Ιωάννου Παντελής ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1999) 4 ΑΑΔ 1163

(1999) 4 ΑΑΔ 1163

[*1163]29 Οκτωβρίου, 1999

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΙΩΑΝΝΟΥ,

Αιτητής,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΦΟΡΟΥ ΦΟΡΟΥ ΠΡΟΣΤΙΘΕΜΕΝΗΣ ΑΞΙΑΣ,

Καθ’ ων η αίτηση.

(Υπόθεση Aρ. 660/97)

 

Φορολογία ― Φόρος Προστιθέμενης Αξίας ― Ελλείψεις και σφάλματα στις φορολογικές δηλώσεις ― Δυνατότητα αναπροσαρμογής της φορολογίας ― Η μη τήρηση βιβλίων αποτελεί μία από τις προϋποθέσεις του Άρθρου 34(1) του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου (Ν. 246/90) ― Καμία ασάφεια ή αναντιστοιχία δεν διαπιστώθηκε.

Φορολογία ― Φόρος Προστιθέμενης Αξίας ― Ελλείψεις και σφάλματα στις φορολογικές δηλώσεις ― Προθεσμία βεβαίωσης φορολογίας ― Σε τέτοιες περιπτώσεις ισχύει το Άρθρο 34(5)(β) του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου ― Σε ένα έτος από την διαπίστωση των ελλείψεων ― Η ενεργοποίηση της προθεσμίας δεν είναι είδος διοικητικής απόφασης, αλλά συνέπεια συναρτημένη προς τα αντικειμενικά δεδομένα.

Φορολογία ― Φόρος Προστιθέμενης Αξίας ― Ελλείψεις και σφάλματα στις φορολογικές δηλώσεις ― Δυνατότητα εφαρμογής του Άρθρου 34(1) του Ν. 246/90 ― Τα σφάλματα μπορούν να διακριβωθούν μεταγενέστερα ― Δυνατότητα στα πλαίσια της έρευνας να λάβει υπόψη δεδομένα όχι μόνο της συγκεκριμένης φορολογικής περιόδου αλλά  και δεδομένα άλλης περιόδου.

Ο αιτητής προσέβαλε με την προσφυγή του την απόφαση των καθ’ ων η αίτηση με την οποία αναπροσαρμόσθηκε ο φόρος προστιθέμενης αξίας για την περίοδο από 1/2/93 μέχρι 27/5/93.

[*1164]

Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:

1.  O Έφορος αναφέρθηκε ρητά στη μη τήρηση των αναγκαίων εγγράφων και σε ελλείψεις ή σφάλματα στις φορολογικές δηλώσεις. Είναι λανθασμένη η αντίληψη πως δεν υπάρχει τέτοιος προσδιορισμός. Είναι ρητός αλλά, ανεξάρτητα από αυτό, προκύπτει αναντιλέκτως και από την ίδια τη φύση των διαπιστώσεων. Η μή τήρηση βιβλίων που απαιτούνται παραπέμπει ευθέως στην αντίστοιχη προϋπόθεση του Άρθρου 34(1) και στο ερυθρό 45 ευθέως αναφέρεται πως οι ελλείψεις σε σχέση με τις "πίττες" και τα "ποτά" δείχνουν πως οι φορολογικές δηλώσεις "είναι ελλιπείς και περιέχουν σφάλματα ως προς την αξία εισροών και φόρου εισροών που δηλώθηκαν". Περαιτέρω, όπως εξηγείται στο ερυθρό 44, οι διαπιστώσεις που έγιναν "θέτουν υπό αμφισβήτηση την αξιοπιστία της αξίας εκροών και φόρου εκροών που δηλώθηκαν στις Φ.Δ." Το Δικαστήριο δεν μπορεί να διακρίνει ασάφεια ή αβεβαιότητα ως προς το ποιές προϋποθέσεις του Άρθρου 34(1) o Έφορος έκρινε ότι συνέτρεχαν ούτε έλλειψη αντιστοιχίας ή συσχετισμού των διαπιστώσεων προς τις δυο που αναφέρθηκαν. Επίσης δεν προκύπτει ασάφεια αναφορικά με την περίοδο στην οποία αναφέρονταν. Αυτή ήταν η περίοδος μεταξύ της 1.2.93 - 27.5.93.

2.  Αβάσιμος είναι και ο ισχυρισμός σε σχέση με την προθεσμία. H βεβαίωση έγινε στη βάση γεγονότων που προέκυψαν στις 10.2.97. Στην υπόθεση Μονογυιού, την οποία κατά τα άλλα επικαλέστηκε ο αιτητής το Δικαστήριο ασχολήθηκε το θέμα. Κάτω από παρόμοιες συνθήκες έκριναν πως η βεβαίωση ήταν εμπρόθεσμη. Η εξ αντικειμένου διαπίστωση, όπως την εμπεριέχουν τα στοιχεία στα οποία ρητά αναφέρθηκε ο Έφορος, πως προέκυψαν γεγονότα στις 10.2.97 τα οποία κατά την κρίση του δικαιολογούσαν τη βεβαίωση, ενεργοποιεί την περαιτέρω προθεσμία του Άρθρου 34(5)(β). Αυτή η πραγματικότητα δεν μπορεί να παραγνωριστεί και η μη ρητή αναφορά του Εφόρου στο θέμα δεν είναι δυνατό να επιδράσει. Το θέμα της ενεργοποίησης της περαιτέρω προθεσμίας δεν είναι είδος διοικητικής απόφασης αλλά είναι συνέπεια συναρτημένη προς τα αντικειμενικά δεδομένα. Αφού αυτά είναι σαφή και ικανοποιούν την προϋπόθεση του Νόμου, αυτός εφαρμόζεται.

3.  Μένει το θέμα της χρησιμοποίησης δεδομένων που δεν αφορούσαν μόνο την περίοδο από 1.2.93 - 27.5.93. Ο  Έφορος πραγμα[*1165]τοποίησε ευρεία έρευνα. Μεταξύ άλλων απευθύνθηκε προς τους προμηθευτές του αιτητή και πήρε εγγράφως στοιχεία για τις αγορές "πίττων" και "ποτών". Αυτά τα στοιχεία δεν ήταν δυνατό να διαχωριστούν ώστε να εντοπιστεί ποιά ακριβώς αφορούσαν στην πιο πάνω περίοδο.  Έχει εκδοθεί αριθμός αποφάσεων στις οποίες αναγνωρίστηκε δυνατότητα χρήσης των δεδομένων "άλλης περιόδου" κατά τη χρησιμοποίηση της κρίσης του Εφόρου δυνάμει του Άρθρου 34(1) (Βλ. Νέον Φάληρον Λτδ και Στέλιος Αυγουστή  & Υιοί Λτδ) (ανωτέρω). Δεν χρειάζεται για τους σκοπούς της παρούσας υπόθεσης να επεκταθώ.

     Οι καθ’ ων η αίτηση εισηγούνται πως αυτή η αδυναμία εντοπισμού στοιχείων της ορισμένης περιόδου μόνο, διαφοροποιεί ουσιωδώς την παρούσα από τις υποθέσεις Τριμιθιώτου και Παυλίδης που επικαλέστηκε ο αιτητής .

     Στις υποθέσεις που επικαλέστηκε ο αιτητής, ο Έφορος έστρεψε την προσοχή του μόνο προς άλλες περιόδους και θεώρησε τα αποτελέσματά τους ως στοιχεία της επίδικης. Εδώ τα στοιχεία που δόθηκαν δεν ήταν δυνατό να διαχωριστούν.

     Μάλιστα στην παρούσα υπόθεση ακριβώς η έλλειψη στοιχείων για την ελεγχθείσα περίοδο αποτέλεσε αντικείμενο ειδικού σχολιασμού και προσαρμογής προς όφελος του αιτητή (βλ. ερ. 38). Επειδή ήταν η πρώτη περίοδος της λειτουργίας της επιχείρησής του, μειώθηκε ο μέσος όρος που προέκυπτε από τα στοιχεία που υπήρχαν.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Ανδρέας Μονογυιός Λτδ ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1996) 4 Α.Α.Δ. 3448,

Αλεξάνδρα Τριμιθιώτου (Ρ.Ρ) Ltd v. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 354,

Παυλίδης ν. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 2087,

Νέον Φάληρον Λτδ ν. Δημοκρατίας, Υπ. Αρ. 273/95, ημερ. 8/1/99,

Θεοδοσίου ν. Δημοκρατίας, Υπ. Αρ. 645/97, ημερ. 20/4/99,

Στέλιος Αυγουστή και Υιοί Λτδ ν. Δημοκρατίας (1999) 4 Α.Α.Δ. 592,

[*1166]

Θεοδοσίου ν. Δημοκρατίας (1996) 4 Α.Α.Δ. 1620,

Autofix v. Εφόρου Φόρου Εισοδήματος κ.ά. (1996) 4 Α.Α.Δ. 924,

Nicolas Tyrimos Tavern Restaurant Ltd v. Δημοκρατίας (1996) 4 Α.Α.Δ. 154,

Στυλιανού ν. Δημοκρατίας, Υπ. Αρ. 94/97, ημερ. 8/4/98,

Kokos Athanassiou Motors Ltd ν. Δημοκρατίας (1997) 4 Α.Α.Δ. 292,

Diorelli Enteprises Ltd κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1997) 4 Α.Α.Δ. 2958,

Diomedes Catering ν. Υπουργού Οικονομικών κ.ά. (1996) 4 Α.Α.Δ. 2350.

Προσφυγή.

Προσφυγή εναντίον της αναπροσαρμογής της φορολογίας Φόρου Προστιθέμενης Αξίας ύψους Λ.Κ. 1.178 σεντ.

Σπ. Ευαγγέλου, για τον Αιτητή.

Ε. Ζαχαριάδου, για τους Καθ’ ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Με απόφαση του Εφόρου Προστιθέμενης Αξίας, ημερομηνίας 28.5.97, αναπροσαρμόστηκαν οι φορολογικές υποχρεώσεις του αιτητή. Αποτέλεσμα ήταν η δημιουργία υποχρέωσης για πληρωμή ποσού ύψους Λ.Κ.1.178 σεντ. Υποστηρίζεται πως συντρέχουν λόγοι ακυρότητας, ως εξής:

1.  Παραβιάστηκε το άρθρο 34(5)(α) του περι Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου του 1990 (Ν. 246/90) σε σχέση με την προθεσμία. Αυτό προβλέπει πως η βεβαίωση πρέπει να γίνεται “το αργότερο δυο χρόνια μετά το τέλος της εν λόγω φορολογικής περιόδου” και η βεβαίωση, που αφορούσε στη φορολογική περίοδο 1.2.93 - 27.5.93, έγινε τέσσερα χρόνια μετά. Όταν οι καθ’ ων η αίτηση υπέδειξαν τη δυνατότητα που παρείχε το άρθρο 34(5)(β) για βεβαίωση σε χρόνο πέραν του πιο πάνω ορίου, μέσα σε προθεσμία ενός έτους αφότου περιέρχονται σε γνώση του Εφόρου “στοιχεία αποδεικτικά [*1167]των γεγονότων και ικανοποιητικά, κατά την κρίση του, ώστε να δικαιολογείται η πράξη της βεβαίωσης”, υποστηρίχτηκαν τα ακόλουθα. Πράγματι η βεβαίωση ήταν το αποτέλεσμα επίσκεψης ελέγχου που πραγματοποιήθηκε στις 10.2.97 και η βεβαίωση έγινε μόνο τρεις περίπου μήνες από τότε αλλά εξακολουθεί να στοιχειοθετείται λόγος ακυρότητας αφού όφειλε ο Έφορος να είχε στρέψει την προσοχή του στο θέμα και να προσδιορίσει “τα γεγονότα που ήταν αποδεικτικά σε σχέση με την παράταση της προθεσμίας”.

2.  Ο Έφορος χρησιμοποίησε την κρίση του κατ’ επίκληση του άρθρου 34(1) του Νόμου, χωρίς όμως να “φαίνεται καθαρά” ποιά από τις εναλλακτικές προϋποθέσεις που αυτό θέτει κρίθηκε ότι ενεργοποιούσε την εξουσία του.  Καταγράφηκαν διαπιστώσεις και ο αιτητής διευκρίνισε ότι δεν εξετάζει την ορθότητά τους. Αναγνωρίζει περαιτέρω ότι μπορεί να υποτεθεί πως αυτές παραπέμπουν σε παράλειψη τήρησης των αναγκαίων βιβλίων και σε ελλείψεις ή σφάλματα στις φορολογικές δηλώσεις. Δέχεται συναφώς πως όταν συντρέχει οποιαδήποτε από αυτές ενεργοποιείται η εξουσία του Εφόρου. Είναι ο ισχυρισμός του όμως πως ο Έφορος όφειλε να εξειδικεύσει ρητά και με σαφήνεια ποιά ακριβώς προϋπόθεση είχε υπόψη. Περαιτέρω, θα έπρεπε να συσχετίσει τις διαπιστώσεις του προς την κρίση του ότι η φορολογική δήλωση που υπέβαλε ο αιτητής ήταν ελλιπής και περιείχε σφάλματα. Όπως συνόψισε, δεν προκύπτει με σαφήνεια και βεβαιότητα γιατί έγινε η κάθε διαπίστωση, ποιά περίοδο αφορούσε η κάθε μια και πώς αυτές “συνδέονται με τις περιπτώσεις του άρθρου 34 και/ή με ποιά από αυτές συνδέονται”. Επικαλέστηκε επ’ αυτού την απόφασή μου στην Ανδρέας Μονογυιός Λτδ ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1996) 4�Α.Α.Δ. 3448.

3.  Ανεξάρτητα από τα πιο πάνω, ο Έφορος δεν χρησιμοποίησε κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο την κρίση του. Αυτό, γιατί “κατά τη διενέργεια των διαφόρων υπολογισμών που έκαμε μέσα στα πλαίσια της χρησιμοποίησης της μεθόδου του περιθωρίου κέρδους (την οποία δεν αμφισβητείται ότι μπορούσε να χρησιμοποιήσει) έλαβε υπόψη στοιχεία και πληροφορίες που αφορούν χρονική περίοδο άλλη από τον ουσιώδη χρόνο”. Συγκεκριμένα, “τις αγορές από κάθε προμηθευτή για τα έτη 1993 και 1994”. Ισχύει το ίδιο, όπως προσθέτει, αναφορικά με τον τρόπο “εφαρμογής της μεθόδου του περιθωρίου κέρδους”. Επικαλέστηκε τις πρωτόδι[*1168]κες αποφάσεις στις υποθέσεις Αλεξάνδρα Τριμιθιώτου (P.P.) Ltd v. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 354 και Γεώργιος Παυλίδης ν. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 2087.

4.  Η αποστολή της φορολογίας στον αιτητή ενώ αυτός είχε μεταβιβάσει την επιχείρησή του, ως λειτουργούσα επιχείρηση, στην εταιρεία Παντελής και Δέσπω Ιωάννου Λτδ., στην απουσία σχετικών στοιχείων στο φάκελο, ήταν αντιφατική. Οι καθ’ ων η αίτηση υπέδειξαν πως το έντυπο ΦΠΑ 11 που είχε υποβάλει ο αιτητής συνιστούσε απλή αίτηση για έγκριση της μεταβίβασης η οποία τελικά, όπως φαίνεται στην επιστολή ημερομηνίας 12.6.97, δεν έγινε δεκτή. Ο αιτητής σημειώνει πως αυτή η επιστολή είναι μεταγενέστερη της προσβαλλόμενης απόφασης και οι καθ’ ων η αίτηση απαντούν πως, εν πάση περιπτώσει, χρειαζόταν έγκριση και τέτοια δεν υπήρχε.

Ο αιτητής ενεγράφη στο μητρώο από την 1.2.93 σε σχέση με τη διαχείριση εστιατορίου στη Λεμεσό. Στις 12.1.96 ο ίδιος και η εταιρεία Παντελής και Δέσπω Λτδ υπέβαλαν το έντυπο ΦΠΑ 11 που τιτλοφορείται ως “αίτηση από ή εκ μέρους του μεταβιβάζοντος και του προσώπου προς το οποίο γίνεται η μεταβίβαση της επιχείρησης”. Αναφέρεται σ’ αυτό ως ημερομηνία μεταβίβασης η 2.1.96. Αντίθετα προς όσα λέχθηκαν ενώπιόν μου, υπάρχουν στο φάκελο στοιχεία σε σχέση με την εξέλιξη του θέματος. Με την επιστολή του Εφόρου ημερομηνίας 6.2.96 πληροφορείται ο αιτητής ότι, ενόψει της πιο πάνω αίτησης, “έχει ακυρωθεί η εγγραφή σας από 1.1.96”. Ταυτόχρονα καλείται να υποβάλει όσες φορολογικές δηλώσεις δεν είχε υποβάλει για την περίοδο κατά την οποία ίσχυε η εγγραφή του. Ακολούθησε, στις 27.2.97, επιστολή του Εφόρου προς την εταιρεία. Διαπίστωσε πως ασκούσε την επιχείρηση και είχε υποχρέωση για εγγραφή από 28.5.93 και προέβη σε ανάλογη αλλαγή στην ημερομηνία εγγραφής. Στις 28.3.97 ο αιτητής, με χειρόγραφη επιστολή του, ζήτησε μεταφορά των φορολογικών του δηλώσεων “στην πιο πάνω εταιρεία από 28.5.93 μέχρι 31.12.95”. Στην έκθεση επίσκεψης ελέγχου (ερ. 49) γίνεται αναφορά σε μεταβίβαση της επιχείρησης από 27.5.93 και ακολούθησε, στις 12.6.97, η επιστολή για μή αποδοχή του εντύπου ΦΠΑ 11 στο οποίο έγινε αναφορά. Ο ισχυρισμός για αντιφατική ενέργεια του Εφόρου υποβλήθηκε χωρίς αναφορά σε οτιδήποτε από τα πιο πάνω και στα όποια συμπεράσματα θα μπορούσαν να προκύψουν. Ούτε και οι καθ’ ων η αίτηση ενδιάτριψαν στο θέμα αλλά είναι τον αιτητή που βαρύνει η στοιχειοθέτηση του λόγου ακυρότητας που προτείνει. Ο Έφορος, για την περίοδο ως στις 27.5.93 [*1169]φορολόγησε τον αιτητή και από εκεί και πέρα, όπως προκύπτει, την εταιρεία. Ο ισχυρισμός για αντιφατική ενέργεια δεν στοιχειοθετείται και στην απουσία οποιουδήποτε άλλου επιχειρήματος δεν είναι δυνατό να τίθεται θέμα ύπαρξης λόγου ακυρότητας.

Πραγματοποιήθηκε επίσκεψη ελέγχου που άρχισε στις 10.2.97. Διαπιστώθηκαν τα ακόλουθα:

(α)   Κατά παράβαση της §10 του Σχεδίου Λιανοπωλών Α της ΚΔΠ 156/92 που χρησιμοποιούσε ο αιτητής, δεν τηρούσε βιβλίο ημερησίων  ακαθάριστων εσόδων με βάση  τα ημερήσια “Ζ” της ταμειακής του μηχανής. Αντ’ αυτού καταχωρούσε μηνιαίες πωλήσεις οι οποίες όμως (βλ. ερυθρό 46) ήταν αδύνατο να επαληθευθούν.

(β)   Καταχωρούσε στα βιβλία “πρόσθετες μηνιαίες πωλήσεις” επειδή δεν συνέπιπταν οι μηνιαίες καταθέσεις του στην τράπεζα με την αξία των εκροών που καταγράφονταν στη ταμειακή μηχανή του. Αυτό σήμαινε πως, κατά δική του παραδοχή, δεν καταγράφονταν όλες οι πωλήσεις του στα “Ζ” της ταμειακής μηχανής, τα οποία επομένως δεν ήταν αξιόπιστα.

(γ)   Κατά παράβαση της παραγράφου 5(1) της ΚΔΠ 114/92,

(ι) δεν τηρούσε ούτε καταχωρούσε στα βιβλία οποιαδήποτε στοιχεία για αγορές “πίττων” που ήταν το βασικό υλικό αφού κυρίως πωλούσε σουβλάκια.

(ιι) δεν καταχωρούσε ούτε φύλαττε όλα τα τιμολόγια αγορών “ποτών” που του εξέδιδαν οι προμηθευτές του.

(δ)   Μέρος του φόρου εισροών που διεκδίκησε σε πίστωση, δεν μπορούσε να πιστωθεί σύμφωνα με το νόμο.

Στη βάση των πιο πάνω διαπιστώσεων, ο Έφορος αναφέρθηκε ρητά στη μή τήρηση των αναγκαίων εγγράφων και σε ελλείψεις ή σφάλματα στις φορολογικές δηλώσεις. Είναι λανθασμένη η αντίληψη πως δεν υπάρχει τέτοιος προσδιορισμός. Είναι ρητός αλλά, ανεξάρτητα από αυτό, προκύπτει αναντιλέκτως και από την ίδια τη φύση των διαπιστώσεων. Η μή τήρηση βιβλίων που απαιτούνται παραπέμπει ευθέως στην αντίστοιχη προϋπόθεση του άρθρου 34(1) και στο ερυθρό 45 ευθέως αναφέρεται πως οι ελλείψεις σε σχέση με τις “πίττες” και τα “ποτά” δείχνουν πως οι φορολογικές δηλώσεις “είναι ελλιπείς και περιέχουν σφάλματα ως προς την αξία εισροών και φόρου εισροών που δηλώθηκαν”. Πε[*1170]ραιτέρω, όπως εξηγείται στο ερυθρό 44, οι διαπιστώσεις που έγιναν “θέτουν υπό αμφισβήτηση την αξιοπιστία της αξίας εκροών και φόρου εκροών που δηλώθηκαν στις Φ.Δ.”  Δεν μπορώ να διακρίνω ασάφεια ή αβεβαιότητα ως προς το ποιές προϋποθέσεις του άρθρου 34(1) ο Έφορος έκρινε ότι συνέτρεχαν ούτε έλλειψη αντιστοιχείας ή συσχετισμού των διαπιστώσεων προς τις δυο που αναφέρθηκαν.  Επίσης δεν προκύπτει ασάφεια αναφορικά με την περίοδο στην οποία αναφέρονταν.  Αυτή ήταν η περίοδος μεταξύ της 1.2.93 - 27.5.93.  Η περίπτωση της υπόθεσης Μονογιού που επικαλέστηκε ο αιτητής, είναι εντελώς διαφορετική. Εκεί, ενώ ορισμένες επί μέρους λανθασμένες εγγραφές οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι τα βιβλία του αιτητή ήταν αναξιόπιστα, ο Έφορος χρησιμοποίησε την κρίση του για αναπροσαρμογή του περιθωρίου κέρδους. Όμως, οι λανθασμένες εγγραφές δεν συσχετίζονταν προς το περιθώριο κέρδους και, τελικά, αυτό προσδιορίστηκε στη βάση των βιβλίων τα οποία υποτίθεται ότι ήταν αναξιόπιστα. Αυτό και η επίκληση και άλλης αιτίας, άσχετης με το αξιόπιστο των βιβλίων, οδήγησαν σε σύγχυση και, σε αυτό το πλαίσιο, επισημάνθηκε η ανάγκη για προσδιορισμό της αιτίας για την οποία ασκείται η εξουσία του άρθρου 34(1) και για αιτιολόγηση αποκαλυπτική της βάσης που κατά την κρίση του Εφόρου στηρίζει την ορισμένη περίπτωση.

Αβάσιμος είναι και ο ισχυρισμός σε σχέση με την προθεσμία.  Η βεβαίωση έγινε στη βάση γεγονότων που προέκυψαν στις 10.2.97. Στην υπόθεση Μονογυιού, την οποία κατά τα άλλα επικαλέστηκε ο αιτητής, ασχολήθηκα με το θέμα.  Κάτω από παρόμοιες συνθήκες έκρινα πως η βεβαίωση ήταν εμπρόθεσμη. (Βλ. και Νέον Φάληρον Λτδ ν. Δημοκρατίας, Προσφυγή Αρ. 273/95, ημερομηνίας 8.1.99, Θεοδοσίου ν. Δημοκρατίας, Προσφυγή Αρ.  645/97, ημερομηνίας 20.4.99, και Στέλιος Αυγουστή και Υιοί Λτδ ν. Δημοκρατίας (1999) 4 Α.Α.Δ. 592). Η εξ αντικειμένου διαπίστωση, όπως την εμπεριέχουν τα στοιχεία στα οποία ρητά αναφέρθηκε ο Έφορος, πως προέκυψαν γεγονότα στις 10.2.97 τα οποία κατά την κρίση του δικαιολογούσαν τη βεβαίωση, ενεργοποιεί την περαιτέρω προθεσμία του άρθρου 34(5)(β). Αυτή η πραγματικότητα δεν μπορεί να παραγνωριστεί και η μή ρητή αναφορά του Εφόρου στο θέμα δεν είναι δυνατό να επιδράσει. Το θέμα της ενεργοποίησης της περαιτέρω προθεσμίας δεν είναι είδος διοικητικής απόφασης αλλά είναι συνέπεια συναρτημένη προς τα αντικειμενικά δεδομένα. Αφού αυτά είναι σαφή και ικανοποιούν την προϋπόθεση του Νόμου, αυτός εφαρμόζεται.

Μένει το θέμα της χρησιμοποίησης δεδομένων που δεν αφο[*1171]ρούσαν μόνο την περίοδο από 1.2.93 - 27.5.93. Ο Έφορος πραγματοποίησε ευρεία έρευνα. Μεταξύ άλλων απευθύνθηκε προς τους προμηθευτές του αιτητή και πήρε εγγράφως στοιχεία για τις αγορές “πίττων” και “ποτών”. Αυτά τα στοιχεία δεν ήταν δυνατό να διαχωριστούν ώστε να εντοπιστεί ποιά ακριβώς αφορούσαν στην πιο πάνω περίοδο. Έχω υπόψη μου αριθμό υποθέσεων στις οποίες αναγνωρίστηκε δυνατότητα χρήσης των δεδομένων “άλλης περιόδου” κατά τη χρησιμοποίηση της κρίσης του Εφόρου δυνάμει του άρθρου 34(1) (Βλ. Νέον Φάληρον Λτδ και Στέλιος Αυγουστή & Υιοί Λτδ (ανωτέρω). Δεν χρειάζεται για τους σκοπούς της παρούσας υπόθεσης να επεκταθώ. Οι καθ’ ων η αίτηση εισηγούνται πως αυτή η αδυναμία εντοπισμού στοιχείων της ορισμένης περιόδου μόνο, διαφοροποιεί ουσιωδώς την παρούσα από τις υποθέσεις Τριμιθιώτου και Παυλίδης που επικαλέστηκε ο αιτητής. (Βλ. επίσης Αutofix v. Εφόρου Φόρου Εισοδήματος κ.ά. (1996) 4 Α.Α.Δ. 924 και Nicolas Tyrimos Tavern Restaurant Ltd v. Kυπριακής Δημοκρατίας (1998) 4 Α.Α.Δ. 154). Στις πιο πάνω υποθέσεις ο Έφορος έστρεψε την προσοχή του μόνο προς άλλες περιόδους και θεώρησε τα αποτελέσματά τους ως στοιχεία της επίδικης. Εδώ τα στοιχεία που δόθηκαν δεν ήταν δυνατό να διαχωριστούν και δεν μπορώ να συμφωνήσω ότι οι πιο πάνω υποθέσεις παρέχουν το έρεισμα που εισηγήθηκε ο αιτητής. Συμφωνώ συναφώς με την όμοια προσέγγιση του Καλλή Δ. στην Ανδρέας Στυλιανού ν. Δημοκρατίας Προσφυγή 94/97 ημερομηνίας 8.4.98. Μάλιστα στην παρούσα υπόθεση ακριβώς η έλλειψη στοιχείων για την ελεγχθείσα περίοδο αποτέλεσε αντικείμενο ειδικού σχολιασμού και προσαρμογής προς όφελος του αιτητή (βλ. ερ. 38). Επειδή ήταν η πρώτη περίοδος της λειτουργίας της επιχείρησής του, μειώθηκε ο μέσος όρος που προέκυπτε από τα στοιχεία που υπήρχαν.  Στις πιο πάνω υποθέσεις και σε άλλες (βλ. Θεοδόσης Θεοδοσίου ν. Δημοκρατίας (1996) 4 Α.Α.Δ. 1620, Kokos Athanassiou Motors Ltd v. Δημοκρατίας (1997) 4 Α.Α.Δ. 292, Diorelli Enteprises Ltd κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1997) 4 Α.Α.Δ. 2958, Diomedes Catering v. Υπουργού Οικονομικών κ.ά. (1996) 4 Α.Α.Δ. 2350), με αναφορά και στην αγγλική νομολογία, εξηγούνται τα περιθώρια που παρέχονται κατά τη χρησιμοποίηση της κρίσης τους Εφόρου. Στην παρούσα υπόθεση, με την αποτυχία στοιχειοθέτησης των ισχυρισμών που προβλήθηκαν, δεν θεμελειώνεται λόγος ακυρότητας και η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί. Η προσφυγή απορρίπτεται, με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.

∏ ÚÔÛÊ˘Á‹ ·ÔÚÚ›ÙÂÙ·È Ì €ÍÔ‰·.

[*1172]

 


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο