Ξενοφώντα Αττίκη ν. Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου, Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις αρ. 40/97, 75/97, 97/97 και 182/97., 18 Ιουλίου, 2000 Ξενοφώντα Αττίκη ν. Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου, Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις αρ. 40/97, 75/97, 97/97 και 182/97., 18 Ιουλίου, 2000

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις αρ.

40/97, 75/97, 97/97 και 182/97.

ΕΝΩΠΙΟΝ: Μ. ΚΡΟΝΙΔΗ, Δ.

Αναφορικά με το Άρθρο 146 του Συντάγματος.

Υπόθεση Αρ. 40/97

Μεταξύ:

Ξενοφώντα Αττίκη, από τη Λευκωσία

Αι τητή

- και -

Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου

Καθ’ου η αίτηση

- - - - - -

Υπόθεση Αρ. 75/97

Μεταξύ:

Νίκου Χαραλάμπους

Αι τητή

- και -

Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου

Καθ’ου η αίτηση

- - - - - -

Υπόθεση Αρ. 97/97

Μεταξύ:

1. Γεώργιου Γωγάκη, από τη Λευκωσία

2. Θέμη Βασιλείου, από τη Λευκωσία

Αι τητών

- και -

Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου

Καθ’ου η αίτηση

- - - - - -

Υπόθεση Αρ. 182/97

Μεταξύ:

Ανδρέα Φλωρίδη, από τη Λευκωσία

Αι τητή

- και -

Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου

Καθ’ου η αίτηση

- - - - - -

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 18 Ιουλίου, 2000.

Για τον αιτητή στην 40/97: Α. Παπαχαραλάμπους.

Για τον αιτητή στην 75/97: Τ. Παπαδόπουλος και Σία.

Για τους αιτητές στην 97/97: Α. Κωνσταντίνου

Για τον αιτητή στην 182/97: Α. Σ. Αγγελίδης.

Για το καθ΄ου η αίτηση: Π. Πολυβίου.

Για τα ενδιαφερόμενα μέρη σε όλες τις προσφυγές: Αιμ. Λεμονάρης.

- - - - - -

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Με τις παρούσες προσφυγές όλοι οι αιτητές ζητούν ακύρωση της απόφασης του Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου (ΡΙΚ) να προάξει στη θέση Μηχανικού τα ενδιαφερόμενα μέρη αντί αυτών.

Το ΡΙΚ προκήρυξε το Νοέμβριο του 1994 έξι θέσεις Μηχανικού στην Κλίμακα Α11/12. Με βάση την πιο πάνω προκήρυξη υπέβαλαν αίτηση τόσον οι αιτητές όσο και τα ενδιαφερόμενα μέρη.

Σε συνεδρία της ημερ. 19.1.95 η Συμβουλευτική Επιτροπή Επιλογής (Επιτροπή), αφού μελέτησε τα προσόντα των υποψηφίων, όπως εμφαίνονται στους προσωπικούς φακέλους τους, σε συνάρτηση με τα απαιτούμενα προσόντα από το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης, κατέληξε ότι οι αιτητές και τα ενδιαφερόμενα μέρη - πλην του αιτητού στην προσφυγή 182/97 Ανδρέα Φλωρίδη - πληρούσαν τις πρόνοιες του Σχεδίου Υπηρεσίας. Η Επιτροπή αποφάσισε ακολούθως να καλέσει τους υποψηφίους που έκρινε ότι πληρούν τις πρόνοιες του Σχεδίου Υπηρεσίας αναφορικά με τα απαιτούμενα προσόντα σε προσωπικές συνεντεύξεις για προφορική εξέταση προς περαιτέρω διερεύνηση της καταλληλότητας τους για τη θέση.

Τα πρακτικά της Επιτροπής ημερ. 31.1.95 έχουν ως εξής:-

“Η Επιτροπή δέχθηκε σε προσωπική συνέντευξη για προφορική εξέταση τον κάθε ένα από τους υποψηφίους που έκρινε ότι ικανοποιεί τις προϋποθέσεις καταλληλότητας για τη θέση.

Οι ερωτήσεις που υπεβλήθησαν στους υποψηφίους ήταν παρομοίου περιεχομένου και συναρτημένες με το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης, και αποσκοπούσαν στη διερεύνηση των γνώσεων, πείρας και δεξιοτήτων τους και γενικά της ικανότητάς τους ν΄ αναλάβουν και να εκτελούν με επιτυχία τα καθήκοντά τους.

Η Επιτροπή αφού έλαβε υπόψη το περιεχόμενο των ενώπιόν της εγγράφων και την απόδοση των υποψηφίων κατά τις προφορικές συνεντεύξεις τους έκρινε ότι όλοι οι υποψήφιοι ικανοποιούν τις προϋποθέσεις και αποφάσισε να τους παραπέμψει ως κατάλληλους για τη θέση “Μηχανικού” στο Διοικητικό Συμβούλιο.”.

Σε συνεδρία του το Διοικητικό Συμβούλιο του ΡΙΚ ημερ. 16.12.96 υιοθέτησε τη θέση της Επιτροπής και απέκλεισε τέσσερις υποψηφίους μεταξύ των οποίων και τον αιτητή στην προσφυγή 182/97 Α. Φλωρίδη, με το αιτιολογικό ότι δεν πληρούσαν τις πρόνοιες του Σχεδίου Υπηρεσίας.

Μετά τη μελέτη των ενώπιον του εγγράφων το Συμβούλιο ζήτησε τις συστάσεις του Αν. Γενικού Διευθυντή Α. Μιχαηλίδη σχετικά με τους καταλληλότερους υποψηφίους για προαγωγή.

Ο Αν. Γενικός Διευθυντής αφού παρέθεσε κατάλογο των υποψηφίων με τη βαθμολογία τους στις Υπηρεσιακές Εκθέσεις της περιόδου 1989-1993 και αφού αναφέρθηκε στις εκθέσεις των Τμηματαρχών, την αρχαιότητα και τα προσόντα των υποψηφίων, κατέληξε ως εξής:-

“Ο κ. Α. Μιχαηλίδης ανέφερε ότι δεν παραγνωρίζει το πλεονέκτημα (σε σχέση με τα προσόντα) που έχουν οι πιο πάνω. Παρατήρησε όμως ότι κατά τη δική του άποψη, με βάση τόσο όλα τα ενώπιον του Συμβουλίου στοιχεία, όσο και τη δική του γνώση ως Διευθυντή Τεχνικών Υπηρεσιών, οι υποψήφιοι Σχίζας Γεώργιος, Φανή Αναστάσιος, Διακόπουλος Ανδρέας, Σχίζας Ευστάθιος, Παναγιώτου Γεώργιος και Δικωμίτης Αγαθάγγελος, είναι οι καταλληλότεροι για προαγωγή, λόγω της ευσυνειδησίας, εργατικότητας, αποδοτικότητας και παραγωγικότητάς τους, καθώς και της εν γένει προσφοράς τους.

Περαιτέρω παρατήρησε ότι το πιο σημαντικό στοιχείο είναι η αξία των υποψηφίων, όπως αντανακλάται στις Υπηρεσιακές Εκθέσεις τους. Επομένως, πρόσθεσε, σύστασή μου είναι να γίνουν οι προαγωγές με βάση τη σειρά κατάταξης των υποψηφίων κατ΄ αξία, δηλαδή των ακολούθων:

  • Σχίζα Γεώργιου
  • Φανή Αναστάσιου
  • Διακόπουλου Ανδρέα
  • Σχίζα Ευστάθιου
  • Παναγιώτου Γεώργιου
  • Δικωμίτη Αγαθάγγελου

Στο σημείο αυτό αποχώρησε από τη συνεδρία ο Αν. Γενικός Διευθυντής.”.

Μετά την αποχώρηση του Αν. Γενικού Διευθυντή το Συμβούλιο ακολουθώντας τη σύσταση του προήγαγε τα ενδιαφερόμενα μέρη με το εξής σκεπτικό:-

“Το Συμβούλιο, αφού έλαβε υπ΄ όψη και συνεκτίμησε το σύνολο των ενώπιον του στοιχείων αναφορικά με τους υποψηφίους, συμφώνησε με τη σύσταση του Αν. Γενικού Διευθυντή, κρίνοντας ότι οι οποιεσδήποτε διαφορές μεταξύ των υποψηφίων αναφορικά με τα προσόντα και την αρχαιότητα δεν εξουδετερώνουν τις μεταξύ τους διαφορές στην αξία, και με βάση τα καθιερωμένα κριτήρια της αξίας, των προσόντων και της αρχαιότητας στο σύνολο τους και με γνώμονα την καταλληλότητα για τη θέση, αποφάσισε ομόφωνα (αλλά με την αποχή του μέλους κ. Α. Χρυσάνθου) την προαγωγή στη θέση Μηχανικού από την 1.1.1997 των ακολούθων υποψηφίων, που υπερέχουν σε αξία των άλλων υποψηφίων:

Σχίζα Γεώργιου

Φανή Αναστάσιου

Διακόπουλου Ανδρέα

Σχίζα Ευστάθιου

Παναγιώτου Γεώργιου

Δικωμίτη Αγαθάγγελου”.

Στην προσφυγή αρ. 97/97 αναπτύσσεται από τον ευπαίδευτο δικηγόρο κ. Α. Κωνσταντίνου εν εκτάσει ο εξής λόγος ακύρωσης:-

“Οι καθ΄ων η αίτηση βασίστηκαν ή επηρεάστηκαν ουσιωδώς από ετήσιες αξιολογήσεις ή εκθέσεις που έγιναν κατά παράβαση του νόμου - Παραβίαση της Νομοθεσίας και/ή διαδικασίας για τη σύνταξη εκθέσεων ή αξιολογήσεων.”.

Παρατηρώ ότι στις υπόλοιπες προσφυγές δεν αναπτύσσεται μεν σε έκταση ο πιο πάνω λόγος ακύρωσης, περιέχεται όμως στους λόγους ακύρωσης που αναγράφονται σ΄ αυτές.

Είναι η εισήγηση του κ. Α. Κωνσταντίνου ότι πρωτεύοντα λόγο για την προαγωγή των ενδιαφερομένων μερών διαδραμάτισαν οι βαθμολογίες των υποψηφίων όπως παρουσιάζονται στις Υπηρεσιακές Εκθέσεις των ετών 1989-1993. Οι εκθέσεις δε των υποψηφίων για τα έτη 1990-94 ήταν ο αποφασιστικός παράγοντας στην επιλογή τους.

Συμφωνώ με τη θέση αυτή του κ. Κωνσταντίνου. Από τα κείμενα που παρέθεσα πιο πάνω από τη σύσταση του Αν. Γενικού Διευθυντή και την απόφαση του Συμβουλίου φαίνεται ξεκάθαρα ο κυρίαρχος και αποφασιστικός ρόλος των Υπηρεσιακών Εκθέσεων στην επίδικη απόφαση.

Είναι η εισήγηση του κ. Κωνσταντίνου ότι ουδέποτε το ΡΙΚ εξέδωσε Κανονισμούς σχετικούς με τη σύνταξη των Υπηρεσιακών Εκθέσεων των υπαλλήλων, κατά παράβαση του Νόμου 155/90. Η απουσία δε Κανονισμών για το θέμα αυτό και η σύνταξη των Υπηρεσιακών Εκθέσεων με βάση εσωτερικούς κανόνες και εγκυκλίους του ΡΙΚ, χωρίς νομοθετική ή Κανονιστική κάλυψη είναι παράτυπη και παράνομη γεγονός που παρασύρει σε ακυρότητα όλο το οικοδόμημα στο οποίο στηρίχθηκε η επίδικη απόφαση.

Την 27.7.90 δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ο Νόμος αρ. 155/90 (ο περί Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου (Αξιολόγηση, Ελευθερία Έκφρασης Γνώμης και Πολιτικά Δικαιώματα) Νόμος του 1990) που κάλυπτε όλους τους Ημικρατικούς Οργανισμούς. Στο άρθρο 3(1) του εν λόγω Νόμου προβλέπονται τα ακόλουθα:-

“3-(1) Ανεξάρτητα από οποιαδήποτε διάταξη στους οικείους νόμους ή σε Κανονισμούς που έγιναν με βάση αυτούς και αφού τηρηθούν οι διατάξεις του άρθρου αυτού, για όλους τους υπαλλήλους συντάσσονται Υπηρεσιακές Εκθέσεις κατά τον καθορισμένο τρόπο και χρόνο.”.

“Οικείοι νόμοι” σύμφωνα με το άρθρο 2, σημαίνει τους νόμους οι οποίοι διέπουν τη σύσταση και λειτουργία του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου και “καθορισμένος” σημαίνει καθορισμένο με κανονισμούς που εκδίδονται σύμφωνα με τις διατάξεις των οικείων νόμων και “καθορίζεται” ερμηνεύεται ανάλογα. “Νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου” σημαίνει κάθε νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ή οποιοδήποτε άλλο οργανισμό δημοσίου δικαίου που έχει ιδρυθεί ή θα ιδρυθεί για το δημόσιο συμφέρον από νόμο, των οποίων τα κεφάλαια είτε παρέχονται, είτε είναι εγγυημένα από τη Δημοκρατία.

Είναι η εισήγηση των αιτητών ότι το ΡΙΚ είναι νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου σύμφωνα με τους οικείους νόμους και με βάση το Άρθρο 122 του Συντάγματος.

Ο ευπαίδευτος συνήγορος του ΡΙΚ κ. Πολυβίου αμφισβητεί τη θέση ότι το ΡΙΚ είναι νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου κάνοντας παραπομπή στην απόφαση της Ολομέλειας στην προσφυγή αρ. 672/96 Λοΐζος Κυπριανού ν. ΑΤΗΚ. Στην απόφαση αυτή η ΑΤΗΚ θεωρήθηκε ότι δεν περιλαμβάνεται στον ορισμό “νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου” του Νόμου 155/90 γιατί τα κεφάλαια της δεν έχουν παραχωρηθεί ή τύχουν εγγύησης από τη Δημοκρατία. Στη γραπτή του αγόρευση όμως ο κ. Πολυβίου παραδέχεται ότι “το ΡΙΚ δεν έχει την αυτοτέλεια της ΑΤΗΚ αλλά αντίθετα η συνέχιση της λειτουργίας του Ιδρύματος εξαρτάται από τη συνέχιση παροχής οικονομικής υποστήριξης από την Πολιτεία. Το ΡΙΚ επίσης λαμβάνει Κυβερνητική χορηγία καθώς και εισφορά μέσω της κατανάλωσης ηλεκτρικού ρεύματος. Πολλά δάνεια του Ιδρύματος τυγχάνουν κυβερνητικής εγγύησης.”. Πέραν τούτου από τις ετήσιες εκθέσεις του ΡΙΚ προκύπτει ότι η Πολιτεία επιχορηγεί γενναία το ΡΙΚ.

Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω και την απόφαση Λοΐζος Κυπριανού (πιο πάνω) έχω καταλήξει να δεχθώ την εισήγηση των αιτητών ότι το ΡΙΚ περιλαμβάνεται στα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου σύμφωνα με τον ορισμό του άρθρου 2 του Ν. 155/90.

Αφού απάντησα στο κύριο αυτό θέμα θα εξετάσω περαιτέρω τις επιπτώσεις από την ανυπαρξία Κανονισμών για τη σύνταξη των υπηρεσιακών εκθέσεων των υπαλλήλων του ΡΙΚ.

Είναι κοινά παραδεκτό γεγονός ότι ουδέποτε το ΡΙΚ εξέδωσε Κανονισμούς για το θέμα αυτό η δε σύνταξη των υπηρεσιακών εκθέσεων των υπαλλήλων από το 1990 και μετά έγινε με αποφάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου.

Από τη ψήφιση όμως του Νόμου 155/90 το ΡΙΚ είχε την υποχρέωση να συντάξει Κανονισμούς οι οποίοι έπρεπε να εγκριθούν από το Υπουργικό Συμβούλιο σύμφωνα με το άρθρο 12 του περί Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου Νόμου (Κεφ. 300Α) και ακολούθως να κατατεθούν στη Βουλή με βάση το άρθρο 3 του Νόμου 99/89 και να δημοσιευθούν στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας με βάση τον τροποποιητικό Νόμο 227/90.

Είναι η εισήγηση των αιτητών ότι οι υπηρεσιακές εκθέσεις που λήφθηκαν αποφασιστικά υπόψη κατά την έκδοση της επίδικης πράξης είναι άκυρες και παράνομες. Αποτελούν δε παράβαση ουσιώδους τύπου που πάντοτε οδηγεί σε ακυρότητα την επίδικη πράξη.

Αντίθετα ο κ. Πολυβίου εισηγείται ότι υπάρχει πράγματι διαδικαστική παρατυπία όχι όμως ουσιώδης που να οδηγεί σε ακύρωση. Ισχυρίζεται ότι οι Υπηρεσιακές Εκθέσεις έχουν συνταχθεί με βάση τα κριτήρια του Νόμου 155/90.

Δεν συμφωνώ με την τελευταία θέση του κ. Πολυβίου. Έχει καθιερωθεί νομολογιακά ότι παράβαση νόμου θεωρείται πάντοτε ως παράβαση ουσιώδους τύπου και πάντοτε οδηγεί σε ακυρότητα την επίδικη πράξη. (Βλέπε: Χριστόδουλος Ηλία ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 590, ημερ. 14.3.89, Σπύρος Δρουσιώτης κ.ά. ν. ΡΙΚ, Υποθ. αρ. 383/88 και 492/88, ημερ. 11.6.90, Παπαχατζή “Σύστημα του Ισχύοντος στην Ελλάδα Διοικητικού Δικαίου”, Ε΄ Έκδοση, 1976, σελ. 476-477, E. Alvanis v. CYTA (1985) 3 CLR 2695).

Toυ θέματος ακριβώς αυτού επιλήφθηκε εκτεταμένα ο αδελφός Δικαστής Γ. Κωνσταντινίδης στην υπόθεση Χαράλαμπου Περικλέους ν. ΑΤΗΚ, Υπόθ. αρ. 320/96, ημερ. 6.5.97. Παραπέμπω σε σχετικά αποσπάσματα της πιο πάνω απόφασης με τα οποία συμφωνώ απόλυτα:-

“Αναπτύχθηκε αριθμός λόγων ακυρότητας αλλά προέχει η εξέταση του ισχυρισμού πως οι υπηρεσιακές εκθέσεις για ορισμένα έτη συντάχθηκαν κατά παράβαση του Νόμου και δεν έπρεπε να συνυπολογιστούν ως στοιχεία κρίσης. Αφού σε τέτοια περίπτωση θα έχει σφραγιστεί η τύχη της προσφυγής και η συζήτηση των άλλων θεμάτων θα γινόταν, ουσιαστικά, πάνω σε υποθετική βάση. Δεν αμφισβητείται συναφώς, ορθά νομίζω, πως ως εκ της επίδρασης των επίμαχων υπηρεσιακών εκθέσεων στην τελική επιλογή, η προσβαλλόμενη απόφαση θα ήταν άκυρη αν αυτές είχαν συνταχθεί κατά παράβαση του Νόμου. (Βλ. Alvanis V CY.T.A. 1985 3 CLR 2695).

H αντιγνωμία αφορά στις επιπτώσεις από τη θέσπιση του περί Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου (Αξιολόγηση, Ελευθερία Έκφρασης Γνώμης και Πολιτικά Δικαιώματα Υπαλλήλων) Νόμου του 1990 (Ν.155/90).

.............................. .................................................. .........................

.............................. .................................................. .........................

Δεν έχει θεσπιστεί τέτοιος Κανονισμός μετά την έναρξη της ισχύος του Ν. 155/90, αλλά ο τρόπος σύνταξης των Υπηρεσιακών Εκθέσεων καθορίστηκε με απλή απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου των καθ΄ων η αίτηση. Κατά παράβαση του Νόμου, εισηγείται ο αιτητής, αφού το αναπόφευκτο συμπέρασμα είναι πως δεν έχουν συνταχθεί κατά τον καθορισμένο τρόπο και χρόνο, με την έννοια του Νόμου.

.............................. .................................................. .........................

.............................. .................................................. .........................

Το άρθρο 3 του Νόμου 155/90, σε συνδυασμό προς τις ερμηνευτικές διατάξεις του, είναι σαφές. Απαιτεί να συντάσσονται υπηρεσιακές εκθέσεις για όλους τους υπαλλήλους των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου που καλύπτει και καθορίζει βασικές αρχές που θα τις διέπουν, αλλά δεν περιορίζεται σ΄ αυτά, όπως ήταν η εισήγηση των καθ΄ ων η αίτηση. Αποδοχή αυτής της εισήγησης θα άφηνε πίσω το κρισιμότερο, για τους σκοπούς της παρούσας υπόθεσης, μέρος του Νόμου. Το οποίο ορίζει πως οι υπηρεσιακές εκθέσεις συντάσσονται κατά τον καθορισμένο, δηλαδή με Κανονισμούς που εκδίδονται σύμφωνα με τις διατάξεις των οικείων Νόμων, τρόπο και χρόνο. Απαιτεί δηλαδή ο τρόπος και ο χρόνος σύνταξης των υπηρεσιακών εκθέσεων να καθορίζονται με Κανονισμούς.

.............................. .................................................. .........................

.............................. .................................................. .........................

Όταν ο Ν. 155/90 αναφέρεται σε καθορισμό του τρόπου σύνταξης των Υπηρεσιακών Εκθέσεων με Κανονισμό, δεν παραπέμπει στον φορέα της εξουσίας σύνταξής τους ώστε να μπορεί να θεωρηθεί ότι η ανάθεση της στο Διοικητικό Συμβούλιο αποτελεί τέτοιο “τρόπο”. Αναφέρεται στο περιεχόμενο των Υπηρεσιακών Εκθέσεων και είναι αυτό που πρέπει να καθορίζεται από Κανονισμό για να υπάρχουν τα εχέγγυα που αυτή η αναβάθμιση συνεπάγεται. Όπως ακριβώς έχει γίνει με την έκδοση των περί Δημόσιας Υπηρεσίας (Αξιολόγηση Υπαλλήλων) Κανονισμών του 1990, ΚΔΠ 386/90 και 110/93, ενόψει των διατάξεων του άρθρου 50 του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 (Ν. 1/90). Οι οποίοι αναπαράχθηκαν με το άρθρο 3 του Νόμου 155/90 προς εξομοίωση, ως προς αυτή την πτυχή, “των διαδικασιών που διέπουν τις προαγωγές στους ημικρατικούς οργανισμούς και τη δημόσια υπηρεσία” (βλ. Ελπιδοφόρος Αλβάνης V ΑΤΗΚ, ανωτέρω. Διαφορετικά θα εξαρτάτο, όπως και πριν, από την απόλυτη κρίση του ίδιου του Διοικητικού Συμβουλίου η υιοθέτηση υπηρεσιακών εκθέσεων του ενός ή άλλου περιεχομένου ή τύπου, όπως ακριβώς και εν προκειμένω. .......................................

.............................. .................................................. .........................

Ο Κανονισμός 23(4) δεν περιέχει ο ίδιος τον τρόπο σύνταξης, με την πιο πάνω έννοια, των υπηρεσιακών εκθέσεων και δεν είναι Κανονισμός που ανταποκρίνεται στη ρητή απαίτηση του Νόμου. Είναι φορέας εξουσίας που καθορίζει και ως προς αυτό είναι ασυμβίβαστος προς το Ν. 155/90. Αφού ο συζητούμενος τρόπος, όπως και ο χρόνος, δεν αφήνεται πλέον στην απόλυτη διακριτική εξουσία του Διοικητικού Συμβουλίου. Ο Νόμος 155/90 ως μεταγενέστερο ειδικό νομοθέτημα διέπει πλέον την περίπτωση, ανεξάρτητα, καθώς ορίζεται και στο άρθρο 3, από άλλο προγενέστερο Νόμο. .................................................. .....................

.............................. .................................................. .........................

Καταλήγω πως οι υπηρεσιακές εκθέσεις συντάχθηκαν κατά παράβαση του Νόμου και πως, κατά τα προεκτεθέντα, η προσβαλλόμενη απόφαση είναι άκυρη.”.

Στο ίδιο αποτέλεσμα καταλήγω και σ΄ αυτές τις υποθέσεις. Η ανυπαρξία κανονισμών κατά παράβαση του σχετικού νόμου οδηγεί στο συμπέρασμα ότι οι υπηρεσιακές εκθέσεις των ετών 1990-1994 συντάχθηκαν παράνομα και είναι άκυρες. Τούτο οδηγεί στην κατάρρευση όλου του οικοδομήματος που στηρίχθηκε η επίδικη απόφαση. Αναπόφευκτα δε οδηγεί στην ακυρότητα της επίδικης απόφασης.

Ένεκα της κατάληξης μου αυτής, δεν θεωρώ αναγκαίο να ασχοληθώ με τους άλλους λόγους ακυρότητας που προτείνονται σε κάθε μία από τις συνεκδικαζόμενες προσφυγές.

Ο κ. Πολυβίου, κατά την προφορική ακρόαση υπέβαλε την εισήγηση, όπως, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα της δίκης, να μην εκδοθεί διαταγή για τα έξοδα λόγω του νεοφανούς και της σπουδαιότητας του θέματος.

Δεν συμμερίζομαι την άποψη αυτή. Ο κανόνας ως προς την επιδίκαση των εξόδων είναι να ακολουθεί το αποτέλεσμα. Δεν υπάρχουν οποιεσδήποτε περιστάσεις στις υποθέσεις αυτές που να δικαιολογείται αποκλεισμός του κανόνα. Το θέμα που εξετάστηκε στις παρούσες προσφυγές έχει μεν τη σπουδαιότητα του, αλλά δεν ήταν και νεοφανές.

Οι προσφυγές επιτυγχάνουν και η επίδικη πράξη ακυρώνεται.

Επιδικάζονται έξοδα εκ £350,= σε μία εκάστη προσφυγή υπέρ των αιτητών και εναντίον των καθ΄ων η αίτηση.

 

(Υπ.) Μ. Κρονίδης, Δ.

 

/Επσ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο