Τάσου Μιχαηλίδη ν. Συμβουλίου Βελτιώσεως Παλαιχωρίου, Υπόθεση αρ. 530/97, 5 Ιουλίου, 2000 Τάσου Μιχαηλίδη ν. Συμβουλίου Βελτιώσεως Παλαιχωρίου, Υπόθεση αρ. 530/97, 5 Ιουλίου, 2000

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Υπόθεση αρ. 530/97

ΕΝΩΠΙΟΝ: Μ. ΚΡΟΝΙΔΗ, Δ.

Αναφορικά με το Άρθρο 146 του Συντάγματος.

Μεταξύ:

Τάσου Μιχαηλίδη και 50 Άλλων, ως ο επισυναπτόμενος

Κατάλογος “Α”, από το Παλαιχώρι (Ορεινής)

Αιτητώ ν

- και -

Συμβουλίου Βελτιώσεως Παλαιχωρίου

Καθ’ου η αίτηση

- - - - - -

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 5 Ιουλίου, 2000.

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΙΤΗΣΗ ΗΜΕΡ. 26/11/99

Για τους αιτητές: Π. Λυσάνδρου.

Για τους καθ΄ων η αίτηση: Α. Ταλιαδώρος.

- - - - - -

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Μετά το πέρας των γραπτών αγορεύσεων από τους δικηγόρους των διαδίκων το καθ΄ου η αίτηση Συμβούλιο Βελτιώσεως Παλαιχωρίου (το Συμβούλιο) καταχώρησε ενδιάμεση αίτηση με την οποία ζητούσε όπως του επιτραπεί να καταχωρήσει ένορκο δήλωση με την οποία να αποδεικνύεται ότι 43 από το σύνολο των 51 αιτητών είχαν πληρώσει τις επιβληθείσες σ΄ αυτούς ειδικές φορολογίες χωρίς καμιά επιφύλαξη δικαιωμάτων. Οι αιτητές στην προσφυγή (καθ΄ων η αίτηση στην ενδιάμεση αίτηση) δεν πρόβαλαν καμία ένσταση με την προϋπόθεση, αν είναι αναγκαίο, να καταχωρήσουν και αυτοί ένορκη δήλωση σε αντίκρουση αυτής του Συμβουλίου. Το Δικαστήριο ενέκρινε την αίτηση. Το Συμβούλιο καταχώρησε την ένορκη δήλωση όπως επίσης καταχώρησαν ένορκη δήλωση και οι αιτητές στην προσφυγή, σύμφωνα με το διάταγμα του Δικαστηρίου.

Επανήλθε αργότερα το Συμβούλιο και με νέα ενδιάμεση αίτηση ζήτησε την άδεια να καταχωρήσει νέα ένορκη δήλωση σε απάντηση της ένορκης δήλωσης των αιτητών. Οι αιτητές (στην προσφυγή) πρόβαλαν ένσταση ισχυριζόμενοι ότι δεν έχει τέτοια δικαιοδοσία το Δικαστήριο παρά μόνο να εγκρίνει την αντεξέταση των ενόρκως δηλούντων κατά την ακρόαση της υπόθεσης. Προβάλλεται επίσης ο ισχυρισμός ότι με την ένορκη δήλωση τους οι αιτητές δεν κατέλαβαν εξ΄ απροόπτου το Συμβούλιο γιατί όλα τα γεγονότα αναφέρονται στις γραπτές αγορεύσεις τους και επίσης αποδεικνύονται από έγγραφα που βρίσκονται στο φάκελο του Δικαστηρίου και στο διοικητικό φάκελο που αναμένεται να κατατεθεί κατά την ακρόαση της προσφυγής.

Επίμαχο θέμα είναι η αμφισβήτηση του Συμβουλίου ότι όλοι οι αιτητές έδωσαν τη συγκατάθεσή τους στους ενόρκως δηλούντες αιτητές με αρ. 2, 3, 5, 14, 10 και 28 για την ένορκη δήλωση που κατατέθηκε. Επίσης αμφισβητεί τη γνησιότητα του Τεκμηρίου 2, που συνοδεύει την ένορκη δήλωση των αιτητών, και με το οποίο έγγραφο το Συμβούλιο προειδοποιούσε τους καταναλωτές πόσιμου νερού ότι αν δεν επληρώνοντο οι λογαριασμοί μέχρι τις 31.7.98 η υδατοπρομήθεια στα υποστατικά τους θα διεκόπτετο.

Προϋπόθεση για την προσαγωγή μαρτυρίας στην αναθεωρητική διαδικασία είναι η σχετικότητα της μαρτυρίας προς τα επίδικα θέματα. Μαρτυρία η οποία διαφοροποιεί, αλλοιώνει ή μεταβάλλει το περιεχόμενο των στοιχείων που λήφθηκαν υπόψη προς ενίσχυση του κύρους της απόφασης δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Το κύρος της απόφασης συναρτάται με το καθεστώς πραγμάτων που λήφθηκε υπόψη. Αν τα στοιχεία ενώπιον του διοικητικού οργάνου είναι ασαφή, η αποσαφήνιση τους δεν εναπόκειται στο δικαστήριο αλλά στο ίδιο το διοικητικό όργανο που έχει την ευθύνη για την αξιολόγηση τους (Βλέπε: Κωνσταντίνου ν. Συμβουλίου Υδατοπρομηθείας, Υπόθ. αρ. 999/91, ημερ. 24.9.92).

Η αποκλειστική αρμοδιότητα για τον προσδιορισμό των ουσιωδών γεγονότων που άπτονται της άσκησης των εξουσίων της αρμοδίας αρχής ανήκει στην ίδια. (Βλέπε: Ζαβρού ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. αρ. 779/87, ημερ. 26.1.89, Σταύρου κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. αρ. 739/87 και 814/87, ημερ. 25.1.91). Στοιχεία τα οποία δεν τέθηκαν ούτε λήφθησαν υπόψη από τους καθ΄ων η αίτηση δεν μπορούν να γίνουν παραδεκτά ως μαρτυρία (Βλέπε: Κωνσταντίνου, πιο πάνω).

Στην αναθεωρητική του δικαιοδοσία το Ανώτατο Δικαστήριο έχει τη διακριτική ευχέρεια να ελέγχει το δικαίωμα των διαδίκων να προσαγάγουν μαρτυρία σχετική με τα γεγονότα που θέλουν να αποδείξουν, με γνώμονα πάντοτε τη σχετικότητα της μαρτυρίας με τα επίδικα θέματα. Όπως έχει λεχθεί χαρακτηριστικά στην υπόθεση Λέλλα Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. αρ. 668/90, ημερ. 30.9.93,

“η εξουσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου επί του προκειμένου είναι διακριτικής μορφής και ότι ο διάδικος που ζητά την έκδοση οδηγιών για προσαγωγή μαρτυρίας, είτε προφορικής είτε υπό μορφή ένορκης δήλωσης, οφείλει να προσδιορίσει με εύλογη λεπτομέρεια τα γεγονότα τα οποία επιδιώκει να αποδείξει και να ικανοποιήσει επίσης το Δικαστήριο ότι τα γεγονότα αυτά είναι σχετικά με τα επίδικα θέματα που εγείρονται στην προσφυγή, λαμβανομένων υπόψη των νομικών σημείων και των γεγονότων πάνω στα οποία βασίζεται η προσφυγή. Η κλασσική περίπτωση κατά την οποία είναι εύλογο να λεχθεί ότι τα γεγονότα των οποίων επιδιώκεται η απόδειξη είναι σχετικά με τα επίδικα θέματα στην προσφυγή είναι όταν η απόδειξη τους δυνατό να τεκμηριώσει οποιοδήποτε από τους λόγους ακύρωσης της προσβαλλόμενης απόφασης, που ο Αιτητής επικαλείται στην προσφυγή του.”.

Το πρωτότυπο στην παρούσα ενδιάμεση αίτηση είναι το γεγονός ότι το Συμβούλιο ζητά να προσαγάγει νέα μαρτυρία που να αντικρούει, ως ο ισχυρισμός του, την ένορκη δήλωση των αιτητών στην προσφυγή. Και τίθεται ευθέως το θέμα αν το Δικαστήριο στην αναθεωρητική του δικαιοδοσία έχει τέτοια εξουσία.

Αγορεύοντας ο κ. Λυσάνδρου για το Συμβούλιο υπέβαλε ότι η ένορκη δήλωση που ζητά την άδεια να καταχωρήσει, στην ουσία θα είναι αντικρουστική μαρτυρία στην ένορκη δήλωση των αιτητών. Ισχυρίζεται ότι τέτοια μαρτυρία είναι αποδεκτή σύμφωνα με τη νομολογία. Φυσικά αναφέρθηκε σε ποινική ή πολιτική δικαιοδοσία και όχι σε διοικητική διαδικασία.

Ο κ. Ταλιαδώρος αγορεύοντας ανέφερε ότι το μόνο δικαίωμα που παραμένει για το Συμβούλιο είναι να αντεξετάσει τον ενόρκως δηλούντα και όχι η προσκόμιση νέας μαρτυρίας, σύμφωνα με τη Δ.36 θ. 1 και Δ.39 θ. 1 των περί Πολιτικής Δικονομίας Κανονισμών.

Είμαι της άποψης και συμφωνώ με το δικηγόρο των αιτητών στην προσφυγή ότι δεν παρέχεται εξουσία στην αναθεωρητική διαδικασία για την προσκόμιση αντικρουστικής μαρτυρίας σε σχέση με την ένορκη δήλωση των αιτητών. Το μόνο δικαίωμα που έχει το Συμβούλιο είναι να ζητήσει την αντεξέταση του ενόρκως δηλούντα. Εξ΄ άλλου όλα όσα αναφέρονται στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την παρούσα αίτηση είναι δυνατό να εξακριβωθούν από το διοικητικό φάκελο που αναμένεται να παρουσιασθεί κατά την εκδίκαση της προσφυγής.

Κατά συνέπεια η ενδιάμεση αίτηση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος του Συμβουλίου.

 

(Υπ.) Μ. Κρονίδης, Δ.

 

 

 

/ΕΠσ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο