Ρούσος Νίκος ν. Κεντρικού Σφαγείου και Άλλων (1999) 4 ΑΑΔ 616

(1999) 4 ΑΑΔ 616

[*616]28 Μαΐου, 1999

[ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΝΙΚΟΣ ΡΟΥΣΟΣ,

Αιτητής,

v.

1. ΚΕΝΤΡΙΚΟΥ ΣΦΑΓΕΙΟΥ,

2. ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΚΕΝΤΡΙΚΟΥ ΣΦΑΓΕΙΟΥ,

3. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,

Καθ’ ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 604/96)

 

Οργανισμοί Δημοσίου Δικαίου ― Κεντρικό Σφαγείο ― Διορισμοί ― Άρθρο 17 ― Για το διορισμό τμηματαρχών απαιτείται έγκριση του Υπουργού Εσωτερικών ― Χωρίς αυτήν η πράξη δεν τελειούται ούτε αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη ― Παρά το γεγονός ότι εφαρμόζεται και έχει ισχύ ο επίδικος διορισμός, δεν αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη.

Ο αιτητής προσέβαλε με την προσφυγή του, την απόφαση του Κεντρικού Σφαγείου, να διορίσει στη θέση Διευθυντή Παραγωγής το ενδιαφερόμενο μέρος, αντί του ιδίου.

Η απόφαση του Συμβουλίου δεν τέθηκε προς έγκριση από τον Υπουργό Εσωτερικών, όπως απαιτείτο από το Άρθρο 17(1) του Περί Σφαγείων Νόμου (Ν. 69/81).

Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:

Η απαιτούμενη από το Νόμο έγκριση του Υπουργού εκπηγάζει από την ανάγκη άσκησης προληπτικού ελέγχου από το κράτος αναφορικά με τη συγκεκριμένη πτυχή δράσης του Συμβουλίου, ως του αρμόδιου διοικητικού οργάνου του υπό αναφορά οργανισμού δημοσίου δικαίου.

[*617]Στην υπόθεση Συμβούλιο Κεντρικών Σφαγείων (Κοφίνου) κ.ά. ν. Ρωσσίδη, το Ανώτατο Δικαστήριο αναφέρθηκε με επιδοκιμασία στην πιο κάτω περικοπή της πρωτόδικης απόφασης, που τελικά ανέτρεψε, για λόγους που δεν είχαν άμεση σχέση με ό,τι επιδοκίμασε, ήτοι:

     “…. H έγκριση δεν προέρχεται από το ίδιο σώμα. Η απόφαση του Συμβουλίου χωρίς την έγκριση του Υπουργού δεν είναι έγκυρη, γιατί δεν συμπληρώθηκε η διαδικασία της παραγωγής της και πάσχει από παράβαση ουσιώδους τύπου. Η πράξη αυτή δεν μπορεί να εκτελεσθεί και δεν παράγει σύννομα αποτελέσματα.»

Και πρόσθεσε (η Ολομέλεια) “Η διαπίστωση του Δικαστηρίου ότι και οι αποφάσεις του διευθυντικού προσωπικού υπόκεινται όπως και οι αποφάσεις για την πρόσληψή του στην έγκριση του Υπουργού είναι ορθή, υπό το φως των διατάξεων του Άρθρου 19 του περί Ερμηνείας Νόμου Κεφ. 1”.

Στον αναθεωρητικό έλεγχο του Ανωτάτου Δικαστηρίου υπόκεινται σύμφωνα με το Άρθρο 146 του Συντάγματος, μόνο εκτελεστές διοικητικές πράξεις, αποφάσεις, ή παραλείψεις δηλαδή παράγωγες έννομων αποτελεσμάτων, και μόνο σε σχέση με αυτές μπορεί να χορηγηθεί θεραπεία.

Οι καθ’ ων η αίτηση στην προσπάθειά τους να διασώσουν την “πράξη του διορισμού”, επικαλούνται τη δική τους παράλειψη. Για τους λόγους που έχουν εξηγηθεί πιο πάνω, η προσβαλλόμενη πράξη δεν υπόκειται σε έλεγχο και ακύρωση. Ωστόσο, η συγκεκριμένη “πράξη” κατέλαβε και εξακολουθεί να κατέχει νομικά λανθάνουσα θέση στο διοικητικό χώρο και έκτοτε παράγονται από αυτή έννομα αποτελέσματα. Το ενδιαφερόμενο πρόσωπο εισπράττει μισθούς και ενδεχομένως λαμβάνει αποφάσεις.

Διαπιστώνεται πως δεν υπάρχουν περιθώρια διάκρισης της παρούσας υπόθεσης από την υπόθεση Συμβούλιο Κεντρικών Σφαγείων (Κοφίνου) κ.ά. ν. Ρωσσίδη. Η προσβαλλόμενη απόφαση, δεν είναι εκτελεστή διοικητική απόφαση, εντός της εννοίας του Άρθρου 146 του Συντάγματος, εφόσον κατά τα ανωτέρω, δεν έχει τελειωθεί. Αναπόφευκτα η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί και απορρίπτεται. Δεν εκδίδεται διαταγή για έξοδα. Εναπόκειται στο Συμβούλιο του Κεντρικού Σφαγείου η άρση της ανωμαλίας.

H προσφυγή απορρίπτεται χωρίς έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

[*618]

Κλεάνθους ν. Δημοκρατίας κ.ά. (1992) 4 Α.Α.Δ. 3077,

Χατζηβασιλείου ν. Κ.Ο.Α. κ.ά. (1993) 4 Α.Α.Δ. 981,

Συμβούλιο Κεντρικών Σφαγείων (Κοφίνου) κ.ά. ν. Ρωσσίδη (1996) 3 Α.Α.Δ. 39,

Δημοκρατία ν. Μελέτη (1991) 3 Α.Α.Δ. 433.

Προσφυγή.

Προσφυγή εναντίον της απόφασης των καθ’ ων η αίτηση με την οποία το ενδιαφερόμενο μέρος διορίστηκε στη θέση Διευθυντή Παραγωγής στο Κεντρικό Σφαγείο, αντί του αιτητή.

Π. Πολυβίου, για τον Αιτητή.

Κ. Μιχαηλίδης, για τους Καθ’ ων η αίτηση 1 & 2.

Ε. Κλεόπα, για τους Καθ’ ων η αίτηση 3.

Α. Σ. Αγγελίδης, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.

Cur. adv. vult.

KΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Το Κεντρικό Σφαγείο είναι οργανισμός δημοσίου δικαίου.  Ιδρύθηκε με τον περί Σφαγείων Νόμο του 1981 - Ν. 69/81 (στο εξής “ο Νόμος”).

Στις 25.4.96 το Συμβούλιο του Κεντρικού Σφαγείου (στο εξής “το Συμβούλιο”) με βάση τα προσόντα και τα αποτελέσματα συνεντεύξεων των υποψηφίων για την πλήρωση θέσης Διευθυντή Παραγωγής επέλεξε το ενδιαφερόμενο πρόσωπο Γεώργιο Γαβριήλ ως τον καταλληλότερο υποψήφιο για την πλήρωση της θέσης και αποφάσισε να του προσφέρει διορισμό.  Το ενδιαφερόμενο πρόσωπο αποδέχθηκε το διορισμό και κατέλαβε τη θέση. 

Η θέση είναι πρώτου διορισμού.  Ο αιτητής ήταν ένας από τους διεκδικητές της θέσης και μεταξύ των δέκα επικρατέστερων υποψηφίων που επέλεξε η επιτροπή που συστάθηκε από το Συμβούλιο για εξέταση και αξιολόγηση των ενδιαφερόμενων αιτητών για πλήρωση της θέσης.

Με την παρούσα προσφυγή επιδιώκεται η ακύρωση της απόφα[*619]σης των καθ’ ων η αίτηση για διορισμό του ενδιαφερομένου προσώπου αντί του αιτητή στη θέση Διευθυντή Παραγωγής στο Συμβούλιο Κεντρικού Σφαγείου καθώς και η ακύρωση της απόφασης των καθ’ ων η αίτηση που κοινοποιήθηκε στον αιτητή με επιστολή ημερομηνίας 6.5.96 με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα του αιτητή για διορισμό στην πιο πάνω θέση. 

Ο αιτητής, μεταξύ άλλων, προβάλλει ως λόγο ακυρότητας της προσβαλλόμενης απόφασης την παράλειψη του Συμβουλίου να ζητήσει έγκριση του διορισμού του ενδιαφερόμενου προσώπου από τον Υπουργό Εσωτερικών όπως ρητά απαιτείται από τον Νόμο, βλ. άρθρο 17(1) που έχει ως εξής:

“17(1) Το Συμβούλιον δύναται να προσλαμβάνη τους αναγκαίους διά την ενάσκησιν των αρμοδιοτήτων αυτού υπαλλήλους.

Νοείται ότι διά την πρόσληψιν τμηματαρχών και ανώτερων υπαλλήλων απαιτείται η έγκριση του Υπουργού.”

Σύμφωνα με το άρθρο 2 του Νόμου “Υπουργός” σημαίνει τον Υπουργό Εσωτερικών ή τον υπό τούτου εξουσιοδοτημένο λειτουργό του υπουργείου του.

Σχετική επί του θέματος είναι και η Διάταξη του άρθρου 19 του περί Ερμηνείας Νόμου Κεφ. 1 που έχει ως εξής:

“19. Οταν Νόμος παρέχει σε πρόσωπο ή δημόσια αρχή εξουσία να προβαίνει σε διορισμούς σε αξίωμα ή θέση ή εξουσία θα ερμηνεύεται ότι περιλαμβάνει εξουσία για τερματισμό τέτοιου διορισμού και εξουσία να θέτει σε διαθεσιμότητα πρόσωπο που διορίστηκε και επαναδιορισμό ή αποκατάσταση αυτού, και επαναδιορισμό άλλου προσώπου προσωρινά στη θέση προσώπου που τέθηκε σε διαθεσιμότητα με τον τρόπο αυτό, και διορισμό άλλου προσώπου για την πλήρωση της θέσης που κενώθηκε στο αξίωμα ή θέση που προκύπτει από οποιαδήποτε άλλη αιτία:

Νοείται ότι όταν η εξουσία του προσώπου ή δημόσιας αρχής να προβαίνει σε τέτοιους διορισμούς μπορεί να ασκηθεί μόνον κατόπι συστάσεως ή υπόκειται σε έγκριση, συναίνεση ή συμφωνία κάποιου άλλου προσώπου ή αρχής η εξουσία τερματισμού ή διαθεσιμότητας, εκτός αν φαίνεται αντίθετη πρόθεση, θα μπορεί να ασκηθεί μόνο κατόπι σύστασης ή υποκείμενης στην έγκριση, συναίνεση ή συμφωνία του άλλου εκείνου προσώπου ή αρχής.”

[*620]Αποτελεί κοινό έδαφος ότι το Συμβούλιο σε κανένα στάδιο της διαδικασίας για την πλήρωση της θέσης είτε πριν είτε μετά τη λήψη της απόφασης για επιλογή και διορισμό του ενδιαφερόμενου προσώπου στη θέση, ζήτησε την έγκριση του Υπουργού για τη συγκεκριμένη πρόσληψη.

Με δεδομένη τη συγκεκριμένη παράλειψη, εύλογα οι καθ’ ων η αίτηση 1 και 2 εισηγούνται πως η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται εκτελεστότητας και συνεπώς δεν υπόκειται στον αναθεωρητικό έλεγχο του Ανωτάτου Δικαστηρίου με βάση το άρθρο 146 του Συντάγματος. Προέχει λοιπόν ο προσδιορισμός του χαρακτήρα και της νομικής υπόστασης της προσβαλλόμενης απόφασης.

Η απαιτούμενη από το Νόμο έγκριση του Υπουργού εκπηγάζει από την ανάγκη άσκησης προληπτικού ελέγχου από το κράτος αναφορικά με τη συγκεκριμένη πτυχή δράσης του Συμβουλίου, ως του αρμόδιου διοικητικού οργάνου του υπό αναφορά οργανισμού δημοσίου δικαίου.

Στην Ανδρέας Κλεάνθους ν. Δημοκρατίας κ.ά. (1992) 4 Α.Α.Δ. 3077 λέχθηκε ότι “Στις περιπτώσεις που μια πράξη χρήζει έγκρισης από άλλο ..... όργανο η εγκριτική πράξη δεν αποτελεί διακοσμητικό συμπλήρωμα.” Ανάλογη ήταν η προσέγγιση του Δικαστηρίου και στην Ανδρέας Χατζηβασιλείου ν. Κ.Ο.Α. κ.ά. (1993) 4 Α.Α.Δ. 981, στην οποία λέχθηκε ότι “Η έγκριση συνιστά συμπληρωματικό στοιχείο το οποίο τελειώνει την πράξη και την καθιστά εκτελεστή.” Ο λόγος (ratio decidendi) των πιο πάνω αποφάσεων βρίσκεται σε αρμονία με τη γενική αρχή του διοικητικού δικαίου ότι “Η εγκρινόμενη πράξις ενσωματούται εις την εγκρίνουσαν”. Βλ. “Πορίσματα Νομολογίας του Σ.τ.Ε.” του 1929-1959, σελ. 166.

Στην υπόθεση Συμβούλιο Κεντρικών Σφαγείων (Κοφίνου) κ.ά. ν. Όμηρου Ρωσσίδη (1996) 3 Α.Α.Δ. 39 το Ανώτατο Δικαστήριο αναφέρθηκε με επιδοκιμασία στην πιο κάτω περικοπή της πρωτόδικης απόφασης, που τελικά ανέτρεψε, για λόγους  που δεν είχαν άμεση σχέση με ό,τι επιδοκίμασε ήτοι:

“..... Η έγκριση δεν προέρχεται από το ίδιο σώμα. Η απόφαση του Συμβουλίου χωρίς την έγκριση του Υπουργού δεν είναι έγκυρη, γιατί δεν συμπληρώθηκε η διαδικασία της παραγωγής της και πάσχει από παράβαση ουσιώδους τύπου. Η πράξη αυτή δεν μπορεί να εκτελεσθεί και δεν παράγει σύννομα αποτελέσματα.”

Και πρόσθεσε (η Ολομέλεια) “Η διαπίστωση του Δικαστηρίου ότι [*621]και οι αποφάσεις του διευθυντικού προσωπικού υπόκεινται όπως και οι αποφάσεις για την πρόσληψή του στην έγκριση του Υπουργού είναι ορθή υπό το φως των διατάξεων του άρθρου 19 του περί Ερμηνείας Νόμου Κεφ. 1”.

Στον αναθεωρητικό έλεγχο του Ανωτάτου Δικαστηρίου υπόκεινται σύμφωνα με το άρθρο 146 του Συντάγματος μόνο εκτελεστές διοικητικές πράξεις, αποφάσεις ή παραλείψεις δηλαδή παράγωγες έννομων αποτελεσμάτων, και μόνο σε σχέση με αυτές μπορεί να χορηγηθεί θεραπεία.

Οι καθ’ ων η αίτηση στην προσπάθειά τους να διασώσουν την “πράξη του διορισμού” επικαλούνται τη δική τους παράλειψη. Για τους λόγους που έχουν εξηγηθεί πιο πάνω, η προσβαλλόμενη πράξη δεν υπόκειται σε έλεγχο και ακύρωση. Ωστόσο, η συγκεκριμένη “πράξη” κατέλαβε και εξακολουθεί να κατέχει νομικά λανθάνουσα θέση στο διοικητικό χώρο  και έκτοτε παράγονται από αυτή έννομα αποτελέσματα. Το ενδιαφερόμενο πρόσωπο εισπράττει μισθούς και  ενδεχομένως λαμβάνει αποφάσεις. Στην Δημοκρατία ν. Μελέτη (1991) 3 Α.Α.Δ. 433 λέχθηκε ότι

“η απόφαση της Επαρχιακής Επιτροπής όσο και αν δεν ήταν νόμιμη, δεν ήταν ανυπόστατη. Απόκτησε οντότητα μέσα στο διοικητικό χώρο και ορθά ακυρώθηκε. (Βλ. Παντελής Αναστάση ν. Δημοκρατίας (1990) 3(Δ) Α.Α.Δ. 3085.)”

Βέβαια, στην Μελέτη (ανωτέρω) τα γεγονότα ήταν διαφορετικά από αυτά της υπό κρίση υπόθεσης. Η προσβληθείσα διοικητική απόφαση η οποία, όπως λέχθηκε είχε αποκτήσει οντότητα μέσα στο διοικητικό χώρο, λήφθηκε από αναρμόδιο όργανο. Ενώ στην υπό κρίση υπόθεση η προσβαλλόμενη απόφαση του διορισμού του ενδιαφερόμενου προσώπου λήφθηκε από το Συμβούλιο που είναι το αρμόδιο όργανο. Θα μπορούσε κανείς εύλογα να προβάλει ότι και στην προκείμενη περίπτωση υπάρχουν περιθώρια ανάλογης εφαρμογής του λόγου (ratio decidendi) της Μελέτη (ανωτέρω) έχοντας προς τούτο ως κύριο σημείο αναφοράς, το γεγονός ότι η προσβαλλόμενη πράξη απέκτησε οντότητα και εξακολουθεί να κατέχει έστω και λανθάνουσα θέση μέσα στο διοικητικό χώρο. Όμως αυτή η κατάληξη είναι αδύνατη ενόψει της απόφασης στην Συμβούλιο Κεντρικών Σφαγείων (Κοφίνου) κ.ά. ν. Όμηρου Ρωσσίδη (ανωτέρω).

Κατόπιν των ανωτέρω διαπιστώνω, πως δεν υπάρχουν περιθώρια διάκρισης της παρούσας υπόθεσης από την Συμβούλιο Κεντρικών Σφαγείων (Κοφίνου) κ.ά. ν. Όμηρου Ρωσσίδη, (ανωτέρω). Η προ[*622]σβαλλόμενη απόφαση δεν είναι εκτελεστή διοικητική απόφαση εντός της εννοίας του άρθρου 146 του Συντάγματος εφόσον κατά τα ανωτέρω, δεν έχει τελειωθεί. Αναπόφευκτα η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί και απορρίπτεται. Δεν εκδίδεται διαταγή για έξοδα. Εναπόκειται στο Συμβούλιο του Κεντρικού Σφαγείου η άρση της ανωμαλίας.

Η προσφυγή απορρίπτεται χωρίς έξοδα.

 


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο