ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση αρ. 136/99
ΕΝΩΠΙΟΝ
: Μ. ΚΡΟΝΙΔΗ, Δ.Αναφορικά με το Άρθρο 146 του Συντάγματος.
Μεταξύ:
Γρηγόρη Φιλιαστίδη, από τη Λάρνακα
Αιτητή
- και -
Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου
Καθ’ης η αίτηση
- - - - - -
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ
: 19 Σεπτεμβρίου, 2000.Για τον αιτητή: Ι. Τυπογράφος.
Για το καθ΄ου η αίτηση: Κ. Στιβαρού (κα) για Π. Λ. Κακογιάννη.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Με την παρούσα προσφυγή ζητούνται από τον αιτητή οι ακόλουθες θεραπείες:-
“Α. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση των καθ΄ων η αίτηση η οποία κοινοποιήθηκε στον αιτητή με επιστολή τους ημερ. 14-12-98, με την οποία απέρριψαν το αίτημα του Αιτητή για καταβολή επιδόματος υπερωριακής αμοιβής, επιδόματος συντήρησης και οδοιπορικού επιδόματος, όπως σε άλλους υπαλλήλους της ΑΗΚ, είναι άκυρη, παράνομη και χωρίς έννομο αποτέλεσμα.
Β. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι παν παραληφθέν υπέρ του αιτητή δέον όπως διενεργηθεί.”.
Η λακωνική διοικητική απόφαση η οποία απεστάλη στον αιτητή και η οποία προσβάλλεται με την παρούσα προσφυγή, έχει ως εξής:
“Αναφέρομαι στην επιστολή σας 3.2.1998 σύμφωνα με την οποία ζητάτε την καταβολή επιδομάτων και υπερωριακής αμοιβής και σ΄ απάντηση σας πληροφορώ ότι το αίτημα σας δεν γίνεται αποδεκτό.”.
Την πιο πάνω επιστολή στην οποία περιέχεται η επίδικη απόφαση υπογράφεται από τον κ. Γιώργο Πετούση, Ανώτερο Βοηθό Διευθυντή Προσωπικού της Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (Α.Η.Κ.).
Ο αιτητής κατείχε τη θέση ανώτερου Γραμματειακού Λειτουργού, Κλίμακα Α10, στον Ηλεκτροπαραγωγό Σταθμό Δεκέλειας.
Την 1.3.96 ο αιτητής προάχθηκε στη θέση Ανώτερου Επιθεωρητή Λογαριασμών, Κλίμακα Α11+2, στις Οικονομικές Υπηρεσίες, Κεντρικά Γραφεία.
Στις 26.11.96 το Ανώτατο Δικαστήριο εξέδωσε ακυρωτική απόφαση στις συνεκδικαζόμενες προσφυγές αρ. 755/95 και 777/95 με την οποία ακύρωσε την προαγωγή του Ανδρέα Π. Ανδρέου στη θέση Τμηματάρχη. Η προσφυγή αρ. 755/95 καταχωρήθηκε από τον αιτητή που διεκδικούσε τη θέση. Η Α.Η.Κ. σε συνεδρία της στις 15.7.97 αφού επανεξέτασε το όλο θέμα ενόψει της ακυρωτικής απόφασης αποφάσισε την προαγωγή του αιτητή αναδρομικά από 1.7.94 στη θέση Τμηματάρχη.
Ο αιτητής με επιστολή του προς το Διευθυντή Προσωπικού, ημερ. 3.2.98 απαίτησε την καταβολή διαφόρων επιδομάτων, για υπερωριακή αμοιβή, επίδομα συντήρησης και οδοιπορικό επίδομα για την περίοδο 1.7.94 μέχρι 31.1.98. Το συνολικό ποσό ανέρχεται, σύμφωνα με τους υπολογισμούς του αιτητή, σε £20.853,60 σεντ.
Στη γραπτή του ένσταση ο ευπαίδευτος δικηγόρος της Α.Η.Κ. προβάλλει δύο προδικαστικές ενστάσεις.
Με την πρώτη προδικαστική ένσταση, που αφορά την πρώτη θεραπεία που ζητείται με την προσφυγή, προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι στην προκείμενη περίπτωση πρόκειται περί χρηματικής και μόνο διαφοράς για την οποία αποκλειστική αρμοδιότητα έχουν τα Πολιτικά Δικαστήρια και ως τέτοια δεν μπορεί να προσβληθεί με προσφυγή δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος. Είναι ο ισχυρισμός της Α.Η.Κ. ότι ο αιτητής διεκδικεί συγκεκριμένο ποσό το οποίο η ίδια αμφισβητεί την ύπαρξή του. Επιπρόσθετα, ισχυρίζεται η Α.Η.Κ., η καταβολή των επιδομάτων που διεκδικεί ο αιτητής, θα μπορούσε να αποτελέσει αξίωση ενώπιον Πολιτικού Δικαστηρίου δυνάμει του Άρθρου 146.6 του Συντάγματος. Ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή ισχυρίζεται ότι η παρούσα περίπτωση δεν αποτελεί χρηματική διαφορά αλλά δικαίωμα το οποίο ο αιτητής κέκτηται δυνάμει της νομοθεσίας και των Κανονισμών και το οποίο δικαίωμα η Α.Η.Κ. αρνείται να αναγνωρίσει και να το παραχωρήσει.
Δεν μπορώ να συμφωνήσω με την εισήγηση του δικηγόρου της Α.Η.Κ.. Η νομολογία στην οποία με παραπέμπει δεν συνάδει με τη φύση και τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης. Στην απόφαση της Ολομέλειας Δ. Α. Παπαγιώργης ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, Α.Ε. 1677, ημερ. 17.12.1996 απεφασίσθη ότι “το δικαίωμα των υπαλλήλων επί του μισθού και τα εκ του νόμου σε αυτούς αναγνωριζόμενα, είναι δημόσιο.”. Τα γεγονότα της πιο πάνω απόφασης είναι εντελώς παρόμοια με τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης. Και εκεί διεκδικείτο συγκεκριμένο ποσό για υπερωριακή εργασία υπαλλήλου.
Στο σύγγραμμα της Δήμητρας Κοντογιώργα-Θεοχαροπούλου “Αι Συνέπειαι της Ακυρώσεως Διοικητικής Πράξεως έναντι της Διοίκησης” στη σελίδα 278 αναφέρονται τα εξής σε σχέση με το θέμα:-
“Ως προς τας απαιτήσεις εξ αποδοχών του εν ενεργεία υπαλλήλου κατά της Διοικήσεως, γίνεται αποδεκτόν ότι εις την έννοιαν της καθολικής αποκαταστάσεως περιέχεται κατ΄ εξαίρεσιν και η αξίωσις περί απολήψεως μισθών, αναδρομικών αποδοχών, αμοιβών επιδομάτων και άλλων χρηματικών ωφελημάτων, εφ΄ όσον η τοιαύτη αίτησις έχει επιπτώσεις επί της όλης υπηρεσιακής καταστάσεως του δημοσίου υπαλλήλου. Και τούτο διότι η υπηρεσιακή κατάστασις του υπαλλήλου είναι συνδεδεμένη με την όλην ευρυθμίαν της λειτουργίας και καταστάσεως των δημοσίων υπηρεσιών, η δε θεωρία και η νομολογία ακριβώς διά τον λόγον αυτόν εναι ιδιαιτέρως ευαίσθητοι και εξαιρετικώς προστατευτικαί οσάκις πρόκειται περί χρηματικών απαιτήσεων εν ενεργεία υπαλλήλου.
.............................. .................................................. .......................
Συνεπώς η άρνησις της διοικήσεως προς ικανοποίησιν των εν λόγω χρηματικών απαιτήσεων, αφ΄ ενός μεν προσβάλλεται παραδεκτώς δι΄ αιτήσεως ακυρώσεως, αφ΄ ετέρου δε συνιστά παραβίασιν του δεδικασμένου.”.
Ως εκ τούτου η πρώτη προδικαστική ένσταση απορρίπτεται.
Με τη δεύτερη προδικαστική ένσταση προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι η δεύτερη θεραπεία δεν μπορεί να ευσταθεί γιατί (α) είναι εντελώς αόριστη και (β) ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν αποτελεί παράλειψη σύμφωνα με το Άρθρο 146 του Συντάγματος.
Συμφωνώ με τη θέση αυτή. Η δεύτερη προδικαστική ένσταση πρέπει να επιτύχει. Η αιτούμενη δήλωση είναι εντελώς αόριστη. Δεν καθορίζεται σε τί έγκειται η παράλειψη ούτε διατυπώνεται ορθά η θεραπεία που μπορεί να δοθεί. Επιπρόσθετα, τονίζω, ότι δεν προσβάλλεται οποιαδήποτε παράλειψη εντός της εννοίας του Άρθρου 146.1 του Συντάγματος αλλά η άρνηση της ΑΗΚ για καταβολή των αιτουμένων επιδομάτων. Δεν είναι νοητή η κήρυξη παράλειψης ως άκυρης. (Βλέπε: P. A. College Ltd. v. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 734/95, ημερ. 9.5.97 και Γαβριήλ Γ. Χρυσάνθου ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 195/96, ημερ. 20.6.97).
Η δεύτερη προδικαστική ένσταση επιτυγχάνει και η αιτούμενη θεραπεία “Β” απορρίπτεται ως απαράδεκτη.
Μεταξύ των νομικών λόγων ακύρωσης προβάλλεται ως κυρίαρχος λόγος το αναιτιολόγητο της επίδικης απόφασης. Πράγματι στην επίδικη απόφαση, όπως έχει παρατεθεί στην αρχή της απόφασης αυτής ελλείπει παντελώς οποιαδήποτε αιτιολογία για την απόρριψη του αιτήματος.
Είναι καλά θεμελιωμένο από τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου ότι οι διοικητικές αποφάσεις πρέπει να είναι αιτιολογημένες και ότι η αιτιολογία είναι απαραίτητη για να καθίσταται δυνατός ο δικαστικός έλεγχος. Αιτιολογία μιας διοικητικής απόφασης αποτελεί η έκθεση των πραγματικών και νομικών λόγων που οδήγησαν στην απόφαση της και η παράθεση των κριτηρίων με βάση τα οποία άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια το διοικητικό όργανο.
Ο δικηγόρος της Α.Η.Κ. στη γραπτή του αγόρευση εισηγείται ότι, λαμβανομένου υπόψη της φύσης του θέματος, η επίδικη απόφαση είναι αιτιολογημένη και συμπληρώνεται από το περιεχόμενο του φακέλου. Δεν συμφωνώ με την εισήγηση αυτή. Στην παρούσα υπόθεση ελλείπει παντελώς οποιαδήποτε αιτιολογία. Διεξήλθα το διοικητικό φάκελο που τέθηκε ενώπιόν μου και δεν φαίνεται να υπήρξε οποιαδήποτε άλλη διοικητική απόφαση πέραν της επιστολής προς τον αιτητή που σ΄ αυτή περιέχεται. Η έλλειψη αιτιολογίας δεν μπορεί ως εκ τούτου να αναπληρωθεί από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου.
Ο νομικός αυτός λόγος ακύρωσης, της έλλειψης οποιασδήποτε αιτιολογίας στην επίδικη απόφαση, είναι καταλυτικός για την έκβαση της προσφυγής. Η επίδικη απόφαση υπόκειται σε ακύρωση λόγω έλλειψης αιτιολογίας.
Ενόψει των πιο πάνω, δεν θεωρώ αναγκαίο να επιληφθώ των άλλων λόγων ακύρωσης που προβάλλονται με την προσφυγή.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα. Η επίδικη απόφαση ακυρώνεται.
(Υπ.) Μ. Κρονίδης, Δ.
/ΕΠσ
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο