Δαυΐδ Γεώργιος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1999) 4 ΑΑΔ 1100

(1999) 4 ΑΑΔ 1100

[*1100]14 Οκτωβρίου, 1999

[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΔΑΥΪΔ,

Αιτητής,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΥΠΟΥΡΓΟΥ

ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΑΙ ΕΡΓΩΝ,

Καθ’ ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 714/97)

 

Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος ― Έννομο Συμφέρον ― Προϋποθέσεις ― Υλική ή ηθική ζημιά ― Αποδεικνύεται λόγω μη απάντησης στο υποβληθέν αίτημα ― Η προσφυγή δεν βασίσθηκε στο Άρθρο 29 του Συντάγματος για παράλειψη απάντησης, αλλά στο Άρθρο 146 για άρνηση ή παράλειψη έκδοσης Κανονιστικής Διοικητικής Πράξης ― Παράλειψη εκτός της δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, εφόσον αφορά στην έκδοση νομοθεσίας.

Ο αιτητής προσέβαλε με την προσφυγή του, την παράλειψη των καθ’ ων η αίτηση να εξετάσουν στην ουσία αίτημά του για αναγνώριση του πτυχίου του ως πολεοδόμου, με σκοπό την εγγραφή του στο μητρώο μελών του Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:

Οι δύο προϋποθέσεις για την ύπαρξη έννομου συμφέροντος για την άσκηση της αίτησης ακύρωσης όπως παρατίθενται στο Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, του Ε.Π  Σπηλιωτόπουλου,  Έκτη Έκδοση, 1993, σελ. 437, παραγρ. 456, είναι (α) η προσβαλλόμενη πράξη να έχει προκαλέσει ηθική ή υλική βλάβη στον αιτούντα και (β) ο αιτητής να υφίσταται τη βλάβη αυτή με ορισμένη ιδιότητα που αναγνωρίζεται από τους κανόνες του δικαίου, δηλαδή να υπάρχει μια ειδι[*1101]κή έννομη σχέση του αιτούντος με την προσβαλλόμενη πράξη.

Η έννοια του συμφέροντος στην περίπτωση της άσκησης της αίτησης ακύρωσης, είναι ευρύτερη από την έννοια του νομικού δικαιώματος. Το έννομο συμφέρον αφορά κάθε νομική ή πραγματική κατάσταση που αναγνωρίζεται από το δίκαιο, από την οποία ο αιτητής βάσει ενός ειδικού δεσμού αντλεί ωφέλεια, που θίγεται από την προσβαλλόμενη πράξη ή παράλειψη, δηλαδή που μεταβλήθηκε ή δεν ρυθμίστηκε, με συνέπεια την πρόκληση υλικής ή ηθικής βλάβης σ' αυτόν.

Η ύπαρξη συμφέροντος είναι καθαρά υποθετική και δεν ταυτίζεται προς την ύπαρξη πραγματικής, θετικής ή υποθετικής, υλικής ή ηθικής ζημιάς. Αρκεί ότι θα απεφεύγετο η ζημία ή θα υπήρχε ωφέλεια, αν η Διοίκηση δεν προέβαινε στην προσβαλλόμενη πράξη ή δεν παρέλειπε τη συγκεκριμένη ενέργεια.

Το έννομο συμφέρον μπορεί να είναι υλικό, όταν η βλάβη που προκαλείται από την προσβαλλόμενη πράξη ή παράλειψη αφορά περιουσιακά δικαιώματα και μπορεί να αποτιμηθεί σε χρήμα, αλλά και ηθικό, όταν η βλάβη δεν συνίσταται σε περιουσιακή ζημιά, αλλά αφορά καταστάσεις που έχουν ηθική αξία για τον αιτητή.

Αναμφίβολα ο αιτητής έχει έννομο συμφέρον να προσβάλει την παράλειψη του Υπουργικού Συμβουλίου, γιατί θίγεται όχι μόνο το ηθικό του συμφέρον, αλλά και το υλικό, γιατί λόγω της μη αναγνώρισης του πτυχίου του και της άρνησης εγγραφής του ως πολεοδόμου, του στερείται το δικαίωμα να ασκήσει το ανάλογο επάγγελμα, αλλά και να διεκδικήσει διορισμό σε θέσεις που το προσόν αυτό είναι απαραίτητο.

Είναι παραδεκτό από την ευπαίδευτο συνήγορο των καθ' ων η αίτηση ότι το Υπουργικό Συμβούλιο πράγματι παρέλειψε να απαντήσει στον αιτητή.  Όμως στην αξίωση του αιτητή, όπως διατυπώνεται στην προσφυγή του, δεν φαίνεται ότι ο αιτητής στρέφεται εναντίον της παράλειψης απάντησης από το αρμόδιο όργανο με βάση το Άρθρο 29 του Συντάγματος. Από την άλλη, σύμφωνα πάντα με τους καθ’ ων η αίτηση, δεν υπάρχει πράξη η οποία να προσβάλλεται.

Πράγματι, ανάγνωση του αιτητικού της προσφυγής επιβεβαιώνει τα πια πάνω. Ο αιτητής δεν αξιώνει δήλωση του Δικαστηρίου ότι το Υπουργικό Συμβούλιο, ή το αρμόδιο διοικητικό όργανο, παρέλειψε να απαντήσει στην υποβληθείσα αίτησή του, ούτε και προβάλλεται η αξίωση για απάντηση κατά συμμόρφωση προς τις πρόνοιες του Άρθρου 29 του Συντάγματος. Εκείνο που αξιώνει είναι δήλωση ότι [*1102]η παράλειψη του Υπουργικού Συμβουλίου να ασχοληθεί με την ουσία του αιτήματός του και η ως εκ τούτου μη προώθηση προς έκδοση και δημοσίευση Κανονιστικής Διοικητικής Πράξης που να αναγνωρίζει τις σπουδές του ως ικανοποιητικές προς εγγραφή του, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου, είναι άκυρη.

Αν ο αιτητής αξίωνε μόνο δήλωση του Δικαστηρίου για αναγνώριση της παράλειψης του Υπουργικού Συμβουλίου να του απαντήσουν στο αίτημά του δυνάμει του Άρθρου 29 του Συντάγματος και διάταγμα για συμμόρφωση, τότε αναμφίβολα η προσφυγή του θα πετύχαινε. Όμως η προσφυγή του στρέφεται κατά της ουσίας.

Ο αιτητής έχει βασίσει την προσφυγή του στο Άρθρο 146 του Συντάγματος. Όταν  πρόσωπο που δεν έλαβε απάντηση κατά παράβαση του Άρθρου 29, προχωρεί με βάση το Άρθρο 146 προσβάλλοντας την ουσία του θέματος για το οποίο ζήτησε απάντηση, δεν θεωρείται ότι συνεχίζει να έχει έννομο συμφέρον, εκτός αν ως αποτέλεσμα της ίδιας της παράλειψης, έχει υποστεί κάποια ουσιώδη βλάβη, η οποία του δίδει το δικαίωμα να αξιώσει θεραπεία σύμφωνα με το Άρθρο 146.6 του Συντάγματος, ύστερα από την εξασφάλιση απόφασης του ακυρωτικού δικαστηρίου.  Για να πετύχει ο αιτητής, θα πρέπει το αίτημά του να κείται εντός της δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου που παρέχεται δυνάμει του Άρθρου 146.1 του Συντάγματος. Η αξίωση του αιτητή είναι η έκδοση κανονιστικής διοικητικής πράξης που να αναγνωρίζει τις σπουδές του ως κατάλληλο προσόν εγγραφή του ως πολεοδόμου. Το θέμα δεν εμπίπτει στη δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου γιατί δεν είναι θέμα που ανάγεται σε άσκηση εκτελεστικής ή διοικητικής λειτουργίας. Η έκδοση κανονιστικών διοικητικών πράξεων δεν αποτελεί αντικείμενο δικαστικού ελέγχου.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Σεργίδου ν. Δήμου Λευκωσίας κ.ά. (1998) 3 Α.Α.Δ. 189,

Kyriakides v. Republic 1 R.S.C.C. 66,

Pierides a.Ô. v. The Municipality of Paphos (1986) 3 C.L.R. 1788,

Xenophontos v. The Republic 2 R.S.C.C. 89,

Δ. Νικολάου και Υιοί Λτδ ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 300.

[*1103]Προσφυγή.

Προσφυγή εναντίον της παράλειψης του Υπουργικού Συμβουλίου για έκδοση και δημοσίευση Κανονιστικής�Διοικητικής Πράξης που να αναγνωρίζει τις σπουδές του αιτητή ως ικανοποιητικές για εγγραφή του ως μέλος του Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου στον κλάδο χωροταξίας και πολεοδομίας.

Ο Αιτητής παρουσιάζεται προσωπικά.

Κλ. Θεοδούλου, Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, για τους Καθ’ ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής, ο οποίος ας σημειωθεί εμφανίστηκε σε όλα τα στάδια της διαδικασίας χωρίς δικηγόρο, αξιώνει τις ακόλουθες θεραπείες:

“Α1. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η συνεχιζόμενη άρνηση και ή παράλειψη του Υπουργικού Συμβουλίου να ασχοληθεί με την ουσία του αιτήματός μου και η άρνησή τους να μελετήσουν το περιεχόμενο την έκταση και εμβέλεια του διπλώματός μου και ή πτυχίου μου και ή του προγράμματος σπουδών μου, και ή τεκμαιρώμενη μη αναγνώριση των προσόντων μου και ως εκ τούτου η μη προώθηση προς έκδοση και δημοσίευση (ατομικής) Κανονιστικής Διοικητικής πράξης που να αναγνωρίζει τις σπουδές μου και ή το πρόγραμμα σπουδών μου ως ικανοποιητικά για να μπορώ να εγγραφώ στον κατάλογο του κλάδου χωροταξίας - πολεοδομίας που φυλάττεται στο Επιστημονικό Τεχνικό Επιμελητήριο Κύπρου (στο εξής Ε.Τ.Ε.Κ.), κηρυχθεί παράνομη, άκυρη και ή στερημένη οποιασδήποτε νόμιμης συνέπειας και όπως διαταχτεί να γίνει κάθε τι που έχει παραληφθεί και ήταν οφειλόμενο να γίνει.

Α2.   Διακήρυξη του Δικαστηρίου ότι η άρνηση και ή παράλειψη των καθ’ ων η αίτηση να ενεργήσουν προς την κατεύθυνση έκδοσης και ή προώθησης ψήφισης και ή δημοσίευσης Κανονιστικής Διοικητικής πράξης (στο εξής Κ.Δ.Π.), που θα αναγνώριζε και ή αναγνωρίζει τα ακαδημαϊκά μου προσόντα στη χωροταξία - πολεοδομία ως ικανοποιητικά για να δύναμαι να εγγραφώ στον κατάλογο του ΕΤΕΚ στον κλάδο της μηχανικής επιστήμης [*1104](χωροταξία - πολεοδομία) και ή η σιωπηρή απόφασή τους να μην αναγνωρίσουν τα προσόντα μου ενώ συντρέχουν όλες οι πραγματικές και νόμιμες προϋποθέσεις.  Κηρυχθεί άκυρη και ως στερουμένη κάθε εννόμου αποτελέσματος.”

Ο αιτητής είχε υποβάλει στις 23.3.1993 αίτημα στο Επιστημονικό Τεχνικό Επιμελητήριο Κύπρου για εγγραφή του στον κλάδο χωροταξίας-πολεοδομίας. Όταν το αίτημά του απορρίφθηκε, προσέφυγε στο Ανώτατο Δικαστήριο, αλλά η προσφυγή υπ’ αρ. 747/94 που καταχώρησε απορρίφθηκε στις 20.12.1995.

Στις 12.12.1996 ο αιτητής με επιστολή του προς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και τα Μέλη του Υπουργικού Συμβουλίου αναφέρθηκε στη διαφορά που είχε με το Επιμελητήριο και ζήτησε την έκδοση Κανονιστικής Διοικητικής Πράξης με την οποία να αναγνωρίζεται το πρόγραμμα σπουδών που είχε παρακολουθήσει, ούτως ώστε να εγγραφεί ως μέλος του Επιμελητηρίου στον κλάδο χωροταξίας και πολεοδομίας.

Το αίτημα του αιτητή διαβιβάστηκε από τη Γραμματεία του Υπουργικού Συμβουλίου στο Υπουργείο Συγκοινωνιών και Έργων το οποίο στις 23.1.1997 με επιστολή του ανέφερε ότι η υπόθεσή του εξετάζεται. Το Υπουργείο με επιστολή ίδιας ημερομηνίας ζήτησε από το Επιμελητήριο απόψεις και ενημέρωση για την όλη υπόθεση.

Ο αιτητής με επιστολή του προς το Υπουργείο Συγκοινωνιών και Έργων ημερ. 4.2.1997, εισηγήθηκε όπως ζητηθεί η άποψη του Γενικού Εισαγγελέα ως προς την ερμηνεία των Νόμων 43(1)/93 και 11/1985 σε σχέση με την έκταση που οι νόμοι αυτοί δεσμεύουν την αποδοχή των προσόντων του και η άποψη του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού και πάλι σχετικά με την αναγνώριση του διπλώματός του.

Το Υπουργείο Συγκοινωνιών και Έργων ως αποτέλεσμα του αιτήματος του αιτητή διαβίβασε σχετικές επιστολές προς το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας και το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού.

Στο μεταξύ ο αιτητής με επιστολή του ημερ. 22.5.1997 προς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και τα Μέλη του Υπουργικού Συμβουλίου παραπονέθηκε για καθυστέρηση, ισχυριζόμενος ότι η παραπομπή του αιτήματός του στο Υπουργείο Συγκοινωνιών και Έργων βραχυκύκλωσε την πρόοδο επίλυσης του αιτήματός του. [*1105]Η επιστολή διαβιβάστηκε και πάλι από το Γραμματέα του Υπουργικού Συμβουλίου στο Υπουργείο Συγκοινωνιών και Έργων.

Το Υπουργείο Συγκοινωνιών και Έργων αποτάθηκε εκ νέου, τόσο στο Γενικό Εισαγγελέα, όσο και στο Επιμελητήριο, ζητώντας από τον πρώτο να απαντηθούν τα ερωτήματα που τέθηκαν με την επιστολή ημερ. 14.2.1997 και παρακαλώντας το δεύτερο να απαντήσει στον αιτητή το ταχύτερο δυνατό.

Ο Γενικός Εισαγγελέας με επιστολή του ημερ. 3.6.1997, ανέφερε ότι συμβουλεύει μόνο κρατικά όργανα και όχι ιδιώτες, ενώ το ΕΤΕΚ που αποτελεί πρόσωπο δημοσίου δικαίου και λειτουργεί με βάση τις πρόνοιες του νόμου με το οποίο συστάθηκε δεν δεσμεύεται από τις απόψεις της Νομικής Υπηρεσίας οι οποίες δεν είναι καν καθοδηγητικές γι’ αυτό. Η επιστολή του Γενικού Εισαγγελέα καταλήγει ότι οποιαδήποτε διαφορά μεταξύ ΕΤΕΚ και ιδιωτών δεν αφορά ούτε τη Δημοκρατία, ούτε το Υπουργείο Συγκοινωνιών και Έργων και ως εκ τούτου το Υπουργείο δεν έπρεπε να εμπλακεί σ’ αυτήν.

Όταν τα πιο πάνω του διαβιβάστηκαν με επιστολή του Υπουργείου Συγκοινωνιών και Έργων ημερ. 4.8.1997, ο αιτητής καταχώρησε την παρούσα προσφυγή.

Ισχυρίζεται ότι το Υπουργικό Συμβούλιο είχε υποχρέωση να αποφασίσει επί της ουσίας του αιτήματός του και να του κοινοποιήσει την απόφασή του, είτε αναγνωρίζοντας τα προσόντα του, είτε εκδίδοντας διάταγμα ή Ατομική Διοικητική Πράξη ή και Κανονιστική Διοικητική Πράξη, με την οποία να αναγνωρίζονται τα προσόντα του.

Ο αιτητής ισχυρίζεται περαιτέρω ότι το Υπουργικό Συμβούλιο αποποιήθηκε των ευθυνών και εξουσιών του που πηγάζουν τόσο από το άρθρο 7 (1) (α) του Νόμου 224/90 σε συνδυασμό με τα Άρθρα 46 και 54 του Συντάγματος.

Είναι η θέση του αιτητή ότι η άρνηση του Υπουργικού Συμβουλίου είναι εσφαλμένη, αναιτιολόγητη, κακόπιστη και αντίκειται στους κανόνες της χρηστής διοίκησης, ενώ τέλος η διάταξη του άρθρου 7 (1) (α) του Νόμου 224/90 είναι αντισυνταγματική, γιατί δεν παρέχει στον διοικούμενο δικαίωμα δικαστικής προστασίας.

Οι καθ’ ων η αίτηση με προδικαστική ένσταση ισχυρίζονται [*1106]ότι το έννομο συμφέρον του αιτητή δεν έχει προσβληθεί ευθέως από οποιαδήποτε ενέργεια ή παράλειψη των καθ’ ων η αίτηση.

Οι δύο προϋποθέσεις για την ύπαρξη έννομου συμφέροντος για την άσκηση της αίτησης ακύρωσης όπως παρατίθενται στο Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, του Ε. Π. Σπηλιωτόπουλου, Έκτη Έκδοση, 1993, σελ. 437, παραγρ. 456, είναι (α) η προσβαλλόμενη πράξη να έχει προκαλέσει ηθική ή υλική βλάβη στον αιτούντα και (β) ο αιτητής να υφίσταται τη βλάβη αυτή με ορισμένη ιδιότητα που αναγνωρίζεται από τους κανόνες του δικαίου, δηλαδή να υπάρχει μια ειδική έννομη σχέση του αιτούντος με την προσβαλλόμενη πράξη.

Η έννοια του συμφέροντος στην περίπτωση της άσκησης της αίτησης ακύρωσης, είναι ευρύτερη από την έννοια του νομικού δικαιώματος. Το έννομο συμφέρον αφορά κάθε νομική, ή πραγματική κατάσταση που αναγνωρίζεται από το δίκαιο, από την οποία ο αιτητής βάσει ενός ειδικού δεσμού αντλεί ωφέλεια, που θίγεται από την προσβαλλόμενη πράξη ή παράλειψη, δηλαδή που μεταβλήθηκε ή δεν ρυθμίστηκε, με συνέπεια την πρόκληση υλικής ή ηθικής βλάβης σ’ αυτόν (Σεργίδου ν. Δήμου Λευκωσίας κ.ά. (1998) 3 Α.Α.Δ. 189).

Η ύπαρξη συμφέροντος είναι καθαρά υποθετική και δεν ταυτίζεται προς την ύπαρξη πραγματικής, θετικής ή υποθετικής, υλικής ή ηθικής ζημιάς. Αρκεί ότι θα απεφεύγετο η ζημία ή θα υπήρχε ωφέλεια, αν η Διοίκηση δεν προέβαινε στην προσβαλλόμενη πράξη ή δεν παρέλειπε τη συγκεκριμένη ενέργεια (Θ. Τσάτσος, Η Αίτησις Ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, 3η Έκδοση, σελ. 39. Βλέπε επίσης Δαγτόγλου, Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο, 1994, 2η ΄Εκδοση, σελ. 398).

Το έννομο συμφέρον μπορεί να είναι υλικό, όταν η βλάβη που προκαλείται από την προσβαλλόμενη πράξη ή παράλειψη αφορά περιουσιακά δικαιώματα και μπορεί να αποτιμηθεί σε χρήμα, αλλά και ηθικό, όταν η βλάβη δεν συνίσταται σε περιουσιακή ζημιά, αλλά αφορά καταστάσεις που έχουν ηθική αξία για τον αιτητή (Σπηλιωτόπουλος, ανωτέρω, σελ. 438, παραγρ. 456).

Αναμφίβολα ο αιτητής έχει έννομο συμφέρον να προσβάλει την παράλειψη του Υπουργικού Συμβουλίου, γιατί θίγεται όχι μόνο το ηθικό του συμφέρον, αλλά και το υλικό, γιατί λόγω της μη αναγνώρισης του πτυχίου του και της άρνησης εγγραφής του ως πολεοδόμου, του στερείται το δικαίωμα να ασκήσει το ανάλογο επάγγελμα, αλλά και να διεκδικήσει διορισμό σε θέσεις που [*1107]το προσόν αυτό είναι απαραίτητο.

Το Άρθρο 29 του Συντάγματος προβλέπει ότι “έκαστος έχει το δικαίωμα να υποβάλλει έγγραφες αιτήσεις ή παράπονα προς οποιαδήποτε αρμόδια αρχή, η δε αρχή θα πρέπει να γνωστοποιεί εγγράφως την απόφασή της μέσα σε τριάντα το αργότερο μέρες. Σε παράλειψη συμμόρφωσης ο διοικούμενος δικαιούται να προσφύγει στο Δικαστήριο”.

Είναι παραδεκτό από την ευπαίδευτο συνήγορο των καθ’ ων η αίτηση ότι το Υπουργικό Συμβούλιο πράγματι παρέλειψε να απαντήσει στον αιτητή. Όμως στην αξίωση του αιτητή, όπως διατυπώνεται στην προσφυγή του, δεν φαίνεται ότι ο αιτητής στρέφεται εναντίον της παράλειψης απάντησης από το αρμόδιο όργανο με βάση το Άρθρο 29 του Συντάγματος. Από την άλλη, σύμφωνα πάντα με τους καθ’ ων η αίτηση, δεν υπάρχει πράξη η οποία να προσβάλλεται.

Πράγματι, ανάγνωση του αιτητικού της προσφυγής επιβεβαιώνει τα πιο πάνω. Ο αιτητής δεν αξιώνει δήλωση του Δικαστηρίου ότι το Υπουργικό Συμβούλιο, ή το αρμόδιο διοικητικό όργανο, παρέλειψε να απαντήσει στην υποβληθείσα αίτησή του, ούτε και προβάλλεται η αξίωση για απάντηση κατά συμμόρφωση προς τις πρόνοιες του Άρθρου 29 του Συντάγματος. Εκείνο που αξιώνει είναι δήλωση ότι η παράλειψη του Υπουργικού Συμβουλίου να ασχοληθεί με την ουσία του αιτήματός του και η ως εκ τούτου μη προώθηση προς έκδοση και δημοσίευση Κανονιστικής Διοικητικής Πράξης που να αναγνωρίζει τις σπουδές του ως ικανοποιητικές προς εγγραφή του, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου, είναι άκυρη.

Αν ο αιτητής αξίωνε μόνο δήλωση του Δικαστηρίου για αναγνώριση της παράλειψης του Υπουργικού Συμβουλίου να του απαντήσουν στο αίτημά του δυνάμει του Άρθρου 29 του Συντάγματος και διάταγμα για συμμόρφωση, τότε αναμφίβολα η προσφυγή του θα πετύχαινε. Όμως η προσφυγή του στρέφεται κατά της ουσίας. Σε μια τέτοια περίπτωση δικαιούται απόφασης δυνάμει του Άρθρου 29, μόνο αν αποδείξει ότι λόγω της παράλειψης συμμόρφωσης της διοίκησης προς το Άρθρο 29 έχει υποστεί ζημία.

Ο αιτητής έχει βασίσει την προσφυγή του στο Άρθρο 146 του Συντάγματος. Όταν πρόσωπο που δεν έλαβε απάντηση κατά παράβαση του Άρθρου 29, προχωρεί με βάση το Άρθρο 146 προ[*1108]σβάλλοντας την ουσία του θέματος για το οποίο ζήτησε απάντηση, δεν θεωρείται ότι συνεχίζει να έχει έννομο συμφέρον, εκτός αν ως αποτέλεσμα της ίδιας της παράλειψης, έχει υποστεί κάποια ουσιώδη βλάβη, η οποία του δίδει το δικαίωμα να αξιώσει θεραπεία σύμφωνα με το Άρθρο 146.6 του Συντάγματος, ύστερα από την εξασφάλιση απόφασης του ακυρωτικού δικαστηρίου (Phedias Kyriakides v. Republic 1 R.S.C.C. 66, 77).

Τα συμφέροντα του αιτητή, τόσο τα υλικά όσο και τα ηθικά, έχουν αναμφίβολα επηρεαστεί άμεσα από την παράλειψη του Υπουργικού Συμβουλίου να απαντήσει στο αίτημά του. Η παράλειψη επηρεάζει το επαγγελματικό του μέλλον. Πλήττεται το δικαίωμά του να προβάλλει τον εαυτό του ως πολεοδόμο και το δικαίωμα άσκησης του επαγγέλματος του πολεοδόμου, έχοντας τη δυνατότητα εκπόνησης πολεοδομικών μελετών.

Εν όψει των πιο πάνω θεωρώ ότι οι ισχυρισμοί του αιτητή για πρόκληση ζημιάς από την παράλειψη του Υπουργικού Συμβουλίου έχουν αποδειχθεί (βλέπε σχετικά Pierides and Οthers v. The Municipality of Paphos (1986) 3 C.L.R. 1788, 1795).

Όμως υπάρχει μια προϋπόθεση που η παρούσα προσφυγή δεν ικανοποιεί. Για να πετύχει ο αιτητής, θα πρέπει το αίτημά του να κείται εντός της δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου που παρέχεται δυνάμει του Άρθρου 146.1 του Συντάγματος (βλέπε Χenophontos v. The Republic 2 R.S.C.C. 89, 92, 93).

Η αξίωση του αιτητή είναι η έκδοση κανονιστικής διοικητικής πράξης που να αναγνωρίζει τις σπουδές του ως κατάλληλο προσόν για εγγραφή του ως πολεοδόμου. Το θέμα δεν εμπίπτει στη δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου γιατί δεν είναι θέμα που ανάγεται σε άσκηση εκτελεστικής ή διοικητικής λειτουργίας. Η έκδοση κανονιστικών διοικητικών πράξεων δεν αποτελεί αντικείμενο δικαστικού ελέγχου.

Το Άρθρο 146.1 περιορίζει το αντικείμενο της δικαστικής αναθεώρησης σε πράξεις εκτελεστικής ή διοικητικής φύσης. Ο καταρτισμός και έκδοση νομοθεσίας, όπως και η έκδοση κανονιστικών διοικητικών πράξεων, κείνται εκτός του πεδίου της ακυρωτικής δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Βλέπε σχετικά Δ. Νικολάου και Υιοί Λτδ ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 300).

Εν όψει όλων των πιο πάνω η παρούσα προσφυγή θα πρέπει να [*1109]απορριφθεί και απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του αιτητή, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο