Σωκράτη Σωκράτους ν. Γενικού Εισαγγελέα, Υπόθεση Αρ. 699/99, 31.5.2000 Σωκράτη Σωκράτους ν. Γενικού Εισαγγελέα, Υπόθεση Αρ. 699/99, 31.5.2000

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Υπόθεση Αρ. 699/99

Ενώπιον: ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗ, Δ.

Αναφορικά με τα Άρθρα 12, 25, 28, 30, 33, 34, 35 και 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

Σωκράτη Σωκράτους εκ Παλιομετόχου

Αιτητή

- και -

      1. Γενικού Εισαγγελέα
      2. Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως
      3. Γενικού Διευθυντού Υπουργείου Δικαιοσύνης και
      4. Δημοσίας Τάξεως

      5. Αρχηγού Αστυνομίας

5. Διευθυντού Φυλακών

Καθ΄ ων η αίτηση

- - - - - -

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 31.5.2000

Για τον αιτητή: κ. Χρ. Θεμιστοκλέους και κ. Ε. Μυριανθέως.

Για τους καθ΄ων η αίτηση: κ. Κ. Σταυρινός, Δικηγόρος της Δημοκρατίας.

- - - - - -

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Στις 14.7.1997, ο αιτητής προσελήφθη ως έκτακτος Δεσμοφύλακας με βάση το άρθρο 19(6) του περί Φυλακών Νόμου του 1966 (Ν.61(Ι)/96). Κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του, διάφορες πληροφορίες τον έφεραν αναμεμιγμένο σε ασυμβίβαστες με τα καθήκοντά του ενέργειες, περιλαμβανομένων και συναλλαγών με κρατουμένους, με αποτέλεσμα, σε κάποιο στάδιο, να συλληφθεί και ανακριθεί από την Αστυνομία ως ύποπτος για τη διάπραξη ποινικών αδικημάτων. Στα πλαίσια της αστυνομικής ανάκρισης, στις 7.3.1999, έδωσε και θεληματική, κατά την Αστυνομία, κατάθεση (Παράρτημα 1 στην Ένσταση), αντίγραφο της οποίας διαβιβάστηκε στο Διευθυντή των Φυλακών (ο Διευθυντής).

Στις 22.3.1999 ο Διευθυντής κάλεσε τον αιτητή στο γραφείο του με σκοπό να τον ενημερώσει για διάφορα πειθαρχικά παραπτώματα τα οποία, όπως διαπίστωσε διαβάζοντας την κατάθεσή του, ο αιτητής παραδέχθηκε ότι διέπραξε κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του και, παράλληλα, να ακούσει τι ο ίδιος είχε να πει για τα παραπτώματα αυτά. Ο αιτητής προσήλθε στο γραφείο του Διευθυντή, συνοδευόμενος από τους δικηγόρους του κ.κ. Χρ. Θεμιστοκλέους και Ε. Μυριανθέως. Το τι διημείφθη στη συνέχεια περιέλαβε ο Διευθυντής σε σημείωμά του τα οποίο έχει ως εξής:

«Σήμερα 22.3.99 κάλεσα στο γραφείο μου τον έκτακτο δεσμοφύλακα αρ. 265 Σωκράτη Σωκράτους με σκοπό να τον ενημερώσω αλλά και να τον ακούσω σχετικά με διάφορα πειθαρχικά παραπτώματα στα οποία περιέπεσε και που ο ίδιος παραδέχτηκε ότι διέπραξε σε γραπτή κατάθεση του προς την αστυνομία στις 7.3.99. (Η κατάθεση δόθηκε στην αστυνομία μετά που συνελήφθη να μεταφέρει εκτός των Φυλακών ποσό £500.= το οποίο παρέλαβε από κατάδικον).

Ο κ. Σωκράτους προσήλθε στο γραφείο μου συνοδευόμενος από τους δικηγόρους του κκ. Χρ. Κ. Θεμιστοκλέους και Εύδωρα Μυριανθέως προς τους οποίους ανέφερα και τους λόγους της πρόσκλησης μου προς τον πελάτη τους.

Ακολούθως αναφέρθηκα στην πιο πάνω θεληματική κατάθεση του προς την Αστυνομία στην οποία παραδέχεται ότι, κατά την διάρκεια της υπηρεσίας του περιέπεσε, εκτός από τα αδικήματα τα οποία εξετάστηκαν και για τα οποία κατηγορήθηκε από την Αστυνομία, και στα ακόλουθα πειθαρχικά παραπτώματα:

(α) Εσκεμμένως παρήκουσε νόμιμες διαταγές, ήτοι, μετέφερε μήνυμα κρατουμένου εκτός της Φυλακής άνευ οποιασδήποτε έγκρισης ή εξουσιοδότησης ανωτέρου του. Απάντησε ότι παραδέχεται.

(β) Απέκρυψε από ανώτερον του αξιωματικό πληροφορίαν την οποίαν είχε καθήκον να μεταδώσει, ήτοι, απέκρυψε από τους ανωτέρους του ότι και στο παρελθόν του έγιναν προτάσεις από κρατουμένους να μεταφέρει εντός της φυλακής φορητά τηλέφωνα έναντι αμοιβής. Απάντησε ότι παραδέχεται.

(γ) Εν γνώσει του έκαμε ψευδή δήλωση, ήτοι, δήλωσε ενώπιον του Λειτουργού των Φυλακών κ. Πετάση και αργότερα ενώπιον μου και του κ. Πετάση ότι τα χρήματα που μετέφερε επιμελώς κρυμμένα στην κάλτσα του δεν του τα έδωσε κατάδικος αλλά του τα έδωσε η γυναίκα του και ότι το σημείωμα που μετέφερε δεν προήρχετο από κατάδικο της Φυλακής. Απάντησε ότι παραδέχεται.

(δ) Επέδειξε δειλίαν κατά την εκτέλεση του καθήκοντος του, ήτοι, έφερε ως δικαιολογητικό των πράξεων και παραλήψεων του το φόβο. Απάντησε ότι παραδέχεται.

Μετά απ΄ όλ΄ αυτά ανέφερα τόσο προς τον ίδιο όσο και προς τους δικηγόρους του ότι, πρόθεση μου είναι να τερματίσω τις υπηρεσίες του ως έκτακτου δεσμοφύλακα εκτός και αν ο ίδιος προτίθεται να υποβάλει την παραίτησή του. Μου απάντησε ότι ο ίδιος δεν προτίθεται να υποβάλει την παραίτηση του, γεγονός που επιβεβαίωσε και ο εκ των δικηγόρων του κ. Θεμιστοκλέους.»

Στις 24.3.1999 ο Διευθυντής πληροφόρησε και γραπτώς τον αιτητή ότι οι υπηρεσίες του ως έκτακτου Δεσμοφύλακα στο Τμήμα Φυλακών τερματίζονταν από 1.4.1999. Ο τερματισμός αυτός, σύμφωνα με το Διευθυντή, έγινε με βάση τον Κανονισμό 6 των Κανονισμών (Υπηρεσία Φυλακών) των Φυλακών του 1948 έως 1982, ο οποίος έχει ως εξής:

«6. Εάν εις Προσωρινός Δεσμοφύλαξ εις οιονδήποτε χρόνον παραμελήση ή αρνηθή ή δι΄ οιανδήποτε άλλην αιτίαν (εκτός ασθενείας μη προξενηθείσης εξ ιδικής του κακής διαγωγής) καταστή ανίκανος να εκτελέση οιονδήποτε των καθηκόντων του, ή παραλείψη να συμμορφωθή προς οιανδήποτε διαταγήν του Επιθεωρητού ή οιουδήποτε άλλου μέλους του μονίμου προσωπικού της Υπηρεσίας των Φυλακών, το οποίον ενεργεί υπό τας οδηγίας του Επιθεωρητού, ή προς οιονδήποτε άλλον σχετικόν όρον, ή αποκαλύψη οιανδήποτε πληροφορίαν αφορώσαν οιονδήποτε ζήτημα αναφερόμενον εις τα Φυλακάς ή τεθείσαν υπό την φροντίδα του, εις οιονδήποτε μη εξουσιοδοτημένον πρόσωπον, ή καθ΄ οιονδήποτε τρόπον δείξη κακήν διαγωγήν, θα απολύεται αμέσως άνευ οιασδήποτε, προειδοποιήσεως.»

Η πιο πάνω απόφαση του Διευθυντή είναι το αντικείμενο της προσφυγής.

Ο δικηγόρος της Δημοκρατίας ήγειρε την προδικαστική ένσταση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση του Διευθυντή δεν είναι εκτελεστή για το λόγο ότι:

(α) Συνιστά εσωτερικό διοικητικό μέτρο,

(β) Η σχέση του αιτητή με το Τμήμα Φυλακών διέπεται από το ιδιωτικό και όχι από το δημόσιο δίκαιο, και,

(γ) Η πρόσληψη του αιτητή έγινε με βάση τον περί Προσλήψεως Εκτάκτων Υπαλλήλων (Δημόσια και Εκπαιδευτική Υπηρεσία) Νόμο του 1995 (Ν.108(Ι)/95) για την κάλυψη έκτακτων και όχι μόνιμων αναγκών του Τμήματος Φυλακών.

Η θέση αυτή του δικηγόρου της Δημοκρατίας δεν με βρίσκει σύμφωνο. Ο τερματισμός της υπηρεσίας του αιτητή συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη και όχι εσωτερικό διοικητικό μέτρο. Πέραν τούτου, ο ίδιος τερματισμός, εμπίπτει στη σφαίρα του δημοσίου και όχι του ιδιωτικού δικαίου. Η δε ιδιότητα του εκτάκτου υπαλλήλου δεν διαφοροποιεί τα πράγματα. (Βλέπε, μεταξύ άλλων, Paschalidou v. Republic (1969) 3 CLR 297, Vassiliou & Others v. Republic (1969) 3 CLR 417 και Papakyriakou v. Republic (1970) 3 CLR 351).

Η προδικαστική ένσταση απορρίπτεται.

Όσον αφορά την ουσία της προσφυγής, οι λόγοι ακυρώσεως που προωθήθηκαν από τους δικηγόρους του αιτητή είναι ότι αυτός απολύθηκε από την υπηρεσία χωρίς να του δοθεί η ευκαιρία να ακουστεί, ότι οι λόγοι για τους οποίους απολύθηκε συνιστούν πειθαρχικά παραπτώματα και, επομένως, έπρεπε να ακολουθηθεί η διαδικασία του Κανονισμού 11(1) των Κανονισμών (Υπηρεσία Φυλακών) των Φυλακών του 1948 έως 1982, πράγμα που δεν έγινε, και ότι, εν πάση περιπτώσει, τα όσα αναφέρονται στο σημείωμα του Διευθυντή (πιο πάνω) δεν ανταποκρίνονται πλήρως στα πραγματικά γεγονότα, ιδιαίτερα η θέση του ότι ο αιτητής, ενώπιόν του και ενώπιον των δικηγόρων του, παραδέχθηκε τα πειθαρχικά παραπτώματα τα οποία του απαρίθμησε. Σε σχέση με το τελευταίο ζήτημα, οι δικηγόροι του αιτητή, στη γραπτή τους αγόρευση, αναφέρουν τα εξής:

«α) Την 15.3.1999 απεστάλει εις τον Διευθυντήν Φυλακών επιστολή των δικηγόρων του αιτητού με την οποία εζητείτο από αυτόν να πληροφορήση τον αιτητήν πότε θα επανήρχετο εις την υπηρεσίαν του. Μετά την επιστολήν αυτήν (αντίγραφον της οποίας επισυνάπτεται) είναι γεγονός ότι την 22.3.1999 ο αιτητής εκλήθη από τον Διευθυντήν φυλακών να τον επισκεφθεί εις το γραφείον του χωρίς να του αναφερθεί ο λόγος της κλήσεως.

β) Πράγματι ο αιτητής την 24.3.1999 συνηντήθη, εις την παρουσία των δικηγόρων του και ενός άλλου αξιωματικού των φυλακών, με το Διευθυντήν Φυλακών εις το γραφείον του τελευταίου, όπου έγινε μια υποθετική και ακαδημαικής φύσεως θα την εχαρακτήριζα συζήτησις, γύρω από την δήθεν διάπραξιν από τον αιτητήν των πειθαρχικών αδικημάτων που απαριθμούνται εις την παρ. (14) της ενστάσεως των καθ΄ων η αίτησις. Με το πέρας της συζητήσεως ο αιτητής αντιθέτως προς του ισχυρισμούς των καθ΄ων η αι΄τησις δεν προέβη εις οποιανδήποτε παραδοχήν. Αυτό που πράγματι έγινε ήταν ότι απλά εσχολίασε τα υποτιθέμενα πειθαρχικά παραπτώματα και ανεφέρθει εκτενώς εις την επικρατούσα εις τις φυλακές κατάστασιν τρομοκρατίας που ασκείται από μέρους ορισμένων βαρυποινητών καταδίκων τόσον προς άλλους καταδίκους όσον και προς τους δεσμοφύλακες.

γ) Είναι γεγονός ότι με το πέρας της συζήτησις ο Διευθυντής Φυλακών ερώτησε τον αιτητήν κατά πόσον προτίθεται να υποβάλη παραίτησιν και είναι γεγονός ότι έλαβεν αρνητικήν απάντησιν από τον αιτητήν.»

Κατά την κρίση μου, οι λόγοι ακυρώσεως που προβάλλονται από τους δικηγόρους του αιτητή δεν ευσταθούν. Η απόλυσή του δεν έγινε ως αποτέλεσμα πειθαρχικής διαδικασίας. Τέτοια διαδικασία, όπως άλλωστε ρητά αναφέρει και ο ίδιος ο Διευθυντής στο κυανούν 128 του Τεκμηρίου 1 ενώπιόν μου, δεν υπήρξε. Ο αιτητής, όταν κλήθηκε από το Διευθυντή στο γραφείο του, και ρωτήθηκε ενώπιον των δικηγόρων του τι είχε να πει για τα πειθαρχικά παραπτώματα τα οποία παραδεχόταν στην κατάθεσή του ότι διέπραξε, απάντησε ότι παραδεχόταν. Στη βάση της παραδοχής αυτής, ο Διευθυντής τον απέλυσε ασκώντας τις εξουσίες του σύμφωνα με τον Κανονισμό 6 των Κανονισμών (Υπηρεσία Φυλακών) των Φυλακών του 1948 έως 1982, (πιο πάνω). Ο αιτητής δεν στερήθηκε της ευκαιρίας να εκθέσει τις απόψεις του, όπως δε εξελίχθηκαν τα πράγματα δεν ετίθετο ζήτημα να ακολουθηθεί η διαδικασία του Κανονισμού 11, αφού ο αιτητής παραδέχθηκε ενοχή στα πειθαρχικά αδικήματα τα οποία του καταλογίζονταν, ο δε Διευθυντής, ενόψει της φύσεως τους, είχε τη δυνατότητα να τον απολύσει, εφαρμόζοντας τον Κανονισμό 6.

Όσον αφορά την αμφισβήτηση των πραγματικών γεγονότων που περιέχεται στην αγόρευση των δικηγόρων του αιτητή, παρατηρώ ότι αυτοί απέτυχαν να τεκμηριώσουν την εκδοχή τους, ως εβαρύνοντο.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με βάση το Άρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.

 

Ρ. Γαβριηλίδης

&# 9;Δ.

 

 

/ΧΤΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο