Ευσταθιάδης Ανδρέας ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (1999) 4 ΑΑΔ 1406

(1999) 4 ΑΑΔ 1406

[*1406]22 Δεκεμβρίου, 1999

[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΑΝΔΡΕΑΣ ΕΥΣΤΑΘΙΑΔΗΣ,

Αιτητής,

v.

ΑΡΧΗΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,

Καθ’ ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 329/98)

 

Ακυρωτική Απόφαση Ανωτάτου Δικαστηρίου — Επανεξέταση — Ακύρωση λόγω κακής συγκρότησης διοικητικού συμβουλίου — Συστάσεις Διευθυντή σε προαγωγή — Εφόσον ο Διευθυντή που είχε δώσει τις συστάσεις είχε αποβιώσει, οι συστάσεις του δεν μπορούσαν να ληφθούν υπόψη κατά την επανεξέταση, εφόσον η παρουσία του για προφορικές διευκρινίσεις ενώπιον του διοικητικού συμβουλίου θα ήταν αδύνατη — Θα έπρεπε να είχαν ζητηθεί συστάσεις από τον νέο Διευθυντή, οι οποίες θα ανάγονταν στον ουσιώδη χρόνο.

Ο αιτητής προσέβαλε για τρίτη κατά συνέχεια φορά την προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους, που αποφασίστηκε μετά από επανεξέταση.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:

Η γενική αρχή είναι βέβαια ότι με την ακύρωση διοικητικής πράξης η πράξη εξαφανίζεται ως μη υπάρξασα και η διοίκηση είναι υποχρεωμένη να επαναφέρει το status quo ante και να επανεξετάσει το θέμα με αναφορά στο νομικό και πραγματικό καθεστώς που επικρατούσε πριν από την πράξη.

Η ακύρωση όμως, για τον ίδιο λόγο, στην περίπτωση σύνθετης διοικητικής πράξης, δεν συμπαρασύρει και τα στάδια εκείνα στη λήψη της απόφασης που προηγήθηκαν της γενεσιουργού αιτίας της [*1407]ακύρωσης.

Η νομολογία την οποία συζητούν οι ευπαίδευτοι συνήγοροι, καταδεικνύει ότι είναι ορθό να ληφθεί νέα σύσταση του Διευθυντή υπό ορισμένες προϋποθέσεις, και ότι αυτό δεν συγκρούεται με την αρχή ότι η επανεξέταση έχει αναφορά στο νομικό και πραγματικό καθεστώς του κρίσιμου χρόνου.

Με βάση τη νομολογία λοιπόν, θεωρείται ότι κατά την επανεξέταση η ΑΗΚ δεν μπορούσε να βασισθεί στη σύσταση του αποβιώσαντος Γενικού Διευθυντή κ. Χατζηπασχάλη, αλλά όφειλε να λάβει υπ’ όψη τη σύσταση του νέου Γενικού Διευθυντή κ. Χατζηπαύλου, το οποίο δεν έπραξε. Όπως στην περίπτωση της Ε.Δ.Υ., σύμφωνα με την υποχρέωσή της δυνάμει του Άρθρου 44(3), έτσι και η ΑΗΚ, σύμφωνα με την υποχρέωση της δυνάμει του Κανονισμού 23(3) των περί Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (Όροι Υπηρεσίας) Κανονισμών του 1986, Κ.Δ.Π. 291/86, όφειλε να λάβει υπόψη της τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή, αναγόμενη βέβαια στον κρίσιμο χρόνο. Η υποχρέωση της ΑΗΚ, όπως και η αντίστοιχη της ΕΔΥ, να λάβει υπόψη της τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή αναφέρεται στο χρόνο της επανεξέτασης, και ο μόνος Γενικός Διευθυντής κατά το χρόνο εκείνο ήταν ο κ. Χατζηπαύλου, η σύσταση του οποίου βέβαια θα αφορούσε τον προηγούμενο κρίσιμο χρόνο. Τα ίδια ισχύουν και για τη Συμβουλευτική Υπεπιτροπή, καθόσον της εζητήθη να επανεξετάσει το θέμα, σε αναφορά με τον Κανονισμό 6(2) που την υποχρεώνει να λάβει υπόψη της τις απόψεις του Γενικού Διευθυντή, τοσούτο μάλλον αφού επρόκειτο για νέα σύνθεση της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής.

Πέραν της νομολογίας, υπάρχει και ουσιαστικός λόγος για την άποψη αυτή. Η σύσταση του Γενικού Διευθυντή δεν είναι αφ’ εαυτής οριστική ως το τέλος του πράγματος. Το Διοικητικό Συμβούλιο είχε κάθε δικαίωμα να του ζητήσει διευκρινίσεις, όπως και είχε πράξει κατά την πρώτη διαδικασία, ώστε να ήταν σε θέση να την αξιολογήσει σωστά και πληροφορημένα. Πώς θα μπορούσε όμως αυτό να εγίνετο αν η δέουσα σύσταση εκρίνετο να ήταν η του κ. Χατζηπασχάλη, αφού αυτός είχε ήδη αποβιώσει. Καθόσον το Διοικητικό Συμβούλιο κατά την προηγούμενη επανεξέταση που εδόθη η σύσταση του κ. Χατζηπασχάλη δεν ήταν συγκροτημένο και δεν συνεδρίαζε νόμιμα, η ενώπιόν του λήψη της σύστασης του κ. Χατζηπασχάλη δεν μπορούσε να δεσμεύει το νέο και νόμιμο Διοικητικό Συμβούλιο το οποίο και δικαίωμα και υποχρέωση είχε να διαμορφώσει τη δική του άποψη επί της σύστασης του Γενικού Διευθυντή, με αναφορά και σε οποιεσδήποτε διευκρινίσεις ήθελε τυχόν ζητήσει από αυτόν, που ως εκ τούτου δεν μπορούσε να ήταν άλλος από το νυν Γενικό Διευθυντή κ. [*1408]Χατζηπαύλου επί δικής του σύστασης. Η δέσμευση του νέου Διοικητικού Συμβουλίου από τη σύσταση του τέως Γενικού Διευθυντή θα ισοδυναμούσε και με δέσμευση της εξουσίας του να υποβάλει ερωτήσεις και να ζητήσει διευκρινίσεις από το Γενικό Διευθυντή στα πλαίσια της υποχρέωσής του να διεξάγει δέουσα έρευνα, απολήγοντας σε ελλιπή άσκηση της εξουσίας του.

Υπάρχει όμως ακόμα ένας λόγος γιατί στην προκειμένη περίπτωση κατέστη αναγκαία η υποβολή νέας σύστασης από το νέο Γενικό Διευθυντή. Αν και η ακυρωθείσα απόφαση αφορούσε το παράνομο της συγκρότησης και λειτουργίας του Διοικητικού Συμβουλίου της ΑΗΚ, το Διοικητικό Συμβούλιο, αποφασίζοντας να προβεί σε επανεξέταση, δεν περιορίσθηκε στην επανεξέταση από το στάδιο στο οποίο διαπιστώθηκε η παρανομία, δηλαδή την ενώπιόν του διαδικασία, όπως θα αναμένετο αφού η παρανομία δεν συμπαρέσυρε και τη διαδικασία ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής, αλλά ζήτησε από τη Συμβουλευτική Υπεπιτροπή να προβεί και η ίδια σε επανεξέταση. Η ορθότητα της ενέργειας του αυτής δεν προσβάλλεται βέβαια, με αποτέλεσμα να παραμένει ισχυρή. Με αυτό το δεδομένο όμως, ακολουθούσε ότι τόσο η Συμβουλευτική Υπεπιτροπή, που μάλιστα είχε και νέα σύνθεση, όσο και το Διοικητικό Συμβούλιο, όφειλαν να λάβουν υπόψη τους τις απόψεις και τη σύσταση αντίστοιχα του νέου Γενικού Διευθυντή, καθόσον η επιλογή επανεξέτασης από το στάδιο της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής εξυπάκουε τη διαδικασία εξ υπαρχής. Αφού μάλιστα επρόκειτο για νέας σύνθεσης Συμβουλευτική Υπεπιτροπή, τα όσα έχουν λεχθεί αναφορικά με τη δυνατότητα του Διοικητικού Συμβουλίου να ζητήσει διευκρινίσεις από το Γενικό Διευθυντή ως προς τη σύστάση του ισχύουν και αναφορικά με την αντίστοιχη δυνατότητα της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής ως προς τις ενώπιόν της απόψεις του Γενικού Διευθυντή. Ακόλουθα και για το νέο Διοικητικό Συμβούλιο.

Για όλους τους πιο πάνω λόγους, το Διοικητικό Συμβούλιο και η Συμβουλευτική Επιτροπή όφειλε να λάβει υπόψη αντίστοιχα τη σύσταση και τις απόψεις του νέου Γενικού Διευθυντή και όχι του αποβιώσαντος, ως έπραξε, με αποτέλεσμα η προσβαλλόμενη απόφασή του να είναι τρωτή ως εκ του τρωτού της προηγηθείσας διαδικασίας.

Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Kyprianides v. Republic (1968) 3 C.L.R. 653,

[*1409]Republic v. Safirides (1985) 3 C.L.R. 163,

Mytides v. Republic (1988) 3 C.L.R. 737,

Λύωνας ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 2038,

Σιακαλλή-Τζιακούρη ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 223,

Βασιλείου ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 517,

Θεοκλήτου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 293,

Δημοκρατία ν. Πιτσιλλίδη (1990) 3 Α.Α.Δ. 4330,

Αργυρίδης ν. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 376,

Ελευθερίου ν. Α.Η.Κ. (1992) 4 Α.Α.Δ. 2437,

Διαμαντίδης ν. Α.Η.Κ. (1993) 4 Α.Α.Δ. 278,

Γρηγορίου ν. Α.Η.Κ. (1999) 4 Α.Α.Δ. 925,

Κωνσταντινίδης ν. Α.Η.Κ., Υπ. Αρ. 219/98, ημερ. 18/2/1999.

Προσφυγή.

Προσφυγή του αιτητή κατά της προαγωγής, κατόπιν επανεξέτασης του ενδιαφερόμενου μέρους στη θέση Διευθυντή Προσωπικού στην Αρχή.

Α. Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή.

Στυλιανού για Κακογιάννη, για τους Καθ’ ων η αίτηση.

Α. Κωνσταντίνου, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.

Cur. adv. vult.

XATZHXAMΠΗΣ, Δ.: Η προσφυγή αυτή του Αιτητή κ. Ευσταθιάδη έχει κάποια προϊστορία η οποία σχετίζεται με τα εγειρόμενα θέματα, προερχόμενη από δεύτερη επανεξέταση κατόπιν δύο ακυρωτικών δικαστικών αποφάσεων. Η πρώτη απόφαση της ΑΗΚ με την οποία προήχθη στην επίδικη θέση το Ενδιαφερόμενο Μέρος κ. Παπαδόπουλος ελήφθη ακολουθώντας τη σύσταση της Συμβουλευτι[*1410]κής Υπεπιτροπής και τη σύσταση του τότε Γενικού Διευθυντή κ. Χατζηπασχάλη. Η απόφαση αυτή ακυρώθηκε στην προσφυγή του κ. Ευσταθιάδη 491/95, 13.12.1996, καθ’ όσον κρίθηκε ότι έπασχαν τόσο οι απόψεις του Γενικού Διευθυντή προς τη Συμβουλευτική Υπεπιτροπή και ακόλουθα η σύσταση της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής προς το Διοικητικό Συμβούλιο όσο και η ίδια η σύσταση του Γενικού Διευθυντή προς το Διοικητικό Συμβούλιο, η απόφαση του οποίου ήταν έτσι για δύο λόγους τρωτή.  Κατά την επανεξέταση λοιπόν η Συμβουλευτική Υπεπιτροπή κάλεσε τον κ. Χατζηπασχάλη να δώσει νέες απόψεις, όπως και έπραξε, η δε ΑΗΚ προήγαγε και πάλι τον κ. Παπαδόπουλο ακολουθώντας τη νέα σύσταση της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής και τη νέα σύσταση του κ. Χατζηπασχάλη. Η απόφαση αυτή ακυρώθηκε στην προσφυγή 229/97, 1.12.1997, για το λόγο ότι το Διοικητικό Συμβούλιο της ΑΗΚ ήταν παράνομα συγκροτημένο. Κατόπιν τούτου, το νέο Διοικητικό Συμβούλιο της ΑΗΚ παρέπεμψε το θέμα στη Συμβουλευτική Υπεπιτροπή, η οποία τώρα είχε νέα σύνθεση, για επανεξέταση με βάση το νομικό και πραγματικό καθεστώς του ουσιώδους χρόνου λήψης της αρχικής απόφασης (21.3.1995). Η Συμβουλευτική Υπεπιτροπή επανεξέτασε το θέμα με βάση τις απόψεις του κ. Χατζηπασχάλη οι οποίες είχαν δοθεί κατά την προηγούμενη επανεξέταση. Ο κ. Χατζηπασχάλης είχε εν τω μεταξύ αποβιώσει, ο δε νέος Γενικός Διευθυντής κ. Χατζηπαύλου δεν εκλήθη να υποβάλει απόψεις. Το Διοικητικό Συμβούλιο, ακολουθώντας τη σύσταση της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής και εκείνη του κ. Χατζηπασχάλη, απεφάσισε την προαγωγή του κ. Παπαδόπουλου.

Τα πιο πάνω συνιστούν και το υπόβαθρο για τον προβαλλόμενο από τον ευπαίδευτο συνήγορο του κ. Ευσταθιάδη λόγο ακύρωσης, του οποίου κρίνω ότι μπορώ να επιληφθώ παρά την περί του αντιθέτου εισήγηση του κ. Κωνσταντίνου αφού συμφωνώ με τον κ. Αγγελίδη ότι καλύπτεται από το νομικό σημείο 5 όπως και την αναφορά υπό (i) στα γεγονότα. Ο κ. Αγγελίδης εισηγείται ότι η δεύτερη ακυρωτική απόφαση, επενεργώντας αναδρομικά και εξαφανίζοντας την απόφαση της ΑΗΚ εξ υπαρχής, καθιστούσε αναγκαίο να ληφθούν νέες απόψεις από το νέο Γενικό Διευθυντή ενώπιον της νέας σύνθεσης της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής αντί να προχωρήσει η διαδικασία πάνω στη σύσταση του αποβιώσαντος Γενικού Διευθυντή, και να δοθεί νέα σύσταση του νέου Γενικού Διευθυντή προς το Διοικητικό Συμβούλιο. Ο ευπαίδευτος συνήγορος για την ΑΗΚ αντιτάσσει ότι δεν ετίθετο θέμα νέων απόψεων και νέας σύστασης αφού η δεύτερη ακυρωτική απόφαση αφορούσε μόνο τη συγκρότηση του Διοικητικού Συμβουλίου της ΑΗΚ και όχι τις απόψεις και τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή. Την ίδια θέση υιοθετεί και ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον κ. Παπαδόπουλο.  Οι ευπαίδευτοι [*1411]συνήγοροι κάνουν εκτεταμένη αναφορά στη νομολογία.

Η γενική αρχή είναι βέβαια ότι με την ακύρωση διοικητικής πράξης η πράξη εξαφανίζεται ως μη υπάρξασα και η διοίκηση είναι υποχρεωμένη να επαναφέρει το status quo ante και να επανεξετάσει το θέμα με αναφορά στο νομικό και πραγματικό καθεστώς που επικρατούσε πριν από την πράξη (ίδε: Kyprianides v. Republic (1968) 3 C.L.R. 653, Republic v. Safirides (1985) 3 C.L.R. 163, Mytides v. Republic (1988) 3 C.L.R. 737, Λύωνας ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 2038 (Ολομέλεια). Η ακύρωση όμως, για τον ίδιο λόγο, στην περίπτωση σύνθετης διοικητικής πράξης, δεν συμπαρασύρει και τα στάδια εκείνα στη λήψη της απόφασης που προηγήθησαν της γενεσιουργού αιτίας της ακύρωσης (ίδε: Τζιακούρη-Σιακαλλή ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 223 (Ολομέλεια) και Βασιλείου ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 517).

Η νομολογία την οποία συζητούν οι ευπαίδευτοι συνήγοροι καταδεικνύει ότι είναι ορθό να ληφθεί νέα σύσταση του Διευθυντή υπό ορισμένες προϋποθέσεις, και ότι αυτό δεν συγκρούεται με την αρχή ότι η επανεξέταση έχει αναφορά στο νομικό και πραγματικό καθεστώς του κρίσιμου χρόνου. Στη Θεοκλήτου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 293, αυτό επιβάλλετο αφού είχε πληγεί το κύρος των ίδιων των συστάσεων που ήταν και η μόνη διάσταση του θέματος. Στη Λύωνας, ανωτέρω, τα πράγματα ήσαν πιο περίπλοκα, αφού οι συστάσεις, που περιείχαν παρανομίες, είχαν δοθεί από τον τότε Διευθυντή, ο οποίος και είχε αφυπηρετήσει. Εδόθησαν λοιπόν νέες συστάσεις από το νέο Διευθυντή. Στη Δημοκρατία ν. Πιτσιλλίδη (1990) 3 Α.Α.Δ. 4330, η απόφαση ότι ορθά εκλήθη να κάνει νέες συστάσεις ο νέος Διευθυντής αφού ο προηγούμενος είχε αποβιώσει, βασίσθηκε ευρύτερα στην υποχρέωση της ΕΔΥ να λάβει υπ’ όψη της τις συστάσεις του κατά το χρόνο της επανεξέτασης υπηρετούντος Διευθυντή, αναγόμενες όμως στον κρίσιμο χρόνο. Στη σ. 4341 ο Αρτεμίδης, Δ., ο οποίος έδωσε την απόφαση της πλειοψηφίας, παρέπεμψε στο σχετικό άρθρο 44(3) του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου του 1967 και είπε τα ακόλουθα:

“Η Ε.Δ.Υ., σύμφωνα με τις πιο πάνω διατάξεις του Νόμου όφειλε, να καλέσει τον κάτοχο της θέσης, τον προϊστάμενο δηλαδή του Τμήματος, για να κάμει τις συστάσεις του.  Τόσο όμως αυτός, όσο και η ίδια η Επιτροπή, είχαν καθήκον να ενεργήσουν βάσει της αρχής της νομολογίας, που ήδη παραθέσαμε, να παρθεί δηλαδή η νέα απόφαση σύμφωνα με το νομικό και πραγματικό καθεστώς που ίσχυε κατά την ανάκληση της πρώτης.  Και αυτό ακριβώς, όπως υποδεικνύουμε πιο πάνω, έχει γίνει.”

[*1412]

Και στη σελίδα 4343:

“Στην παρούσα περίπτωση η Ε.Δ.Υ. όφειλε, υπό τις περιστάσεις που εξηγούμε παραπάνω, βάσει του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου, να καλέσει τον Προϊστάμενο του Τμήματος για να εκφράσει τις απόψεις του για τους υποψήφιους. Αυτές όμως οι συστάσεις, σύμφωνα με την αρχή της νομολογίας, θα έπρεπε να βασίζονται σε στοιχεία που ανάγονταν στον κρίσιμο χρόνο, πράγμα που έγινε.

Ο Προϊστάμενος του Τμήματος, που προέβη στις συστάσεις αναφορικά με την πρώτη απόφαση είχε στο μεταξύ αποθάνει.  Δεν ήταν επομένως δυνατό να κληθεί κατά την επανεξέταση. Η ίδια η Επιτροπή δεν μπορούσε να μην καλέσει τον κάτοχο της θέσης, αφού ο νόμος απαιτεί την παρουσία του Προϊσταμένου του Τμήματος για να κάμει τις συστάσεις του, ...”

Την ίδια εμβέλεια έχει και η απόφαση Αργυρίδης ν. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 376.

Οι πρωτόδικες αποφάσεις Ελευθερίου ν. ΑΗΚ (1992) 4 Α.Α.Δ. 2437 και Διαμαντίδης ν. ΑΗΚ (1993) 4 Α.Α.Δ. 278, στις οποίες με ανάφερε ο ευπαίδευτος συνήγορος για την ΑΗΚ, τείνουν όντως να περιορίσουν την εμβέλεια της Πιτσιλλίδης στις περιπτώσεις που η πρώτη σύσταση έπασχε κατά τι. Αυτό όμως δεν είναι το ευρύτερο σκεπτικό της Πιτσιλλίδης, όπως και της Αργυρίδης η οποία την ακολούθησε. Αν ήταν αυτό, θα μπορούσε να είχε λεχθεί έτσι πολύ απλά. Το ίδιο ισχύει για τις άλλες πρωτόδικες αποφάσεις στις οποίες με ανάφερε ο κ. Κωνσταντίνου, Γρηγορίου ν. ΑΗΚ (1999) 4 Α.Α.Δ. 925, Κωνσταντινίδης ν. ΑΗΚ Υπ.�Αρ. 219/98, ημερ. 18.2.1999, στην οποία μάλιστα το θέμα προέκυψε επί γεγονότων που παρουσίαζαν ιδιαίτερη υφή.

Με βάση τη νομολογία λοιπόν, θεωρώ ότι κατά την επανεξέταση η ΑΗΚ δεν μπορούσε να βασισθεί στη σύσταση του αποβιώσαντος Γενικού Διευθυντή κ. Χατζηπασχάλη, αλλά όφειλε να λάβει υπ’ όψη τη σύσταση του νέου Γενικού Διευθυντή κ. Χατζηπαύλου, το οποίο δεν έπραξε. Όπως στην περίπτωση της ΕΔΥ, σύμφωνα με την υποχρέωσή της δυνάμει του άρθρου 44(3) όπως υποδείχθηκε στην Πιτσιλλίδης, έτσι και η ΑΗΚ, σύμφωνα με την υποχρέωσή της δυνάμει του κανονισμού 23(3) των περί Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (Όροι Υπηρεσίας) Κανονισμών του 1986, ΚΔΠ 291/86, όφειλε να λάβει υπ’ όψη της τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή, αναγόμενη [*1413]βέβαια στον κρίσιμο χρόνο.  Όπως και στην Πιτσιλλίδης, αυτός δεν μπορούσε να ήταν άλλος από τον κ. Χατζηπαύλου, αφού ο κ. Χατζηπασχάλης, αποβιώσας, έπαυσε να είναι Γενικός διευθυντής. Η υποχρέωση της ΑΗΚ, όπως και η αντίστοιχη της ΕΔΥ, να λάβει υπ΄όψη της τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή αναφέρεται στο χρόνο της επανεξέτασης, και ο μόνος Γενικός Διευθυντής κατά το χρόνο εκείνο ήταν ο κ. Χατζηπαύλου, η σύσταση του οποίου βέβαια θα αφορούσε τον προηγούμενο κρίσιμο χρόνο. Τα ίδια ισχύουν και για τη Συμβουλευτική Υπεπιτροπή, καθ’ όσον της εζητήθη να επανεξετάσει το θέμα, σε αναφορά με τον κανονισμό 6(2) που την υποχρεώνει να λάβει υπ’ όψη της τις απόψεις του Γενικού Διευθυντή, τοσούτο μάλλον αφού επρόκειτο για νέα σύνθεση της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής.

Πέραν της νομολογίας, υπάρχει και ουσιαστικός λόγος για την άποψη αυτή. Η σύσταση του Γενικού Διευθυντή δεν είναι αφ’ εαυτής οριστική ως το τέλος του πράγματος. Το Διοικητικό Συμβούλιο είχε κάθε δικαίωμα να του ζητήσει διευκρινίσεις, όπως και είχε πράξει κατά την πρώτη διαδικασία (ίδε προσφυγή 491/95), ώστε να ήταν σε θέση να την αξιολογήσει σωστά και πληροφορημένα.  Πώς θα μπορούσε όμως αυτό να εγίνετο αν η δέουσα σύσταση εκρίνετο να ήταν η του κ. Χατζηπασχάλη, αφού αυτός είχε ήδη αποβιώσει. Καθ’ όσον το Διοικητικό Συμβούλιο κατά την προηγούμενη επανεξέταση που εδόθη η σύσταση του κ. Χατζηπασχάλη δεν ήταν συγκροτημένο και δεν συνεδρίαζε νόμιμα, η ενώπιόν του λήψη της σύστασης του κ. Χατζηπασχάλη δεν μπορούσε να δεσμεύει το νέο και νόμιμο Διοικητικό Συμβούλιο το οποίο και δικαίωμα και υποχρέωση είχε να διαμορφώσει τη δική του άποψη επί της σύστασης του Γενικού Διευθυντή, με αναφορά και σε οποιεσδήποτε διευκρινίσεις ήθελε τυχόν ζητήσει από αυτόν, που ως εκ τούτου δεν μπορούσε να ήταν άλλος από το νυν Γενικό Διευθυντή κ. Χατζηπαύλου επί δικής του σύστασης. Η δέσμευση του νέου Διοικητικού Συμβουλίου από τη σύσταση του τέως Γενικού Διευθυντή θα ισοδυναμούσε και με δέσμευση της εξουσίας του να υποβάλει ερωτήσεις και να ζητήσει διευκρινίσεις από το Γενικό Διευθυντή στα πλαίσια της υποχρέωσής του να διεξάγει δέουσα έρευνα, απολήγοντας σε ελλιπή άσκηση της εξουσίας του.

Υπάρχει όμως ακόμα ένας λόγος γιατί στην προκειμένη περίπτωση κατέστη αναγκαία η υποβολή νέας σύστασης από το νέο Γενικό Διευθυντή. Αν και η ακυρωθείσα απόφαση αφορούσε το παράνομο της συγκρότησης και λειτουργίας του Διοικητικού Συμβουλίου της ΑΗΚ, το Διοικητικό Συμβούλιο, αποφασίζοντας να προβεί σε επανεξέταση, δεν περιορίσθηκε στην επανεξέταση από το στά[*1414]διο στο οποίο διαπιστώθηκε η παρανομία, δηλαδή την ενώπιόν του διαδικασία, όπως θα αναμένετο αφού η παρανομία δεν συμπαρέσυρε και τη διαδικασία ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής, αλλά ζήτησε από τη Συμβουλευτική Υπεπιτροπή να προβεί και η ίδια σε επανεξέταση. Η ορθότητα της ενέργειας του αυτής δεν προσβάλλεται βέβαια, με αποτέλεσμα να παραμένει ισχυρή.  Με αυτό το δεδομένο όμως, ακολουθούσε ότι τόσο η Συμβουλευτική Υπεπιτροπή, που μάλιστα είχε και νέα σύνθεση, όσο και το Διοικητικό Συμβούλιο, όφειλαν να λάβουν υπ’ όψη τους τις απόψεις και τη σύσταση αντίστοιχα του νέου Γενικού Διευθυντή, καθ’ όσον η επιλογή επανεξέτασης από το στάδιο της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής εξυπάκουε τη διαδικασία εξ υπαρχής.  Αφού μάλιστα επρόκειτο για νέας σύνθεσης Συμβουλευτική Υπεπιτροπή, τα όσα έχουν λεχθεί αναφορικά με τη δυνατότητα του Διοικητικού Συμβουλίου να ζητήσει διευκρινίσεις από το Γενικό Διευθυντή ως προς τη σύσταση του ισχύουν και αναφορικά με την αντίστοιχη δυνατότητα της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής ως προς τις ενώπιόν της απόψεις του Γενικού Διευθυντή.  Ακόλουθα και για το νέο Διοικητικό Συμβούλιο.

Για όλους τους πιο πάνω λόγους, θεωρώ ότι το Διοικητικό Συμβούλιο και η Συμβουλευτική Επιτροπή όφειλε να λάβει υπ’ όψη αντίστοιχα τη σύσταση και τις απόψεις του νέου Γενικού Διευθυντή και όχι του αποβιώσαντος, ως έπραξε, με αποτέλεσμα η προσβαλλόμενη απόφασή του να είναι τρωτή ως εκ του τρωτού της προηγηθείσας διαδικασίας.

Δεν θα εξετάσω τον άλλο εγειρόμενο λόγο ακύρωσης που αναφέρεται στο αναιτιολόγητο της σύστασης του Διευθυντή.

Η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται.

Η A.H.K. θα καταβάλει τα έξοδα του Αιτητή.

Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο