Ηρακλείδης Γεώργιος διαχειριστής της περιουσίας της απ. Σοφίας Γεωργιάδη και Άλλοι ν. Κυπριακής Δημοκρατίας και Άλλων (1999) 4 ΑΑΔ 1313

(1999) 4 ΑΑΔ 1313

[*1313]3 Δεκεμβρίου, 1999

[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

1. ΣΟΦΙΑ ΧΡ. ΓΕΩΡΓΙΑΔΗ,

2. ΛΙΝΑ ΜΑΡΙΟΥ GALBIN,

3. ΛΙΤΣΑ ROBERT FOWLES,

4. ΜΕΡΣΙΑ ΣΤΑΥΡΟΥ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ,

5. ΧΡΙΣΤΑΚΗΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΗΡΑΚΛΕΙΔΗ, ΔΙΑ

    ΤΟΥ ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΟΥ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΟΥ ΤΟΥ

    ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΗΡΑΚΛΕΙΔΗ,

Αιτητές,

v.

1. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

    (Α) ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,

    (Β) ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,

2. ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΒΕΛΤΙΩΣΕΩΣ ΟΡΟΚΛΙΝΗΣ,

Καθ’ ων η αίτηση.

ΚΑΙ ΩΣ ΕΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗ ΔΥΝΑΜΕΙ ΔΙΑΤΑΓΗΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΗΜΕΡ. 11 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ, 1999

1. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΗΡΑΚΛΕΙΔΗΣ, ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗΣ ΤΗΣ

    ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΗΣ ΑΠ. ΣΟΦΙΑΣ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗ,

2. ΛΙΝΑ ΜΑΡΙΟΥ GALBIN,

3. ΛΙΤΣΑ ROBERT FOWLES,

4. ΜΕΡΣΙΑ ΣΤΑΥΡΟΥ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ,

5. ΧΡΙΣΤΑΚΗ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΗΡΑΚΛΕΙΔΗ, ΔΙΑ ΤΟΥ

    ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΟΥ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΟΥ ΤΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ

    ΗΡΑΚΛΕΙΔΗ,

Αιτητές,

v.

1. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

   (Α) ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,

   (Β) ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,

[*1314]2. ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΒΕΛΤΙΩΣΕΩΣ ΟΡΟΚΛΙΝΗΣ,

Καθ’ ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 1000/97)

 

Αναγκαστική Απαλλοτρίωση — Ανάκληση — Δυνατή εφόσον γίνει πριν την καταβολή της αποζημίωσης — Δημοσίευση της ανάκλησης στην επίσημη εφημερίδα — Θεωρείται πλήρης για σκοπούς έναρξης της προθεσμίας για καταχώρηση προσφυγής, εφόσον είναι πλήρης με αναφορά και στα ονόματα των ιδιοκτητών της απαλλοτριωθείσας γης — Σε αντίθετη περίπτωση, η προθεσμία αρχίζει από την επέλευση της γνώσης των ιδιοκτητών.

Αναγκαστική Απαλλοτρίωση — Ανάκληση — Προβλέπεται από το Άρθρο 7 του περί Αναγκαστικής Απαλλοτρίωσης Νόμου — Δυνατή εφόσον αποφασίζεται πριν την καταβολή της αποζημίωσης — Ο χρόνος που διέρρευσε μέχρι την ανάκληση δεν προσδίδει στην προκείμενη περίπτωση οποιαδήποτε κατάχρηση στην απόφαση ανάκλησης.

Οι αιτητές προσέβαλαν με την προσφυγή τους την ανάκληση απαλλοτρίωσης της ακίνητης ιδιοκτησίας τους, που αποφασίστηκε πριν την καταβολή της αποζημίωσης. Προβλήθηκε προδικαστική ένσταση περί του εκπρόθεσμου της προσφυγής, εφόσον αυτή κατεχωρήθη μετά την πάροδο των 75 ημερών από την δημοσίευση της ανάκλησης.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:

1. Το Άρθρο 146.3 του Συντάγματος προβλέπει ότι προσφυγή ασκείται μέσα σε 75 μέρες από την ημέρα της δημοσίευσης της απόφασης ή της πράξης, ή εν περιπτώσει μη δημοσίευσης ή εν περιπτώσει παράλειψης, από την ημέρα καθ’ ην η πράξη ή παράλειψη περιήλθε σε γνώση του προσφεύγοντας. Η προθεσμία είναι ανατρεπτική και κατά συνέπεια, προσφυγή που κατατίθεται μετά την πάροδό της απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Είναι αδιάφορο αν ο αιτητής δεν έλαβε γνώση πράξης που είναι δημοσιευτέα.

     Γνώση σημαίνει γνώση της απόφασης ή της παράλειψης, που δίδει δικαίωμα σε προσφυγή δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος και όχι γνώση των αποδεικτικών θεμάτων που είναι αναγκαία για να ευσταθίσει ενώπιον του Δικαστηρίου ισχυρισμός για [*1315]αντισυνταγματικότητα, παρανομία, ή κατάχρηση εξουσίας.

     Η αρχή ότι ο χρόνος αρχίζει να μετρά από την ημερομηνία της δημοσίευσης επαναλήφθηκε και στην υπόθεση Pissas (No.1) v. The Electricity Authority of Cyprus (1966) 3 C.L.R. 634. Προστέθηκε όμως ότι η δημοσίευση μέσα στην έννοια του Άρθρου 146.3 του Συντάγματος θα πρέπει να είναι η κατάλληλη. Για έναρξη του χρόνου, η δημοσίευση πρέπει να είναι τέτοια που να περιλαμβάνει πλήρως και καθαρά το περιεχόμενο της πράξης. Η γνωστοποίηση απαλλοτρίωσης, λόγω της φύσης της, είναι πραγματοπαγής (in rem), αλλά δεν μπορεί να παραγνωριστεί ότι το διάταγμα απαλλοτρίωσης είναι πράξη που επηρεάζει τον ενδιαφερόμενο ιδιοκτήτη.  Έτσι το Δικαστήριο δέκτηκε ότι χωρίς αναφορά του ονόματος του ιδιοκτήτη της περιουσίας, η δημοσίευση του διατάγματος απαλλοτρίωσης δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως ικανοποιητική δημοσίευση για τους σκοπούς έναρξης της προθεσμίας του Άρθρου 146.3 του Συντάγματος.

     Στην παρούσα υπόθεση η ανάκληση της απαλλοτρίωσης έγινε με τη γνωστοποίηση αρ. 455, ημερ. 21.4.1997, που δημοσιεύτηκε στο Τρίτο Παράρτημα της Επίσημης Εφημερίδας της Δημοκρατίας υπ’αρ. 3149 της 16.5.1997. Στην ανάκληση γίνεται αναφορά στη γνωστοποίηση της απαλλοτρίωσης και στα τεμάχια τα οποία είχαν απαλλοτριωθεί. Καμιά αναφορά όμως δεν γίνεται στους ιδιοκτήτες ονομαστικά. Κάτω από τις περιστάσεις θεωρείται ότι η δημοσίευση της ανάκλησης δεν είναι αρκετή για να θέσει σε λειτουργία την προθεσμία του Άρθρου 146.3 του Συντάγματος.

     Δεν μπορεί να επιβληθεί σε κάθε ιδιοκτήτη ακίνητης περιουσίας η υποχρέωση να παρακολουθεί κάθε δημοσίευση απαλλοτρίωσης ή ανάκλησης, ελέγχοντας κάθε φορά τα τεμάχια γης που κατέχει, για να πληροφορηθεί αν και ποια περιουσία του επηρεάζεται.

     Η ανάγκη για πιο ικανοποιητική ενημέρωση των ιδιοκτητών ακινήτων των οποίων σκοπείται η απαλλοτρίωση, ανάγκη που έχει επισημανθεί και στο παρελθόν, είναι εμφανής και στην παρούσα περίπτωση. Τόσο στις περιπτώσεις αναγκαστικής απαλλοτρίωσης αλλά και στις περιπτώσεις ανάκλησης διαταγμάτων απαλλοτριώσεων θα ήταν δικαιότερο αν οι ιδιοκτήτες των κτημάτων ειδοποιούνταν προσωπικά με επιστολή.

2.  Ανάκληση της διοικητικής πράξης νοείται η άρση του περιεχομένου της διά μεταγενέστερης πράξης. Η ανάκληση των νόμιμων διοικητικών πράξεων είναι κατά κανόνα επιτρεπτή, εφ’ όσον διά της ανά[*1316]κλησης δεν θίγονται δημιουργηθέντα διά της ανακαλούμενης πράξης δικαιώματα των πολιτών. Αντίθετα, η ανάκληση των παράνομων πράξεων είναι γενικώς επιτρεπτή. Ανάκληση νόμιμης διοικητικής πράξης ευμενούς για το διοικούμενο δεν επιτρέπεται ως αποτέλεσμα επανεκτίμησης από τη διοίκηση των δεδομένων πάνω στα οποία στηρίχτηκε η ανακαλούμενη πράξη. Εκτός αν άλλως καθορίζεται με νομοθετική διάταξη. Στην παρούσα υπόθεση η ανάκληση αναφέρεται σε νόμιμη διοικητική πράξη, ήταν δε το αποτέλεσμα επανεκτίμησης των δεδομένων πάνω στα οποία στηρίκτηκε η ανακαλούμενη πράξη. Η ανάκληση όμως αυτή εξουσιοδοτείται από νομοθετική πρόνοια και συγκεκριμένα από το Άρθρο 7 του Περί Απαλλοτριώσεως Νόμου Ν. 15/62.

     Οι καθ’ων η αίτηση απαλλοτρίωσαν τα συγκεκριμένα τεμάχια για την κατασκευή δρόμου. Κατά την πρόοδο των εργασιών αντελήφθησαν ότι τα οικονομικά τους δεν ήταν τέτοια που να μπορεί το Συμβούλιο να αντεπεξέλθει, τόσο με τις αποζημιώσεις όσο και την απαιτούμενη για την κατασκευή του έργου δαπάνη. Έτσι προχώρησαν σε ανάκληση της απαλλοτρίωσης. Παρ’ όλού ότι φαινομενικά, από το διάταγμα απαλλοτρίωσης που εκδόθηκε το 1992 μέχρι το 1997 που δημοσιεύτηκε η ανάκλησή του, έχει παρέλθει αρκετός χρόνος, εν τούτοις στην πραγματικότητα η απαλλοτρίωση ανακλήθηκε την πρώτη φορά 18 μήνες μετά τη δημοσίευση του διατάγματος και τη δεύτερη λιγότερο από ένα χρόνο από την ακύρωση της πρώτης ανάκλησης.

     Το Δικαστήριο δεν μπορεί να δει με ποιό τρόπο μπορεί να θεωρηθεί ότι η ενέργεια των καθ’ ων η αίτηση ήταν καταχρηστική. Το Άρθρο 7 παρέχει δικαίωμα στην απαλλοτριούσα αρχή να ανακαλέσει την απαλλοτρίωση, καθ’ οιονδήποτε χρόνο πριν την πληρωμή της αποζημίωσης. Δεν θεωρείται ότι η περίοδος που διέρρευσε είναι παράγοντας που μπορεί να επενεργήσει ούτως ώστε να θεωρηθεί ότι οι καθ’ ων η αίτηση ενήργησαν με αυθαίρετο τρόπο. Οι καθ’ ων η αίτηση ενήργησαν κατά τρόπο απόλυτα νόμιμο και όπως είχαν δικαίωμα ανακάλεσαν την απαλλοτρίωση πριν την καταβολή των αποζημιώσεων.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Hjigregoriou ?. Republic (1976) 3 C.L.R. 163,

Moran v. The Republic 1 R.S.C.C. 10,

[*1317]Pissas ν. The Electricity Authority of Cyprus (Νο.1) (1966) 3 C.L.R 634,

Bakkaliaou v. The Municipality of Famagusta (1969) 3 C.L.R. 19,

R. St. Estates Limited ν. Δήμου Λευκωσίας (1994) 4 Α.Α.Δ. 121,

ΛΟΕΛ Λτδ. ν. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 2375,

Χατζηπαναγή ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 1079,

Ευστρατίου ν. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (1989) 3 Α.Α.Δ. 1702,

Ο’ Mahony ν. Republic (1979) 3 C.L.R. 571,

Ιωνίδης ν. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 311.

Προσφυγή.

Προσφυγή των αιτητών κατά του διατάγματος ανάκλησης της απαλλοτρίωσης αριθμού τεμαχίων τους στο χωριό Ορόκλινης.

Γ. Τριανταφυλλίδης, για τους Αιτητές.

Κλ. Θεοδούλου, για Γενικό Εισαγγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ’ ων η αίτηση 1 (α) και (β).

Κρ. Παπαλοΐζου για Τ. Κουμή και για Μ. Σελίπα, για τους Καθ’ ων η αίτηση 2.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Oι αιτητές είναι ιδιοκτήτες αριθμού τεμαχίων που βρίσκονται στο χωριό Ορόκλινη. Τα τεμάχια αυτά απαλλοτριώθηκαν από τους καθ’ ων η αίτηση 2 δυνάμει γνωστοποίησης απαλλοτρίωσης υπ’ αρ. 1571, ημερ. 25.9.1992 και διατάγματος απαλλοτρίωσης υπ’ αρ. 2068, ημερ. 31.12.1992.

Στις 11.11.1993 οι αιτητές αποδέκτηκαν το ποσό που πρόσφεραν οι καθ’ ων η αίτηση 2 ως αποζημίωση για την απαλλοτρίωση. Παρ’ όλα αυτά, οι καθ’ ων η αίτηση 2 παρέλειψαν να το καταβάλουν και οι αιτητές καταχώρησαν στις 8.3.1994 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας την αγωγή υπ’ αρ. 840/94 εναντίον τους, αξιώνοντας την πληρωμή του. Η αγωγή εξακολουθεί να εκκρεμεί ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας.

[*1318]

Στις 27.5.1994 δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας διάταγμα ανάκλησης της απαλλοτρίωσης γιατί, όπως αναφερόταν, η σχετική αποζημίωση δεν είχε καταβληθεί και η απαλλοτρίωση της ιδιοκτησίας κρινόταν πλέον ως μη αναγκαία για τους σκοπούς δημόσιας ωφέλειας που είχαν καθοριστεί στη γνωστοποίηση απαλλοτρίωσης.

Στις 3.6.1994 ο Διευθυντής Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, απέστειλε επιστολή προς τους αιτητές με την οποία τους πληροφορούσε για το πιο πάνω διάταγμα ανάκλησης. Το διάταγμα ανάκλησης προσβλήθηκε με την προσφυγή υπ’ αρ. 610/94. Το Ανώτατο Δικαστήριο με απόφασή του ημερ. 26.6.1996 ακύρωσε το διάταγμα ανάκλησης λόγω κακής σύνθεσης του συλλογικού οργάνου αφ’ ενός και έλλειψης αιτιολογίας αφ’ ετέρου.

Στις 19.3.1997 οι καθ’ ων η αίτηση 2 αξίωσαν την απόρριψη της αγωγής υπ’ αρ. 840/94, αλλά η αίτησή τους απορρίφθηκε στις 16.4.1997. Στις 16.5.1997 δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας νέο διάταγμα ανάκλησης της απαλλοτρίωσης για τους ίδιους ακριβώς λόγους όπως και το προηγούμενο, δηλαδή λόγω μη καταβολής της σχετικής αποζημίωσης και λόγω του ότι η απαλλοτριούσα αρχή θεωρούσε την απαλλοτριωθείσα περιουσία ως μη αναγκαία για τους σκοπούς δημόσιας ωφέλειας που αναφερόταν στη σχετική γνωστοποίηση απαλλοτρίωσης.

Στις 23.10.1997, ημερομηνία κατά την οποία η αγωγή υπ’ αρ. 840/94 ήταν ορισμένη για ακρόαση ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας, αποστάληκε επιστολή προς τους δικηγόρους των αιτητών με την οποία τους εζητείτο να δηλώσουν κατά πόσο θα απέσυραν την αγωγή τους εν όψει της ανάκλησης της απαλλοτρίωσης. Οι αιτητές απάντησαν με καταχώρηση της παρούσας προσφυγής, με την οποία αξιώνεται ακύρωση του διατάγματος ανάκλησης.

Δεν αντιλαμβάνομαι γιατί η προσφυγή έχει ασκηθεί και εναντίον της Δημοκρατίας, καθ’ ης η αίτηση 1. Τόσο η απαλλοτρίωση όσο και η ανάκλησή της έγιναν από τους καθ’ ων η αίτηση 2, χωρίς οποιαδήποτε ανάμειξη άλλων φορέων. Η εξήγηση που δόθηκε στο στάδιο των διευκρινίσεων, ότι δηλαδή η προηγούμενη ανάκληση της απαλλοτρίωσης γνωστοποιήθηκε με επιστολή του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας δεν αντέχει σε κριτική. Η προσφυγή εναντίον των καθ’ ων η αίτηση 1, οι οποίοι άλλωστε δεν καταχώρησαν καν ένσταση, απορρίπτεται με έξοδα εναντίον των αιτητών, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.

[*1319]

Οι καθ’ ων η αίτηση 2, (στο εξής “οι καθ’ ων η αίτηση”) ήγειραν προδικαστική ένσταση ότι η προσφυγή είναι εκπρόθεσμη γιατί καταχωρήθηκε μετά την πάροδο 75 ημερών από την ημερομηνία δημοσίευσης του διατάγματος ανάκλησης στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας. Οι αιτητές αντιτείνουν ότι πληροφορήθηκαν για πρώτη φορά την ανάκληση της απαλλοτρίωσης μέσω της επιστολής των δικηγόρων των καθ’ ων η αίτηση, ημερ. 23.10.1997. Ουδέποτε προηγουμένως είχαν πληροφορηθεί καθ’ οιονδήποτε τρόπο την ύπαρξη ή δημοσίευση του διατάγματος ανάκλησης.

Προσθέτουν ότι το προηγούμενο διάταγμα ανάκλησης που ακυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στην προσφυγή υπ’ αρ. 610/94, είχε γνωστοποιηθεί σ’ αυτούς από το Διευθυντή Κτηματολογίου και Χωρομετρίας με επιστολή που τους πληροφορούσε σχετικά.

Παρόμοια επιστολή δεν στάληκε μετά τη δημοσίευση του υπό εξέταση διατάγματος ανάκλησης. Οι αιτητές ανέμεναν να πληροφορηθούν την τυχόν ανάκληση της απαλλοτρίωσης με επιστολή, όπως ακριβώς είχε γίνει και στην προηγούμενη περίπτωση.

Το Άρθρο 146.3 του Συντάγματος προβλέπει ότι προσφυγή ασκείται μέσα σε 75 μέρες από την ημέρα της δημοσίευσης της απόφασης ή της πράξης, ή εν περιπτώσει μη δημοσίευσης ή εν περιπτώσει παράλειψης, από την ημέρα καθ’ ην η πράξη ή παράλειψη περιήλθε σε γνώση του προσφεύγοντος. Η προθεσμία είναι ανατρεπτική και κατά συνέπεια, προσφυγή που κατατίθεται μετά την πάροδό της απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Είναι αδιάφορο αν ο αιτητής δεν έλαβε γνώση πράξης που είναι δημοσιευτέα. Στην υπόθεση Hjigregoriou v. Republic (1976) 3 C.L.R. 163, αποφασίστηκε ότι όταν η πράξη δημοσιεύεται, ο χρόνος αρχίζει να μετρά από τη δημοσίευση, ανεξάρτητα από το κατά πόσο η πράξη περιήλθε σε γνώση του ενδιαφερόμενου.

Γνώση σημαίνει γνώση της απόφασης ή της παράλειψης που δίδει δικαίωμα σε προσφυγή δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος και όχι γνώση των αποδεικτικών θεμάτων που είναι αναγκαία για να ευσταθίσει ενώπιον του Δικαστηρίου ισχυρισμός για αντισυνταγματικότητα, παρανομία, ή κατάχρηση εξουσίας (Μoran v. The Republic 1 R.S.C.C. 10).

H αρχή ότι ο χρόνος αρχίζει να μετρά από την ημερομηνία της δημοσίευσης επαναλήφθηκε και στην υπόθεση Pissas v. Τhe Electricity Authority of Cyprus (No.1) (1966) 3 C.L.R. 634. Προστέθηκε όμως ότι η δημοσίευση μέσα στην έννοια του Άρθρου [*1320]146.3 του Συντάγματος θα πρέπει να είναι η κατάλληλη. Για έναρξη του χρόνου, η δημοσίευση πρέπει να είναι τέτοια που να περιλαμβάνει πλήρως και καθαρά το περιεχόμενο της πράξης. Η γνωστοποίηση απαλλοτρίωσης, λόγω της φύσης της, είναι πραγματοπαγής (in rem), αλλά δεν μπορεί να παραγνωριστεί ότι το διάταγμα απαλλοτρίωσης είναι πράξη που επηρεάζει τον ενδιαφερόμενο ιδιοκτήτη. Έτσι το Δικαστήριο δέκτηκε ότι χωρίς αναφορά του ονόματος του ιδιοκτήτη της περιουσίας, η δημοσίευση του διατάγματος απαλλοτρίωσης δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως ικανοποιητική δημοσίευση για τους σκοπούς έναρξης της προθεσμίας του Άρθρου 146.3 του Συντάγματος.

Η αναποτελεσματικότητα της δημοσίευσης στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις περιπτώσεις απαλλοτρίωσης επισημάνθηκε και στην υπόθεση Bakkaliaou v. The Municipality of Famagusta (1969) 3 C.L.R. 19. Kαι σ’ αυτή την περίπτωση, όταν η απαλλοτριούσα αρχή, αντί να απαντήσει στην ένσταση των ιδιοκτητών δημοσίευσε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας το διάταγμα απαλλοτρίωσης, η δημοσίευση θεωρήθηκε ως μη ικανοποιητική για την έναρξη της προθεσμίας του Άρθρου 146.3.

Η αναγκαιότητά της, κατά κάποιο άμεσο ή έμμεσο τρόπο, αναγραφής του ονόματος του ιδιοκτήτη της περιουσίας που απαλλοτριώνεται στη σχετική δημοσίευση που αναφέρθηκε για πρώτη φορά στην υπόθεση Pissas ν. Ε.Α.C (Νο.1) , ανωτέρω, επιβεβαιώθηκε και στην υπόθεση R. St. Estates Limited v. Δήμου Λευκωσίας (1994) 4 Α.Α.Δ. 121.

Στην παρούσα υπόθεση η ανάκληση της απαλλοτρίωσης έγινε με τη γνωστοποίηση αρ. 455, ημερ. 21.4.1997, που δημοσιεύτηκε στο Τρίτο Παράρτημα της Επίσημης Εφημερίδας της Δημοκρατίας υπ’ αρ. 3149 της 16.5.1997. Στη ανάκληση γίνεται αναφορά στη γνωστοποίηση της απαλλοτρίωσης και στα τεμάχια τα οποία είχαν απαλλοτριωθεί. Καμιά αναφορά όμως δεν γίνεται στους ιδιοκτήτες ονομαστικά. Κάτω από τις περιστάσεις θεωρώ ότι η δημοσίευση της ανάκλησης δεν είναι αρκετή για να θέσει σε λειτουργία την προθεσμία του Άρθρου 146.3 του Συντάγματος.

Δεν μπορεί να επιβληθεί σε κάθε ιδιοκτήτη ακίνητης περιουσίας η υποχρέωση να παρακολουθεί κάθε δημοσίευση απαλλοτρίωσης ή ανάκλησης, ελέγχοντας κάθε φορά τα τεμάχια γης που κατέχει, για να πληροφορηθεί αν και ποιά περιουσία του επηρεάζεται.

Η ανάγκη για πιο ικανοποιητική ενημέρωση των ιδιοκτητών [*1321]ακινήτων των οποίων σκοπείται η απαλλοτρίωση, ανάγκη που έχει επισημανθεί και στο παρελθόν, είναι εμφανής και στην παρούσα περίπτωση. Τόσο στις περιπτώσεις αναγκαστικής απαλλοτρίωσης αλλά και στις περιπτώσεις ανάκλησης διαταγμάτων απαλλοτριώσεων θα ήταν δικαιότερο αν οι ιδιοκτήτες των κτημάτων ειδοποιούνταν προσωπικά με επιστολή.

Στην παρούσα υπόθεση τα πράγματα είναι ακόμα πιο φανερά, αφού στην προηγούμενη ανάκληση της απαλλοτρίωσης οι αιτητές είχαν ειδοποιηθεί με επιστολή του Επαρχιακού Λειτουργού του Κτηματολογίου και Χωρομετρίας. Είναι λογικό ότι και σ’ αυτή την περίπτωση θα ανέμεναν ότι σε περίπτωση ανάκλησης θα ειδοποιούνταν ανάλογα. Η προδικαστική ένσταση των καθ’ ων η αίτηση απορρίπτεται.

Οι αιτητές ισχυρίζονται ότι η ανάκληση δεν έγινε στα πλαίσια της χρηστής διοίκησης, αλλά με απόλυτο ή αυθαίρετο τρόπο και γι’ αυτό θα πρέπει να ακυρωθεί. Προβάλλουν επίσης τον ισχυρισμό ότι αφού το άρθρο 12(1) του περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Νόμου του 1962, Νόμου 15/62, όπως τροποποιήθηκε, προβλέπει ότι ευθύς ως η καταβλητέα αποζημίωση συμφωνηθεί ή καθοριστεί, καταβάλλεται πάραυτα τοις μετρητοίς στους ενδιαφερόμενους, ενώ το άρθρο 7(1) παρέχει το δικαίωμα στην απαλλοτριούσα αρχή να ανακαλεί τη γνωστοποίηση πριν την πληρωμή της αποζημίωσης, η ανάκληση θα έπρεπε να γίνει μέσα σε εύλογο χρόνο. Τέλος οι αιτητές αφήνουν κάποιες υπόνοιες ότι αξιώνουν επίσης την ακύρωση της αναστολής λόγω έλλειψης αιτιολογίας, αλλά ο ισχυρισμός αυτός δεν τεκμηριώθηκε ή προωθήθηκε καθ’ οιονδήποτε τρόπο.

Ανάκληση της διοικητικής πράξης νοείται η άρση του περιεχομένου της διά μεταγενέστερης πράξης. Η ανάκληση των νόμιμων διοικητικών πράξεων είναι κατά κανόνα επιτρεπτή, εφ’ όσον διά της ανάκλησης δεν θίγονται δημιουργηθέντα διά της ανακαλούμενης πράξης δικαιώματα των πολιτών.

Αντίθετα, η ανάκληση των παράνομων πράξεων είναι γενικώς επιτρεπτή (ΛΟΕΛ Λτδ. ν. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 2375. Βλέπε επίσης Πορίσματα του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959, σελ. 200 και 201).

Aνάκληση νόμιμης διοικητικής πράξης ευμενούς για το διοικούμενο δεν επιτρέπεται ως αποτέλεσμα επανεκτίμησης από τη διοίκηση των δεδομένων πάνω στα οποία στηρίχτηκε η ανακαλούμενη πράξη (Χατζηπαναγή ν. Δημοκρατίας (1989) 3�Α.Α.Δ. 1079, Ευστρατίου ν. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (1989) 3 Α.Α.Δ. 1702 και O’ [*1322]Mahony v. Republic (1979) 3 C.L.R. 571), εκτός αν άλλως καθορίζεται με νομοθετική διάταξη (Iωνίδης ν. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 311).

Στην παρούσα υπόθεση η ανάκληση αναφέρεται σε νόμιμη διοικητική πράξη, ήταν δε το αποτέλεσμα επανεκτίμησης των δεδομένων πάνω στα οποία στηρίκτηκε η ανακαλούμενη πράξη. Η ανάκληση όμως αυτή εξουσιοδοτείται από νομοθετική πρόνοια και συγκεκριμένα από το άρθρο 7 του Νόμου 15/62.

Οι καθ’ ων η αίτηση απαλλοτρίωσαν τα συγκεκριμένα τεμάχια για την κατασκευή δρόμου. Κατά την πρόοδο των εργασιών αντελήφθηκαν ότι τα οικονομικά τους δεν ήταν τέτοια που να μπορεί το Συμβούλιο να αντεπεξέλθει, τόσο με τις αποζημιώσεις όσο και την απαιτούμενη για την κατασκευή του έργου δαπάνη. Έτσι προχώρησαν σε ανάκληση της απαλλοτρίωσης.

Παρ’ όλον ότι φαινομενικά, από το διάταγμα απαλλοτρίωσης που εκδόθηκε το 1992 μέχρι το 1997 που δημοσιεύτηκε η ανάκλησή του, έχει παρέλθει αρκετός χρόνος, εν τούτοις στην πραγματικότητα η απαλλοτρίωση ανακλήθηκε την πρώτη φορά 18 μήνες μετά τη δημοσίευση του διατάγματος και τη δεύτερη λιγότερο από ένα χρόνο από την ακύρωση της πρώτης ανάκλησης.

Δεν μπορώ να δω με ποιό τρόπο μπορεί να θεωρηθεί ότι η ενέργεια των καθ’ ων η αίτηση ήταν καταχρηστική. Το άρθρο 7 παρέχει δικαίωμα στην απαλλοτριούσα αρχή να ανακαλέσει την απαλλοτρίωση καθ’ οιονδήποτε χρόνο πριν την πληρωμή της αποζημίωσης. Δεν θεωρώ ότι η περίοδος που διέρρευσε είναι παράγοντας που μπορεί να επενεργήσει ούτως ώστε να θεωρηθεί ότι οι καθ’ ων η αίτηση ενήργησαν με αυθαίρετο τρόπο. Οι καθ’ ων η αίτηση ενήργησαν κατά τρόπο απόλυτα νόμιμο και όπως είχαν δικαίωμα ανακάλεσαν την απαλλοτρίωση πριν την καταβολή των αποζημιώσεων.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα εναντίον των αιτητών τα οποία υπολογίζω και επιδικάζω στις £300.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο