Δημητριάδης Μιχαήλ και Άλλη ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1999) 4 ΑΑΔ 883

(1999) 4 ΑΑΔ 883

[*883]5 Αυγούστου, 1999

 [ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

1. ΜΙΧΑΗΛ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ,

2. ΕΛΛΗ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ,

Αιτητές,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1. ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,

2. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΑΙ ΕΡΓΩΝ,

Καθ’ ων η αίτηση.

(Υπόθεση Aρ. 730/97)

 

Αναγκαστική Απαλλοτρίωση ― Ανάκληση ― Δυνατή εφόσον δεν εξυπηρετείται δημόσιος σκοπός και εφόσον δεν τελειώθηκε με την καταβολή της αποζημίωσης και την εγγραφή του απαλλοτριωθέντος επ’ ονόματι της Δημοκρατίας.

Αναγκαστική Απαλλοτρίωση ― Ανάκληση ― Έννομο συμφέρον ― Στερείται εννόμου συμφέροντος προσβολής της ανάκλησης, ο ιδιοκτήτης γειτονικού ακινήτου και όχι του ίδιου του απαλλοτριωθέντος ― Τα δυσμενή αποτελέσματα της ανάκλησης επηρεάζουν έμμεσα και όχι άμεσα αυτόν.

Οι αιτητές προσέβαλαν με την προσφυγή τους, την απόφαση ανάκλησης απόφασης απαλλοτρίωσης, μέρους γειτονικού τους ακινήτου.

Το Ανώτατο Δικαστήριο απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:

1.  Η ευπαίδευτη συνήγορος για τη Δημοκρατία εγείρει προδικαστική ένσταση για έλλειψη εννόμου συμφέροντος των Αιτητών, καθόσον η προσβαλλόμενη απόφαση δεν απευθύνεται σε αυτούς, αλλά στους ιδιοκτήτες του κτήματος 729.

     Όσον αφορά την προδικαστική ένσταση, η κα. Κυριακίδου βασίσθηκε ιδιαίτερα στην απόφαση της επταμελούς Ολομέλειας στην [*884]υπόθεση Οικονομίδης ν. Επιτροπής Δημόσιας Υγείας Κάτω Ακουρδάλιας, στην οποία κρίθηκε ότι ο Εφεσείων, ιδιοκτήτης περίκλειστου κτήματος, το οποίο είχε δικαίωμα διαβάσεως μέσω άλλου κτήματος προς δημόσιο μονοπάτι, δεν είχε έννομο συμφέρον να προσβάλει την ανάκληση απαλλοτρίωσης μέρους παρόδιων κτημάτων, η οποία είχε γίνει για τη μετατροπή του μονοπατιού σε δημόσιο δρόμο.

     Η υπόθεση Οικονομίδης έχει εφαρμογή και στην προκειμένη περίπτωση. Η πράξη της ανάκλησης στην προκειμένη περίπτωση, όπως και εκεί, δεν σχετίζετο άμεσα προς τους Αιτητές, αλλά προς τον ιδιοκτήτη του κτήματος το οποίο αφορούσε, και τα οποιαδήποτε δυσμενή αποτελέσματά της στους Αιτητές δεν ήσαν άμεσα αλλά έμμεσα και κατ’ αντανάκλασιν συνέπεια. Οι Αιτητές λοιπόν, οι οποίοι έχουν και το σχετικό βάρος απόδειξης, δεν έχουν άμεσο έννομο συμφέρον να προσβάλουν την ανάκληση.

     Αυτό είναι ιδιαίτερα έτσι, όταν ληφθεί υπ' όψη και μια άλλη παράμετρος. Οι Αιτητές, στην πραγματικότητα, δεν είχαν αποκτήσει οποιοδήποτε δικαίωμα που να το έχαναν στη συνέχεια ως αποτέλεσμα της ανάκλησης. Είναι καθαρό ότι η απαλλοτρίωση δεν είχε συντελεσθεί, αφού δεν είχε καταβληθεί η αποζημίωση, ούτε υπάρχει οτιδήποτε που να δείχνει ότι η γη ενεγράφη επ' ονόματι της Δημοκρατίας. Δεν υπήρξε λοιπόν οριστική αλλαγή του νομικού καθεστώτος της απαλλοτριωθείσας γης που να δημιουργούσε δεδομένη αμεσότητα συμφέροντος.

2.  Και επί της ουσίας της υπόθεσης όμως η προσφυγή καταλήγει σε αποτυχία. Ο κ. Αγγελίδης λέγει ότι, δοθέντος ότι η απαλλοτρίωση συνιστούσε νόμιμη διοικητική πράξη, δεν μπορούσε να ανακληθεί εφόσον επηρεάζοντο προκύπτοντα δικαιώματα των Αιτητών και επακόλουθες πραγματικές καταστάσεις. Δεν θεωρείται όμως ότι η απαλλοτρίωση ήταν νόμιμη διοικητική πράξη. Είναι κατάδηλο ότι αυτή ήταν παράνομη, αφού δεν έγινε για σκοπούς δημόσιας ωφέλειας, αλλά για εξυπηρέτηση ιδιωτικού σκοπού, της παροχής δηλαδή πρόσβασης στο κτήμα των Αιτητών, και μόνο κατ' επίκληση του δημόσιου συμφέροντος. Δεν είναι λοιπόν εκπληκτικό το ότι ανεκλήθη, όπως αναφέρεται στην εν λόγω Δ.Π. 998/14.8.1997, "ως μη αναγκαία για τους σκοπούς δημόσιας ωφέλειας, που αναφέρονται στη γνωστοποίηση αρ. 1692". Προκειμένου δε περί παράνομης διοικητικής πράξης, δεν τίθενται οι περιορισμοί που ισχύουν στην περίπτωση ανάκλησης νόμιμης διοικητικής πράξης.

[*885]         Δεν παραλείπεται δε να σημειωθεί και το ότι η απαλλοτρίωση έγινε χωρίς προηγούμενη γνώση  των ιδιοκτητών του επηρεαζομένου κτήματος 729 και χωρίς οποιαδήποτε προηγούμενη διαβούλευση μαζί τους.

     Ευσταθεί όμως και η θέση της κας  Κυριακίδου επί της ουσίας. Το Άρθρο 7(1) του περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Νόμου ρητά επιτρέπει την ανάκληση της απαλλοτρίωσης, πριν από τη συμπλήρωσή της με την καταβολή της αποζημίωσης. Η πρόνοια αυτή συνάδει και με την ευρύτερη διάσταση του πράγματος αφού, μη ολοκληρωθείσας της απαλλοτρίωσης, δεν τίθεται ούτε θέμα, δημιουργίας έννομων και παρόντων συμφερόντων, που ενδεχόμενα να συνηγορούσαν εναντίον της δυνατότητας ανάκλησης της απαλλοτρίωσης. Προ της συμπλήρωσης της απαλλοτρίωσης λοιπόν, το πράγμα είναι από κάθε άποψη πολύ διαφορετικό, από ότι θα ήταν αν η ανάκληση επιχειρείτο μετά από τη συμπλήρωσή της.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Οικονομίδης ν. Επιτροπής Δημόσιας Υγείας Κάτω  Ακουρδάλιας (1990) 3 Α.Α.Δ. 928,

Vakana v. Republic (1987) 3 C.L.R. 316,

Moschovakis v. Cyprus Broadcasting Corporation (1988) 3 C.L.R. 750.

Προσφυγή.

Προσφυγή εναντίον του διατάγματος ανάκλησης της απαλλοτρίωσης μέρους του γειτονικού κτήματος το οποίο είχε απαλλοτριωθεί για να δοθεί πρόσβαση στο κτήμα των αιτητών.

Α. Σ. Αγγελίδης, για τους Αιτητές.

Γ. Κυριακίδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τους Καθ’ ων η αίτηση.

Ρ. Καλλιγέρου, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος Platres Complex Ltd.

Cur. adv. vult.

[*886]

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Οι Αιτητές είναι ιδιοκτήτες του κτήματος Φ/Σ XLVII/IIE.I.E τεμ. 740 στις Πάνω Πλάτρες. Με την κατασκευή του παρακαμπτήριου δρόμου Πλατρών εξέλειπε η πρόσβαση του εν λόγω κτήματος η οποία συνιστούσε μονοπάτι και έτσι το 1988 κατασκευάσθηκε από το Τμήμα Δημοσίων Έργων μια νέα πρόσβαση η οποία όμως, όπως προέκυψε αργότερα, επηρέαζε μέρος του γειτονικού κτήματος τεμ. 729. Το μέρος αυτό δεν είχε περιληφθεί στην απαλλοτρίωση για την κατασκευή του παρακαμπτήριου δρόμου και το 1994 απαλλοτριώθηκε με τη Δ.Π. Αρ. 1692/4.11.1994 και Δ.Π. Αρ. 59/20.1.1995 για να νομιμοποιηθεί η πρόσβαση στο κτήμα των Αιτητών. Οι ιδιοκτήτες του τεμ. 729 όμως επανειλημμένα διαμαρτυρήθησαν για την απαλλοτρίωση η οποία επηρέαζε την αξιοποίηση του κτήματός τους και ζήτησαν την ανάκλησή της. Στις 15.7.1997 και αφού προηγήθησαν επανειλημμένες προσπάθειες για εξεύρεση λύσης, αποφασίσθηκε από τη διοίκηση η ανάκληση της απαλλοτρίωσης και ακολούθως δημοσιεύθηκε το διάταγμα ανάκλησης με τη Δ.Π. Αρ. 998/14.8.1997. Οι Αιτητές με την προσφυγή τους προσβάλλουν την εγκυρότητα του εν λόγω διατάγματος ανάκλησης της απαλλοτρίωσης.

Ας σημειωθεί ότι οι Αιτητές είχαν αποταθεί το 1983 για άδεια οικοδομής στο κτήμα τους η οποία όμως δεν έγινε αρχικά δεκτή λόγω του ότι το μονοπάτι δεν θεωρήθηκε ικανοποιητική προσπέλαση σε δημόσιο δρόμο για σκοπούς οικοδομικής αξιοποίησης, και δεν εξεδόθη παρά μόνο το 1986 μετά την κατασκευή του νέου δρόμου.  Οι Αιτητές ανήγειραν κατόπιν τούτου οικοδομή στο κτήμα τους η οποία όμως δεν ήταν σύμφωνα με τους όρους της άδειας και εξασφαλίσθηκε διάταγμα κατεδάφισής της. Οι ιδιοκτήτες του τεμαχίου 729 εξασφάλισαν άδεια οικοδομής στο κτήμα τους το 1994 και η αξιοποίηση του κτήματος σύμφωνα με την άδεια οικοδομής επηρεάζετο ποικιλοτρόπως από την απαλλοτρίωση.  Δεν είχαν γνώση της γνωστοποίησης απαλλοτρίωσης και του διατάγματος απαλλοτρίωσης παρά μόνο μετά τη δημοσίευσή τους, οπότε και υπέβαλαν εκπρόθεσμη ένσταση, και δεν υπήρξε προηγούμενη διαβούλευση μαζί τους για τη σκοπούμενη απαλλοτρίωση.

Η βασική θέση του ευπαιδεύτου συνηγόρου για τους Αιτητές είναι ότι δεν εδικαιολογείτο η ανάκληση της απαλλοτρίωσης ως διοικητικής πράξης η οποία είχε ενεργήσει ευνοϊκά για τους Αιτητές, προσδίδοντάς τους έτσι και έννομο συμφέρον να προσβάλουν τη νομιμότητά της. Αναλύοντας τους κανόνες οι οποίοι διέπουν την ανάκληση διοικητικής πράξης με αναφορά στη νομολογία, ο κ. Αγγελίδης εισηγείται ότι η προκειμένη απαλλοτρίωση ήταν νόμιμη [*887]διοικητική πράξη η οποία δεν μπορούσε να ανακληθεί, τηρουμένων των αρχών της καλής πίστης, εφ’ όσον είχαν προκύψει από αυτή δικαιώματα των Αιτητών και πραγματικές καταστάσεις που δεν ήταν δίκαιο να ανατραπούν με την ανάκληση.  Ο κ. Αγγελίδης εισηγείται επίσης ότι η απόφαση για την ανάκληση της απαλλοτρίωσης πάσχει καθ’ όσον ελήφθη χωρίς να ακουσθούν οι Αιτητές ως επηρεαζόμενοι από αυτή, ότι δεν υπήρξε δέουσα έρευνα και αιτιολογία για την απόφαση για ανάκληση και ότι η ανάκληση δεν εξυπηρετούσε οποιοδήποτε δημόσιο συμφέρον παρά μόνο τα ιδιωτικά συμφέροντα των ιδιοκτητών του κτήματος 729.

Η ευπαίδευτη συνήγορος για τη Δημοκρατία εγείρει προδικαστική ένσταση για έλλειψη εννόμου συμφέροντος των Αιτητών καθ’ όσον η προσβαλλόμενη απόφαση δεν απευθύνεται σε αυτούς αλλά στους ιδιοκτήτες του κτήματος 729. Επί της ουσίας, η κα. Κυριακίδου εισηγείται ότι η ανάκληση μπορούσε να γίνει νόμιμα, όπως και έγινε δυνάμει του άρθρου 7(1) του περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Νόμου, καθ’ όσον δεν είχε ακόμα καταβληθεί η αποζημίωση. Η κα. Κυριακίδου αντικρούει και τα λοιπά επιχειρήματα του κ. Αγγελίδη.

Όσον αφορά την προδικαστική ένσταση, η κα. Κυριακίδου βασίσθηκε ιδιαίτερα στην απόφαση της επταμελούς Ολομέλειας στην υπόθεση Οικονομίδης ν. Επιτροπής Δημόσιας Υγείας Κάτω Ακουρδάλιας (1990) 3 Α.Α.Δ. 928, στην οποία κρίθηκε ότι ο Εφεσείων, ιδιοκτήτης περίκλειστου κτήματος το οποίο είχε δικαίωμα διαβάσεως μέσω άλλου κτήματος προς δημόσιο μονοπάτι, δεν είχε έννομο συμφέρον να προσβάλει την ανάκληση απαλλοτρίωσης μέρους παρόδιων κτημάτων η οποία είχε γίνει για τη μετατροπή του μονοπατιού σε δημόσιο δρόμο. Διακρίνοντας την υπόθεση Vakana v. Republic (1987) 3 C.L.R. 316, στην οποία κρίθηκε ότι οι ιδιοκτήτες οικιών σε δρόμο που θα καταργείτο με την προσβαλλόμενη απόφαση είχαν έννομο συμφέρον να την προσβάλουν καθ΄όσον επηρεάζοντο άμεσα, ο Νικήτας, Δ., ο οποίος έδωσε την απόφαση, παρατήρησε ότι ο Αιτητές δεν επηρεάζοντο άμεσα από την ανάκληση. Σχολιάζοντας την πρωτόδικη απόφαση, η οποία επικυρώθηκε στην έφεση, είπε τα ακόλουθα στη σ. 931:

“Η ουσία της απόφασης εντοπίζεται στο παρακάτω απόσπασμα:

“The acts of revocation do not directly relate to the applicant and no adverse results are affecting any legitimate interest of the applicant in the sense of Article 146.2.  Any adverse effect is indirect and does not affect any legitimate [*888]interest within the ambit of “legitimate interest”, as envisaged in paragraph 2 of Article 146.”

Αφού παράθεσε δε τα επιχειρήματα των συνηγόρων και την αρχή της νομολογίας για την ανάγκη αμεσότητας του συμφέροντος του Αιτητή, ανάφερε τα ακόλουθα στις σελ. 932-933:

“Η ιδιότητα του περίοικου καθαυτή δεν φτάνει για να μπορεί να επικαλεσθεί την ακυρωτική δικαιοδοσία του δικαστηρίου με προσφυγή, γιατί η σύγχρονη έννομη τάξη δεν αναγνωρίζει τη λαϊκή αγωγή. Το στοιχείο της αμεσότητας αναλύει ο Δένδιας “Διοικητικόν Δίκαιον” τόμος Γ, σελ. 277.

“Το έννομον προσωπικόν συμφέρον πρέπει να είναι άμεσον υπό την έννοιαν, ότι, κατά την μεταξύ της εκδόσεως της πράξεως και της εξ αυτής προκαλουμένης εις τον προσφεύγοντα ζημίας αιτιώδη σχέσιν, δεν πρέπει να παρεμβάλληται συμφέρον τρίτου εις τρόπον ώστε η ζημία του προσφεύγοντος να εμφανίζηται ως κατ’ αντανάκλασιν συνέπεια της ήν υφίσταται ο αμέσως εκ της πράξεως θιγόμενος.”

Στην κρινόμενη περίπτωση δεν θεμελιώνεται ίδιο και άμεσο συμφέρον του εφεσείοντα αφού η ζημία που ζητά να αποτρέψει δεν προξενήθηκε αμέσως από τα προσβαλλόμενα διατάγματα. Η κτήση δουλείας στο τεμ. 107 εξυπηρετεί ιδιωτικό συμφέρον του εφεσείοντα διότι του παρέσχε διέξοδο στο δημόσιο μονοπάτι. Η περαιτέρω ζημία που μπορούσε να υποστεί εμφανίζεται κατά τη φράση του Δένδια “ως κατ’ αντανάκλασιν συνέπεια” των ανακλητικών πράξεων που δεν στοιχειοθετεί άμεσο έννομο συμφέρον.”

Θεωρώ ότι η υπόθεση Οικονομίδης έχει εφαρμογή και στην προκειμένη περίπτωση.  Η πράξη της ανάκλησης στην προκειμένη περίπτωση όπως και εκεί δεν σχετίζετο άμεσα προς τους Αιτητές αλλά προς τον ιδιοκτήτη του κτήματος το οποίο αφορούσε, και τα οποιαδήποτε δυσμενή αποτελέσματά της στους Αιτητές δεν ήσαν άμεσα αλλά έμμεσα και κατ’ αντανάκλασιν συνέπεια. Οι Αιτητές λοιπόν, οι οποίοι έχουν και το σχετικό βάρος απόδειξης, δεν έχουν άμεσο έννομο συμφέρον να προσβάλουν την ανάκληση.

Αυτό είναι ιδιαίτερα έτσι όταν ληφθεί υπ’ όψη και μια άλλη παράμετρος. Οι Αιτητές, στην πραγματικότητα, δεν είχαν αποκτήσει οποιοδήποτε δικαίωμα που να το έχαναν στη συνέχεια ως [*889]αποτέλεσμα της ανάκλησης. Είναι καθαρό ότι η απαλλοτρίωση δεν είχε συντελεσθεί αφού δεν είχε καταβληθεί η αποζημίωση, ούτε υπάρχει οτιδήποτε που να δείχνει ότι η γη ενεγράφη επ’ ονόματι της Δημοκρατίας. Δεν υπήρξε λοιπόν οριστική αλλαγή του νομικού καθεστώτος της απαλλοτριωθείσας γης που να δημιουργούσε δεδομένη αμεσότητα συμφέροντος, όπως υπήρχε στην υπόθεση Vakanas όπου η προσβαλλόμενη πράξη αφορούσε κατάργηση υφιστάμενου δρόμου, παρά μόνο μια μελλοντική προοπτική απόκτησης τέτοιου συμφέροντος. Αυτό δεν θα μπορούσε να ικανοποιήσει την ανάγκη αμεσότητας του εννόμου συμφέροντος που απαιτείται δυνάμει του άρθρου 146.

Η προδικαστική ένσταση λοιπόν κρίνεται βάσιμη. Και επί της ουσίας της υπόθεσης όμως η προσφυγή καταλήγει σε αποτυχία. Ο κ. Αγγελίδης λέγει ότι, δοθέντος ότι η απαλλοτρίωση συνιστούσε νόμιμη διοικητική πράξη, δεν μπορούσε να ανακληθεί εφ’ όσον επηρεάζοντο προκύπτοντα δικαιώματα των Αιτητών και επακόλουθες πραγματικές καταστάσεις. Δεν θεωρώ όμως ότι η απαλλοτρίωση ήταν νόμιμη διοικητική πράξη. Είναι κατάδηλο ότι αυτή ήταν παράνομη αφού δεν έγινε για σκοπούς δημόσιας ωφέλειας αλλά για εξυπηρέτηση ιδιωτικού σκοπού, της παροχής δηλαδή πρόσβασης στο κτήμα των Αιτητών, και μόνο κατ’ επίκληση του δημόσιου συμφέροντος. Δεν είναι λοιπόν εκπληκτικό το ότι ανεκλήθη, όπως αναφέρεται στην εν λόγω Δ.Π. 998/14.8.1997, “ως μη αναγκαία για τους σκοπούς δημόσιας ωφέλειας που αναφέρονται στη γνωστοποίηση αρ. 1692”. Προκειμένου δε περί παράνομης διοικητικής πράξης δεν τίθενται οι περιορισμοί που ισχύουν στην περίπτωση ανάκλησης νόμιμης διοικητικής πράξης (ίδε: Moschovakis v. Cyprus Broadcasting Corporation (1988) 3 C.L.R. 750, Στασινόπουλος, Δίκαιο των Διοικητικών Διαφορών (1951) σ. 230). Όχι μόνο δεν ήταν η ανάκληση που εξυπηρετούσε ιδιωτικό σκοπό, όπως ισχυρίζονται οι Αιτητές, αλλά ήταν η ίδια η απαλλοτρίωση που είχε αυτό το σκοπό, η δε ανάκλησή της συνιστούσε αποκατάσταση της νομιμότητας. Δεν παραλείπω δε να σημειώσω απλώς και το ότι η απαλλοτρίωση έγινε χωρίς προηγούμενη γνώση των ιδιοκτητών του επηρεαζομένου κτήματος 729 και χωρίς οποιαδήποτε προηγούμενη διαβούλευση μαζί τους.

Ευσταθεί όμως και η θέση της κας. Κυριακίδου επί της ουσίας. Το άρθρο 7(1) του περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Νόμου ρητά επιτρέπει την ανάκληση της απαλλοτρίωσης πριν από τη συμπλήρωση της με την καταβολή της αποζημίωσης. Η πρόνοια αυτή συνάδει και με την ευρύτερη διάσταση του πράγματος αφού, μη ολοκληρωθείσας της απαλλοτρίωσης, δεν τίθεται ούτε [*890]θέμα, όπως ήδη παρετηρήθη, δημιουργίας έννομων και παρόντων συμφερόντων που ενδεχόμενα να συνηγορούσαν εναντίον της δυνατότητας ανάκλησης της απαλλοτρίωσης. Προ της συμπλήρωσης της απαλλοτρίωσης λοιπόν το πράγμα είναι από κάθε άποψη πολύ διαφορετικό από ότι θα ήταν αν η ανάκληση επιχειρείτο μετά από τη συμπλήρωσή της.

Η προσφυγή αποτυγχάνει.

Οι Αιτητές θα καταβάλουν τα έξοδα της Δημοκρατίας.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

 


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο