(1999) 4 ΑΑΔ 1361
[*1361]14 Δεκεμβρίου, 1999
[ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ,
Αιτήτρια,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚHΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ’ ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 520/98)
Δημόσιοι Υπάλληλοι — Προαγωγές — Αρχαιότητα — Αρχαιότητα στην ηλικία — Συνεκτιμάται αλλά δεν μπορεί να έχει ουσιαστική βαρύτητα.
Δημόσιοι Υπάλληλοι — Προαγωγές — Προσόντα — Πρόσθετα προσόντα — Δέουσα έρευνα — Εκτείνεται μέχρι την έρευνα των προσόντων που περιέχονται στον φάκελο και όχι και σε άλλα που δεν είχαν υποβληθεί.
Δημόσιοι Υπάλληλοι — Αξιολογήσεις — Βαθμολογία σε ένα στοιχείο ως «Πολύ ικανοποιητικά» αντί «εξαίρετα» που ήταν τα προηγούμενα χρόνια — Καμία υποχρέωση αιτιολόγησης — Δεν αποτελεί δυσμενή κρίση — Ούτε η απόρριψη της ένσταση για την βαθμολογία απαιτεί αιτιολόγηση.
Δημόσιοι Υπάλληλοι — Προαγωγές — Σύσταση Προϊσταμένου — Αιτιολογία — Υπό τις περιστάσεις, όπου αναζητήθηκαν και οι απόψεις των δικαστών, που είχαν σχέση με την εργασία των υποψηφίων νομικών λειτουργών, η σύσταση κρίνεται επαρκώς αιτιολογημένη.
Δημόσιοι Υπάλληλοι — Προαγωγές — Προσόντα — Πρόσθετα ακαδημαϊκά — Πλάνη περί τα πράγματα αναφορικά με την κατοχή τους — Οδηγεί σε ακύρωση της απόφασης, εφόσον η πλάνη είναι [*1362]ουσιώδης — Δεν ήταν ουσιώδης εφόσον τα πρόσθετα ακαδημαϊκά προσόντα έχουν μόνο οριακή σημασία.
Η αιτήτρια προσέβαλε με την προσφυγή της την προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους στην θέση Ανώτερου Νομικού Λειτουργού, Δικαστικής Υπηρεσίας, αντί της ίδιας.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:
1. Ο πρώτος λόγος ακυρώσεως που προωθήθηκε αναφέρεται στο κριτήριο της αρχαιότητας. Είναι η εισήγηση του δικηγόρου της αιτήτριας ότι η επτάμηνη διαφορά ηλικίας υπέρ του ενδιαφερόμενου μέρους έπρεπε να θεωρηθεί αμελητέα και όχι να αποτελέσει «ουσιώδες κριτήριο» για την επιλογή του ενδιαφερόμενου μέρους ώστε αυτή να του δώσει προβάδισμα που να δικαιολογεί την τελική επιλογή του.
Η εισήγηση δεν βρίσκει σύμφωνο το Δικαστήριο. Από την τελευταία παράγραφο των πρακτικών της Ε.Δ.Υ. δεν προκύπτει με κανένα τρόπο ότι η επτάμηνη ηλικιακή αρχαιότητα του ενδιαφερόμενου μέρους αποτέλεσε «ουσιώδες κριτήριο» για την επιλογή του. Εκείνο που προκύπτει είναι ότι η μικρή αυτή ηλικιακή αρχαιότητα, την οποία θεσμοθέτησε ο νομοθέτης στο Άρθρο 49 των περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμων, απλώς συνεκτιμήθηκε, ορθά, με τα υπόλοιπα κριτήρια, χωρίς να της δίδεται οποιαδήποτε ιδιαίτερη βαρύτητα.
2. Ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως που προωθήθηκε αναφέρεται στο κατά πόσο, της επιλογής του ενδιαφερόμενου μέρους προηγήθηκε η, υπό τις περιστάσεις, δέουσα έρευνα. Είναι η εισήγηση του δικηγόρου της αιτήτριας ότι η Ε.Δ.Υ. παρέλειψε να προβεί στη δέουσα έρευνα αναφορικά με τα προσόντα της αιτήτριας που, αν και δεν απαιτούνται από το Σχέδιο Υπηρεσία της επίδικης θέσης, εν τούτοις, σύμφωνα με τη νομολογία, δεν είναι ασήμαντα και, επομένως, δεν έπρεπε να παραγνωρισθούν.
Ούτε οι εισηγήσεις αυτές βρίσκουν το Δικαστήριο σύμφωνο. Είναι εμφανές από το πρακτικό της Ε.Δ.Υ., ότι αυτή εξέτασε όλα τα ουσιώδη στοιχεία που περιείχοντο στους σχετικούς φακέλους, όπως ήταν, παραδείγματος χάριν, τα ακαδημαϊκά προσόντα, έστω και μη απαιτούμενα από το Σχέδιο Υπηρεσίας, της αιτήτριας, όπως και του ενδιαφερόμενου μέρους. Δεν ερεύνησε, βέβαια, ούτε και είχε τέτοια υποχρέωση, στοιχεία που δεν περιείχοντο στους [*1363]φακέλους, ούτε και τέθηκαν ενώπιόν της από την αιτήτρια. Όσον αφορά την ικανότητα της αιτήτριας να ανταποκριθεί στα καθήκοντα της θέσης, η Ε.Δ.Υ. είχε ενώπιόν της αφενός τους φακέλους των Υπηρεσιακών Εκθέσεων της αιτήτριας και, αφετέρου, τη σύσταση του Αρχιπρωτοκολλητή, σύσταση που μετέφερε και τις απόψεις των δικαστών με τους οποίους η αιτήτρια είχε συνεργαστεί. Ασφαλώς δεν ήταν καθήκον της Ε.Δ.Υ., όπως ουσιαστικά εισηγείται ο δικηγόρος της, να φθάσει μέχρι του σημείου να διερευνήσει αν και πόσα προσχέδια δικαστικών αποφάσεων ετοίμασε η αιτήτρια και, πολύ περισσότερο, κατά πόσο αυτά έγιναν αποδεκτά από τους αρμόδιους δικαστές με, ελάχιστες ή μη, αλλαγές στο περιεχόμενό τους.
3. Η θέση του δικηγόρου της αιτήτριας αναφορικά με την αξιολόγηση «Πολύ ικανοποιητικά» σε ένα στοιχείο στην εμπιστευτική έκθεση του 1996, δεν είναι ορθή. Σύμφωνα με τους περί Δημόσιας Υπηρεσίας (Αξιολόγηση Υπαλλήλων) Κανονισμούς του 1990-1993 (Κ.Δ.Π. 386/90 και Κ.Δ.Π. 110/93), δεν υπάρχει οποιαδήποτε υποχρέωση των Λειτουργών Αξιολόγησης για αιτιολόγηση των οποιωνδήποτε μειώσεων της βαθμολογίας στις Υπηρεσιακές Εκθέσεις. Απλώς, το Άρθρο 9 των εν λόγω Κανονισμών προβλέπει ότι «αν υπάρχει πρόθεση όπως διατυπωθεί στην Υπηρεσιακή Έκθεση οποιαδήποτε δυσμενής κρίση, παρέχεται η ευκαιρία στον υπάλληλο να ακουστεί και να υποβάλει τις παραστάσεις του προτού ληφθεί η τελική απόφαση». Με άλλα λόγια, αν υπάρχει πρόθεση ο υπάλληλος να κριθεί σε κάποιο στοιχείο αξιολόγησης με «μη ικανοποιητικά», τότε, προτού διατυπωθεί αυτή η κρίση, παρέχεται σε αυτόν η ευκαιρία να υποβάλει τις παρατηρήσεις του. Στην περίπτωση της αιτήτριας η αξιολόγησή της για το 1996 μειώθηκε σε σχέση με το στοιχείο «Διευθυντική/Διοικητική Ικανότητα» από «εξαίρετα» σε «πολύ ικανοποιητικά» και, εφόσον η εν λόγω μείωση δεν συνιστούσε δυσμενή κρίση, δεν ετίθετο θέμα να της παρασχεθεί οποιαδήποτε ευκαιρία να υποβάλει τις παραστάσεις της, προτού ληφθεί η τελική απόφαση. Η αιτήτρια υπέβαλε τις παραστάσεις της γραπτώς προς τον Αρχιπρωτοκολλητή, σε σχέση πάντοτε με την υπό συζήτηση μείωση της βαθμολογίας της, μετά που της κοινοποιήθηκε η Υπηρεσιακή ‘Εκθεση για το 1996, όμως ο Αρχιπρωτοκολλητής, αφού την άκουσε και προφορικά, έκρινε ότι δεν συνέτρεχαν λόγοι για αναθεώρηση της συγκεκριμένης αξιολόγησής του. Την κρίση του αυτή δεν είχε υποχρέωση να αιτιολογήσει, όπως δεν είχε υποχρέωση να αιτιολογήσει και τη μείωση της βαθμολογίας.
4. Ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως που προωθήθηκε αναφέρεται στη [*1364]σύσταση του Αρχιπρωτοκολλητή υπέρ του ενδιαφερόμενου μέρους. Είναι η εισήγηση του δικηγόρου της αιτήτριας ότι η εν λόγω σύσταση δεν είναι επαρκώς αιτιολογημένη, ως γενική και αόριστη, ενώ, ταυτόχρονα, είναι και πεπλανημένη καθότι, στους τομείς που, κατά τον Αρχιπρωτοκολλητή, το ενδιαφερόμενο μέρος υπερτερεί έναντι της αιτήτριας, δηλαδή «την ενεργητικότητα, αποδοτικότητα, τον τρόπο διεκπεραίωσης της εργασίας, καθώς και την ποιότητα της εργασίας, τη διοικητική και οργανωτική ικανότητα, τη συνέπεια προς τις υποχρεώσεις», η πραγματικότητα είναι ότι υπερέχει, και μάλιστα καταφανώς, η αιτήτρια.
Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί. Η αιτιολογία της σύστασης του Αρχιπρωτοκολλητή δεν ήταν ανεπαρκής, ούτε και πεπλανημένη, πολύ περισσότερο αν ληφθεί υπόψη ότι αυτή, όπως επεσήμανε ο Αρχιπρωτοκολλητής, απηχούσε και τις απόψεις των δικαστών με τους οποίους η αιτήτρια, όπως και το ενδιαφερόμενο μέρος, συνεργάζονταν και οι οποίοι είχαν άμεση σχέση με την εργασία τους.
5. Ο τελευταίος λόγος ακυρώσεως που προωθήθηκε από το δικηγόρο της αιτήτριας είναι ότι η Ε.Δ.Υ. πλανήθηκε αναφορικά με τα προσόντα του ενδιαφερόμενου μέρους για το λόγο ότι στηρίχθηκε στον κατάλογο, που επισυνάπτεται ως Παράρτημα 5 στην Ένσταση, όπου αναφέρεται ότι το ενδιαφερόμενο μέρος είχε επιτύχει στις εξετάσεις GCE English Language Ο’ Level και French Ο Level, ενώ, όπως προκύπτει καθαρά από τον προσωπικό του φάκελο, γεγονός με το οποίο συμφώνησε και ο δικηγόρος της Ε.Δ.Υ., δεν πέτυχε σε τέτοιες εξετάσεις και, επομένως, δεν διέθετε τέτοια ακαδημαϊκά προσόντα. Για το γεγονός ότι η Ε.Δ.Υ. έδωσε σημασία και στηρίχθηκε εν μέρει στα ανύπαρκτα αυτά προσόντα του ενδιαφερόμενου μέρους, ο δικηγόρος της αιτήτριας παρέπεμψε στα πρακτικά της Ε.Δ.Υ., που παρατέθηκαν πιο πάνω, και, συγκεκριμένα, στην παράγραφο που έχει ως εξής:
«Η Επιτροπή έλαβε επίσης υπόψη τα προσόντα των υποψήφιων καθώς και την αρχαιότητά τους, η οποία φαίνεται στον ενώπιόν της κατάλογο των υποψήφιων».
Η πλάνη που διαπιστώθηκε ήταν, κατά το δικηγόρο της αιτήτριας, ουσιώδης και πρέπει να οδηγήσει στην ακύρωση της επίδικης απόφασης.
Εν πρώτοις, πρέπει να παρατηρηθεί ότι η εισήγηση του δικηγόρου της αιτήτριας ότι η Ε.Δ.Υ. διαπίστωσε τα προσόντα των υποψήφιων από τον ενώπιόν της κατάλογο δεν υποστηρίζεται [*1365]απόλυτα από τη σχετική παράγραφο των πρακτικών. Από την εν λόγω παράγραφο προκύπτει καθαρά ότι η Ε.Δ.Υ. διαπίστωσε το στοιχείο της αρχαιότητας των υποψήφιων από τον ενώπιόν της κατάλογο. Το κατά πόσο, από τον ίδιο κατάλογο, διαπίστωσε και τα προσόντα των υποψήφιων δεν προκύπτει με την ίδια καθαρότητα. Στη προκείμενη περίπτωση, έστω και αν γίνει δεκτό ότι η Ε.Δ.Υ. πλανήθηκε αναφορικά με τα υπό συζήτηση προσόντα του ενδιαφερόμενου μέρους, η πλάνη δεν ήταν ουσιώδης για τους ακόλουθους λόγους:
(α) Στο βαθμό που ανάγεται στο κατά πόσο το ενδιαφερόμενο μέρος είχε επιτύχει στις εξετάσεις English Language Ο’ Level, δεν μπορούσε να αναφέρεται σε οτιδήποτε περισσότερο από τη γνώση της Αγγλικής γλώσσας από το ενδιαφερόμενο μέρος, πράγμα το οποίο η Ε.Δ.Υ. είχε υποχρέωση, σύμφωνα με τη νομολογία, να λάβει ως αναμφισβήτητο δεδομένο, αφού μεταξύ των προσόντων της θέσης Νομικού Βοηθού, 2ης Τάξης, θέση στην οποία πρωτοδιορίστηκε το ενδιαφερόμενο μέρος, η «πολύ καλή γνώση» της Αγγλικής γλώσσας ήταν απαιτούμενο προσόν.
(β) Στο βαθμό που ανάγεται στο κατά πόσο το ενδιαφερόμενο μέρος είχε επιτύχει, όχι μόνο στις εξετάσεις GCE English Language, αλλά και στις εξετάσεις GCE French, αναφερόταν σε ακαδημαϊκά προσόντα που δεν απαιτούνταν από το Σχέδιο Υπηρεσίας της επίδικής θέσης και είχαν, επομένως, οριακή μόνο σημασία.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Παπαϊωάννου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (1991 ) 3 Α.Α.Δ. 713,
Δημοκρατία ν. Πογιατζή (1992) 3 Α.Α.Δ. 422,
Μάρκου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 213.
Προσφυγή.
Προσφυγή της αιτήτριας κατά της απόφασης προαγωγής της ενδιαφερόμενης στη θέση Ανώτερου Νομικού Λειτουργού, Δικαστική Υπηρεσία.
Γ. Κολοκασίδης, για την Αιτήτρια.
[*1366]
Ξ. Ευσταθίου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ’ ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Με την προσφυγή η αιτήτρια ζητά δήλωση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση της καθ’ ης η αίτηση με την οποία προήγαγε, από τις 15.4.1998, στη μόνιμη θέση Ανώτερου Νομικού Λειτουργού, Δικαστική Υπηρεσία, την Καλλιόπη Οικονόμου, αντί αυτής, είναι άκυρη.
Η επίδικη απόφαση λήφθηκε από την καθ’ ης η αίτηση ύστερα από επιλογή που έγινε μεταξύ δύο μόνο υποψήφιων, που κρίθηκαν προάξιμοι, της αιτήτριας και του ενδιαφερόμενου μέρους.
Το σχετικό απόσπασμα από τα πρακτικά της καθ’ ης η αίτηση (Παράρτημα 3 στην Ένσταση) έχει ως εξής:
«Στη συνεδρία παρευρίσκετο και ο Αρχιπρωτοκολλητής του Ανωτάτου Δικαστηρίου κ. Μιχαλάκης Σάββα, στη διάθεση του οποίου τέθηκαν οι Προσωπικοί Φάκελοι και οι Φάκελοι των Ετήσιων Υπηρεσιακών Εκθέσεων των υποψηφίων.
Ο Αρχιπρωτοκολλητής ανέφερε τα εξής:
«Γνωρίζω προσωπικά και τις δύο υποψήφιες για πολλά χρόνια. Γνωρίζω πάρα πολύ καλά την εργασία και την προσφορά τους. Προκειμένου όμως να προβώ σε σύσταση, έχω ανταλλάξει απόψεις και με τους δικαστές με τους οποίους συνεργάζονται και οι οποίοι έχουν άμεση σχέση με την εργασία τους.
Οι Νομικοί Λειτουργοί εκτελούν μια εξειδικευμένη εργασία. Δηλαδή εκτελούν, μεταξύ άλλων, νομική έρευνα, συγκέντρωση και ταξινόμηση των ουσιωδών στοιχείων των υποθέσεων που εκδικάζονται και επεξεργασία τούτων σε μορφή προσχεδίων αποφάσεων, όπως καθορίζεται και από το Σχέδιο Υπηρεσίας.
Αφού έλαβα υπόψη τα πιο πάνω καθώς και τα καθιερωμένα κριτήρια στο σύνολό τους – αξία, προσόντα, αρχαιότητα – τις απαιτήσεις της υπό πλήρωση θέσης και την καταλληλότητα των υποψήφιων, συστήνω για προαγωγή στη θέση Ανώ[*1367]τερου Νομικού Λειτουργού την Οικονόμου Καλλιόπη.
Λαμβάνοντας υπόψη την ενεργητικότητα, την αποδοτικότητα, τον τρόπο διεκπεραίωσης της εργασίας καθώς και την ποιότητα της εργασίας, τη διοικητική και οργανωτική ικανότητα, τη συνέπεια προς τις υποχρεώσεις τους, η Οικονόμου Καλλιόπη υπερτερεί έναντι της Μιχαηλίδου Χαρίλειας.»
Στο σημείο αυτό ο Αρχιπρωτοκολλητής αποχώρησε από τη συνεδρία.
Στη συνέχεια η Επιτροπή ασχολήθηκε με την αξιολόγηση και σύγκριση των υποψήφιων.
Η Επιτροπή εξέτασε τα ουσιώδη στοιχεία από το Φάκελο Πλήρωσης της θέσης, καθώς και από τους Προσωπικούς Φακέλους και τους Φακέλους των Ετήσιων Υπηρεσιακών Εκθέσεων των υποψήφιων, και έλαβε επίσης υπόψη την κρίση και τη σύσταση του Αρχιπρωτοκολλητή.
Η Επιτροπή έλαβε υπόψη τις Εμπιστευτικές/Υπηρεσιακές Εκθέσεις των υποψήφιων στο σύνολό τους, όπως αυτές έγιναν τελικά δεκτές από την ίδια, με ιδιαίτερη έμφαση στα τελευταία χρόνια. Όσον αφορά τις Υπηρεσιακές Εκθέσεις που υποβλήθηκαν για το 1990, η Επιτροπή επαναβεβαίωσε τη σχετική απόφαση που πήρε στη συνεδρία της με ημερομηνία 2.7.97 (θέμα Ω.(1) των πρακτικών), στο βαθμό που συνάδει με τα στοιχεία της παρούσας διαδικασίας.
Η Επιτροπή έλαβε επίσης υπόψη τα προσόντα των υποψήφιων καθώς και την αρχαιότητά τους, η οποία φαίνεται στον ενώπιόν της κατάλογο των υποψηφίων.
Η Επιτροπή, αφού έλαβε υπόψη όλα τα ενώπιόν της στοιχεία και με βάση τα καθιερωμένα κριτήρια στο σύνολό τους – αξία, προσόντα, αρχαιότητα – τη σύσταση του Αρχιπρωτοκολλητή και τα όσα αυτός ανέφερε σχετικά, έκρινε ότι η ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ Καλλιόπη υπερέχει της Μιχαηλίδου Χαρίκλειας, την επέλεξε ως την πιο κατάλληλη και αποφάσισε να προσφέρει σ’ αυτήν προαγωγή στη μόνιμη (Τακτ. Προϋπ.) θέση Ανώτερου Νομικού Λειτουργού, Δικαστική Υπηρεσία.
Η Επιτροπή, επιλέγοντας την Οικονόμου, σημείωσε πως αυτή υπερτερεί της Μιχαηλίδου, έστω και οριακά, σε αξία, όπως αυ[*1368]τή αντικατοπτρίζεται στις ετήσιες αξιολογήσεις, με έμφαση στα τελευταία χρόνια στα οποία δίδεται ιδιαίτερη βαρύτητα, προηγείται από πλευράς αρχαιότητας λόγω ηλικίας, δεν υστερεί σε προσόντα και, περιπλέον, έχει υπέρ της τη σύσταση του Αρχιπρωτοκολλητή.»
Ο πρώτος λόγος ακυρώσεως που προωθήθηκε αναφέρεται στο κριτήριο της αρχαιότητας. Είναι η εισήγηση του δικηγόρου της αιτήτριας ότι η επτάμηνη διαφορά ηλικίας υπέρ του ενδιαφερόμενου μέρους έπρεπε να θεωρηθεί αμελητέα και όχι να αποτελέσει «ουσιώδες κριτήριο» για την επιλογή του ενδιαφερόμενου μέρους ώστε αυτή να του δώσει προβάδισμα που να δικαιολογεί την τελική επιλογή του.
Η εισήγηση δεν με βρίσκει σύμφωνο. Από την τελευταία παράγραφο των πρακτικών της καθ’ ης η αίτηση δεν προκύπτει με κανένα τρόπο ότι η επτάμηνη ηλικιακή αρχαιότητα του ενδιαφερόμενου μέρους αποτέλεσε «ουσιώδες κριτήριο» για την επιλογή του. Εκείνο που προκύπτει είναι ότι η μικρή αυτή ηλικιακή αρχαιότητα, την οποία θεσμοθέτησε ο νομοθέτης στο άρθρο 49 των περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμων, απλώς συνεκτιμήθηκε, ορθά, με τα υπόλοιπα κριτήρια χωρίς να της δίδεται οποιαδήποτε ιδιαίτερη βαρύτητα.
Ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως που προωθήθηκε αναφέρεται στο κατά πόσο, της επιλογής του ενδιαφερόμενου μέρους προηγήθηκε η, υπό τις περιστάσεις, δέουσα έρευνα. Είναι η εισήγηση του δικηγόρου της αιτήτριας ότι η καθ΄ ης η αίτηση παρέλειψε να προβεί στη δέουσα έρευνα αναφορικά με τα προσόντα της αιτήτριας που, αν και δεν απαιτούνται από το Σχέδιο Υπηρεσίας της επίδικης θέσης, εν τούτοις, σύμφωνα με τη νομολογία, δεν είναι ασήμαντα και, επομένως, δεν έπρεπε να παραγνωρισθούν. Τα προσόντα αυτά ήταν η απόδοσή της στο Γυμνάσιο, όπου αρίστευσε με βαθμό 19 6/12, σειρά βραβείων που απέσπασε κατά την αποφοίτησή της, το γεγονός ότι ήταν η δεύτερη εισελθούσα στις εισαγωγικές εξετάσεις του Πανεπιστημίου και, λόγω ακριβώς αυτής της ψηλής επίδοσης εξασφάλισε υποτροφία από το Ίδρυμα Κρατικών Υποτροφιών της Ελλάδος (Ι.Κ.Υ.), το ότι γνωρίζει άριστα την Ελληνική και Αγγλική γλώσσα, ενώ έχει πολύ καλή γνώση και της Γαλλικής, πράγμα που εξάγεται και από τα πιστοποιητικά επιτυχίας της στις εξετάσεις GCE O΄ Level, όπου βαθμολογήθηκε εις μεν την Αγγλική γλώσσα με βαθμό «C», εις δε τη Γαλλική με βαθμό «Β», και, τέλος, το ότι στο πτυχίο Νομικής βαθμολογήθηκε με «Λίαν καλώς», ενώ το ενδιαφερόμενο μέρος με «Καλώς». Ο δικηγόρος της αιτήτριας εισηγήθηκε, επίσης, ότι η καθ’ ης η αίτηση παρέλειψε να διερευνήσει την απόδοση της [*1369]πελάτιδάς του στα καθήκοντα της θέσης, ήτοι «νομική έρευνα, συγκέντρωση και ταξινόμηση των ουσιωδών στοιχείων των υποθέσεων που εκδικάζονται και επεξεργασία τούτων σε μορφή προσχεδίων αποφάσεων ή άλλως πως, ενημέρωση νομοθετικών κειμένων…», και το ότι αυτή «έχει ετοιμάσει ένα μεγάλο αριθμό προσχεδίων αποφάσεων σε ανεπτυγμένη μορφή, συνολικά 216, που όλα τους έγιναν αποδεκτά από τους αρμόδιους Δικαστές με ελάχιστες αλλαγές στο περιεχόμενό τους.»
Ούτε οι εισηγήσεις αυτές με βρίσκουν σύμφωνο. Είναι εμφανές από το πρακτικό της καθ’ ης η αίτηση ότι αυτή εξέτασε όλα τα ουσιώδη στοιχεία που περιείχοντο στους σχετικούς φακέλους, όπως ήταν, παραδείγματος χάριν, τα ακαδημαϊκά προσόντα, έστω και μη απαιτούμενα από το Σχέδιο Υπηρεσίας, της αιτήτριας, όπως και του ενδιαφερόμενου μέρους. Δεν ερεύνησε, βέβαια, ούτε και είχε τέτοια υποχρέωση, στοιχεία που δεν περιείχοντο στους φακέλους, ούτε και τέθηκαν ενώπιόν της από την αιτήτρια, όπως ήταν, παραδείγματος χάριν, το ότι η αιτήτρια ήταν υπότροφος του Ι.Κ.Υ., για οποιαδήποτε αξία θα μπορούσε να έχει αυτό το γεγονός. Όσον αφορά την ικανότητα της αιτήτριας να ανταποκριθεί στα καθήκοντα της θέσης, δεν βλέπω τι παρέλειψε να διερευνήσει η καθ’ ης η αίτηση αφού ενώπιόν της είχε, αφενός τους φακέλους των Υπηρεσιακών Εκθέσεων της αιτήτριας και, αφετέρου, τη σύσταση του Αρχιπρωτοκολλητή, σύσταση που μετέφερε και τις απόψεις των δικαστών με τους οποίους η αιτήτρια είχε συνεργαστεί. Ασφαλώς δεν ήταν καθήκον της καθ’ ης η αίτηση, όπως ουσιαστικά εισηγείται ο δικηγόρος της, να φθάσει μέχρι του σημείου να διερευνήσει αν και πόσα προσχέδια δικαστικών αποφάσεων ετοίμασε η αιτήτρια και, πολύ περισσότερο, κατά πόσο αυτά έγιναν αποδεκτά από τους αρμόδιους δικαστές με, ελάχιστες ή μη, αλλαγές στο περιεχόμενό τους.
Ο τρίτος λόγος ακυρώσεως που προωθήθηκε αφορά τις Υπηρεσιακές Εκθέσεις. Στο στοιχείο «Διευθυντική/Διοικητική Ικανότητα» για το 1996, το ενδιαφερόμενο μέρος βαθμολογήθηκε με «εξαίρετα», ενώ η αιτήτρια με «πολύ ικανοποιητικά». Για τα προηγούμενα χρόνια, από το 1993 μέχρι το 1995, στο ίδιο στοιχείο, τόσο το ενδιαφερόμενο μέρος όσο και η αιτήτρια είχαν την ίδια βαθμολογία, ήτοι «εξαίρετα». Στα υπόλοιπα στοιχεία, όπως και στη γενική βαθμολογία, είχαν βαθμολογία «εξαίρετα» για όλα τα χρόνια. Είναι η θέση του δικηγόρου της αιτήτριας, παρόλο που δεν ισχυρίζεται ότι η βαθμολογία «πολύ ικανοποιητικά» είναι δυσμενής, ότι η μετάπτωση της βαθμολογίας της, για το 1996, από «εξαίρετα» σε «πολύ ικανοποιητικά», στο υπό συζήτηση στοιχείο αξιολόγησης, «πάσχει καθότι δεν αιτιολογείται στο σώμα της σχετικής υπηρεσια[*1370]κής έκθεσης η μείωση της βαθμολογίας», πράγμα που, όπως υποστηρίζει, θα έπρεπε να γίνει εφόσον επρόκειτο «για αιφνίδια μείωση στην κατηγορία της διοικητικής ικανότητας μετά από τρία χρόνια «εξαίρετα».».
Η θέση αυτή του δικηγόρου της αιτήτριας δεν είναι ορθή. Σύμφωνα με τους περί Δημόσιας Υπηρεσίας (Αξιολόγηση Υπαλλήλων) Κανονισμούς του 1990-1993 (Κ.Δ.Π.386/90 και Κ.Δ.Π. 110/93), δεν υπάρχει οποιαδήποτε υποχρέωση των Λειτουργών Αξιολόγησης για αιτιολόγηση των οποιωνδήποτε μειώσεων της βαθμολογίας στις Υπηρεσιακές Εκθέσεις. Απλώς, το άρθρο 9 των εν λόγω Κανονισμών προβλέπει ότι «αν υπάρχει πρόθεση όπως διατυπωθεί στην Υπηρεσιακή Έκθεση οποιαδήποτε δυσμενής κρίση, παρέχεται η ευκαιρία στον υπάλληλο να ακουστεί και να υποβάλει τις παραστάσεις του προτού ληφθεί η τελική απόφαση». Με άλλα λόγια, αν υπάρχει πρόθεση ο υπάλληλος να κριθεί σε κάποιο στοιχείο αξιολόγησης με «μη ικανοποιητικά», τότε, προτού διατυπωθεί αυτή η κρίση, παρέχεται σε αυτόν η ευκαιρία να υποβάλει τις παρατηρήσεις του. Στην περίπτωση της αιτήτριας η αξιολόγησή της για το 1996 μειώθηκε σε σχέση με το στοιχείο «Διευθυντική/Διοικητική Ικανότητα» από «εξαίρετα» σε «πολύ ικανοποιητικά» και, εφόσον η εν λόγω μείωση δεν συνιστούσε δυσμενή κρίση, δεν ετίθετο θέμα να της παρασχεθεί οποιαδήποτε ευκαιρία να υποβάλει τις παραστάσεις της, προτού ληφθεί η τελική απόφαση. Η αιτήτρια υπέβαλε τις παραστάσεις της γραπτώς προς τον Αρχιπρωτοκολλητή, σε σχέση πάντοτε με την υπό συζήτηση μείωση της βαθμολογίας της, μετά που της κοινοποιήθηκε η Υπηρεσιακή Έκθεση για το 1996, όμως ο Αρχιπρωτοκολλητής, αφού την άκουσε και προφορικά, έκρινε ότι δεν συνέτρεχαν λόγοι για αναθεώρηση της συγκεκριμένης αξιολόγησής του. Την κρίση του αυτή δεν είχε υποχρέωση να αιτιολογήσει, όπως δεν είχε υποχρέωση να αιτιολογήσει και τη μείωση της βαθμολογίας.
Ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως που προωθήθηκε αναφέρεται στη σύσταση του Αρχιπρωτοκολλητή υπέρ του ενδιαφερόμενου μέρους. Είναι η εισήγηση του δικηγόρου της αιτήτριας ότι η εν λόγω σύσταση δεν είναι επαρκώς αιτιολογημένη, ως γενική και αόριστη, ενώ, ταυτόχρονα, είναι και πεπλανημένη καθότι, στους τομείς που, κατά τον Αρχιπρωτοκολλητή, το ενδιαφερόμενο μέρος υπερτερεί έναντι της αιτήτριας, δηλαδή «την ενεργητικότητα, αποδοτικότητα, τον τρόπο διεκπεραίωσης της εργασίας, καθώς και την ποιότητα της εργασίας, τη διοικητική και οργανωτική ικανότητα, τη συνέπεια προς τις υποχρεώσεις», η πραγματικότητα είναι ότι υπερέχει, και μάλιστα καταφανώς, η αιτήτρια.
[*1371]Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί. Η αιτιολογία της σύστασης του Αρχιπρωτοκολλητή δεν ήταν ανεπαρκής, ούτε και πεπλανημένη, πολύ περισσότερο αν ληφθεί υπόψη ότι αυτή, όπως επεσήμανε ο Αρχιπρωτοκολλητής, απηχούσε και τις απόψεις των δικαστών με τους οποίους η αιτήτρια, όπως και το ενδιαφερόμενο μέρος, συνεργάζονταν και οι οποίοι είχαν άμεση σχέση με την εργασία τους.
Ο τελευταίος λόγος ακυρώσεως που προωθήθηκε από το δικηγόρο της αιτήτριας είναι ότι η καθ’ ης η αίτηση πλανήθηκε αναφορικά με τα προσόντα του ενδιαφερόμενου μέρους για το λόγο ότι στηρίχθηκε στον κατάλογο, που επισυνάπτεται ως Παράρτημα 5 στην Ένσταση, όπου αναφέρεται ότι το ενδιαφερόμενο μέρος είχε επιτύχει στις εξετάσεις GCE English Language O΄ Level και French O΄ Level, ενώ, όπως προκύπτει καθαρά από το προσωπικό του φάκελο, γεγονός με το οποίο συμφώνησε και ο δικηγόρος της καθ’ ης η αίτηση, δεν πέτυχε σε τέτοιες εξετάσεις και, επομένως, δεν διέθετε τέτοια ακαδημαϊκά προσόντα. Για το γεγονός ότι η καθ’ ης η αίτηση έδωσε σημασία και στηρίχθηκε εν μέρει στα ανύπαρκτα αυτά προσόντα του ενδιαφερόμενου μέρους, ο δικηγόρος της αιτήτριας παρέπεμψε στα πρακτικά της καθ’ ης η αίτηση, που παρέθεσα πιο πάνω, και, συγκεκριμένα, στην παράγραφο που έχει ως εξής:
«Η Επιτροπή έλαβε επίσης υπόψη τα προσόντα των υποψήφιων καθώς και την αρχαιότητά τους, η οποία φαίνεται στον ενώπιόν της κατάλογο των υποψήφιων.»
Επίσης, για το ίδιο ζήτημα, ο δικηγόρος της αιτήτριας παρέπεμψε και στην τελευταία παράγραφο του ίδιου πρακτικού όπου η καθ’ ης η αίτηση σημειώνει ότι το ενδιαφερόμενο μέρος «δεν υστερεί σε προσόντα» της αιτήτριας, εύρημα που, όπως υποστήριξε, είχε ως πραγματικό υπόβαθρο την πεπλανημένη εντύπωση ότι το ενδιαφερόμενο μέρος διέθετε τα εν λόγω ακαδημαϊκά προσόντα.
Η πλάνη που διαπιστώθηκε ήταν, κατά το δικηγόρο της αιτήτριας, ουσιώδης και πρέπει να οδηγήσει στην ακύρωση της επίδικης απόφασης.
Εν πρώτοις, πρέπει να παρατηρήσω ότι η εισήγηση του δικηγόρου της αιτήτριας ότι η καθ’ ης η αίτηση διαπίστωσε τα προσόντα των υποψήφιων από τον ενώπιόν της κατάλογο δεν υποστηρίζεται απόλυτα από τη σχετική παράγραφο των πρακτικών που παρέθεσα αμέσως πιο πάνω. Από την εν λόγω παράγραφο προκύπτει καθαρά ότι η καθ’ ης η αίτηση διαπίστωσε το στοιχείο της αρχαιότητας των υποψήφιων από τον ενώπιόν της κατάλογο. Το κατά πόσο, από τον ίδιο [*1372]κατάλογο, διαπίστωσε και τα προσόντα των υποψήφιων δεν προκύπτει με την ίδια καθαρότητα. Αν όμως δεχθούμε ότι, από την εν λόγω παράγραφο, αφήνεται, αν μη τι άλλο, η αμφιβολία κατά πόσο η καθ’ ης η αίτηση στηρίχθηκε στον κατάλογο για να διαπιστώσει και τα προσόντα των υποψήφιων, με αποτέλεσμα να πλανηθεί ως προς τα υπό συζήτηση δύο προσόντα του GCE, τότε εγείρεται το ερώτημα κατά πόσο η πλάνη αυτή ήταν ή όχι ουσιώδης. (Για τη διάκριση μεταξύ ουσιώδους και μη ουσιώδους πλάνης ως λόγου ακυρώσεως των διοικητικών πράξεων βλ., μεταξύ άλλων, Παπαϊωάννου & Άλλοι ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (1991) 3 Α.Α.Δ. σελ. 713).
Στη προκείμενη περίπτωση έχω την άποψη ότι, έστω και αν δεχθούμε ότι η καθ’ ης η αίτηση πλανήθηκε αναφορικά με τα υπό συζήτηση προσόντα του ενδιαφερόμενου μέρους, η πλάνη δεν ήταν ουσιώδης για τους ακόλουθους λόγους:
(α) Στο βαθμό που ανάγεται στο κατά πόσο το ενδιαφερόμενο μέρος είχε επιτύχει στις εξετάσεις English Language O΄ Level, δεν μπορούσε να αναφέρεται σε οτιδήποτε περισσότερο από τη γνώση της Αγγλικής γλώσσας από το ενδιαφερόμενο μέρος, πράγμα το οποίο η καθ’ ης η αίτηση είχε υποχρέωση, σύμφωνα με τη νομολογία, να λάβει ως αναμφισβήτητο δεδομένο, αφού μεταξύ των προσόντων της θέσης Νομικού Βοηθού, 2ης Τάξης (Τεκμήριο 3 ενώπιόν μου), θέση στην οποία πρωτοδιορίστηκε το ενδιαφερόμενο μέρος, η «πολύ καλή γνώση» της Αγγλικής γλώσσας ήταν απαιτούμενο προσόν. (Βλ., μεταξύ άλλων, Δημοκρατία ν. Πογιατζή (1992) 3 Α.Α.Δ., σελ. 422 και Μάρκου και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ., σελ. 213).
(β) Στο βαθμό που ανάγεται στο κατά πόσο το ενδιαφερόμενο μέρος είχε επιτύχει, όχι μόνο στις εξετάσεις GCE English Language, αλλά και στις εξετάσεις GCE French, αναφερόταν σε ακαδημαϊκά προσόντα που δεν απαιτούνταν από το Σχέδιο Υπηρεσίας της επίδικης θέσης (και είχαν, επομένως, οριακή μόνο σημασία*), αφού, σύμφωνα με το εν λόγω Σχέδιο, τα απαιτούμενα προσόντα είναι:
(1) Οκταετής τουλάχιστον υπηρεσία στη θέση Νομικού Λειτουργού, 1ης και 2ης Τάξης, ή/και Νομικού Βοηθού, 1ης και 2ης Τάξης.
(2) Ακεραιότητα χαρακτήρα, διοικητική και οργανωτική ικανότητα, υπευθυνότητα, πρωτοβουλία και ευθυκρισία.
Η αιτήτρια απέτυχε να αποδείξει, ως εβαρύνετο, έκδηλη ή, έστω, απλή υπεροχή έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους ή οποιονδήποτε άλλο λόγο ακυρώσεως της προσβαλλόμενης απόφασης.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.
Η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται βάσει του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο