ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση Αρ. 216/99
Ενώπιον
: ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗ, Δ.Αναφορικά με τα Άρθρα 28 και 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
Κώστα Χήρα από τη Λευκωσία
Αιτητή
- και -
Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω
- Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως
- Αρχηγού Αστυνομίας
Κα θ΄ ων η αίτηση
- - - - - -
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ
: 17.5.2000Για τον αιτητή: κ. Α.Σ. Αγγελίδης.
Για τους καθ΄ων η αίτηση: κ. Γ. Γιωργαλλής, Δικηγόρος της Δημοκρατίας.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Με την προσφυγή ο αιτητής ζητά δήλωση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση των καθ΄ων η αίτηση, που δημοσιεύτηκε στις Εβδομαδιαίες Διαταγές της Αστυνομίας την 1.2.1999, και με την οποία προάχθηκαν στο βαθμό του Λοχία, από 1.1.1999, οι Ν. Λογγίνος και Χρ. Στυλιανού, αντί αυτού, είναι άκυρη.
Οι προαγωγές στην Αστυνομική Δύναμη, που περιλαμβάνει και την Πυροσβεστική Υπηρεσία, ρυθμίζονται από τους περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμούς του 1989 (ΚΔΠ 52/89).
Η διαδικασία αρχίζει με την καθίδρυση Επιτροπής Αξιολόγησης, όπως προβλέπεται στον Κανονισμό 5, η οποία, καθώς ο τίτλος της υποδεικνύει, αξιολογεί τους προσοντούχους υποψηφίους για προαγωγή, μετά από μελέτη των προσωπικών τους φακέλων και των ατομικών τους δελτίων, με βάση τα διοικητικά τους προσόντα, τη νοημοσύνη, την κρίση, την ευθυκρισία, το αίσθημα πειθαρχίας, την απόδοση, την ενεργητικότητα, το προσωπικό κύρος και την προσωπικότητά τους. Αφού συμβουλευθεί και τον υπεύθυνο Αξιωματικό, ανάλογα με το πού υπηρετούσε ο αξιολογούμενος υποψήφιος, η Επιτροπή Αξιολόγησης συντάσσει, στη συνέχεια, έκθεση αξιολόγησης για τον κάθε υποψήφιο, πάνω σε ειδικό έντυπο που καθορίζεται από τον Αρχηγό της Αστυνομίας και εγκρίνεται από τον Υπουργό και, ακολούθως, παραδίδει το έντυπο στον Αστυνομικό Διευθυντή της Επαρχίας ή το Διοικητή της Μονάδας που υπηρετεί ο αξιολογούμενος υποψήφιος. Ακολούθως, ο Αστυνομικός Διευθυντής ή ανάλογα με την περίπτωση, ο Διοικητής της Μονάδας καταρτίζει κατάλογο όλων των προσοντούχων, με αλφαβητική σειρά, τον οποίο και υποβάλλει, μαζί με τις εκθέσεις αξιολόγησης, στον Πρόεδρο του Συμβουλίου Κρίσεως.
Το Συμβούλιο Κρίσεως καλεί ενώπιόν του τους υποψηφίους για προαγωγή σε προσωπική συνέντευξη με ερωτήσεις πάνω σε θέματα αστυνομικής πρακτικής εφαρμογής και γενικών γνώσεων για επίκαιρα διεθνή γεγονότα που αφορούν την Κύπρο, ενώ, ταυτόχρονα, εξετάζει την ικανότητα έκφρασής τους, την αυτοπεποίθηση, τον αυτοέλεγχο και την εμφάνισή τους. Η γενική εντύπωση του Συμβουλίου Κρίσεως, αναφορικά με την απόδοση του κάθε υποψηφίου κατά την προσωπική συνέντευξη, καταγράφεται στα πρακτικά. Στη συνέχεια, το Συμβούλιο Κρίσεως, αφού μελετήσει το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων, το ατομικό δελτίο, τις εκθέσεις της Επιτροπής Αξιολόγησης, καθώς και τα αποτελέσματα των προσωπικών συνεντεύξεων, αξιολογεί και βαθμολογεί τον κάθε υποψήφιο πάνω σε ειδικό έντυπο που καθορίζεται πάλι από τον Αρχηγό της Αστυνομίας και εγκρίνεται από τον Υπουργό.
Ακολούθως, το Συμβούλιο Κρίσεως καταρτίζει κατάλογο των συστηνομένων για προαγωγή, τον οποίο και υποβάλλει στον Αρχηγό της Αστυνομίας ο οποίος, αφού λάβει υπόψη όλα τα στοιχεία που αναφέρονται στα σχετικά έντυπα, στον προσωπικό φάκελο και το ατομικό δελτίο του κάθε υποψηφίου, και αφού τα συνεκτιμήσει και αξιολογήσει στο σύνολό τους, έχοντας ως κριτήριο την αξία, τα προσόντα και την αρχαιότητα του κάθε υποψηφίου, και αφού αποφασίσει ποιον ή ποιους θα προάξει, απευθύνει επιστολή προς τον Υπουργό Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως, μαζί με όλα τα στοιχεία για τον κάθε υποψήφιο, ζητώντας την έγκρισή του για την προτεινόμενη προαγωγή ή προαγωγές. Μετά την έγκριση του Υπουργού ο προαγόμενος ή οι προαγόμενοι ενημερώνονται σχετικά, με επιστολή του Αρχηγού της Αστυνομίας, η δε προαγωγή ή προαγωγές δημοσιεύονται στις Εβδομαδιαίες Διαταγές της Αστυνομίας.
Η πιο πάνω διαδικασία ακολουθήθηκε και στην προκείμενη περίπτωση. Οι κενές θέσεις Λοχία στην Πυροσβεστική Υπηρεσία ήταν δύο. Αφού προηγήθηκε η διαδικασία της Επιτροπής Αξιολόγησης και υποβλήθηκε η σχετική έκθεση, μαζί με τον κατάλογο όλων των προσοντούχων, το Συμβούλιο Κρίσεως σύστησε για προαγωγή τέσσερις υποψηφίους, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονταν τα δύο ενδιαφερόμενα μέρη, που τελικά προάχθηκαν από τον Αρχηγό της Αστυνομίας με την έγκριση του Υπουργού, όχι όμως και ο αιτητής.
Προβάλλεται, μεταξύ άλλων, ως λόγος ακυρώσεως ότι η απόφαση του Συμβουλίου Κρίσεως να δώσει στον αιτητή μόνο 3.30 μονάδες, με βάση τα στοιχεία του προσωπικού του φακέλου και του ατομικού του δελτίου, με αποτέλεσμα αυτός να έχει χαμηλότερη συνολική βαθμολογία από τους τέσσερις συναδέλφους του που συστήθηκαν για προαγωγή, στερείται παντελώς αιτιολογίας, ιδιαίτερα αν ληφθεί υπόψη ότι, τον προηγούμενο χρόνο το Συμβούλιο Κρίσεως του έδωσε 0.40 μονάδες περισσότερες.
Κρίνω ότι ο προβαλλόμενος λόγος ακυρώσεως ευσταθεί. Το Συμβούλιο Κρίσεως απέδωσε τις επιπρόσθετες μονάδες που απέδωσε, και μάλιστα, στην περίπτωση του αιτητή, λιγότερες από τον προηγούμενο χρόνο, με αναφορά στα στοιχεία των προσωπικών φακέλων και ατομικών δελτίων των υποψηφίων, χωρίς να προσδιορίσει ποια ήταν αυτά τα στοιχεία ώστε να καθίσταται εφικτός ο δικαστικός έλεγχος της αιτιολογίας της ανάλογης αξιολόγησης. Το γεγονός τούτο, και μόνο, καθιστά την τελική απόφαση του Αρχηγού της Αστυνομίας, για προαγωγή των ενδιαφερομένων μερών, τρωτή. Χαρακτηριστικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση του Κωνσταντινίδη, Δ. στην υπόθεση Ευθυμίου κ.α. ν. Δημοκρατίας, Προσφυγές Αρ. 165/97 κ.α, απόφαση ημερομηνίας 14.12.1998, το σκεπτικό της οποίας με βρίσκει απόλυτα σύμφωνο:
«Το Συμβούλιο Κρίσης απέδωσε αυτές τις επιπρόσθετες μονάδες με αναφορά, σύμφωνα με το έντυπο, στα «στοιχεία του προσωπικού φακέλλου και ατομικού δελτίου». Ποια ήταν αυτά τα στοιχεία δεν προσδιορίστηκε. Αυτή η κρίσιμης σημασία αξιολόγηση παρέμεινε εντελώς αναιτιολόγητη. Οι καθ΄ων η αίτηση λέγουν πως η αιτιολογία προκύπτει ακριβώς από τους προσωπικούς φακέλλους και τα ατομικά δελτία. Αυτό ισοδυναμεί με πρόσκληση να ενδιατρίψουμε τώρα σ΄ αυτά για να κρίνουμε εμείς τι απ΄ όλα δικαιολογεί τη μια ή
Δεν παρέχεται τέτοια δυνατότητα εδώ. Η κάθε πλευρά επικαλείται τα δικά της και η όποια κρίση τώρα θα ήταν πρωτογενής, έξω από το δικαιοδοτικό πλαίσιο. …………………………………………………………………. Όπως υπέδειξα απουσιάζει εντελώς και δεν παρέχεται καμιά απολύτως δυνατότητα άσκησης δικαστικού ελέγχου. Επιπρόσθετο, ενδεικτικό της σημασίας του κενού που εντοπίζεται είναι και το γεγονός ότι, όπως υποδεικνύει ο αιτητής Ευθυμίου, κατά τις κρίσεις των ετών που προηγήθηκαν, το Συμβούλιο Κρίσης του απένειμε διαφορετικό αριθμό μονάδων.
Στοιχειοθετείται λόγος ακυρότητας σε σχέση με την κρίση του Συμβουλίου Κρίσης και επηρεάζεται η νομιμότητα της σύστασής του. Οι προαγωγές, αφού πραγματοποιήθησαν κατ΄ αποκλεισμό των αιτητών που δεν συστήθηκαν, είναι άκυρες.»
(Ανάλογη με τα πιο πάνω ήταν και η προσέγγιση του Νικολάου, Δ. στις Προσφυγές Αρ. 172/98 κ.α., Μουστάκας κ.α. ν. Δημοκρατίας, απόφαση ημερομηνίας 25.2.2000
).Όσον αφορά την εισήγηση του δικηγόρου της Δημοκρατίας ότι τα γεγονότα της παρούσας προσφυγής διαφοροποιούνται από εκείνα της υπόθεσης Ευθυμίου (πιο πάνω), επειδή η βαθμολογία του αιτητή στην παρούσα υπόθεση, έστω και αν αυξάνονταν κατά 0.40 μονάδες, θα ήταν και πάλι χαμηλότερη από εκείνη των ενδιαφερόμενων μερών και, επομένως, δεν θα διαδραμάτιζε ουσιώδη σημασία, αφού και πάλι τα ενδιαφερόμενα μέρη θα υπερείχαν, παρατηρώ ότι αυτή δεν είναι ορθή. Αν ο αιτητής εβαθμολογείτο με 3.70 μονάδες, ναι μεν δεν θα συγκέντρωνε μεγαλύτερη συνολική βαθμολογία από τα ενδιαφερόμενα μέρη, το όνομά
του όμως θα συμπεριλαμβανόταν στον κατάλογο των συστηνομένων για προαγωγή, αφού θα είχε ψηλότερη βαθμολογία από άλλο υποψήφιο που συστήθηκε, τον Α. Βαρνάβα, οπότε, λόγω της μικρής διαφοράς της βαθμολογίας του με εκείνη των ενδιαφερόμενων μερών, είναι άγνωστο ποια θα ήταν η τελική επιλογή του Αρχηγού της Αστυνομίας. Και τούτο ανεξάρτητα από το γεγονός ότι, και χαμηλότερη βαθμολογία να είχε ο αιτητής από τον Α. Βαρνάβα, το αναιτιολόγητο της βαθμολογίας του Συμβουλίου Κρίσεως για τις μονάδες που δόθηκαν με αναφορά στα στοιχεία των προσωπικών φακέλων και των ατομικών δελτίων των υποψηφίων, θα εξακολουθούσε να υπάρχει.Ενόψει της κατάληξής μου ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ακυρωτέα, λόγω έλλειψης αιτιολογίας της βαθμολογίας του Συμβουλίου Κρίσεως, στη βάση των στοιχείων του προσωπικού φακέλου και του ατομικού δελτίου του αιτητή και των ενδιαφερόμενων μερών, δεν κρίνω σκόπιμο να υπεισέλθω στους υπόλοιπους λόγους ακυρώσεως που προβάλλονται. Θεωρώ, όμως, χρήσιμο να παρατηρήσω ότι ο αιτητής, εφόσον δεν συστήθηκε
για προαγωγή από το Συμβούλιο Κρίσεως, δεν νομιμοποιείται να προβάλλει λόγους ακυρώσεως που αφορούν την απόφαση του Αρχηγού της Αστυνομίας, και την επακόλουθη έγκριση του αρμόδιου Υπουργού, με την οποία επιλέγηκαν για προαγωγή, μεταξύ των τεσσάρων συστηθέντων, τα δύο ενδιαφερόμενα μέρη. Σχετικές είναι οι πιο κάτω ορθές παρατηρήσεις του Κωνσταντινίδη, Δ. στη Σοφοκλέους κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. 117/92 κ.α., 29.7.1994:«Δεν περιλήφθηκαν στον κατάλογο των συστηνομένων για προαγωγή, και δεν νομιμοποιούνται στην προβολή ισχυρισμών για λόγους ακυρότητας σε σχέση με τη διαδικασία που ακολούθησε τον καταρτισμό του καταλόγου. Ο Αρχηγός σύμφωνα με το άρθρο 13 Α(5) του περί Αστυνομίας Νόμου Κεφ. 285 (Βλ. Ν. 69/87) επιλέγει μεταξύ των υποψηφίων που περιλαμβάνονται στον κατάλογο και μόνο. Οτιδήποτε και αν συνέβαινε σε σχέση με την ουσιαστική κρίση ως προς τους καταλληλότερους, την αξιολόγηση και την έγκριση του Υπουργού, δεν μπορούσε να τους αφορά. Αυτοί είχαν ήδη αποκλειστεί.»
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.
Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται βάσει του Άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος.
Ρ. Γαβριηλίδης
Δ.
/ΧΤΘ
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο