Γεωργία Βάνια Σπανιά ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπουργού Δικαιοσύνης κ.α., Υπόθεση αρ. 105/98, 24 Απριλίου, 2000 Γεωργία Βάνια Σπανιά ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπουργού Δικαιοσύνης κ.α., Υπόθεση αρ. 105/98, 24 Απριλίου, 2000

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Υπόθεση αρ. 105/98

ΕΝΩΠΙΟΝ: Μ. ΚΡΟΝΙΔΗ, Δ.

Αναφορικά με το Άρθρο 146 του Συντάγματος.

Μεταξύ:

Γεωργία Βάνια Σπανιά, από τη Λευκωσία

Αιτήτρ ιας

- και -

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

1. Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξης

2. Γενικού Λογιστή

Καθ’ων η αίτηση

- - - - - -

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 24 Απριλίου, 2000.

Για την αιτήτρια: Γ. Τεουλίδης για Μαρκίδη, Μαρκίδη και Σία.

Για τους καθ΄ων η αίτηση: Μ. Φλωρέντζος.

- - - - - -

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Με την προσφυγή αυτή η αιτήτρια ζητά την πιο κάτω θεραπεία:-

“Α. Διακήρυξη του Δικαστηρίου ότι η διοικητική πράξη και/ή απόφαση της καθ΄ης η Αίτηση Αρχής, που κοινοποιήθηκε στην Αιτούσα ταχυδρομικώς με επιστολή της ημερομηνίας 26.11.97 (η επιστολή επισυνάπτεται σαν Τεκμ.Α), και με την οποία απέρριψε το αίτημα της να της χορηγηθούν συνταξιοδοτικά ωφελήματα αναδρομικά από 31.12.87, είναι εξ υπαρχής άκυρη και/ή στερείται οιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος.”.

Ο Βάνιας Σπανιάς ενεγράφη στην Αστυνομία το 1964 και νυμφεύθηκε την αιτήτρια το 1969. Από το γάμο τους απέκτησαν ένα γυιό. Οι υπηρεσίες του Βάνια Σπανιά στην Αστυνομία τερματίστηκαν από 1.8.73. Επαναπροσλήφθηκε όμως στις 16.7.74 ως αστυφύλακας. Στις 23.7.74 ενώ υπηρετούσε στην περιοχή του Αεροδρομίου Λευκωσίας απωλέσθηκαν τα ίχνη του και αγνοείτο η τύχη του. Μετά από σχετικές έρευνες ο Αρχηγός της Αστυνομίας κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο Β. Σπανιάς σκοτώθηκε στις 24.7.74 ενώ βρισκόταν σε διατεταγμένη υπηρεσία κάτω από συνθήκες σχετιζόμενες με τα πολεμικά γεγονότα της τουρκικής εισβολής.

Η αιτήτρια, με επιστολή της ημερομηνίας 3.11.78 προς τον Αρχηγό της Αστυνομίας αποτάθηκε για σύνταξη. Με απόφαση του ημερομηνίας 31.1.80 το Υπουργικό Συμβούλιο ενέκρινε τη χορήγηση φιλοδωρήματος, δυνάμει του άρθρου 5 του περί Συντάξεων Νόμου και τη μεταβίβαση της σύνταξης, δυνάμει του Μέρους ΙΙ του ίδιου Νόμου στην αιτήτρια και το τέκνο της.

Η αιτήτρια, στις 8.11.94 μέσω του δικηγόρου της επανήλθε και ζήτησε την αναθεώρηση των συνταξιοδοτικών της δικαιωμάτων διά της εφαρμογής των προνοιών του περί Συντάξεων (Τροποποιητικού) Νόμου του 1987 (Ν. 47/87).

Οι καθ΄ων η αίτηση με απόφαση τους προέβηκαν σε αναπροσαρμογή της σύνταξης της αιτήτριας με βάση όμως τις πρόνοιες του περί Συντάξεων (Τροποποιητικού) Νόμου του 1993 (Ν. 43(1)/93) και όχι του Νόμου 47/87.

Η αιτήτρια καταχώρησε την προσφυγή 627/95 στην οποία, μεταξύ άλλων αιτημάτων, ζητούσε “Διακήρυξη του Δικαστηρίου ότι η άρνηση και/ή παράλειψη του καθ΄ου η αίτηση αρ. 2 να χορηγήσει στην αιτήτρια και το τέκνο της τα ωφελήματα και/ή συντάξεις που ρυθμίζονται στο άρθρο 16Β του περί Συντάξεων Νόμου ως ετροποποιήθη, είναι άκυρη και στερείται οιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος.”. Το εκδικάσαν την προσφυγή αυτή Δικαστήριο στις 16.10.97 ακύρωσε την επίδικη πράξη “γιατί πουθενά δεν εδίδοντο οι λόγοι της απόρριψης ούτε αν και γιατί η περίπτωση της δεν καλύπτεται από τις πρόνοιες του Ν. 47/87”.

Στις 26.11.97 οι καθ΄ων η αίτηση απέστειλαν στην αιτήτρια την ακόλουθη επιστολή:-

“Αναφέρομαι στο αίτημα σας με το οποίο ζητούσατε εφαρμογή του άρθρου 16Β του Τροποποιητικού Νόμου Περί Συντάξεων Αρ. 47/87 και τον υπολογισμό των συνταξιοδοτικών ωφελημάτων που δικαιούστε σαν χήρα του πρώην Αστυφύλακα Βάνια Σπανιά και σας πληροφορώ ότι ύστερα από εξέταση του θέματος και ενδελεχή μελέτη όλων των συναφών νομοθεσιών και κανονισμών, δεν μπορεί να εφαρμοσθεί η πιο πάνω νομοθεσία στην περίπτωσή σας γιατί δεν έχει δοθεί αναδρομική ισχύς στην εφαρμογή του πιο πάνω Νόμου ο οποίος εφαρμόζεται από την ημέρα δημοσίευσης του, δηλαδή 3/4/87.

Στην περίπτωση σας εφαρμόσθηκε ο Τροποποιητικός Νόμος Περί Συντάξεων Αρ. 43(Ι) του 1993 ο οποίος καθορίζει ότι η αναθεώρηση της σύνταξης χήρας και τέκνων ισχύει από την 1/1/1993 και με βάση αυτήν την ημερομηνία άρχισαν να σας καταβάλλονται αυξημένα συνταξιοδοτικά ωφελήματα όπως ορίζει το άρθρο 16Β του Νόμου 47/87.”.

Εναντίον της απόφασης αυτής καταχωρήθηκε η παρούσα προσφυγή.

Το εγειρόμενο διά της προσφυγής θέμα είναι καθαρά νομικό. Περιορίζεται δε στους εκατέρωθεν ισχυρισμούς αν δηλαδή το άρθρο 16Β του τροποποιητικού περί Συντάξεων Νόμου αρ. 47/87 έχει ή όχι αναδρομική ισχύ. Ο δικηγόρος της αιτήτριας, κατ΄ επέκταση, ισχυρίζεται επίσης, ότι, εάν υποστηριχθεί η μη αναδρομικότητα του Νόμου, υπάρχει παράβαση της συνταγματικής αρχής της ισότητας.

Το άρθρο 16Β του Νόμου 47/87 έχει ως εξής:-

“16Β.-(1) Ανεξαρτήτως των διατάξεων του άρθρου 16 και τηρουμένων των διατάξεων της δευτέρας επιφυλάξεως του εδαφίου (1) του άρθρου 25, εις περίπτωσιν καθ΄ ην αστυνομικός όστις συνεπλήρωσεν υπηρεσίαν δέκα ή περισσοτέρων ετών αποθάνη-

(α) ενώ διετέλει εν υπηρεσία και εν τη ενεργώ εκτελέσει του καθήκοντος αυτού.

(β) άνευ ιδικής του αμελείας. και

(γ) λόγω περιστάσεων αι οποίαι δύνανται ειδικώς να αποδοθώσιν εις την φύσιν του καθήκοντος αυτού,

η εις την χήραν και τα τέκνα αυτού χορηγητέα σύνταξις είναι εκείνη η οποία θα κατεβάλλετο εις αυτούς εάν ο αποθανών εξηκολούθει να ευρίσκεται εν τη υπηρεσία και απέθνησκε κατά την ημερομηνίαν καθ΄ ην θα συνεπλήρωνε το όριον ηλικίας αναγκαστικής αφυπηρετήσεως, υπολογίζεται δε επί της ανωτάτης βαθμίδος της μισθοδοτικής κλίμακος του βαθμού του αμέσως ανωτέρου του βαθμού τον οποίον ούτος κατείχε κατά την ημέραν του θανάτου του. Η ούτω προστιθέμενη περίοδος υπηρεσίας θεωρείται ως υπηρεσία μετ΄ εισφορών:

Νοείται ότι εάν αι δυνάμει του άρθρου 16 του Μέρους ΙΙ χορηγητέαι συντάξεις είναι συνολικώς μεγαλύτεραι των δυνάμει του παρόντος άρθρου χορηγητέων συντάξεων καταβάλλονται αι συνολικώς μεγαλύτεραι συντάξεις.”.

Είναι η εισήγηση του δικηγόρου της αιτήτριας ότι με τις πιο πάνω πρόνοιες του τροποποιητικού νόμου, ο νομοθέτης ρυθμίζει την απονομή συντάξεως σε εξαρτώμενα πρόσωπα αστυνομικού που απεβίωσε κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του ανεξάρτητα από το χρόνο επέλευσης του θανάτου, αν δηλαδή ήταν πριν την δημοσίευση του Νόμου ή μετά. Έρεισμα στη θέση αυτή, κατά τους ισχυρισμούς της αιτήτριας, είναι η επιφύλαξη του άρθρου 16Β.

Αντίθετα ο δικηγόρος των καθ΄ων η αίτηση εισηγείται ότι το άρθρο 16Β δεν παρέχει δικαίωμα αναδρομικών συνταξιοδοτικών ωφελημάτων στην αιτήτρια, αλλά παρέχει τέτοιο δικαίωμα μόνο στις περιπτώσεις εκείνες, που ο θάνατος επέρχεται μετά τη θέσπιση της εν λόγω νομοθετικής διάταξης.

Είναι γνωστές οι αρχές περί μη αναδρομικότητας των Νόμων σύμφωνα με τη συνταγματική επιταγή του Άρθρου 82 του Συντάγματος. Δεν θεωρώ σκόπιμο να τις επαναλάβω. Η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου είναι πλούσια επί του θέματος.

Έχω καταλήξει ότι είναι ορθή η τοποθέτηση του δικηγόρου των καθ΄ων η αίτηση ότι η τροποποίηση του βασικού νόμου με την πρσθήκη του άρθρου 16Β με το Νόμο (τροποποιητικό) αρ. 47/87 δεν έχει αναδρομική ισχύ και δεν είναι δυνατό να περιληφθεί σ΄ αυτό η περίπτωση της αιτήτριας. Γι΄ αυτό το λόγο, με την τροποποίηση του άρθρου 16Β και την προσθήκη της παραγράφου 3 με το Νόμο (τροποποιητικό) 43(1)/1993, ο νομοθέτης περιέλαβε και τις περιπτώσεις εκείνες αστυνομικών που είχαν απωλέσει τη ζωή τους λόγω των γεγονότων της τουρκικής εισβολής αφού φυσικά επιφύλαξε τις υποπαραγράφους (β) και (γ) του άρθρου 16Β(1). Ο νομοθέτης με την ψήφιση του τροποποιητικού Νόμου αρ. 43(1)/1993 έδωσε στην ουσία αναδρομική ισχύ και ρύθμισε και τις περιπτώσεις θανάτου αστυνομικών κατά την εκτέλεση του καθήκοντός τους την περίοδο της τουρκικής εισβολής. Η περίπτωση της αιτήτριας περιλαμβάνεται σ΄ αυτή την κατηγορία.

Η αιτήτρια ισχυρίζεται επίσης ότι στην περίπτωση που αποφασισθεί ότι ο Νόμος 47/87 δεν έχει αναδρομική ισχύ, τότε οι πρόνοιες του είναι αντισυναγματικές ως προσβάλλουσες την αρχή της ισότητας όπως καθιερώνεται στο Άρθρο 28 του Συντάγματος. Και τούτο γιατί θα υπήρχε ανισότητα μεταξύ των δικαιούχων της σύνταξης με αναφορά στο χρόνο θανάτου του συζύγου.

Οι καθ΄ων η αίτηση αντιτείνουν ότι δεν χωρεί στην περίπτωση αυτή επίκληση αντισυνταγματικότητας του νόμου αφού πρόκειται για ρύθμιση ανομοίων πραγμάτων. Και τούτο σε συνάρτηση προς το χρόνο θανάτου του αστυνομικού. Ο τροποποιητικός Νόμος 47/87 ως μη έχων αναδρομική ισχύ δεν προσβάλλει την αρχή της ισότητας, διότι πρόκειται περί ανομοίων καταστάσεων.

Είναι γνωστές από την νομολογία οι αρχές που διέπουν το θέμα της ισότητας. Το Άρθρο 28.1 του Συντάγματος διασφαλίζει το δικαίωμα της ισότητας μεταξύ ομοίων περιπτώσεων. Το δικαίωμα της ίσης μεταχείρισης περιορίζεται σ΄ αυτές τις περιπτώσεις και δεν τυγχάνει εφαρμογής όπου χωρούν εύλογες διαφοροποιήσεις μεταξύ ενυπαρχουσών διαφορετικών περιπτώσεων. Αποκλείεται η διάκριση των ομοιογενών ως και η εξομοίωση των ανομοιογενών υποκειμένων και αντικειμένων του δικαίου. (Βλέπε: Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (1991) 3 ΑΑΔ 611, ΡΙΚ ν. Καραγιώργη και Άλλων (1991) 3 ΑΑΔ 159, ΚΑΝΙΚΑ Hotels Ltd. v. Συμβουλίου Αποχετεύσεων Λεμεσού-Αμαθούντος, Α.Ε. 1491, ημερ. 17.1.97 και Ανδρέας Μαυρομμάτης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Α.Ε. 2023, ημερ. 28.12.1998).

Στην παρούσα υπόθεση δεν υπάρχει ταυτότητα καταστάσεων ή σχέσεων ή ομοιογένειας όλων των θανόντων ανεξάρτητα από το χρόνο έλευσης του θανάτου. Δεν υπάρχει ομοιογένεια μεταξύ της περίπτωσης του συζύγου της αιτήτριας που απέθανε το 1974 και των άλλων μελών της Αστυνομικής Δύναμης, τα οποία αποθνήσκουν ενώ βρίσκοντο σε υπηρεσία μετά την έναρξη της ισχύος του Νόμου 47/87. Κατά συνέπεια δεν υπάρχει παραβίαση της αρχής της ισότητας στην περίπτωση της αιτήτριας.

Για τους λόγους αυτούς η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα εναντίον της αιτήτριας.

Η επίδικη διοικητική απόφαση επικυρώνεται.

(Υπ.) Μ. Κρονίδης, Δ.

/Επσ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο