Κωνσταντινίδου Χριστίνα ν. Συμβουλίου Οπτικών (1999) 4 ΑΑΔ 558

(1999) 4 ΑΑΔ 558

[*558]21 Μαΐου, 1999

[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΟΥ,

Αιτήτρια,

v.

ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΟΠΤΙΚΩΝ,

Καθ’ ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 104/97)

 

Οργανισμοί Δημοσίου Δικαίου ― Συμβούλιο Οπτικών ― Σύσταση ― Συστάθηκε από μέλη οπτικούς, οι οποίοι δεν ήταν εγγεγραμμένοι από το Συμβούλιο και ούτε η πείρα τους αναγνωρίστηκε από το Συμβούλιο ― Η σύσταση του οργάνου είναι παράνομη ― Δεν ισχύει η αρχή του de facto οργάνου, εφόσον αυτή καθιερώθηκε για σκοπούς προστασίας των πολιτών ― Η αιτήτρια στην προσφυγή θίγεται από την απόφαση του Συμβουλίου.

Η αιτήτρια, η οποία προσέβαλε με την προσφυγή της την απόφασης των καθ’ ων η αίτηση, υποστήριξε ότι το Συμβούλιο ήταν παράνομα συγκροτημένο.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:

Με τις διατάξεις του Νόμου (Ν. 16(1)/92) δημιουργείται ένα πρωθύστερο σχήμα. Για να εγγραφεί κάποιος ως οπτικός ή τεχνικός οπτικός αντίστοιχα, θα πρέπει να κατέχει πτυχίο από εκπαιδευτικό ίδρυμα εγκεκριμένο από το Υπουργικό Συμβούλιο, ύστερα από συμβουλευτική γνωμοδότηση του Συμβουλίου. Στο Συμβούλιο μετέχουν άτομα που χαρακτηρίστηκαν οπτικοί και τεχνικός οπτικός. Αφού το εκπαιδευτικό ίδρυμα που τους απένειμε το πτυχίο πρέπει να εγκριθεί ύστερα από γνωμοδότηση του Συμβουλίου, που δεν είχε βέβαια ακόμη συσταθεί, πώς τα συγκεκριμένα άτομα κρίθηκαν ότι είχαν τα προσόντα και ενεγράφησαν στο Μητρώο; Αν πάλι θεωρήθηκαν ότι ασκούσαν καλή τη πίστει κατά κύριο επάγγελμα το επάγγελ[*559]μα του οπτικού κατά την ημερομηνία έναρξης του Νόμου, πώς το μη συσταθέν ακόμα Συμβούλιο ικανοποιήθηκε σχετικά, όπως προβλέπει στην επιφύλαξη του Άρθρου 7;

Έτσι καταλήγει το Δικαστήριο ότι το Υπουργικό Συμβούλιο παράνομα διόρισε τα συγκεκριμένα πρόσωπα ως οπτικούς και τεχνικό οπτικό και κατά συνέπεια η σύσταση του Συμβουλίου είναι παράνομη.

Το Δικαστήριο δεν παραγνωρίζει το γεγονός ότι στο Άρθρο 3 αναφέρεται ότι οι δύο οπτικοί που είναι μέλη του Συμβουλίου απαιτείται απλώς να κατέχουν τα προσόντα για να εγγραφούν στο Μητρώο Οπτικών και όχι να είναι εγγεγραμμένοι οπτικοί. Όμως, ακόμα και έτσι παρουσιάζονται τα ίδια προβλήματα. Για παράδειγμα δεν μπορεί ούτε και στην περίπτωση αυτή να παραγνωριστεί ότι τα πρόσωπα που κατέχουν τα προσόντα προς εγγραφή πρέπει να είναι κάτοχοι τίτλου από ίδρυμα που καθορίζεται από το Υπουργικό Συμβούλιο ύστερα από συμβουλευτική γνωμοδότηση του Συμβουλίου, ενώ για τα πρόσωπα που ασκούσαν το επάγγελμα κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του Νόμου απαιτείται το Συμβούλιο να ικανοποιηθεί αναλόγως.

Είναι αλήθεια ότι, όπως επισημαίνει και ο ευπαίδευτος συνήγορος για τους καθ’ ων η αίτηση, προκύπτει παράδοξο αποτέλεσμα, αλλά το Δικαστήριο δεν εξετάζει τη σοφία ή τη σκοπιμότητα του νόμου, αλλά απλώς τον εφαρμόζει, ερμηνεύοντας την πρόθεση του νομοθέτη, όπως προκύπτει από τη διατύπωση που χρησιμοποιήθηκε.

Οι καθ’ ων η αίτηση ισχυρίζονται περαιτέρω ότι έστω κι αν αποφασιστεί ότι η σύσταση ή συγκρότηση του Συμβουλίου Οπτικών δεν ήταν νόμιμη, οι πράξεις του Συμβουλίου είναι νόμιμες με βάση τη θεωρία της Lex Barbarious Philippus του Ρωμαϊκού Δικαίου, της αρχής δηλαδή των de facto διοκητικών οργάνων, διότι μόνο έτσι προστατεύεται η ασφάλεια και η σταθερότητα των εννόμων σχέσεων του διοικητικού δικαίου.

Το Δικαστήριο δεν μπορεί να αποδεκτεί την εφαρμογή της αρχής στην παρούσα υπόθεση. Εκτός από τις διάφορες επιφυλάξεις που εγείρονται, σημειώνεται ότι η αρχή αυτή έχει δημιουργηθεί χάριν της προστασίας των πολιτών, που συναλλάχθηκαν με βάση την κατάσταση που δημιούργησε το de factο όργανο, του οποίους κρίνεται ότι δεν είναι ορθό να βλάψει η υπάρξασα ανωμαλία στο διορισμό του δημοσίου οργάνου.

Στην υπό εξέταση υπόθεση η θεώρηση αυτή δεν μπορεί να αποτε[*560]λέσει απάντηση στην αιτήτρια, τα συμφέροντα της οποίας πλήττονται από την απόφαση του παράνομα συσταθέντος οργάνου, ιδιαίτερα αφού η ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης αξιώνεται ακριβώς λόγω της παράνομης σύστασης του οργάνου.

H προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Liasi a.o. v. Attorney General a.o. (1975) 3 C.L.R. 558,

Nικολάου κ.ά. ν. Α.ΤΗ.Κ. (1991) 4 Α.Α.Δ.1684,

Θεοδώρου κ.ά. ν. Ρ.Ι.Κ. (1991) 4 Α.Α.Δ. 2056,

Μουτουλλάς – Καλοπαναγιώτης Μεταφοραί Λτδ ν. Δημοκρατίας (1992) 4 Α.Α.Δ. 932,

Μιχαηλίδης ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (1992) 4 Α.Α.Δ. 1727,

Μαυρογένης ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (1996) 1 Α.Α.Δ. 49,

Τσαγγάρης ν. Αναθεωρητικής Αρχής Αδειών (1996) 4 Α.Α.Δ. 1253.

Προσφυγή.

Προσφυγή εναντίον της απόφασης του Συμβουλίου Οπτικών με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση της αιτήτριας για εγγραφή της στο Μητρώο Οπτικών.

Χρ. Πατσαλίδης, για την Αιτήτρια.

Α. Αθανασιάδου για Γεωργιάδη και Γεωργιάδη, για τους Καθ’ ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Η αιτήτρια υπέβαλε αίτηση για εγγραφή της στο Μητρώο Οπτικών την οποία οι καθ’ ων η αίτηση απέρριψαν με επιστολή τους ημερ. 24.1.1997. Εναντίον της πιο πάνω απόφασης καταχωρήθηκε η παρούσα προσφυγή. Στη γραπτή αγόρευση για την αιτήτρια προβάλλεται αριθμός λόγων για την ακύρωσή της. Ένας από τους λόγους που προβάλλονται είναι το επιχείρημα ότι το Συμβούλιο Οπτικών δεν έχει νόμιμη υπόσταση και συγκρότηση.

[*561]

Αρμόδιο για την εγγραφή Οπτικών και Τεχνικών Οπτικών, καθώς και για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας καταστημάτων οπτικών ειδών είναι το Συμβούλιο Οπτικών που καθιδρύθηκε με το άρθρο 3(1) του περί Ρυθμίσεως της Άσκησης του Επαγγέλματος των Οπτικών Νόμου του 1992, Ν.16(1)/92. Το Συμβούλιο σύγκειται από τρία μέλη της δημόσιας υπηρεσίας από τα οποία το ένα είναι ειδικός οφθαλμίατρος, δύο οπτικούς μη μέλη της δημόσιας υπηρεσίας που κατέχουν τα προσόντα για να εγγραφούν στο Μητρώο Οπτικών δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 7, ένα ειδικό οφθαλμίατρο, μη μέλος και πάλι της δημόσιας υπηρεσίας και ένα τεχνικό οπτικό που δεν είναι μέλος της δημόσιας υπηρεσίας, αλλά κατέχει τα προσόντα για να εγγραφεί στο Μητρώο Τεχνικών Οπτικών. Σύμφωνα με το άρθρο 3(3) τα μέλη του Συμβουλίου διορίζονται από το Υπουργικό Συμβούλιο, ύστερα από πρόταση του Υπουργού για χρονική περίοδο που δεν υπερβαίνει τα δύο έτη.

Εγγεγραμμένος οπτικός είναι ο οπτικός που είναι εγγεγραμμένος στο Μητρώο Οπτικών δυνάμει των διατάξεων του Νόμου, ενώ εγγεγραμμένος τεχνικός οπτικός είναι ο τεχνικός οπτικός ο οποίος είναι εγγεγραμμένος στο Μητρώο Τεχνικών Οπτικών.

Τα προσόντα που ένα πρόσωπο πρέπει να κατέχει για να εγγραφεί στο Μητρώο Οπτικών ή στο Μητρώο Τεχνικών Οπτικών αναγράφονται στο άρθρο 7(1) και (2). Για εγγραφή στο Μητρώο Οπτικών το Συμβούλιο θα πρέπει να ικανοποιηθεί ότι ο αιτητής κατέχει, εκτός των άλλων προσόντων και τίτλο, πτυχίο ή δίπλωμα τριετούς τουλάχιστον φοίτησης που χορηγείται από πανεπιστήμιο ή άλλο ίδρυμα, όπως καθορίζεται από το Υπουργικό Συμβούλιο με γνωστοποίηση στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, ύστερα από συμβουλευτική γνωμοδότηση του Συμβουλίου.

Για εγγραφή στο Μητρώο Τεχνικών Οπτικών το Συμβούλιο θα πρέπει να ικανοποιηθεί ότι ο αιτητής, μεταξύ άλλων, κατέχει πτυχίο, πιστοποιητικό ή δίπλωμα που χορηγήθηκε ύστερα από συνεχή διετή τουλάχιστον φοίτηση από σχολή ή άλλο ίδρυμα ή αρχή, όπως καθορίζεται από το Υπουργικό Συμβούλιο με γνωστοποίηση που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, ύστερα από συμβουλευτική γνωμοδότηση του Συμβουλίου.

Στην επιφύλαξη του άρθρου 7(1) αναφέρεται ότι για εγγραφή στο Μητρώο Οπτικών, τόσο η κατοχή του πτυχίου, όσο και η τουλάχιστον ενός χρόνου πρακτική πείρα που επίσης προβλέπεται, δεν απαιτούνται για πρόσωπα που ικανοποιούν το Συμβούλιο ότι κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του Νόμου, μεταξύ άλλων, [*562]ασκούσαν καλή τη πίστει και κατά κύριο επάγγελμα το επάγγελμα του οπτικού.

Για εγγραφή στο Μητρώο Οπτικών προσώπων που ικανοποιούν το Συμβούλιο ότι κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του Νόμου ασκούσαν το επάγγελμα του Οπτικού, δεν απαιτείται η κατοχή πτυχίου ή διπλώματος, ούτε και η ενός τουλάχιστον χρόνου πρακτική ή πείρα (Επιφύλαξη του άρθρου 7(2)).

Για τους σκοπούς του άρθρου 7 θεωρείται ότι ασκούσαν το επάγγελμα του οπτικού οι απασχολούμενοι καλή τη πίστει κατά κύριο επάγγελμα με οπτικομετρήσεις ή με την επεξεργασία, κατασκευή, εφαρμογή και διάθεση οπτικών ειδών.

Το Συμβούλιο εξετάζει και αποφασίζει για την αίτηση που κάθε υποψήφιος υποβάλλει μέσα σ’ ένα μήνα από την υποβολή της και εγγράφει στο οικείο Μητρώο κάθε αιτητή που κατέχει τα προσόντα που καθορίζονται από το άρθρο 7.

Πράγματι με τις πιο πάνω διατάξεις δημιουργείται ένα πρωθύστερο σχήμα. Για να εγγραφεί κάποιος ως οπτικός ή τεχνικός οπτικός αντίστοιχα, θα πρέπει να κατέχει πτυχίο από εκπαιδευτικό ίδρυμα εγκεκριμένο από το Υπουργικό Συμβούλιο, ύστερα από συμβουλευτική γνωμοδότηση του Συμβουλίου. Στο Συμβούλιο μετέχουν άτομα που χαρακτηρίστηκαν οπτικοί και τεχνικός οπτικός. Αφού το εκπαιδευτικό ίδρυμα που τους απένειμε το πτυχίο πρέπει να εγκριθεί ύστερα από γνωμοδότηση του Συμβουλίου, που δεν είχε βέβαια ακόμη συσταθεί, πώς τα συγκεκριμένα άτομα κρίθηκαν ότι είχαν τα προσόντα και ενεγράφησαν στο Μητρώο; Αν πάλι θεωρήθηκαν ότι ασκούσαν καλή τη πίστει κατά κύριο επάγγελμα το επάγγελμα του οπτικού κατά την ημερομηνία έναρξης του Νόμου, πώς το μη συσταθέν ακόμα Συμβούλιο ικανοποιήθηκε σχετικά όπως προβλέπεται στην επιφύλαξη του άρθρου 7;

Έτσι καταλήγουμε ότι το Υπουργικό Συμβούλιο παράνομα διόρισε τα συγκεκριμένα πρόσωπα ως οπτικούς και τεχνικό οπτικό και κατά συνέπεια η σύσταση του Συμβουλίου είναι παράνομη.

Δεν παραγνωρίζω το γεγονός ότι στο άρθρο 3 αναφέρεται ότι οι δύο οπτικοί που είναι μέλη του Συμβουλίου απαιτείται απλώς να κατέχουν τα προσόντα για να εγγραφούν στο Μητρώο Οπτικών και όχι να είναι εγγεγραμμένοι οπτικοί. Όμως, ακόμα και έτσι παρουσιάζονται τα ίδια προβλήματα. Για παράδειγμα δεν μπορεί ούτε και στην περίπτωση αυτή να παραγνωριστεί ότι τα πρόσωπα που κατέχουν τα προ[*563]σόντα προς εγγραφή πρέπει να είναι κάτοχοι τίτλου από ίδρυμα που καθορίζεται από το Υπουργικό Συμβούλιο ύστερα από συμβουλευτική γνωμοδότηση του Συμβουλίου, ενώ για τα πρόσωπα που ασκούσαν το επάγγελμα κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του Νόμου απαιτείται το Συμβούλιο να ικανοποιηθεί αναλόγως.

Είναι αλήθεια ότι, όπως επισημαίνει και ο ευπαίδευτος συνήγορος για τους καθ’ ων η αίτηση, προκύπτει παράδοξο αποτέλεσμα, αλλά το Δικαστήριο δεν εξετάζει τη σοφία ή τη σκοπιμότητα του νόμου, αλλά απλώς τον εφαρμόζει, ερμηνεύοντας την πρόθεση του νομοθέτη, όπως προκύπτει από τη διατύπωση που χρησιμοποιήθηκε.

Οι καθ’ ων η αίτηση ισχυρίζονται περαιτέρω ότι έστω κι’ αν αποφασιστεί ότι η σύσταση ή συγκρότηση του Συμβουλίου Οπτικών δεν ήταν νόμιμη, οι πράξεις του Συμβουλίου είναι νόμιμες με βάση τη θεωρία της Lex Barbarius Philippus του Ρωμαϊκού Δικαίου, της αρχής δηλαδή των de facto διοικητικών οργάνων, διότι μόνο έτσι προστατεύεται η ασφάλεια και η σταθερότητα των εννόμων σχέσεων του διοικητικού δικαίου.

Φαίνεται ότι η νομολογία επί του συγκεκριμένου σημείου δεν έχει ακόμα σταθεροποιηθεί, αφού οι θέσεις που εκφράζονται στις αποφάσεις που προσεγγίζουν το θέμα, που είναι όλες πρωτόδικες, δϊίστανται. Μερικές αποφάσεις φαίνεται ότι δέχονται την εφαρμογή της θεωρίας των de facto διοικητικών οργάνων, άλλες δεν την απορρίπτουν, ενώ άλλες τέλος τοποθετούνται εντελώς αρνητικά (βλέπε μεταξύ άλλων Λιασή κ.ά. ν. Γενικού Εισαγγελέα κ.ά. (1975) 3 C.L.R. 558, Nικολάου κ.ά. ν. Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου (1991) 4 Α.Α.Δ. 1684, Θεοδώρου κ.ά. ν. Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου (1991) 4 Α.Α.Δ. 2056, Μουτουλάς-Καλοπαναγιώτης Μεταφοραί Λτδ ν. Δημοκρατίας (1992) 4 Α.Α.Δ. 932, Μιχαηλίδης ν. Δημοκρατίας (αρ. 2) (1992) 4 Α.Α.Δ. 1727, απόφαση Νικολάου, Δ. στην υπόθεση Μαυρογένης ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (1996) 1 Α.Α.Δ. 49, Τσαγγάρης ν. Αναθεωρητικής Αρχής Αδειών (1996) 4 Α.Α.Δ. 1253.

Δεν υπάρχει λόγος να υπεισέλθω στα διάφορα επιχειρήματα.  Αισθάνομαι ότι δεν μπορώ να αποδεκτώ την εφαρμογή της αρχής στην παρούσα υπόθεση. Εκτός από τις διάφορες επιφυλάξεις που εγείρονται, σημειώνω ότι η αρχή αυτή έχει δημιουργηθεί χάριν της προστασίας των πολιτών που συναλλάχθηκαν με βάση την κατάσταση που δημιούργησε το de facto όργανο, τους οποίους κρίνεται ότι δεν είναι ορθό να βλάψει η υπάρξασα ανωμαλία στο διορισμό του δημοσίου οργάνου (βλέπε Στασινόπουλος, Δίκαιον των Διοικη[*564]τικών Πράξεων, 1951, σελ. 194-196).

Στην υπό εξέταση υπόθεση η θεώρηση αυτή δεν μπορεί να αποτελέσει απάντηση στην αιτήτρια, τα συμφέροντα της οποίας πλήττονται από την απόφαση του παράνομα συσταθέντος οργάνου, ιδιαίτερα αφού η ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης αξιώνεται ακριβώς λόγω της παράνομης σύστασης του οργάνου.

Η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη πράξη ακυρώνεται, με έξοδα εναντίον των καθ’ ων η αίτηση, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.

Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο