Νεοφύτου Μαρία ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1999) 4 ΑΑΔ 1048

(1999) 4 ΑΑΔ 1048

[*1048]16 Σεπτεμβρίου, 1999

[ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΜΑΡΙΑ ΝΕΟΦΥΤΟΥ,

Αιτήτρια,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΩΣ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΟΥ ΝΟΜΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ/Η ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΟΥ ΝΟΜΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ/Η ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΟΥ ΝΟΜΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,

Καθ’ων η αίτηση.

(Υπόθεση Aρ. 441/98)

 

Οργανισμοί Δημοσίου Δικαίου ― Νομικό Συμβούλιο ― Δεν αποτελεί νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ― Οι αποφάσεις του δεν εμπίπτουν στην σφαίρα του δημοσίου δικαίου ― Κριτήρια καθορίζονται στο Άρθρο 122 του Συντάγματος ― Το Νομικό Συμβούλιο δεν τελεί υπό τον έλεγχο και την εποπτεία του κράτους, εφόσον τα μέλη του δεν διορίζονται από αυτό αλλά κυρίως ελέγχεται από τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο ― Η συμμετοχή του Γενικού Εισαγγελέα, δεν προσδίδει εκτελεστικό χαρακτήρα και εξουσία στο Νομικό Συμβούλιο ― Η συμμετοχή του είναι στενά συνδεδεμένη με την λειτουργία της δικαιοσύνης.

Στην προσφυγή της αιτήτριας κατά της απόφασης του Νομικού Συμβουλίου να απορρίψει αίτημά της για εγγραφή της στο «Μητρώο Ασκουμένων Δικηγόρων», τέθηκε προδικαστική ένσταση ότι το Νομικό Συμβούλιο δεν είναι οργανισμός δημοσίου δικαίου και ως εκ τούτου η προσφυγή κατά της απόφασής του ήταν απαράδεκτη.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:

Σύμφωνα με το Άρθρο 146.1 του Συντάγματος, το Ανώτατο Δικαστήριο κέκτηται αποκλειστική δικαιοδοσία να αποφασίζει επί πάσης προσφυγής που υποβάλλεται εναντίον απόφασης, πράξης ή παράλειψης οιουδήποτε οργάνου, αρχής ή προσώπου που ασκεί εκτελεστι[*1049]κή ή διοικητική λειτουργία.  Προέχει κατ’ αρχή η εξέταση της νομικής φύσης και υπόστασης του Νομικού Συμβουλίου.

Νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου είναι εκείνα τα οποία, ως εκ του σκοπού τους, δεν διέπονται από το ιδιωτικό δίκαιο αλλά από το δημόσιο και των οποίων κεντρικό στοιχείο είναι η άσκηση δημόσιας εξουσίας.

Ο καθορισμός του κριτηρίου γνωρίσματος του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου ή του οργανισμού δημοσίου δικαίου αποτέλεσε και στην ελληνική θεωρία κατ’ εξοχήν αμφισβητούμενο.  Κατ’ αρχήν διοικητική πράξη δεν είναι κάθε πράξη διοικητικού περιεχομένου, αλλά μόνο μια πράξη που εκδίδεται από διοικητική αρχή.  Το ζήτημα δεν παρουσιάζει δυσκολίες όσο πρόκειται για την άμεση κρατική διοίκηση, κεντρική ή αποκεντρωμένη.  Δυσχέρειες δεν υπάρχουν ούτε στους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης.  Εκεί πρόκειται αναμφισβήτητα για αυτοτελή τοπική διοίκηση.  Προβληματική, αντίθετα, είναι η περίπτωση των λοιπών νομικών προσώπων, εφ’ όσον και καθ’ όσον ασκούν λειτουργική διοίκηση.

Στην Κύπρο το θέμα διέπεται από το Άρθρο 122 του Συντάγματος. Το Άρθρο αυτό περιλαμβάνει στον όρο «δημόσια υπηρεσία» και υπηρεσία σε οποιοδήποτε άλλο νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ή σε οποιοδήποτε άλλο οργανισμό δημοσίου δικαίου χωρίς νομική προσωπικότητα, που ιδρύεται προς το δημόσιο συμφέρον υπό νόμου και των οποίων τα κεφάλαια είτε παρέχονται είτε είναι εγγυημένα από τη Δημοκρατία, εις δε την περίπτωση που η επιχείρηση ασκείται αποκλειστικά από το νομικό αυτό πρόσωπο ή από τον οργανισμό, εφόσον η διοίκηση αυτού τελεί υπό τον έλεγχο της Δημοκρατίας. Προκύπτει συνεπώς ότι τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου ή οργανισμού, πρέπει να εξυπηρετούν το δημόσιο συμφέρον, ή να έχουν συσταθεί δυνάμει νόμου και να τελούν υπό τον έλεγχο της Πολιτείας.

Η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου έχει αποφανθεί ότι για την ένταξη μιας πράξης στη σφαίρα του Δημοσίου Δικαίου, είναι απαραίτητο αυτή να προέρχεται από το κράτος ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου.  Η πραγμάτωση με μια τέτοια πράξη δημοσίου σκοπού είναι το άλλο αποφασιστικό κριτήριο.

Το σημαντικότερο γνώρισμα των οργανισμών δημοσίου δικαίου είναι ο προικισμός τους με αποφασιστική αρμοδιότητα σε ένα ή περισσότερους τομείς του δημοσίου δικαίου.  Τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου είναι πλάσματα του νόμου.  Ιδρύονται και λειτουρ[*1050]γούν δυνάμει νομοθεσίας, η οποία καθορίζει μεταξύ άλλων τον τρόπο λειτουργίας τους και το διορισμό και λειτουργία των διοικητικών τους συμβουλίων.

Το Νομικό Συμβούλιο εγκαθιδρύθηκε με το Άρθρο 3 του περί Δικηγόρων Νόμου, Κεφ. 2, όπως τροποποιήθηκε με τους Νόμους 42/61 μέχρι 103(1)/96. Σκοπός του είναι να επιλαμβάνεται και αποφασίζει επί αιτήσεων προσώπων που επιθυμούν να εγγραφούν ως δικηγόροι, να διεξάγει τις νενομισμένες εξετάσεις των δικηγόρων, να εκδίδει τα σχετικά πιστοποιητικά και να ασκεί και άλλες εξουσίες όπως προνοείται από το νόμο.  Πριν από την τροποποίηση του βασικού Νόμου το Νομικό Συμβούλιο απαρτίζετο από το Γενικό Εισαγγελέα, ως Πρόεδρο, τους Δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου και από αριθμό δικηγόρων. Με τον τροποποιητικό Νόμο 103(1)/96, απεχώρησαν οι Δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου και το Νομικό Συμβούλιο απαρτίζεται πλέον από το Γενικό Εισαγγελέα, ως Πρόεδρο, τον εκάστοτε Πρόεδρο, Αντιπρόεδρο και Γραμματέα του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου και από τρεις δικηγόρους που επιλέγονται από το Συμβούλιο του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου. Στην πραγματικότητα το Νομικό Συμβούλιο ελέγχεται από τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο, αφού συμμετέχουν τρία μέλη του Συμβουλίου του και τα άλλα τρία επιλέγονται απ’ αυτό.  Το Νομικό Συμβούλιο δεν τελεί, κατά συνέπεια, υπό τον έλεγχο ή την εποπτεία του κράτους αφού τα μέλη του δεν διορίζονται απ’ αυτό. Ελλείπει, κατά συνέπεια, μια βασική προϋπόθεση, που τόσο το Άρθρο 122 του Συντάγματος και η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου θεωρεί ως αναγκαία για το χαρακτηρισμό του ως πλάσματος του νόμου που ασκεί διοικητική εξουσία.

Στην απόφαση της διευρυμένης Ολομέλειας Κωνσταντίνος Α. Αιμιλιανίδης v. Συμβουλίου Παγκυπρίου Δικηγορικού Συλλόγου (1992) 3 Α.Α.Δ. 174, εξετάσθηκε παρόμοιο θέμα επί προδικαστικών ενστάσεων που αφορά την εκτελεστότητα πράξεων του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου.  Είναι χαρακτηριστικό ότι αποφάσεις του Πειθαρχικού Συμβουλίου των Δικηγόρων που προεδρεύεται από το Γενικό Εισαγγελέα, δεν θεωρούνται από τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου διοικητικές πράξεις και δεν είναι προσβλητές δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος. Το όλο σκεπτικό της απόφασης Antonis Kourris v. The Supreme Council of Judicature (1972) 3 C.L.R. 390, σε συνδυασμό με το Άρθρο 15 του περί Δικηγόρων Νόμου, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι συλλογικά όργανα που απαρτίζονται από το Γενικό Εισαγγελέα και από δικηγόρους, με βάση το Νόμο περί Δικηγόρων, δεν ασκούν εκτελεστική εξουσία μέσα στην έννοια του Άρθρου 146 του Συντάγματος, αλλά εξουσία που σχετίζεται με τη λειτουργία της Δικαιοσύνης.

[*1051]Ο ευπαίδευτος συνήγορος για την αιτήτρια προβάλλει ως λόγο αποδοχής της προσφυγής σε σχέση με την εκτελεστότητα της επίδικης απόφασης, το γεγονός ότι άλλως το αίτημα της αιτήτριας θα παρέμενε χωρίς θεραπεία.

Απάντηση στο θέμα αυτό έδωσε η απόφαση Antonis Kourris στη σελίδα 414-415, στην οποία αποφασίστηκε ότι το Άρθρο 146 του Συντάγματος εφαρμόζεται αυστηρά και όχι για να καλύψει νομικό κενό.

Προβάλλεται επίσης ο ισχυρισμός ότι με τη συμμετοχή του Γενικού Εισαγγελέα προσδίδεται εκτελεστική εξουσία στο Νομικό Συμβούλιο. Το Δικαστήριο δεν συμφωνεί με τη θέση αυτή της αιτήτριας. Πέραν από την απόφαση Antonis Kourris, που θεωρεί τη συμμετοχή του Γενικού Εισαγγελέα στα συλλογικά όργανα ή σώματα που προβλέπονται στον περί Δικηγόρων Νόμο, ως στενά συνδεδεμένη με τη λειτουργία της Δικαιοσύνης και κατά συνέπεια ότι δεν ασκεί εκτελεστική εξουσία, στην απόφαση της Ολομέλειας, Αιμιλιανίδης (πιο πάνω) έχουν λεχθεί τα εξής:-

«Στην υπό εξέταση περίπτωση ο Γενικός Εισαγγελέας δεν ασκούσε εκτελεστική ή διοικητική λειτουργία μέσα στην έννοια του Άρθρου 146 του Συντάγματος, αλλά προήδρευε μιας συνελεύσεως ενός επαγγελματικού σώματος με σκοπό την εκλογή των αξιωματούχων αυτού».

Είναι σαφές από τη νομολογία ότι για να μπορεί ένα συλλογικό όργανο να θεωρηθεί ως Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου ή αρχή που ασκεί εκτελεστική εξουσία θα πρέπει να τελεί υπό τον έλεγχο του Κράτους ή το Διοικητικό του Συμβούλιο να διορίζεται από το Υπουργικό Συμβούλιο. Η επίδικη απόφαση δεν είναι εκτελεστή διοικητική πράξη και ως τέτοια δεν προσβάλλεται με βάση το Άρθρο 146 του Συντάγματος. Η προδικαστική ένσταση των καθ’ ων η αίτηση όσον αφορά την εκτελεστότητα της επίδικης απόφασης, ευσταθεί.

Η προσφυγή απορρίπτεται χωρίς έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Προεστός v. Δημοκρατίας (1998) 4 Α.Α.Δ. 407,

Κυβερνήτου κ.ά. v. Δημοκρατίας κ.ά. (1991) 4 Α.Α.Δ. 2632,

Μιχαήλ κ.ά. v. Δημοκρατίας (1994) 4 Α.Α.Δ. 198,

[*1052]Γεωργίου v. Α.Η.Κ. (1995) 3 Α.Α.Δ. 424,

Πρόεδρος της Δημοκρατίας v. Βουλής των Αντιπροσώπων (1997) 3 Α.Α.Δ. 36,

ΡΙΚ v. Καραγιώργη κ.ά. (1991) 3 Α.Α.Δ. 159,

Στεφανίδης και Άλλοι v. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 367,

Αιμιλιανίδης v. Συμβουλίου του Παγκυπρίου Δικηγορικού Συλλόγου (1992) 3 Α.Α.Δ. 174,

Papacharalambous a.ο. v. The Nicosia Local Bar Association (1983) 3 C.L.R. 330,

Papacharalambous a.ο. v. The Republic (1983) 3 C.L.R. 342,

In re C.H. an advocate (1969) 1 C.L.R. 561,

Kourris v. The Supreme Council of Judicature (1972) 3 C.L.R. 390.

Προσφυγή.

Προσφυγή εναντίον της απόφασης του Νομικού Συμβουλίου με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση της αιτήτριας για εγγραφή της στο “Μητρώο Ασκουμένων Δικηγόρων”.

Στ. Βασιλείου για Α. Θεοφίλου, για την Αιτήτρια.

Α. Κωνσταντίνου, για τους Καθ’ ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.: Η αιτήτρια είναι κάτοχος πτυχίου Νομικής (Bachelor of Laws) του Αγγλικού Πανεπιστημίου του “Buchingham” από τις 7.3.1998.

Στις 9.1.98 η αιτήτρια υπέβαλε προς τον Πρόεδρο του Νομικού Συμβουλίου αίτηση για εγγραφή της στο “Μητρώο Ασκουμένων Δικηγόρων”. Επεσύναψε δε στην αίτησή της αντίγραφο του πτυχίου της, βεβαίωση του δικηγόρου κ. Α. Θεοφίλου ότι άρχισε την άσκησή της στο γραφείο του από τις 2.1.98 και πιστοποιητικό καλού χαρακτήρα.

[*1053]Σε συνεδρία του ημερ. 4.3.98 το Νομικό Συμβούλιο στο οποίο προεδρεύει ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, απέρριψε την αίτηση της αιτήτριας γιατί “το πτυχίο που κατέχει η αιτήτρια δεν αναγνωρίζεται ως πτυχίο νομικής για τους σκοπούς του άρθρου 4(δ)(iv) του περί Δικηγόρων Νόμου”.

Εναντίον της απορριπτικής αυτής απόφασης του Νομικού Συμβουλίου η αιτήτρια καταχώρησε την παρούσα προσφυγή με το εξής αιτητικό:-

“Α.  Δήλωση του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι η απόφαση των καθ’ ων η αίτηση η οποία περιέχεται σε επιστολή τους ημερ. 5/3/98 και με την οποία οι καθ’ ων η αίτηση απέρριψαν την αίτηση της αιτήτριας όπως εγγραφεί στο Μητρώον ασκουμένων δικηγόρων είναι άκυρη, παράνομη και εστερημένη οιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος.

Β.   Δήλωση και/ή Διαταγή του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι η απόφαση των καθ’ ων η αίτηση η οποία περιέχεται στην ίδια επιστολή και με την οποία οι καθ’ ων η αίτηση απεφάσισαν και/ή θεώρησαν ότι το πτυχίο της αιτήτριας δεν μπορεί να αναγνωρισθεί ως Πτυχίο Νομικής για τους σκοπούς εγγραφής της αιτήτριας στο Μητρώο Ασκουμένων Δικηγόρων είναι άκυρη και/ή παράνομη και/ή εστερημένη εννόμου αποτελέσματος.”.

Στη γραπτή ένστασή τους οι καθ’ ων η αίτηση προβάλλουν σωρεία προδικαστικών ενστάσεων οι οποίες μπορούν να συνοψισθούν σε τρεις ενότητες, τις εξής:-

(α)  Ότι η προσβαλλόμενη πράξη ή απόφαση δεν αποτελεί εκτελεστή πράξη ή απόφαση που εμπίπτει στην έννοια του Άρθρου 146 του Συντάγματος.

(β)  Ότι η αιτήτρια δεν είναι προσοντούχος όπως προνοείται από το άρθρο 4(δ) του περί Δικηγόρων Νόμου και έτσι στερείται εννόμου συμφέροντος, και

(γ)  Ότι οι καθ’ ων η αίτηση δεν είναι οι κατάλληλοι διάδικοι και η προσφυγή δεν μπορούσε να στρέφεται εναντίον τους.

Θα εξετάσω έτσι κατ’ αρχήν τις πιο πάνω προδικαστικές ενστάσεις, αρχίζοντας από την πρώτη που είναι και η ουσιεδέστερη.

[*1054]Είναι ο ισχυρισμός του δικηγόρου των καθ’ ων η αίτηση ότι το Νομικό Συμβούλιο δεν είναι Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου ή όργανο ή αρχή που ασκεί εκτελεστική ή διοικητική εξουσία μέσα στην έννοια του Άρθρου 146 του Συντάγματος.

Σύμφωνα με το Άρθρο 146.1 του Συντάγματος το Ανώτατο Δικαστήριο κέκτηται αποκλειστική δικαιοδοσία να αποφασίζει επί πάσης προσφυγής που υποβάλλεται εναντίον απόφασης, πράξης ή παράλειψης οιουδήποτε οργάνου, αρχής ή προσώπου που ασκεί εκτελεστική ή διοικητική λειτουργία. Προέχει κατ’ αρχή η εξέταση της νομικής φύσης και υπόστασης του Νομικού Συμβουλίου.

Νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου είναι εκείνα τα οποία, ως εκ του σκοπού τους, δεν διέπονται από το ιδιωτικό δίκαιο αλλά από το δημόσιο και των οποίων κεντρικό στοιχείο είναι η άσκηση δημόσιας εξουσίας. (Βλέπε: Μιχαήλ Στασινόπουλος, Μαθήματα Διοικητικού Δικαίου, 1957, σελ. 172).

Ο καθορισμός του κριτηρίου γνωρίσματος του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου ή του οργανισμού δημοσίου δικαίου αποτέλεσε και στην ελληνική θεωρία θέμα κατ’ εξοχή αμφισβητούμενο. Κατ’ αρχή διοικητική πράξη δεν είναι κάθε πράξη διοικητικού περιεχομένου, αλλά μόνο μια πράξη που εκδίδεται από διοικητική αρχή. Το ζήτημα δε παρουσιάζει δυσκολίες όσο πρόκειται για την άμεση κρατική διοίκηση, κεντρική ή αποκεντρωμένη. Δυσχέρειες δεν υπάρχουν ούτε στους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης. Εκεί πρόκειται αναμφισβήτητα για αυτοτελή τοπική διοίκηση. Προβληματική αντίθετα είναι η περίπτωση των λοιπών νομικών προσώπων εφ’ όσον και καθ’ όσον ασκούν λειτουργική διοίκηση. (Βλέπε: Π. Δαγτόγλου, Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, Β΄ έκδοση, σελ. 176-177).

Στην Κύπρο το θέμα διέπεται από το Άρθρο 122 του Συντάγματος. Το Άρθρο αυτό περιλαμβάνει στον όρο “δημόσια υπηρεσία” και υπηρεσία σε οποιοδήποτε άλλο νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ή σε οποιοδήποτε άλλο οργανισμό δημοσίου δικαίου χωρίς νομική προσωπικότητα που ιδρύεται προς το δημόσιο συμφέρον υπό νόμου και των οποίων τα κεφάλαια είτε παρέχονται είτε είναι εγγυημένα από τη Δημοκρατία, εις δε την περίπτωση που η επιχείρηση ασκείται αποκλειστικά από το νομικό αυτό πρόσωπο ή από τον οργανισμό εφόσον η διοίκηση αυτού τελεί υπό τον έλεγχο της Δημοκρατίας. Προκύπτει συνεπώς ότι τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου ή οργανισμού πρέπει να εξυπηρετούν το δημόσιο συμφέρον, να έχουν συσταθεί δυνάμει νόμου και να τελούν υπό τον έλεγχο της Πολιτείας. (Βλέπε: Χριστόδουλος Προεστός ν. Δημοκρατίας [*1055](1998) 4 Α.Α.Δ. 407, Χ. Κυβερνήτου ν. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 2632 και Πέτρος Μιχαήλ και Άλλες ν. Δημοκρατίας (1994) 4 Α.Α.Δ. 198).

Η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου έχει αποφανθεί ότι για την ένταξη μιας πράξης στη σφαίρα του Δημοσίου Δικαίου είναι απαραίτητο αυτή να προέρχεται από το κράτος ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου. Η πραγμάτωση με μια τέτοια πράξη δημοσίου σκοπού είναι το άλλο αποφασιστικό κριτήριο. (Βλέπε: Γεωργίου ν. Α.Η.Κ. (1995) 3 Α.Α.Δ. 424, Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (1997) 3 Α.Α.Δ. 36).

Το σημαντικότερο γνώρισμα των οργανισμών δημοσίου δικαίου είναι ο προικισμός τους με αποφασιστική αρμοδιότητα σε ένα ή περισσότερους τομείς του δημοσίου δικαίου.  Τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου είναι πλάσματα του νόμου.  Ιδρύονται και λειτουργούν δυνάμει νομοθεσίας η οποία καθορίζει μεταξύ άλλων τον τρόπο λειτουργίας τους και το διορισμό και λειτουργία των διοικητικών τους συμβουλίων (Βλέπε: ΡΙΚ ν. Χρίστου Καραγιώργη και Άλλων (1991) 3 Α.Α.Δ. 159 και Στεφανίδης και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 367).

Το Νομικό Συμβούλιο εγκαθιδρύθηκε με το άρθρο 3 του περί Δικηγόρων Νόμου, Κεφ. 2, όπως τροποποιήθηκε με τους Νόμους 42/61 μέχρι 103(1)/96. Σκοπός του είναι να επιλαμβάνεται και αποφασίζει επί αιτήσεων προσώπων που επιθυμούν να εγγραφούν ως δικηγόροι, να διεξάγει τις νενομισμένες εξετάσεις των δικηγόρων, να εκδίδει τα σχετικά πιστοποιητικά και να ασκεί και άλλες εξουσίες όπως προνοείται από το νόμο.

Πριν από την τροποποίηση του βασικού Νόμου το Νομικό Συμβούλιο απαρτίζετο από το Γενικό Εισαγγελέα, ως Πρόεδρο, τους Δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου και από αριθμό δικηγόρων.  Με τον τροποποιητικό Νόμο 103(1)/96 απεχώρησαν οι Δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου και το Νομικό Συμβούλιο απαρτίζεται πλέον από το Γενικό Εισαγγελέα, ως Πρόεδρο, τον εκάστοτε Πρόεδρο, Αντιπρόεδρο και Γραμματέα του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου και από τρεις δικηγόρους που επιλέγονται από το Συμβούλιο του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου.

Στην πραγματικότητα το Νομικό Συμβούλιο ελέγχεται από τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο αφού συμμετέχουν τρία μέλη του Συμβουλίου του και τα άλλα τρία επιλέγονται απ’ αυτό.

[*1056]Το Νομικό Συμβούλιο δεν τελεί, κατά συνέπεια, υπό τον έλεγχο ή την εποπτεία του κράτους αφού τα μέλη του δεν διορίζονται απ’ αυτό. Ελλείπει κατά συνέπεια μια βασική προϋπόθεση που τόσο το Άρθρο 122 του Συντάγματος και η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου θεωρεί ως αναγκαία για το χαρακτηρισμό του ως πλάσματος του νόμου που ασκεί διοικητική εξουσία.

Στην απόφαση της διευρυμένης Ολομέλειας Κωνσταντίνος Α. Αιμιλιανίδης ν. Συμβουλίου του Παγκυπρίου Δικηγορικού Συλλόγου (1992) 3 Α.Α.Δ. 174, εξετάσθηκε παρόμοιο θέμα επί προδικαστικών ενστάσεων που αφορά την εκτελεστότητα πράξεων του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου. Αφού παρατίθεται το σκεπτικό στις πρωτόδικες αποφάσεις Andreas Papacharalambous and Οthers v. The Nicosia Local Bar Association (1983) 3 C.L.R. 330 και Papacharalambous and Another v. The Republic (1983) 3 C.L.R. 342, καταλήγει ως εξής στις σελίδες 180-181:-

“Δεν θα επεκταθούμε ή να σχολιάσουμε την κάθε πτυχή των πιο πάνω πρωτόδικων αποφάσεων. Για τους σκοπούς της παρούσης προσφυγής έχουμε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το συγκεκριμένο θέμα εκλογής Προέδρου του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου, δεν εμπίπτει στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου γιατί όταν ένας δημόσιος λειτουργός περιβάλλεται με αρμοδιότητα να ενεργήσει σχετικά με θέματα ο κύριος σκοπός των οποίων δεν είναι η προώθηση ενός δημόσιου σκοπού, αλλά η ρύθμιση των σχέσεων που ανάγονται στη σφαίρα του Αστικού Δικαίου, τότε τέτοια πράξη είναι θέμα που εμπίπτει στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου και δεν αποτελεί μια πράξη ή απόφαση μέσα στην έννοια της παραγράφου 1 του Άρθρου 146 του Συντάγματος.”.

Είναι χαρακτηριστικό ότι αποφάσεις του Πειθαρχικού Συμβουλίου των Δικηγόρων που προεδρεύεται από το Γενικό Εισαγγελέα δεν θεωρούνται από τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου διοικητικές πράξεις και δεν είναι προσβλητές δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος. (Βλέπε, μεταξύ άλλων: In re C.H. an advocate (1969) 1 C.L.R. 561).

Στην απόφαση Antonis Kourris v. The Supreme Council of Judicature (1972) 3 C.L.R. 390 στη σελίδα 406 αναφέρονται τα εξής:-

“It is useful to note that in the case of In re C.H. an advocate (supra), in which the point was taken that a decision of the [*1057]Disciplinary Board, which has been set up under the Advocates Law, Cap. 2, and consists of advocates under the chairmanship of the Attorney-General, was an administrative decision which should have been challenged by recourse under Article 146.1 because advocates are officers of the Supreme Court - (see, also, section 15 of Cap. 2) - and disciplinary matters concerning them are considered as being related to the administration of justice.”.

Και τη σελίδα 407 επίσης αναφέρεται:-

“the Attorney-General by virtue of both the nature of the duties of his office and the fact that he is the Chairman of the Bar Council is a person very closely related to the administration of justice; and, likewise, the practising advocate, being an officer of the Supreme Court (see section 15 of Cap. 2), ought to be regarded, also, as being closely related to the functioning of the judicial power.”.

Το όλο σκεπτικό της πιο πάνω απόφασης (Antonis Kourris) σε συνδυασμό με το άρθρο 15 του περί Δικηγόρων Νόμου με οδηγεί στο συμπέρασμα ότι συλλογικά όργανα που απαρτίζονται από το Γενικό Εισαγγελέα και από δικηγόρους, με βάση το Νόμο περί Δικηγόρων, δεν ασκούν εκτελεστική εξουσία μέσα στην έννοια του Άρθρου 146 του Συντάγματος, αλλά εξουσία που σχετίζεται με τη λειτουργία της Δικαιοσύνης.

Ο ευπαίδευτος συνήγορος για την αιτήτρια προβάλλει ως λόγο αποδοχής της προσφυγής σε σχέση με την εκτελεστότητα της επίδικης απόφασης το γεγονός ότι άλλως το αίτημα της αιτήτριας θα παρέμενε χωρίς θεραπεία.

Απάντηση στο θέμα αυτό έδωσε η απόφαση Antonis Kourris (πιο πάνω) που στη σελίδα 414-415 αναφέρει:-

“It has been argued by counsel for the applicant that this Court should not deprive the applicant of a remedy by holding that it does not possess jurisdiction to entertain his recourse: In my opinion Article 146.1 cannot be construed in a manner inconsistent with its nature even for the worth-while purpose of providing a judicial remedy in a case in which there does not appear to exist any other remedy; such Article has to be interpreted strictly (see Papaphilippou, supra, at p. 64) and the ambit of the jurisdiction created thereby cannot be extended so as to avoid a legal vacuum (see Kyriakides, supra,, at. p. 73)”.

[*1058]Προβάλλεται επίσης ο ισχυρισμός ότι με τη συμμετοχή του Γενικού Εισαγγελέα προσδίδεται εκτελεστική εξουσία στο Νομικό Συμβούλιο.

Δεν συμφωνώ με τη θέση αυτή της αιτήτριας.  Πέραν από την απόφαση Antonis Kourris (πιο πάνω) που θεωρεί τη συμμετοχή του Γενικού Εισαγγελέα στα συλλογικά όργανα ή σώματα που προβλέπονται στον περί Δικηγόρων Νόμο ως στενά συνδεδεμένη με τη λειτουργία της Δικαιοσύνης και κατά συνέπεια ότι δεν ασκεί εκτελεστική εξουσία, στην απόφαση της Ολομέλειας Αιμιλιανίδης (πιο πάνω) έχουν λεχθεί τα εξής:-

“Στην υπό εξέταση περίπτωση ο Γενικός Εισαγγελέας δεν ασκούσε εκτελεστική ή διοικητική λειτουργία μέσα στην έννοια του Άρθρου 146 του Συντάγματος, αλλά προήδρευε μιας συνελεύσεως ενός επαγγελματικού σώματος με σκοπό την εκλογή των αξιωματούχων αυτού.”.

Είναι σαφές από τη νομολογία ότι για να μπορεί ένα συλλογικό όργανο να θεωρηθεί ως Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου ή αρχή που ασκεί εκτελεστική εξουσία θα πρέπει να τελεί υπό τον έλεγχο του Κράτους ή το Διοικητικό του Συμβούλιο να διορίζεται από το Υπουργικό Συμβούλιο. (Βλέπε, μεταξύ άλλων, πρωτόδικη απόφαση του Φρ. Νικολαΐδη, Δ. Χριστόδουλος Προεστός ν. Δημοκρατίας (1998) 4 Α.Α.Δ. 407).

Καταλήγω κατά συνέπεια ότι η επίδικη απόφαση δεν είναι εκτελεστή διοικητική πράξη και ως τέτοια δεν προσβάλλεται με βάση το Άρθρο 146 του Συντάγματος.

Η προδικαστική ένσταση των καθ’ ων η αίτηση όσον αφορά την εκτελεστότητα της επίδικης απόφασης, ευσταθεί.

Ενόψει της πιο πάνω κατάληξης δεν θεωρώ σκόπιμο ή αναγκαίο να ασχοληθώ με τις άλλες προδικαστικές ενστάσεις που προβάλλονται ή με την ουσία της προσφυγής.

Η προσφυγή απορρίπτεται.

Καμιά διαταγή για έξοδα.

Η προσφυγή απορρίπτεται χωρίς έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο