Κουτσουπίδης Παναγιώτης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1999) 4 ΑΑΔ 891

(1999) 4 ΑΑΔ 891

[*891]6 Αυγούστου, 1999

[ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚA ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤAΓΜΑΤΟΣ

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΟΥΤΣΟΥΠΙΔΗΣ,

Αιτητής,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθ’ ων η αίτηση.

(Υπόθεση Aρ. 296/98)

 

Ακυρωτική Απόφαση Ανωτάτου Δικαστηρίου ― Δεδικασμένο ―Έννοιά του και δέσμευση του αρμοδίου διοικητικού οργάνου κατά την επανεξέταση ― Δεδικασμένο της ακυρωτικής απόφασης ως προς την μη υπεροχή του προαχθέντος σε αξία σε υπόθεση προαγωγής, παραβιάστηκε κατά την επανεξέταση όταν αποφασίστηκε ότι αυτός δεν υστερεί αλλά «υπερέχει οριακά» ― Λόγος ακυρότητας η παράβαση δεδικασμένου.

Ο αιτητής προσέβαλε την αναδρομική προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους στην θέση Ανώτερου Λειτουργού Βιομηχανίας, που αποφασίσθηκε μετά από επανεξέταση, στα πλαίσια συμμόρφωσης με την ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

Το Ανώτατο Δικαστήριο ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:

Είναι η θέση του αιτητή ότι το Δικαστήριο στην απόφασή του της 6/9/96 απεφάσισε ότι το ενδιαφερόμενο μέρος "δεν υπερείχε του αιτητή σε αξία όπως αντικατοπτρίζεται στις ετήσιες αξιολογήσεις". Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι στην επανεξέταση η Επιτροπή διέπραξε το ίδιο σφάλμα αποφασίζοντας ότι το ενδιαφερόμενο μέρος υπερείχε του αιτητή, παραβιάζοντας έτσι τον κανόνα του Δεδικασμένου”.

Όπως καθορίζει ο κανόνας του "Δεδικασμένου",

[*892]"Αποκλεισμός από δεδικασμένο (of record) ή ημιδεδικασμένο (quasi record) εγείρεται όταν ένα επίδικο γεγονός έχει αποφασιστεί δικαστικά με τελεσίδικο τρόπο σε δίκη μεταξύ των διαδίκων από ένα Δικαστήριο που είχε αποκλειστική ή συντρέχουσα δικαιοδοσία να επιληφθεί του θέματος, και το ίδιο γεγονός επανεμφανίζεται άμεσα σε μεταγενέστερη δίκη μεταξύ των ίδιων διαδίκων." (Halsbury's Laws of England, 3rd Edition, Volume 15, ρ. 336)

Η εφαρμογή του πιο πάνω κανόνα προϋποθέτει ότι,

(1) Η απόφαση πρέπει να είναι τελεσίδικη,

(2) Πρέπει να υπάρχει ταύτιση διαδίκων,

(3) Πρέπει να υπάρχει ταύτιση ιδιότητας των διαδίκων και

(4) Πρέπει να υπάρχει ταύτιση επίδικων θεμάτων.

Οι αρχές που διέπουν το δεδικασμένο στο Αστικό Δίκαιο δεν διαφέρουν από τις αρχές που ισχύουν στο Διοικητικό Δίκαιο.

Το Δικαστήριο, εξέτασε προσεκτικά τις εισηγήσεις που υποβλήθηκαν και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι καθ 'ων η αίτηση στην παρούσα περίπτωση έχουν παραβιάσει τον κανόνα του Δεδικασμένου. Το θέμα της υπεροχής του ενδιαφερόμενου μέρους εξετάστηκε αρχικά από την Επιτροπή η οποία κατέληξε σε συμπέρασμα ότι το ενδιαφερόμενο μέρος "υπερέχει των ανθυποψηφίων του σε αξία". Το Δικαστήριο απεφάσισε ότι η κρίση της Επιτροπής ότι το ενδιαφερόμενο μέρος υπερείχε σε αξία οφείλεται σε πλάνη. Η πιο πάνω απόφαση του Δικαστηρίου ήταν αποτέλεσμα μιας σφαιρικής εξέτασης όλων των στοιχείων που υπήρχαν ενώπιον της Επιτροπής αναφορικά με την αξία των υποψηφίων. H Επιτροπή επανήλθε λέγοντας ότι το ενδιαφερόμενο μέρος όπως αντικατοπτρίζεται στις υπηρεσιακές εκθέσεις με έμφαση στα τελευταία χρόνια στα οποία δίνεται ιδιαίτερη βαρύτητα, δεν υστερεί του αιτητή σε αξία, "αντίθετα έστω και οριακά υπερέχει".

Διαπιστώνεται ότι η δεύτερη απόφαση έρχεται σε αντίθεση με την ακυρωτική δικαστική απόφαση. Όλα όσα η Επιτροπή επικαλείται, υπήρχαν στους σχετικούς φακέλους και στη δικογραφία ενώπιον του ακυρωτικού Δικαστηρίου. Η έμφαση που δίνεται από την Επιτροπή στη δεύτερη απόφασή της ότι το ενδιαφερόμενο μέρος “υπερέχει έστω και οριακά”, συγκρούεται με το εύρημα του Δικαστηρίου. Η διακριτική ευχέρεια της Επιτροπής δεσμεύεται από τη δικαστική απόφαση. Η απόφαση για την επαναπροαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους παραβιάζει τη δικαστική απόφαση, ανεξάρτητα αν η φρασεολογία που χρησιμοποιείται στη δεύτερη απόφαση της Επιτροπής δια[*893]φέρει από τη φρασεολογία της πρώτης απόφασης. Η αναφορά σε "οριακή υπεροχή" δεν διαφοροποιεί την έννοια της "υπεροχής".

∏ ÚÔÛÊ˘Á‹ ÂÈÙ˘Á¯¿ÓÂÈ Ì €ÍÔ‰·.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Pieris v Republic (1983) 3 C.L.R. 1054,

Γεωργίου v. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ 349,

Ιγνατίου κ.ά. v. Δημοκρατίας (1996) 4 Α.Α.Δ. 620,

Ραφτόπουλος v Δημοκρατίας (1998) 4 Α.Α.Δ. 7.

Προσφυγή.

Προσφυγή εναντίον της απόφασης της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας με την οποία το ενδιαφερόμενο μέρος προάχθηκε, μετά από επανεξέταση, στη θέση του Ανώτερου Λειτουργού Βιομηχανίας, Υπηρεσίες Εμπορίου και Βιομηχανίας.

Α. Κωνσταντίνου, για τον Αιτητή.

Α. Βασιλειάδης, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ’ ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής προσβάλλει την εγκυρότητα της απόφασης της Ε.Δ.Υ. να επαναπροαγάγει το ενδιαφερόμενο μέρος Σόλωνα Κασίνη στη θέση του Ανώτερου Λειτουργού Βιομηχανίας, Υπηρεσίας Εμπορίου και Βιομηχανίας, μετά από την ακύρωση της προαγωγής του σύμφωνα με δικαστική απόφαση ημερομηνίας 6/9/96 στις προσφυγές 895/96 και 913/96.

Ο αιτητής προσβάλλει την εγκυρότητα της σχετικής απόφασης για τους πιο κάτω συγκεκριμένους λόγους:

(α)   Οι καθ’ων η αίτηση παραβίασαν το δεδικασμένο της ακυρωτικής απόφασης της 27/11/97.

(β)   Η σύσταση του Διευθυντή είναι πεπλανημένη και δεν επιβεβαιώνεται από τα στοιχεία των φακέλων  και

[*894]

(γ)   Η σύσταση του Προϊσταμένου συγκρούεται με τα τρία κριτήρια της αξίας - προσόντων - αρχαιότητας.

Κρίνω σκόπιμο να παραθέσω σε αυτό το στάδιο τις δύο αναφορές των πρακτικών της επιτροπής και το σχετικό μέρος της δικαστικής απόφασης.

Αρχική απόφαση (27/11/97)

“Η Επιτροπή, αφού έλαβε υπόψη όλα τα ενώπιόν της ουσιώδη στοιχεία και με βάση τα καθιερωμένα κριτήρια στο σύνολό τους - αξία, προσόντα, αρχαιότητα - τη σύσταση και τα σχετικά αιτιολογικά που πρόβαλε ο Γενικός Διευθυντής, έκρινε ότι ο ΚΑΣΙΝΗΣ Σόλωνας, ο οποίος, όπως αντικατοπτρίζεται στις ετήσιες αξιολογήσεις, υπερέχει των ανθυποψηφίων του σε αξία και έχει υπέρ του την αιτιολογημένη σύσταση του Γενικού Διευθυντή, υπερέχει γενικά των άλλων υποψηφίων, τον επέλεξε ως τον πιο κατάλληλο και αποφάσισε να προσφέρει σ’ αυτόν προαγωγή στη μόνιμη (Τακτ. Προϋπ.) θέση Ανώτερου Λειτουργού Βιομηχανίας, Υπηρεσίες Εμπορίου και Βιομηχανίας.

Επιλέγοντας τον Κασίνη η Επιτροπή δεν παρέλειψε να σημειώσει ότι ο ανθυποψήφιος του Κουτσουπίδης Παναγιώτης υπερέχει του επιλεγέντος σε αρχαιότητα (κατά τρία χρόνια και έξι μήνες στην παρούσα τους θέση). Λαμβάνοντας όμως υπόψη ότι οι δύο υποψήφιοι έχουν κατά τα πέντε τελευταία χρόνια τις ίδιες αξιολογήσεις, εκτός από το 1993 κατά το οποίο ο Κασίνης υπερέχει του Κουτσουπίδη στο στοιχείο της διευθυντικής ικανότητας, το γεγονός ότι ο Κασίνης δεν υστερεί έναντι του Κουτσουπίδη σε προσόντα καθώς και το ότι έχει υπέρ του την αιτιολογημένη σύσταση του Γενικού Διευθυντή η οποία προσθέτει στο στοιχείο της αξίας, η Επιτροπή έκρινε ότι αυτός γενικά υπερέχει και είναι πιο κατάλληλος για να προαχθεί.”

Η απόφαση του Δικαστηρίου (6/9/96)

“Εχοντας υπόψη το σύνολο της σταδιοδρομίας των δύο υποψηφίων και το περιεχόμενο των εμπιστευτικών εκθέσεων τους κατά τα τελευταία 10 έτη θεωρώ ότι η κρίση της Ε.Δ.Υ. ότι το Ε.Μ. υπερέχει σε αξία οφείλεται σε πλάνη της Ε.Δ.Υ..  Η υπεροχή σε μόνο ένα στοιχείο για μόνο ένα έτος δεν μπορεί να καταλήξει σε διαπίστωση για “υπεροχή σε αξία όπως αντικατοπτρίζεται στις ετήσιες αξιολογήσεις”. Επομένως η Ε.Δ.Υ. [*895]έχει ενεργήσει κάτω από την πλάνη ότι το Ε.Μ. υπερέχει σε αξία.  Η πεπλανημένη διαπίστωση της Ε.Δ.Υ., καθώς φαίνεται από τα πρακτικά, έχει διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης και αποτελεί λόγο ακυρώσεως επειδή το βάθρο της κρίσης της Ε.Δ.Υ. ως προς το ποιός είναι ο καταλληλότερος αφαιρείται εξαιτίας της πλάνης. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται και για αυτό το λόγο.”

Επανεξέταση (4/2/98)

“Καταλήγοντας στην επιλογή του Κασίνη η Επιτροπή δεν παρέλειψε να σημειώσει ότι ο ανθυποψήφιος του Κασίνη, Κουτσουπίδης Παναγιώτης, υπερέχει αυτού σε αρχαιότητα.  Λαμβάνοντας όμως υπόψη ότι ο Κασίνης, όπως αντικατοπτρίζεται στις Υπηρεσιακές Εκθέσεις, με έμφαση στα τελευταία χρόνια στα οποία δίδεται ιδιαίτερη βαρύτητα, δεν υστερεί του Κουτσουπίδη σε αξία (αντίθετα έστω και οριακά υπερέχει), δεν υστερεί επίσης σε προσόντα, καθώς και το ότι έχει υπέρ του την αιτιολογημένη σύσταση του Γενικού Διευθυντή, στην οποία γίνεται αναφορά στις ιδιότητες που αυτός επέδειξε κατά τη μέχρι τον ουσιώδη χρόνο σταδιοδρομία του όπως και στο ότι με βάση τις ανάγκες της υπηρεσίας είναι ο πιο κατάλληλος από τους υποψηφίους για να καταλάβει την υπό πλήρωση θέση, η Επιτροπή έκρινε ότι η αρχαιότητα του Κουτσουπίδη, παρόλο ότι λαμβάνεται υπόψη και συνεκτιμάται, δεν μπορεί από μόνη της να κλίνει την πλάστιγγα υπέρ αυτού.”

(α) Δεδικασμένο

Είναι η θέση του αιτητή ότι οι καθ’ων η αίτηση έχουν παραβιάσει με την απόφαση της 4/2/98 τον κανόνα του Δεδικασμένου όπως αυτός εφαρμόζεται μέσα από τη δικαστική απόφαση της 6/9/96.

Είναι η θέση του αιτητή ότι το Δικαστήριο στην απόφασή του της 6/9/96 απεφάσισε ότι το ενδιαφερόμενο μέρος “δεν υπερείχε του αιτητή σε αξία όπως αντικατοπτρίζεται στις ετήσιες αξιολογήσεις”. Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι στην επανεξέταση η Επιτροπή διέπραξε το ίδιο σφάλμα αποφασίζοντας ότι το ενδιαφερόμενο μέρος υπερείχε του αιτητή, παραβιάζοντας έτσι τον κανόνα του Δεδικασμένου.

Οι καθ’ων η αίτηση δεν δέχονται ότι υπήρξε παραβίαση του δεδικασμένου. Αντίθετα ισχυρίζονται ότι ενώ στην αρχική διαδικασία η Επιτροπή ανέφερε ότι το ενδιαφερόμενο μέρος υπερείχε σε αξία, κατά την επανεξέταση, συμμορφούμενη προς το συ[*896]μπέρασμα του Δικαστηρίου ανέφερε ότι το ενδιαφερόμενο μέρος δεν υστερούσε σε αξία από τον αιτητή. Η αναφορά της ΕΔΥ σε “οριακή υπεροχή” δεν μπορεί να εκληφθεί ότι η Επιτροπή προέβηκε σε εύρημα ότι το ενδιαφερόμενο μέρος υπερέχει του αιτητή σε αξία. Τούτο μπορεί να επιβεβαιωθεί από το γεγονός ότι οι λέξεις “οριακή υπεροχή” έχουν τοποθετηθεί σε παρένθεση.  Επιπρόσθετα οι καθ’ων η αίτηση εισηγούνται ότι η αναφορά σε “οριακή υπεροχή” πρέπει να εξετάζεται σε συνάρτηση με το προηγούμενο μέρος του κειμένου των πρακτικών και όχι μεμονωμένα και ότι υπάρχει εμφανής διαφορά μεταξύ “υπεροχής” και “οριακής υπεροχής”. Αντίθετα η “οριακή υπεροχή” ενισχύεται από το περιεχόμενο των σχετικών φακέλων.

(β) Η νομική πλευρά

Όπως καθορίζει ο κανόνας του “Δεδικασμένου”,

“Αποκλεισμός από δεδικασμένο (of record) ή ημιδεδικασμένο (quasi record) εγείρεται όταν ένα επίδικο γεγονός έχει αποφασιστεί δικαστικά με τελεσίδικο τρόπο σε δίκη μεταξύ των διαδίκων από ένα Δικαστήριο που είχε αποκλειστική ή συντρέχουσα δικαιοδοσία να επιληφθεί του θέματος, και το ίδιο γεγονός επανεμφανίζεται άμεσα σε μεταγενέστερη δίκη μεταξύ των ίδιων διαδίκων.” (Halsbury’s Laws of England, 3rd Edition, Volume 15, p. 336)

Η εφαρμογή του πιο πάνω κανόνα προϋποθέτει ότι,

(1) Η απόφαση πρέπει να είναι τελεσίδικη,

(2) Πρέπει να υπάρχει ταύτιση διαδίκων,

(3) Πρέπει να υπάρχει ταύτιση ιδιότητας των διαδίκων  και

(4) Πρέπει να υπάρχει ταύτιση επίδικων θεμάτων.

Οι αρχές που διέπουν το δεδικασμένο στο Αστικό Δίκαιο δεν διαφέρουν από τις αρχές που ισχύουν στο Διοικητικό Δίκαιο.  (Pieris v. Republic (1983) 3 C.L.R. 1054 και Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 349). Όπως έχει τονιστεί στην υπόθεση Pieris (πιο πάνω) στη σελ. 1065,

“As it can be gathered from a study of a number of English and Cyprus cases, the doctrine of res judicata, as applied in civil cases, has many features in common with the doctrine of res judicata as applied in administrative law. In both fields there must be an adjudication on the merits, similarly the estoppel arising therefrom extends to all matters in issue, directly or by necessary implication.”

[*897]Για το θέμα του δεδικασμένου ο Δικαστής Νικήτας στην υπόθεση Ιγνατίου και Άλλη ν. Δημοκρατίας (1996) 4 Α.Α.Δ. 620 ανέφερε ότι,

“Η αρχή του δεδικασμένου δεν επιτρέπει την αναθεώρηση των ζητημάτων που κρίθηκαν. Δεν μπορεί να γίνει ανεκτή οποιαδήποτε προσβολή τελεσίδικης απόφασης υπό το πρόσχημα νέων στοιχείων. Διαφορετικά θα ήταν αναπόφευκτη η διαιώνιση των διαφορών και θα χανόταν η ασφάλεια του δικαίου.”

Η απόφαση Pieris v. Republic (πιο πάνω) εξετάστηκε πρόσφατα στην υπόθεση Ραφτόπουλος ν. Δημοκρατίας (1998) 4 Α.Α.Δ. 7 όπου ο Δικαστής Πικής ανέφερε σχετικά με την αρχή του Δεδικασμένου ότι,

“Προϋπόθεση για τη γένεση δέσμευσης αποτελεί η κρίση επί της ουσίας της διαφοράς, αναγκαία για την επίλυση του επίδικου θέματος .............................................................................. Δέσμευση προκύπτει από τα ευρήματα του Δικαστηρίου ως προς τα ουσιώδη γεγονότα εκείνα στα οποία θεμελιώνεται η απόφασή του. Τα ευρήματα αυτά, τα οποία χαρακτηρίζονται ως τα λειτουργικά ευρήματα (operative findings), είναι εκείνα τα οποία επενεργούν στη γένεση της δέσμευσης και στοιχειοθετούν και δεσμεύουν το διοικητικό όργανο να τα λάβει ως δεδομένα κατά την επανεξέταση. Ευρήματα, παρεμφερή προς τα λειτουργικά ευρήματα, δεν δημιουργούν δέσμευση· υπέχει όμως υποχρέωση και σ’ εκείνη την περίπτωση η Διοίκηση να τα ακολουθήσει εκτός αν συντρέχουν βάσιμοι λόγοι περί του αντιθέτου οι οποίοι καταγράφονται στην απόφαση.”

(γ) Συμπεράσματα

Έχω εξετάσει προσεκτικά τις εισηγήσεις που έχουν υποβληθεί και έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι καθ’ ων η αίτηση στην παρούσα περίπτωση έχουν παραβιάσει τον κανόνα του Δεδικασμένου. Το θέμα της υπεροχής του ενδιαφερόμενου μέρους εξετάστηκε αρχικά από την Επιτροπή η οποία κατέληξε σε συμπέρασμα ότι το ενδιαφερόμενο μέρος “υπερέχει των ανθυποψηφίων του σε αξία”. Το Δικαστήριο απεφάσισε ότι η κρίση της Επιτροπής ότι το ενδιαφερόμενο μέρος υπερείχε σε αξία οφείλεται σε πλάνη. Η πιο πάνω απόφαση του Δικαστηρίου ήταν αποτέλεσμα μιας σφαιρικής εξέτασης όλων των στοιχείων που υπήρχαν ενώπιον της Επιτροπής αναφορικά με την αξία των υποψηφίων. Η Επιτροπή επανήλθε λέγοντας ότι το ενδιαφερόμενο μέρος όπως αντικατοπτρίζεται στις υπηρεσιακές εκθέσεις με έμφαση στα τε[*898]λευταία χρόνια στα οποία δίνεται ιδιαίτερη βαρύτητα, δεν υστερεί του αιτητή σε αξία, “αντίθετα έστω και οριακά υπερέχει”.

Διαπιστώνεται ότι η δεύτερη απόφαση έρχεται σε αντίθεση με την ακυρωτική δικαστική απόφαση. Όλα όσα η Επιτροπή επικαλείται υπήρχαν στους σχετικούς φακέλους και στη δικογραφία ενώπιον του ακυρωτικού Δικαστηρίου. Η έμφαση που δίνεται από την Επιτροπή στη δεύτερη απόφασή της ότι το ενδιαφερόμενο μέρος “υπερέχει έστω και οριακά”, συγκρούεται με το εύρημα του Δικαστηρίου. Η διακριτική ευχέρεια της Επιτροπής δεσμεύεται από τη δικαστική απόφαση. Η απόφαση για την επαναπροαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους παραβιάζει τη δικαστική απόφαση, ανεξάρτητα αν η φρασεολογία που χρησιμοποιείται στη δεύτερη απόφαση της Επιτροπής διαφέρει από τη φρασεολογία της πρώτης απόφασης. Η αναφορά σε “οριακή υπεροχή” δεν διαφοροποιεί την έννοια της “υπεροχής”.

Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω δεν κρίνω σκόπιμο να ασχοληθώ με τους άλλους λόγους που έχουν προβληθεί.

Η επίδικη απόφαση ακυρώνεται σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος. Οι καθ’ων η αίτηση καταδικάζονται όπως καταβάλουν τα σχετικά έξοδα.

Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.

 


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο