VENERA KAKACHIA ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπουργού Εσωτερικών κ.α., ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 496/2000., 20 Απριλίου, 2000 VENERA KAKACHIA ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπουργού Εσωτερικών κ.α., ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 496/2000., 20 Απριλίου, 2000

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 496/2000.

ΕΝΩΠΙΟΝ: Π. ΚΑΛΛΗ, Δ.

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος.

Μεταξύ:

VENERA KAKACHIA,

Αιτήτριας

και

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

1. Υπουργού Εσωτερικών,

2. Λειτουργού Μεταναστεύσεως,

Καθ΄ ων η αίτηση.

_________________

20 Απριλίου, 2000.

ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΠΡΟΣΩΡΙΝΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΗΜΕΡ. 10.4.2000.

Για την αιτήτρια: Σ. Δράκος με Δ. Κυνηγοπούλου (κα.).

Για τους καθ΄ ων η αίτηση: Γ. Γιωργαλλής, Δικηγόρος της Δημοκρατίας

εκ μέρους του Γεν. Εισ.

__________________

Α Π Ο Φ Α Σ Η

(ex tempore)

Στις 10.4.2000 η αιτήτρια άσκησε την παρούσα προσφυγή με την οποία ζητά τις πιο κάτω θεραπείες:

“Α. Απόφαση και/ή δήλωση του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι η απόφαση και/ή πράξη των καθ΄ ων η αίτηση που κοινοποιήθηκε εις την Αιτήτρια με επιστολή ημερομη-

νίας 16.3.2000, με την οποία πληροφορούν την

Αιτήτρια όπως εγκαταλείψη αμέσως την Κύπρο, είναι

εξ υπαρχής άκυρη και/ή συνιστά κατάχρηση εξουσίας

και/ή δεν είναι δεόντως δικαιολογημένη και/ή δεν

έγινε η δέουσα έρευνα και/ή είναι αντίθετη με το

Σύνταγμα και τις αρχές της χρηστής διοίκησης και/ή

είναι παράνομη και/ή στερημένη οποιουδήποτε εννόμου

αποτελέσματος και/ή είναι αντίθετη με την Ευρωπαϊκή

Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

Β. Διάταγμα που να διατάττει την αναστολή της πιο πάνω

απόφασης μέχρι πλήρους εκδικάσεως της παρούσης

υπόθεσης.”

Με μονομερή αίτηση της αυτής ημερομηνίας η αιτήτρια ζητά:

“Α. Διάταγμα του Σεβαστού Δικαστηρίου με το οποίο να διατάττεται η αναστολή της απόφασης των καθ΄ ων η αίτηση ημερομηνίας 16.3.2000, μέχρι την πλήρη εκδίκαση της ως άνω υπ΄ αριθμό αιτήσεως, και/ή

Β. Διάταγμα του Σεβαστου Δικαστηρίου που να διατάττει την γρήγορη εκδίκαση της ως άνω υπ΄ αριθμό και τίτλο προσφυγής, και/ή

Γ. Οποιαδήποτε άλλη Διαταγή το Σεβαστό Δικαστήριο θεωρεί επιβεβλημένη υπό τις περιστάσεις.”

Μετά από οδηγίες του δικαστηρίου η μονομερής αίτηση επιδόθηκε στους καθ΄ ων η αίτηση και στο Γραφείο του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας. Ορίστηκε για ακρόαση σήμερα 20.4.2000 με οδηγίες να καταχωρηθεί ένσταση μέχρι τις 18.4.2000. Σήμερα ο ευπαίδευτος συνήγορος των καθ΄ ων η αίτηση ζήτησε χρόνο για να καταχωρήσει ένσταση διότι το χρονικό διάστημα που του είχε δοθεί δεν ήταν αρκετό για να ετοιμάσει την ένσταση. Ενόψει του επείγοντος του θέματος και του αιτήματος του ευπαίδευτου συνήγορου της αιτήτριας να ακουστεί η υπόθεση το συντομότερο το δικαστήριο έδωσε οδηγίες να ακουστεί σήμερα η μονομερής αίτηση με ταυτόχρονες οδηγίες να παρουσιαστεί ο φάκελος της διοίκησης και να ακουστεί επίσης ο συνήγορος των καθ΄ ων η αίτηση. Αυτή η πορεία είναι εφικτή ενόψει της φύσεως της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας. ΄Οπως έχει νομολογηθεί η προσφυγή στρέφεται κατά της προσβαλλόμενης απόφασης. Το γεγονός της απουσίας ένστασης ή της απουσίας διαδίκου δεν εμποδίζει το δικαστήριο από του να προχωρήσει στην ακρόαση της αίτησης (Lambrou v. Republic (1970) 3 C.L.R. 75, 79).

΄Ερχομαι τώρα στα γεγονότα που υποστηρίζουν την μονομερή αίτηση. Αυτά φαίνονται σε ένορκη δήλωση της αιτήτριας. Τα παραθέτω:

Είναι από τη Γεωργία και κατέχει Γεωργιανή υπηκοότητα. Ετέλεσε πολιτικό γάμο στις 29.9.99 στο Δημαρχείο Αγίου Δομετίου με τον Θεόδωρο Νικολάου από τη Λευκωσία ο οποίος είναι Κύπριος πολίτης και διέμενε με το σύζυγο της στην οδό Χίου αρ. 11, στη Λευκωσία. Σήμερα είναι σε διάσταση με το σύζυγο της ο οποίος καταχώρησε αίτηση διαζυγίου στο Οικογενειακό Δικαστήριο Λευκωσίας. Η αιτήτρια καταχώρησε υπεράσπιση και η αίτηση διαζυγίου είναι ορισμένη στις 10.4.2000. Στις 25.11.99 καταχώρησε αίτηση με την οποία ζητούσε παράταση της προσωρινής απασχόλησης της στην Κύπρο. Δεν έχει συλληφθεί ποτέ από την αστυνομία και ζεί στην Κύπρο με πλήρη σεβασμό των νόμων.

Στην παράγραφο 6 της ένορκης της δήλωσης διατείνεται ότι αν δεν εκδοθεί το αιτούμενο διάταγμα αυτό θα σημαδέψει το μέλλον της αφού θα εκδοθεί διάταγμα απέλασης της και θα της στερήσει το δικαίωμα να διαβουλευθεί με τέτοιο τρόπο για να συμφιλιωθεί με το σύζυγο της ή να διεκδικήσει τα δικαιώματα της με βάσει τους νόμους σε περίπτωση διαζυγίου.

Ισχυρίζεται, επίσης, ότι η απόφαση των καθ΄ ων η αίτηση επεμβαίνει κατά τρόπο απαράδεκτο στα ατομικά της δικαιώματα της ιδιωτικής και οικογενειακής της ζωής και σκοπό έχει την κρατική πίεση να την εκδιώξουν από την Κύπρο κατά τρόπο παράνομο.

Τέλος, ισχυρίζεται ότι αν δεν της δοθεί το αιτούμενο διάταγμα θα υποστει ανεπανόρθωτη βλάβη τόσο υλική όσο και ψυχολογική αφού συνεχίζει να είναι ερωτευμένη με το σύζυγο της και ζητά την επανένωση τους.

Η απόφαση ημερ. 16.3.2000, στην οποία γίνεται αναφορά στην παράγραφο Α του αιτητικού της προσφυγής, έχει ως εξής. Την παραθέτω σε μετάφραση δική μου:

“1. ΄Εχω οδηγίες να αναφερθώ στην αίτηση σας ημερ. 25.11.99 με την οποία ζητάτε παράταση της προσωρινής εργοδότησης σας στην Κύπρο δυνάμει τον περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμων του 1952-1991 και των σχετικών Κανονισμών του 1972-1994 για να μπορέσετε να παραμείνετε στην Κύπρο ως επισκέπτρια με τον Κύπριο σύζυγο σας στη Λευκωσία και να σας πληροφορήσω ότι η αίτηση σας εξετάστηκε προσεκτικά αλλά δεν κατέστη δυνατό να εγκριθεί.

2. Ενόψει των ανωτέρω με την παρούσα παρακαλείσθε να προβείτε στις αναγκαίες διευθετήσεις για να εγκαταλείψετε την Κύπρο αμέσως.”

΄Εχω παραθέσει το αιτητικό της προσφυγής Ενώ αναφέρεται σε πράξη που κοινοποιήθηκε με την πιο πάνω επιστολή ημερ. 16.3.2000 στη συνέχεια εξειδικεύει ότι προσβάλλεται το μέρος της πράξης με το οποίο ζητείται από την αιτήτρια να εγκαταλείψει αμέσως την Κύπρο. Με το αιτητικό της μονομερούς αίτησης επιδιώκεται αναστολή της απόφασης ημερ. 16.3.2000.

Ο ευπαίδευτος συνήγορος της αιτήτριας έχει αναφερθεί στις αρχές που διέπουν τη χορήγηση τέτοιων διαταγμάτων. ΄Εχει εισηγηθεί ότι πρόκειται για πράξη έκδηλης παρανομίας γιατί η αιτήτρια είναι παντρεμένη στην Κύπρο με Κύπριο υπήκοο και επιθυμεί να παραμείνει στην Κύπρο.

Από την άλλη ο ευπαίδευτος συνήγορος των καθ΄ ων η αίτηση εισηγήθηκε ότι η πράξη της Διοίκησης με την οποία έχει απορριφθεί το σχετικό αίτημα της αιτήτριας είναι πράξη αρνητικού περιεχομένου και πράξεις αρνητικού περιεχομένου δεν μπορούν να ανασταλούν. ΄Εκαμε αναφορά στην υπόθεση Τάλια Γεωργίου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. 824/91/13.9.91 και στις υποθέσεις Artremiou (No. 2) v. Republic (1966) 3 C.L.R. 562, Tyrokomou v. Republic (1976) 3 C.L.R. 403, Karram v. Republic (1983) 3 C.L.R. 199 και Karaliota v. Republic (1985) 3 C.L.R. 2049, 2052. Οι τρεις τελευταίες υποθέσεις αναφέρονται σε αιτήσεις για αναστολή αποφάσεων της Διοίκησης που σχετίζονται με άδειες παραμονής αλλοδαπών στην Κύπρο.

Το δικαστήριο υπέδειξε στον ευπαίδευτο συνήγορο της αιτήτριας, στη διάρκεια της αγόρευσης του, ότι με το αιτητικό της παραγράφου Α της προσφυγής προσβάλλει το περιεχόμενο της παραγράφου 2 της επιστολής και ότι αυτό δυνατό να μην αποτελεί εκτελεστή πράξη η οποία μπορεί να προσβληθεί με προσφυγή δυνάμει του άρθρου 146.1 του Συντάγματος. Ο ευπαίδευτος συνήγορος ανέφερε ότι το περιεχόμενο της παραγράφου 2 της επιστολής αποτελεί εκτελεστή πράξη και εν πάση περιπτώσει με το να προσβάλλεται το περιεχόμενο της παραγράφου 2 προσβάλλεται και το περιεχόμενο της παραγράφου 1 γιατί, όπως το έθεσε, “συμπαρασύρεται”.

Ο ευπαίδευτος συνήγορος των καθ΄ ων η αίτηση υποστήριξε ότι το περιεχόμενο της παραγράφου 2 δεν αποτελεί εκτελεστή πράξη. Αποτελεί μια προειδοποίηση προς την αιτήτρια για τις συνέπειες του νόμου και με την μονομερή αίτηση επιδιώκεται αναστολή πράξης που δεν προσβάλλεται. ΄Εστω όμως και αν προσβάλλεται και η πράξη που περιέχεται στην πρώτη παράγραφο της επιστολής αυτής η πράξη είναι αρνητικού περιεχομένου και όπως υπέδειξε δεν υπόκεται σε αναστολή.

Θα εξετάσω πρώτα το κατά πόσο η πράξη που περιέχεται στη δεύτερη παράγραφο της πιο πάνω επιστολής και η οποία είναι αυτή που προσβάλλεται με το αιτητικό της παραγράφου Α της προσφυγής αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη. Υιοθετώ αυτή την πορεία γιατί δεν είναι δυνατή η εξέταση θέματος αναστολής διοικητικής πράξης, εκτός εάν η προσβαλλόμενη πράξη είναι εκτελεστή. Τότε μόνο ενεργοποιείται η δικαιοδοσία του δικαστηρίου δυνάμει του άρθρου 146.1 του Συντάγματος.

Το τί αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη το έχω πραγματευθεί σε πρόσφατη απόφαση, είναι η Εκδοτικός Οίκος “ΔΙΑΣ” για το Ράδιο “Πρώτο” ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, Υποθ. 317/99/27.3.2000 στην οποία έθεσα το θέμα ως εξής:

“Το ζήτημα που προβάλλει για επίλυση είναι κατά πόσο η προσβαλλόμενη απόφαση αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη ή πράξη εκτελέσεως.

Η νομολογία μας είναι πλούσια επί του θέματος. Καθοδηγούμενη από τις σχετικές αρχές της ελληνικής νομολογίας έχει διαμορφώσει με σαφήνεια τις σχετικές αρχές. Συνοψίζονται ως πιο κάτω στην Δημοκρατία ν. Sunoil Bunkering Ltd (1994) 3 Α.Α.Δ. 26, 27 (απόφαση Πική, Δ., όπως ήταν τότε):

‘Το κριτήριο για την εκτελεστότητα διοικητικής πράξης ή απόφασης είναι η παραγωγή έννομων αποτελεσμάτων, δηλαδή η γένεση εξ αυτής δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Πράξη είναι εκτελεστή εφόσον επιβάλλει υποχρεώσεις στο διοικούμενο, μη υφιστάμενες πριν την έκδοσή της, η μη εκπλήρωση των οποίων παρέχει το δικαίωμα στη Διοίκηση να επικαλεσθεί τα μέσα του δικαίου για την εκτέλεσή τους. Πράξη εκτέλεσης είναι εκείνη που έχει ως λόγο την εφαρμογή εκτελεστής πράξης. Διοικητικά μέτρα για την εφαρμογή εκτελεστής πράξης συνιστούν πράξη εκτέλεσης που όπως υποδηλώνει ο όρος η πράξη δεν είναι αφ΄ αυτής γενεσιουργός δικαιωμάτων και υποχρεώσεων αλλά μοχλός για την υλοποίηση της γενέτειρας πράξης ή απόφασης (Βλ. ΠΟΡΙΣΜΑΤΑ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ, 1929-1959, σελ. 240, Τσάτσος - Η ΑΙΤΗΣΙΣ ΑΚΥΡΩΣΕΩΣ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ, σελ. 127 κ.επ., και Στασινόπουλος - ΔΙΚΑΙΟ ΤΩΝ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΠΡΑΞΕΩΝ, σελ. 125).’

Σύμφωνα με το “Ελληνικό Διοικητικό Δίκαιο” του Α. Ι. Τάχου, 4η έκδοση, 1993, σελ. 356, εκτελεστή διοικητική πράξη είναι εκείνη που συνεπάγεται ευθέως και αμέσως με την εκτέλεση της έννομες συνέπειες για τους διοικούμενους δηλαδή συνιστά, μεταβάλλει ή καταργεί δικαιώματα ή (και) υποχρεώσεις. Χαρακτηριστικό γνώρισμα της εκτελεστής διοικητικής πράξεως είναι ότι με την δήλωση βουλήσεως που περιέχει καθορίζει δίκαιον δηλαδή δημιουργεί δικαιώματα και υποχρεώσεις είτε κατά τρόπο γενικό με το να θέτει κανόνες δικαίου (κανονιστική πράξη) είτε κατά τρόπο ειδικό στην ατομική περίπτωση (ατομική πράξη) (Βλ. Στασινόπουλου, Δίκαιο των Διοικητικών Πράξεων, ΄Εκδοση 1982, σελ. 170).

Το Ελληνικό Συμβούλιο της Επικρατείας ορίζει τις εκτελεστές πράξεις ως εκείνες ‘δια των οποίων δηλούται βούλησις διοικητικού οργάνου σκοπούσα στην παραγωγήν εννόμου αποτελέσματος έναντι των διοικούμενων’.

.................................. .................................................. ............

Στο ‘Δίκαιον των Διοικητικών Πράξεων’ του Μιχ. Δ. Στασινόπουλου, 1982, σελ. 125, οι πιο κάτω πράξεις περιλαμβάνονται εις την κατηγορία των μη εκτελεστών διοικητικών πράξεων:

‘Αι τείνουσαι εις την εκτέλεσιν της εκτελεστής, ως είναι αι διαβιβάσεις, αι ανακοινώσεις προς γνώσιν και συμμόρφωσιν των διοικουμένων, εις ους αφορά η ανακοινουμένη εκτελεστή πράξις, αι οχλήσεις και προειδοποιήσεις προς τους μη συμμορφουμένους περί των απειλουμένων κυρώσεων κατά των μη εκτελούντων την πράξιν, αι γενικαί κοινοποιήσεις ατομικών ή κανονιστικών πράξεων προς ωρισμένον κύκλον ενδιαφερομένων προσώπων, λαμβάνουσαι και πάλιν την μορφήν της εγκυκλίου, το πρωτόκολλον δι΄ ου βεβαιούται η λαβούσα χώραν εκτέλεσις, ως π.χ. το κλείσιμον φαρμακείου λόγω ποινής, η προς μετατεθέντα υπάλληλον απευθυνομένη διαταγή, όπως μεταβή εις την νέαν του θέσιν, η υπό τύπον ‘ημερησίας διαταγής’ γνωστοποίησις εκτελεστών πράξεων εις το προσωπικόν μιας στρατιωτικής ή άλλης υπηρεσίας κλπ.’”

Στο “Δίκαιον των Διοικητικών Διαφορών” του Μιχ. Δ. Στασινόπουλου, έκδοση τετάρτη, σελ. 173, το θέμα τίθεται ως εξής:

‘3. ΄Αλλαι πράξεις, χαρακτηριζόμεναι ως προπαρασκευαστικαί, ήτοι ως τείνουσαι εις την προπαρασκευήν της μελλούσης να εκδοθή εκτελεστής διοικητικής πράξεως. Τοιαύται είναι αι πληρούσαι συνήθως διαδικαστικούς τύπους, καθοριζομένους υπό του νόμου, ως:

α) .................................................. .....................................

β) αι προκαταρκτικαί προσκλήσεις προς παροχήν πληροφοριών και αι συναφείς προκαταρκτικαί ανακοινώσεις προς τους ενδιαφερομένους.’

(Βλ. και Θ. Δ. Τσάτσου “Η Αίτησις Ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας”, εκ. τρίτη, σελ. 120-121: ‘Κατά την νομολογίαν του Συμβουλίου της Επικρατείας δεν είναι πράξις εκτελεστή η περιέχουσα ειδοποίησιν ή απλήν ανακοίνωσιν των απόψεων της διοικήσεως”.)”

Λαμβάνω υπόψη μου τον περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμο, Κεφ. 105 και ειδικά το άρθρο 14 το οποίο προβλέπει ότι σε περίπτωση απέλασης εκδίδεται διάταγμα απέλασης. Στην παρούσα περίπτωση δεν έχει τεθεί οτιδήποτε ενώπιον μου από το οποίο να φαίνεται ότι έχει εκδοθεί διάταγμα απέλασης. Χωρίς διάταγμα απέλασης δεν είναι δυνατή η απέλαση οποιουδήποτε από την επικράτεια. Επίσης λαμβάνω υπόψη μου το περιεχόμενο της πιο πάνω επιστολής και ειδικά το περιεχόμενο της παραγράφου 2 σε συνάρτηση με τα όσα αναφέρονται στην παράγραφο 1. Θεωρώ ότι το περιεχόμενο της παραγ. 2, το οποίο προσβάλλεται με την προσφυγή, αποτελεί απλώς μια ανακοίνωση της Διοίκησης προς γνώση και συμμόρφωση της αιτήτριας. Μια προκαταρκτική ανακοίνωση προς την αιτήτρια ή μια ανακοίνωση των απόψεων της Διοίκησης. Για το λόγο αυτό δεν αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη. Δεν μπορεί να προσβληθεί με προσφυγή και κατ΄ επέκταση ν΄ ανασταλεί. Είναι όμως αλήθεια ότι με την παράγρφο Α της μονομερούς αίτησης επιδιώκεται η αναστολή της απόφασης ημερ. 16.3.2000. Λόγω αυτής της γενικής αναφοράς στην απόφαση της 16.3.2000 και παρόλο ότι δεν μπορεί να αποσυνδεθεί από το αιτητικό της προσφυγής και να εξεταστεί ξεχωριστά από αυτό θα εξετάσω και κατά πόσο η απόφαση της 16.3.2000, όπως περιέχεται στην παράγραφο 1 της επιστολής, μπορεί να ανασταλεί.

Θεωρώ ότι πρόκειται σαφώς για αρνητική πράξη. Πράξεις αρνητικού περιεχομένου, καθώς έχει νομολογηθεί, δεν μπορούν να ανασταλούν γιατί για τέτοια πορεία ισοδυναμεί με εξαναγκασμό της Διοίκησης σε έκδοση πράξης θετικού περιεχομένου. Παραπέμπω στις υποθέσεις στις οποίες έχει ήδη γίνει αναφορά.

Συνοψίζοντας θα πρέπει να υποδείξω ότι η προσφυγή στο βαθμό που προσβάλλει το περιεχόμενο της παραγράφου 2 της επιστολής είναι απαράδεκτη λόγω έλλειψης εκτελεστότητας. Η έλλειψη εκτελεστότητας αφαιρεί τη δυνατότητα έκδοσης προσωρινού διατάγματος. Το αίτημα για αναστολή της απόφασης που περιέχεται στην παράγραφο 1 της επιστολής δεν μπορεί να εγκριθεί γιατί πρόκειται για αρνητική πράξη.

Η αίτηση απορρίπτεται. Καμιά διαταγή ως προς τα έξοδα.

 

 

 

 

 

Π. ΚΑΛΛΗΣ,

Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΕΑΠ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο