(1999) 4 ΑΑΔ 1110
[*1110]18 Οκτωβρίου, 1999
[ΚΑΛΛΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
(Υπόθεση Αρ. 904/98)
ΜΑΡΙΟΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ,
Αιτητής,
v.
ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΕΩΣ ΣΤΕΓΗΣ,
Καθ’ ου η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 913/98)
ΣΩΤΗΡΗΣ ΦΩΤΙΟΥ,
Αιτητής,
v.
ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΕΩΣ ΣΤΕΓΗΣ,
Καθ’ ου η αίτηση.
(Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Aρ. 904/98, 913/98)
Ακυρωτική Απόφαση Ανωτάτου Δικαστηρίου ― Επανεξέταση ― Διαδικασία στην Συμβουλευτική Επιτροπή δεν επιβάλλεται από το Νόμο ― Επιλογή επανεξέτασης χωρίς παραπομπή στην Συμβουλευτική Επιτροπή ― Αλλαγή επιλογής διαδικασίας ― Δεν απέβηκε δυσμενής αλλά ευμενής για τους αιτητές ― Ελλείπει το έννομο συμφέρον προβολής του λόγου αυτού ακυρώσεως.
Σχέδια Υπηρεσίας ― Ερμηνεία ― Πλεονέκτημα ― «Πείρα σε τραπεζικά ιδρύματα» ― Εφόσον δεν προσδιορίζεται το εύρος και η διάρ[*1111]κεια της πείρας ούτε ο τύπος του τραπεζικού ιδρύματος, εύλογη ερμηνεία για κάλυψη του πλεονεκτήματος από 12μηνη πείρα σε τραπεζικό ίδρυμα χωρίς μεγάλο εύρος εργασιών.
Οργανισμοί Δημοσίου Δικαίου — Οργανισμός Χρηματοδοτήσεως Στέγης — Υπάλληλοι — Διορισμοί — Προσόντα — Πρόσθετο προσόν — Ειδική αιτιολογία απαιτείται όταν παραγνωρίζονται υποψήφιοι που το κατέχουν ενώ ο επιλεγής δεν το κατέχει — Όχι όταν το πλεονέκτημα κατέχεται από τον επιλεγέντα.
Ακυρωτική Απόφαση Ανωτάτου Δικαστηρίου — Δεδικασμένο — Ακύρωση λόγω μη προσδιορισμού του πλεονεκτήματος — Ο προσδιορισμός του στην επανεξέταση συνιστά πλήρη συμμόρφωση με το δεδικασμένο.
Οργανισμοί Δημοσίου Δικαίου — Οργανισμός Χρηματοδοτήσεως Στέγης — Υπάλληλοι — Διορισμοί — Δεν απαιτείται ειδική αναφορά στον καθένα από τους υποψηφίους — Η αναφορά στο πρακτικό για τη λήψη υπόψη όλων των υποψηφιοτήτων — Ο σχετικός λόγος ακύρωσεως περί του αντιθέτου, δεν ευσταθεί.
Οργανισμοί Δημοσίου Δικαίου — Οργανισμός Χρηματοδοτήσεως Στέγης — Υπάλληλοι — Διορισμοί — Προσόντα — Πλεονέκτημα — «Μεταπτυχιακές Σπουδές» — Έννοια σύμφωνα με την νομολογία — Τίτλος του Certified Accountant θεωρήθηκε πλεονέκτημα — Στην απουσία έρευνας ως προς το επίπεδο σε συνδυασμό ότι το προσόν αυτό συγκαταλέγεται στα βασικά προσόντα του σχεδίου υπηρεσίας, δεν ήταν εύλογη η απόφαση να καταταχθεί στην έννοια του όρου «μεταπτυχιακές σπουδές».
Οργανισμοί Δημοσίου Δικαίου — Οργανισμός Χρηματοδοτήσεως Στέγης — Υπάλληλοι — Διορισμοί — Επιλογή του καταλληλότερου — Ανήκει στην διακριτική ευχέρεια του οργάνου — Είναι επιτρεπτό να αποδίδεται βαρύτητα σε ένα προσόν ανάλογα με τις απαιτήσεις της θέσης — Το θέμα κρίνεται με βάση την απόδειξη έκδηλης υπεροχής — Έννοια — Δεν αποδείχθηκε στην προκειμένη περίπτωση.
Διοικητική πράξη — Αιτιολογία — Λανθασμένη αιτιολογία — Δεν οδηγεί απαραιτήτως σε ακύρωση, αν τυχόν η πράξη είναι έγκυρη για άλλο λόγο από αυτόν που δόθηκε από την διοίκηση.
Οι αιτητές προσέβαλαν την απόφαση του καθ’ ου η αίτηση με την οποία διορίστηκε εκ νέου στη θέση Διευθυντή του Οργανισμού το ενδιαφερόμενο μέρος αντί αυτών.
[*1112]
Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας τις προσφυγές, αποφάσισε ότι:
1. Εφόσον η παραπομπή του θέματος στη Συμβουλευτική Επιτροπή δεν επιβάλλεται από το Νόμο τυγχάνει εξεταστέο κατά πόσο μια τέτοια πορεία υπαγορεύεται από τις αρχές του διοικητικού δικαίου. Πράγματι η διοίκηση έχει μεταβάλει την τακτική της. Ωστόσο αυτή η τακτική δεν ήταν δυσμενής για τους αιτητές αλλά ευμενής. Κατά τη λήψη της πρώτης απόφασης οι δύο αιτητές δεν είχαν περιληφθεί στον κατάλογο των υποψηφίων. Ο κατάλογος εκείνος περιλάμβανε μόνο εξωτερικούς υποψήφιους. Κατά τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης εξετάστηκε και η υποψηφιότητα των δύο αιτητών. Το σχετικό πρακτικό αναφέρεται σε εσωτερικούς και εξωτερικούς υποψήφιους. Οι δύο αιτητές ήταν εσωτερικοί υποψήφιοι γιατί ήταν υπάλληλοι του Οργανισμού. Εφόσον η μεταβολή της τακτικής της διοίκησης δεν έχει αποβεί δυσμενής για τους αιτητές αλλά ευμενής η ανάγκη για αιτιολόγησή της κάμπτεται. Ακολουθεί πως ο σχετικός λόγος ακύρωσης για μη παραπομπή του θέματος στην Συμβουλευτική Επιτροπή, δεν μπορεί να πετύχει.
2. Οι αιτητές ισχυρίστηκαν ότι εσφαλμένα έχει θεωρηθεί ότι το Ενδιαφερόμενο Μέρος έχει το πρόσθετο προσόν της «πείρας σε τραπεζικά ή συναφή ιδρύματα ή οργανισμούς» (βλ. παραγ. (στ) του σχεδίου υπηρεσίας). Τόνισε ότι η υπηρεσία 12 σχεδόν μηνών σε «μια Τράπεζα όπως η Α.Β.Ν., που κατά κοινή ομολογία, δεν έχει στην Ελλάδα ιδιαίτερο εύρος εργασιών και είναι σχεδόν άγνωστη εις το Ελληνικό Διατραπεζικό Σύστημα και το ευρύ συναλλασσόμενο με Τράπεζες κοινό» δεν ικανοποιεί τη σχετική απαίτηση του σχεδίου υπηρεσίας.
Η σχετική παράγραφος του σχεδίου υπηρεσίας ομιλεί απλώς «για πείρα σε τραπεζικά ή συναφή ιδρύματα». Δεν προσδιορίζει το εύρος ή τη διάρκεια της πείρας ούτε τον τύπο του Τραπεζικού Ιδρύματος. Ακολουθεί πως η σχετική κατάληξη του Συμβουλίου του Οργανισμού ήταν εύλογα επιτρεπτή λαμβανομένου υπόψη του λεκτικού του σχεδίου υπηρεσίας.
3. Ένας άλλος ισχυρισμός των αιτητών σχετίζεται με την παραγνώριση του πρόσθετου προσόντος τους χωρίς ειδική αιτιολογία. Αυτός ο λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί. Ειδική αιτιολογία χρειάζεται μόνον όταν ο επιλεγείς δεν διαθέτει πρόσθετο προσόν. Στην παρούσα υπόθεση το Ε.Μ. κατέχει το πρόσθετο προσόν της [*1113]πείρας σε Τραπεζικό Ίδρυμα.
4. Οι αιτητές υποστήριξαν ότι έχει παραβιασθεί το δεδικασμένο σε σχέση με τα προσόντα του Ε.Μ.. Έχει παρατεθεί το σχετικό μέρος της ακυρωτικής απόφασης. Η πρώτη απόφαση ακυρώθηκε γιατί η διοίκηση δεν είχε προσδιορίσει το στοιχείο στο οποίο ανάγεται το πλεονέκτημα. Είναι πασιφανές από την προσβαλλόμενη απόφαση ότι έχει πλήρως προσδιορίσει το στοιχείο στο οποίο ανάγεται το πλεονέκτημα. Έχει, επομένως, σημειωθεί πλήρης συμμόρφωση με το δεδικασμένο. Ο σχετικός λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί.
5. Οι αιτητές παραπονούνται ότι δεν έχει εξεταστεί η υποψηφιότητά τους. Έρεισμα για αυτή τη θέση τους αποτελεί η μη αναφορά στο όνομά τους. Είναι νομολογημένο ότι δεν χρειάζεται να γίνεται ονομαστική αναφορά στο όνομα του κάθε ενός από τους υποψηφίους.
Στην κρινόμενη περίπτωση η προσβαλλόμενη απόφαση κάμνει αναφορά σε συνεκτίμηση των στοιχείων των αιτήσεων όλων των υποψηφίων και αναφορά σε εξωτερικούς και εσωτερικούς υποψηφίους – οι αιτητές ήταν εσωτερικοί υποψήφιοι. Υπό το φως της νομολογίας και των πιο πάνω αναφορών θεωρείται ότι ο σχετικός λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί.
6. Με άλλο λόγο ακύρωσης έχει υποστηριχθεί ότι το Συμβούλιο του Οργανισμού εσφαλμένα θεώρησε ότι ο τίτλος του Certified Accountant αποτελεί «μεταπτυχιακές σπουδές» εντός της έννοιας της παραγ. (στ)ν του σχεδίου υπηρεσίας, που θεωρεί ως πλεονέκτημα μεταπτυχιακές σπουδές. Το σχετικό προσόν του Ε.Μ. είναι ένα από τα βασικά προσόντα που απαιτούνται από το σχέδιο υπηρεσίας.
Όπως υποδεικνύεται στην Ηλιάδη (πιο πάνω) στην περίπτωση του όρου μεταπτυχιακή εκπαίδευση ο οποίος είναι συνώνυμος με τον επίδικο όρο «μεταπτυχιακές σπουδές» αυτό που μετρά είναι το επίπεδο και περιεχόμενο της εκπαίδευσης. Δεν έχει τεθεί οτιδήποτε ενώπιον του δικαστηρίου σχετικά με το επίπεδο του επίμαχου προσόντος. Δεν έχει καταδειχθεί κατά πόσο είναι ανώτερου επιπέδου από ένα πρώτο πτυχίο. Η ίδια η διοίκηση το θεώρησε ως ισότιμο ενός πρώτου βασικού πτυχίου. Αυτό συνάγεται από την πιο πάνω διαζευκτική πρόνοια του σχεδίου υπηρεσίας. Στην απουσία οποιασδήποτε ένδειξης σε σχέση με το επίπεδο του επίμαχου προσόντος και ενόψει και του γεγονότος ότι η διοίκηση το έχει εντάξει στα βασικά προσόντα κρίνεται ότι δεν ήταν εύλογα [*1114]επιτρεπτό για τη διοίκηση να θεωρήσει ότι το σχετικό προσόν ικανοποιεί την πρόνοια της παραγ. (στ) του σχεδίου υπηρεσίας. Το γεγονός και μόνο ότι ένα προσόν έχει αποκτηθεί χρονικά μετά τη βασική εκπαίδευση δεν είναι αρκετό για να το κατατάξει εντός της έννοιας του όρου «μεταπτυχιακές σπουδές». Τονίζεται και πάλιν ότι αυτό που διαδραματίζει τον κυρίαρχο ρόλο είναι το επίπεδο του προσόντος.
7. Οι αιτητές διατείνονται ότι το Συμβούλιο του Οργανισμού εσφαλμένα εδραίωσε την κρίση του στην ιδιότητα του Ε.Μ. σαν μέλος Αναγνωρισμένου Σώματος Επαγγελματιών Λογιστών. Η άποψη αυτή είναι αντίθετη με τις απαιτήσεις του σχεδίου υπηρεσίας «που δεν διαμορφώνει ούτε μονοδιάστατη απαίτηση αλλά ούτε πλεονέκτημα υπέρ τέτοιου προσόντος».
Η εξέταση του πιο πάνω λόγου ακύρωσης καθιστά αναγκαία την αναφορά στα καθήκοντα και ευθύνες της επίδικης θέσης.
Πρωταρχικό μέλημα του διορίζοντος οργάνου είναι η επιλογή του πιο κατάλληλου υποψηφίου. Στην προσπάθειά του να επιλέξει τον πιο κατάλληλο υποψήφιο το διορίζον όργανο διαθέτει την ευχέρεια να προσδώσει περισσότερη βαρύτητα σε ένα συγκεκριμένο σχετικό παράγοντα παρά σε άλλο. Το δικαστήριο δεν ακυρώνει απόφαση του διορίζοντος οργάνου εκτός αν ικανοποιηθεί ότι η απόφαση του οργάνου δεν ήταν λογικά εφικτή. Στο τέλος αυτό που πρέπει να εξεταστεί είναι κατά πόσο ο αιτητής έχει θεμελιώσει έκδηλη υπεροχή.
Υπό το φως των πιο πάνω θέσεων της νομολογίας θεωρείται ότι ήταν εύλογα επιτρεπτό για το Συμβούλιο του Οργανισμού να αποδώσει τη βαρύτητα που έχει αποδώσει στον παράγοντα του κατάλληλου λογιστικού συστήματος και στον παράγοντα του σχετικού προσόντος του αιτητή. Έπεται πως το θέμα θα πρέπει να κριθεί με βάση τις αρχές που διέπουν τη θεμελίωση της έκδηλης υπεροχής. Επαναλαμβάνονται αυτά που έχουν αναφερθεί στην Παντζαρή v. Α.Η.Κ., αναφορικά με την έκδηλη υπεροχή.
Η εξέταση της νομιμότητας της προσβαλλόμενης απόφασης από τη σκοπιά της έκδηλης υπεροχής καθιστά αναγκαία την αναφορά στα κύρια στοιχεία που συνθέτουν την καταλληλότητα των τριών υποψηφίων.
Αφού λήφθηκαν υπόψη τα κύρια στοιχεία που συνθέτουν την καταλληλότητα των υποψηφίων κρίνεται ότι οι αιτητές δεν έχουν θεμελιώσει έκδηλη υπεροχή αλλά ούτε και υπεροχή με οποιοδήποτε πα[*1115]ραδεκτό τρόπο. Το συμπέρασμα αυτό οδηγεί στην απόρριψη των προσφυγών. Δεν έχει σημασία πως οι αιτητές έχουν πετύχει σε σχέση με το λόγο ακύρωσης που αναφέρεται σε ένα από τα «πρόσθετα» προσόντα του Ε.Μ.. Ο τελευταίος κρίθηκε – ορθά – ότι κατέχει το πρόσθετο προσόν της πείρας και επιπλέον το Συμβούλιο του Οργανισμού έχει αιτιολογήσει δεόντως την προτίμηση του υπέρ του Ε.Μ.. Σημείωσε, επίσης, ότι και στην περίπτωση που το Ε.Μ. «δεν θεωρείτο ότι κατείχε το επιπρόσθετο προσόν η απόφαση του Συμβουλίου θα ήταν η ίδια για τους λόγους που αναφέρονται πιο πάνω». Πρέπει συναφώς να τονιστεί ότι το διοικητικό δικαστήριο έχει την ευχέρεια να επικυρώσει την εγκυρότητα μιας απόφασης ακόμη και όταν αυτή είναι έγκυρη για κάποιο λόγο άλλο από εκείνο που δόθηκε από τη διοίκηση.
Οι προσφυγές απορρίπτονται με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Παπαδόπουλος κ.ά. v. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης, Υπ. Αρ. 953/95 και 1076/95, ημερ. 23.7.98,
Τυρίμου v. Γενικού Εισαγγελέα (1990) 3 Α.Α.Δ. 4148,
Κωνσταντινίδου κ.ά. v. Δημοκρατίας (1994) 4 Α.Α.Δ. 699,
Γιαννηκουρίδης v. Δημοκρατίας (1993) 4 Α.Α.Δ. 1539,
Nissiotis v. Republic (1977) 3 C.L.R. 388,
Ioannides v. Republic (1979) 3 C.L.R. 628,
Michanicos a.ο. v. Republic (1976) 3 C.L.R. 237,
Παπαδόπουλος v. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 2360,
Ηλιάδη v. Δημοκρατίας, Υπ. Αρ.716/97, ημερ.15.9.98,
Δημοκρατία v. Χρίστου (1991) 3 Α.Α.Δ. 56,
Χαραλαμπίδης v. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 414,
Κοιλανιώτης κ.ά. v. Δημοκρατίας (1992) 4 Α.Α.Δ. 2900,
Μαυρομμάτη κ.ά. v. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 1688,
[*1116]Κουπεπίδου κ.ά. v. Δημοκρατίας (1998) 4 Α.Α.Δ. 1205,
Οικονομίδης v. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 47,
Χρίστου v. Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λάρνακας (1998) 3 Α.Α.Δ. 604,
Πολυβίου v. Κεντρικού Φορέα Ισότιμης Κατανομής Βαρών (1999) 4 Α.Α.Δ. 185,
Partellides v. Republic (1967) 3 C.L.R. 407,
Nissis v. Republic (1967) 3 C.L.R. 473,
Petrou v. Republic (1967) 3 C.L.R. 40,
Christodoulou v. Republic (1976) 3 C.L.R. 61,
Georghiou v. Republic (1976) 3 C.L.R. 74,
Evangelou v. Republic (1965) 3 C.L.R. 292,
Ierides v. Republic (1980) 3 C.L.R. 165,
¶·ÓÙ˙·Ú‹ v. ∞.∏.∫. (1999) 4 ∞.∞.¢. 565,
Pikis v. Republic (1967) 3 C.L.R. 562,
Anthoupolis v. Republic (1980) 3 C.L.R. 296,
Voulpioti v. Republic (1974) 3 C.L.R. 313,
Spyrou a.Ô. v. Republic (No. 1) (1973) 3 C.L.R. 478.
Προσφυγές.
Προσφυγές εναντίον της απόφασης του Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης με την οποία το ενδιαφερόμενο μέρος διορίστηκε, μετά από επανεξέταση, στη θέση Διευθυντή αναδρομικά.
Α. Σ. Αγγελίδης, για τους Αιτητές.
Ε. Πατέρα, για τον Καθ’ ου η αίτηση.
[*1117]Α. Κωνσταντίνου, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.
Cur. adv. vult.
ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Οι πιο πάνω προσφυγές έχουν συνεκδικαστεί. Στρέφονται κατά της απόφασης του Διοικητικού Συμβουλίου του Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης (ο Οργανισμός) με την οποία “διόρισε εκ νέρου ύστερα από ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου τον Ανδρέα Γεωργίου (το Ε.Μ.) στη θέση Διευθυντή Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης (η επίδικη θέση) αναδρομικά”.
Τα πραγματικά περιστατικά τα οποία σχετίζονται με τις προσφυγές έχουν ως πιο κάτω:
Με απόφαση του (Παπαδόπουλος κ.ά. ν. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης, Υποθ. 953/95 και 1076/95/23.7.98) (η ακυρωτική απόφαση) το Ανώτατο Δικαστήριο ακύρωσε την απόφαση (η πρώτη απόφαση) του Οργανισμού ημερ. 19.9.95 με την οποία το Ε.Μ. διορίστηκε στην επίδικη θέση. Ο λόγος ακύρωσης σχετίζεται με την κατοχή του προσόντος-πλεονέκτημα που απαιτείται από την παραγ. (στ) του σχεδίου υπηρεσίας. Το δικαστήριο έκρινε ότι ενώ η Επιτροπή και το Διοικητικό Συμβούλιο του Οργανισμού δέχθηκαν ότι το Ε.Μ. κατέχει το πλεονέκτημα που προβλέπει η πιο πάνω παραγ. (στ) του σχεδίου υπηρεσίας δεν έχουν προσδιορίσει το στοιχείο στο οποίο ανάγεται το πλεονέκτημα. Τα δύο αυτά όργανα παρέλειψαν να προσδιορίσουν αν το πλεονέκτημα ανάγεται στην “πείρα” ή στις “μεταπτυχιακές σπουδές” ή και στα δύο αυτά στοιχεία που συνθέτουν το “επιπρόσθετο προσόν”.
Η προσφυγή του αιτητή Φωτίου πέτυχε και για ακόμη ένα λόγο. Αυτός σχετιζόταν με την κατοχή του προσόντος της “πολύ καλής γνώσης της Αγγλικής γλώσσας”. Σε αντίθεση με την απόφαση της Επιτροπής και του Συμβουλίου του Οργανισμού, με την οποία είχε διαπιστωθεί ότι ο αιτητής Φωτίου δεν κατείχε το πιο πάνω προσόν, το δικαστήριο έκρινε ότι το σχετικό προσόν “ήταν προσόν της θέσης που κατείχε ο αιτητής κατά τον ουσιώδη χρόνο και ως εκ τούτου τεκμαίρεται ότι εξακολουθεί να κατέχει το συγκεκριμένο αυτό προσόν”.
Της πρώτης απόφασης είχε προηγηθεί εξέταση των αιτήσεων από την Επιτροπή Προσωπικού (η Επιτροπή). Μεταφέρω, από την ακυρωτική απόφαση, τα γεγονότα τα οποία σχετίζονται με την πρώτη απόφαση.
[*1118]
Στις 3.1.95 το Συμβούλιο του Οργανισμού αποφάσισε όπως οι αιτήσεις εξεταστούν από την Επιτροπή Προσωπικού. Μετά από προφορική εξέταση των υποψηφίων και μελέτη των στοιχείων των αιτήσεών τους η Επιτροπή αποφάσισε να εισηγηθεί στο Συμβούλιο του Οργανισμού κατά αλφαβητική σειρά τους 6 επικρατέστερους υποψηφίους για διορισμό στη θέση, στους οποίους περιλαμβανόταν το Ε.Μ. όχι όμως οι δύο αιτητές. Οι 6 επικρατέστεροι υποψήφιοι κλήθηκαν σε προφορική συνέντευξη από το Συμβούλιο του Οργανισμού. Μετά από συνεκτίμηση όλων των στοιχείων των αιτήσεων και αφού λήφθηκε υπόψη η απόδοση των υποψηφίων στις συνεντεύξεις το Συμβούλιο του Οργανισμού αποφάσισε να διορίσει το Ε.Μ. στην επίδικη θέση.
Μετά την ακυρωτική απόφαση το Συμβούλιο του Οργανισμού εξέτασε το θέμα της πλήρωσης της θέσης κατά τη συνεδρία του ημερ. 29.7.98. Αποφάσισε να επιληφθεί το ίδιο του θέματος χωρίς την παραπομπή του στη Συμβουλευτική Επιτροπή. Αποφάσισε, επίσης, ότι “δεν θα ληφθούν υπόψη οι συνεντεύξεις που είχαν γίνει προηγουμένως τόσο από το Συμβούλιο όσο και από τη Συμβουλευτική Επιτροπή Προσωπικού”. Στη συνέχεια αφού εξέτασε και “συνεκτίμησε όλα τα στοιχεία των αιτήσεων όλων των υποψηφίων και των φακέλων των εσωτερικών υποψηφίων, αποφάσισε να επαναδιορίσει τον Ανδρέα Γεωργίου αναδρομικά από την 1η Νοεμβρίου, 1995”.
Οι λόγοι ακύρωσης.
Πρώτος λόγος ακύρωσης - Μη παραπομπή του θέματος στην Επιτροπή:
Οι αιτητές έχουν υποστηρίξει ότι η επανεξέταση όφειλε να αρχίσει από τη Συμβουλευτική Επιτροπή και ότι ήταν παράνομη η απόφαση του Συμβουλίου του Οργανισμού να μη παραπέμψει το θέμα, εκ νέου, στη Συμβουλευτική Επιτροπή. Εφόσο με την ακυρωτική απόφαση είχε διαπιστωθεί παρανομία η οποία αφορούσε και στην προπαρασκευαστική απόφαση της Επιτροπής το Συμβούλιο του Οργανισμού όφειλε να παραπέμψει το θέμα προς εξέταση “από το κριθέν ως άκυρο στάδιο της διαδικασίας, δηλαδή να γίνει επανεξέταση εξ αρχής στην Επιτροπή Προσωπικού”. Το Συμβούλιο του Οργανισμού - καταλήγει η εισήγηση - δεν μπορούσε χωρίς αιτιολογία στα πρακτικά του να μεταβάλει τη στάση του αντιφατικά με την αρχική κρίση του ότι είχε ανάγκη να υπάρχει Συμβουλευτική Επιτροπή στη διαδικασία.
Στην κρινόμενη περίπτωση η διοίκηση έχει μεταβάλει την πρακτική ή τακτική την οποίαν είχε υιοθετήσει κατά τη διαδικασία λήψης της επίδικης απόφασης.
Με την ακυρωτική απόφαση έχει κριθεί ότι η εγκαθίδρυση της Συμβουλευτικής Επιτροπής είναι δυνητική. Με αυτό το δεδομένο προχωρώ στην εξέταση του σχετικού λόγου ακύρωσης.
Εφόσο η παραπομπή του θέματος στη Συμβουλευτική Επιτροπή δεν επιβάλλεται από το Νόμο τυγχάνει εξεταστέο κατά πόσο μια τέτοια πορεία υπαγορεύεται από τις αρχές του διοικητικού δικαίου. Πράγματι η διοίκηση έχει μεταβάλει την τακτική της. Ωστόσο αυτή η τακτική δεν ήταν δυσμενής για τους αιτητές αλλά ευμενής. Κατά τη λήψη της πρώτης απόφασης οι δύο αιτητές δεν είχαν περιληφθεί στον κατάλογο των υποψηφίων. Ο κατάλογος εκείνος περιλάμβανε μόνο εξωτερικούς υποψήφιους. Κατά τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης εξετάστηκε και η υποψηφιότητα των δύο αιτητών. Το σχετικό πρακτικό αναφέρεται σε εσωτερικούς και εξωτερικούς υποψήφιους. Οι δύο αιτητές ήταν εσωτερικοί υποψήφιοι γιατί ήταν υπάλληλοι του Οργανισμού. Εφόσο η μεταβολή της τακτικής της διοίκησης δεν έχει αποβεί δυσμενής για τους αιτητές αλλά ευμενής η ανάγκη για αιτιολόγηση της κάμπτεται. Ακολουθεί πως ο σχετικός λόγος ακύρωσης δεν μπορεί να πετύχει (Βλ. Μιχ. Δ. Στασινόπουλου, Δίκαιον των Διοικητικών Πράξεων 1951, Ανατύπωση 1982)*.
Δεύτερος λόγος ακύρωσης - Κατοχή πρόσθετου προσόντος από το Ε.Μ.:
Οι αιτητές ισχυρίστηκαν ότι εσφαλμένα έχει θεωρηθεί ότι το Ε.Μ. έχει το πρόσθετο προσόν της “πείρας σε τραπεζικά ή συναφή ιδρύματα ή οργανισμούς” (βλ. παραγ. (στ) του σχεδίου υπηρεσίας). Τόνισε ότι υπηρεσία 12 σχεδόν μηνών σε “μια Τράπεζα όπως η Α.Β.Ν., που κατά κοινή ομολογία, δεν έχει στην Ελλάδα ιδιαίτερο εύρος εργασιών και είναι σχεδόν άγνωστη εις το Ελληνικό Διατραπεζικό Σύστημα και το ευρύ συναλλασσόμενο με Τράπεζες κοι[*1120]νό” δεν ικανοποιεί τη σχετική απαίτηση του σχεδίου υπηρεσίας.
Η σχετική παράγραφος του σχεδίου υπηρεσίας ομιλεί απλώς “για πείρα σε τραπεζικά ή συναφή ιδρύματα”. Δεν προσδιορίζει το εύρος ή τη διάρκεια της πείρας ούτε τον τύπο του Τραπεζικού Ιδρύματος. Ακολουθεί πως η σχετική κατάληξη του Συμβουλίου του Οργανισμού ήταν εύλογα επιτρεπτή λαμβανομένου υπόψη του λεκτικού του σχεδίου υπηρεσίας (Βλ. και Τυρίμου ν. Γενικού Εισαγγελέα (1990) 3 Α.Α.Δ. 4148, Κωνσταντινίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1994) 4 Α.Α.Δ. 699 και Γιαννηκουρίδης ν. Δημοκρατίας (1993) 4 Α.Α.Δ. 1539 στις οποίες υπηρεσία δύο μηνών θεωρήθηκε ότι ικανοποιεί την σχετική με την πείρα πρόνοια του σχεδίου υπηρεσίας).
Τρίτος λόγος ακύρωσης - Παραγνώριση πρόσθετου προσόντος των αιτητών:
Ένας άλλος ισχυρισμός των αιτητών σχετίζεται με την παραγνώριση του πρόσθετου προσόντος τους χωρίς ειδική αιτιολογία. Αυτός ο λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί. Ειδική αιτιολογία χρειάζεται μόνον όταν ο επιλεγείς δεν διαθέτει πρόσθετο προσόν. Στην παρούσα υπόθεση το Ε.Μ. κατέχει το πρόσθετο προσόν της πείρας σε Τραπεζικό Ίδρυμα.
Τέταρτος λόγος ακύρωσης - Παραβίαση του δεδικασμένου:
Οι αιτητές υποστήριξαν ότι έχει παραβιασθεί το δεδικασμένο σε σχέση με τα προσόντα του Ε.Μ.. Έχει παρατεθεί το σχετικό μέρος της ακυρωτικής απόφασης (βλ. σελ. 1117). Η πρώτη απόφαση ακυρώθηκε γιατί η διοίκηση δεν είχε προσδιορίσει το στοιχείο στο οποίο ανάγεται το πλεονέκτημα. Είναι πασιφανές από την προσβαλλόμενη απόφαση ότι έχει πλήρως προσδιορίσει το στοιχείο στο οποίο ανάγεται το πλεονέκτημα. Έχει, επομένως, σημειωθεί πλήρης συμμόρφωση με το δεδικασμένο. Ο σχετικός λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί.
Πέμπτος λόγος ακύρωσης - Μη εξέταση της υποψηφιότητας των αιτητών:
Οι αιτητές παραπονούνται ότι δεν έχει εξεταστεί η υποψηφιότητά τους. Έρεισμα για αυτή τη θέση τους αποτελεί η μη αναφορά στο όνομά τους. Είναι νομολογημένο ότι δεν χρειάζεται να γίνεται ονομαστική αναφορά στο όνομα του κάθε ενός από τους υποψηφίους (Βλ. Nissiotis v. Republic (1977) 3 C.L.R. 388, Ioannides v. Republic (1979) 3 C.L.R. 628, Michanicos and Another v. Republic (1976) 3 C.L.R. 237 και Παπαδόπουλος ν. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 2360).
Στην κρινόμενη περίπτωση η προσβαλλόμενη απόφαση κάμνει αναφορά σε συνεκτίμηση των στοιχείων των αιτήσεων όλων των υποψηφίων και αναφορά σε εξωτερικούς και εσωτερικούς υποψηφίους - οι αιτητές ήταν εσωτερικοί υποψήφιοι. Υπό το φως της νομολογίας και των πιο πάνω αναφορών θεωρώ ότι ο σχετικός λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί.
Έκτος λόγος ακύρωσης - Τίτλος του Certified Accountant δεν αποτελεί πρόσθετο προσόν:
Με άλλο λόγο ακύρωσης έχει υποστηριχθεί ότι το Συμβούλιο του Οργανισμού εσφαλμένα θεώρησε ότι ο τίτλος του Certified Accountant αποτελεί “μεταπτυχιακές σπουδές” εντός της έννοιας της παραγ. (στ)* του σχεδίου υπηρεσίας.
Παραθέτω το σχετικό πρακτικό το οποίο αποκαλύπτει τον τρόπο προσέγγισης του θέματος από το Συμβούλιο του Οργανισμού:
“Αναφορικά με την παράγραφο (στ) των απαιτούμενων προσόντων στο Σχέδιο Υπηρεσίας, που αναφέρει ότι ‘πείρα εις Τραπεζικά ή συναφή ιδρύματα ή Οργανισμούς και/ή Μεταπτυχιακαί Σπουδαί θα θεωρηθούν ως επιπρόσθετο προσόν’, το Συμβούλιο ερμήνευσε τη φράση ‘Μεταπτυχιακαί Σπουδαί’ ως σπουδές που έγιναν μετά την απόκτηση του πρώτου πτυχίου και που είναι σχετικές με τα καθήκοντα της θέσης συμπεριλαμβανομένων και σπουδών για την απόκτηση επαγγελματικού προσόντος σε σχετικό θέμα. Ο Ανδρέας Γεωργίου, μετά την απόκτηση του πρώτου πτυχίου από την Ανωτάτη Σχολή Οικονομικών και Εμπορικών Επιστημών, συνέχισε τις σπουδές του και απέκτησε στην Αγγλία, μετά από εξετάσεις, τον τίτλο του Certified Accountant. Το Συμβούλιο θεωρεί ότι η απόκτηση αυτού του τίτλου μετά το πρώτο του πτυχίο, εμπίπτει μέσα στον όρο ‘Μεταπτυχιακαί Σπουδαί’ και επομένως ο κος. Γεωργίου θεωρείται ότι έχει το επιπρόσθετο προσόν.
[*1122]Περαιτέρω, ο κος Γεωργίου υπηρέτησε για ένα χρόνο στην Τράπεζα Α.Β.Ν. στην Ελλάδα και, ως εκ τούτου, έχει το επιπρόσθετο προσόν και γιαυτό το λόγο. Σημειώθηκε ωστόσο ότι, και στην περίπτωση που ο κος Γεωργίου δεν θεωρείτο ότι κατείχε το επιπρόσθετο προσόν, η απόφαση του Συμβουλίου θα ήταν η ίδια για τους λόγους που αναφέρονται πιο πάνω.”
Στην Ηλιάδη ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 716/97/15.9.98 μετά από επισκόπηση της σχετικής νομολογίας (βλ. Δημοκρατία ν. Χρίστου (1991) 3 Α.Α.Δ. 56, Χαραλαμπίδης ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 414, Κοιλανιώτης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1992) 4 Α.Α.Δ. 2900 και Μαυρομμάτη κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 1688) κατέληξα ως εξής:
“Το κατά πόσο ένας υποψήφιος κατέχει τα σχετικά προσόντα αποτελεί ζήτημα που σχετίζεται άμεσα και καθοριστικά με την ερμηνεία του σχεδίου υπηρεσίας. Η προσέγγιση του δικαστηρίου σε ζητήματα εφαρμογής και ερμηνείας από την Ε.Δ.Υ. των σχεδίων υπηρεσίας έχει ως ακολούθως: Όταν αποφασίζει κατά πόσο ένας υποψήφιος πράγματι κατέχει τα σχετικά προσόντα, η Ε.Δ.Υ. έχει επί του προκειμένου διακριτική ευχέρεια και το Ανώτατο Δικαστήριο εξετάζει μόνο κατά πόσο με βάση το ενώπιόν της υλικό η Ε.Δ.Υ. μπορούσε εύλογα να καταλήξει σε συγκεκριμένο αποτέλεσμα. Το δικαστήριο επεμβαίνει μόνο οσάκις η δοθείσα ερμηνεία δεν ήταν εύλογα επιτρεπτή λαμβανομένου υπόψη του λεκτικού του σχεδίου υπηρεσίας. Δεν δίδει διαφορετική ερμηνεία αν η ερμηνεία που δόθηκε από το διορίζον όργανο ήταν εύλογη, έστω και αν το δικαστήριο έχει διαφορετική γνώμη (Βλ. Papapetrou v. Republic 2 R.S.C.C. 61, Petsas v. Republic 3 R.S.C.C. 72, Republic v. Aivaliotis (1971) 3 C.L.R. 89, Φιλίππου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 543, Σελεάρης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1997) 4 Α.Α.Δ. 2456).
Έχω την άποψη πως στην παρούσα υπόθεση τυγχάνουν εφαρμογής οι αρχές που τέθηκαν στις υποθέσεις Χρίστου και Χαραλαμπίδης (πιο πάνω). Η διαφοροποίηση από τις πιο πάνω αποφάσεις, η οποία έχει επιχειρηθεί από τον ευπαίδευτο συνήγορο του αιτητή με έρεισμα το λεκτικό του επίδικου σχεδίου υπηρεσίας, δεν βοηθά την υπόθεσή του. Όπως και στην περίπτωση του όρου ‘μετεκπαίδευση’ (βλ. Χρίστου, πιο πάνω) ο όρος ‘μεταπτυχιακή εκπαίδευση’ σημαίνει συμπληρωματική εκπαίδευση πέραν από την κανονική η οποία χρονικά και πραγματικά ακολουθεί τη βασική εκπαίδευση. Κατά την ερμηνεία του όρου ‘μετεκπαίδευση’ όπως και του όρου ‘μεταπτυχιακόν προσόν’ (βλ. Χαραλαμπίδης, πιο πάνω) δεν μπορεί να αγνοηθεί το ποιοτικό περιεχόμενο και επίπεδο της εκπαίδευσης. Το επίπεδο της εκπαίδευσης διαδραματίζει καίριο ρόλο. Ομοίως και στην περίπτωση του επίδικου όρου ‘μεταπτυχιακή εκπαίδευση’ δεν μπορεί να αγνοηθεί το επίπεδο και ποιοτικό περιεχόμενο της εκπαίδευσης. Πρέπει να είναι συμπληρωματική εκπαίδευση πέραν από την κανονική σε επίπεδο ψηλότερο από την κανονική. Σκοπός της σχετικής πρόνοιας είναι: να καταστήσει δυνατή την πλήρωση της θέσης από πρόσωπα που κατέχουν ψηλά ακαδημαϊκά προσόντα και όχι οποιαδήποτε προσόντα, προσόντα ανώτερου επιπέδου από εκείνα του βασικού πτυχίου. Η κάπως διαφορετική προσέγγιση του δικαστηρίου στην Κοιλανιώτη (πιο πάνω) στο βαθμό που δεν συνάδει με τις αποφάσεις της Ολομέλειας στην Χρίστου και Χαραλαμπίδης (πιο πάνω) δεν αποτελεί δεσμευτικό δικαστικό προηγούμενο. Πρόκειται για πρωτόδικη απόφαση.
Η υιοθέτηση της ερμηνείας που εισηγείται ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή θα οδηγούσε σε άτοπα αποτελέσματα. Αν γίνει δεκτή αυτή η ερμηνεία τότε θα ικανοποιεί την σχετική πρόνοια και υποψήφιος ο οποίος μετά το βασικό πανεπιστημιακό δίπλωμα απέκτησε δίπλωμα από Κολλέγιο. Αποτελεί όμως αξιωματική ερμηνευτική αρχή ότι ερμηνείες που οδηγούν σε παράλογα ή άτοπα αποτελέσματα πρέπει να αποφεύγονται (Βλ. Kyriakides v. Republic (1979) 3 C.L.R. 86).”
Tο σχετικό προσόν του Ε.Μ. είναι ένα από τα βασικά προσόντα που απαιτούνται από το σχέδιο υπηρεσίας*. Ο ευπαίδευτος συνήγορος του Ε.Μ. υπέβαλε ότι σύμφωνα με τη νομολογία δεν έχει σημασία “αν το ίδιο στοιχείο προσμέτρησε και για άλλους σκοπούς”. Έκαμε αναφορά στην Κουπεπίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1998) 4 Α.Α.Δ. 1205, η οποία βασίσθηκε στην Οικονομίδης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 47. Πρέπει να λεχθεί ότι τα νομολογηθέντα στις δύο εκείνες υποθέσεις σχετίζονται με το στοι[*1124]χείο της πείρας και όχι με ακαδημαϊκά προσόντα. Για το λόγο αυτό διακρίνονται.
Όπως υποδεικνύεται στην Ηλιάδη (πιο πάνω) στην περίπτωση του όρου μεταπτυχιακή εκπαίδευση ο οποίος είναι συνώνυμος με τον επίδικο όρο “μεταπτυχιακές σπουδές” αυτό που μετρά είναι το επίπεδο και περιεχόμενο της εκπαίδευσης. Δεν έχει τεθεί οτιδήποτε ενώπιον του δικαστηρίου σχετικά με το επίπεδο του επίμαχου προσόντος. Δεν έχει καταδειχθεί κατά πόσο είναι ανώτερου επιπέδου από ένα πρώτο πτυχίο. Η ίδια η διοίκηση το θεώρησε ως ισότιμο ενός πρώτου βασικού πτυχίου. Αυτό συνάγεται από την πιο πάνω διαζευκτική πρόνοια του σχεδίου υπηρεσίας. Στην απουσία οποιασδήποτε ένδειξης σε σχέση με το επίπεδο του επίμαχου προσόντος και ενόψει και του γεγονότος ότι η διοίκηση το έχει εντάξει στα βασικά προσόντα κρίνω ότι δεν ήταν εύλογα επιτρεπτό για τη διοίκηση να θεωρήσει ότι το σχετικό προσόν ικανοποιεί την πρόνοια της παραγ. (στ) του σχεδίου υπηρεσίας. Το γεγονός και μόνο ότι ένα προσόν έχει αποκτηθεί χρονικά μετά τη βασική εκπαίδευση δεν είναι αρκετό για να το κατατάξει εντός της έννοιας του όρου “μεταπτυχιακές σπουδές”. Τονίζεται και πάλιν ότι αυτό που διαδραματίζει τον κυρίαρχο ρόλο είναι το επίπεδο του προσόντος.
Έβδομος λόγος ακύρωσης - Υπέρμετρη βαρύτητα στο δίπλωμα του Certified Accountant:
Οι αιτητές διατείνονται ότι το Συμβούλιο του Οργανισμού εσφαλμένα εδραίωσε την κρίση του στην ιδιότητα του Ε.Μ. σαν μέλος Αναγνωρισμένου Σώματος Επαγγελματιών Λογιστών. Η άποψη αυτή είναι αντίθετη με τις απαιτήσεις του σχεδίου υπηρεσίας “που δεν διαμορφώνει ούτε μονοδιάστατη απαίτηση αλλά ούτε πλεονέκτημα υπέρ τέτοιου προσόντος”.
Η εξέταση του πιο πάνω λόγου ακύρωσης καθιστά αναγκαία την αναφορά στα καθήκοντα και ευθύνες της επίδικης θέσης. Έχουν ως πιο κάτω (βλ. παραγ. (α) του σχεδίου υπηρεσίας):
“Καθήκοντα και ευθύνες:
(α) Υπεύθυνος προς το Γενικό Διευθυντή για την οργάνωση, ομαλή και εύρυθμη λειτουργία ενός ή και περισσότερων τμημάτων του Οργανισμού. Ετοιμάζει μελέτες για τις εργασίες και δραστηριότητες του Οργανισμού, για τη διαμόρφωση και άσκηση πολιτικής επί θεμάτων που σχετίζο[*1125]νται με την εξασφάλιση οικονομικών πόρων για τον Οργανισμό, τη χορήγηση δανείων, την προβολή, διαφήμιση, προγραμματισμό και ανάπτυξη των εργασιών του Οργανισμού. Μέριμνα για την ετοιμασία, συλλογή και τήρηση οικονομικών και στατιστικών στοιχείων ή και την οργάνωση και τήρηση κατάλληλου λογιστικού συστήματος και την ετοιμασία του προϋπολογισμού και άλλων εκθέσεων ή καταστάσεων.
(β) Εκτελεί οποιαδήποτε άλλα καθήκοντα τα οποία αναθέτονται σ’ αυτόν.”
Στην Χρίστου ν. Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λάρνακας (1998) 3 Α.Α.Δ. 604 μεταξύ των καθηκόντων της επίδικης θέσης, βάσει του σχεδίου υπηρεσίας, περιλαμβανόταν και η ετοιμασία ημερήσιου φύλλου εργασίας για το προσωπικό του οποίου επιστατεί. Η διοίκηση διαπίστωσε ότι τα προσόντα του Ε.Μ. (απόφοιτος σχολής μέσης παιδείας), καθιστούσαν ευχερέστερη την εκπλήρωση αυτού του καθήκοντος από το Ε.Μ., σε σύγκριση με τον εφεσείοντα, ο οποίος δεν κατείχε αυτό το προσόν. Το σχέδιο υπηρεσίας απαιτούσε τουλάχιστο τριετή φοίτηση σε αναγνωρισμένη σχολή μέσης παιδείας. Διαφύλασσε, όμως, το δικαίωμα Τεχνικών, που ήσαν στην υπηρεσία των εφεσιβλήτων την 31.12.81, όπως ο εφεσείων, για προαγωγή, παρόλο που δεν κατέχουν το προσόν αυτό. Το πρωτόδικο δικαστήριο διαπίστωσε ότι η απόφαση λήφθηκε μέσα στα πλαίσια των εξουσιών του Συμβουλίου και υπό το πρίσμα των υπηρεσιακών στοιχείων των υποψηφίων.
Ο εφεσείων υποστήριξε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν ήταν λογικά εφικτή ενόψει της έκδηλης υπεροχής έναντι του Ε.Μ., η οποία συναρτάται με την αρχαιότητα. Το Εφετείο επεκύρωσε την πρωτόδικη απόφαση. Έκρινε ότι: Εφόσο διοικητική απόφαση λαμβάνεται μέσα σε νενομισμένο πλαίσιο και υπό το φως του συνόλου των σχετικών στοιχείων, ο μόνος λόγος για τον οποίο μπορεί να ακυρωθεί είναι ότι αυτή δεν ήταν εύλογα επιτρεπτή. Η έκδηλη υπεροχή υποψηφίου έναντι των ανθυποψηφίων περιορίζει τη διακριτική ευχέρεια διοικητικού οργάνου εφόσον διαγράφει την επιλογή του. Η αρχαιότητα δεν μπορεί να θεωρηθεί από μόνο του ως αποφασιστικό κριτήριο ούτε και είναι αρκετή για να καταδείξει έκδηλη υπεροχή που αποτελεί προϋπόθεση για να δικαιολογείται παρέμβαση του Δικαστηρίου. Δεν καταδείχθηκε έκδηλη υπεροχή του εφεσείοντα έναντι του Ε.Μ. αλλά ούτε και υπεροχή με οποιοδήποτε παραδεκτό τρόπο (βλ. και Πολυβίου ν. Κεντρικού Φορέα Ισότιμης Κατανομής Βαρών (1999) 4 [*1126]Α.Α.Δ. 185 στην οποία κρίθηκε ότι ήταν εύλογα επιτρεπτό να ληφθεί υπόψη ότι τα ακαδημαϊκά προσόντα “των Ε.Μ. τις καθιστούσαν καταλληλότερες για την εκπλήρωση των καθηκόντων της θέσης”).
Πρωταρχικό μέλημα του διορίζοντος οργάνου είναι η επιλογή του πιο κατάλληλου υποψηφίου (Βλ. Partellides v. Republic (1967) 3 C.L.R. 407, Nissis v. Republic (1967) 3 C.L.R. 473, Petrou v. Republic (1967) 3 C.L.R. 40). Στην προσπάθειά του να επιλέξει τον πιο κατάλληλο υποψήφιο το διορίζον όργανο διαθέτει την ευχέρεια να προσδώσει περισσότερη βαρύτητα σε ένα συγκεκριμένο σχετικό παράγοντα παρά σε άλλο (Βλ. Christodoulou v. Republic (1976) 3 C.L.R. 61, 68, Georghiou v. Republic (1976) 3 C.L.R. 74, 82, Evangelou v. Republic (1965) 3 C.L.R. 292, 299, Ierides v. Republic (1980) 3 C.L.R. 165 και Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 635/1950). Το δικαστήριο δεν ακυρώνει απόφαση του διορίζοντος οργάνου εκτός αν ικανοποιηθεί ότι η απόφαση του οργάνου δεν ήταν λογικά εφικτή (βλ. Georghiou και Χρίστου, πιο πάνω). Στο τέλος αυτό που πρέπει να εξεταστεί είναι κατά πόσο ο αιτητής έχει θεμελιώσει έκδηλη υπεροχή (βλ. Χρίστου, πιο πάνω).
Υπό το φως των πιο πάνω θέσεων της νομολογίας θεωρώ ότι ήταν εύλογα επιτρεπτό για το Συμβούλιο του Οργανισμού να αποδώσει τη βαρύτητα που έχει αποδώσει στον παράγοντα του κατάλληλου λογιστικού συστήματος και στον παράγοντα του σχετικού προσόντος του αιτητή. Έπεται πως το θέμα θα πρέπει να κριθεί με βάση τις αρχές που διέπουν τη θεμελίωση της έκδηλης υπεροχής. Επαναλαμβάνω αυτά που έχω αναφέρει στην Παντζαρή ν. Α.Η.Κ. (1999) 4 Α.Α.Δ. 565:
“Το διοικητικό δικαστήριο δεν ακυρώνει απόφαση διορισμού ή προαγωγής αν η απόφαση λήφθηκε σύμφωνα με το Νόμο και τα γεγονότα της συγκεκριμένης υπόθεσης και ήταν εύλογα επιτρεπτή. Δεν υποκαθιστά τη δική του κρίση αναφορικά με την επιλογή του καταλληλότερου υποψηφίου για προαγωγή ή διορισμό με την κρίση του αρμοδίου οργάνου (Δημοκρατία ν. Πετρίδη (1991) 3 Α.Α.Δ. 731, 741).
Για να πετύχει στην προσφυγή του ο αιτητής έπρεπε να αποδείξει έκδηλη υπεροχή έναντι του Ε.Μ. (Georgiou v. Republic (1976) 3 C.L.R. 74, 85). Tο βάρος απόδειξης της έκδηλης υπεροχής βαρύνει τον αιτητή (Αλεξανδρίδου ν. Κ.Ο.Τ. (1980) 3 Α.Α.Δ. 360). Όπως έχει νομολογηθεί η φράση ‘έκδηλη υπεροχή’ [*1127]σημαίνει την υπεροχή ενός μέρους. Για να ευσταθήσει τέτοιου είδους ισχυρισμός η υπεροχή πρέπει να είναι αυταπόδεικτη και προφανής από την εξέταση των φακέλων των υποψηφίων. Η υπεροχή πρέπει να είναι τέτοιας φύσεως που να αναδύεται από κάθε άποψη από το συνδυασμένο αποτέλεσμα της αξίας, προσόντων και αρχαιότητας των προσώπων που συναγωνίζονται για προαγωγή. Με άλλες λέξεις πρέπει να αναδύεται ως αναντίρρητο γεγονός τόσο πειστικό που να εντυπωσιάζει κάποιον από την πρώτη ματιά (Βλ. HadjiSavva, πιο πάνω, σελ. 78 και Γρηγορίου, πιο πάνω).
Η υπεροχή τεκμηριώνεται ως έκδηλη όταν μετά από συνεκτίμηση όλων των σχετικών στοιχείων και σύγκριση μεταξύ του αιτητή και του ενδιαφερόμενου μέρους, η υπεροχή του αιτητή είναι αντικειμενικά αναντίλεκτη και αυταπόδεικτη (Lewis v. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 1253 και Πετρίδη, πιο πάνω, σελ. 742).
Στην κρινόμενη περίπτωση ο αιτητής δεν έχει αποδείξει έκδηλη υπεροχή. Πρέπει, επίσης, να τονισθεί ότι πρόκειται για ψηλόβαθμη θέση. Σε τέτοια περίπτωση το διορίζον όργανο διαθέτει πολύ ευρεία διακριτική ευχέρεια (Ierides, πιο πάνω, σελ. 183 και Αποφάσεις του Ελληνικού Συμβουλίου της Επικρατείας 1542/1967 και 1543/1967). Ακολουθεί πώς η προσφυγή του πρέπει να απορριφθεί.”
Η εξέταση της νομιμότητας της προσβαλλόμενης απόφασης από τη σκοπιά της έκδηλης υπεροχής καθιστά αναγκαία την αναφορά στα κύρια στοιχεία που συνθέτουν την καταλληλότητα των τριών υποψηφίων:
(1) Αιτητής στην Προσφυγή 904/98 (Παπαδόπουλος): Κατέχει τη θέση του λειτουργού στον Οργανισμό από δωδεκαετίας. Είναι κάτοχος του τίτλου Β.Α. μετά διακρίσεως στη Δημόσια Διοίκηση από το Αμερικανικό Πανεπιστήμιο της Βυρητού και κάτοχος του τίτλου Master στη Δημόσια Διοίκηση με διατριβή στη Χρηματοδότηση Στέγης στην Κύπρο και για τον ίδιο τον Οργανισμό Στέγης.
(2) Αιτητής στην Προσφυγή 913/98 (Φωτίου): Είναι υπεύθυνος του λογιστηρίου του Οργανισμού από το 1982. Κατέχει δίπλωμα της Ανωτάτης Σχολής Οικονομικών και Εμπορικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Αθηνών.
[*1128](3) Ε.Μ.: Κατέχει δίπλωμα της Ανωτάτης Σχολής Οικονομικών και Εμπορικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Αθηνών και Πιστοποιητικό Μέλους του Chartered Association of Certified Accountants (ACCA). Έχει εργαστεί ως “System Computer Operator” στην Algemene Bank Nederland στην Ελλάδα από 11.2.80-31.1.81, ως Αρχιλογιστής - Οικονομικός Διευθυντής σε διάφορες εταιρείες του εξωτερικού και στην Πρεσβεία της Ελλάδος στη Σ. Αραβία από 31.1.81-31.10.87, ως Αρχιλογιστής - Οικονομικός Διευθυντής σε Κυπριακές Εταιρείες από 20.1.88-6.6.92 και ως Λειτουργός Φ.Π.Α. στην Υπηρεσία Φ.Π.Α. από 7.6.92-20.12.94.
Αφού έλαβα υπόψη τα κύρια στοιχεία που συνθέτουν την καταλληλότητα των υποψηφίων κρίνω ότι οι αιτητές δεν έχουν θεμελιώσει έκδηλη υπεροχή αλλά ούτε και υπεροχή με οποιοδήποτε παραδεκτό τρόπο. Το συμπέρασμα αυτό οδηγεί στην απόρριψη των προσφυγών. Δεν έχει σημασία πως οι αιτητές έχουν πετύχει σε σχέση με το λόγο ακύρωσης που αναφέρεται σε ένα από τα “πρόσθετα” προσόντα του Ε.Μ.. Ο τελευταίος κρίθηκε - ορθά - ότι κατέχει το πρόσθετο προσόν της πείρας και επιπλέον το Συμβούλιο του Οργανισμού έχει αιτιολογήσει δεόντως την προτίμηση του υπέρ του Ε.Μ.. Σημείωσε, επίσης, ότι και στην περίπτωση που το Ε.Μ. “δεν θεωρείτο ότι κατείχε το επιπρόσθετο προσόν η απόφαση του Συμβουλίου θα ήταν η ίδια για τους λόγους που αναφέρονται πιο πάνω”. Πρέπει συναφώς να τονιστεί ότι το διοικητικό δικαστήριο έχει την ευχέρεια να επικυρώσει την εγκυρότητα μιας απόφασης ακόμη και όταν αυτή είναι έγκυρη για κάποιο λόγο άλλο από εκείνο που δόθηκε από τη διοίκηση (Βλ. Pikis v. Republic (1967) 3 C.L.R. 562, 575, Anthoupolis v. Republic (1980) 3 C.L.R. 296, Voulpioti v. Republic (1974) 3 C.L.R. 313 και Spyrou and Others (No. 1) v. Republic (1973) 3 C.L.R. 478).
Για τους πιο πάνω λόγους οι προσφυγές απορρίπτονται. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με έξοδα £200 εις βάρος του κάθε ενός από τους αιτητές και υπέρ του καθ’ ου η αίτηση και έξοδα £150 εις βάρος του κάθε ενός από τους αιτητές και υπέρ του Ε.Μ..
Οι προσφυγές απορρίπτονται με έξοδα.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο