Βαλανίδης Νικόλαος ν. Πανεπιστημίου Κύπρου (1999) 4 ΑΑΔ 636

(1999) 4 ΑΑΔ 636

[*636]28 Mαΐου, 1999

[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤAΓΜΑΤΟΣ

ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΒΑΛΑΝΙΔΗΣ,

Αιτητής,

v.

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜIΟΥ ΚYΠΡΟΥ, ΜEΣΩ

ΣΥΜΒΟΥΛIΟΥ ΤΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜIΟΥ ΚYΠΡΟΥ ΚΑΙ/ Ή

ΣΥΓΚΛHΤΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜIΟΥ ΚYΠΡΟΥ,

Καθ’ ων η αίτηση.

(Υπόθεση Aρ. 1049/98)

 

Πανεπιστήμιο Κύπρου ― Πειθαρχικές Διαδικασίες ― Μη έκδοση Κανονισμών σύμφωνα με τον Κανονισμό 7(12) των περί Πανεπιστημίου Κύπρου (Ακαδημαϊκό Προσωπικό) Κανονισμών του 1990 (Κ.Δ.Π. 153/90) ― Εφόσον θεωρήθηκε ότι η Σύγκλητος αποτελεί το ανώτατο πειθαρχικό συμβούλιο με βάση το Άρθρο 13(γ) του περί Πανεπιστημίου Κύπρου Νόμου του 1989 (Ν. 144/89), παράνομα την τελική απόφαση περί ποινής πήρε το Συμβούλιο και όχι η Σύγκλητος ― Η Σύγκλητος σύμφωνα με το Άρθρο 13(γ), αποτελεί δευτεροβάθμιο πειθαρχικό συμβούλιο ― Η επιβληθείσα ποινή ήταν παράνομη.

Πανεπιστήμιο Κύπρου ― Πειθαρχικές Διαδικασίες ― Εξουσιοδότηση Συγκλήτου προς Εξεταστική Επιτροπή για εξέταση ισχυρισμών της καταγγελίας ― Παράνομη η απόφαση της Εξεταστικής Επιτροπής, εκτός των εξουσιοδοτικών πλαισίων, να κρίνει τον αιτητή ένοχο ― Παράνομη και η απόφαση της Συγκλήτου, να υιοθετήσει το πόρισμα και να μην προβεί σε εξέταση ή όχι της ενοχής του αιτητή.

Πανεπιστήμιο Κύπρου ― Πειθαρχικές Διαδικασίες ― Η φιλική κλήση του αιτητή σε παραίτηση, με αντάλλαγμα την μη επιβολή ποινής κρίθηκε παράτυπη και εκβιαστική.

Γενικές Αρχές Διοικητικού Δικαίου ― Αρχή της Φυσικής Δικαιοσύνης ― Συμμετοχή στο όργανο λήψης πειθαρχικής απόφασης, μελών της [*637]ερευνητικής επιτροπής ή μαρτύρων, καθιστά τη σύνθεση του οργάνου παράνομη κατά παράβαση της αρχής της φυσικής δικαιοσύνης, εφόσον παρατηρείται σύμπτωση των ιδιοτήτων του κατήγορου και του μάρτυρα με την ιδιότητα του κριτή.

Διοικητικό Όργανο ― Συλλογικά όργανα ― Σύνθεση ― Δεν επιτρέπεται η παρουσία προσώπων μη μελών του οργάνου, κατά τη συζήτηση και λήψη απόφασης.

Ο αιτητής προσέβαλε την απόφαση των καθ’ ων η αίτηση, να τον κρίνουν ένοχο σοβαρού πειθαρχικού παραπτώματος και να του επιβάλουν δεκαοκτώ μηνών αργία και απομάκρυνση από τα πανεπιστημιακά του καθήκοντα καθώς και πλήρη αποκοπή μισθού για όλη την περίοδο.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:

1.  Σύμφωνα με τον Καν. 7(12) των περί Πανεπιστημίου Κύπρου (Ακαδημαϊκό Προσωπικό) Κανονισμών του 1990, Κ.Δ.Π. 153/90, “η Σύγκλητος συντάσσει, μέσα στα πλαίσια των διακηρύξεων του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών και της Ευρωπαϊκής Πράξεως των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, κανόνες που εγκρίνονται από το Συμβούλιο, σχετικά με τη συμπεριφορά και τη διαγωγή των μελών του ακαδημαϊκού προσωπικού μέσα στα υποστατικά και γενικά στους χώρους του Πανεπιστημίου”. Τέτοιοι κανονισμοί κατά τον ουσιώδη χρόνο δεν είχαν θεσπιστεί.

     Είναι η θέση των καθ’ ων η αίτηση ότι η Σύγκλητος αποτελεί, με βάση το Άρθρο 13(γ) του Νόμου, το ανώτατο πειθαρχικό συμβούλιο του Πανεπιστημίου. Περαιτέρω, αφού η Σύγκλητος έχει το δικαίωμα να καταρτίζει επιτροπές από μέλη της και να μεταβιβάζει σ’ αυτές οποιεσδήποτε από τις αρμοδιότητές της (Άρθρο 13(ε) του Νόμου), νόμιμα παρέπεμψε το θέμα της εξέτασης του ισχυρισμού για πειθαρχικό αδίκημα του αιτητή στην εξεταστική επιτροπή.

     Η πιο πάνω αντιμετώπιση χρωματίζει ακριβώς και τη σημειωθείσα παρανομία. Την τελική απόφαση και την επιβολή της ποινής πήρε το Συμβούλιο και όχι η Σύγκλητος. Ο Νόμος δεν προβλέπει αρμοδιότητα του Συμβουλίου για εκδίκαση πειθαρχικών παραπτωμάτων του ακαδημαϊκού προσωπικού και επιβολή ποινής. Στην πραγματικότητα δεν προβλέπει κανένα όργανο ως αρμόδιο για το σκοπό αυτό. Αν το δικαστήριο δεχτεί τη θέση των καθ’ ων [*638]η αίτηση ότι η Σύγκλητος είναι το ανώτατο πειθαρχικό σώμα, θέση που, εν πάση περιπτώσει, δε δικαιολογείται από τη διατύπωση του Νόμου, τότε γεννάται το ερώτημα γιατί η Σύγκλητος παρέπεμψε προς το Συμβούλιο την υπόθεση για απόφαση και επιβολή ποινής.

     Θα πρέπει να σημειωθεί ότι παρά το ότι η Σύγκλητος αποτελεί σύμφωνα με το Άρθρο 13(γ) δευτεροβάθμιο όργανο κρίσης και δευτεροβάθμιο πειθαρχικό συμβούλιο, μετά την υιοθέτηση του πορίσματος της Επιτροπής, παρέπεμψε το θέμα προς το Συμβούλιο για απόφαση. Το Άρθρο 13(γ) δεν παρέχει στη Σύγκλητο την εξουσία να εκδικάζει πρωτόδικα ή, ακόμα περισσότερο, να παραπέμπει πειθαρχικά θέματα στο Συμβούλιο. Είναι αντινομικό το δευτεροβάθμιο όργανο να υιοθετεί το πόρισμα της Εξεταστικής Επιτροπής και να παραπέμπει το θέμα για απόφαση σε άλλο όργανο, το οποίο εν πάση περιπτώσει δε φαίνεται να είναι εκ του Νόμου αρμόδιο.

2. Η Σύγκλητος έχει το δικαίωμα να μεταβιβάζει σε επιτροπές αρμοδιότητές της. Στην παρούσα περίπτωση θα πρέπει να εξεταστεί ποιες αρμοδιότητές της μεταβίβασε στην εξεταστική Επιτροπή. Οι αρμοδιότητες αυτές προκύπτουν από τους όρους εντολής. Η Επιτροπή εξουσιοδοτήθηκε να εξετάσει απλώς τους ισχυρισμούς που περιέχονταν στην καταγγελία.

     Άνκαι όμως η Επιτροπή δεν είχε εξουσιοδότηση να αποφανθεί τελικά επί της ενοχής ή μη του αιτητή, κατέληξε ότι έχει πεισθεί πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας ότι η συμπεριφορά του απέναντι στη συγκεκριμένη φοιτήτρια ήταν απρόκλητα ενοχλητική, προσβλητική και αθέμιτη και οπωσδήποτε μη αρμόζουσα σε πανεπιστημιακό δάσκαλο.

     Το πόρισμα βρισκόταν εκτός της εξουσιοδότησης της Επιτροπής. Περαιτέρω το αποφασίζον όργανο, αντί να το χρησιμοποιήσει ως βάση για περαιτέρω εξέταση και να προχωρήσει να διαπιστώσει από μόνο του, μετά από εκδίκαση της υπόθεσης, την ενοχή ή μη του αιτητή, το υιοθέτησε απλώς. Η κατάληξη σε τελική απόφαση με βάση μόνο το πόρισμα, έστω κι αν είχε δοθεί η ευκαιρία στον αιτητή να υποβάλει γραπτώς τις απόψεις του, δεν εγγυάται την ορθή απονομή της δικαιοσύνης.

3.  Ο αιτητής κλήθηκε δύο φορές, τη μία φιλικά από τον Πρύτανη και τη δεύτερη εγγράφως από τον Πρόεδρο του Συμβουλίου του Πανεπιστημίου να παραιτηθεί με αντάλλαγμα τη μη επιβολή ποι[*639]νής, ούτως ώστε να μη χάσει τα συνταξιοδοτικά του ωφελήματα. Και αυτή η διαδικασία κρίνεται ως τουλάχιστον παράτυπη και εν πολλοίς εκβιαστική.

4.  Οι αρχές του φυσικού δικαίου απαγορεύουν τη σύμπτωση στο ίδιο πρόσωπο των ιδιοτήτων είτε του κατήγορου και του κριτή, είτε του μάρτυρα και του κριτή.

5.  Όσον αφορά την παρουσία της κας Στυλιανού, το Δικαστήριο παρατηρεί ότι η συμμετοχή έστω και ενός προσώπου που δεν περιλαμβάνεται μεταξύ των νομίμων μελών του οργάνου, επηρεάζει άμεσα τη νόμιμη του συγκρότηση που αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την έννομη λειτουργία του.

     H νεότερη νομολογία είναι αυστηρή ακόμα και ως προς την απλή παρουσία προσώπων ξένων προς τη νόμιμη σύνθεση του συλλογικού οργάνου. Μη μέλη που παρίστανται στη συνεδρία όπως π.χ. υπηρεσιακοί παράγοντες που κλήθηκαν για παροχή πληροφοριών θα πρέπει να αποχωρούν πριν από την έναρξη της συζήτησης.

∏ ÚÔÛÊ˘Á‹ ÂÈÙ˘Á¯¿ÓÂÈ Ì €ÍÔ‰·.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Γιοκαρή κ.ά. ν. Δήμου Στροβόλου (1997) 4 Α.Α.Δ. 2494,

Βασιλείου ν. Δήμου Παραλιμνίου (Αρ. 1) (1996) 4 Α.Α.Δ. 1393,

Gavriel v. Republic (1967) 3 C.L.R. 638,

Επιστημονικό Τεχνικό Επιμελητήριο Κύπρου ν. Δημοκρατίας (1998) 4 Α.Α.Δ. 746,

Δρουσιώτης κ.ά. ν. Αρχής Βιομηχανικής Κατάρτισης Κύπρου (1999) 4 Α.Α.Δ. 242,

Avgerinos Nikitas Ltd κ.ά. v. Δήμου Λεμεσού (1993) 4 Α.Α.Δ. 315,

Αποφάσεις Συμβουλίου Επικρατείας Αρ. 1036/1963, 1045/1972, 1934/1972, 3022/1980,

Κασιουλής κ.ά. ν. Δήμου Γεροσκήπου (1999) 4 Α.Α.Δ. 1,

Μorsis v. Republic 4 R.S.C.C. 133.

[*640]Προσφυγή.

Προσφυγή εναντίον της απόφασης του Πανεπιστημίου Κύπρου με την οποία επιβλήθηκε στον αιτητή δεκαοκτώ μηνών αργία και απομάκρυνση από τα πανεπιστημιακά του καθήκοντα καθώς και πλήρη αποκοπή μισθού για ολόκληρη την περίοδο λόγω του ότι είχε κριθεί ένοχος σοβαρού πειθαρχικού παραπτώματος.

Α. Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή.

Γ. Τριανταφυλλίδης, για τους Καθ’ ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Mε την παρούσα προσφυγή ο αιτητής ο οποίος είναι Αναπληρωτής Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κύπρου αξιώνει ακύρωση της απόφασης του Συμβουλίου του Πανεπιστημίου με την οποία του επιβλήθηκε δεκαοκτώ μηνών αργία και απομάκρυνση από τα πανεπιστημιακά του καθήκοντα, καθώς και πλήρης αποκοπή μισθού για ολόκληρη την περίοδο, αφού είχε κριθεί ένοχος σοβαρού πειθαρχικού παραπτώματος.

Στις 15.6.1998 υποβλήθηκε από φοιτήτρια στον Πρύτανη γραπτή καταγγελία εναντίον του αιτητή για απρεπή συμπεριφορά.  Στη συνέχεια αποφασίστηκε από τη Σύγκλητο η σύσταση Επιτροπής αποτελούμενη από τον Αντιπρύτανη, τον Πρόεδρο της Επιτροπής Σπουδών και Φοιτητικών Υποθέσεων και τον Κοσμήτορα της Σχολής Ανθρωπιστικών και Κοινωνικών Επιστημών για εξέταση των ισχυρισμών που περιλαμβάνονταν στην καταγγελία.

Η Επιτροπή πήρε καταθέσεις από διάφορα πρόσωπα, συμπεριλαμβανομένης της φοιτήτριας που είχε υποβάλει την καταγγελία, άλλων φοιτητών και καθηγητών, μεταξύ των οποίων οι Α. Δημητρίου και Γιάννης Οικονομίδης. Οι καταθέσεις δόθηκαν στον αιτητή που σε διάφορες ημερομηνίες υπέβαλε ξεχωριστές γραπτές απαντήσεις.

Στις 23.9.1998 η Επιτροπή ετοίμασε δωδεκασέλιδη έκθεση η οποία μελετήθηκε από τη Σύγκλητο σε έκτακτη συνεδρία της ημερ. 25.9.1998. Αντίγραφο της έκθεσης στάληκε στις 28.9.1998 στον αιτητή από τον οποίο ζητήθηκε να υποβάλει γραπτώς τις παρατηρήσεις του το αργότερο μέχρι τις 9.10.1998.

Ύστερα από αλληλογραφία μεταξύ του δικηγόρου του και του δικηγόρου του Πανεπιστημίου και παράταση της προθεσμίας μέχρι τις 23.10.1998, ο αιτητής ειδοποιήθηκε ότι μετά την πιο πάνω ημε[*641]ρομηνία η Σύγκλητος θα επιλαμβανόταν εκ νέου του θέματος και θα κατέληγε στις αποφάσεις της, έστω και χωρίς να έχει ενώπιόν της τις παρατηρήσεις του.

Σε συνεδρία της ημερ. 27.10.1998 η Σύγκλητος υιοθέτησε το πόρισμα της Επιτροπής και προχώρησε στη συζήτηση του θέματος της ποινής. Αποφασίστηκε ομόφωνα όπως γίνει εισήγηση για συγκεκριμένες ποινές.

Ο Πρόεδρος του Συμβουλίου του Πανεπιστημίου στις 11.11.1998 πληροφόρησε τον αιτητή ότι η λήψη της απόφασης από το Συμβούλιο είχε αναβληθεί για τις 17.11.1998. Ο αιτητής βολιδοσκοπήθηκε για το κατά πόσο υπό τις περιστάσεις θα ήταν διατεθημένος να παραιτηθεί από τη θέση του, οπότε το Συμβούλιο δεν θα επέβαλλε οποιαδήποτε ποινή και θα παραχωρούνταν σ’ αυτόν όλα τα συνταξιοδοτικά του ωφελήματα.

Ο αιτητής απέρριψε την πιο πάνω εισήγηση και το Συμβούλιο σε νέα συνεδρία ημερ. 17.11.1998 αποφάσισε κατά πλειοψηφία την επιβολή αυστηρότερων ποινών από εκείνες που είχε εισηγηθεί η Σύγκλητος, με τη δικαιολογία της σοβαρότητας της φύσης των καταγγελιών.

Ο πρώτος λόγος που εγείρεται για ακύρωση της επιβληθείσας ποινής είναι η αναρμοδιότητα του Συμβουλίου. Σύμφωνα με τον αιτητή, η τιμωρία του έχει επιβληθεί παράνομα από αναρμόδιο όργανο που στερείται νομοθετικής ή κανονιστικής εξουσιοδότησης. Περαιτέρω προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι ακολουθήθηκαν διαδικασίες αντίθετες προς το νόμο, τις συνταγματικές διατάξεις και τις αρχές του διοικητικού δικαίου, καθώς και αντίθετα προς κάθε έννοια φυσικής δικαιοσύνης κατά τρόπο έκδηλα καταχρηστικό.

Μέσα στις εξουσίες και αρμοδιότητες του Συμβουλίου όπως καθορίζονται από το άρθρο 6 του περί Πανεπιστημίου Κύπρου Νόμου του 1989, Ν.144/89, δεν περιλαμβάνεται η επιβολή ποινών ή η εκδίκαση πειθαρχικών υποθέσεων εναντίον του ακαδημαϊκού προσωπικού. Στο άρθρο 32 προβλέπεται ότι το Συμβούλιο μπορεί, ύστερα από συνεννόηση με τη Σύγκλητο, να εκδίδει κανονισμούς αναφορικά με τη ρύθμιση οποιουδήποτε ζητήματος που αφορά την οργάνωση, διαχείριση και διοίκηση του Πανεπιστήμιου, μεταξύ των οποίων και την πειθαρχία στο Πανεπιστήμιο και τη διαδικασία επιβολής της.

Σύμφωνα με τον καν. 7(12) των περί Πανεπιστημίου Κύπρου [*642](Ακαδημαϊκό Προσωπικό) Κανονισμών του 1990, Κ.Δ.Π.153/90, “η Σύγκλητος συντάσσει, μέσα στα πλαίσια των διακηρύξεων του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών και της Ευρωπαϊκής Πράξεως των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, κανόνες που εγκρίνονται από το Συμβούλιο, σχετικά με τη συμπεριφορά και τη διαγωγή των μελών του ακαδημαϊκού προσωπικού μέσα στα υποστατικά και γενικά στους χώρους του Πανεπιστημίου”. Τέτοιοι κανονισμοί κατά τον ουσιώδη χρόνο δεν είχαν θεσπιστεί.

Είναι η θέση των καθ’ ων η αίτηση, ότι η Σύγκλητος αποτελεί, με βάση το άρθρο 13(γ) του Νόμου, το ανώτατο πειθαρχικό συμβούλιο του Πανεπιστήμιου. Περαιτέρω, αφού η Σύγκλητος έχει το δικαίωμα να καταρτίζει επιτροπές από μέλη της και να μεταβιβάζει σ’ αυτές οποιεσδήποτε από τις αρμοδιότητές της (άρθρο 13(ε) του Νόμου), νόμιμα παρέπεμψε το θέμα της εξέτασης του ισχυρισμού για πειθαρχικό αδίκημα του αιτητή στην εξεταστική επιτροπή.

Η πιο πάνω αντιμετώπιση χρωματίζει ακριβώς και τη σημειωθείσα παρανομία. Την τελική απόφαση και την επιβολή της ποινής πήρε το Συμβούλιο και όχι η Σύγκλητος. Ο Νόμος δεν προβλέπει αρμοδιότητα του Συμβουλίου για εκδίκαση πειθαρχικών παραπτωμάτων του ακαδημαϊκού προσωπικού και επιβολή ποινής. Στην πραγματικότητα δεν προβλέπει κανένα όργανο ως αρμόδιο για το σκοπό αυτό. Αν δεχτούμε τη θέση των καθ’ ων η αίτηση ότι η Σύγκλητος είναι το ανώτατο πειθαρχικό σώμα, θέση που, εν πάση περιπτώσει, δεν δικαιολογείται από τη διατύπωση του Νόμου, τότε γεννάται το ερώτημα γιατί η Σύγκλητος παρέπεμψε προς το Συμβούλιο την υπόθεση για απόφαση και επιβολή ποινής.

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι παρά το ότι η Σύγκλητος αποτελεί σύμφωνα με το άρθρο 13(γ) δευτεροβάθμιο όργανο κρίσης και δευτεροβάθμιο πειθαρχικό συμβούλιο, μετά την υιοθέτηση του πορίσματος της Επιτροπής, παρέπεμψε το θέμα προς το Συμβούλιο για απόφαση. Νομίζω ότι το άρθρο 13(γ) δεν παρέχει στη Σύγκλητο την εξουσία να εκδικάζει πρωτόδικα ή, ακόμα περισσότερο, να παραπέμπει πειθαρχικά θέματα στο Συμβούλιο. Είναι αντινομικό το δευτεροβάθμιο όργανο να υιοθετεί το πόρισμα της εξεταστικής Επιτροπής και να παραπέμπει το θέμα για απόφαση σε άλλο όργανο, το οποίο εν πάση περιπτώσει δεν φαίνεται να είναι εκ του Νόμου αρμόδιο.

Σε κανένα στάδιο της διαδικασίας δεν φαίνεται να υπάρχει ξεκάθαρη άποψη για το ποιο όργανο είναι αρμόδιο. Νομίζω ότι το θέμα της δικαιοδοσίας θα έπρεπε να είχε ξεκαθαρίσει από την αρχή, ιδιαίτερα αφού η νομοθετική ρύθμιση δεν είναι επαρκής, ενώ ο αι[*643]τητής, μέσω του δικηγόρου του, επανειλημμένα έθετε σχετικά ερωτήματα. Εν όψει όλων των πιο πάνω κρίνω ότι η επιβληθείσα από το Συμβούλιο ποινή είναι παράνομη και θα πρέπει να ακυρωθεί.

Πέραν όμως αυτού, η προσβαλλόμενη πράξη πάσχει και για αριθμό άλλων ανεξάρτητων λόγων. Είναι αλήθεια ότι η Σύγκλητος έχει το δικαίωμα να μεταβιβάζει σε επιτροπές αρμοδιότητές της.  Στην παρούσα περίπτωση θα πρέπει να εξεταστεί ποιές αρμοδιότητές της μεταβίβασε στην εξεταστική Επιτροπή.  Οι αρμοδιότητες αυτές προκύπτουν από τους όρους εντολής. Η Επιτροπή εξουσιοδοτήθηκε να εξετάσει απλώς τους ισχυρισμούς που περιέχονταν στην καταγγελία.

Άνκαι όμως η Επιτροπή δεν είχε εξουσιοδότηση να αποφανθεί τελικά επί της ενοχής ή μη του αιτητή κατέληξε ότι έχει πεισθεί πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας ότι η συμπεριφορά του απέναντι στη συγκεκριμένη φοιτήτρια ήταν απρόκλητα ενοχλητική, προσβλητική και αθέμιτη και οπωσδήποτε μη αρμόζουσα σε πανεπιστημιακό δάσκαλο.

Το πόρισμα βρισκόταν εκτός της εξουσιοδότησης της Επιτροπής. Περαιτέρω το αποφασίζον όργανο, αντί να το χρησιμοποιήσει ως βάση για περαιτέρω εξέταση και να προχωρήσει να διαπιστώσει από μόνο του, μετά από εκδίκαση της υπόθεσης, την ενοχή ή μη του αιτητή, το υιοθέτησε απλώς. Η κατάληξη σε τελική απόφαση με βάση μόνο το πόρισμα, έστω κι’ αν είχε δοθεί η ευκαιρία στον αιτητή να υποβάλει γραπτώς τις απόψεις του, δεν εγγυάται την ορθή απονομή της δικαιοσύνης.

Ο αιτητής κλήθηκε δύο φορές, τη μία φιλικά από τον Πρύτανη και τη δεύτερη εγγράφως από τον Πρόεδρο του Συμβουλίου του Πανεπιστημίου να παραιτηθεί με αντάλλαγμα τη μη επιβολή ποινής, ούτως ώστε να μη χάσει τα συνταξιοδοτικά του ωφελήματα.  Και αυτή η διαδικασία κρίνεται ως τουλάχιστον παράτυπη και εν πολλοίς εκβιαστική.

Άλλη παρανομία που παρατηρείται είναι η παρουσία στις συνεδρίες τόσο της Συγκλήτου, όσο και του Συμβουλίου, ορισμένων προσώπων. Συγκεκριμένα σε όλες τις συνεδρίες κατά τις οποίες η Σύγκλητος ασχολήθηκε με το θέμα, παρόντες ήταν ο Αντιπρύτανης κ. Νίκος Παπαμιχαήλ, ο Αναπλ. Καθηγητής κ. Γιάννης Ιωάννου, Κσμήτορας της Σχολής Ανθρωπιστικών και Κοινωνικών Επιστημών, η Καθηγήτρια κα Ελπίδα Κεραυνού-Παπαηλιού, ο κ. Ανδρέας Δημητρίου της Σχολής Ανθρωπιστικών και Κοινωνικών Επιστη[*644]μών και ο κ. Γιάννης Οικονομίδης της Φ.Ε.ΠΑΝ.  Οι μεν Παπαμιχαήλ, Ιωάννου και Παπαηλιού, ήταν μέλη της Επιτροπής που ετοίμασε το πόρισμα, ενώ οι Δημητρίου και Οικονομίδης είχαν καταθέσει ως μάρτυρες. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι Παπαμιχαήλ και Δημητρίου ήταν παρόντες και στη συνεδρία του Συμβουλίου κατά την οποία συζητήθηκε το θέμα της επιβολής ποινής, υπό την ιδιότητά τους ως μέλη του Συμβουλίου.  Τέλος, σε όλες τις συνεδρίες τόσο της Συγκλήτου, όσο και του Συμβουλίου παρίστατο και η κα Αθηνά Γιάλλουρου-Στυλιανού, Διοικητική Λειτουργός.

Στην υπόθεση Γιοκαρή κ.ά. ν. Δήμου Στροβόλου (1997) 4 Α.Α.Δ. 2494, κρίθηκε ότι η παράλειψη εξαίρεσης από την πειθαρχική δίκη μέλους του Δημοτικού Συμβουλίου που ήταν μέλος της ερευνητικής επιτροπής, καθιστούσε τη σύνθεση του πειθαρχικού οργάνου πλημμελή και παράνομη και κατά παράβαση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης. Στην ίδια υπόθεση σημειώνεται ότι στην Ελλάδα έχει καθιερωθεί και νομοθετικά ότι ο διενεργήσας την ανάκριση εξαιρείται απο τη σύνθεση του πειθαρχικού συμβουλίου (βλέπε Μιχαήλ Στασινόπουλου, Μαθήματα Διοικητικού Δικαίου, 1957, Μέρος Α, σελ. 412 και Χρίστου Φθενάκη, Σύστημα Υπαλληλικού Δικαίου, ΄Εκδοση 1967, Τόμος Γ΄, σελ. 280).

Βασικά τεκμαίρεται ότι το όργανο που εκδίδει κάποια διοικητική πράξη θα μεροληπτήσει υπέρ της γνώμης του, που έχει ήδη διατυπωθεί, αν τυχόν αυτή τεθεί εκ νέου υπό την κρίση του (Αναστάσιος Τάχος, Σύγχρονοι Τάσεις της Αρχής της Νομιμότητος εις το Διοικητικόν Δίκαιον, 1973, σελ. 137. Βλέπε επίσης Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, 1929-1959, σελ. 362).

Στην υπόθεση Βασιλείου ν. Δήμου Παραλιμνίου και/ή Άλλου (Αρ. 1) (1996) 4 Α.Α.Δ. 1393, θεωρήθηκε ότι η συμμετοχή του Δημάρχου, που ήταν το πρόσωπο που υπέβαλε την καταγγελία, συνιστούσε παράβαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης αφού, όπως τονίστηκε, ο κατήγορος δεν μπορεί να είναι παράλληλα και κριτής του κατηγορούμενου.

Οι αρχές του φυσικού δικαίου απαγορεύουν τη σύμπτωση στο ίδιο πρόσωπο των ιδιοτήτων είτε του κατήγορου και του κριτή, είτε του μάρτυρα και του κριτή (Γιοκκαρή κ.ά. ν. Δήμου Στροβόλου κ.ά., ανωτέρω).

Όσον αφορά την παρουσία της κας Στυλιανού, θα ήθελα να παρατηρήσω ότι η συμμετοχή έστω και ενός προσώπου που δεν περιλαμβάνεται μεταξύ των νομίμων μελών του οργάνου, επηρεάζει άμε[*645]σα τη νόμιμη του συγκρότηση που αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την έννομη λειτουργία του (βλέπε μεταξύ άλλων Gavriel v. Republic (1967) 3 C.L.R. 638, Επιστημονικό Τεχνικό Επιμελητήριο Κύπρου ν. Δημοκρατίας (1998) 4 Α.Α.Δ. 746, Δρουσιώτης κ.ά. ν. Αρχής Βιομηχανικής Κατάρτισης Κύπρου (1999) 4 Α.Α.Δ. 242. Βλέπε επίσης Ηλία Κυριακόπουλου, Ελληνικό Διοικητικό Δίκαιο, Β, Γενικό Μέρος, σελ.  20 και 21).

Η νεότερη νομολογία είναι αυστηρή ακόμα και ως προς την απλή παρουσία προσώπων ξένων προς τη νόμιμη σύνθεση του συλλογικού οργάνου (Avgerinos Nikitas Ltd κ.ά. ν. Δήμου Λεμεσού (1993) 4 Α.Α.Δ. 315. Βλέπε επίσης Γ. Μ. Παπαχατζής, Σύστημα του ισχύοντος στην Ελλάδα Διοικητικού Δικαίου, Πέμπτη Έκδοση, σελ. 171 και ΣτΕ 1036/1963, 1045 και 1934/1972).

Μη μέλη που παρίστανται στη συνεδρία όπως π.χ. υπηρεσιακοί παράγοντες που κλήθηκαν για παροχή πληροφοριών θα πρέπει να αποχωρούν πριν από την έναρξη της συζήτησης (ΣτΕ 3022/1980 και Δρουσιώτης κ.ά. ν. Αρχής Βιομηχανικής Κατάρτισης Κύπρου, ανωτέρω. Βλέπε επίσης Κασιουλής κ.ά. ν. Δήμου Γεροσκήπου (1999) 4 Α.Α.Δ. 1).

Οι κανόνες φυσικής δικαιοσύνης που εφαρμόζονται γενικά στα αδικήματα και πρέπει να εφαρμόζονται και σε όλες τις υποθέσεις πειθαρχικής δίωξης στο χώρο του δημόσιου δικαίου (Μorsis and the Republic 4 R.S.C.C. 133), φαίνεται ότι παραβιάστηκαν στην παρούσα περίπτωση. Παρατηρήθηκε η σύμπτωση των ιδιοτήτων του κατήγορου και του μάρτυρα, με την ιδιότητα του κριτή. Παράλληλα σημειώνεται η παρουσία στις συνεδρίες αναρμόδιου προσώπου.

Περιττόν να λεχθεί ότι δεν υπεισέρχομαι στην ουσία της υπόθεσης και δεν εξετάζω κατά πόσο ο αιτητής ήταν ή όχι ένοχος των εναντίον του κατηγοριών. Σκοπός της παρούσας διαδικασίας είναι η διαπίστωση της νομιμότητας της διαδικασίας που ακολουθήθηκε και της απόφασης που λήφθηκε.

Στη γραπτή του αγόρευση ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή προβαίνει σε αριθμό καταγγελιών ως προς την ύπαρξη συνωμοσίας και την παράνομη αποφοίτηση της φοιτήτριας που προέβη στην καταγγελία. Κρίνω ότι οι ισχυρισμοί αυτοί είναι εκτός του πλαισίου της παρούσας διαδικασίας και δεν προτίθεμαι να τους σχολιάσω καθ’ οιονδήποτε τρόπο. Εξ ίσου ασχολίαστες θα αφήσω και διάφορες αναφορές και παρατηρήσεις που ορισμένοι καθηγητές προέβηκαν στις καταθέσεις τους, που δεν αποτελούν αποδεικτικό υλικό, [*646]αλλά προσωπικές γνώμες.

Εν όψει όλων των πιο πάνω η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται με έξοδα εναντίον των καθ’ ων η αίτηση, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.

Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο