Γεώργιου Πουλλικκά ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, Υπόθεση αρ. 318/98, 20 Μαρτίου, 2000 Γεώργιου Πουλλικκά ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, Υπόθεση αρ. 318/98, 20 Μαρτίου, 2000

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Υπόθεση αρ. 318/98

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΦΡ. ΝΙΚΟΛΑΙΔΗ, Δ.

Αναφορικά με το ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος

 

ΜΕΤΑΞΥ:

Γεώργιου Πουλλικκά, από Λευκωσία

Αιτητή

- και -

Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου

Καθ΄ων η αίτηση

_____________

20 Μαρτίου, 2000

Για τον αιτητή : κ. Α. Κωνσταντίνου.

Για τους καθ΄ων η αίτηση : κα Κ. Στιβαρού για κ.κ. Π. Λ. Κακογιάννη

και Σια.

Για το ενδιαφερόμενο μέρος : κ. Γ. Σεραφείμ για κ.κ. Τάσσο Παπαδόπουλο

και Σια.

_____________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

O αιτητής αξιώνει την ακύρωση της προαγωγής του ενδιαφερόμενου μέρους Κώστα Χαραλάμπους στη μόνιμη θέση Ανώτερου Βοηθού Διευθυντή Μεταφοράς/Διανομής, Τμήμα Μεταφοράς/Διανομής, Κεντρικά Γραφεία, Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου, από 1.4.1998.

Προσλήφθηκε στη μόνιμη υπηρεσία των καθ΄ ων η αίτηση (στο εξής “η Αρχή”), την 1.12.1968, στη θέση Βοηθού Μηχανικού, στον ηλεκτροπαραγωγό σταθμό Δεκέλειας, ενώ το ενδιαφερόμενο μέρος προσλήφθηκε την 1.2.1972, στη θέση Βοηθού Μηχανικού, Τμήμα Λειτουργίας - Συντήρησης, Κεντρικά Γραφεία. Ο αιτητής προήχθη στη θέση Βοηθού Διευθυντή Μεταφοράς/Διανομής την 1.11.1989, ενώ το ενδιαφερόμενο μέρος προήχθη στη θέση Βοηθού Διευθυντή Μεταφοράς /Διανομής (Στρατηγικές Μελέτες), Τμήμα Μεταφοράς/Διανομής την 1.10.1991.

Στις 17.2.1997 η Αρχή κυκλοφόρησε γνωστοποίηση κενών θέσεων που περιλάμβανε και την πλήρωση της θέσης του Ανώτερου Βοηθού Διευθυντή Μεταφοράς/Διανομής στο Τμήμα Μεταφοράς/Διανομής στα Κεντρικά Γραφεία. Η Συμβουλευτική Υπεπιτροπή για Θέματα Προσωπικού (στο εξής “η Συμβουλευτική Υπεπιτροπή”) στη συνεδρία της ημερ. 10.3.1998, αποφάσισε να συστήσει το ενδιαφερόμενο μέρος, παρόλον ότι ο Διευθυντής σύστησε ως καταλληλότερο τον αιτητή.

Το Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής κατά τη συνεδρία του ημερ. 17.3.1998, αποφάσισε την προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους στην επίδικη θέση. Εναντίον της πιο πάνω απόφασης ασκήθηκε η παρούσα προσφυγή.

Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι η Αρχή παραγνώρισε την υπέρ του σύσταση του Διευθυντή, γιατί πλανήθηκε ως προς τα προσόντα, την αρχαιότητα και την πείρα του ίδιου και του ενδιαφερόμενου μέρους. Τέλος ισχυρίζεται ότι θυματοποιήθηκε λόγω υπερπροβολής των καθηκόντων που ασκούσε το ενδιαφερόμενο μέρος.

Οι καθ΄ ων η αίτηση αντιτείνουν ότι ένας από τους λόγους για τους οποίους το Συμβούλιο απέκλινε από τη σύσταση του Διευθυντή ήταν τα προσόντα του ενδιαφερόμενου μέρους τα οποία δεν υπερτονίστηκαν, όπως ισχυρίζεται ο αιτητής. Αντίθετα, συνδέθηκαν με τις απαιτήσεις της εργασίας και το Σχέδιο Υπηρεσίας. Κατά συνέπεια η βαρύτητα που δόθηκε στα πρόσθετα προσόντα του ενδιαφερόμενου μέρους ήταν νόμιμη.

Περαιτέρω οι καθ΄ ων η αίτηση ισχυρίζονται ότι η αναφορά στην αρχαιότητα του ενδιαφερόμενου μέρους στο Τμήμα Μεταφοράς/Διανομής, δεν ανέτρεψε το γεγονός της αρχαιότητας του αιτητή στην υπηρεσία, όπως αυτή καθορίζεται από τον Κανονισμό 25 των περί Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου Κανονισμών.

Στη συνεδρία ημερ. 17.3.1998 το Διοικητικό Συμβούλιο αποφάσισε να αποκλίνει από τη σύσταση του Διευθυντή και να διορίσει το ενδιαφερόμενο μέρος γιατί, όπως αναγράφεται στο σχετικό πρακτικό, τα προσόντα του είναι ασυγκρίτως ανώτερα έναντι των άλλων υποψηφίων, ενώ περαιτέρω είναι ο αρχαιότερος υπάλληλος του Τμήματος Μεταφοράς/Διανομής. Η πλατιά του πείρα, σύμφωνα πάντα με το ίδιο πρακτικό, είναι εμφανής μέσα από τα πολλά έργα με τα οποία ασχολήθηκε και τα οποία αναφέρονται στο πρακτικό.

Αναφέρεται επίσης ότι η αναγνώριση της αξίας και ικανότητας του ενδιαφερόμενου μέρους αποδεικνύεται από τη συχνή ανάθεση σ΄ αυτόν μεγάλων έργων μελετών και η αντιπροσώπευση της Αρχής στο εσωτερικό και εξωτερικό, καθώς και η επίδοσή του, όπως παρουσιάζεται στις ετήσιες αξιολογήσεις που είναι σαφώς υπέρτερες των άλλων υποψήφιων και ιδιαίτερα του αιτητή.

Το Συμβούλιο διαπίστωσε ότι η σύσταση του Διευθυντή δεν βασίζεται ούτε συνάδει με τα στοιχεία των φακέλων των υποψηφίων και βέβαια με τα στοιχεία του ενδιαφερόμενου μέρους για το οποίο έγινε προσπάθεια μείωσης και εκμηδενισμού των υπέρτερων αξιολογήσεών του, των προσόντων του και της αξίας του και επομένως δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Η σύσταση του Διευθυντή θεωρήθηκε ότι δεν βασίστηκε σε αξιοκρατικά και αμερόληπτα κριτήρια. Στο ίδιο πρακτικό επισημαίνεται από τον Πρόεδρο της Αρχής, η αρχαιότητα του αιτητή και η σύσταση του Διευθυντή υπέρ του.

Η σημασία που αποδίδεται από τη νομολογία στη σύσταση του Διευθυντή βασίζεται στη σκέψη ότι ο προϊστάμενος βρίσκεται στην καλύτερη θέση να περιγράψει τις ανάγκες της θέσης και τις αρετές που χρειάζονται για την επιτυχή εκτέλεση των καθηκόντων της. Ο προϊστάμενος του τμήματος βρίσκεται σε μοναδική θέση να συμβουλεύσει για τις ιδιότητες και την αξία των υφισταμένων του (Δημοκρατία ν. Ψωμά, Α.Ε. 1979, ημερ. 17.10.1997). Η βαρύτητα μιας σύστασης εξαρτάται όμως από τον βαθμό στον οποίο αυτή συνάδει προς τα στοιχεία του φακέλου (Στυλιανού κ.α. ν. Δημοκρατίας κ.α. (1994) 3 Α.Α.Δ. 387, Βασιλείου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 1524, ημερ. 27.2.1997).

Η σύσταση πρέπει να είναι αιτιολογημένη, ενώ σε περίπτωση απόκλισης από αυτή απαιτείται ειδική αιτιολογία. Οι λόγοι της απόκλισης πρέπει να καταγράφονται καθαρά, ενώ παράβαση της πιο πάνω Αρχής οδηγεί στην ακύρωση της υπό εξέταση προαγωγής (Republic v. Haris (1985) 3 C.L.R. 106).

Στην παρούσα υπόθεση ο αιτητής είχε υπέρ του τη σύσταση του Διευθυντή με την οποία διαφώνησε η Συμβουλευτική Υπεπιτροπή. Το Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής υιοθέτησε σχεδόν κατά γράμμα τις απόψεις της Επιτροπής.

΄Ολοι οι υποψήφιοι κατείχαν τα απαιτούμενα από το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης προσόντα. Από το τηρηθέν πρακτικό είναι φανερό ότι το Συμβούλιο υπερτόνισε τα προσόντα του ενδιαφερόμενου μέρους τα οποία χαρακτήρισε ως ασυγκρίτως ανώτερα των προσόντων των άλλων υποψήφιων “επειδή τόσο τα ακαδημαϊκά του προσόντα όσο και τα επαγγελματικά του, που αποκτήθηκαν μέσα από την εκτεταμένη του υπηρεσία στην Αρχή Ηλεκτρισμού, μαζί με εκείνα που αποκτήθηκαν από μία πλουσιότατη και συνεχή σειρά αξιόλογων εκπαιδευτικών, επιμορφωτικών και επαγγελματικών προγραμμάτων, τα πλείστα των οποίων μέσα από υποτροφίες, συνθέτουν ένα υπάλληλο με σαφώς υπέρτερα προσόντα και καθιστούν τον 8159 Χαραλάμπους Κώστα ασυναγώνιστο στον τομέα αυτό”, για να αντιγράψουμε το σχετικό πρακτικό.

΄Εχει επανειλημμένα επισημανθεί ότι τα πρόσθετα, μη απαιτούμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα, οριακή μόνο σημασία έχουν (Οικονόμου κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 128/89 κ.α., ημερ. 7.11.1990, Ιμπραχίμ Αζίζ ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 300/88, ημερ. 20.11.1990, Γεώργιος Θωμά ν. Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου (1991) 4 Α.Α.Δ. 4188, 4193).

Αξιοσημείωτο στο σημείο αυτό είναι και το γεγονός ότι στο Φύλλο Αξιολόγησης Προσωπικού και ιδιαίτερα κάτω από τον τίτλο “Υπηρεσιακή Κατάρτηση”, όπου αξιολογείται, μεταξύ άλλων, η στάθμη των επαγγελματικών, πρακτικών και άλλων γνώσεων που αποκτούνται για την εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης του αξιολογούμενου και άλλων συναφών εργασιών του ιδίου τμήματος, κατά τη διάρκεια των πέντε τελευταίων ετών που λήφθηκαν υπ΄ όψιν, τόσο ο αιτητής όσο και το ενδιαφερόμενο μέρος βαθμολογήθηκαν με τον ίδιο βαθμό, Β+. Είναι άξιον απορίας πώς υπάλληλος του οποίου τα προσόντα χαρακτηρίστηκαν ως ασυγκρίτως ανώτερα έναντι άλλων και σαφώς υπέρτερα σε σημείο που τον καθιστούν ασυναγώνιστο, βαθμολογήθηκε με ένα απλό Β+ στο κριτήριο Υπηρεσιακή Κατάρτιση, το ίδιο όπως και ο αιτητής.

Η βαθμολογία αυτή του ενδιαφερόμενου μέρους αντιφάσκει με το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξαν η Συμβουλευτική Υπεπιτροπή και το Συμβούλιο, ότι το ενδιαφερόμενο μέρος διαθέτει την ειδική τεχνική γνώση για τα καθήκοντα που περιγράφονται πιο πάνω. Το λιγότερο που θα ανέμενε κάποιος μετά από τα πιο πάνω σχόλια, θα ήταν το ενδιαφερόμενο μέρος να είχε τύχει πολύ ανώτερης βαθμολογίας και εν πάση περιπτώσει ανώτερης της βαθμολογίας του αιτητή.

Από αυτό και μόνο φαίνεται ότι η ειδική αιτιολογία που δόθηκε για τη μη αποδοχή της σύστασης του Διευθυντή πάσχει, γιατί έρχεται σε αντίθεση με τα στοιχεία των φακέλων.

Τόσο ο αιτητής, όσο και το ενδιαφερόμενο μέρος είναι κάτοχοι διδακτορικού τίτλου. Η κατοχή όμως του τίτλου αυτού δεν προβλέπεται από το Σχέδιο Υπηρεσίας. Τα κάποια πρόσθετα προσόντα που κατείχε το ενδιαφερόμενο μέρος και τα οποία δεν προβλέπονταν από το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης ως πλεονέκτημα, θα έπρεπε να τύχουν οριακής σημασίας και όχι της υπέρμετρης βαρύτητας που πεπλανημένα έτυχαν, τόσο από τη Συμβουλευτική Υπεπιτροπή όσο και από το Συμβούλιο.

΄Ομως η απόφαση έχει ληφθεί υπό καθεστώς πλάνης και ως προς την αρχαιότητα των μερών. Ο αιτητής υπερέχει του ενδιαφερόμενου μέρους σε αρχαιότητα κατά δύο χρόνια, γιατί είχε προαχθεί στην αμέσως προηγούμενη θέση του Βοηθού Διευθυντή Μεταφοράς/Διανομής (Λειτουργία Συστήματος), Τμήμα Μεταφοράς/Διανομής, Τεχνικές Υπηρεσίες, Κεντρικά Γραφεία (Προαγωγή), Κλίμακα Α14½ την 1.11.1989, ενώ το ενδιαφερόμενο μέρος προήχθη στην ίδια θέση την 1.10.1991.

Παρ΄ όλα αυτά στο πρακτικό της συνεδρίας του Συμβουλίου ημερ. 17.3.1998, αναφέρεται ότι το ενδιαφερόμενο μέρος είναι ο αρχαιότερος υπάλληλος του Τμήματος Μεταφοράς/Διανομής στο οποίο υπηρετεί για 26 χρόνια.

Ο Κανονισμός 25(1) των περί Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (΄Οροι Υπηρεσίας) Κανονισμών του 1986, Κ.Δ.Π. 291/86, προνοεί ότι η αρχαιότητα μεταξύ υπαλλήλων που κατέχουν την ίδια θέση, κρίνεται βάσει της ημερομηνίας της ισχύος του διορισμού ή της προαγωγής στη συγκεκριμένη θέση.

Η αναφορά της Επιτροπής Προσωπικού και του Συμβουλίου στην αρχαιότητα του ενδιαφερόμενου μέρους στο Τμήμα Μεταφοράς/Διανομής παραβιάζει τον πιο πάνω Κανονισμό, αφού διαφορά στην αρχαιότητα σε προηγούμενες θέσεις δεν υπολογίζεται, μια και σημασία έχει η αρχαιότητα μόνο στη θέση που κατέχουν οι υποψήφιοι σήμερα (Παναγιώτης Κουτσουπίδης και άλλη ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 895/96 και άλλη, ημερ. 27.11.1997, σελ.6).

Θα πρέπει ακόμα να λεχθεί ότι και η αναφορά των καθ΄ ων η αίτηση στην αρχαιότητα του ενδιαφερόμενου μέρους είναι πεπλανημένη ούτως ή άλλως, αφού ο αιτητής διορίστηκε στο Τμήμα Μεταφοράς/Διανομής την 1.12.1978, ενώ το ενδιαφερόμενο μέρος προήχθη και τοποθετήθηκε στο ίδιο τμήμα από 30.3.1984. ΄Ετσι αν κάποιος είναι αρχαιότερος στο συγκεκριμένο τμήμα αυτός είναι ο αιτητής και όχι το ενδιαφερόμενο μέρος. Συνεπακόλουθα και το συμπέρασμα των καθ΄ ων η αίτηση για την υπεροχή του ενδιαφερόμενου μέρους σε πείρα είναι εξ ίσου πεπλανημένο. Βοηθητικές στον τρόπο που αντιμετωπίζεται η πείρα ως παράγων που επηρεάζει τις προαγωγές είναι και οι αποφάσεις Μιχαηλίδου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 1861, ημερ. 16.2.1998 και Ιωαννίδης κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 909/92 κ.α., ημερ. 23.2.1995.

΄Οπως έχει επανειλημμένα λεχθεί, υπ΄ όψιν λαμβάνεται η γενική αξιολόγηση και όχι η επί μέρους βαθμολογία (Δημοκρατία ν. Μιχαηλίδη κ.α., Α.Ε. 2536 κ.α. ημερ. 26.11.1999). ΄Εχει επίσης επισημανθεί ο κίνδυνος της σύγκρισης αριθμητικά των βαθμών ανεξάρτητα από τη φύση των κριτηρίων σε σχέση με τα οποία υπάλληλος βαθμολογήθηκε “εξαίρετος” ή “πολύ καλός”, αφού τα κριτήρια διαφέρουν σε σημασία σύμφωνα με τις ιδιότητες με τις οποίες σχετίζονται (Republic v. Roussos (1987) 3 C.L.R. 1217, 1224, Republic and Another v. Kastellanos (1988) 3 C.L.R. 2249, 2259). Στην παρούσα υπόθεση η γενική συνολική εικόνα που παρουσιάζουν οι υπηρεσιακές εκθέσεις και των δύο υποψήφιων είναι σχεδόν η ίδια.

Καταλήγω ότι ο ισχυρισμός του αιτητή περί της εμφιλοχώρησης πλάνης κατά την παραγνώριση της σύστασης του Διευθυντή και την πλημμελή αιτιολόγηση που δόθηκε, ευσταθεί. ΄Ετσι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι τρωτή και θα πρέπει να ακυρωθεί λόγω απουσίας της ειδικής αιτιολογίας που απαιτείται από τη νομολογία όταν παρουσιάζεται απόκλιση από τη σύσταση του Διευθυντή.

Η προσβαλλόμενη πράξη ακυρώνεται με έξοδα εναντίον των καθ΄ ων η αίτηση όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.

 

 

Φρ. Νικολαΐδης

Δ.

 

 

 

/ΜΔ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο