Κυπριακή Δημοκρατία, Ροζάννα-Αμφιτρίτη Κούτσιου (1999) 4 ΑΑΔ 693

(1999) 4 ΑΑΔ 693

[*693]16 Ιουνίου, 1999

[ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΡΟΖΑΝΝΑ-ΑΜΦΙΤΡΙΤΗ ΚΟΥΤΣΙΟΥ,

Αιτήτρια,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθ’ ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 458/98)

 

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Μεταθέσεις ― Προϋπόθεση η υποβολή αιτιολογημένης πρότασης της αρμόδιας αρχής προς Ε.Δ.Υ. ― Άρθρο 48(2) του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου (N. 1/90) ― Αρμόδια Αρχή ο Υπουργός, που ενεργεί μέσω του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου ― Η υποβολή της πρότασης από υπάλληλο που ενεργούσε ύστερα «από οδηγίες», βάσει του τεκμηρίου κανονικότητας, που δεν καταρρίφθηκε, έγινε αρμοδίως.

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Μεταθέσεις ― Κανένα νομοθετικό ή άλλο έρεισμα για συμμετοχή του υπαλλήλου στη διαδικασία μετάθεσής του.

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Μεταθέσεις ― Εξυπηρέτηση αναγκών της υπηρεσίας ― Η μείωση των αναγκών για διοικητικούς λειτουργούς στο Τμήμα, αποτελεί νόμιμη αιτιολογία ― Καμία πλάνη υπό τις περιστάσεις.

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Μεταθέσεις ― Εξυπηρέτηση αναγκών της υπηρεσίας ― Απαραίτητη η συνεκτίμηση των προσωπικών συνθηκών, αλλά υπερισχύει το δημόσιο συμφέρον ― Η επιτυχής εκτέλεση καθηκόντων δεν δημιουργεί αμετάθετο για τον υπάλληλο ― Υπό τις περιστάσεις η Ε.Δ.Υ. ενήργησε με καλή πίστη.

Η αιτήτρια προσέβαλε την απόφαση της Ε.Δ.Υ. να τη μεταθέσει.

[*694]Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:

1.  Aναγκαία προϋπόθεση για τη διενέργεια μετάθεσης, με βάση τη διάταξη του Άρθρου 48(2) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 (Ν. 1/90) όπως τροποποιήθηκε, είναι η υποβολή προς την Επιτροπή αιτιολογημένης πρότασης από την αρμόδια αρχή. Στην περίπτωση αυτή αρμόδια αρχή είναι κατά το νομοθετικό ορισμό του Άρθρου 2(στ), ο Υπουργός, «που ενεργεί συνήθως μέσω του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου για τους υπαλλήλους του Υπουργείου του και κάθε Τμήματος που υπάγεται σ’ αυτό».

     Αναφορικά με τον ισχυρισμό ότι η πρόταση υποβλήθηκε αναρμοδίως, είναι γεγονός ότι δεν υπάρχουν οπουδήποτε γραπτές οδηγίες του Υπουργείου. Ωστόσο από τα στοιχεία που περιβάλλουν το θέμα – και δεδομένου ότι ρητά αναφέρεται πως ο υπάλληλος ενεργούσε ύστερα “από οδηγίες” – λειτουργεί το τεκμήριο της κανονικότητας ότι, δηλαδή, η πρωτοβουλία ανήκε στον Υπουργό και την άσκησε μέσω του Γενικού Διευθυντή. Περαιτέρω, δεν τέθηκε οτιδήποτε ενώπιον του Δικαστηρίου για να κλονίσει το συμπέρασμα αυτό.

2.  Το επόμενο επιχείρημα είναι ότι δε στάληκε η πρόταση στην ίδια την αιτήτρια κατά παράβαση των κανονισμών της φυσικής δικαιοσύνης. Ούτε από το νόμο, αλλ’ ούτε από οποιαδήποτε γενική αρχή, η διοίκηση είχε τέτοια υποχρέωση. Στην αιτήτρια δόθηκε η ευχέρεια να προβεί σε κάθε είδους παραστάσεις. Ο συνήγορος, στην απαντητική του αγόρευση, διαφοροποίησε τη θέση του, λέγοντας πως εννοούσε ότι δεν τηρήθηκαν οι παραπάνω κανόνες στο στάδιο “διαμόρφωσης της κρίσης” της διοίκησης, όπως το έθεσε, αναφορικά με την πρόταση για μετάθεση. Δεν υπάρχει κανένα έγκυρο νομοθετικό ή άλλο έρεισμα για συμμετοχή της αιτήτριας στη διαδικασία. Το επιχείρημα απορρίπτεται σαν αβάσιμο.

3.  Συναφές ζήτημα, που ήγειρε η αιτήτρια, είναι και η επελθούσα μεταβολή από την ακύρωση της προαγωγής της άλλης υπαλλήλου. Αυτό συνδέεται και με ισχυρισμούς για πλάνη ή πιθανότητα πλάνης. Όμως δε διέλαθε της προσοχής της Ε.Δ.Υ., η οποία μάλιστα το σχολιάζει στην επίδικη απόφαση. Παρατηρεί στην ουσία ότι το γεγονός αυτό, δε διαφοροποίησε την ανάγκη για μετάθεση της αιτήτριας. Το ζήτημα δεν ήταν, όπως υποστήριξε ο δικηγόρος της αιτήτριας, ποια από τις δύο ισόβαθμες τότε υπαλλήλους θα έπρεπε να μετατεθεί. Το κριτήριο, όπως επισημάνθηκε από την Ε.Δ.Υ. ήταν “η μειωμένη της ανάγκης προσφοράς υπηρεσιών στο συγκεκριμένο [*695]Τμήμα από Διοικητικούς Λειτουργούς γενικά, ανεξάρτητα από κλίμακα και βαθμίδα”.

     Η παράγραφος 6(α) της πρότασης επιβεβαιώνει την ορθότητα αυτού του σχολίου. Παράλληλα αποτελεί τον πυρήνα της αιτιολογίας για τη μετάθεση και καθιστά αβάσιμες τις αιτιάσεις για έλλειψη αιτιολόγησης της πρότασης, σύμφωνα με το Άρθρο 48(2), όπως και για ύπαρξη πλάνης.

4.  Ανεξάρτητα από το ότι οι προσωπικές και οικογενειακές περιστάσεις του ενδιαφερομένου διαδραματίζουν κάποιο ρόλο στην απόφαση για μετάθεση, η καθοριστική αρχή είναι άλλη. Επικρατεί το συμφέρον της υπηρεσίας, που είναι άμεσα συνδεδεμένο με το γενικό καλό. Υπερισχύει των προσωπικών συνθηκών η υποχρέωση προς το δημόσιο.

     Η παράγραφος 6(β) της πρότασης, περιέχει τη διαπίστωση πως η μετάθεση πραγματοποιείται για την κάλυψη υπηρεσιακών αναγκών. Το μέτρο, όπως ρητά αναφέρει, αποσκοπεί στην ενίσχυση των υπηρεσιών του Υπουργείου, ιδιαίτερα στον τομέα της Εμπορικής Ναυτιλίας. Η αιτήτρια θα αναπλήρωνε άλλο διοικητικό υπάλληλο του Υπουργείου, που κρίθηκε επίσης μεταθετέος. Τόσο ο Γενικός Διευθυντής όσο και ο Διευθυντής Εμπορικής Ναυτιλίας συμφώνησαν με όλες τις προταθείσες διευθετήσεις.

     Από το έγγραφο υλικό, προκύπτει ότι λήφθηκαν υπόψη προεχόντως οι ανάγκες της υπηρεσίας σε συνδυασμό προς τις ικανότητες των υπαλλήλων. Η Ε.Δ.Υ., αντίθετα με ό,τι εισηγήθηκε η αιτήτρια, αιτιολόγησε διά μακρών την απόφασή της, που καλύπτει αρκετές σελίδες, χωρίς να παραπλανηθεί για κανένα στοιχείο που αφορά την απόφαση μετάθεσης. Ακόμη η Επιτροπή ασχολήθηκε και με τις παραστάσεις του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου, αλλά κατέληξε ότι πρέπει πρωτίστως να διασφαλιστεί το υπηρεσιακό συμφέρον. Παρατηρείται ότι η επιτυχής εκτέλεση καθηκόντων, δε δημιουργεί αμετάθετο για τον υπάλληλο. Η αιτήτρια υπηρέτησε για όλη τη μέχρι τότε σταδιοδρομίας της (20 χρόνια) στην ίδια θέση. Η Ε.Δ.Υ. ενήργησε με καλή πίστη.

H προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Βεληγκέκα ν. Δημοκρατίας (1990) 3 A.A.Δ. 4387,

[*696]Πεδίου ν. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 330.

Προσφυγή.

Προσφυγή εναντίον της απόφασης της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας με την οποία η αιτήτρια μετατέθηκε από το Τμήμα Εμπορικής Ναυτιλίας Λεμεσού στο Υπουργείο Συγκοινωνιών και Έργων στη Λευκωσία.

Α. Σ. Αγγελίδης, για την Αιτήτρια.

Ξ. Ευσταθίου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ’ ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Η αιτήτρια υπηρετούσε, μέχρι τη μετάθεσή της στις 25/5/98, στη Λεμεσό, στο Τμήμα Εμπορικής Ναυτιλίας του Υπουργείου Συγκοινωνιών και Έργων. Έκτοτε είναι τοποθετημένη στη Λευκωσία στο Υπουργείο αυτό. Την απόφαση για τη μετάθεσή της πήρε στις 6/5/98 η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (στην οποία θα αναφέρομαι με το ακρωνύμιο της ή σαν η “Επιτροπή”), ύστερα από πρόταση της διοίκησης ημερ. 24/4/98. Είναι το αντικείμενο της προσφυγής.

Η αιτήτρια άρχισε τη σταδιοδρομία της την 1/3/79.  Διορίστηκε στη θέση Διοικητικού Λειτουργού που ανήκει στο Γενικό Διοικητικό Προσωπικό, Γενικές Κατηγορίες Προσωπικού. Έχει δίπλωμα νομικής και μεταπτυχιακό στο Ναυτικό Δίκαιο. Υπηρέτησε από το διορισμό της, μέχρι τη μετάθεσή της στη Λευκωσία, στο Τμήμα Εμπορικής Ναυτιλίας στη Λεμεσό. Είχε για πολλά χρόνια την ευθύνη τήρησης του κυπριακού νηολογίου.

Την 1/9/97 η αιτήτρια προάχθηκε σε Διοικητικό Λειτουργό Α΄.  Στις 22/10/97 ο Διευθυντής της Υπηρεσίας Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού (ο Διεθυντής) την πληροφόρησε γραπτώς ότι μελετάται η μετάθεση/μετακίνηση των προαχθέντων “για να αναλάβουν τα καθήκοντα της θέσης τους και να καλύψουν από άποψη περιεχομένου εργασίας και επιπέδου ευθύνης τις υπηρεσιακές ανάγκες για τις οποίες οι θέσεις αυτές έχουν δημιουργηθεί”.  Ο Διευθυντής, όπως αναφέρει στην παραπάνω επιστολή του, θεώρησε δεδομένη τη θετική ανταπόκριση της αιτήτριας εφόσον με την αποδοχή της προαγωγής συμφώνησε σε μια τέτοια εξέλιξη.

[*697]Η αιτήτρια όμως αντέδρασε στην προτεινόμενη μετάθεσή της. Αρχικά (στο νενομισμένο έντυπο που συμπλήρωσε και το συνόδευσε με επιστολή ημερ. 18/3/98) ισχυρίστηκε πως δεν θα ήταν σε θέση να επιλύει τα προβλήματα των 3 παιδιών της, που είναι στην εφηβική τους ηλικία. Παράλληλα θα αντιμετώπιζε δυσκολίες με τη μεταφορά τους κάθε απόγευμα σε ιδιαίτερα μαθήματα, που ήταν δική της ευθύνη. Με νέα επιστολή της ημερ. 29/4/98, πρόσθεσε και άλλους λόγους για να υποστηρίξει την ένσταση κατά της μετάθεσής της: (1) ότι φρόντιζε τον πατέρα της, που σύμφωνα με τα ιατρικά πιστοποιητικά που, όπως ανέφερε, θα έστελλε σύντομα, ουσιαστικά έχει απωλέσει την όρασή του· και (2) δύο από τα παιδιά της υπέφεραν από άσθμα. Όπως, περαιτέρω ανέφερε, θα εξασφάλιζε και πάλι σχετικά ιατρικά πιστοποιητικά. Αργότερα, σε 2-3 περιπτώσεις, απευθύνθηκε απευθείας στον Πρόεδρο της Επιτροπής εκθέτοντας τις προσωπικές και οικογενειακές της περιστάσεις που, κατά την αντίληψή της, συνηγορούσαν κατά της μετάθεσής της. Απέστειλε δε και ιατρικά πιστοποιητικά αναφορικά με τα προβλήματα υγείας του πατέρα και των παιδιών της, όπως και πιστοποιητικό κυβερνητικού γιατρού, σύμφωνα με το οποίο η ιδία (η αιτήτρια) υποφέρει από οσφυαλγίες οφειλόμενες σε οσφυϊκή δισκοπάθεια. Ο γιατρός της συνέστησε να “αποφεύγει μακρινά καθημερινά ταξίδια”.

Στο ζήτημα παρενέβη με γραπτό διάβημα της η Επιτροπή Ναυτιλίας του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου ζητώντας την αναθεώρηση της απόφασης, που χαρακτηρίστηκε από τον εκπρόσωπο της Επιτροπής αυτής σαν “το νέο πλήγμα για την Κυπριακή Ναυτιλία”. Στο μεταξύ από 7/11/97 ο Διευθυντής του Τμήματος ζήτησε από το Διευθυντή Προσωπικού να μην υλοποιηθεί άμεσα η απόφαση για να καταρτισθεί και να αναλάβει καθήκοντα στον τομέα αυτό ένας από τους τρεις Λειτουργούς Εμπορικής Ναυτιλίας, που υπηρετούσε ήδη στο Τμήμα.

Κατά τον κρίσιμο χρόνο υπηρετούσε στο ίδιο τμήμα η Χριστίνα Ροδοσθένους η οποία κατείχε θέση Διοικητικού Λειτουργού Α΄. Ας σημειωθεί ότι η προαγωγή της στη θέση αυτή ακυρώθηκε με δικαστική απόφαση ημερ. 27/2/98. Αναφέρω το γεγονός γιατί ήταν η βάση ενός από τους πολλούς λόγους ακύρωσης που πρόβαλε η αιτήτρια. Σε μετάθεσή της εναντιώθηκε και η υπάλληλος αυτή προβάλλοντας, πέραν του ότι υπηρετούσε για μια 5ετία εκτός Λεμεσού, οικογενειακούς και οικονομικούς λόγους, που ήταν αποτέλεσμα του διαζυγίου της.

Αναγκαία προϋπόθεση για τη διενέργεια μετάθεσης, με βάση τη διάταξη του άρθρ.48(2) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του [*698]1990 (αρ. 1/90, όπως τροποποιήθηκε), είναι η υποβολή προς την Επιτροπή αιτιολογημένης πρότασης από την αρμόδια αρχή. Στην περίπτωση αυτή αρμόδια αρχή είναι, κατά το νομοθετικό ορισμό του άρθρ. 2(στ), ο Υπουργός “που ενεργεί συνήθως μέσω του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου για τους υπαλλήλους του Υπουργείου του και κάθε Τμήματος που υπάγεται σ’ αυτό”.

Θα υπομνήσω ότι υποβλήθηκε, στις 24/4/98, γραπτή πρόταση για μετάθεση της αιτήτριας (παράρτημα 1 στην ένσταση). Συνοδευόταν από επιστολή της ίδιας ημερομηνίας που υπογράφεται από υπάλληλο του Υπουργείου Οικονομικών “για Γενικό Διευθυντή”.  Αρχίζει με τη φράση “Έχω οδηγίες να υποβάλω πρόταση για μετάθεση........”. Σε αυτό το στοιχείο εστιάστηκε ο πρώτος λόγος ακύρωσης που ανέπτυξε ο δικηγόρος της αιτητρίας. Δεν προκύπτει, όπως επιχειρηματολόγησε, αν οι οδηγίες του προέρχονταν από το Γενικό Διευθυντή ή τον Υπουργό, στον οποίο ο νόμος απονέμει την αρμοδιότητα. Δεν αποδείχθηκε η ενέργεια ή η απόφαση του Υπουργείου. Υπάρχει, επομένως, έλλειψη αρμοδιότητας.

Είναι γεγονός ότι δεν υπάρχουν οπουδήποτε γραπτές οδηγίες του Υπουργείου. Ωστόσο από τα στοιχεία που περιβάλλουν το θέμα - και δεδομένου ότι ρητά αναφέρεται πως ο υπάλληλος ενεργούσε ύστερα “από οδηγίες” - λειτουργεί το τεκμήριο της κανονικότητας· ότι, δηλαδή, η πρωτοβουλία ανήκε στον Υπουργό και την άσκησε μέσω του Γενικού Διευθυντή. Περαιτέρω, δεν τέθηκε οτιδήποτε ενώπιον του Δικαστηρίου για να κλονίσει το συμπέρασμα αυτό.

Το επόμενο επιχείρημα είναι ότι δε στάληκε η πρόταση στην ίδια την αιτήτρια κατά παράβαση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης. Ούτε από το νόμο αλλ’ ούτε από οποιαδήποτε γενική αρχή η διοίκηση είχε τέτοια υποχρέωση. Στην αιτήτρια δόθηκε η ευχέρεια να προβεί σε κάθε είδους παραστάσεις. Ο συνήγορος, στην απαντητική του αγόρευση, διαφοροποίησε τη θέση του λέγοντας πως εννοούσε ότι δεν τηρήθηκαν οι παραπάνω κανόνες στο στάδιο “διαμόρφωσης της κρίσης” της διοίκησης, όπως το έθεσε, αναφορικά με την πρόταση για μετάθεση. Δεν υπάρχει κανένα έγκυρο νομοθετικό ή άλλο έρεισμα για συμμετοχή της αιτητρίας στη διαδικασία. Το επιχείρημα απορρίπτεται σαν αβάσιμο.

Πρέπει να λεχθεί ότι στην πρόταση για μετάθεση (στο εξής η πρόταση) αναφέρεται πως λήφθηκαν υπόψη οι παραστάσεις και των δύο υπαλλήλων. Κρίθηκε όμως ότι οι λόγοι που πρόβαλε η Ροδοσθένους ήταν σοβαρότεροι. Σημειώθηκε επίσης, στο ίδιο έγγραφο, το γεγονός πως η τελευταία υπηρέτησε για μια 5ετία εκτός Λεμεσού. Ο δικηγόρος της αιτήτριας προσπάθησε, παραθέτοντας κάποια στοι[*699]χεία, μεταξύ των οποίων και τα πρακτικά δικαστικής διαδικασίας, να δείξει πως οι παραστάσεις της Ροδοσθένους ήταν παραπλανητικές.  Δεν πρόκειται εδώ να αναλύσω τα στοιχεία αυτά και να αποφασίσω ποίος υπάλληλος είχε σοβαρότερες οικογενειακές περιστάσεις οι οποίες συνηγορούσαν υπέρ της παραμονής του. Το Δικαστήριο δεν έχει τέτοια αρμοδιότητα. Θεωρώ αρκετό να παρατηρήσω ότι η κρίση που βάλλεται δεν στοιχειοθετεί, με βάση το σύνολο των δεδομένων, την αποδιδόμενη σ’ αυτή αυθαιρεσία ή πλημμέλεια.

Συναφές ζήτημα, που ήγειρε η αιτήτρια, είναι και η επελθούσα μεταβολή από την ακύρωση της προαγωγής της άλλης υπαλλήλου.  Αυτό συνδέεται και με ισχυρισμούς για πλάνη ή πιθανότητα πλάνης. Όμως δε διέλαθε της προσοχής της Ε.Δ.Υ., η οποία μάλιστα το σχολιάζει στην επίδικη απόφαση. Παρατηρεί στην ουσία ότι το γεγονός αυτό δε διαφοροποίησε την ανάγκη για μετάθεση της αιτητρίας. Το ζήτημα δεν ήταν, όπως υποστήριξε ο δικηγόρος της αιτητρίας ποια από τις δύο ισόβαθμες τότε υπαλλήλους θα έπρεπε να μετατεθεί. Το κριτήριο, όπως επισημάνθηκε από την Ε.Δ.Υ., ήταν “η μείωση της ανάγκης προσφοράς υπηρεσιών στο συγκεκριμένο Τμήμα από Διοικητικούς Λειτουργούς γενικά, ανεξάρτητα από κλίμακα και βαθμίδα”.

Η παράγραφος 6(α) της πρότασης επιβεβαιώνει την ορθότητα αυτού του σχολίου. Παράλληλα αποτελεί τον πυρήνα της αιτιολογίας για τη μετάθεση και καθιστά αβάσιμες τις αιτιάσεις για έλλειψη  αιτιολόγησης της πρότασης, σύμφωνα με το άρθρ. 48(2), όπως και για ύπαρξη πλάνης.  Κρίνω γιαυτό σκόπιμη την ακριβή μεταφορά του κειμένου της απόφασης:

“6.....................................................................................

(α) Στο Τμήμα Εμπορικής Ναυτιλίας έχουν δημιουργηθεί τα τελευταία χρόνια 8 οργανικές θέσεις Λειτουργού Εμπορικής Ναυτιλίας, από τις οποίες 5 είναι πληρωμένες, ενώ οι υπόλοιπες 3 αναμένεται να πληρωθούν τον προσεχή Μάϊο. Με την πλήρωση των θέσεων αυτών, δεν θα χρειάζονται και οι δύο Διοικητικοί Λειτουργοί Α΄ που υπηρετούν εκεί και οι οποίοι είχαν τοποθετηθεί στο Τμήμα ως Διοικητικοί Λειτουργοί πριν τη δημιουργία οργανικών θέσεων. Ο Διευθυντής του Τμήματος Εμπορικής Ναυτιλίας συμφωνεί με την προτεινόμενη μετάθεση και δε χρειάζεται αντικαταστάτη στο παρόν στάδιο.”

Πρόσθετα, έχει λεχθεί ότι ο Διευθυντής του Τμήματος δεν συγκατατέθηκε στην προτεινόμενη μετάθεση, όπως προκύπτει από τις [*700]αντιρρήσεις που εξέφρασε στην επιστολή του ημερ. 7/11/97. Κι αυτό το ζήτημα απασχόλησε την Ε.Δ.Υ. που το είδε στη σωστή διάστασή του:

“Περαιτέρω, η Επιτροπή σημείωσε τη δήλωση του Διευθυντή του Τμήματος Εμπορικής Ναυτιλίας στην οποία προέβη το Νοέμβριο του 1997, κατά την αρχική διερεύνηση από την Υπηρεσία Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού του ενδεχομένου μετάθεσης της Κούτσιου, και τη δέσμευση που ο ίδιος ανέλαβε να εξειδικεύσει άλλο προσωπικό που να μπορέσει σε σύντομο χρονικό διάστημα να αναλάβει τα καθήκοντα της εν λόγω υπαλλήλου και θεωρεί ότι η συγκατάθεσή του στην προτεινόμενη μετάθεση, που δόθηκε έξι μήνες αργότερα, υποδηλεί ότι έχουν ήδη ληφθεί όλα τα αναγκαία μέτρα για τη συνέχιση της ομαλής λειτουργίας του Τμήματος, ανεξάρτητα από την παραμονή ή όχι της Κούτσιου.”

Ανεξάρτητα από το ότι οι προσωπικές και οικογενειακές περιστάσεις του ενδιαφερομένου διαδραματίζουν κάποιο ρόλο στην απόφαση για μετάθεση, η καθοριστική αρχή είναι άλλη. Επικρατεί το συμφέρον της υπηρεσίας, που είναι άμεσα συνδεδεμένο με το γενικό καλό. Στην υπόθεση Άννα Βεληγκέκα ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1990) 3 A.A.Δ. 4387 ο δικαστής Πικής, όπως ήταν τότε, αναφερόμενος στις γενικές αρχές που διέπουν τα των μεταθέσεων είπε:

“.....η  Διοίκηση είναι ο κριτής της ανάγκης για τη μετάθεση δημοσίου υπαλλήλου.  Εφόσον η εξουσία ασκείται καλόπιστα, δημιουργείται μαχητό τεκμήριο ότι διενεργήθηκε χάριν του δημοσίου συμέροντος.”

Υπερισχύει των προσωπικών συνθηκών η υποχρέωση προς το δημόσιο. Έχω περαιτέρω κατά νουν όσα έχω αναφέρει στην Ελπίδα Πεδίου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1991) 4 A.A.Δ. 330:

“Είναι επίσης απαραίτητη η συνεκτίμηση των προσωπικών και οικογενειακών αναγκών των κρινομένων .............................οι περιστάσεις δεν επιτρέπεται να κατισχύσουν των υπηρεσιακών αναγκών που αποτελούν και το πρωταρχικό κριτήριο στις τοποθετήσεις και μεταθέσεις.”

Επανέρχομαι στην πρόταση. Η παράγραφος 6(β) περιέχει τη διαπίστωση πως η μετάθεση πραγματοποιείται για την κάλυψη υπηρεσιακών αναγκών. Το μέτρο, όπως ρητά αναφέρει, αποσκοπεί στην ενίσχυση των υπηρεσιών του Υπουργείου ιδιαίτερα στον τομέα της [*701]Εμπορικής Ναυτιλίας. Η αιτήτρια θα αναπλήρωνε άλλο διοικητικό υπάλληλο του Υπουργείου, που κρίθηκε επίσης μεταθετέος. Τόσο ο Γενικός Διευθυντής όσο και ο Διευθυντής Εμπορικής Ναυτιλίας συμφώνησαν με όλες τις προταθείσες διευθετήσεις.

Από το έγγραφο υλικό προκύπτει ότι λήφθηκαν υπόψη προεχόντως οι ανάγκες της υπηρεσίας σε συνδυασμό προς τις ικανότητες των υπαλλήλων. Η Ε.Δ.Υ., αντίθετα με ό,τι εισηγήθηκε η αιτήτρια, αιτιολόγησε διά μακρών την απόφασή της, που καλύπτει αρκετές σελίδες, χωρίς να παραπλανηθεί για κανένα στοιχείο που αφορά την απόφαση μετάθεσης. Ακόμη η Επιτροπή ασχολήθηκε και με τις παραστάσεις του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου και “τις φιλότιμες προσπάθειες του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου να πείσει την Επιτροπή ότι η Κούτσιου είναι ούτε λίγο ούτε πολύ αναντικατάστατη για το Τμήμα”, αλλά κατέληξε ότι πρέπει πρωτίστως να διασφαλισθεί το υπηρεσιακό συμφέρον. Παρατηρώ ότι η επιτυχής εκτέλεση καθηκόντων δε δημιουργεί αμετάθετο για τον υπάλληλο. Η αιτήτρια υπηρέτησε για όλη τη μέχρι τότε σταδιοδρομία της (20 χρόνια), στην ίδια θέση.

Η νομιμότητα της επίδικης απόφασης συμπληρώνεται και από την ακόλουθη περικοπή, που συνάμα δείχνει πως η ενέργεια της διοίκησης εμφορείται από καλή πίστη:

“Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας μελέτησε όλα τα ενώπιόν της στοιχεία και έκρινε ότι η προτεινόμενη μετάθεση εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, αφ’ ενός μεν γιατί με τη δημιουργία οργανικών θέσεων στο Τμήμα Εμπορικής Ναυτιλίας και την αναπόφευκτη εξειδίκευση των Λειτουργών, οι υπηρεσίες των Διοικητικών Λειτουργών (είτε αυτοί υπηρετούν στην Κλίμακα Α8-Α10 είτε στην κλίμακα Α11) καθίστανται σταδιακά αχρείαστες και αφ’ ετέρου οι ομολογουμένως πολύτιμες εμπειρίες που απέκτησε η Κούτσιου κατά τη διάρκεια της πολύχρονης υπηρεσίας της στο Τμήμα, σε συνδυασμό με τα σχετικά ακαδημαϊκά της προσόντα, όχι μόνο δε θα πάνε χαμένες αλλά τουναντίον θα αξιοποιηθούν στο μέγιστο δυνατό βαθμό από τη Διοίκηση του Υπουργείου Συγκοινωνιών και Έργων για το χειρισμό όλων των σχετικών θεμάτων και τη χάραξη πολιτικής.”

Καμιά από τις πλημμέλειες που προσάπτονται στην πράξη μετάθεσης δεν τεκμηριώθηκε. Γιαυτό και η αίτηση απορρίπτεται. Με έξοδα σε βάρος της αιτήτριας.

[*702]H προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο