Κατερίνας Γιαννάκη ν. Κυπριακού Οργανισμού Τουρισμού, Υπόθεση Αρ. 910/98, 7 Ιουνίου 2000 Κατερίνας Γιαννάκη ν. Κυπριακού Οργανισμού Τουρισμού, Υπόθεση Αρ. 910/98, 7 Ιουνίου 2000

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Υπόθεση Αρ. 910/98

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗ, Δ.

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

Κατερίνας Γιαννάκη από Παραλίμνι

Αιτήτρια

και

Κυπριακού Οργανισμού Τουρισμού

Καθ΄ων η Αίτηση

--------------

7 Ιουνίου 2000

Για την Αιτήτρια: κ. Α. Σ. Αγγελίδης.

Για τους Καθ΄ων η Αίτηση: κ. Α. Ι. Δικηγορόπουλος.

-------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Με την προσφυγή της η Αιτήτρια κα. Γιαννάκη επιδιώκει την ακύρωση του διορισμού των τριών Ενδιαφερομένων Μερών στη θέση του Βοηθού Επιθεωρητή 2ης Τάξης του Κυπριακού Οργανισμού Τουρισμού.

Είχαν προκηρυχθεί τέσσερις τέτοιες θέσεις και διεξήχθησαν κατ΄αρχή γραπτές εξετάσεις για όλους που υπέβαλαν αίτηση και πληρούσαν τις προϋποθέσεις του σχεδίου υπηρεσίας. Η κυρία Γιαννάκη ήταν μεταξύ των 15 επιτυχόντων στις εξετάσεις αυτές και μάλιστα κατετάγη δεύτερη στη βαθμολογία με 82.62/100. Τα Ενδιαφερόμενα Μέρη κα. Φοιτίδου, κ. Μιχαήλ και κ. Γεωργίου κατετάγησαν αμέσως μετά από αυτή με 80.87/100, 80.87/100 και 79.62/100 αντίστοιχα, ενώ για την άλλη θέση επελέγη ο κ. Μαυρόγιαννος ο οποίος είχε καταταγεί πρώτος με 88.87/100 και του οποίου το διορισμό δεν προσβάλλει η κα. Γιαννάκη. Και οι 15 επιτυχόντες στις γραπτές εξετάσεις εκλήθησαν ακολούθως σε προφορική εξέταση ενώπιον της Επιτροπής Προσωπικού του ΚΟΤ κατά την οποία τους υπεβλήθησαν πανομοιότυπες ερωτήσεις ως προς τα καθήκοντα και τις ευθύνες της θέσης. Ακολούθως, η Επιτροπή τους βαθμολόγησε ως προς την απόδοση τους στην προφορική εξέταση, τα προσόντα τους που θεωρούντο πλεονέκτημα, τα άλλα ακαδημαϊκά προσόντα τους και την πείρα τους, ως ακολούθως:

 

 

 

Μαυρόγιαννος

Γιαννάκη

Φοιτίδου

Μιχαήλ

Γεωργίου

Προφορική

εξέταση

8.81

7.31

9.19

9.44

8.75

Προσόντα ως

πλεονέκτημα

5

2

8

6

5

Άλλα προσόντα

0

0

0

0

0

Πείρα

 

4

5

4

4

4

Προσθέτοντας τις βαθμολογίες εκάστου υποψηφίου, προέκυψε η τελική τους βαθμολογία ως ακολούθως:

Μαυρόγιαννος 106.68

Φοιτίδου 102.60

Μιχαήλ 100.31

Γεωργίου 97.37

Γιαννάκη 96.93

Επελέγησαν δε ο κ. Μαυρόγιαννος και τα τρία Ενδιαφερόμενα Μέρη ως συγκεντρώσαντες τη ψηλότερη συνολική βαθμολογία.

Βασική θέση του ευπαιδεύτου συνηγόρου της κας. Γιαννάκη στην αγόρευση του είναι ότι η αξιολόγηση των υποψηφίων στην προφορική εξέταση είναι αναιτιολόγητη αφού δεν τηρήθησαν πρακτικά στα οποία να καταγράφεται και αιτιολογείται η εντύπωση της Επιτροπής παρά μόνο δόθησαν βαθμολογίες. Το ίδιο, εισηγείται ο κ. Αγγελίδης, ισχύει και όσον αφορά τη βαθμολόγηση της πείρας των υποψηφίων. Ο κ. Αγγελίδης εισηγείται επίσης ότι δεν έγινε οποιαδήποτε έρευνα αναφορικά με τα ακαδημαϊκά προσόντα της κας. Γιαννάκη τα οποία ήσαν σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης, δοθέντος ότι η Επιτροπή έκρινε ότι κανένας υποψήφιος δεν διέθετε τέτοια προσόντα. Στην απαντητική αγόρευση του ο κ. Αγγελίδης εγείρει και ένα άλλο θέμα το οποίο προκύπτει από τα πρακτικά τα οποία δεν του είχαν δοθεί προηγουμένως. Όπως λέγει, τα πρακτικά της συνεδρίας της 22.7.1998, κατά την οποία και έγιναν οι πιο πάνω ενέργειες της Επιτροπής, όχι μόνο υπογράφονται από 8 μόνο μέλη ενώ τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου ήσαν 9, χωρίς να εξηγείται γιατί, αλλά και υπογράφονται από δύο άλλα πρόσωπα που περιγράφονται ως "Γραμματεία". Τίθεται, λοιπόν, εισηγείται, θέμα κακής συγκρότησης της Επιτροπής.

Η απάντηση του ευπαιδεύτου συνηγόρου για τον ΚΟΤ όσον αφορά την αιτιολογία είναι ότι η όλη διαδικασία έγινε σύμφωνα με τα άρθρα 4 και 7(5) του περί Αξιολόγησης Υποψηφίων για Διορισμό στη Δημόσια Υπηρεσία Νόμου του 1995, Ν. 107(1)/95, που δεν απαιτούν αιτιολογία παρά μόνο καταγραφή της απόφασης για τις μονάδες που εδόθησαν στον κάθε υποψήφιο για την προφορική εξέταση, τα προσόντα και την πείρα. Όσον αφορά το θέμα της συγκρότησης της Επιτροπής, ο κ. Δικηγορόπουλος ουσιαστικά άφησε το θέμα στο δικαστήριο.

Το θέμα της ορθής κατά νόμο συγκρότησης της Επιτροπής ως διορίζοντος οργάνου είναι θεμελιακό αφού αυτή αποτελεί προϋπόθεση του νόμιμου και έγκυρου των αποφάσεων του (ίδε: Στεφανίδης και άλλοι ν. Δημοκρατίας (1993) 3 ΑΑΔ 367). Ως τέτοιο, εξετάζεται και αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο (ίδε: Παπαδόπουλος κ.α. ν. ΡΙΚ κ.α. (1996) 3 ΑΑΔ 1), αν και ήδη περιλαμβάνεται στους λόγους ακύρωσης που αναφέρονται στην προσφυγή. Σύμφωνα με το άρθρο 5(6) του περί Κυπριακού Οργανισμού Τουρισμού Νόμου του 1969, Ν. 54/69, το Διοικητικό Συμβούλιο του ΚΟΤ μπορεί να μεταβιβάζει αρμοδιότητες του σε επιτροπές. Στην προκειμένη περίπτωση, εφ΄όσον δεν έχει αμφισβητηθεί ότι το Διοικητικό Συμβούλιο μεταβίβασε την αρμοδιότητα του για τους εν λόγω διορισμούς στην Επιτροπή Προσωπικού, και ότι η Επιτροπή Προσωπικού ήταν η διορίζουσα αρχή σύμφωνα με το άρθρο 7(5) του Νόμου 107(1)/95, δεν θα ασχοληθώ με το θέμα. Ο κ. Αγγελίδης λέγει ότι, ενώ το Διοικητικό Συμβούλιο είχε 9 μέλη, μόνο 8 φαίνονται από τα πρακτικά να μετείχαν στη συνεδρία και στη λήψη της απόφασης. Δεν συζητούμε όμως για το Διοικητικό Συμβούλιο αλλά για την Επιτροπή Προσωπικού ως διορίζουσα αρχή. Το άλλο σκέλος της εισήγησης του κ. Αγγελίδη εν τούτοις έχει ισχυρότερη βάση. Είναι νομολογιακά καθιερωμένη η αρχή ότι η παρουσία προσώπων που δεν είναι μέλη του αρμοδίου οργάνου κατά τη συνεδρία του κατά την οποία γίνεται συζήτηση και λαμβάνεται η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ανεπίτρεπτη και οδηγεί σε ακύρωση της (ίδε: Πανεπιστήμιο Κύπρου ν. Κωνσταντίνου κ.α. (1994) 3 ΑΑΔ 145). Στην προκειμένη περίπτωση τα δύο πρόσωπα που περιγράφονται στα πρακτικά της 22.7.1998 ως "Γραμματεία", Α. Δημητριάδου και Κ. Οικονομίδου, όχι μόνο μαρτυρούνται έτσι να ήσαν παρόντα καθ΄όλη την εν λόγω συνεδρία αλλά και υπογράφουν τα πρακτικά, μαζί με τα μέλη της Επιτροπής, αμέσως μετά τη λήψη της απόφασης. Ελλείψει οποιασδήποτε άλλης αναφοράς ή διευκρίνισης, αναφορικά με το ρόλο των εν λόγω προσώπων, στα πρακτικά, το παρουσιασθέν αντίγραφο των οποίων, ας σημειωθεί, περιγράφεται ως απόσπασμα εκ των πρακτικών της 22.7.1998 και όντως φαίνεται να είναι μόνο το τελευταίο μέρος τους, η ενδεδειγμένη κατάληξη πρέπει να είναι ότι η παρουσία των εν λόγω προσώπων κατά τη συνεδρία και η υπογραφή της απόφασης από αυτά επηρεάζει τη νόμιμη συγκρότηση της Επιτροπής ως διορίζοντος οργάνου και καθιστά τρωτή την απόφαση.

Αν και η κατάληξη αυτή δεν καθιστά αναγκαίο να ασχοληθώ με την άλλη πτυχή της υπόθεσης, δεν θεωρώ άσκοπο να παρατηρήσω ότι και επί της ουσίας φαίνεται να ευσταθεί η προσφυγή. Η μη αναφορά στο άρθρο 7(5) σε αιτιολόγηση των μονάδων που δίδονται σε κάθε υποψήφιο όσον αφορά την προφορική εξέταση, τα προσόντα και την πείρα, δεν απαλλάσσει την Επιτροπή της υποχρέωσης παροχής αιτιολογίας για την απόφαση της, ως θέμα γενικής αρχής, κατά το μέτρο που η φύση των πραγμάτων επιτρέπει αλλά και υπαγορεύει. Ούτε είναι άσχετη προς τούτο η αναφορά στο άρθρο 7(5) ότι η απόφαση αναφορικά με τις μονάδες που δίδονται πρέπει να καταγράφεται στα πρακτικά και ότι οι σχετικές σημειώσεις των μελών αποτελούν μέρος του φακέλου. Έστω και αν η εντύπωση των μελών για την απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση είναι σε κάποιο βαθμό υποκειμενική, εκείνο που έχει σημασία είναι η διατύπωση αυτής της εντύπωσης με τέτοιο τρόπο που να αιτιολογεί την απόδοση των μονάδων που δίδονται σε κάθε υποψήφιο. Εξ άλλου, αυτό που έγινε ήταν το κάθε μέλος να δώσει απλώς τις μονάδες που έκρινε και να εξευρεθεί ο μέσος όρος του κάθε υποψηφίου. Αυτό δεν είναι το τι ορίζει το άρθρο 4 και το άρθρο 7(5) αναφορικά με τις μονάδες: το τι προνοούν είναι ότι η βαρύτητα που δίδεται στην προφορική εξέταση, όπως και στα προσόντα και στην πείρα, και η οποία αποτιμάται σε μονάδες, απονέμεται από τη διορίζουσα αρχή, προφανώς ως σύνολο, και όχι ως μέσος όρος αθροίσματος επί μέρους και αναιτιολόγητων βαθμολογιών από κάθε μέλος. Η απονομή μονάδων με βάση τη βαρύτητα που αποδίδεται στα καθοριζόμενα κριτήρια από τη διορίζουσα αρχή πρέπει συνεπώς και να αιτιολογείται από αυτή. Η παροχή της αναγκαίας συλλογικής αιτιολογίας θα εξηγούσε ενδεχόμενα και το γιατί μόνη η κα. Γιαννάκη βαθμολογήθηκε στην προφορική εξέταση τόσο διαφορετικά από ορισμένα μέλη ώστε ο μέσος όρος της να έπεσε τόσο χαμηλά που να επηρέασε άμεσα την τελική της βαθμολογία. Η διαφορά στη βαθμολογία από το 10 που πήρε από δύο μέλη μέχρι το 4.5 που πήρε από άλλο μέλος είναι τέτοια που να τονίζει την ανάγκη επαρκούς αιτιολογίας.

Η ανάγκη αυτή είναι έτι περαιτέρω επιτακτική όσον αφορά τη βαθμολογία στα δύο άλλα κριτήρια των προσόντων και της πείρας, που δεν περιέχουν το όποιο υποκειμενικό στοιχείο της προφορικής εξέτασης. Η διαπίστωση ότι στην κα. Γιαννάκη έπρεπε να δοθούν 2 μονάδες (από 10) για προσόντα που συνιστούν πλεονέκτημα, 0 μονάδες (από 3) για άλλα ακαδημαϊκά προσόντα και 5 μονάδες (από 7) για πείρα, και ανάλογα στους άλλους υποψηφίους, δεν μπορεί παρά να είναι συνάρτηση αντικειμενικών δεδομένων με βάση τα στοιχεία εκάστου. Καμμιά αιτιολογία όμως δεν παρέχεται ως προς τα ποία στοιχεία ελήφθησαν υπ΄όψη και σε ποιο βαθμό, παρά μόνο μια βαθμολογία που δεν συναρτάται προς οτιδήποτε και δεν μπορεί να ελεγχθεί ευθέως ως προς οτιδήποτε. Γιατί η κα. Γιαννάκη βαθμολογήθηκε με μόνο 1 μονάδα στη "Γλώσσα" (ως στοιχείο προσόντων που συνιστούσαν πλεονέκτημα), που μείωσε δραστικά και καταλυτικά τη συνολική της βαθμολογία αποκλείοντας την, ενώ οι κ. Μαυρόγιαννος, κα. Φοιτίδου, κ. Μιχαήλ και κ. Γεωργίου με 5, 7, 4 και 4 αντίστοιχα, δεν εξηγείται και δεν βλέπω πώς μπορεί να προκύπτει από τα στοιχεία των φακέλων. Σίγουρα, με βάση τα κριτήρια που έθεσε η Επιτροπή ως προς τη βαθμολογία για τη δεύτερη ξένη γλώσσα, η κα. Γιαννάκη είχε πιστοποιητικό παρακολούθησης βασικής σειράς μαθημάτων στη Σουηδική, που προφανώς δεν θεωρήθηκε ως "πιστοποιητικό γνώσης της γλώσσας" που θα της έδιδε βαθμολογία "4" αντί "1" που της δόθηκε ως "γνώση 2ης ξένης γλώσσας χωρίς πιστοποιητικό". Το πιστοποιητικό του κ. Γεωργίου όμως από το Goethe-Intistut με παρακολούθηση σχεδόν δύο μηνών στα γερμανικά προφανώς θεωρήθηκε ως τέτοιο πιστοποιητικό αφού του δόθησαν 4 μονάδες. Πώς τα δύο διαφοροποιούνται δεν εξηγείται, τοσούτο μάλλον αφού ο ίδιος ο κ. Γεωργίου περιγράφει στην αίτηση του ως μέτρια τη γραφή και ομιλία του της γερμανικής και μόνο την ανάγνωση του ως καλή. Το ίδιο ισχύει για το πιστοποιητικό του κ. Μιχαήλ (στον οποίο δόθησαν επίσης 4 μονάδες) στα γερμανικά από το International Cetificate Conference and the Goethe-Institut, απροσδιόριστης διάρκειας παρακολούθησης. Όσο για τις 7 μονάδες που δόθησαν στην κα. Φοιτίδου, δεν εξηγούνται με αναφορά στα εν λόγω κριτήρια αλλά μάλλον αποκαλύπτουν πλάνη ως προς την ερμηνεία του σχεδίου υπηρεσίας. Πρέπει να υποθέσουμε, αφού η βαθμολογία "7" δεν αναλύεται και δεν αιτιολογείται, ότι στην κα. Φοιτίδου εδόθησαν 5 μονάδες για σπουδές στη Γαλλική ως δεύτερη ξένη γλώσσα και ανά 1 βαθμός για τη Γερμανική και την Ισπανική ως γνώση δεύτερης ξένης γλώσσας χωρίς πιστοποιητικό. Τα κριτήρια όμως, όπως και το σχέδιο υπηρεσίας, δεν μπορούσαν να εκληφθούν ότι προνοούσαν για τέτοια αθροιστική βαθμολογία σε δεύτερη και επέκεινα ξένες γλώσσες. Βάσει του άρθρου 4, στο σύνολο των προσόντων που θεωρούνται ως πλεονέκτημα μπορούν να δοθούν το πολύ μέχρι 10 μονάδες. Αν όμως για κάθε δεύτερη ξένη γλώσσα δίδονται μονάδες σύμφωνα με τα κριτήρια που εφάρμοσε η Επιτροπή, πώς θα μπορούσαν να δοθούν έτσι σε υποψήφιο που είχε σπουδές ή πιστοποιητικό γνώσης σε τρεις ή περισσότερες δεύτερες ξένες γλώσσες, αφού η αθροιστική του βαθμολογία θα υπερέβαινε τις 10 μονάδες; Ιδιαίτερα αφού οι κατά μέγιστο 10 μονάδες δεν δίδονται μόνο για τη γλώσσα αλλά και για το άλλο στοιχείο το οποίο, βάσει του σχεδίου υπηρεσίας, θεωρείται πλεονέκτημα, δηλαδή τη λογιστική. Προβαίνω στο συλλογισμό αυτό για να καταλήξω ότι η μέθοδος που ακολούθησε η Επιτροπή για να απονείμει τις μονάδες ως προς τα προσόντα ήταν τόσο αναιτιολόγητη όσον ήταν και εκτός του πλαισίου του σχεδίου υπηρεσίας. Γιατί από τις 10 μονάδες που ήταν το μέγιστο αποφάσισε το στερεότυπο όσο και ανεφάρμοστο 5/4/1 για τη γλώσσα δεν εξηγείται, ούτε γιατί αποφάσισε να δώσει μόνο 1 μονάδα για το άλλο πλεονέκτημα της λογιστικής. Ως προς το πλεονέκτημα της λογιστικής δε, αποκαλύπτεται άλλη μία αναιτιολόγητη πτυχή των ενεργειών της Επιτροπής που προκύπτει από πλάνη, για τα ίδια της τα κριτήρια και το σχέδιο υπηρεσίας. Στον κ. Μιχαήλ έδωσε 2 μονάδες για το πλεονέκτημα της λογιστικής, αν και η ίδια είχε καθορίσει ότι μόνο 1 μονάδα εδίδετο στο εν λόγω πλεονέκτημα. Προφανώς εδόθη 1 μονάδα βάσει της παραγράφου (1)(β) και 1 μονάδα βάσει της παραγράφου 1(γ) του σχεδίου υπηρεσίας. Το σχέδιο υπηρεσίας όμως δεν δημιουργεί διπλό πλεονέκτημα λογιστικής, αφού τα προσόντα της παραγράφου (1)(β), προς τα οποία συναρτώνται οι γνώσεις λογιστικής ως πλεονέκτημα, είναι διαζευκτικά εκείνων της παραγράφου 1(γ), προς τα οποία συναρτάται η επιτυχία σε εξέταση στη λογιστική ως πλεονέκτημα.

Καταλήγοντας, για όλους τους πιο πάνω λόγους, κρίνω ότι η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ως προς τα τρία Ενδιαφερόμενα Μέρη ακυρώνεται.

Ο ΚΟΤ θα καταβάλει τα έξοδα της κας. Γιαννάκη.

 

 

Δ. Χατζηχαμπής

Δ.

 

 

 

/ΚΧ"Π


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο