Μαρίας Λαζάρου Κούτσου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 720/97, 10 Mαρτίου, 2000 Μαρίας Λαζάρου Κούτσου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 720/97, 10 Mαρτίου, 2000

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Υπόθεση αρ. 720/97

 

ΕΝΩΠΙΟΝ: Σ. ΝΙΚΗΤΑ, Δ.

Αναφορικά με τα Άρθρα 23, 28 και 146 του Συντάγματος

Μεταξύ -

Μαρίας Λαζάρου Κούτσου, από το Λιοπέτρι

Αιτήτριας

- και -

Κυπριακής Δημοκρατίας

μέσω Υπουργείου Άμυνας

Καθού η αίτηση

--------------------------

Ημερομηνία: 10 Mαρτίου, 2000

Για την αιτήτρια: Α. Σ. Αγγελίδης

Για το καθού η αίτηση: Κλ. Θεοδούλου, Εισαγγελέας της Δημοκρατίας

----------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Η αιτήτρια είναι ιδιοκτήτρια του τεμαχίου γης με αρ. 298, Φ/Σχ. ΧL II 3 W1, στο χωριό Λιοπέτρι. Με την προσφυγή της επιδιώκει την ακύρωση απόφασης του Υπουργού Άμυνας (που της γνωστοποιήθηκε με επιστολή ημερ. 24/6/97), η οποία αφορούσε την επίταξη του κτήματος για τρία χρόνια με ισχύ από 12/6/97. Η επιβολή επίταξης κρίθηκε αναγκαία για την ικανοποίηση αμυντικών αναγκών της Δημοκρατίας.

Ήταν η τρίτη φορά που η Δημοκρατία κατέφυγε στο μέτρο. Η πρώτη επίταξη (για περίοδο 3 χρόνων) επιβλήθηκε το 1991. Από το φάκελο προκύπτει ότι επηρεάστηκε μέρος μόνο του κτήματος , που είχε τότε άλλο κτηματολογικό αριθμό. Η επίταξη παρατάθηκε για ακόμη 3 χρόνια από 6/6/94. Στην πρώτη περίπτωση το σχετικό διάταγμα είχε δημοσιευθεί στην επίσημη εφημερίδα της Δημοκρατίας, σύμφωνα με τη σχετική πρόβλεψη του νόμου. Στη δεύτερη (όπως και στην τελευταία), η επίταξη δεν δημοσιεύθηκε, αλλά γνωστοποιήθηκε ταχυδρομικώς στην ιδιοκτήτρια, όπως ρητά προβλέπει το άρθρ. 4(2) του νόμου 10/92, που στο μεταξύ τέθηκε σε ισχύ. Αξίζει να σημειωθεί ότι ούτε στην πρώτη ούτε στη δεύτερη περίπτωση η αιτήτρια αντέδρασε.

Θα μπορούσε εδώ να εντοπίσουμε τις πιο χαρακτηριστικές όψεις του ιστορικού που αφορά το τρίτο διάταγμα επίταξης, που εκδόθηκε στις 12/6/97 και αποτελεί το αντικείμενο αναθεώρησης στην προσφυγή αυτή. Με επιστολή του ημερ. 21/1/97, το Υπουργείο Άμυνας γνωστοποίησε στο ΓΕΕΦ ότι το προηγούμενο διάταγμα επίταξης έληγε στις 6/6/97. Και ζητούσε να πληροφορηθεί κατά πόσο η επηρεαζόμενη ιδιοκτησία εξακολουθούσε να είναι αναγκαία για να προωθήσει ανανέωση του (ερ. 36). Ζητήθηκε επίσης, με χωριστή επιστολή της ίδιας ημερομηνίας, από το Κτηματολόγιο, να αποσταλούν, για τον ίδιο σκοπό, νέοι πίνακες και σχέδια των ιδιοκτησιών που αναφέρονταν στο προηγούμενο διάταγμα. Με την εξαίρεση του τεμαχίου αρ. 4, το οποίο δεν ήταν πλέον απαραίτητο και για το λόγο αυτό είχε ανακληθεί η επίταξη του (ερ. 37).

Το ΓΕΕΦ βεβαίωσε, στις 24/3/97, ότι τα κτήματα για τα οποία έγινε λόγος ήταν ακόμη απαραίτητα για την ικανοποίηση των στρατιωτικών αναγκών της περιοχής. Τον επόμενο μήνα το Κτηματολόγιο προμήθευσε το Υπουργείο με τα ζητηθέντα στοιχεία, που χρησιμοποιήθηκαν για την έκδοση του επίδικου διατάγματος (ερ. 50) και που τελικά εκδόθηκε κατά την προμνησθείσα ημερομηνία. Όπως προκύπτει από το περιεχόμενο του διατάγματος, τούτο εκδόθηκε με βάση τον περί Επιτάξεως Ιδιοκτησίας για Σκοπούς Άμυνας (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμο αρ. 10/92, όπως τροποποιήθηκε.

Ο δικηγόρος της αιτήτριας υποστήριξε ότι η επίδικη απόφαση είναι αναιτιολόγητη. Και περαιτέρω ότι ήταν αποτέλεσμα ελλειπούς έρευνας. Συγκεκριμένα, το διάταγμα δεν παρέχει οποιαδήποτε αιτιολογία, πλην της επανάληψης των προνοιών του νόμου η οποία δεν αρκεί. Και δεν υπάρχει εξήγηση γιατί, ενώ η επίταξη ανακλήθηκε για άλλα κτήματα, στην παρούσα περίπτωση δεν ίσχυσε το ίδιο. Κατά τους ισχυρισμούς του συνηγόρου, η πλημμελής αιτιολόγηση οφείλεται στην απουσία κατάλληλης έρευνας. Δεν ερευνήθηκε ποτέ αν μπορούσε να επιβληθεί το ήττον επαχθές μέτρο με την επίταξη άλλου ακινήτου. Ιδιαίτερα αν ληφθούν υπόψη οι διαφοροποιημένες συνθήκες, όπως μαρτυρεί η εξαίρεση ορισμένων ιδιοκτησιών, που είχαν περιληφθεί στο προηγούμενο διάταγμα.

Άλλος ισχυρισμός του δικηγόρου της αιτήτριας είναι ότι ο Υπουργός δεν άσκησε αποφασιστική αρμοδιότητα, αφού απλώς υπέγραψε το διάταγμα χωρίς να ερευνήσει και ικανοποιηθεί ότι έπρεπε το κτήμα της αιτήτριας να επιταχθεί. Ενώ η επίταξη άλλων κτημάτων στην περιοχή είχε ανακληθεί. Ο Υπουργός όφειλε να ερευνήσει ενόψει της διαφοροποίησης των αναγκών, αν όντως ήταν απαραίτητο το κτήμα της αιτήτριας.

Τέλος, ο συνήγορος υπέβαλε ότι τόσο ο νόμος 10/92, όσο και η επίδικη πράξη συγκρούονται με το άρθρ. 23 του Συντάγματος, που καθορίζει ότι η επίταξη δεν μπορεί να υπερβαίνει την τριετία: άρθρ. 23.8 (γ). Η επίταξη ακινήτου είτε επιβάλλεται με νόμο είτε με διοικητική πράξη είναι συνταγματικά επιτρεπτή μόνο εφόσον έχει προσωρινό χαρακτήρα. Εδώ όμως ισοδυναμεί με στέρηση της περιουσίας. Ο νόμος δεν βρίσκει έρεισμα στο δίκαιο της ανάγκης, αφού η Δημοκρατία μπορεί να επιβάλει απαλλοτρίωση ως τη λιγότερο επιβλαβή για την αιτήτρια λύση.

Με την επίταξη, συμπλήρωσε το επιχείρημα του ο συνήγορος, που συνεχίζεται για τόσα χρόνια, η αιτήτρια στερείται του δικαιώματος να διαθέτει ελεύθερα την περιουσία της, κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρ. 23 και 28 του Συντάγματος. Η αιτήτρια προσέφυγε στο δικαστήριο γιατί αυτή τη φορά έτυχε άνισης μεταχείρισης σε σύγκριση με τους ιδιοκτήτες των άλλων κτημάτων που επιτάχθηκαν προηγουμένως με το διάταγμα το οποίο αργότερα ανακλήθηκε στη δική τους περίπτωση. Και τούτο, χωρίς να της δοθεί το δικαίωμα να ακουστεί. Ένα τελευταίο επιχείρημα είναι ότι δεν μπορούσε να δημοσιευθεί διάταγμα επίταξης προτού δημοσιευθεί γνωστοποίηση απαλλοτρίωσης. Ο κ. Αγγελίδης ισχυρίστηκε ότι η απόφαση αρ. 1077/91 Νίκος Παντελίδης ν. Δημοκρατίας ημερ. 16/1/92 ενισχύει την πρόταση του.

Απαντώντας στους ισχυρισμούς αυτούς η δικηγόρος του καθού υποστήριξε ότι ο Υπουργός άσκησε την αρμοδιότητα του. Δέουσα έρευνα προηγήθηκε μέσω του ΓΕΕΦ. Στο φάκελο υπάρχουν οι χάρτες στους οποίους σημειώνονται τα αμυντικά έργα. Από τα στοιχεία αυτά και την επιστολή του ΓΕΕΦ ημερ. 24/3/97 προκύπτει και η ανάγκη για επίταξη του επιδίκου. Ο Υπουργός υιοθέτησε τις θέσεις του ΓΕΕΦ, που διέθετε τις τεχνικές γνώσεις και αποφάσισε με βάση τα στοιχεία που είχαν συλλεγεί. Η αιτιολογία της πράξης αυτής βρίσκεται στο ίδιο το διάταγμα και συμπληρώνεται από τα στοιχεία του φακέλου.

Συνεχίζοντας, ανέφερε ότι η αιτήτρια δεν έτυχε άνισης μεταχείρισης λόγω ανάκλησης της επίταξης του τεμαχίου 4, που αφορούσε μόνο έκταση 14 τ.μ., που στην πραγματικότητα δεν χρησιμοποιήθηκε ποτέ. Ούτε ο νόμος (όπως και ο περί Επιτάξεως Ιδιοκτησίας Νόμος αρ. 21/62) προβλέπει δικαίωμα υποβολής ένστασης κατά σκοπούμενης επίταξης. Έτσι δεν υπάρχει θέμα παραβίασης δικαιώματος της αιτήτριας να ακουστεί. Αναφορικά με το θέμα της συνταγματικότητας, έχει λεχθεί ότι η αιτήτρια δεν μπορεί να αναπτύξει τέτοιο θέμα εφόσον δεν περιλήφθηκε στα νομικά σημεία του δικογράφου της. Εν πάση περιπτώσει, συμπλήρωσε, η ψήφιση του νόμου δικαιολογείται από το δίκαιο της ανάγκης. Έκαμε προς τούτο αναφορά στην πρωτόδικη απόφαση στην προσφυγή αρ. 200/95 Adrian Holdings Ltd. v. Δημοκρατίας ημερ. 8/1/97.

Θεωρώ σκόπιμο να αναφερθώ μόνο στις ουσιώδεις διατάξεις του νόμου 10/92. Ας σημειωθεί πως ο νόμος αυτός υπέστη τροποποίηση με το νόμο αρ. 26(1)/94, αλλά είναι άσχετη με ό,τι αφορά την κρινόμενη περίπτωση. Το άρθρ. 3(1) λοιπόν παρέχει εξουσία στο Υπουργικό Συμβούλιο, ενόσω διαρκεί η έκρυθμη κατάσταση, να επιβάλλει επίταξη σε οποιαδήποτε ιδιοκτησία για την κάλυψη αμυντικών αναγκών, που είναι αποτέλεσμα της τουρκικής εισβολής και της συνεχιζόμενης κατοχής. Το εδ. 2 του ίδιου άρθρου καθορίζει τις αμυντικές ανάγκες, που περιλαμβάνουν την άμυνα ή την ασφάλεια της Δημοκρατίας και τη διατήρηση “στρατιωτικών εγκαταστάσεων, αμυντικών θέσεων και άλλων χώρων για εξυπηρέτηση στρατιωτικών αναγκών”.

Το άρθρ. 4 του νόμου, όπως επιμαρτυρεί ο πλαγιότιτλος, αφορά την έκδοση διατάγματος επίταξης και τη διάρκεια ισχύος του. Επισημαίνεται ότι, κατά το εδ. 3, κάθε τέτοιο διάταγμα ισχύει για χρονικό διάστημα ή χρονικά διαστήματα που δεν ξεπερνούν συνολικά τα τρία χρόνια. Ωστόσο είναι επιτρεπτή η υπέρβαση του χρονικού αυτού ορίου και η αφαίρεση της χρήσης ακινήτου με την επιβολή επίταξης μέχρι τη λήξη της έκρυθμης κατάστασης, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρ. 4(5):

“4(5) Αν κατά τη λήξη του χρονικού διαστήματος των τριών ετών από την έναρξη της ισχύος του διατάγματος επίταξης, το Υπουργικό Συμβούλιο πεισθεί ότι η αμυντική ανάγκη, για την αντιμετώπιση της οποίας είχε εκδοθεί το διάταγμα επίταξης, εξακολουθεί να υφίσταται, μπορεί να εκδίδει νέο διάταγμα ή νέα διατάγματα επίταξης για την ίδια ιδιοκτησία, νοουμένου ότι το συνολικό χρονικό διάστημα κατά το οποίο οποιαδήποτε ιδιοκτησία θα τελεί υπό επίταξη για αντιμετώπιση αμυντικών αναγκών δε θα υπερβεί το χρονικό διάστημα κατά το οποίο εξακολουθεί να υφίσταται η έκρυθμη κατάσταση.”

Για τη διαδικασία προκαταρκτικής έρευνας, ή κτήση κατοχής των επιτακτέων ακινήτων, το άρθρ. 5 του νόμου παραπέμπει στα άρθ. 5-10 του ν. 21/62.

Από την εξέταση του δικογράφου της αιτήτριας προκύπτει ότι στην έκθεση των νομικών σημείων δεν περιλαμβάνεται ζήτημα αντισυνταγματικότητας του ν. 10/92. Φυσικά η απλή αναγραφή στον τίτλο της προσφυγής συγκεκριμένων άρθρων (εδώ μνημονεύονται τα άρθρ. 23, 28 και 146) δεν ανοίγουν το δρόμο για έγερση και συζήτηση τέτοιου θέματος. Δεν αποτελεί συμμόρφωση με τις σχετικές δικονομικές προϋποθέσεις που έθεσε η νομολογία. Ωστόσο στην απαντητική του αγόρευση, ο δικηγόρος της αιτήτριας υποστήριξε ότι οι λόγοι (γ) και (ε) παρέχουν το απαραίτητο υπόβαθρο. Μεταφέρω τους λόγους επί λέξει:

“(γ) Η απόφαση του καθού η αίτηση αντιβαίνει στο Σύνταγμα και στο Νόμο. Η απόφαση του καθ’ ού η αίτηση να παρατείνει χρονικά την επίταξη της ακίνητης ιδιοκτησίας είναι αντισυνταγματική.

.................................. .................................................. ....

(ε) Παραβιάζει τα άρθρα 23 και 28 του Συντάγματος.”

Είναι φανερό ότι τα πιο πάνω νομικά σημεία αναφέρονται στη συνταγματικότητα της απόφασης για επίταξη και όχι στον ίδιο το νόμο, όπως προκύπτει και από τις παραπάνω υπογραμμίσεις μου. Είναι για μένα καθαρό ότι δεν τέθηκε με το δικόγραφο ζήτημα αντισυνταγματικότητας οποιασδήποτε διάταξης του νόμου.

Ο συνήθης κανόνας είναι ότι η επίταξη γίνεται για την ικανοποίηση ανάγκης έκτακτης και προσωρινής και όχι μόνιμης και διαρκούς, για την επίτευξη της οποίας μπορεί να επιβληθεί αναγκαστική απαλλοτρίωση. Σε καμιά όμως περίπτωση δεν μπορεί να παραμείνει σε ισχύ πέρα από τον προβλεπόμενο από το Σύνταγμα χρόνο. Εδώ όμως έχουμε την κλασσική περίπτωση, για την οποία λειτουργεί το δίκαιο της ανάγκης, που καθιστά το νόμο ισχυρό και εφαρμοστέο.

Το ζήτημα αντιμετώπισε η Ολομέλεια με την απόφαση της στην Α.Ε. 2410 Adrian Holdings Ltd. v. Δημοκρατίας ημερ. 15/12/99. Αντικείμενο της υπόθεσης ήταν, πάλιν, επίταξη ακίνητης ιδιοκτησίας για αμυντικούς σκοπούς. Παραθέτω, χωρίς να χρειάζεται οποιαδήποτε επεξήγηση, το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση του Νικολάου Δ:

“Επομένως, στην έκταση που ο Ν. 10/92 βρίσκεται σε ασυμφωνία με την εν λόγω διάταξη του Συντάγματος, δεν μπορεί να επικρατήσει εκτός αν δικαιολογείται βάσει του δικαίου της ανάγκης. Οι σχετικές αρχές εκτίθενται στην Attorney-General of the Republic v. Mustafa Ibrahim and Others (1964) C.L.R. 195. Είναι προφανές, και το σημειώνουμε ως ζήτημα αναφορικά με το οποίο έχουμε δικαστική γνώση, ότι η ανάγκη για την άμυνα της Κύπρου έναντι των Τουρκικών στρατευμάτων κατοχής συνεχίζεται αμείωτη ως προϋπόθεση για την επιβίωση του τόπου και ότι στην περιοχή για την οποία γίνεται εδώ λόγος η αντιπαράταξη με τον εχθρό καθίσταται, λόγω της αμεσότητάς της, ιδιαίτερα οξεία. Η αντιμετώπιση του κινδύνου τον οποίο επάγονται αυτές οι περιστάσεις της έκρυθμης κατάστασης, οι εντελώς έξω από την ομαλή πορεία των πολιτειακών πραγμάτων, όσο και αν με τις καθημερινές ασχολίες το βλέμμα βρίσκεται συχνά στραμμένο προς τα αλλού, δικαιολογεί κατά τη γνώμη μας παρέκκλιση από την πρόνοια του Άρθρου 23.8 του Συντάγματος βάσει του δικαίου της ανάγκης.”

Έπεται ότι οι ισχυρισμοί περί αντισυνταγματικότητας πρέπει να απορριφθούν. Συνακόλουθα απορρίπτονται και οι ισχυρισμοί που αφορούν τη συνταγματικότητα της απόφασης των καθών. Εφόσον η απόφαση λήφθηκε σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 10/92 (δεν υπήρξε αντίθετος ισχυρισμός) και θέμα αντισυνταγματικότητας του νόμου δεν υφίσταται, την ίδια τύχη έχουν και οι ισχυρισμοί για τη συνταγματικότητα της επίδικης απόφασης σε σχέση με το θέμα της χρονικής ισχύος της επίταξης.

Αναφορικά με το επιχείρημα ότι ο Υπουργός Άμυνας ενήργησε στο θέμα αυτό αναρμόδια, πρέπει να λεχθεί ότι παρουσιάστηκε, κατά τη συζήτηση, η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, που είναι το αρμόδιο όργανο, με την οποία είχε εκχωρήσει στον Υπουργό τη σχετική αρμοδιότητα. Ενόψει της εξέλιξης αυτής ο κ. Αγγελίδης εγκατέλειψε το επιχείρημα περί αναρμοδιότητας.

Η συνάρτηση της αιτιολογίας με τη δέουσα έρευνα μας επιτρέπει τη συνεξέταση των δύο αυτών λόγων ακύρωσης. Η προκαταρκτική έρευνα του άρθρ. 5 του ν. 21/62, που οφείλει να διεξάγει η επιτάσσουσα αρχή, είναι έρευνα καταλληλότητας του επιτασσόμενου ακινήτου. Δεν υπάρχει καν ισχυρισμός ότι υπήρχαν άλλα διαθέσιμα και καταλληλότερα ακίνητα για να καλυφθούν οι αμυντικές ανάγκες της περιοχής. Η επάρκεια της έρευνας συνδέεται με τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Εδώ το θέμα επιλογής των κατάλληλων χώρων για την κατασκευή των αμυντικών έργων είναι καθαρά τεχνικό: βλ. σχετικά την υπόθεση Adrian Holdings Ltd, ανωτέρω.

Ο σχεδιασμός των αμυντικών χώρων υπήρχε στο φάκελο. Καθορίστηκε από το ΓΕΕΦ, που έχει και τη σχετική τεχνογνωσία. Είναι καθαρό ότι έγινε επίταξη μόνο των απολύτως απαραίτητων χώρων για τις στρατιωτικές ανάγκες. Το μαρτυρεί και η επιστολή του Υπουργείου Άμυνας προς το Κτηματολόγιο ημερ. 21/1/97, με την οποία ζητούσε να μην περιληφθεί στους πίνακες που θα ετοιμάζονταν το τεμάχιο 4, που δεν ήταν απαραίτητο. Ας σημειωθεί ότι η κρίση για την καταλληλότητα χώρων για αμυντικούς σκοπούς διαφεύγει κατ’ αρχήν τον ακυρωτικό έλεγχο. Μπορεί να ελεχθεί μόνο από τη σκοπιά υπέρβασης των ακραίων ορίων της διακριτικής εξουσίας της διοίκησης.

Η διαπίστωση μου είναι ότι έγινε υπό τις περιστάσεις η αναμενόμενη έρευνα. Η δε αιτιολογία της απόφασης βρίσκεται στο ίδιο το διάταγμα και συμπληρώνεται από τα στοιχεία του φακέλου.

Ο ισχυρισμός ότι ο Υπουργός απεμπόλισε την αρμοδιότητα του με το να υπογράψει απλώς τα σχετικά πρέπει επίσης να απορριφθεί. Η υπογραφή του επίδικου διατάγματος δεν υποδηλώνει παράλειψη άσκησης αρμοδιότητας εφόσον μαζί με αυτό τέθηκαν στη διάθεση του Υπουργού τα απαραίτητα στοιχεία που σχετίζονται με την άσκηση της: βλ. Δημοτικό Συμβούλιο Λάρνακας κ.α. ν. Mobil Oil (Cyprus) Ltd. κ.α. (1996) 3 Α.Α.Δ. 294, 298.

Έχω τη σαφή άποψη ότι δεν έχει αποδειχθεί άνιση μεταχείριση της αιτήτριας. Προκύπτει από το φάκελο, και ιδιαίτερα την επιστολή προς το Κτηματολόγιο, ότι η μόνη ιδιοκτησία που εξαιρέθηκε είναι το τεμάχιο 4 που, αντίθετα με εκείνο της αιτήτριας, δεν κρίθηκε απαραίτητο. Διαπιστώνεται από το φάκελο (ερ. 43) ότι το τεμάχιο 4 ήταν αμελητέας έκτασης και μεταξύ αυτού και του επίδικου παρεμβάλλεται άλλο ακίνητο, ιδιοκτησίας της Δημοκρατίας. Το επιχείρημα είναι ανεδαφικό.

Εξίσου ανεδαφικό είναι και το επιχείρημα ότι η επίδικη πράξη είναι ακυρωτέα γιατί δεν ακούστηκε προηγουμένως η αιτήτρια. Ο νόμος δεν της παρέχει τέτοιο δικαίωμα. Και δεν πρόκειται εδώ για πειθαρχική διαδικασία, όπου αναγνωρίζεται στο διοικούμενο, λόγω της φύσης του θέματος, δικαίωμα ακρόασης.

Τέλος, ένα σύντομο σχόλιο για την υπόθεση Νίκου Παντελίδη, ανωτέρω, στην οποία αναφέρθηκε ο κ. Αγγελίδης για να υποστηρίξει ότι δεν μπορεί να δημοσιευθεί διάταγμα επίταξης χωρίς να δημοσιευθεί γνωστοποίηση απαλλοτρίωσης. Δεν ισχύει για την παρούσα κατάσταση πραγμάτων: Πρώτον, γιατί η πιο πάνω απόφαση ανατράπηκε από την Ολομέλεια (Δημοκρατία ν. Παντελίδη, (1993) 3 Α.Α.Δ. 456, 472). και, δεύτερον, γιατί η επίδικη επίταξη διέπεται από τον προσωρινό νόμο αρ. 10/92.

Η προσφυγή απορρίπτεται. Δεν επιδικάζονται έξοδα.

 

Σ. Νικήτας, Δ.

 

 

/Κασ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο