραμματικά σειρά νομικών σημείων, αυτά συνδέονται μόνο προς ένα ισχυρισμό στην έκθεση των γεγονότων. Τον μεταφέρω:
“Οι πιο πάνω αναδρομικοί διορισμοί επηρεάζουν αρνητικά τη σταδιοδρομία του αιτητή και αποτελούν πράξη δυσμενούς διάκρισης σε βάρους του”.
Δηλαδή, δεν τίθεται πουθενά και με κανένα τρόπο ζήτημα ως προς οτιδήποτε το επί μέρους που θα αφορούσε μόνο στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο που απέμεινε. Όσα στη συνέχεια υποστήριξε ο αιτητής βρίσκονται εντελώς έξω από τα επίδικα ζητήματα όπως τα προσδιορίζει ο ίδιος στην προσφυγή του. Σημειώνω εδώ την απόφαση της Ολομέλειας στην Μισιρλής v. Δημοκρατίας (Αρ.1) (1995) 3 Α.Α.Δ. 379, στην οποία ήταν ρητή η διατύπωση ορισμένης θεραπείας, αλλά, εντούτοις, αφού δεν εστοιχειοθετείτο από τα γεγονότα της προσφυγής, θεωρήθηκε ότι εγκαταλείφθηκε. Δεν μπορούσε να αποτελέσει θέμα αναθεώρησης στην προσφυγή.
Παρά την απόσυρση της προσφυγής κατά των 5, ο αιτητής προώθησε επιχειρήματα που άπτονταν του συνόλου της απόφασης της Ε.Δ.Υ. για τους αναδρομικούς διορισμούς, όπως ήταν δηλαδή σχεδιασμένη η προσφυγή εξ’αρχής. Σημείωσα ήδη την αναφορά σε πλήρη αδυναμία αναδρομικού διορισμού και αυτό μας φέρνει, πλέον, στη θεμελιώδη αντίφαση, στην οποία αναφέρθηκα προηγουμένως.
Στην πραγματικότητα ο αιτητής από την μια αποδέχεται τους [*484]αναδρομικούς διορισμούς και τους προβάλλει για να επιτύχει και ο ίδιος όμοιο αναδρομικό διορισμό και από την άλλη ισχυρίζεται πως τέτοιοι αναδρομικοί διορισμοί θα ήταν νομικά αδύνατο να γίνουν. Επανήλθε δε στο δεύτερο, όταν εξάντλησε μέχρις εσχάτων τη δυνατότητα να επιτύχει και ο ίδιος τέτοιο διορισμό.
Μελέτησα την νομολογία μας αναφορικά με το απαράδεκτο της επιδοκιμασίας και ταυτόχρονα αποδοκιμασίας για τα ίδια, και νομίζω πως, στη βάση των αρχών που τέθηκαν, δεν νομιμοποιείται ο αιτητής στην άσκηση ή προώθηση της παρούσας προσφυγής.
Στην Christodoulos Kyriakides (No.1) v. The Council for Registration of Architects and Civil Engineers (1965) 3 C.L.R. 151, o Τριανταφυλλίδης Δ., όπως ήταν τότε, έκρινε πως δεν νομιμοποιείτο ο αιτητής να υποστηρίξει πως το Συμβούλιο δεν συστάθηκε νομίμως όταν ο ίδιος απευθύνθηκε στη διακριτική του εξουσία.
Στην Platis v. Republic (1978) 3 C.L.R. 384 η οποία υιοθετήθηκε από την Ολομέλεια στην Σαββίδης v. Kυπριακής Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 249, ο Τριανταφυλλίδης Π., έκρινε πως δεν μπορούσε ο αιτητής να προωθήσει την προσφυγή του για ακύρωση απόφασης αφού είχε υποστηρίξει ότι αυτή είχε ανακληθεί αb initio.
Στην Ekklisia tou Theou v. Republic (1988) 3 C.L.R. 1050, ο Πικής Δ., όπως ήταν τότε, έκρινε απαράδεκτο τον ισχυρισμό για αντισυνταγματικότητα της επίταξης τουρκοκυπριακών περιουσίων αφού οι αιτητές είχαν υποβάλει αίτημα για χορήγηση σ’αυτούς τέτοιας περιουσίας στο πλαίσιο του θεσμού που εγκαθιδρύθηκε με την επίταξη.
Στην Dometakis v. Republic (1988) 3 C.L.R. 1673 o Στυλιανίδης Δ., όπως ήταν τότε, έκρινε απαράδεκτη την προβολή ισχυρισμού σε σχέση με την ιδιότητα Λειτουργού που αξιολόγησε το ενδιαφερόμενο πρόσωπο, όταν και ο Λειτουργός που αξιολόγησε τον ίδιο είχε την ίδια ιδιότητα.
Στην J & A Philippou v. Republic (1989) 3 C.L.R. 829 ο Στυλιανίδης Δ., όπως ήταν τότε, έκρινε πως δεν νομιμοποιούνταν οι καθ’ ων η αίτηση, να ισχυρίζονται ότι ο αιτητής δεν ανταποκρινόταν στους όρους του διαγωνισμού για λόγο που ίσχυε και στην περίπτωση των ενδιαφερομένων προσώπων, τα οποία όμως δεν αποκλείστηκαν.
[*485]Στην Ανδρέας Μιλτιάδους κ.ά. v. Δημοκρατίας (1993) 4 Α.Α.Δ. 1808 ο Στυλιανίδης Δ., όπως ήταν τότε, έκρινε απαράδεκτη την προβολή ισχυρισμού από τον αιτητή ο οποίος, εφόσον γινόταν αποδεκτός, θα απέληγε στο ότι δεν υπήρξε εκτελεστή διοικητική πράξη.
Στη Χρήστος Αποστόλου v. Aρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου (1994) 4 Α.Α.Δ. 430 ο Πογιατζής Δ. έκρινε πως ήταν απαράδεκτος ο ισχυρισμός πως πρόνοια κανονισμού είναι αντισυνταγματική ή παράλογη όταν την ίδια στιγμή προβαλλόταν η θέση πως κακώς δεν λήφθηκε υπόψη.
Στην Δημήτρης Κουππαρής v. Kυπριακής Δημοκρατίας (1994) 4 Α.Α.Δ. 500 ο Νικήτας Δ. έκρινε απαράδεκτο τον ισχυρισμό πως ορισμένη γνωμάτευση ήταν παράνομη όταν την ίδια στιγμή προβαλλόταν η θέση πως κακώς δεν είχε εφαρμοστεί.
Στην Ι & G Electrical Services Ltd v. Aρχής Ηλεκτρισμού Λτδ (1996) 4 Α.Α.Δ. 975 ο Νικήτας Δ., έκρινε απαράδεκτη την επιδοκιμασία της διαδικασίας που ακολουθήθηκε για να θεμελιωθεί η νομιμοποίηση των αιτητών και ταυτόχρονα την αποδοκιμασία της για να πληγεί το κύρος της κατακύρωσης στα ενδιαφερόμενα πρόσωπα.
Στην Αντώνης Αναστασίου v. Kυπριακού Οργανισμού Τουρισμού (1996) 4 Α.Α.Δ. 2440 έκρινα απαράδεκτη την προώθηση της θέσης ότι η άδεια λειτουργίας εστιατορίου έπασχε επειδή το κτίριο δεν είχε πιστοποιητικό τελικής έγκρισης, αφού ούτε το κτίριο του αιτητή, που διεκδικούσε νομιμοποίηση ως ανταγωνιστής, είχε τέτοιο πιστοποιητικό.
Στην Γεώργιος Καπετάνιου κ.ά. v. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (1997) 4 Α.Α.Δ. 210 έκρινα απαράδεκτη την προβολή ισχυρισμού που αν ευσταθούσε θα έδειχνε πως ούτε ο αιτητής θα μπορούσε να είναι υποψήφιος.
Στην υπόθεση Goody’s Evagorou Ltd v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1998) 4 Α.Α.Δ. 512 έκρινα απαράδεκτη την άσκηση προσφυγής κατά του κύρους χειρισμού της Εφόρου Εμπορικών Σημάτων όταν με παράλληλη αγωγή τους οι αιτητές ουσιαστικά επιδοκίμαζαν το χειρισμό.
Στην Καντούνας κ.ά. v. Kυπριακής Δημοκρατίας (1998) 4 Α.Α.Δ. 800 έκρινα απαράδεκτους τους ισχυρισμούς αναφορικά με το κύρος και την εμβέλεια γραπτού διαγωνισμού τον οποίο επικαλείτο ο ίδιος ο αιτητής για να θεμελιώσει το έννομο συμφέρον του.
[*486]
Για τους πιο πάνω λόγους κρίνω την προσφυγή απαράδεκτη και την απορρίπτω, με έξοδα.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο