(1999) 4 ΑΑΔ 1386
[*1386]17 Δεκεμβρίου, 1999
[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ ΛΕΒΕΝΤΗ,
Αιτητής,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΟΠΤΙΚΩΝ,
Καθ’ ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 208/98)
Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο — Λόγοι ακυρώσεως — Θα πρέπει να αναφέρονται στο δικόγραφο της αίτησης ακυρώσεως — Αόριστοι και ατεκμηρίωτοι ισχυρισμοί στην γραπτή αγόρευση για παράβαση της αρχής της χρηστής διοίκησης, δεν μπορούν να γίνουν δεκτοί.
Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος — Λόγοι ακυρώσεως — Προκατάληψη — Θα πρέπει να αποδεικνύεται αυστηρά με την προσαγωγή μαρτυρίας — Μόνο ο ισχυρισμός ότι μέλη συλλογικού οργάνου διάκειντο εχθρικά σε μία ομάδα αιτητών δεν αποδεικνύει έχθρα ή υποψία προκατάληψης.
Οργανισμοί Δημοσίου Δικαίου — Συμβούλιο Οπτικών — Συγκρότηση — Άρθρο 3 του περί Ρυθμίσεως της Άσκησης του Επαγγέλματος των Οπτικών Νόμος του 1992 (Ν. 16(Ι)/92) — Συμμετοχή δύο Οπτικών και ενός Τεχνικού Οπτικού — Εφόσον η ιδιότητα του προσώπου που διορίστηκε στην θέση του Τεχνικού Οπτικού ήταν Οπτικός, πάσχει η συγκρότηση του Συμβουλίου — Άκυρες και οι αποφάσεις του για τον λόγο της αναρμοδιότητας — Δεν διασώζεται η παράνομη συγκρότηση από το αν το μέλος είχε τα προσόντα για να εγγραφεί και ως Τεχνικός Οπτικός.
Διοικητικά Όργανα — Παράνομη συγκρότηση — Αναρμοδιότητα — Θεωρία του de facto οργάνου — Το βάρος της νομολογίας απορρίπτει απερίφραστα οποιαδήποτε τέτοια αρχή — Υιοθέτησή της [*1387]θα ανέτρεπε το θεμέλιο της συνταγματικής τάξης και νομιμότητας.
Ο αιτητής προσέβαλε την απόφαση του Συμβουλίου Οπτικών να απορρίψει αίτημά του για εγγραφή στο Μητρώο Οπτικών.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:
1. Αρχίζοντας την εξέταση των εισηγούμενων λόγων ακύρωσης, παρατηρείται ευθέως ότι η εισήγηση για παράβαση των κανόνων χρηστής διοίκησης στερείται παντελώς ερείσματος και δεν χρειάζεται να σχολιασθεί. Η εισήγηση βασίζεται και σε γεγονότα για τα οποία απλώς γίνεται ισχυρισμός στην αγόρευση, που ασφαλώς δεν αρκεί και δεν αρμόζει. Παρατηρείται ότι πέραν της επίκλησης και γενικής διατύπωσης της αρχής, καμιά αυθεντία δεν παρατίθεται σε στήριξη της εισήγησης ως προς τα δεδομένα της προκειμένης υπόθεσης, η οποία ασφαλώς δεν μπορεί να εμπίπτει στην εμβέλεια της εν λόγω αρχής.
2. Ούτε και η εισήγηση για παράβαση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης ελκύει πιστότητα. Ο κ. Πατσαλίδης επιχειρηματολόγησε ότι το Συμβούλιο Οπτικών μετείχαν μέλη που διάκειντο εχθρικά προς το αίτημα του κ. Λεβέντη και γενικά όλων των αποφοίτων της εν λόγω σχολής. Σίγουρα, σύμφωνα και με την απόφαση Syghariotis and Others v. The Republic (1965) 3 C.L.R. 317, δεν είναι επιτρεπτή η συμμετοχή στη λήψη απόφασης προσώπων τα οποία αποδεδειγμένα με μαρτυρία, θα πρέπει να μην συμμετέχουν.
Στην προκειμένη περίπτωση δεν μπορεί να λεχθεί ότι υπάρχουν ενώπιον του δικαστηρίου δεδομένα τα οποία να δικαιολογούν την εύλογη υποψία προκατάληψης εκ μέρους των αναφερομένων στην αγόρευση μελών του Συμβουλίου Οπτικών. Καμιά μαρτυρία δεν δικαιολογεί τον ισχυρισμό στην αγόρευση ότι στο Συμβούλιο «μετείχαν μέλη που αποδεδειγμένα καταπολέμησαν το αίτημα του Αιτητή, αλλά και όλων των άλλων αποφοίτων του Τμήματος Οπτικής των ΤΕΙ Αθήνας, για εγγραφή τους στο Μητρώο Οπτικών». Όχι μόνο δεν παρουσιάσθηκε μαρτυρία, αλλά και τα αναφερόμενα στην αγόρευση, και αν ακόμα μπορούσαν να ληφθούν υπ’ όψη ως προκύπτοντα από τα στοιχεία που είναι ενώπιον του δικαστηρίου, δεν δείχνουν οτιδήποτε περισσότερο παρά την άποψη των μελών του Συμβουλίου Οπτικών ως προς τη δεκτότητα οποιασδήποτε αίτησης στα πλαίσια του Νόμου όπως τον αντιλαμβάνοντο. Αυτό είναι εντελώς διαφορετικό και άκρως απομακρυσμένο από τις παραμέτρους της Syghariotis.
[*1388]
3. Το βασικό επιχείρημα του κ. Πατσαλίδη είναι η ισχυριζόμενη μη νόμιμη υπόσταση και συγκρότηση του Συμβουλίου Οπτικών. Μέρος του επιχειρήματος αυτού αφορά τη συμμετοχή στο Συμβούλιο ως μέλους του του κ. Γεώργιου Κωσταρά. Όπως προκύπτει από την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου ημερομηνίας 15.5.1997 με την οποία διορίσθησαν τα μέλη του Συμβουλίου Οπτικών δυνάμει του Άρθρου 3(3) του Νόμου, με την οποία σύνθεση ελήφθη η προσβαλλόμενη απόφαση, ο κ. Κωσταράς διορίσθηκε ως Τεχνικός Οπτικός, ενώ δύο άλλα μέλη διορίσθηκαν ως Οπτικοί, προφανώς σε αναφορά με τις πρόνοιες του Άρθρου 3(2) του Νόμου.
Ο κ. Κωσταράς όμως, λέγει ο κ. Πατσαλίδης, όπως προκύπτει από τα μητρώα, είναι εγγεγραμμένος όχι ως Τεχνικός Οπτικός αλλά ως Οπτικός. Ως εκ τούτου, εισηγείται, η συγκρότηση του Συμβουλίου πάσχει καθ’ όσον δεν μετείχε σε αυτό Τεχνικός Οπτικός όπως ορίζει το Άρθρο 3(2)(δ). Και περαιτέρω, μπορεί ακόλουθα να λεχθεί, ότι υπάρχει παράβαση και του Άρθρου 3(2)(β) καθ’ όσον, ως αποτέλεσμα, διορίσθησαν τρεις Οπτικοί αντί δύο που προνοεί το Άρθρο 3(2)(β). Ο κ. Πατσαλίδης παρέπεμψε στην απόφαση του Δικαστή Καλλή, Ηλιάδης v. Δημοκρατίας, στην οποία ηγέρθη ακριβώς το ίδιο θέμα και μάλιστα και πάλι σε σχέση με τον κ. Κωσταρά. Ο Καλλής, Δ., θεώρησε ότι, καθ’ όσον για τη νόμιμη συγκρότηση του Συμβουλίου Οπτικών είναι απαραίτητη η συμμετοχή ενός Τεχνικού Οπτικού, και καθ’ όσον ο κ. Κωσταράς ήταν εγγεγραμμένος στο Μητρώο Οπτικών και όχι στο Μητρώο Τεχνικών Οπτικών και έτσι δεν είχε διορισθεί Τεχνικός Οπτικός, το Συμβούλιο δεν είχε συγκροτηθεί και λειτουργήσει νόμιμα, κάνοντας εκτενή αναφορά στη νομολογία και στις αυθεντίες, και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το Συμβούλιο είχε ενεργήσει αναρμόδια. Αυτό βέβαια απέληγε σε ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης.
4. Ο κ Γεωργιάδης κάλεσε το Δικαστήριο να θεωρήσει ότι το Άρθρο 3(2)(δ) ικανοποιείται εφ’ όσον το διορισθέν ως Τεχνικός Οπτικός πρόσωπο, κατέχει τα προσόντα να εγγραφεί στο Μητρώο των Τεχνικών Οπτικών, έστω και αν δεν ενεγράφη, όπως ήταν η περίπτωση του κ. Κωσταρά. Κατά πρώτον όμως, δεν υπάρχουν ενώπιον του Δικαστηρίου στοιχεία όσον αφορά τα προσόντα του κ. Κωσταρά, για να κριθεί αν όντως είχε τα απαιτούμενα προσόντα για να εγγραφεί ως Τεχνικός Οπτικός, παρά μόνο ο προς τούτο ισχυρισμός στην αγόρευση. Κυρίως όμως, το [*1389]Δικαστήριο διαφωνεί με τη θέση αυτή και συμφωνεί με την απόφαση του κ. Καλλή, Δ., όσον αφορά την ερμηνεία του Άρθρου 3(2).
5. Το Δικαστήριο δεν μπορεί να διαπιστώσει έρεισμα στην εισήγηση του κ. Γεωργιάδη ότι, αν ήθελε κριθεί ότι η συγκρότηση και λειτουργία του Συμβουλίου Οπτικών πάσχει, η απόφασή του μπορεί εν τούτοις να θεωρηθεί νόμιμη ως απόφαση de facto διοικητικού οργάνου. Η εισήγηση αυτή απορρίφθηκε από τον Καλλή, Δ., στην Ηλιάδης, ανωτέρω, όπως απορρίπτεται και από το Δικαστήριο αυτό, θεωρώντας ότι υιοθέτησή της θα ανέτρεπε το θεμέλιο της συνταγματικής τάξης και της νομιμότητας. Το βάρος της νομολογίας απορρίπτει απερίφραστα οποιαδήποτε τέτοια αρχή.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Kyriakides v. The Council for Registration of Architects and Civil Engineers (No. 1) (1965) 3 C.L.R. 151,
Syghariotis a.ο. v. Republic (1965) 3 C.L.R. 317,
Ηλιάδης v. Δημοκρατίας, Υπ. Αρ. 202/98, ημερ. 23.2.1999,
Πούλλος v. Δημοκρατίας, Υπ. Αρ. 207/98, ημερ. 6.9.1999,
Νικολάου κ.ά. v. ΑΤΗΚ (1991) 4 Α.Α.Δ. 1684,
Ρ.Ι.Κ. v. Καραγιώργη κ.ά. (1991) 3 Α.Α.Δ. 159,
Παναγιώτου v. Υπουργού Παιδείας (1991) 3 Α.Α.Δ. 270,
Αρέστη v. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 3822,
Μουτουλλάς-Καλοπαναγιώτης Μεταφοραί Λτδ v. Δημοκρατίας (1992) 4 Α.Α.Δ. 932,
G. & S. Kozakos Carriers Ltd v. Αναθεωρητικής Αρχής Αδειών (1994) 4 Α.Α.Δ. 1883,
Τσαγγάρη v. Αναθεωρητικής Αρχής Αδειών (1996) 4 Α.Α.Δ. 1253,
Μιχαηλίδης v. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (1992) 4 Α.Α.Δ. 1727,
[*1390]
Liasi v. Republic (1975) 3 C.L.R. 558,
Θεοδώρου κ.ά. v. ΡΙΚ (1991) 4 Α.Α.Δ. 2056,
Αντωνίου v. Συμβουλίου Οπτικών, Υπ. Αρ. 942/96, ημερ. 21.5.1999,
Κωνσταντινίδου v. Συμβουλίου Οπτικών (1999) 4 Α.Α.Δ. 558.
Προσφυγή.
Προσφυγή του αιτητή κατά της απόρριψης αιτήματός του για εγγραφή του στο Μητρώο Οπτικών.
Χρ. Πατσαλίδης, για τον Αιτητή.
Αθανασιάδου για Γεωργιάδη & Γεωργιάδη, για τους Καθ’ ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
XATZHXAMΠΗΣ, Δ.: Ο Αιτητής κ. Λεβέντης προσβάλλει την απόφαση του Συμβουλίου Οπτικών με την οποία απορρίφθηκε αίτημά του για εγγραφή του στο Μητρώο Οπτικών. Είχε προηγηθεί άλλη τέτοια αίτηση του κ. Λεβέντη η οποία επίσης απερρίφθη, η απόφαση εκείνη δε ανεκλήθη όταν ο κ. Λεβέντης καταχώρησε προσφυγή εναντίον της και το Συμβούλιο Οπτικών επανεξέτασε το αίτημά του απορρίπτοντας το και πάλι. Το αίτημα απερρίφθη για το λόγο ότι το δίπλωμα του κ. Λεβέντη, που ήταν του Τμήματος Οπτικής της Σχολής Επαγγελμάτων, Υγείας και Πρόνοιας του Τεχνικού Εκπαιδευτικού Ιδρύματος Αθηνών, “θεωρείται αναγνωρισμένο προσόν για σκοπούς εγγραφής στο Μητρώο Τεχνικών Οπτικών”.
Το αίτημα του κ. Λεβέντη εβασίζετο στο άρθρο 7(1) του περί Ρυθμίσεως της Άσκησης του Επαγγέλματος των Οπτικών Νόμου του 1992 (Αρ. Ν. 16(1)/1992) το οποίο προνοεί:
“7.-(1) Κάθε πρόσωπο δικαιούται να εγγραφεί στο Μητρώο Οπτικών αν ικανοποιήσει το Συμβούλιο ότι -
...............................................................................................................
(δ) είναι κάτοχος τίτλου, πτυχίου ή διπλώματος τριετούς τουλάχιστο φοίτησης το οποίο χορηγείται από Πανεπιστήμιο ή άλ[*1391]λο Ίδρυμα όπως καθορίζεται από το Υπουργικό Συμβούλιο με γνωστοποίηση στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, κατόπιν συμβουλευτικής γνωμοδότησης του Συμβουλίου,
.............................................................................................................”
Όσον αφορά τους τεχνικούς οπτικούς, σχετικό είναι το άρθρο 7(2) του Νόμου, το οποίο προνοεί:
“(2) Κάθε πρόσωπο δικαιούται να εγγραφεί στο Μητρώο Τεχνικών Οπτικών, αν ικανοποιήσει το Συμβούλιο ότι -
...............................................................................................................
(β) είναι κάτοχος πτυχίου, πιστοποιητικού ή διπλώματος το οποίο χορηγήθηκε, κατόπιν συνεχούς διετούς τουλάχιστο φοίτησης, από Σχολή ή άλλο Ίδρυμα ή Αρχή, όπως καθορίζεται από το Υπουργικό Συμβούλιο με γνωστοποίηση η οποία δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας κατόπιν συμβουλευτικής γνωμοδότησης του Συμβουλίου,
.............................................................................................................”
Η διαφορά μεταξύ οπτικών και τεχνικών οπτικών φαίνεται στους αντίστοιχους ορισμούς στο άρθρο 2:
“«οπτικός» σημαίνει πρόσωπο το οποίο ασχολείται με οπτικομετρήσεις, καθώς και με την επεξεργασία, κατασκευή, εφαρμογή και διάθεση οπτικών ειδών και κατέχει τα προσόντα τα οποία απαιτούνται από το άρθρο 7 αυτού του Νόμου·”
“«τεχνικός οπτικός» σημαίνει πρόσωπο το οποίο ασχολείται με την επεξεργασία, κατασκευή, εφαρμογή και διάθεση οπτικών ειδών·”
Μόνο ο οπτικός, ή οφθαλμίατρος, δικαιούται, σύμφωνα και με το άρθρο 10(1), να διενεργεί οπτικομετρήσεις και να διαθέτει και εφαρμόζει φακούς επαφής, ενώ, σύμφωνα και με το άρθρο 10(2), τόσο ο οπτικός όσο και ο τεχνικός οπτικός μπορεί να επιδίδεται στην επεξεργασία, κατασκευή και διάθεση οπτικών ειδών.
Στη γραπτή αγόρευσή του, ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον κ. Λεβέντη προβάλλει ως λόγο ακύρωσης τη μη νόμιμη υπόσταση και συγκρότηση του Συμβουλίου Οπτικών. Ακόλουθα, ισχυρίζεται επί[*1392]σης ότι και οι ΚΔΠ 200/96 και 201/96, επί των οποίων εστηρίχθη η απόφαση, είναι εξ ίσου ανυπόστατες αφού εξεδόθησαν κατόπιν συμβουλευτικής γνωμοδότησης του μη νόμιμα υφιστάμενου και συγκροτημένου Συμβουλίου Οπτικών και έτσι συμπαρασύρονται στην παρανομία. Ως άλλος λόγος ακύρωσης συζητείται η πλάνη περί το νόμο και τα πράγματα, καθ’ ότι το Συμβούλιο Οπτικών, κατά την επανεξέταση του αιτήματος του κ. Λεβέντη, δεν εβασίσθη στο νομικό και πραγματικό καθεστώς που ίσχυε κατά τη λήψη της αρχικής απόφασης, βασισθέν στις ΚΔΠ 200/96 και 201/96 που εξεδόθησαν μετά από την αρχική απόφαση και δεν είχαν αναδρομική ισχύ. Ο κ. Πατσαλίδης επικαλείται και παράβαση των κανόνων χρηστής διοίκησης καθ’ όσον η ψήφιση του Νόμου 16(1)/1992 ανέτρεπε τις προσδοκίες του κ. Λεβέντη κατά το χρόνο έναρξης των σπουδών του αφού τότε δεν υφίστατο η διάκριση μεταξύ οπτικών και τεχνικών οπτικών. Γίνεται επίσης επίκληση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης, και ιδιαίτερα του κανόνα nemo judex in causa sua, με το επιχείρημα ότι η αρχή αυτή παραβιάζεται ως εκ του ότι στο Συμβούλιο Οπτικών μετείχαν, όπως προνοεί το άρθρο 3(2), οπτικοί και τεχνικοί οπτικοί που είχαν λόγο να είναι προκατειλημμένοι κατά της εγγραφής του κ. Λεβέντη ως οπτικού ώστε να μειωθεί ο ανταγωνισμός και να προσκομίσουν έτσι οφέλη οι ίδιοι. Τέλος, υποστηρίζεται η αντισυνταγματικότητα του άρθρου 7(1) ως προς την αρχή της ισότητας δυνάμει του άρθρου 28 του Συντάγματος (η παράλληλη αναφορά στο άρθρο 6 του Συντάγματος είναι προφανώς πεπλανημένη), καθ’ ότι, η δυνατότητα εγγραφής ως οπτικού, δυνάμει της επιφύλαξης του άρθρου 7(1), προσώπου το οποίο δεν είχε μεν τα προσόντα του άρθρου 7(1)(δ) αλλά ασκούσε κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του Νόμου καλή τη πίστη και ως κύριο επάγγελμα το επάγγελμα του οπτικού, συνιστά δυσμενή και άνιση διάκριση προς τον κ. Λεβέντη.
Απάντηση στις θέσεις αυτές δίδεται από τον ευπαίδευτο συνήγορο για το Συμβούλιο Οπτικών στη δική του γραπτή αγόρευση.
Αρχίζοντας την εξέταση των εισηγούμενων λόγων ακύρωσης, παρατηρώ ευθέως ότι η εισήγηση για παράβαση των κανόνων χρηστής διοίκησης στερείται παντελώς ερείσματος και δεν χρειάζεται να σχολιασθεί. Αντιπαρέρχομαι το ότι η εισήγηση βασίζεται και σε γεγονότα για τα οποία απλώς γίνεται ισχυρισμός στην αγόρευση, που ασφαλώς δεν αρκεί και δεν αρμόζει. Παρατηρώ μόνο ότι δεν εκπλήττομαι που, πέραν της επίκλησης και γενικής διατύπωσης της αρχής, καμιά αυθεντία δεν παρατίθεται σε στήριξη της εισήγησης ως προς τα δεδομένα της προκειμένης υπόθεσης, η οποία ασφαλώς δεν μπορεί να εμπίπτει στην εμβέλεια της εν λόγω αρχής.
[*1393]
Ούτε και η εισήγηση για παράβαση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης ελκύει πιστότητα. Ο κ. Πατσαλίδης δεν αρνείται την ύπαρξη νομολογίας (Kyriakides v. The Council for Registration of Architects and Civil Engineers (No. 1) (1965) 3 C.L.R. 151) εναντίον της θέσης του, λέγει όμως ότι τα πράγματα σήμερα έχουν διαφοροποιηθεί ως εκ του Νόμου 68(1)/1996 ο οποίος καθορίζει ως αρμόδιο για την αναγνώριση τίτλων σπουδών το Κυπριακό Συμβούλιο Αναγνώρισης Τίτλων Σπουδών. Αυτό όμως είναι βασικά άλλο θέμα, θέμα αρμοδιότητας, που δεν θίγεται στην προσφυγή ούτε ως τέτοιο από τον κ. Πατσαλίδη και που δεν έχει να κάνει με το κατά πόσο παραβιάζεται η αρχή της φυσικής δικαιοσύνης την οποία επικαλείται ο κ. Πατσαλίδης. Παράλληλα βέβαια ο κ. Πατσαλίδης επιχειρηματολογεί ότι στο Συμβούλιο Οπτικών μετείχαν μέλη που διάκειντο εχθρικά προς το αίτημα του κ. Λεβέντη και γενικά όλων των αποφοίτων της εν λόγω σχολής. Σίγουρα, σύμφωνα και με την απόφαση Syghariotis and Others v. The Republic (1965) 3 C.L.R. 317, δεν είναι επιτρεπτή η συμμετοχή στη λήψη απόφασης προσώπων τα οποία αποδεδειγμένα με μαρτυρία, όπως το έθεσε ο Τριανταφυλλίδης, Δ. (ως ήτο τότε) στη σ. 326:
“... were in such a position, due to their stand in the matter, that they should be regarded as having an interest in the outcome of the applications of all six Applicants, in these Cases, before the Dental Council. They could reasonably, in substance and fact, - more Mr. Ioannides but, sufficiently for the purpose, Mr. Christofides too - be suspected of being biased.”
Και στη σ. 327:
“In the circumstances, I have no doubt that both Mr. Ioannides and Mr. Christofides stood in a special antagonistic relationship to the said class of persons, including Applicants; their antagonism was such as to give reasonable rise to a suspicion of bias, leading to their disqualification as members of the Dental Council for the purpose of dealing with Applicants’ applications before it.”
Τα πιο πάνω όμως ελέχθησαν, όπως είναι καθαρό, σε σχέση με περίπτωση στην οποία, σύμφωνα με την προσκομισθείσα μαρτυρία, τεκμηριώθηκε ο ισχυρισμός για υποψία προκατάληψης. Ο Τριανταφυλλίδης, Δ., κατέστησε σαφές ότι, εφ’ όσον η υποψία προκατάληψης είναι θέμα “substance and fact”, δεν υπάρχει γενικός κανόνας εξαίρεσης ως εκ της ιδιότητας και μόνο. Όπως είπε στις σελίδες 327-328:
[*1394]
“It might be observed that practically all dentists in Cyprus, being members of the Pancyprian Dental Association, and being in opposition to the relevant legislation, would be likewise disqualified for dealing with the applications of Applicants before the Dental Council; I believe that such view would be erroneous in that it would be unreasonable. I do not think that it would be proper to hold that dentists, not taking a leading or active part in opposing the legislation in question, could be regarded as sufficiently involved in the matter as to be treated as disqualified from membership of the Dental Council for the particular purpose. In this respect, it is useful to bear in mind the case of Leeson v. The General Council of Medical Education and Registration [1889], 43 Ch. D. 366) - also mentioned by Marshall in his book on “Natural Justice” - where it was held that persons who were members of the said Council and also members of a Union which was involved in proceedings before the said Council, but who were not members of the managing body of such Union, did not have such an interest in the matter in question, as to be disqualified for taking part in the proceedings. As shown, also, by the case of Allinson (supra) even a member of the managing body of the same Union, was considered, in special circumstances pertaining to him (lack of any active participation whatsoever), as not being disqualified.”
Στην προκειμένη περίπτωση δεν μπορεί να λεχθεί ότι υπάρχουν ενώπιον του δικαστηρίου δεδομένα τα οποία να δικαιολογούν την εύλογη υποψία προκατάληψης εκ μέρους των αναφερομένων στην αγόρευση μελών του Συμβουλίου Οπτικών. Καμιά μαρτυρία δεν δικαιολογεί τον ισχυρισμό στην αγόρευση ότι στο Συμβούλιο “μετείχαν μέλη που αποδεδειγμένα καταπολέμησαν το αίτημα του Αιτητή, αλλά και όλων των άλλων αποφοίτων του Τμήματος Οπτικής των ΤΕΙ Αθήνας, για εγγραφή τους στο Μητρώο Οπτικών”. Όχι μόνο δεν παρουσιάσθηκε μαρτυρία, αλλά και τα αναφερόμενα στην αγόρευση, και αν ακόμα μπορούσαν να ληφθούν υπ’ όψη ως προκύπτοντα από τα στοιχεία που είναι ενώπιον του δικαστηρίου, δεν δείχνουν οτιδήποτε περισσότερο παρά την άποψη των μελών του Συμβουλίου Οπτικών ως προς τη δεκτότητα οποιασδήποτε αίτησης στα πλαίσια του Νόμου όπως τον αντιλαμβάνοντο. Αυτό είναι εντελώς διαφορετικό και άκρως απομακρυσμένο από τις παραμέτρους της Syghariotis.
Το βασικό επιχείρημα του κ. Πατσαλίδη είναι η ισχυριζόμενη μη νόμιμη υπόσταση και συγκρότηση του Συμβουλίου Οπτικών. Μέ[*1395]ρος του επιχειρήματος αυτού αφορά τη συμμετοχή στο Συμβούλιο ως μέλους του του κ. Γεώργιου Κωσταρά. Όπως προκύπτει από την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου ημερομηνίας 15.5.1997 με την οποία διορίσθησαν τα μέλη του Συμβουλίου Οπτικών δυνάμει του άρθρου 3(3) του Νόμου, με την οποία σύνθεση ελήφθη η προσβαλλόμενη απόφαση, ο κ. Κωσταράς διορίσθηκε ως Τεχνικός Οπτικός, ενώ δύο άλλα μέλη διορίσθησαν ως Οπτικοί, προφανώς σε αναφορά με τις πρόνοιες του άρθρου 3(2) του Νόμου το οποίο προνοεί:
“(2) Το Συμβούλιο σύγκειται από τα ακόλουθα πρόσωπα:
(α) Τρία μέλη της δημόσιας υπηρεσίας από τα οποία το ένα να είναι ειδικός οφθαλμίατρος,
(β) δύο οπτικούς που δεν είναι μέλη της δημόσιας υπηρεσίας και κατέχουν τα προσόντα για να εγγραφούν στο Μητρώο Οπτικών δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 7 του παρόντος Νόμου,
(γ) έναν ειδικό οφθαλμίατρο που δεν είναι μέλος της δημόσιας υπηρεσίας,
(δ) έναν τεχνικό οπτικό που δεν είναι μέλος της δημόσιας υπηρεσίας και κατέχει τα προσόντα για να εγγραφεί στο Μητρώο Τεχνικών Οπτικών δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 7 του παρόντος Νόμου.”
Ο κ. Κωσταράς όμως, λέγει ο κ. Πατσαλίδης, όπως προκύπτει από τα μητρώα, είναι εγγεγραμμένος όχι ως Τεχνικός Οπτικός αλλά ως Οπτικός. Ως εκ τούτου, εισηγείται, η συγκρότηση του Συμβουλίου πάσχει καθ’ όσον δεν μετείχε σε αυτό Τεχνικός Οπτικός όπως ορίζει το άρθρο 3(2)(δ). Και περαιτέρω, μπορεί ακόλουθα να λεχθεί, ότι υπάρχει παράβαση και του άρθρου 3(2)(β) καθ’ όσον, ως αποτέλεσμα, διορίσθησαν τρεις Οπτικοί αντί δύο που προνοεί το άρθρο 3(2)(β). Ο κ. Πατσαλίδης με παρέπεμψε στην απόφαση του αδελφού μου Δικαστή Καλλή, Ηλιάδης ν. Δημοκρατίας Υπ. Αρ. 202/98, ημερ. 23.2.1999, στην οποία ηγέρθη ακριβώς το ίδιο θέμα και μάλιστα και πάλι σε σχέση με τον κ. Κωσταρά. Ο Καλλής, Δ., θεώρησε ότι, καθ’ όσον για τη νόμιμη συγκρότηση του Συμβουλίου Οπτικών είναι απαραίτητη η συμμετοχή ενός Τεχνικού Οπτικού, και καθ’ όσον ο κ. Κωσταράς ήταν εγγεγραμμένος στο Μητρώο Οπτικών και όχι στο Μητρώο Τεχνικών Οπτικών και έτσι δεν είχε διορισθεί Τεχνικός Οπτικός, το Συμβούλιο δεν είχε συγκροτηθεί και [*1396]λειτουργήσει νόμιμα, κάνοντας εκτενή αναφορά στη νομολογία και στις αυθεντίες, και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το Συμβούλιο είχε ενεργήσει αναρμόδια. Αυτό βέβαια απέληγε σε ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης.
Ο κ. Γεωργιάδης με κάλεσε να θεωρήσω ότι το άρθρο 3(2)(δ) ικανοποιείται εφ’ όσον το διορισθέν ως Τεχνικός Οπτικός πρόσωπο κατέχει τα προσόντα να εγγραφεί στο Μητρώο των Τεχνικών Οπτικών έστω και αν δεν ενεγράφη, όπως ήταν η περίπτωση του κ. Κωσταρά. Κατά πρώτον όμως, δεν υπάρχουν ενώπιόν μου στοιχεία όσον αφορά τα προσόντα του κ. Κωσταρά, για να κριθεί αν όντως είχε τα απαιτούμενα προσόντα για να εγγραφεί ως Τεχνικός Οπτικός, παρά μόνο ο προς τούτο ισχυρισμός στην αγόρευση. Κυρίως όμως, διαφωνώ με τη θέση αυτή και συμφωνώ με την απόφαση του κ. Καλλή, Δ., όσον αφορά την ερμηνεία του άρθρου 3(2). Η απόφαση αυτή έχει δε ακολουθηθεί και από τον αδελφό μου Δικαστή Γαβριηλίδη στην υπόθεση Πούλλος ν. Δημοκρατίας, Υπ.�Αρ. 207/98, ημερ. 6.9.1999.
Ούτε μπορώ να διαπιστώσω έρεισμα στην εισήγηση του κ. Γεωργιάδη ότι, αν ήθελε κριθεί ότι η συγκρότηση και λειτουργία του Συμβουλίου Οπτικών πάσχει, η απόφασή του μπορεί εν τούτοις να θεωρηθεί νόμιμη ως απόφαση de facto διοικητικού οργάνου. Η εισήγηση αυτή απορρίφθηκε από τον Καλλή, Δ., στην Ηλιάδης, ανωτέρω, όπως απορρίπτεται τώρα και από εμένα, θεωρώντας ότι υιοθέτησή της θα ανέτρεπε το θεμέλιο της συνταγματικής τάξης και της νομιμότητας. Το βάρος της νομολογίας μας απορρίπτει απερίφραστα οποιαδήποτε τέτοια αρχή. Όπως το έθεσε ο Πικής, Δ., ως ήτο τότε, στην απόφασή του στην υπόθεση Νικολάου κ.ά. ν. ΑΤΗΚ (1991) 4 Α.Α.Δ. 1684, στις σελίδες 1690-1691, αναφερόμενος και στις αρχές που προκύπτουν από τις αποφάσεις της Ολομέλειας στις υποθέσεις Ρ.Ι.Κ. ν. Καραγιώργη και Άλλων (1991) 3 Α.Α.Δ. 159 και Παναγιώτου ν. Υπουργού Παιδείας (1991) 3 Α.Α.Δ. 270 αλλά και τη νομολογία γενικότερα:
“Όπως κατανοώ την αρχή της εφαρμογής του δόγματος του de facto οργάνου στο αγγλοσαξωνικό σύστημα, αυτή περιορίζεται στις περιπτώσεις όπου διαπιστώνονται τυπικά ελαττώματα στο διορισμό αξιωματούχου της πολιτείας ή δικαστή· αλλά δεν παρέχει έρεισμα για τη διάσωση των πράξεων λειτουργών ή οργάνων που έχουν διοριστεί παράνομα ή έξω από το πλαίσιο λειτουργίας των συνταγματικών θεσμών του αγγλικού πολιτεύματος. Στο ελληνικό και γαλλικό δίκαιο η εφαρμογή της αρχής των de facto οργάνων σχετίζεται με την ύπαρξη εξαιρετικών πε[*1397]ριστάσεων και την ανάληψη εξουσίας κάτω από τις πιεστικές ανάγκες που δημιουργούνται.
Μετά από προσεκτική μελέτη του θέματος καταλήγω ότι το Κυπριακό Σύνταγμα δεν παρέχει πεδίο για την επίκληση κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες της αρχής της νομιμότητας αποφάσεων de facto οργάνων. Το άρθρο 179.1 καθιστά το Σύνταγμα τον υπέρτατο νόμο της Κυπριακής πολιτείας. Το άρθρο 179.2 αποκλείει κάθε λειτουργία έξω από τα πλαίσια που οριοθετεί το Σύνταγμα. Προβλέπει ρητά ότι κανένας νόμος ή πράξη ή απόφαση οργάνου, αρχής ή προσώπου που ασκεί εκτελεστική εξουσία ή διοικητικό λειτούργημα μπορεί να είναι αντίθετος ή ασύμφωνος προς τις διατάξεις του Συντάγματος. Συνεπώς όχι μόνο ο αντισυνταγματικός νόμος καταρρίπτεται με τη διακήρυξη της αντισυνταγματικότητάς του από το νομικό στερέωμα αλλά και κάθε πράξη ή απόφαση που λαμβάνεται έξω από το συνταγματικό πλαίσιο στερείται αφ’ εαυτής δικαιϊκού ερείσματος. Η συγκρότηση του Συμβουλίου της Αρχής Τηλεπικοινωνιών κατ’ αντίθεση προς το Σύνταγμα έθεσε, για όσο χρόνο λειτουργούσε με αντισυνταγματικό τρόπο, τις αποφάσεις του έξω από τα συνταγματικά πλαίσια και κατ’ επέκταση, όπως διακηρύξαμε στην υπόθεση Ρ.Ι.Κ., τις αποστέρησε κάθε δικαιϊκού ερείσματος. Δυνατότητα για απομάκρυνση από τις συνταγματικές διατάξεις παρέχεται μόνο βάσει του δικαίου της ανάγκης εφόσον διαπιστώνεται ότι η λειτουργία ενός ή περισσότερων τομέων της πολιτείας βάσει του Συντάγματος κατέστη αδύνατη. (Βλέπε μεταξύ άλλων Attorney-General of the Republic v. Mustafa Ibrahim and Others (1964) C.L.R. 195, Aloupas v. National Bank (1983) 1 C.L.R. 55. Αλλά και στην περίπτωση εκείνη που συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την επίκληση του δικαίου της ανάγκης η προσφυγή σ’ αυτό αποβλέπει στην υποστύλωση των συνταγματικών θεσμών και διατάξεων των οποίων η λειτουργία κατέστη αδύνατη και όχι στην παράκαμψή τους ή παρέκκλιση από αυτούς, όπως και πρόσφατα διακηρύξαμε στην υπόθεση Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (1991) 3 Α.Α.Δ. 252.”
Ομοίως και στην Αρέστη ν. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 3822. Η θέση αυτή υιοθετείται γενικότερα, όπως παρατηρεί και ο κ. Πατσαλίδης στην αναφορά που κάνει στη νομολογία - ίδε: Μουτουλλάς-Καλοπαναγιώτης Μεταφοραί Λτδ ν. Δημοκρατίας (1992) 4 Α.Α.Δ. 932, G. & S. Kozakos Carriers Ltd ν. Α.Α.A. (1994) 4 Α.Α.Δ. 1883, Τσαγγάρη ν. Α.Α.Α. (1996) 4 Α.Α.Δ. 1253, Πούλλου ν. Δημοκρατίας, Υπ.�Αρ. 207/98, ημερ. 6.9.1999.
[*1398]
Εν όψει της εξέλιξης αυτής της νομολογίας, δεν θα απέδιδα νομολογιακή βαρύτητα στη μόνη απόφαση η οποία ευθέως υιοθετεί την αντίθετη άποψη, Μιχαηλίδης ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (1992) 4 Α.Α.Δ. 1727. Ούτε θεωρώ ότι οι αποφάσεις Liasi v. Republic (1975) 3 C.L.R. 558 και Θεοδώρου κ.ά. ν. ΡΙΚ (1991) 4 Α.Α.Δ. 2056, αφήνουν ουσιαστικά περιθώρια εφαρμογής της έννοιας του de facto διοικητικού οργάνου, όπως φαίνεται να έγινε αντιληπτό στη Μιχαηλίδης. Η έννοια αυτή δεν εφαρμόσθηκε αλλά απορρίφθηκε σε αυτές τις υποθέσεις, εν πάση περιπτώσει σε πλαίσια ανάλογα εκείνων της προκειμένης υπόθεσης. Το ίδιο ισχύει για την απόφαση Αντωνίου ν. Συμβουλίου Οπτικών Υπ. Αρ. 942/96, ημερ. 21.5.1999 (ομοίως Κωνσταντινίδου ν. Συμβουλίου Οπτικών (1999) 4 Α.Α.Δ. 558), στην οποία ο Νικολαΐδης, Δ., αν και παρατήρησε ότι υπάρχει διάσταση απόψεων στη νομολογία, απέκλεισε το ενδεχόμενο εφαρμογής της έννοιας των de facto διοικητικών οργάνων στη συνήθη περίπτωση παράνομα συγκροτημένου διοικητικού οργάνου, λέγοντας τα ακόλουθα σε αναφορά με την παράνομη σύσταση και λειτουργία του Συμβουλίου Οπτικών στις σελίδες 563-564:
“Αισθάνομαι ότι δεν μπορώ να αποδεκτώ την εφαρμογή της αρχής στην παρούσα υπόθεση. Εκτός από τις διάφορες επιφυλάξεις που εγείρονται, σημειώνω ότι η αρχή αυτή έχει δημιουργηθεί χάριν της προστασίας των πολιτών που συναλλάχθηκαν με βάση την κατάσταση που δημιούργησε το de facto όργανο, τους οποίους κρίνεται ότι δεν είναι ορθό να βλάψει η υπάρξασα ανωμαλία στο διορισμό του δημοσίου οργάνου (βλέπε Στασινόπουλος, Δίκαιον των Διοικητικών Πράξεων, 1951, σελ. 194-196).
Στην υπό εξέταση υπόθεση η θεώρηση αυτή δεν μπορεί να αποτελέσει απάντηση στην αιτήτρια, τα συμφέροντα της οποίας πλήττονται από την απόφαση του παράνομα συσταθέντος οργάνου, ιδιαίτερα αφού η ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης αξιώνεται ακριβώς λόγω της παράνομης σύστασης του οργάνου.”
Καταλήγοντας ότι η προσβαλλόμενη απόφαση υπόκειται σε ακύρωση για τον πιο πάνω λόγο, δεν προτίθεμαι να επιληφθώ των άλλων εισηγούμενων λόγων ακύρωσης, τοσούτο μάλλον του αφορώντος αντισυνταγματικότητα του άρθρου 7(1), εφ’ όσον τούτο δεν είναι αναγκαίο. Θα παρατηρούσα μόνο περαιτέρω σε αναφορά με τη νομιμότητα της συγκρότησης και λειτουργίας του Συμβουλίου Οπτικών, αν και το θέμα δεν εγείρεται, ότι ούτε οι πρόνοιες του άρθρου 3(2)(α), για διορισμό τριών μελών της δημόσιας υπηρεσίας [*1399]από τα οποία το ένα να είναι ειδικός οφθαλμίατρος, φαίνεται να ικανοποιήθησαν αφού διορίσθησαν μόνο δύο μέλη της Δημόσιας Υπηρεσίας ουδείς των οποίων είναι ειδικός οφθαλμίατρος, ενώ διορίσθηκε ένα πρόσωπο που είναι οφθαλμίατρος χωρίς να προνοείται τέτοιος διορισμός στο άρθρο 3(2).
Η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται.
Το Συμβούλιο Οπτικών θα καταβάλει τα έξοδα του Αιτητή.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο