Παντζαρή Θέσπις ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (1999) 4 ΑΑΔ 565

(1999) 4 ΑΑΔ 565

[*565]26 Μαΐου, 1999

[ΚΑΛΛΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΘΕΣΠΙΣ ΠΑΝΤΖΑΡΗ,

Αιτητής,

v.

ΑΡΧHΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,

Καθ’ ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 744/98)

 

Οργανισμοί Δημοσίου Δικαίου ― Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Συστάσεις Διευθυντή ― Δυνατόν να περιλάβει στις συστάσεις του και την προσωπική γνώση που έχει ο ίδιος για την υπηρεσία των υπαλλήλων.

Οργανισμοί Δημοσίου Δικαίου ― Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Συστάσεις Διευθυντή ― Πληροφορίες από άμεσα προϊσταμένους και αξιολογούντες λειτουργούς ― Δεν απαιτείται καταγραφή των απόψεων ― Ο τρόπος που αξιολογεί ο Διευθυντής τις απόψεις αυτές δεν ελέγχεται δικαστικά.

Οργανισμοί Δημοσίου Δικαίου ― Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Προσόντα ― Πρόσθετα προσόντα ― Παράγοντας οριακής σημασίας για προαγωγές ― Λαμβάνονται γενικά υπόψη αν είναι σχετικά ― Δε θεμελιώνουν από μόνα τους έκδηλη υπεροχή.

Οργανισμοί Δημοσίου Δικαίου ― Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Αρχαιότητα ― Δε λαμβάνεται υπόψη σε σύγκριση υποψηφίων που ο ένας είναι εκτός υπηρεσίας και ο άλλος μέσα στην υπηρεσία ― Μεταξύ υποψηφίων που διεκδικούν τη θέση ως προαγωγή, λαμβάνεται υπόψη ως ένα από τα κριτήρια επιλογής.

Οργανισμοί Δημοσίου Δικαίου ― Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Συστάσεις Διευθυντή ― Εφόσον δόθηκαν [*566]στο Συμβουλευτικό όργανο και μετά υιοθετήθηκαν και ενώπιον του Συμβουλίου, το Συμβούλιο δεν είχε υποχρέωση να ακούσει εκ νέου το Διευθυντή.

Οργανισμοί Δημοσίου Δικαίου ― Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Προσόντα ― Λάθος στην αναγραφή της πείρας στον Πίνακα που ετοιμάστηκε από την υπηρεσία, δεν οδηγεί σε ακύρωση, εφόσον είχε προηγηθεί της τελικής απόφασης προσεκτική μελέτη των προσωπικών φακέλων των υποψηφίων, με αναφορά στις θέσεις που κατείχαν.

Οργανισμοί Δημοσίου Δικαίου ― Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Σχέδια Υπηρεσίας ― Ερμηνεία και εφαρμογή ― Το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει σε θέματα ερμηνείας και εφαρμογής σχεδίων υπηρεσίας, αν αυτές είναι εύλογα επιτρεπτές υπό τις περιστάσεις.

Οργανισμοί Δημοσίου Δικαίου ― Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Αξία ― Εξετάζεται η γενική εικόνα της βαθμολογίας και όχι οι επί μέρους βαθμολογήσεις ― Η υπεροχή υποψηφίου σε ό,τι αφορά ορισμένα κριτήρια δεν του προδίδει έκδηλη υπεροχή όταν η συνολική εικόνα των βαθμολογιών τον θέτει σε ίση μοίρα.

Οργανισμοί Δημοσίου Δικαίου ― Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Κριτήρια επιλογής ― Κανονισμός 23(2) των περί Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (Όροι Υπηρεσίας) Κανονισμών του 1986 ― Η σειρά στην αναφορά των κριτηρίων στον Κανονισμό δεν υποδηλοί ιεράρχιση ή υπέρτερη βαρύτητα του ενός από τα υπόλοιπα ― Παρόλο τούτο το διορίζον όργανο είναι ελεύθερο να αποδώσει σπουδαιότητα σε ένα παράγοντα αντί σε άλλο κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας.

Οργανισμοί Δημοσίου Δικαίου ― Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Πείρα ― Η διάρκεια της υπηρεσίας δεν αποτελεί τον μόνο οδηγό της πείρας ― Τόσο η ένταση με την οποία επιδίδεται ο υπάλληλος σ’ ένα δοσμένο τομέα, όσο και τα αποτελέσματα της εργασίας του, είναι ίσοι αν όχι και οι πιο σημαντικοί δείκτες πείρας.

Αναθεωρητική Δικαιοδοσία ― Δικαστικός Έλεγχος ― Επέμβαση Δικαστηρίου σε θέματα Διορισμών/Προαγωγών ― Το Δικαστήριο δεν υποκαθιστά τη δική του κρίση αναφορικά με την επιλογή του καταλληλότερου υποψηφίου με την κρίση του διοικητικού οργάνου.

Οργανισμοί Δημοσίου Δικαίου ― Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου ― Διο[*567]ρισμοί / Προαγωγές ― Έκδηλη υπεροχή ― Χαρακτηριστικά ― Αυταπόδεκτη και προφανής από την εξέταση των φακέλων των υποψηφίων και να εντυπωσιάζει από την πρώτη ματιά.

Ο αιτητής προσέβαλε την προαγωγή συναδέλφου του στη θέση Βοηθού Διευθυντή Μεταφοράς/Διανομής (Στρατηγικές Μελέτες), Κεντρικά Γραφεία.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:

1.  Η εισήγηση για καταγραφή της προσωπικής γνώσης του Διευθυντή δε βρίσκει έρεισμα στη νομολογία. Η υπόθεση Γρηγορίου ν. Α.Η.Κ., η οποία αποτέλεσε το νομολογιακό βάθρο για την προώθηση της σχετικής εισήγησης, αναφέρεται στην προσωπική γνώση των μελών του διορίζοντος οργάνου και όχι στην προσωπική γνώση του Διευθυντή. Δεν τυγχάνει, επομένως, εφαρμογής στην παρούσα υπόθεση. Ο Διευθυντής είναι ο Προϊστάμενος όλων των υπηρεσιών της Α.Η.Κ. Κατά τεκμήριο πρέπει να παρακολουθεί πάνω σε καθημερινή βάση το έργο των υφισταμένων του και την εν γένει υπηρεσιακή συμπεριφορά τους. Λόγω της θέσης την οποία κατέχει, βρίσκεται σε μοναδική θέση για να συμβουλεύσει επί των ιδιοτήτων και της αξίας των υφισταμένων του.

2.  Σε σχέση με την εισήγηση που αναφέρεται στη λήψη – από το Διευθυντή – πληροφοριών από τους προϊσταμένους και αξιολογούντες λειτουργούς των υποψηφίων, η νομολογία δεν απαιτεί την καταγραφή των απόψεων που ο διευθυντής άκουσε από άλλους λειτουργούς για να καταλήξει στη δική του κρίση. Ο τρόπος που ο Διευθυντής αξιολογεί τις απόψεις λειτουργών που συμβουλεύεται, αναφορικά με την κρίση τους για συναδέλφους τους, δεν είναι δυνατό να ελέγχεται δικαστικά.

3.  Πράγματι ο αιτητής κατέχει προσόντα πρόσθετα από αυτά που προβλέπονται από το σχέδιο υπηρεσίας. Ωστόσο, καθώς έχει νομολογηθεί, τα πρόσθετα προσόντα συνιστούν παράγοντα οριακής σημασίας για τις διεκδικήσεις του κατόχου τους για προαγωγή. Δε θεμελιώνουν από μόνα τους έκδηλη υπεροχή. Λαμβάνονται γενικά άποψη αν είναι συναφή προς τα καθήκοντα της θέσης αλλιώς έχουν περιθωριακή σημασία.

4.  Αναφορικά με το στοιχείο της αρχαιότητας σίγουρα όταν επιχειρείται αξιολόγηση μεταξύ ενός υποψηφίου ο οποίος βρίσκεται στην υπηρεσία και ενός υποψηφίου ο οποίος δε βρίσκεται στην [*568]υπηρεσία, η αρχαιότητα δε διαδραματίζει οποιοδήποτε ρόλο. Ωστόσο όταν πρόκειται για σύγκριση μεταξύ δύο υποψηφίων, οι οποίοι βρίσκονται στην υπηρεσία, η αρχαιότητα έχει τη θέση της. Οι δύο υποψήφιοι στην παρούσα υπόθεση αξιολογήθηκαν ως υποψήφιοι για προαγωγή. Σε τέτοια περίπτωση η αρχαιότητα είναι ένα από τα κριτήρια που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη.

5.  Είναι πρόδηλο από το περιεχόμενο του πρακτικού, ότι το Συμβούλιο της Α.Η.Κ. έχει προβεί στη δική του ενδελεχή έρευνα. Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι δεόντως και επαρκώς αιτιολογημένη γιατί περιέχει όλα τα ειδικά και συγκεκριμένα στοιχεία για τη διακρίβωση της νομιμότητά της όπως απαιτείται από τη νομολογία. Το Συμβούλιο της Α.Η.Κ. δεν έχει οποιαδήποτε εκ του Νόμου υποχρέωση να “ακούσει εκ νέου τον Διευθυντή”. Ο τελευταίος ήταν παρών κατά το αρχικό στάδιο της συνεδρίας της Α.Η.Κ.. Δήλωσε ότι υιοθετεί το περιεχόμενο της σύστασης, που έκαμε ενώπιον της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής. Εφόσον η σύσταση εκείνη ήταν ήδη καταγραμμένη το Συμβούλιο της Α.Η.Κ., δεν είχε υποχρέωση να ακούσει εκ νέου το Διευθυντή. Ο σχετικός λόγος ακύρωσης απορρίπτεται.

6.  Είναι πρόδηλο από το ενώπιον του Δικαστηρίου υλικό, ότι η αξιολόγηση των δύο υποψηφίων δεν έγινε αποκλειστικά με βάση το περιεχόμενο του Πίνακα ‘Β’, ο οποίος είχε ελλείψεις. Καθώς φαίνεται από το σχετικό πρακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, είχε προηγηθεί “προσεκτική μελέτη των προσωπικών φακέλων των υποψηφίων και με αναφορά στις θέσεις που κατέχουν και/ή κατείχαν”. Αυτή η προσεκτική μελέτη των φακέλων και μάλιστα με αναφορά στις θέσεις που κατέχουν και/ή κατείχαν οι υποψήφιοι, σίγουρα είναι ικανή να φέρει στο προσκήνιο και το γενονός της τοποθέτησης του αιτητή στους πιο πάνω δύο σταθμούς. Ακολουθεί πως ο αιτητής δεν μπορούσε να επηρεασθεί δυσμενώς από την ισχυριζόμενη απόκρυψη, η οποία, σύμφωνα με τους καθ’ ων η αίτηση, οφειλόταν σε λάθος. Ο σχετικός λόγος ακύρωσης απορρίπτεται.

7.  Yποστηρίχθηκε ότι ο αιτητής έχει έκδηλη υπεροχή έναντι του Ε.Μ., σε “όλες αυτές τις θεμελιώδεις απαιτήσεις του σχεδίου υπηρεσίας». Υποστηρίχθηκε, επίσης, ότι το Ε.Μ. «δεν φαίνεται να πληροί το σχέδιο υπηρεσίας όσον αφορά αυτές τις θεμελιώδεις απαιτήσεις του (δηλαδή σχετικά με στρατηγικές και τεχνοοικονομικές μελέτες) αφού τα προσόντα που κατέχει είναι αποκλειστικά στην Ηλεκτρολογική Μηχανική και δεν περιλαμβάνουν τέτοιες γνώσεις».

[*569]

     Χρειάζεται να γίνει υπενθύμιση των αρχών που διέπουν το δικαστικό έλεγχο αποφάσεων του διορίζοντος οργάνου, που σχετίζονται με την ερμηνεία και εφαρμογή σχεδίων υπηρεσίας. Το διοικητικό δικαστήριο δεν επεμβαίνει στον τρόπο με τον οποίο έχει ερμηνευθεί ένα σχέδιο υπηρεσίας από το διορίζον όργανο, εφόσον μια τέτοια ερμηνεία ήταν εύλογα επιτρεπτή, ούτε και επεμβαίνει στην εφαρμογή του σχεδίου υπηρεσίας σε μια συγκεκριμένη περίπτωση, αν μια τέτοια εφαρμογή ήταν εύλογα επιτρεπτή υπό τις περιστάσεις.

     Το μόνο ακαδημαϊκό προσόν που προβλέπεται από το σχέδιο υπηρεσίας, είναι “πανεπιστημιακό πτυχίο ή δίπλωμα στην ηλεκτρολογία” η κατοχή του οποίου από το Ε.Μ. δεν έχει αμφισβητηθεί. Επίσης οι υποψήφιοι πρέπει να έχουν ηγετικά χαρίσματα και ικανότητα και πείρα σε ορισμένους τομείς.

     Το Συμβούλιο της Α.Η.Κ. έχει διαγνώσει ότι όλοι οι υποψήφιοι πληρούν τις πρόνοιες των απαιτούμενων προσόντων του σχεδίου υπηρεσίας “ύστερα από προσεκτική μελέτη των προσωπικών φακέλων των υποψηφίων και με αναφορά στις θέσεις που κατέχουν και/ή κατείχαν”.

     Ο ισχυρισμός για έλλειψη των σχετικών προσόντων, αναφέρεται στο καθήκον ετοιμασίας εκθέσεων για στρατηγικό προγραμματισμό. Όλες αυτές οι εκθέσεις, σύμφωνα πάντοτε με το σχέδιο υπηρεσίας, προορίζονται για το Τμήμα Μεταφοράς/Διανομής.

     Η κατοχή από τον αιτητή του βασικού ακαδημαϊκού προσόντος και η υπηρεσία του σε υπεύθυνη θέση στο πιο πάνω τμήμα από την 1.12.78 μέχρι 1.3.81, καθιστούν τη σχετική απόφαση του διορίζοντος οργάνου – για κατοχή από το Ε.Μ. – του πιο πάνω προσόντος εύλογα επιτρεπτή. Ο σχετικός λόγος ακύρωσης απορρίπτεται. Το γεγονός της κατοχής πρόσθετων προσόντων από τον αιτητή, συναφών με τα καθήκοντα της θέσης, δε θεμελιώνει, όπως υποδεικνύεται πιο πάνω από μόνο του έκδηλη υπεροχή.

7. Αναφορικά με τη βαθμολογία με τις υπηρεσιακές εκθέσεις, οι υπάλληλοι της Α.Η.Κ. αξιολογούνται πάνω σε 8 κριτήρια. Μετά το 1996 αξιολογούνται πάνω σε 10 κριτήρια. Οι διαβαθμίσεις είναι 5: Εξαιρετικός: Α, Πολύ Ικανοποιητικός: B+, Iκανοποιητικός: B, Mάλλον Ικανοποιητικός: B-, Aνεπαρκής: Γ. Σε σχέση με τα έτη αξιολόγησης 1992-1997, ο αιτητής έχει βαθμολογηθεί 25 φορές με Α και 27 φορές με Β+. Το δε ενδιαφερόμενο μέρος έχει [*570]βαθμολογηθεί 18 φορές με Α και 34 με Β+.

     Στην Ηλιοπούλου ν. Α.Η.Κ., το θέμα έχει τεθεί ως εξής:

     “Έχει νομολογηθεί ότι αυτό που έχει σημασία είναι η γενική εικόνα που παρουσιάζει η συνολική βαθμολογία και όχι το πόσες φορές ένας υποψήφιος έχει βαθμολογηθεί με το βαθμό ‘εξαίρετος’ ή ‘πολύ καλός’ ή ‘καλός’. Περαιτέρω έχει νομολογηθεί ότι είναι επικίνδυνο να ενδιατρίβουμε πάνω σε αριθμητικές συγκρίσεις ανεξάρτητα από τη φύση των κριτηρίων σε σχέση με τα οποία ένας υπάλληλος βαθμολογείται ‘εξαίρετος’ ή ‘πολύ καλός’ εφόσον αυτά τα κριτήρια διαφέρουν σε σημασία σύμφωνα με τις ιδιότητες με τις οποίες σχετίζονται (Βλ. Republic v. Roussos (1979) 3 C.L.R. 1217, 1224, Republic and Another v. Kastellanos (1988) 3 C.L.R. 2249, 2259).

     Παρόλο ότι στην περίπτωση των υπαλλήλων της Α.Η.Κ. δεν υπάρχει φόρμουλα για εξαγωγή της γενικής βαθμολογίας, όπως είναι η περίπτωση σε σχέση με τους δημόσιους υπαλλήλους, η γενική συνολική εικόνα που αναδύεται από τις υπηρεσιακές εκθέσεις των δύο υποψηφίων είναι εκείνη του ‘πολύ ικανοποιητικός’ και θέτει επομένως τους δύο υποψηφίους περίπου στην ίδια μοίρα. Πράγματι ο αιτητής υπερέχει ελαφρώς σε ό,τι αφορά ορισμένα από τα κριτήρια. Ωστόσο αυτή η υπεροχή δεν του προσδίδει έκδηλη υπεροχή έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους. Ο σχετικός λόγος ακυρώσεως δεν μπορεί να πετύχει.»

     Όπως και στην υπόθεση Ηλιοπούλου (πιο πάνω) η γενική συνολική εικόνα που αναδύεται από τις υπηρεσιακές εκθέσεις είναι εκείνη του “πολύ ικανοποιητικός” και για τους δύο υποψηφίους. Τους θέτει περίπου στην ίδια μοίρα. Η υπεροχή του αιτητή σε ό,τι αφορά ορισμένα από τα κριτήρια δεν του προσδίδει έκδηλη υπεροχή.

8.  Σύμφωνα με τους πιο πάνω κανονισμούς (παραγρ. 23(2)) οι προαγωγές αποφασίζονται “βάσει της πείρας, της αξίας, της ικανότητας, της αρχαιότητας παρά την Αρχή, των προσόντων σε συσχετισμό προς το εκάστοτε ισχύον σχέδιο υπηρεσίας και της επιδόσεως στην υπηρεσία”. Σύμφωνα με επιφύλαξη της ίδιας παραγράφου η “σειρά εν τη οποία τα κριτήρια ταύτα αναφέρονται ανωτέρω, ουδόλως καθορίζει ή υποδηλοί ιεράρχησιν, αξιολόγησιν ή υπερτέραν βαρύτητα οιουδήποτε των ως άνω κριτηρίων έναντι ετέρου”. Ωστόσο πρέπει να υπομνησθεί ότι το διορίζον όργανο κατά τη διαδικασία επιλογής του πιο κατάλληλου υποψηφίου για τη συ[*571]γκεκριμένη θέση είναι ελεύθερο να αποδώσει περισσότερη σπουδαιότητα σε ένα παράγοντα από ότι σε άλλο παράγοντα στην ορθή άσκηση της σχετικής διακριτικής του ευχέρειας.

9.  Σε σχέση με το κριτήριο της πείρας, έχει νομολογηθεί ότι ο όρος πείρα εμπεριέχει την έννοια γνώσεων που αποκτά ένας μέσα από την ενασχόληση υπό ορισμένη ιδιότητα. Η διάρκεια της υπηρεσίας δεν αποτελεί το μόνο οδηγό της πείρας. Η ένταση με την οποία ένας επιδίδεται σε ένα δοσμένο τομέα εργασία και τα αποτελέσματα της εργασίας του είναι ίσοι, αν όχι και πιο σημαντικοί δείκτες πείρας. Λαμβανομένων υπόψη των συνεχών προαγωγών του αιτητή και του ενδιαφερόμενου μέρους και της βαθμολογίας τους, δικαιολογείται η διαπίστωση ότι και οι δύο είχαν επιδοθεί στην άσκηση των καθηκόντων τους με την ίδια ένταση. Εφόσον έχουν επιδοθεί στην άσκηση των καθηκόντων τους με την ίδια ένσταση το Ε.Μ., το οποίο έχει περισσότερη υπηρεσία και προβάδισμα 16 μηνών στην αρχαιότητα, έχει περισσότερη πείρα. Ακολουθεί πως η εισήγηση για υπεροχή του αιτητή στο κριτήριο της πείρας δεν ευσταθεί. Το Ε.Μ. υπερτερεί σε αρχαιότητα και πείρα και είχε υπέρ του την αιτιολογημένη σύσταση του Διευθυντή και της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής. Ο αιτητής κατέχει προσόντα πρόσθετα από τα προβλεπόμενα από το σχέδιο υπηρεσίας. Και οι δύο υποψήφιοι βρίσκονται στην ίδια περίπου μοίρα σε σχέση με τη βαθμολογία με υπεροχή του αιτητή σε ό,τι αφορά ορισμένα από τα κριτήρια στα οποία βαθμολογούνται οι υποψήφιοι. Υπό το φως όλων αυτών των διαπιστώσεων η εισήγηση για υπεροχή του Ε.Μ. μόνο σε ό,τι αφορά την αρχαιότητα δεν ευσταθεί.

10.  Τελικά η προσφυγή πρέπει να κριθεί με βάση τις αρχές που διέπουν τον δικαστικό έλεγχο των προαγωγών.  Το διοικητικό δικαστήριο δεν ακυρώνει απόφαση διορισμού ή προαγωγής αν η απόφαση λήφθηκε σύμφωνα με το Νόμο και τα γεγονότα της συγκεκριμένης υπόθεσης και ήταν εύλογα επιτρεπτή. Δεν υποκαθιστά τη δική του κρίση αναφορικά με την επιλογή του καταλληλότερου υποψηφίου για προαγωγή ή διορισμό με την κρίση του αρμοδίου οργάνου.

11.  Για να πετύχει στην προσφυγή του ο αιτητής έπρεπε να αποδείξει έκδηλη υπεροχή έναντι του Ε.Μ. Το βάρος απόδειξης της έκδηλης υπεροχής βαρύνει τον αιτητή. Όπως έχει  νομολογηθεί η φράση “έκδηλη υπεροχή” σημαίνει την υπεροχή ενός μέρους. Για να ευσταθήσει τέτοιου είδους ισχυρισμός, η υπεροχή πρέπει να είναι αυταπόδεικτη και προφανής από την εξέταση των φακέλων των [*572]υποψηφίων. Η υπεροχή πρέπει να είναι τέτοιας φύσεως, που να αναδύεται από κάθε άποψη από το συνδυασμένο αποτέλεσμα της αξίας, προσόντων και αρχαιότητας των προσώπων που συναγωνίζονται για προαγωγή. Με άλλες λέξεις, πρέπει να αναδύεται ως αναντίρρητο γεγονός, τόσο πειστικό που να εντυπωσιάζει κάποιον από την πρώτη μετά.

     Στην κρινόμενη περίπτωση, ο αιτητής δεν έχει αποδείξει έκδηλη υπεροχή. Πρέπει επίσης να τονισθεί ότι πρόκειται για ψηλόβαθμη θέση. Σε τέτοια περίπτωση το διορίζον όργανο διαθέτει πολύ ευρεία διακριτική ευχέρεια.

H προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Γρηγορίου ν. Α.Η.Κ. (1998) 3 Α.Α.Δ. 728,

Constantinou v. Republic (1984) 3 C.L.R. 498,

Δημοκρατία ν. Ψωμά (1997) 3 Α.Α.Δ. 422,

Γεωργιάδου ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 2480,

Δημοκρατία ν. Κουκκουρή κ.ά. (1993) 3 Α.Α.Δ. 598,

Δημοκρατία ν. Ανδρέου κ.ά. (1993) 3 Α.Α.Δ. 153,

Skarparis v. Republic (1978) 3 C.L.R. 106,

Papapetrou v. Republic 2 R.S.C.C. 61,

Josephides v. Republic 2 R.S.C.C. 72,

Petsas v. Republic 3 R.S.C.C. 60,

Georghiou v. Republic (1976) 3 C.L.R. 74,

Ierides v. Republic (1980) 3 C.L.R. 165,

Hadjisavva v. Republic (1982) 3 C.L.R. 76,

Ιωάννου ν.Α.Η.Κ. (1998) 3 Α.Α.Δ. 624,

[*573]Δημοκρατία ν. Πετρίδη (1991) 3 Α.Α.Δ. 731,

Georghiou v. Republic (1976) 3 C.L.R. 74,

Alexandridou ν. Cyprus Tourism Organization (1980) 3 C.L.R. 360,

Lewis v. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 1253,

Αποφάσεις Συμβουλίου της Επικρατείας αρ. 1542/1967 και 1543/1967.

Προσφυγή.

Προσφυγή εναντίον της απόφασης της Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου με την οποία το ενδιαφερόμενο μέρος προήχθηκε στη θέση του βοηθού Διευθυντή Μεταφοράς/Διανομής (Στρατηγικές Μελέτες) Κεντρικά Γραφεία, αντί του αιτητή.

Α. Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή.

Γ. Κακογιάννης, για τους Καθ’ ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

KAΛΛΗΣ, Δ.: Η παρούσα προσφυγή στρέφεται κατά της απόφασης του Διοικητικού Συμβουλίου της Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (“το Συμβούλιο της Α.Η.Κ.”) με την οποία ο Ανδρέας Κυριακίδης (“το Ε.Μ.”) έχει προαχθεί στη θέση του Βοηθού Διευθυντή Μεταφοράς/Διανομής (Στρατηγικές Μελέτες), Κλίμακα Α14 1/2, Κεντρικά Γραφεία (“η επίδικη θέση”).

Τα πραγματικά περιστατικά τα οποία περιβάλλουν την προσφυγή.

Η επίδικη θέση είναι θέση “Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής”. Η πλήρωσή της γνωστοποιήθηκε στους υπαλλήλους της Α.Η.Κ. στις 24.3.98. Ανάμεσα στους 17 υποψηφίους ήταν ο αιτητής και το Ε .Μ.. Οι αιτήσεις εξετάστηκαν από τη Συμβουλευτική Υπεπιτροπή της Α.Η.Κ. για θέματα Προσωπικού (“η Συμβουλευτική Υπεπιτροπή”) στις 16.6.98.

Καθώς φαίνεται από το σχετικό πρακτικό τα μέλη της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής μελέτησαν προσεκτικά και αξιολόγησαν όλα τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιόν τους. Αυτά ήταν: Τα υπηρεσιακά στοιχεία του κάθε υποψηφίου, οι προσωπικοί τους φακέλοι, η πείρα, [*574]αξία, ικανότητα, αρχαιότητα στην Αρχή, τα προσόντα του κάθε υποψηφίου, όπως φαίνονται στους σχετικούς υπηρεσιακούς τους φακέλους, σε συσχετισμό με τις απαιτήσεις του Σχεδίου Υπηρεσίας της θέσης, η επίδοση κάθε υποψηφίου στην υπηρεσία, καθώς επίσης και οι εμπιστευτικές εκθέσεις/φύλλα αξιολόγησης των υποψηφίων (βλ. Κανονισμό 23(2) των περί Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (Όροι Υπηρεσίας) Κανονισμών του 1986).

Τα μέλη της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής άκουσαν επίσης τις συστάσεις και απόψεις του Διευθυντή της Α.Η.Κ.. Η εγκυρότητα και νομιμότητα των συστάσεων αυτών έχει αμφισβητηθεί έντονα με ξεχωριστό λόγο ακύρωσης. Αυτή η αμφισβήτηση καθιστά επιβεβλημένη την παράθεσή τους:

Συστάσεις και απόψεις του Διευθυντή

Ο Διευθυντής δηλώνει ότι αφού προέβη στη δική του έρευνα και σύγκρινε όλους τους υποψηφίους που έχουν αποταθεί για προαγωγή με βάση την άμεση και προσωπική γνώση μέσα από την κατευθείαν επαφή, τις προσωπικές εμπειρίες και εργασία και τις πολλές ευκαιρίες που είχε ο ίδιος, τόσο από τη θέση την οποία κατέχει όσο και από τα προηγούμενα στάδια της καριέρας του, για να εκτιμήσει την προσφορά των υποψηφίων και από τις πληροφορίες που έλαβε από τους προϊσταμένους και αξιολογούντες λειτουργούς των υποψηφίων, και λαμβάνοντας  υπόψη τα κριτήρια προαγωγής στο σύνολο τους, πείρα,αξία, ικανότητα, αρχαιότητα, προσόντα σε συσχετισμό με το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης και την επίδοση στην υπηρεσία κάθε υποψηφίου, όπως προβλέπεται στον Κανονισμό 23(2) των περί Αρχής Ηλεκτρισμού (Όροι Υπηρεσίας) Κανονισμών του 1986, κρίνει ότι ο 8856 Κυριακίδης Ανδρέας ο οποίος υπερέχει σε αρχαιότητα έναντι των υπολοίπων υποψηφίων, είναι ο καταλληλότερος υποψήφιος σε σύγκριση με τους υπόλοιπους υποψηφίους και τον συστήνει για προαγωγή στη θέση του Βοηθού Διευθυντή Μεταφοράς/Διανομής (Στρατηγικές Μελέτες), Κλίμακα Α14 1/2,  στο Τμήμα Μεταφοράς/Διανομής, Κεντρικά Γραφεία.

Ο Διευθυντής αναφέρει ακόμη ότι εκτιμά τη σπουδαιότητα της θέσης και τις ανάγκες της Αρχής και πιστεύει ότι, από την άποψη της συγκέντρωσης των ικανοτήτων και των ιδιοτήτων που απαιτούν τα καθήκοντα της θέσης του Βοηθού Διευθυντή Μεταφοράς/Διανομής (Στρατηγικές Μελέτες), στο Τμήμα Μεταφοράς/Διανομής, ο 8856 Κυριακίδης Ανδρέας είναι ο καταλληλότερος και γι’ αυτό τον συστήνει για προαγωγή.”

[*575]

Στη συνέχεια τα μέλη της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής μελέτησαν “με μεγάλη προσοχή και αξιολόγησαν όλα τα ενώπιόν τους στοιχεία, που αφορούν τους υποψηφίους, όπως παρουσιάζονται στις υπηρεσιακές τους εκθέσεις και στους προσωπικούς τους φακέλους. Έκριναν ότι ο καλύτερος διαθέσιμος υποψήφιος για προαγωγή ήταν ο Ανδρέας Κυριακίδης (“το Ε.Μ.”) και αποφάσισαν ομόφωνα να συστήσουν στην Α.Η.Κ. την προαγωγή του στην επίδικη θέση.

Το Συμβούλιο της Α.Η.Κ. εξέτασε το θέμα της πλήρωσης της επίδικης θέσης στις 30.6.98 στην παρουσία του Διευθυντή. Ο τελευταίος αφού υιοθέτησε τις συστάσεις και απόψεις του και επανέλαβε τα όσα ήδη ανέφερε ενώπιον των Μελών της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής στη συνεδρία τους που έγινε στις 16 Ιουνίου, 1998, όπως καταγράφονται στα πρακτικά τα οποία έχουν τεθεί ενώπιον των Μελών του Συμβουλίου της Α.Η.Κ. και για τους ίδιους λόγους που αναφέρονται σ’ αυτά αποχώρησε από την αίθουσα πριν τη λήψη της απόφασης.

Σύμφωνα με το σχετικό πρακτικό, μετά την αποχώρηση του Διευθυντή, τα μέλη του Συμβουλίου της Α.Η.Κ. μελέτησαν προσεκτικά και αξιολόγησαν όλα τα στοιχεία και δεδομένα που αφορούν τους υποψηφίους, δηλαδή τα υπηρεσιακά στοιχεία του κάθε υποψηφίου, τους προσωπικούς τους φακέλους, την πείρα, αξία, ικανότητα, την αρχαιότητά τους στην Αρχή, τα προσόντα του κάθε υποψηφίου, όπως φαίνονται στους σχετικούς υπηρεσιακούς τους φακέλους, σε συσχετισμό με τις απαιτήσεις του Σχεδίου Υπηρεσίας της θέσης και την επίδοση κάθε υποψηφίου στην υπηρεσία (βλ. Κανονισμό 23(2) των περί Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (Όροι Υπηρεσίας) Κανονισμών του 1986). Ερεύνησαν όλα τα πιο πάνω με τη δέουσα προσοχή για τον κάθε υποψήφιο ξεχωριστά.  Επιπρόσθετα έλαβαν δεόντως υπόψη τις ομόφωνες συστάσεις και απόψεις των Μελών της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής και τις συστάσεις και απόψεις του Διευθυντή, όπως αυτές είναι καταγραμμένες στα πρακτικά της συνεδρίας της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής. Στη συνέχεια τα Μέλη του Συμβουλίου της Α.Η.Κ. μελέτησαν προσεκτικά και αξιολόγησαν τις εμπιστευτικές εκθέσεις/φύλλα αξιολόγησης των υποψηφίων. Ύστερα από προσεκτική μελέτη των προσωπικών φακέλων των υποψηφίων και με αναφορά στις θέσεις που κατέχουν και/ή κατείχαν οι υποψήφιοι μέχρι σήμερα στην Αρχή Ηλεκτρισμού, το Συμβούλιο της Α.Η.Κ. ικανοποιήθηκε ότι όλοι οι υποψήφιοι που έχουν αποταθεί για προαγωγή στην επίδικη θέση πληρούν τις πρόνοιες των απαιτούμενων προσόντων του Σχεδίου Υπηρεσίας.

[*576]

Το πρακτικό του Συμβουλίου της  Α.Η.Κ. καταλήγει ως πιο κάτω:

“Αφού τα Μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της Αρχής προχώρησαν στη δική τους ενδελεχή έρευνα, αξιολόγηση και σύγκριση όλων των υποψηφίων με βάση όλα τα πιο πάνω ενώπιόν τους στοιχεία και δεδομένα που αφορούν τους υποψηφίους, όπως παρουσιάζονται στις υπηρεσιακές τους εκθέσεις και στους προσωπικούς τους φακέλους, και αφού έλαβαν δεόντως υπόψη τους τις ομόφωνες συστάσεις και απόψεις της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής, όπως επίσης και τις συστάσεις και απόψεις του Διευθυντή, με τις οποίες συμφωνούν και υιοθετούν και έχοντας ως γνώμονα την υποχρέωση τους να επιλέξουν τον καταλληλότερο υποψήφιο τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της Α.Η.Κ. αποφάσισαν ομόφωνα την προαγωγή του Ανδρέα Κυριακίδη στη θέση του Βοηθού Διευθυντή Μεταφοράς/Διανομής (Στρατηγικές Μελέτες) Κλίμακα Α14 1/2 στο Τμήμα Μεταφοράς/Διανομής, Κεντρικά Γραφεία, από την 1 Ιουλίου 1998”.

Οι λόγοι ακύρωσης.

Με τον πρώτο λόγο ακύρωσης ο αιτητής ισχυρίσθηκε ότι το στοιχείο της προσωπικής γνώσης, το οποίο έχει επικαλεσθεί ο Διευθυντής για τη διαμόρφωση της σύστασής του, “ακόμη και σε χρόνο πριν από την ημερομηνία που ανέλαβε τα καθήκοντα της θέσης είναι στοιχείο εξωγενές που παράνομα δεν καταγράφηκε για να υποστεί έλεγχο νομιμότητας”. Παράλληλα - συνεχίζει η εισήγηση - η γενικότητα της αναφοράς για πληροφορίες δεν αποκαλύπτει αιτιολογία για την προτίμηση του Ε.Μ. “και/ή αποτελεί σύσταση η οποία στηρίζεται σε άγνωστα για το Διοικητικό Συμβούλιο στοιχεία που δεν έτυχαν ελέγχου νομιμότητας για ό,τι αφορά την ορθότητα, την αντικειμενικότητα και/ή το νόμιμο του περιεχομένου τους”.

Η εισήγηση για καταγραφή της προσωπικής γνώσης του Διευθυντή δεν βρίσκει έρεισμα στη νομολογία. Η υπόθεση Γρηγορίου ν. Α.Η.Κ. (1998) 3 Α.Α.Δ. 728, η οποία αποτέλεσε το νομολογιακό βάθρο για την προώθηση της σχετικής εισήγησης αναφέρεται στην προσωπική γνώση των μελών του διορίζοντος οργάνου και όχι στην προσωπική γνώση του Διευθυντή. Δεν τυγχάνει, επομένως, εφαρμογής στην παρούσα υπόθεση. Ο Διευθυντής είναι ο Προϊστάμενος όλων των υπηρεσιών της Α.Η.Κ.. Κατά τεκμήριο πρέπει να παρακολουθεί πάνω σε καθημερινή βάση το έργο των υφισταμένων [*577]του και την εν γένει υπηρεσιακή συμπεριφορά τους. Λόγω της θέσης την οποία κατέχει βρίσκεται σε μοναδική θέση για να συμβουλεύσει επί των ιδιοτήτων και της αξίας των υφισταμένων του (Βλ. Constantinou v. Republic (1984) 3 C.L.R. 498, 501 και Δημοκρατία ν. Ψωμά (1997) 3 Α.Α.Δ. 422). Η διαμόρφωση, από το διευθυντή, προσωπικής γνώσης σε σχέση με την αξία των υφισταμένων του τεκμαίρεται από αυτή τούτη την κανονική άσκηση των καθηκόντων της θέσης του η οποία του υπαγορεύει την παρακολούθηση του έργου των υφισταμένων του. Δεν έχει τεθεί οτιδήποτε ενώπιόν μου με το οποίο να υποστηρίζεται ότι ο Διευθυντής δεν έχει προσωπική γνώση της αξίας των υφισταμένων του. Επομένως το πιο πάνω τεκμήριο δεν έχει καμφθεί. Ο Διευθυντής έχει προσωπική γνώση της αξίας των υφισταμένων του η οποία προέρχεται από τη φύση των καθηκόντων της θέσης - του Διευθυντή - που κατέχει. Δεν είναι επομένως αναγκαία η καταγραφή λεπτομερειών σε σχέση με την προσωπική γνώση του Διευθυντή, ούτε και η καταγραφή των ευκαιριών που είχε ο Διευθυντής για απόκτηση της σχετικής γνώσης. Ο σχετικός λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί.

Σε σχέση με την εισήγηση που αναφέρεται στη λήψη - από το Διευθυντή - πληροφοριών από τους προϊσταμένους και αξιολογούντες λειτουργούς των υποψηφίων η νομολογία δεν απαιτεί την καταγραφή των απόψεων που ο διευθυντής άκουσε από άλλους λειτουργούς για να καταλήξει στη δική του κρίση. Ο τρόπος που ο Διευθυντής αξιολογεί τις απόψεις λειτουργών που συμβουλεύεται, αναφορικά με την κρίση τους για συναδέλφους τους, δεν είναι δυνατό να ελέγχεται δικαστικά (Βλ. Γεωργιάδου ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 2480). Ακολουθεί πως η σχετική εισήγηση δεν ευσταθεί. Η καταγραφή των πληροφοριών δεν ήταν αναγκαία. Κατά τα άλλα η σύσταση είναι δεόντως και επαρκώς αιτιολογημένη.

Ο επόμενος λόγος ακύρωσης αναφέρεται στη σύσταση της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής. Υποστηρίχθηκε ότι η τελευταία “καταγράφει με μια γενική αναφορά γιατί επιλέγει να συστήσει το Ε.Μ.”.   Τονίσθηκε ότι ο αιτητής κατέχει επιπρόσθετα προσόντα “έναντι του διορισθέντος” τα οποία “αποτελούν σημαντικά προσόντα σχετικά με τα καθήκοντα και σχέδια υπηρεσίας της θέσης”. Τονίσθηκε, επίσης, ότι η υπό εξέταση θέση ήταν πρώτου διορισμού και προαγωγής “που υπονοεί ότι το πρώτιστο κριτήριο δεν έπρεπε να είναι η αρχαιότητα αλλά τα προσόντα”.

Πράγματι ο αιτητής κατέχει προσόντα πρόσθετα από αυτά που προβλέπονται από το σχέδιο υπηρεσίας. Ωστόσο, καθώς έχει νομολογηθεί, τα πρόσθετα προσόντα συνιστούν παράγοντα οριακής ση[*578]μασίας για τις διεκδικήσεις του κατόχου τους για προαγωγή.   Δεν θεμελιώνουν από μόνα τους έκδηλη υπεροχή. Λαμβάνονται γενικά υπόψη αν είναι συναφή προς τα καθήκοντα της θέσης αλλιώς έχουν περιθωριακή σημασία (Βλ. Δημοκρατία ν. Κουκκουρή κ.ά. (1993) 3 Α.Α.Δ. 598, 609 και Δημοκρατία ν. Ανδρέου κ.ά. (1993) 3 Α.Α.Δ. 153, 162). Στην κρινόμενη περίπτωση τα προσόντα των υποψηφίων ήταν ενώπιον του διορίζοντος οργάνου και καθώς καταμαρτυρείται από το σχετικό πρακτικό λήφθηκαν δεόντως υπόψη.

Αναφορικά με το στοιχείο της αρχαιότητας σίγουρα όταν επιχειρείται αξιολόγηση μεταξύ ενός υποψηφίου ο οποίος βρίσκεται στην υπηρεσία και ενός υποψηφίου ο οποίος δεν βρίσκεται στην υπηρεσία η αρχαιότητα δεν διαδραματίζει οποιοδήποτε ρόλο.    Ωστόσο όταν πρόκειται για σύγκριση μεταξύ δύο υποψηφίων, οι οποίοι βρίσκονται στην υπηρεσία, η αρχαιότητα έχει τη θέση της (Βλ. και Skarparis v. Republic (1978) 3 C.L.R. 106). Οι δύο υποψήφιοι στην παρούσα υπόθεση αξιολογήθηκαν ως υποψήφιοι για προαγωγή. Σε τέτοια περίπτωση η αρχαιότητα είναι ένα από τα κριτήρια που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη (Βλ. παρ. 23(2) των περί Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (Όροι Υπηρεσίας) Κανονισμών του 1986 (Κ.Δ.Π. 291/86)). Η σύσταση της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής δεν ήταν γενική. Έχει καταγράψει με πληρότητα τους λόγους και τα κριτήρια που οδήγησαν στη διαμόρφωσή της. Ο σχετικός λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

Με άλλο λόγο ακύρωσης βάλλεται η απόφαση του Συμβουλίου της Α.Η.Κ.. Τονίσθηκε ότι “στην πραγματικότητα υιοθετεί χωρίς οποιαδήποτε περαιτέρω φρασεολογία ή έρευνα τα όσα περιέχονται στην απόφαση της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής”.  Περαιτέρω τονίσθηκε ότι το Συμβούλιο δεν άκουσε εκ νέου τον Διευθυντή και απλώς προχώρησε στην επιλογή του Ε.Μ. “χωρίς πολλή συζήτηση ή και αιτιολογία”.

Οι πιο πάνω εισηγήσεις δεν βρίσκουν έρεισμα στο ενώπιον του δικαστηρίου υλικό. Έχει παρατεθεί το σχετικό μέρος των πρακτικών του Συμβουλίου της Α.Η.Κ.. Είναι πρόδηλο από το περιεχόμενό του ότι το Συμβούλιο της Α.Η.Κ. έχει προβεί στη δική του ενδελεχή έρευνα. Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι δεόντως και επαρκώς αιτιολογημένη γιατί περιέχει όλα τα ειδικά και συγκεκριμένα στοιχεία για τη διακρίβωση της νομιμότητάς της όπως απαιτείται από τη νομολογία. Το Συμβούλιο της Α.Η.Κ. δεν έχει οποιαδήποτε εκ του Νόμου υποχρέωση να “ακούσει εκ νέου το Διευθυντή”. Ο τελευταίος ήταν παρών κατά το αρχικό στάδιο της συνεδρίας της Α.Η.Κ.. Δήλωσε ότι υιοθετεί το περιεχόμενο της σύστασης που έκα[*579]με ενώπιον της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής.   Εφόσον η σύσταση εκείνη ήταν ήδη καταγραμμένη το Συμβούλιο της Α.Η.Κ. δεν είχε υποχρέωση να ακούσει εκ νέου το Διευθυντή.   Ο σχετικός λόγος ακύρωσης απορρίπτεται.

Τα γεγονότα πάνω στα οποία βασίζεται η ένσταση (βλ. Πίνακα Β στην ένσταση) αποτέλεσαν το έναυσμα για ακόμη ένα λόγο ακύρωσης. Ήταν η θέση του αιτητή ότι στον Πίνακα ‘Β’ δεν αναφέρεται ότι ο αιτητής εργάσθηκε στον Ηλεκτροπαραγωγό Σταθμό Δεκέλειας ‘Β’. Αντίθετα, αναφέρεται ότι εργάσθηκε στο “Τμήμα Μεταφοράς/Διανομής” που είναι σαφώς παραπλανητικός. Επίσης στον ίδιο πίνακα δεν αναφέρεται ότι ο αιτητής είχε υπηρετήσει στον Ηλεκτροπαραγωγό Σταθμό Μονής για ένα χρόνο περίπου “κατόπιν μετάθεσης (1.5.75-18.4.76)”. Οι πιο πάνω παραλείψεις απέκρυψαν το γεγονός ότι ο αιτητής υπηρέτησε σε υπεύθυνη θέση και έχει πείρα σε Ηλεκτροπαραγωγό Σταθμό. Δεν ήταν λογικό - συνεχίζει η εισήγηση - να αναμένεται “ένα μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου να εξαγάγει το ορθό συμπέρασμα μελετώντας τους ογκώδεις φακέλους των υποψηφίων, ιδίως αφού και αυτό το Τμήμα Προσωπικού της Αρχής που ετοίμασε τον Πίνακα ‘Β’ παρέλειψε να το προσέξει και να το αναφέρει”.

Είναι πρόδηλο από το ενώπιόν μου υλικό ότι η αξιολόγηση των δύο υποψηφίων δεν έγινε αποκλειστικά με βάση το περιεχόμενο του Πίνακα ‘Β’. Καθώς φαίνεται από το σχετικό πρακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης είχε προηγηθεί “προσεκτική μελέτη των προσωπικών φακέλων των υποψηφίων και με αναφορά στις θέσεις που κατέχουν και/ή κατείχαν” (η υπογράμμιση είναι του δικαστηρίου). Αυτή η προσεκτική μελέτη των φακέλων και μάλιστα με αναφορά στις θέσεις που κατέχουν και/ή κατείχαν οι υποψήφιοι σίγουρα είναι ικανή να φέρει στο προσκήνιο και το γεγονός της τοποθέτησης του αιτητή στους πιο πάνω δύο σταθμούς. Ακολουθεί πως ο αιτητής δεν μπορούσε να επηρεασθεί δυσμενώς από την ισχυριζόμενη απόκρυψη, η οποία, σύμφωνα με τους καθ’ ων η αίτηση, οφειλόταν σε λάθος. Ο σχετικός λόγος ακύρωσης απορρίπτεται.

Σύμφωνα με τα σχέδια υπηρεσίας ο κάτοχος της επίδικης θέσης, ανάμεσα σ’ άλλα: “Είναι υπεύθυνος για τη διατύπωση εισηγήσεων και την ετοιμασία σχεδίου δράσης για θέματα που αφορούν το στρατηγικό προγραμματισμό και την επίτευξη των στόχων του Οργανισμού σε θέματα που αφορούν τον τομέα Μεταφοράς/Διανομής, τα οποία και υποβάλλει στο Διευθυντή Μεταφοράς/Διανομής για έγκριση ..... ετοιμάζει εκθέσεις για το στρατηγικό προγραμματισμό και το μακροπρόθεσμο σχεδιασμό του Συστήματος Μετα[*580]φοράς/Διανομής για την Κυβέρνηση και για σκοπούς δανειοδότησης από Οργανισμούς όπως η Διεθνής Τράπεζα, η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων κτλ ... Συμμετέχει στον καθορισμό των Στρατηγικών στόχων της Αρχής που σχετίζονται με το Τμήμα Μεταφοράς/Διανομής και υποβάλλει εισηγήσεις και προγράμματα για την επίτευξη τους”.

Οι πιο πάνω πρόνοιες του σχεδίου υπηρεσίας έδωσαν την αφορμή για προώθηση ακόμη ενός λόγου ακύρωσης. Υποστηρίχθηκε ότι ο αιτητής έχει έκδηλη υπεροχή έναντι του Ε.Μ., σε “όλες αυτές τις θεμελιώδεις απαιτήσεις του σχεδίου υπηρεσίας”. Υποστηρίχθηκε, επίσης, ότι το Ε.Μ. “δεν φαίνεται να πληροί το σχέδιο υπηρεσίας όσον αφορά αυτές τις θεμελιώδεις απαιτήσεις του (δηλαδή σχετικά με στρατηγικές και τεχνοοικονομικές μελέτες) αφού τα προσόντα που κατέχει είναι αποκλειστικά στην Ηλεκτρολογική Μηχανική και δεν περιλαμβάνουν τέτοιες γνώσεις”.

Χρειάζεται να γίνει υπενθύμιση των αρχών που διέπουν το δικαστικό έλεγχο αποφάσεων του διορίζοντος οργάνου που σχετίζονται με την ερμηνεία και εφαρμογή σχεδίων υπηρεσίας. Το διοικητικό δικαστήριο δεν επεμβαίνει στον τρόπο με τον οποίο έχει ερμηνευθεί ένα σχέδιο υπηρεσίας από το διορίζον όργανο εφόσο μια τέτοια ερμηνεία ήταν εύλογα επιτρεπτή, ούτε και επεμβαίνει στην εφαρμογή του σχεδίου υπηρεσίας σε μια συγκεκριμένη περίπτωση αν μια τέτοια εφαρμογή ήταν εύλογα επιτρεπτή υπό τις περιστάσεις (Βλ. Papapetrou v. Republic 2 R.S.C.C. 61, 69, Josephides v. Republic 2 R.S.C.C. 72, 77, Petsas v. Republic 3 R.S.C.C. 60, 63).

Το μόνο ακαδημαϊκό προσόν που προβλέπεται από το σχέδιο υπηρεσίας είναι “πανεπιστημιακό πτυχίο ή δίπλωμα στην ηλεκτρολογία” η κατοχή του οποίου από το Ε.Μ. δεν έχει αμφισβητηθεί. Επίσης οι υποψήφιοι πρέπει να έχουν ηγετικά χαρίσματα και ικανότητα και πείρα σε ορισμένους τομείς.

Το Συμβούλιο της Α.Η.Κ. έχει διαγνώσει ότι όλοι οι υποψήφιοι πληρούν τις πρόνοιες των απαιτούμενων προσόντων του σχεδίου υπηρεσίας “ύστερα από προσεκτική μελέτη των προσωπικών φακέλων των υποψηφίων και με αναφορά στις θέσεις που κατέχουν και/ή κατείχαν”.

Ο ισχυρισμός για έλλειψη των σχετικών προσόντων αναφέρεται στο καθήκον ετοιμασίας εκθέσεων για στρατηγικό προγραμματισμό. Όλες αυτές οι εκθέσεις, σύμφωνα πάντοτε με το σχέδιο υπηρεσίας, προορίζονται για το Τμήμα Μεταφοράς/Διανομής.    Σύμφω[*581]να με το ενώπιόν μου υλικό το Ε.Μ. προσλήφθηκε στην υπηρεσία της Α.Η.Κ. την 1.8.1967 στη θέση του Βοηθού Μηχανικού. Την 1.12.1978 διορίστηκε στη θέση του “Assistant Engineer”, Τμήμα Μεταφοράς/Διανομής, Κεντρικά Γραφεία και την 1.12.1979 στη θέση του Μηχανικού Προμηθειών Υλικών, στο ίδιο τμήμα. Την 1.3.1981 προάχθηκε σε άλλη θέση. Θεωρώ ότι η κατοχή από τον αιτητή του βασικού ακαδημαϊκού προσόντος και η υπηρεσία του σε υπεύθυνη θέση στο πιο πάνω τμήμα από την 1.12.78 μέχρι 1.3.81 καθιστούν τη σχετική απόφαση του διορίζοντος οργάνου - για κατοχή από το Ε.Μ. - του πιο πάνω προσόντος εύλογα επιτρεπτή. Ο σχετικός λόγος ακύρωσης απορρίπτεται. Το γεγονός της κατοχής πρόσθετων προσόντων από τον αιτητή, συναφών με τα καθήκοντα της θέσης, δεν θεμελιώνει, όπως υποδεικνύεται πιο πάνω (βλ. σελ. 578) από μόνο του έκδηλη υπεροχή.

Ο τελευταίος λόγος ακύρωσης σχετίζεται με τη βαθμολογία και την αρχαιότητα των υποψηφίων. Σύμφωνα με τη σχετική εισήγηση ο αιτητής υπερέχει σημαντικά του Ε.Μ. ενώ η διαφορά στην αρχαιότητα δεν είναι μεγάλη. Η θέση είναι “πρώτου διορισμού και προαγωγής”. Το πρώτιστο κριτήριο δεν είναι η αρχαιότητα στην οποία το Ε.Μ. υπερέχει μόνον κατά 16 μήνες, αλλά τα προσόντα, πείρα και γνώσεις. Λαμβανομένων υπόψη των προσόντων των υποψηφίων, σε σχέση με το σχέδιο υπηρεσίας της επίδικης θέσης, την αξία, ικανότητα και επίδοση στη βαθμολογία ο αιτητής υπερέχει έκδηλα του Ε.Μ.. Περαιτέρω, λαμβανομένου υπόψη ότι η επίδικη θέση είναι εξειδικευμένη και βρίσκεται ψηλά στην ιεραρχία της Αρχής δεν έπρεπε να είχε δοθεί αποκλειστική έμφαση στην αρχαιότητα (που είναι το μόνο κριτήριο στο οποίο υπερέχει το Ε.Μ.) αλλά μάλλον στα προσόντα σε σχέση με το σχέδιο υπηρεσίας, την αξία, ικανότητα και επίδοση αυτού που θα πλήρωνε τη θέση.

Αναφορικά με τη βαθμολογία με τις υπηρεσιακές εκθέσεις οι υπάλληλοι της Α.Η.Κ. αξιολογούνται πάνω σε 8 κριτήρια. Μετά το 1996 αξιολογούνται πάνω σε 10 κριτήρια. Οι διαβαθμίσεις είναι 5: Εξαιρετικός: Α, Πολύ Ικανοποιητικός: Β+, Ικανοποιητικός: Β, Μάλλον Ικανοποιητικός: Β-, Ανεπαρκής: Γ. Σε σχέση με τα έτη αξιολόγησης 1992-1997 ο αιτητής έχει βαθμολογηθεί 25 φορές με Α και 27 φορές με Β+. Το δε ενδιαφερόμενο μέρος έχει βαθμολογηθεί 18 φορές με Α και 34 με Β+.

Στην Ηλιοπούλος ν. Α.Η.Κ. (1997) 4 Α.Α.Δ. 1067 το θέμα έχει τεθεί ως εξής:

“Έχει νομολογηθεί ότι αυτό που έχει σημασία είναι η γενική [*582]εικόνα που παρουσιάζει η συνολική βαθμολογία και όχι το πόσες φορές ένας υποψήφιος έχει βαθμολογηθεί με το βαθμό ‘εξαίρετος’ ή ‘πολύ καλός’ ή ‘καλός’. Περαιτέρω έχει νομολογηθεί ότι είναι επικίνδυνο να ενδιατρίβουμε πάνω σε αριθμητικές συγκρίσεις ανεξάρτητα από τη φύση των κριτηρίων σε σχέση με τα οποία ένας υπάλληλος βαθμολογείται ‘εξαίρετος’ ή ‘πολύ καλός’ εφόσον αυτά τα κριτήρια διαφέρουν σε σημασία σύμφωνα με τις ιδιότητες με τις οποίες σχετίζονται (Βλ. Republic v. Roussos (1979) 3 C.L.R. 1217, 1224, Republic and Another v. Kastellanos (1988) 3 C.L.R. 2249, 2259).

Παρόλο ότι στην περίπτωση των υπαλλήλων της Α.Η.Κ. δεν υπάρχει φόρμουλα για εξαγωγή της γενικής βαθμολογίας, όπως είναι η περίπτωση σε σχέση με του δημόσιους υπαλλήλους, η γενική συνολική εικόνα που αναδύεται από τις υπηρεσιακές εκθέσεις των δύο υποψηφίων είναι εκείνη του ‘πολύ ικανοποιητικός’, και θέτει επομένως τους δύο υποψηφίους περίπου στην ίδια μοίρα. Πράγματι ο αιτητής υπερέχει ελαφρώς σε ότι αφορά ορισμένα από τα κριτήρια. Ωστόσο αυτή η υπεροχή δεν του προσδίδει έκδηλη υπεροχή έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους. Ο σχετικός λόγος ακυρώσεως δεν μπορεί να πετύχει.”

Όπως και στην υπόθεση Ηλιοπούλος (πιο πάνω) η γενική συνολική εικόνα που αναδύεται από τις υπηρεσιακές εκθέσεις είναι εκείνη του “πολύ ικανοποιητικός” και για τους δύο υποψηφίους.  Τους θέτει περίπου στην ίδια μοίρα. Η υπεροχή του αιτητή σε ό,τι αφορά ορισμένα από τα κριτήρια δεν του προσδίδει έκδηλη υπεροχή.

Έρχομαι τώρα στο στοιχείο της αρχαιότητας. Σύμφωνα με τους πιο πάνω κανονισμούς (παραγ. 23(2)) οι προαγωγές αποφασίζονται “βάσει της πείρας, της αξίας, της ικανότητας, της αρχαιότητας παρά τη Αρχή, των προσόντων σε συσχετισμό προς το εκάστοτε ισχύον σχέδιο υπηρεσίας και της επιδόσεως στην υπηρεσία”.  Σύμφωνα με επιφύλαξη της ίδιας παραγράφου η “σειρά εν τη οποία τα κριτήρια ταύτα αναφέρονται ανωτέρω, ουδόλως καθορίζει ή υποδηλοί ιεράρχησιν, αξιολόγησιν ή υπερτέραν βαρύτητα οιουδήποτε των ως άνω κριτηρίων έναντι ετέρου”. Ωστόσο πρέπει να υπομνησθεί ότι το διορίζον όργανο κατά τη  διαδικασία επιλογής του πιο κατάλληλου υποψηφίου για τη συγκεκριμένη θέση είναι ελεύθερο να αποδώσει περισσότερη σπουδαιότητα σε ένα παράγοντα από ότι σε άλλο παράγοντα στην ορθή άσκηση της σχετικής διακριτικής του ευχέρειας (Βλ. τις αποφάσεις της Ολομέλειας Georghiou v. Republic (1976) 3 C.L.R. 74, 82 και Ierides v. Republic (1980) 3 C.L.R. 165, 180).

[*583]

Έχω ήδη ασχοληθεί με το κριτήριο της αρχαιότητας (βλ. σελ. 6).  Σε σχέση με το κριτήριο της πείρας έχει νομολογηθεί ότι ο όρος πείρα εμπεριέχει την έννοια γνώσεων που αποκτά ένας μέσα από την ενασχόληση υπό ορισμένη ιδιότητα (Papapetrou v. Republic, 2 R.S.C.C. 61). Η διάρκεια της υπηρεσίας δεν αποτελεί το μόνο οδηγό της πείρας. Η ένταση με την οποία ένας  επιδίδεται σε ένα δοσμένο τομέα εργασίας και τα αποτελέσματα της εργασίας του είναι ίσοι, αν όχι και πιο σημαντικοί δείκτες πείρας (Βλ.  Hadjisavva v. Republic (1982) 3 C.L.R. 76, 79 και Ιωάννου ν. Α.Η.Κ. (1998) 3 Α.Α.Δ. 624). To E.M. προσλήφθηκε στην υπηρεσία της Α.Η.Κ. το 1967 στη θέση Βοηθού Μηχανικού. Ο αιτητής προσλήφθηκε στην ίδια θέση το 1974. Και οι δύο υποψήφιοι έτυχαν αλλεπάλληλων προαγωγών. Κατά τον κρίσιμο χρόνο κατείχαν θέσεις της ίδιας κλίμακας αλλά ο αιτητής είχε προβάδισμα 16 μηνών στην αρχαιότητα. Λαμβανομένων υπόψη των συνεχών προαγωγών τους και της βαθμολογίας τους δικαιολογείται η διαπίστωση ότι και οι δύο είχαν επιδοθεί στην άσκηση των καθηκόντων με την ίδια ένταση. Εφόσον έχουν επιδοθεί στην άσκηση των καθηκόντων τους με την ίδια ένταση το Ε.Μ., το οποίο έχει περισσότερη υπηρεσία και προβάδισμα 16 μηνών στην αρχαιότητα, έχει περισσότερη πείρα. Ακολουθεί πως η εισήγηση για υπεροχή του αιτητή στο κριτήριο της πείρας δεν ευσταθεί. Το Ε.Μ. υπερτερεί σε αρχαιότητα και πείρα και είχε υπέρ του την αιτιολογημένη σύσταση του Διευθυντή και της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής. Ο αιτητής κατέχει προσόντα πρόσθετα από τα προβλεπόμενα από το σχέδιο υπηρεσίας. Και οι δύο υποψήφιοι βρίσκονται στην ίδια περίπου μοίρα σε σχέση με την βαθμολογία με υπεροχή του αιτητή σε ό,τι αφορά ορισμένα από τα κριτήρια στα οποία βαθμολογούνται οι υποψήφιοι. Υπό το φως όλων αυτών των διαπιστώσεων η εισήγηση για υπεροχή του Ε.Μ. μόνο σε ό,τι αφορά την αρχαιότητα δεν ευσταθεί.

Τελικά η προσφυγή πρέπει να κριθεί με βάση τις αρχές που διέπουν τον δικαστικό έλεγχο των προαγωγών.

Το διοικητικό δικαστήριο δεν ακυρώνει απόφαση διορισμού ή προαγωγής αν η απόφαση λήφθηκε σύμφωνα με το Νόμο και τα γεγονότα της συγκεκριμένης υπόθεσης και ήταν εύλογα επιτρεπτή.   Δεν υποκαθιστά τη δική του κρίση αναφορικά με την επιλογή του καταλληλότερου υποψηφίου για προαγωγή ή διορισμό με την κρίση του αρμοδίου οργάνου (Δημοκρατία ν. Πετρίδη (1991) 3 Α.Α.Δ. 731, 741).

Για να πετύχει στην προσφυγή του ο αιτητής έπρεπε να αποδείξει έκδηλη υπεροχή έναντι του Ε.Μ. (Georghiou v. Republic (1976) 3 [*584]C.L.R. 74, 85). Tο βάρος απόδειξης της έκδηλης υπεροχής βαρύνει τον αιτητή (Αλεξανδρίδου ν. Κ.Ο.Τ. (1980) 3 Α.Α.Δ. 360).   Όπως έχει νομολογηθεί η φράση “έκδηλη υπεροχή” σημαίνει την υπεροχή ενός μέρους. Για να ευσταθήσει τέτοιου είδους ισχυρισμός η υπεροχή πρέπει να είναι αυταπόδεικτη και προφανής από την εξέταση των φακέλων των υποψηφίων. Η υπεροχή πρέπει να είναι τέτοιας φύσεως που να αναδύεται από κάθε άποψη από το συνδυασμένο αποτέλεσμα της αξίας, προσόντων και αρχαιότητας των προσώπων που συναγωνίζονται για προαγωγή. Με άλλες λέξεις πρέπει να αναδύεται ως αναντίρρητο γεγονός τόσο πειστικό που να εντυπωσιάζει κάποιον από την πρώτη ματιά (Βλ. HadjiSavva, πιο πάνω, σελ. 78 και Γρηγορίου, πιο πάνω).

Η υπεροχή τεκμηριώνεται ως έκδηλη όταν μετά από συνεκτίμηση όλων των σχετικών στοιχείων και σύγκριση μεταξύ του αιτητή και του ενδιαφερόμενου μέρους, η υπεροχή του αιτητή είναι αντικειμενικά αναντίλεκτη και αυταπόδεικτη (Lewis v. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 1253 και Πετρίδη, πιο πάνω, σελ. 742).

Στην κρινόμενη περίπτωση ο αιτητής δεν έχει αποδείξει έκδηλη υπεροχή. Πρέπει, επίσης, να τονισθεί ότι πρόκειται για ψηλόβαθμη θέση. Σε τέτοια περίπτωση το διορίζον όργανο διαθέτει πολύ ευρεία διακριτική ευχέρεια (Ierides, πιο πάνω, σελ. 183 και Αποφάσεις του Ελληνικού Συμβουλίου της Επικρατείας 1542/1967 και 1543/1967). Ακολουθεί πώς η προσφυγή του πρέπει να απορριφθεί.

Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα £300. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται στην ολότητά της.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο