Βραχίμη Χατζηχάννα ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 234/99, 11 Σεπτεμβρίου, 2000 Βραχίμη Χατζηχάννα ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 234/99, 11 Σεπτεμβρίου, 2000

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 234/99

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΚΡΑΜΒΗ, Δ.

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος.

Μεταξύ:

Βραχίμη Χατζηχάννα, από τη Λευκωσία,

Αιτητή,

- και -

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας,

Καθ΄ων η αίτηση.

- - - - - -

11 Σεπτεμβρίου, 2000.

Αιτητής Βραχίμης Χ" Χάννας παρουσιάζεται αυτοπροσώπως.

Για τους καθ΄ων η αίτηση: κ. Κ. Σταυρινός.

- - - - - -

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Ο αιτητής προσβάλλει την απόφαση της καθ΄ ης η αίτηση Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (ΕΔΥ) που δημοσιεύτηκε στις 19.2.99 στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας με την οποία προάχθηκε ο Μιχαήλ Παπαρίδης στη μόνιμη θέση Ανώτερου Λειτουργού Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού, Υπηρεσία Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού, αναδρομικά από τις 15.12.91. Η επίδικη θέση είναι πρώτου διορισμού και προαγωγής.

Η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε μετά από επανεξέταση κατόπιν ακυρωτικής απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

Η πλήρωση της θέσης αποτέλεσε επίδικο θέμα προηγούμενων προσφυγών. Η παρούσα είναι η τρίτη που διαδοχικά καταχωρείται από τον αιτητή.

Η πρώτη απόφαση για την πλήρωση της θέσης λήφθηκε από την ΕΔΥ στις 5.12.91. Καταχωρήθηκε η προσφυγή αρ. 135/92 και το Ανώτατο Δικαστήριο στις 15.2.96 ακύρωσε το διορισμό του ενδιαφερόμενου προσώπου λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας από μέρους της Συμβουλευτικής Επιτροπής αναφορικά με τα προσόντα του αιτητή.

Η δεύτερη απόφαση λήφθηκε στις 7.5.96 κατόπιν επανεξέτασης. Η ΕΔΥ επιλήφθηκε του θέματος των προσόντων και αφού διαπίστωσε ότι ο αιτητής δεν κατείχε το προβλεπόμενο από την παράγραφο 3(1)(α) του Σχεδίου Υπηρεσίας προσόν, αποφάσισε την αναδρομική προαγωγή του ενδιαφερόμενου προσώπου Μιχαήλ Παπαρίδη. Εναντίον της απόφασης καταχωρίστηκε η προσφυγή αρ. 634/96. Η ΕΔΥ, ύστερα από γνωμάτευση της Νομικής Υπηρεσίας αποφάσισε να ανακαλέσει την προαγωγή του ενδιαφερόμενου προσώπου και να προχωρήσει στην επανεξέταση της πλήρωσης της θέσης αφού προηγουμένως επιλαμβανόταν του θέματος η Συμβουλευτική Επιτροπή. Η προσφυγή αρ. 634/96 κατέστη άνευ αντικειμένου και αποσύρθηκε. Συγκροτήθηκε Συμβουλευτική Επιτροπή με νέα σύνθεση η οποία, με βάση τα στοιχεία που ίσχυαν κατά τον ουσιώδη χρόνο εξέτασε το θέμα και ετοίμασε έκθεση.

Η Συμβουλευτική Επιτροπή εξέτασε τα ακαδημαϊκά προσόντα που ο αιτητής Χατζηχάννας κατείχε κατά τον ουσιώδη χρόνο και σημείωσε τα πιο κάτω:

"Συγκεκριμένα, ο Χατζηχάννας συμπλήρωσε το 1970 πτυχιακές σπουδές στην Ανωτάτη Γεωπονική Σχολή Αθηνών. Σύμφωνα με σχετικό πιστοποιητικό που προσκόμισε στην αίτησή του, αυτός "υπέστη επιτυχώς τις εξετάσεις του Ε' έτους Ειδικότητος Δενδροκομίας" της Σχολής όπου, σύμφωνα με το ίδιο πιστοποιητικό, είχε "ευρείαν Τεχνικήν Γεωργικήν Εκπαίδευσιν". Καίτοι είναι αυτόδηλο ότι οι σπουδές αυτές δεν εμπίπτουν σε εκείνες που το Σχέδιο Υπηρεσίας προβλέπει, η Συμβουλευτική Επιτροπή ανέτρεξε στα καθοριζόμενα πεδία σπουδών του International Standart Classification of Education της Unesco και διαπίστωσε ότι οι πιο πάνω σπουδές δεν μπορούν να θεωρηθούν ότι εντάσσονται στα θέματα που αναφέρει η παράγραφος 3(1)(α του Σχεδίου Υπηρεσίας, αλλά ούτε και σε οποιοδήποτε άλλο κατάλληλο θέμα που να μπορεί να περιληφθεί στα θέματα που η κατάληξη "κλπ" της εν λόγω παραγράφου υπονοεί. Η Συμβουλευτική Επιτροπή ερμηνεύει ότι "κλπ" δεν μπορεί να περιλάβει οποιοδήποτε κλάδο σπουδών παρέχει όμως τη δυνατότητα κάλυψης σχετικών σπουδών προς εκείνα που ρητά αναφέρονται ή έστω σχετικών με την άσκηση των καθηκόντων της θέσης ώστε να καθίσταται κατάλληλο προσόν.

Ο Χατζηχάννας παρακολούθησε σπουδές στο Ισραήλ, τη χρονική περίοδο 1974-75, για τις οποίες του απονεμήθηκε σχετικό πιστοποιητικό σε συγκεκριμένο κλάδο σπουδών με τίτλο "Post-graduate Course in Comprehensive Rural Regional Development Planning". Το πιστοποιητικό αυτό δεν είναι πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλος ή ισότιμο προσόν αλλά μεταπτυχιακή εκπαίδευση.

Στην περίοδο 1980-81 ο Χατζηχάννας συμπλήρωσε σπουδές στο Agricultural Extension and Rural Development Centre του Πανεπιστημίου του Reading και απέκτησε το μεταπτυχιακό προσόν M.Sc. in Agricultural Extension. Από τη μελέτη του περιεχομένου των σπουδών προκύπτει ότι τα θέματα τα οποία ο αιτητής κάλυψε για απόκτηση του εν λόγω μεταπτυχιακού προσόντος θα μπορούσαν να ενταχθούν, και η Συμβουλευτική Επιτροπή κρίνει ότι εντάσσονται, στον κλάδο των Κοινωνικών Επιστημών. Η Σ.Ε. παρατηρεί ότι οι Κοινωνικές Επιστήμες δεν είναι ανάμεσα στα θέματα που ρητά ορίζονται στην παράγραφο 3(1)(α) του Σχεδίου Υπηρεσίας. Επίσης, οι εν λόγω σπουδές ούτε και από το περιεχόμενό τους μπορούν να θεωρηθούν ότι είναι σε κατάλληλο θέμα για να μπορεί να περιληφθεί στα θέματα που η κατάληξη "κλπ" του Σχεδίου Υπηρεσίας υπονοεί.

Τέλος, ο αιτητής Χατζηχάννας κατείχε κατά τον ουσιώδη χρόνο και το μεταπτυχιακό προσόν Master of Public Administration, που απέκτησε το 1986 από το West Virginia University. Το προσόν αυτό, το οποίο είναι στη Δημόσια Διοίκηση, εφ΄ όσον είναι μεταπτυχιακό και εφ΄ όσον είναι σε θέμα που προβλέπεται στην παράγραφο 3(5) του Σχεδίου Υπηρεσίας θα μπορούσε να λογιστεί μόνο ως πλεονέκτημα για ένα υποψήφιο που κατέχει τα βασικά προσόντα. Η Συμβουλευτική Επιτροπή υπό το φως της απαίτησης του Σχεδίου Υπηρεσίας σ΄ ότι αφορά το βασικό προσόν και της απόφασης της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Αναθεωρητική Εφεση Αρ. 1776, ΚΟΤ Vs Προδρόμου, καθώς και της σχετικής νομικής συμβουλής κρίνει ότι δεν μπορεί να λογιστεί ως βασικό προσόν.

Η Συμβουλευτική Επιτροπή σημείωσε το προσόν που απονεμήθηκε στο Χατζηχάννα, μετά από συμπλήρωση σχετικού προγράμματος ενός έτους, από το West Virginia University με τίτλο Certificate of Mid-Career Professional Development, το οποίο όμως έκρινε ότι δεν αποτελεί ακαδημαϊκό ή ισότιμο προσόν.

Υπό το φως της πιο πάνω ενδελεχούς και αναλυτικής εξέτασης των ακαδημαϊκών προσόντων που ο Χατζηχάννας Βραχίμης κατείχε κατά τον ουσιώδη χρόνο σε συνάρτηση με τα απαιτούμενα από το Σχέδιο Υπηρεσίας προσόντα, ο εν λόγω αιτητής κρίθηκε από τη Συμβουλευτική Επιτροπή ότι δεν ικανοποιεί την παράγραφο 3(1)(α) του Σχεδίου Υπηρεσίας της θέσης σ΄ ότι αφορά τα απαιτούμενα ακαδημαϊκά προσόντα και, γι΄ αυτό δε λαμβάνεται περαιτέρω υπόψη για σκοπούς επανεξέτασης."

 

 

Η Συμβουλευτική Επιτροπή σύστησε προς επιλογή για προαγωγή στην εν λόγω θέση τέσσερις υποψήφιους κατά αλφαβητική σειρά ανάμεσα στους οποίους και το ενδιαφερόμενο πρόσωπο, όχι όμως ο αιτητής.

Η ΕΔΥ υιοθέτησε την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής και στις 8.1.99 προχώρησε στην επανεξέταση του θέματος της πλήρωσης της θέσης με βάση το νομικό καθεστώς που ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο. Στη συνεδρία κλήθηκε και προσήλθε ο Διευθυντής της Υπηρεσίας Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού κ. Ταλιαδώρος Χρίστος. Η ΕΔΥ έκρινε απαραίτητη την υποβολή νέας σύστασης από το Διευθυντή επειδή η αρχική σύσταση όπως είναι καταγραμμένη στα πρακτικά συνεδρίας της Επιτροπής υπό άλλη σύνθεση ήταν ελαττωματική. Στηρίχθηκε μεταξύ άλλων, και στα αποτελέσματα προφορικής εξέτασης των υποψηφίων ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής τα οποία όμως, για τους σκοπούς της επανεξέτασης, δεν μπορούσαν να ληφθούν υπόψη επειδή δεν είχε καταγραφεί η αιτιολογία της γενικής εντύπωσης για την απόδοση του κάθε υποψήφιου στην εν λόγω προφορική εξέταση. Ο Διευθυντής σύστησε για προαγωγή το ενδιαφερόμενο πρόσωπο Μιχαήλ Παπαρίδη και αποχώρησε. Η Επιτροπή αφού έλαβε υπόψη την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων, των ετήσιων εμπιστευτικών και υπηρεσιακών εκθέσεων των υποψηφίων, το πλεονέκτημα καθώς επίσης και τη σύσταση του Διευθυντή, επέλεξε ως πιο κατάλληλο το ενδιαφερόμενο πρόσωπο Μιχαήλ Παπαρίδη.

Εναντίον της πιο πάνω απόφασης καταχωρίσθηκε η παρούσα προσφυγή.

Προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι έχουν παραβιαστεί το δεδικασμένο και οι αρχές της επανεξέτασης από τη Συμβουλευτική Επιτροπή και από την ΕΔΥ. Είναι η θέση του αιτητή ότι τόσο η κρίση της Συμβουλευτικής Επιτροπής όσο και η κρίση της ΕΔΥ ότι το πρώτο πανεπιστημιακό δίπλωμα που κατέχει ο αιτητής δεν έχει σχέση με τα προσόντα που προνοούνται από το Σχέδιο Υπηρεσίας, είναι εσφαλμένη και αναιτιολόγητη.

Προβάλλεται επίσης ο ισχυρισμός ότι η ενέργεια της ΕΔΥ να θεωρήσει τον αιτητή ως μη προσοντούχο, στην τελευταία διαδικασία επανεξέτασης είναι αντιφατική και παραβιάζει τις αρχές της καλής πίστης.

Προς υποστήριξη της πιο πάνω θέσης, ο αιτητής αναφέρθηκε σε προηγούμενες δικαστικές αποφάσεις σε προσφυγές που ο ίδιος άσκησε και στις οποίες, όπως αναφέρει, φάνηκε ότι η ΕΔΥ του είχε αναγνωρίσει το βασικό του προσόν. Ειδικότερα ισχυρίζεται ότι το μεταπτυχιακό του δίπλωμα στην Αγροτική Ανάπτυξη και Προγραμματισμό του έχει πιστωθεί ως πλεονέκτημα σε διαδικασία πλήρωσης έξι θέσεων Πρώτου Διοικητικού Λειτουργού.

Ισχυρίζεται επίσης ότι δεν λήφθηκαν υπόψη από τη Συμβουλευτική Επιτροπή όλα τα προσόντα του και ότι η έκθεση της είναι πεπλανημένη.

Προβάλλει ακόμα ως λόγους ακύρωσης της επίδικης πράξης την έλλειψη δέουσας έρευνας, πλάνη περί τα πράγματα και το αναιτιολόγητο της απόφασης.

Το επίδικο θέμα στην παρούσα προσφυγή είναι το κατά πόσο ο αιτητής έχει ή δεν έχει τα προσόντα που απαιτούνται από το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης. Και από τη στιγμή που η εκτίμηση της διοίκησης αναφορικά με τα προσόντα του αιτητή είναι υπό αμφισβήτηση και το ζήτημα είναι επίδικο, ο αιτητής διατηρεί έννομο συμφέρον αναθεώρησης της επίδικης απόφασης. Βλ. Ερατώ Ζυμπουλάκη ν. Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας, Υπόθ. Αρ. 350/96, ημερ. 23.12.97.

Οσον αφορά τον ισχυρισμό περί παραβίασης του δεδικασμένου και των αρχών της επανεξέτασης από τη Συμβουλευτική Επιτροπή και την ΕΔΥ κρίνω ότι ο εν λόγω ισχυρισμός είναι αβάσιμος. Η πρώτη απόφαση της ΕΔΥ ακυρώθηκε ύστερα από τη διαπίστωση ότι δεν έγινε δέουσα έρευνα από τη Συμβουλευτική Επιτροπή αναφορικά με τα προσόντα του αιτητή. Κατά την επανεξέταση που ακολούθησε, η ΕΔΥ επιλήφθηκε η ίδια του θέματος των προσόντων των υποψηφίων και κατέληξε στη διαπίστωση ότι ο αιτητής δεν κατείχε το προβλεπόμενο από την παράγραφο 3(1)(α) του σχεδίου Υπηρεσίας προσόν και όπως έχει προλεχθεί προήγαγε στην επίδικη θέση το ενδιαφερόμενο πρόσωπο. Ωστόσο, η ΕΔΥ ανακάλεσε την απόφαση της, που καθώς έχει λεχθεί, προσβλήθηκε με την προσφυγή 634/96 και προχώρησε εκ νέου σε επανεξέταση της επίδικης θέσης με βάση το νομικό και πραγματικό καθεστώς που ίσχυε αφού πρώτα περέπεμψε το θέμα για έρευνα ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Συστάθηκε νέα Συμβουλευτική Επιτροπή, αφού εκ των πραγμάτων, για τους λόγους που έχουν εξηγηθεί, δεν μπορούσε να συνέλθει με τη σύνθεση που είχε κατά την αρχική εξέταση του θέματος. Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι από πλευράς ΕΔΥ υπήρξε πλήρης συμμόρφωση με την προηγούμενη ακυρωτική απόφαση και με ό,τι επιτάσσει η νομολογία για το τί πρέπει να γίνει σε ανάλογες περιπτώσεις. Βλ. Σοφούλλα Βασιλείου ν. Δημοκρατίας, ΑΕ 2261, ημερ. 21.7.99.

Ακολούθως, πρέπει να εξεταστεί κατά πόσο έγινε δέουσα έρευνα από την οποία βάσιμα μπορούσε να διαπιστωθεί ότι ο αιτητής δεν πληροί το Σχέδιο Υπηρεσίας.

Σύμφωνα με την παράγραφο 3(1)(α) του Σχεδίου Υπηρεσίας της θέσης Ανώτερου Λειτουργού Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού, Υπηρεσία Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού απαιτείται:

(Ι)(α) Πανεπιστημιακό Δίπλωμα ή τίτλος ή ισότιμο προσόν σε κατάλληλο θέμα, π.χ. τη Διοίκηση Προσωπικού, τη Δημόσια Διοίκηση, τη Διοίκηση Επιχειρήσεων, τα Νομικά (περιλαμβανομένου του Barrister-at-Law), τις Οικονομικές Επιστήμες κλπ., ή μέρος αναγνωρισμένου σώματος επαγγελματιών λογιστών. και

 

και σύμφωνα με την παράγραφο 3(5)

 

 

(5) Μετεκπαίδευση ή ειδική εκπαίδευση σε ένα ή περισσότερους τομείς της διοικήσεως προσωπικού / δημόσιας διοικήσεως / διευθύνσεως, θα αποτελεί πλεονέκτημα."

 

 

Ο αιτητής κατείχε κατά τον ουσιώδη χρόνο πανεπιστημιακό δίπλωμα στη Γεωπονία και δύο μεταπτυχιακά διπλώματα. Το ένα στην Αγροτική Ανάπτυξη και τον Προγραμματισμό και το άλλο στη Δημόσια Διοίκηση.

Οι περί Σχεδίων Υπηρεσίας Γενικοί Κανονισμοί του 95 (Σχ. 11/95) που δημοσιεύτηκαν στις 19 Μαΐου, 1995 προβλέπουν ότι μεταπτυχιακό δίπλωμα ή τίτλος θεωρείται ότι καλύπτει και πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλο. Ωστόσο, οι εν λόγω κανονισμοί δεν τυγχάνουν εφαρμογής στην παρούσα υπόθεση εφόσον κατά την επανεξέταση, εφαρμόζεται το νομικό και πραγματικό καθεστώς που ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο. Και ο ουσιώδης χρόνος κατοχής των προσόντων στην προκείμενη περίπτωση είναι προγενέστερος της θέσπισης και έναρξης της ισχύος των πιο πάνω κανονισμών.

Η Συμβουλευτική Επιτροπή έχοντας υπόψη την απόφαση της Ολομέλειας ΚΟΤ ν. Προδρόμου, κατέληξε ότι το μεταπτυχιακό προσόν του αιτητή στη Δημόσια Διοίκηση δεν μπορεί να υποκαταστήσει το βασικό προσόν. Θα μπορούσε ωστόσο, σύμφωνα με την παρ. 3(5) του Σχεδίου Υπηρεσίας να λογιστεί μόνο ως πλεονέκτημα, νοουμένου ότι κατέχει το βασικό προσόν που απαιτείται με την παράγραφο 3(1)(α).

Το κριτήριο κατά πόσο έχει διεξαχθεί πλήρης έρευνα, προϋποθέτει τη συλλογή και διερεύνηση εκείνων των στοιχείων που θα μπορούσαν να δημιουργήσουν το υπόβαθρο για ασφαλή συμπεράσματα. Στην προκείμενη περίπτωση, προκύπτει από την έκθεση ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή διερεύνησε κατά πόσο το περιεχόμενο του πτυχίου του αιτητή δηλαδή, τα μαθήματα που αυτός παρακολούθησε προς απόκτηση του πτυχίου στη Γεωπονία, μπορεί να θεωρηθεί ότι εύλογα εμπίπτει σε ένα από τα "κατάλληλα θέματα" δηλαδή είτε σε ένα από τα θέματα που απαριθμούνται ενδεικτικά ή ενόψει του "κλπ" που ακολουθεί σε άλλο σχετικό θέμα.

Εχει κατ΄ επανάληψη νομολογηθεί ότι η ερμηνεία του Σχεδίου Υπηρεσίας ανήκει στη διακριτική ευρέχεια του αρμόδιου διοικητικού οργάνου το οποίο έχει καθήκον να προβαίνει στην αναγκαία έρευνα. Το Δικαστήριο επεμβαίνει μόνο όταν η ερμηνεία δεν είναι εύλογα επιτρεπτή και το διορίζον όργανο έχει υπερβεί τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας. Ενόψει της αιτιολογίας στην οποία στηρίχθηκε η επίδικη απόφαση διαπιστώνω ότι η ερμηνεία που δόθηκε ήταν υπό τις περιστάσεις εύλογα επιτρεπτή και εντός των ορίων της διακριτικής ευχέρειας της Επιτροπής. Εκ τούτου, απορρίπτω ως αβάσιμους τους ισχυρισμούς περί έλλειψης δέουσας έρευνας, πλάνης περί τα πράγματα και το αναιτιολόγητο της κρίσης της Συμβουλευτικής Επιτροπής.

Οσον αφορά στον ισχυρισμό ότι η έρευνα έγινε μόνο από τη Συμβουλευτική Επιτροπή και ότι η ΕΔΥ απλώς υιοθέτησε την έκθεση της εν λόγω Επιτροπής χωρίς αιτιολογία, κρίνω πως δεν υπάρχει τίποτε το επιλήψιμο στην προσέγγιση της ΕΔΥ ή γενικά στη διαδικασία. Βλ. Καψός ν. Δημοκρατίας, ΑΕ 1894, ημερ. 12.12.97 στην οποία το Δικαστήριο σημείωσε ότι η ΕΔΥ μπορεί να στηρίξει την απόφασή της στις διαπιστώσεις της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Παρενθετικά σημειώνω ότι στην Καψός ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω) οι υποψήφιοι δεν είχαν υποβληθεί σε προφορική εξέταση από την ΕΔΥ και η τελευταία υιοθέτησε τις εντυπώσεις από συνέντευξη της Συμβουλευτικής Επιτροπής.

Ο ισχυρισμός για παραβίαση των αρχών της καλής πίστης και χρηστής διοίκησης αναφορικά με την ενέργεια της ΕΔΥ να θεωρήσει τον αιτητή μη προσοντούχο στην παρούσα διαδικασία ενώ σε προηγούμενες δικαστικές αποφάσεις θεωρήθηκε προσοντούχος με βάση το μεταπτυχιακό του τίτλο είναι ανεδαφικός.

Οι αποφάσεις που παρέπεμψε ο αιτητής αφορούν διαφορετικές διαδικασίες στις οποίες ο αιτητής κρίθηκε υποψήφιος με βάση διαφορετικά σχέδια υπηρεσίας. Πρόκειται για εντελώς ξεχωριστές θέσεις που κρίθηκαν από άλλη Συμβουλευτική Επιτροπή. Εδώ δεν υπάρχει θέμα αλλαγής στη στάση της ΕΔΥ ως προς την αναγνώριση του μεταπτυχιακού ως πλεονέκτημα και ούτε τίθεται θέμα "πράξης αντίθετης προς προηγούμενη πράξη του ιδίου οργάνου". Πρέπει να σημειωθεί ότι στις προηγούμενες δικαστικές αποφάσεις στις οποίες παρέπεμψε ο αιτητής, το θέμα των προσόντων δεν υπήρξε επίδικο. Στη διαδικασία πλήρωσης έξι θέσεων Πρώτου Διοικητικού Λειτουργού, η ΕΔΥ αποφάσισε να δεχθεί με επιφύλαξη την εισήγηση της Συμβουλευτικής επιτροπής ότι ο αιτητής κατέχει το πλεονέκτημα (Προσφ. 176/93, ημερ. 30.5.95).

Ο ισχυρισμός ότι δεν αναφέρθηκαν όλα τα προσόντα του αιτητή από τη Συμβουλευτική Επιτροπή είναι επίσης αβάσιμος. Προκύπτει από τα πρακτικά της συνεδρίασής της, ότι εξέτασε προσεκτικά τα ακαδημαϊκά προσόντα του αιτητή τα οποία κατείχε κατά τον ουσιώδη χρόνο.

Ο ισχυρισμός του αιτητή περί κακής συγκρότησης της Συμβουλευτικής Επιτροπής εκ του γεγονότος ότι στη συνεδρία της ήταν παρών και ο γραμματεύς/πρακτικογράφος δεν επηρεάζει με οποιοδήποτε τρόπο το κύρος της επίδικης απόφασης γιατί η ισχυριζόμενη "κακή συγκρότηση" δεν αφορά το αποφασίζον όργανο (ΕΔΥ) αλλά τη Συμβουλευτική Επιτροπή.

Οι ισχυρισμοί του αιτητή για προκατάληψη και έχθρα εκ μέρους της ΕΔΥ παρέμειναν ατεκμηρίωτοι. Εχει λεχθεί ότι "η έλλειψη αμεροληψίας θα πρέπει να αποδεικνύεται με ικανοποιητική βεβαιότητα, είτε από τα γεγονότα που παρουσιάζονται σε σχετικούς διοικητικούς φακέλους ή με ασφαλή συμπεράσματα που μπορούν να εξαχθούν από την ύπαρξη τέτοιων γεγονότων". Βλ. Καψοσιδέρης ν. Δημοκρατίας, (1995) 3 ΑΑΔ σελ. 176.

Ενόψει των ανωτέρω η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του αιτητή.

Η επίδικη απόφαση επικυρώνεται.

 

 

&# 9;Α. Κραμβής,

&# 9; Δ.

 

ΣΦ.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο