Κυπερούντας Χριστόδουλος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1999) 4 ΑΑΔ 1222

(1999) 4 ΑΑΔ 1222

[*1222]10 Νοεμβρίου, 1999

[ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ ΚΥΠΕΡΟΥΝΤΑΣ,

Αιτητής,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚHΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθ’ ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 819/96)

 

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Προαγωγές ― Συστάσεις Προϊσταμένου ―Εφόσον η θέση του Προϊστάμενου του Τμήματος, όχι μόνο είχε χηρεύσει αλλά είχε καταργηθεί, αρμοδιότερος για να προβεί σε συστάσεις ήταν ο Γενικός Διευθυντής, που κατέχει το ύπατο διοικητικό αξίωμα ―  Νόμιμα και ενδεδειγμένα υπό τις περιστάσεις προέβει σε σύσταση ο Γενικός Διευθυντής.

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Προαγωγές ― Συστάσεις Προϊσταμένου ― Δυνατότητα άντλησης πληροφοριών και από άλλους προϊσταμένους ― Δεν χρειάζεται αποκάλυψη των πληροφοριών ― Αναπόδεικτος παρέμεινε ο ισχυρισμός ότι δεν ζητήθηκαν οι απόψεις του άμεσα προϊστάμενου.

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Προαγωγές ― Κριτήρια επιλογής ― Πείρα ― Εφόσον το στοιχείο της πείρας και της σταδιοδρομίας βρισκόταν ενώπιον της Ε.Δ.Υ, σύμφωνα με το τεκμήριο της κανονικότητας, τεκμαίρεται ότι λήφθηκε υπόψιν.

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Προαγωγές ― Συστάσεις Προϊσταμένου ― Αιτιολογία ― Γενική και αόριστη αναφορά σε ιδιότητες και ικανότητες, δεν καθιστά την σύσταση αιτιολογημένη ― Σύσταση που αναπλάθει εκ των υστέρων την υπηρεσιακή εικόνα των υποψηφίων, όπως αυτή φαίνεται στις επίσημες αξιολογήσεις, είναι παράνομη.

[*1223]Ο αιτητής προσέβαλε με την προσφυγή του την απόφαση της Ε.Δ.Υ. να προάξει τα ενδιαφερόμενα μέρη στην θέση Επιθεωρητή Νοσοκομειακού Εργαστηρίου αντί του ιδίου.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:

1.  Μεταξύ των στοιχείων που διαμόρφωσαν την κρίση της Επιτροπής, ήταν και η σύσταση του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Υγείας, που παρευρέθηκε κατά την κρίσιμη συνεδρία της Ε.Δ.Υ., υπέρ των ενδιαφερομένων μερών. Αυτό στάθηκε η αφορμή για το πρώτο επιχείρημα του αιτητή κατά του κύρους της εκκαλούμενης απόφασης. O δικηγόρος του έθεσε θέμα αναρμοδιότητας του Γενικού Διευθυντή να προβεί σε συστάσεις. Ο συνήγορος υποστήριξε ότι δεν ήταν δυνατόν o Γενικός Διευθυντής να θεωρηθεί ως Προϊστάμενος του Τμήματος στο οποίο υπηρετούσαν οι υποψήφιοι. Ας σημειωθεί ότι κατά νόμο αρμόδιος, για υποβολή συστάσεων, είναι ο Προϊστάμενος Τμήματος.  Είναι αμοιβαία αποδεκτόν - και από το φάκελο προκύπτει πως έτσι είναι - ότι η θέση Προϊστάμενου του Τμήματος είχε καταργηθεί από το νόμο για τον προϋπολογισμό του 1995. Έτσι δεν υπήρχε, κατά τον κρίσιμο χρόνο, Προϊστάμενος, υπεύθυνος για την υπηρεσία στην οποία υπάγονται οι θέσεις. Η εισήγηση του κ. Αγγελίδη είναι ότι την αρμοδιότητα για υποβολή συστάσεων όφειλε, υπό τις συνθήκες, να ασκήσει υπάλληλος ανώτατης βαθμίδας στην ιεραρχία του Τμήματος, όχι όμως ο Γενικός Διευθυντής.

     Η Ολομέλεια του Δικαστηρίου στην Δημοκρατία ν. Φιλάρετου Στυλιανίδη, επικύρωσε προγενέστερες πρωτόδικες αποφάσεις και ανέφερε ότι είναι δυνατή και επιβεβλημένη η υποκατάσταση ρόλων στην περίπτωση, εκτός άλλων, που η θέση του Προϊσταμένου χηρεύει. Ανανεωμένη επιβεβαίωση του κανόνα αυτού παρέσχε η νέα απόφαση της Ολομέλειας στην Ανδρέας Καμένος ν. Δημοκρατίας.

     Η περίπτωση εδώ είναι ισχυρότερη απ’ εκείνη που αντιμετώπισε η Ολομέλεια στην υπόθεση Στυλιανίδη, ανωτέρω, γιατί πρόκειται για κατάργηση της θέσης. Ο Γενικός Διευθυντής, που κατέχει το ύπατο διοικητικό αξίωμα, ήταν κατ’ εξοχήν ο αρμοδιότερος να εκφέρει, στο προκείμενο, άποψη για τη στελέχωση του Υπουργείου του οποίου προΐσταται διοικητικά. Η λύση που δόθηκε είναι η εγγύτερη προς το πνεύμα της νομοθεσίας. Το επιχείρημα για αναρμοδιότητα δεν μπορεί, ενόψει της ανάλυσης που προηγήθηκε, να ευσταθήσει. Η συμμετοχή του Γενικού [*1224]Διευθυντή ήταν υπό τις περιστάσεις ενδεδειγμένη.

2.  Βάλλεται μετά η σύσταση του Γενικού Διευθυντή στην ουσία της από διάφορες πλευρές. Και πρώτα ότι οι πληροφορίες που πήρε και οι απόψεις που αντάλλαξε είναι άγνωστες, όπως και οι συνεργάτες του και οι άμεσα προϊστάμενοι των υποψηφίων τους οποίους, όπως αναφέρει ο Γενικός Διευθυντής, συμβουλεύθηκε.

     Ένα μόνο θα σχολιαστεί, η επίκριση ότι ο Γενικός Διευθυντής δεν πήρε πληροφορίες από τον Ανώτερο Ιατρικό Λειτουργό του Νοσοκομείου Πάφου, ο οποίος συμμετείχε στην Ομάδα Αξιολόγησης του αιτητή. Αυτός ανέφερε, σε ένορκη δήλωσή του που είναι στο φάκελο, ότι δεν ζητήθηκαν πληροφορίες από τον ίδιο σαν προϊστάμενο του αιτητή. Ο Γενικός Διευθυντής σε επιστολή του, ημερ. 10/6/98 παραδέχεται ότι δε ζήτησε πληροφορίες από τον προμνησθέντα. Εξήγησε όμως ότι o παραπάνω λειτουργός ήταν μεν διοικητικά προϊστάμενος του αιτητή, όχι όμως και ο άμεσα προϊστάμενός του. Ανέφερε επίσης ότι ερωτήθηκαν πολλοί άλλοι συνεργάτες του καθώς και ο Προϊστάμενος Επιθεωρητής Νοσοκομειακών Εργαστηρίων, ο οποίος έχει τη γενική ευθύνη για τη λειτουργία των εργαστηρίων και ιδία γνώση της αξίας και των ιδιοτήτων όλων των υποψηφίων.

     Μετά την εξέλιξη αυτή, ο δικηγόρος του αιτητή υπέβαλε, χωρίς οποιαδήποτε ανάπτυξη, ότι το περιεχόμενο της επιστολής “διαφοροποιεί ή συγκρούεται” με το περιεχόμενο της σύστασης. Οι ισχυρισμοί του αιτητή ότι ο Γενικός Διευθυντής δε ζήτησε τις απόψεις του άμεσα προϊστάμενου δεν τεκμηριώθηκαν. Με βάση τα υπάρχοντα στοιχεία κρίνονται αβάσιμοι.

3.  Αβάσιμος κρίνεται ισχυρισμός ότι παραγνωρίστηκε η πείρα του αιτητή. Η πείρα του αιτητή, όπως και τα άλλα στοιχεία της σταδιοδρομίας των υποψηφίων, βρίσκονταν ενώπιον του Γενικού Διευθυντή και της Επιτροπής. Επομένως τεκμαίρεται, σύμφωνα με το τεκμήριο της κανονικότητας, που δεν ανατράπηκε, ότι λήφθηκαν υπόψη. Περαιτέρω δεν  παραγνωρίστηκε, κατά την εκτίμηση των στοιχείων, η αρχαιότητα του αιτητή γιατί δεν ήταν ουσιαστική. Ανάγεται στο μακρινό παρελθόν, στα πρώτα βήματα της σταδιοδρομίας των υποψηφίων.

4.  Επικρίθηκε περαιτέρω η σύσταση γιατί δεν ήταν αιτιολογημένη, όπως απαιτείται από τη σχετική νομοθετική διάταξη. Πιο συγκεκριμένα, ότι η απλή μνημόνευση του Γενικού Διευθυντή ότι οι [*1225]συστηθέντες "δε φείδονται χρόνου και μόχθου για την επίτευξη των στόχων της υπηρεσίας και για την εξυπηρέτηση του δημόσιου συμφέροντος" δεν αποτελεί αιτιολογία. Ούτε η αναφορά "σε επιμέλεια, πρωτοβουλία, υπευθυνότητα και οργανωτική και διοικητική ικανότητα" συνιστούν αιτιολογία γιατί οι ιδιότητες αυτές απαιτούνται ρητά από το σχέδιο υπηρεσίας.

     Τα στοιχεία που αναφέρει ο Γενικός Διευθυντής, όπως και ο ίδιος δέχεται, προβλέπονται στο σχέδιο υπηρεσίας και απαιτούνται για την εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης. Δεν αποτελούν, καθαυτά, κριτήριο υπεροχής. Η γενικευτική κρίση, στη συνέχεια, ότι οι επιλεγέντες τα κατέχουν "σε υπέρτερο βαθμό από τους δύο άλλους υποψηφίους"  θέτει εκποδών, με ένα καταλυτικό τρόπο, τις επίσημες αξιολογήσεις των εκθέσεων.

     Υπενθυμίζεται ότι στον τομέα αυτό είναι δεδομένη η ισοδυναμία των υποψηφίων. Με άλλα λόγια η σύσταση εδώ επιχειρεί να αναπλάσει την υπηρεσιακή εικόνα των υποψηφίων, ουσιαστικά εκ των υστέρων. Αν αυτό γινόταν δεκτό το αποτέλεσμα θα ήταν ότι οι επί σειρά ετών αξιολογήσεις δε θα είχαν ουσιαστικό αντίκρισμα. Πέραν τούτου δε θα αποτελούσαν το θεμελιακό δείκτη της υπηρεσιακής αξίας, όπως τις προορίζει ο νόμος.

     Την αδυναμία αυτού του είδους συστάσεων και τις αρνητικές τους επιπτώσεις επεσήμανε πολύ πρόσφατα η Ολομέλεια στην Κρυστάλλω Χριστοδουλίδου ν. Δημοκρατίας, που καλύπτει και την παρούσα περίπτωση:

     “...Ούτε ο διευθυντής ούτε οι προϊστάμενοι και οι αξιολογούντες λειτουργοί μπορούν, έξω από το θεσμοθετημένο πλαίσιο αξιολόγησης και με δοσμένες έγκυρες ετήσιες αξιολογήσεις, να διαμορφώνουν εκ των υστέρων νέα κατάσταση αναφορικά με την αξιολογηθείσα ποιότητα των λειτουργών.”

     Πέραν τούτου, ούτε το πρώτο σκέλος της σύστασης έχει τα χαρακτηριστικά της δέουσας αιτιολογίας. Η φράση ότι οι επιλεγέντες “δε φείδονται χρόνου και μόχθου για την επίτευξη των στόχων που θέλει η υπηρεσία και για εξυπηρέτηση του δημόσιου συμφέροντος” είναι αρκετά γενική και αόριστη. Η σύσταση, για τους παραπάνω λόγους, δεν ανταποκρίνεται στη νομοθετική επιταγή για αιτιολόγηση. Και εφόσον άσκησε ουσιώδη επίδραση στη λήψη της επίδικης απόφασης, η τελευταία  πάσχει αθεράπευτα.

[*1226]

Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις.

Δημοκρατία ν. Στυλιανίδη (1996) 3 Α.Α.Δ. 274,

Καμένος ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 25,

Γωγάκης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1997) 4 Α.Α.Δ. 884,

Τσίκκου ν. Δημοκρατίας (1997) 4 Α.Α.Δ. 643,

Ευθυμίου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1998) 4 Α.Α.Δ. 452,

Πογιατζή ν. Δημοκρατίας, Υπ.Αρ. 337/97  ημερ. 26/2/99,

Ραχματούλινα ν. Δημοκρατίας, Υπ.Αρ. 916/96, ημερ. 9/9/99,

Χριστοδουλίδου ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 626.

Προσφυγή.

Προσφυγή του αιτητή κατά της προαγωγής των ενδιαφερομένων μερών στη θέση Επιθεωρητή Νοσοκομειακού Εργαστηρίου από 15/8/96.

Α. Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή.

Στ. Θεοδούλου, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ’ ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

NIKHTAΣ, Δ.: Με επιστολή της αρμόδιας αρχής ημερ. 11/7/96 ζητήθηκε η πλήρωση δύο κενών μόνιμων θέσεων Επιθεωρητή Νοσοκομειακού Εργαστηρίου,που ανήκουν στην κατηγορία θέσεων προαγωγής. Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (στο εξής η Επιτροπή ή Ε.Δ.Υ.) με απόφασή της, ημερ. 29/7/96, που δημοσιεύθηκε στην επίσημη εφημερίδα της Δημοκρατίας, ημερ. 30/8/96, προήξε στις επίδικες θέσεις, από 15/8/96, τα ενδιαφερόμενα μέρη Γιάγκο Κυθραιώτη και Χριστάκη Ταπακούδη. Την εγκυρότητα της προαγωγής τους πρόσβαλε ο αιτητής, που ήταν υποψήφιος και διεκδίκησε μία από τις θέσεις αυτές.

[*1227]

Μεταξύ των στοιχείων που διαμόρφωσαν την κρίση της Επιτροπής ήταν και η σύσταση του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Υγείας, που παρευρέθηκε κατά την κρίσιμη συνεδρία της Ε.Δ.Υ., υπέρ των ενδιαφερομένων μερών. Αυτό στάθηκε η αφορμή για το πρώτο επιχείρημα του αιτητή κατά του κύρους της εκκαλούμενης απόφασης. Ο δικηγόρος του έθεσε θέμα αναρμοδιότητας του Γενικού Διευθυντή να προβεί σε συστάσεις. Ο συνήγορος υποστήριξε ότι δεν ήταν δυνατό ο Γενικός Διευθυντής να θεωρηθεί ως Προϊστάμενος του Τμήματος στο οποίο υπηρετούσαν οι υποψήφιοι. Ας σημειωθεί ότι κατά νόμο αρμόδιος, για υποβολή συστάσεων, είναι ο Προϊστάμενος Τμήματος.

Είναι αμοιβαία αποδεκτόν - και από το φάκελο προκύπτει πως έτσι είναι - ότι η θέση Προϊστάμενου του Τμήματος είχε καταργηθεί από το νόμο για τον προϋπολογισμό του 1995. Έτσι δεν υπήρχε, κατά τον κρίσιμο χρόνο, Προϊστάμενος, υπεύθυνος για την υπηρεσία στην οποία υπάγονται οι θέσεις. Η εισήγηση του κ. Αγγελίδη είναι ότι την αρμοδιότητα για υποβολή συστάσεων όφειλε, υπό τις συνθήκες, να ασκήσει υπάλληλος ανώτατης βαθμίδας στην ιεραρχία του Τμήματος, όχι όμως ο Γενικός Διευθυντής.

Η Ολομέλεια του Δικαστηρίου στην Δημοκρατία ν. Φιλάρετου Στυλιανίδη (1996) 3 Α.Α.Δ. 274, επικύρωσε προγενέστερες πρωτόδικες αποφάσεις και ανέφερε ότι είναι δυνατή και επιβεβλημένη η υποκατάσταση ρόλων στην περίπτωση, εκτός άλλων, που η θέση του Προϊσταμένου χηρεύει. Ανανεωμένη επιβεβαίωση του κανόνα αυτού παρέσχε η νέα απόφαση της Ολομέλειας στην Ανδρέας Καμένος ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 25. Παραπέμπω επίσης στις υποθέσεις Παναγιώτης Γωγάκης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1997) 4 Α.Α.Δ. 884. Το ίδιο ακριβώς ζήτημα αναφορικά με την πλήρωση θέσεων στο ίδιο Τμήμα είχε εγερθεί στις υποθέσεις Σωτήρης Τσίκκου ν. Δημοκρατίας (1997) 4 Α.Α.Δ. 643, Χριστάκης Ευθυμίου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1998) 4 Α.Α.Δ. 452, Μαρία Πογιατζή ν. Δημοκρατίας ημερ. 26/2/99. Κρίθηκε σ’ αυτές ότι η συμμετοχή του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Υγείας και η εκ μέρους του υποβολή συστάσεων για προαγωγή ήταν νόμιμη και έγινε μέσα στα πλαίσια της σχετικής νομοθεσίας (άρθρ. 35(4) του ν. 1/90).

Η περίπτωση εδώ είναι ισχυρότερη απ’ εκείνη που αντιμετώπισε η Ολομέλεια στην υπόθεση Στυλιανίδη, ανωτέρω, γιατί έχουμε κατάργηση της θέσης. Ο Γενικός Διευθυντής, που κατέχει το ύπατο διοικητικό αξίωμα, ήταν κατ’ εξοχήν ο αρμοδιότερος να εκφέρει, στο προκείμενο, άποψη για τη στελέχωση του Υπουργεί[*1228]ου του οποίου προΐσταται διοικητικά. Η λύση που δόθηκε είναι η εγγύτερη προς το πνεύμα της νομοθεσίας. Το επιχείρημα για αναρμοδιότητα δεν μπορεί, ενόψει της ανάλυσης που προηγήθηκε, να ευσταθήσει. Η συμμετοχή του Γενικού Διευθυντή ήταν υπό τις περιστάσεις ενδεδειγμένη.

Βάλλεται μετά η σύσταση του Γενικού Διευθυντή στην ουσία της από διάφορες πλευρές. Και πρώτα ότι οι πληροφορίες που πήρε και οι απόψεις που αντάλλαξε είναι άγνωστες όπως και οι συνεργάτες του και οι άμεσα προϊστάμενοι των υποψηφίων τους οποίους, όπως αναφέρει ο Γενικός Διευθυντής, συμβουλεύθηκε. Τίποτε σχετικό δεν καταγράφηκε, αφήνοντας κενό που επιφέρει ακύρωση της πράξης. Δε θα δώσω συνέχεια στο ζήτημα, το οποίο έχει εγερθεί πάρα πολλές φορές, χωρίς επιτυχία, από τον ίδιο δικηγόρο. Παραπέμπω μόνο στις παρατηρήσεις μου στην Υπόθεση Αρ. 916/96, Τατιάνα Ραχματούλινα ν. Δημοκρατίας, ημερ. 9/9/99.

Ένα μόνο θα σχολιάσω, την επίκριση ότι ο Γενικός Διευθυντής δεν πήρε πληροφορίες από τον Ανώτερο Ιατρικό Λειτουργό του Νοσοκομείου Πάφου, ο οποίος συμμετείχε στην Ομάδα Αξιολόγησης του αιτητή. Αυτός ανέφερε, σε ένορκη δήλωσή του που είναι στο φάκελο, ότι δεν ζητήθηκαν πληροφορίες από τον ίδιο σαν προϊστάμενο του αιτητή. Ο Γενικός Διευθυντής σε επιστολή του, ημερ. 10/6/98 (τεκμ. Ν), παραδέχεται ότι δε ζήτησε πληροφορίες από τον προμνησθέντα. Εξήγησε όμως ότι ο παραπάνω λειτουργός ήταν μεν διοικητικά προϊστάμενος του αιτητή όχι όμως και ο άμεσα προϊστάμενός του. Ανέφερε επίσης ότι ερωτήθηκαν πολλοί άλλοι συνεργάτες του καθώς και ο Προϊστάμενος Επιθεωρητής Νοσοκομειακών Εργαστηρίων, ο οποίος έχει τη γενική ευθύνη για τη λειτουργία των εργαστηρίων και ιδία γνώση της αξίας και των ιδιοτήτων όλων των υποψηφίων.

Μετά την εξέλιξη αυτή ο δικηγόρος του αιτητή υπέβαλε, χωρίς οποιαδήποτε ανάπτυξη, ότι το περιεχόμενο της επιστολής “διαφοροποιεί ή συγκρούεται” με το περιεχόμενο της σύστασης.

Οι ισχυρισμοί του αιτητή ότι ο Γενικός Διευθυντής δε ζήτησε τις απόψεις του άμεσα προϊστάμενου δεν τεκμηριώθηκε. Με βάση τα υπάρχοντα στοιχεία κρίνονται αβάσιμοι. Εξίσου αβάσιμος κρίνεται ο ισχυρισμός ότι παραγνωρίστηκε η πείρα του αιτητή. Η πείρα του αιτητή, όπως και τα άλλα στοιχεία της σταδιοδρομίας των υποψηφίων, βρίσκονταν ενώπιον του Γενικού Διευθυντή και της Επιτροπής. Επομένως τεκμαίρεται, σύμφωνα με το τεκμήριο [*1229]της κανονικότητας, που δεν ανατράπηκε, ότι λήφθηκαν υπόψη. Δέχομαι περαιτέρω ότι δεν παραγνωρίστηκε, κατά την εκτίμηση των στοιχείων, η αρχαιότητα του αιτητή γιατί δεν ήταν ουσιαστική. Ανάγεται στο μακρυνό παρελθόν, στα πρώτα βήματα της σταδιοδρομίας των υποψηφίων.

Επικρίθηκε περαιτέρω η σύσταση γιατί δεν ήταν αιτιολογημένη, όπως απαιτείται από τη σχετική νομοθετική διάταξη. Πιο συγκεκριμένα ότι η απλή μνημόνευση του Γενικού Διευθυντή ότι οι συστηθέντες “δε φείδονται χρόνου και μόχθου για την επίτευξη των στόχων της υπηρεσίας και για την εξυπηρέτηση του δημόσιου συμφέροντος” δεν αποτελεί αιτιολογία. Ούτε η αναφορά “σε επιμέλεια, πρωτοβουλία, υπευθυνότητα και οργανωτική και διοικητική ικανότητα” συνιστούν αιτιολογία γιατί οι ιδιότητες αυτές απαιτούνται ρητά από το σχέδιο υπηρεσίας.

Για να υπάρχουν καλύτερες προσλαμβάνουσες παραστάσεις παραθέτω το ουσιαστικό μέρος των συστάσεων:

“Η υπέρτερη αξία των υποψηφίων αυτών δεν αντανακλάται στις Ετήσιες Υπηρεσιακές τους Εκθέσεις, στις οποίες όλοι οι υποψήφιοι κατά τα τελευταία χρόνια παρουσιάζονται στο ίδιο επίπεδο, έχω όμως πειστεί, από πληροφορίες και ανταλλαγή απόψεων με τους συνεργάτες μου και άμεσα προϊσταμένους των υποψηφίων, ότι αυτοί δε φείδονται, χρόνου και μόχθου για την επίτευξη των στόχων που θετει η υπηρεσία και για την εξυπηρέτηση του δημόσιου συμφέροντος. Διακρίνονται επίσης από επιμέλεια, πρωτοβουλία, υπευθυνότητα και οργανωτική και διοικητική ικανότητα, προσόντα και ιδιότητες που προβλέπονται από το Σχέδιο Υπηρεσίας της υπό πλήρωση θέσης και είναι απαραίτητες στην επιτυχή εκτέλεση των καθηκόντων της υπό πλήρωση θέσης. Τα προσόντα και τις ιδιότητες αυτές τις έχουν σε υπέρτερο βαθμό από τους άλλους δύο υποψηφίους .......”

Τα στοιχεία που αναφέρει ο Γενικός Διευθυντής, όπως και ο ίδιος δέχεται, προβλέπονται στο σχέδιο υπηρεσίας και απαιτούνται για την εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης. Δεν αποτελούν, καθαυτά, κριτήριο υπεροχής. Η γενικευτική κρίση, στη συνέχεια, ότι οι επιλεγέντες τα κατέχουν “σε υπέρτερο βαθμό  από τους δύο άλλους υποψηφίους” θέτει εκποδών, με ένα καταλυτικό τρόπο, τις επίσημες αξιολογήσεις των εκθέσεων. Υπενθυμίζω ότι στον τομέα αυτό είναι δεδομένη η ισοδυναμία των υποψηφίων. Με άλλα λόγια η σύσταση εδώ επιχειρεί να αναπλάσει την υπηρε[*1230]σιακή εικόνα των υποψηφίων, ουσιαστικά εκ των υστέρων. Αν αυτό γινόταν δεκτό το αποτέλεσμα θα ήταν ότι οι επί σειρά ετών αξιολογήσεις δε θα είχαν ουσιαστικό αντίκρυσμα.  Πέραν τούτου δε θα αποτελούσαν το θεμελιακό δείκτη της υπηρεσιακής αξίας, όπως τις προορίζει ο νόμος.

Την αδυναμία αυτού του είδους συστάσεων και τις αρνητικές τους επιπτώσεις επεσήμανε πολύ πρόσφατα η Ολομέλεια στην Κρυστάλλω Χριστοδουλίδου ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 626, που καλύπτει και την παρούσα περίπτωση:

“...Ούτε ο διευθυντής ούτε οι προϊστάμενοι και οι αξιολογούντες λειτουργοί μπορούν, έξω από το θεσμοθετημένο πλαίσιο αξιολόγησης και με δοσμένες έγκυρες ετήσιες αξιολογήσεις, να διαμορφώνουν εκ των υστέρων νέα κατάσταση αναφορικά με την αξιολογηθείσα ποιότητα των λειτουργών.”

Πέραν τούτου, ούτε το πρώτο σκέλος της σύστασης έχει τα χαρακτηριστικά της δέουσας αιτιολογίας. Η φράση ότι οι επιλεγέντες “δε φείδονται χρόνου και μόχθου για την επίτευξη των στόχων που θέλει η υπηρεσία και για εξυπηρέτηση του δημόσιου συμφέροντος” είναι αρκετά γενική και αόριστη. Η σύσταση, για τους παραπάνω λόγους, δεν ανταποκρίνεται στη νομοθετική επιταγή για αιτιολόγηση. Και εφόσον άσκησε ουσιώδη επίδραση στη λήψη της επίδικης απόφασης, η τελευταία πάσχει αθεράπευτα.

Η επίδικη πράξη ακυρώνεται. Επιδικάζω το ήμισυ των εξόδων σε βάρος του δημοσίου.

Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο