Δέσπω Λεωνίδου ν. Κυπριακή Δημοκρατία μέσω Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ ΑΡ. 500/98 ΚΑΙ 576/98, 6 Σεπτεμβρίου 2000 Δέσπω Λεωνίδου ν. Κυπριακή Δημοκρατία μέσω Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ ΑΡ. 500/98 ΚΑΙ 576/98, 6 Σεπτεμβρίου 2000

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ ΑΡ. 500/98 ΚΑΙ 576/98

ΕΝΩΠΙΟΝ: Γ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ, Δ.

 

Αναφορικά με το ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος

Προσφυγή 500/98

Μεταξύ:

Δέσπω Λεωνίδου

Αι τήτριας

και

Κυπριακή Δημοκρατία μέσω

Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας

κα θ΄ων η αίτηση

--------------------

Προσφυγή 576/98

Μαρίλια Παντζαρή-Ελισσαίου

Αι τήτριας

και

Κυπριακή Δημοκρατία μέσω

Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας

καθ΄ων η αίτηση

---------------------

 

6 Σεπτεμβρίου 2000

Για την αιτήτρια στην 500/98: Γ. Σεραφείμ για Τ. Παπαδόπουλο.

Για την αιτήτρια στην 576/98: Μ. Σπανού.

Για τους καθ΄ων η αίτηση: Δ. Καλλίγερος, Δικηγόρος της Δημοκρατίας.

Για το ενδιαφερόμενο πρόσωπο Ε. Σισμάνη: Σ. Μαμαντόπουλος.

Για το ενδιαφερόμενο πρόσωπο Ε. Παντελή: Α. Ευσταθίου.

-------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Προσβάλλεται ο διορισμός των Ε. Παντελή και Ε. Σισμάνη στη θέση Εκπαιδευτικού Ψυχολόγου (Τακτικός Προϋπολογισμός) Πολιτιστικές και ΄Αλλες Υπηρεσίες, Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού. Οι δυο προσφυ-γές συνεκδικάστηκαν. Είναι οι τρίτες στη σειρά για το ίδιο θέμα και στην πορεία θα δούμε το ιστορικό αλλά και το δεδικασμένο που παράχθηκε αναφορικά με ορισμένα θέματα.

Πρέπει να μας απασχολήσει πρώτα η προσφυγή της Δ. Λεωνίδου αφού είχε αποκλειστεί ως μή προσοντούχος. ΄Οπως κρίθηκε, δεν κατείχε το απαιτούμενο από την παράγραφο 3(1)(β) του σχεδίου υπηρεσίας “μετα-πτυχιακό τίτλο ή δίπλωμα σε θέματα Εκπαιδευτικής ή Σχολικής ή Κλινικής Ψυχολογίας μετά από σπουδές ενός τουλάχιστον ακαδημαϊκού έτους”. Το ζήτημα αφορά στη φύση του διπλώματος/τίτλου που κατείχε. Σύμφωνα με τα στοιχεία της αίτησής της, το είχε αποκτήσει μετά από συνεχή πενταετή φοίτηση (1984 - 1989) στο Πανεπιστήμιο της Μόσχας και χαρακτηρίζεται ως ΜSc στη Ψυχολογία. Σύμφωνα με μεταγενέστερες επιστολές της προς την ΕΔΥ, είχε αποκτήσει δυο διπλώματα, τα οποία και επισύναψε μαζί με επεξηγηματικά πιστοποιητικά, διαφορετικά από εκείνο που συνόδευε την αίτησή της. Το ένα περιγράφεται ως BSc με ημερομηνία 5.6.88 και το άλλο ως ΜSc με ημερομηνία 5.6.89.

Η ΕΔΥ, παρά την αντίθετη κρίση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, θεώρησε πως η Λεωνίδου κατείχε το προσόν και, κατά τη διαδικασία που ακολούθησε, την επέλεξε ως μια από τις δυο καταλληλότερες. ΄Οπως είχε εξηγήσει, “από την έρευνα που έγινε διαπιστώθηκε ότι η μεταπτυχιακή εκπαίδευση της είναι στον κλάδο της κλινικής ψυχολογίας”. Αυτός ο διορισμός ακυρώθηκε από τον Κούρρη Δ. [βλ. Ευανθία Παντελή κ.α. ν. Κυπριακή Δημοκρατία Προσφυγή 802/93 κ.α. 8.2.95]. ΄Εγινε συναφώς αναφορά σε νομολογία σύμφωνα με την οποία, όσο και αν διπλώματα που αποκτώνται μετά από ενιαίο κύκλο σπουδών, έστω πενταετή, περιγράφονται από τα ιδρύματα που τα εκδίδουν ως ισοδύναμα του Μsc, ευλόγως δεν θεωρήθηκαν ότι ικανοποιούσαν ανάλογες απαιτήσεις σχεδίου υπηρεσίας. [Μιχαηλίδης κ.α. ν. Δημοκρατίας Προσφυγή 190/89 κ.α. ημερομηνίας 12.2.92]. Tο “μεταπτυχιακό” προϋποθέτει πρώτα βασικό δίπλωμα και η έρευνα πρέπει να δείχνει αν ήταν δυνατό να διασπαστεί ο κύκλος σπουδών ώστε να απονεμηθεί σε πρώτο στάδιο πρώτο δίπλωμα. [Αργυρίδης ν. Δημοκρατίας (1992) 3 ΑΑΔ 376, Χαραλαμπίδης κ.α. ν. Δημοκρατίας Προσφυγή 417/89 κ.α. ημερομηνίας 14.10.92]. Ως λόγος ακυρότητας προσδιορίστηκε η παράλειψη διεξαγωγής δέουσας έρευνας.

Κατά την επανεξέταση, αφού η ΕΔΥ έλαβε γνώση επιστολής του Κρατικού Πανεπιστημίου της Μόσχας, έκρινε εκ νέου, κατά πλειοψηφία αυτή τη φορά, πως η Λεωνίδου κατείχε το απαιτούμενο προσόν και επαναδιόρισε τις ίδιες. Ακολούθησε η προσφυγή 573/96 αποτέλεσμα της οποίας ήταν η ακύρωση των διορισμών για δεύτερη φορά, από τον Καλλή Δ. ΄Οπως εξηγήθηκε, η διερεύνηση των προσόντων των υποψηφίων έπρεπε να είχε γίνει σε πρώτο στάδιο από τη Συμβουλευτική Επιτροπή η οποία και θα υπέβαλλε νέο προκαταρκτικό κατάλογο των υποψηφίων με νέα αιτιο-γημένη έκθεση. (βλ. Μαρίλια-Παντζαρή Ελισσαίου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφυγή 573/96, ημερομηνίας 8.8.97).

Συστάθηκε νέα Συμβουλευτική Επιτροπή και ήταν και αυτής η κρίση, όπως και της προηγούμενης, πως η Λεωνίδου δεν κατείχε τα απαιτούμενα προσόντα. Θεωρήθηκε ότι ήταν κάτοχος μόνο πρώτου πανεπιστημιακού τίτλου “Diplom”, μετά από πενταετή φοίτηση στο Πανεπιστήμιο Lomonosof Μόσχας από το 1984 - 1989. ΄Οπως εξήγησε, έλαβε υπόψη στοιχεία που προέκυψαν από δική της έρευνα και όσα είχαν ήδη εξασφαλιστεί από την ΕΔΥ κατά την προηγούμενη επανεξέταση και πως βασίστηκε στα ακόλουθα:

“Ι. Σε πληροφορίες που περιέχονται στην έκδοση της UNESCO με τίτλο “Higher Education Diplomas in Europe” 1989, και στην επίσημη έκδοση του Βρετανικού ΝΑRIC με τίτλο “International Guide to Qualifications in Educa-tion”, 1987, οι οποίες τεκμηριώνουν την άποψη ότι στην πρώην Σοβιετική ΄Ενωση, μέχρι το 1989 απονεμόταν ως πρώτος καταληκτικός πανεπιστημιακός τίτλος το “DIPLOM” (στην ειδικότητα), ύστερα από φοίτηση 4 - 6 ετών σε πανεπιστήμια. Ο μεταπτυχιακός τίτλος είναι, σύμφωνα με τις πιο πάνω εκδόσεις, ο τίτλος Kandidat Nauk που είναι διάρκειας τουλάχιστον 3 ετών (Παραρτήματα 1 και 2).

ΙΙ. Σε πληροφορίες, που περιέχονται στην έκδοση του Συμβουλίου της Ευρώπης, με τίτλο “Evaluation of Higher Education Diplomas in Europe”, 1995 σύμφωνα με τις οποίες ο τίτλος Bakalavr - Bachelor (4 years) κατατάσσεται στους ενδιάμεσους τίτλους (Ιntermediate Qualifications), ενώ ως Πανεπιστημιακός καταληκτικός Τίτλος ή Δίπλωμα θεωρείται το “Diplom (5-6 years)” (Παράρτημα 3).

Εξάλλου πληροφορίες που περιέχονται στην έκδοση του International Association of Universities, με τίτλο “International Handbook of Universities”, 1996 οι οποίες δίνονται από τα ίδια τα Πανεπιστήμια στην Αγγλική και όχι στη γλώσσα διδασκαλίας της κάθε χώρας και στο λήμμα Lomonosov Moscow State University οδηγούν στο συμπέρασμα ότι μετά τις γνωστές μεταβολές στην πρώην Σοβιετική ΄Ενωση το εν λόγω Πανεπιστήμιο απονέμει τον τίτλο Bachelor, ύστερα από τετραετή φοίτηση και Master ύστερα από επιπλέον διετή φοίτηση (Παράρτημα 4).”

 

 

Η ΕΔΥ, όπως σημειώνει στα πρακτικά, μελέτησε το θέμα και, υπό το φως των στοιχείων που εξειδίκευσε η Συμβουλευτική Επιτροπή, αφού έλαβε υπόψη και επιστολή του δικηγόρου της Λεωνίδου, κατέληξε στο ίδιο συμπέρασμα.

Η Λεωνίδου καταλογίζει στην ΕΔΥ απεμπόληση της αποφαστικής αρμοδιότητας της και παράλειψη επιτέλεσης του πρωτογενούς, όπως χαρακτηρίζεται, καθήκοντός της, με διεξαγωγή δική της έρευνας. Είναι ορθή η αντίθετη άποψη. Τα δεδομένα υπήρχαν στο φάκελο, η δε ΕΔΥ τα εξέτασε και διαμόρφωσε δική της κρίση. Η θεώρηση ως επαρκών των στοιχείων που είχαν εξασφαλιστεί μπορεί να συνδεθεί με το ευρύτερο θέμα της επάρκειας της έρευνας όχι όμως με όσα πιο πριν εξειδικεύθηκαν.

Είναι επίσης χωρίς έρεισμα η εισήγηση πως η ΕΔΥ όφειλε ιδιαίτερες ρητές εξηγήσεις, για αλλαγή στάσης. Δεν υπήρξε εδώ, σε κανένα στάδιο, έγκυρη κρίση της ΕΔΥ πως η Λεωνίδου κατείχε το προσόν. Οι δυο προηγούμενες αποδοκιμάστηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο και ήταν καθήκον της ΕΔΥ, στο πλαίσιο της επανεξέτασης, να καταλήξει σε απόφαση, η οποία βέβαια θα μπορούσε, χωρίς κανένα περιορισμό ουσίας, να ήταν καταφατική ή αρνητική, ανάλογα με τα δεδομένα.

Ως προς την έρευνα που διεξάχθηκε και την κρίση που διαμορφώθηκε, η Λεωνίδου επικαλείται επικράτηση λανθασμένων “συλλογιστικών διαδικασιών”. Θεωρεί ότι υπήρξε προσκόλληση στη φόρμουλα σπουδών των αγγλικών πανεπιστημίων και πως η κρίση της διοίκησης οφείλεται στην απόρριψη άλλων που δεν εμπίπτουν σ΄αυτή. Επομένως, όπως εισηγείται, δεν ερευνήθηκε η ιδιαιτερότητα άλλων συστημάτων τα οποία ανίσως διαχωρίστηκαν, υπήρξε προσκόλληση στο λεκτικό ή στον τίτλο του κάθε διπλώματος και δεν ερευνήθηκε το περιεχόμενο. ΄Οπως προτείνει, στην περίπτωσή της θα έπρεπε να ερευνηθεί αν τα μαθήματα του τελευταίου έτους των σπουδών της ήταν μεταπτυχιακά, δηλαδή εξειδίκευσης ή πέραν των βασικών. Τελικά, καταλογίζει τουλάχιστον ενδεχόμενη πλάνη αφού, όπως υποστηρίζει, τα στοιχεία του Ιnternational Handbook of Universities 1996 αναφέρονται στη “μετά τον ουσιώδη χρόνο” αναδιοργάνωση των πανεπιστημίων της Σοβιετικής ΄Ενωσης.

Είναι και επί των πιο πάνω ορθή η αντίθετη εισήγηση πως δεν στοιχειοθετείται λόγος ακυρότητας. Εν πρώτοις, δεν στηρίχτηκε η κρίση σε μεταγενέστερα στοιχεία. Αυτά εμφανώς αναφέρθηκαν ως περαιτέρω επεξηγηματικά της κατάστασης, όπως αυτή ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο στη Σοβιετική ΄Ενωση. Δεν τεκμηριώνεται οτιδήποτε το αρνητικό σε σχέση με το αξιόπιστο των πηγών από τις οποίες λήφθηκαν τα στοιχεία. Περαιτέρω, δέ συζητούμε εδώ το ζήτημα γενικώς και αορίστως. Αντικείμενο είναι η ανταπόκριση του προσόντος προς τις απαιτήσεις του συγκεκριμένου σχεδίου υπηρεσίας. Το σχέδιο υπηρεσίας απαιτεί πανεπιστημιακό και μεταπτυχιακό δίπλωμα ή τίτλο, ανήκει στη διοίκηση η ουσιαστική κρίση και, στο πλαίσιο επαρκούς έρευνας όπως κρίνω ότι ήταν η διεξαχθείσα, δεν παρέχεται εν προκειμένω περιθώριο παρέμβασης. Τα στοιχεία ευλόγως οδηγούσαν στο συμπέρασμα που εξάχθηκε και η προσφυγή της Λεωνίδου πρέπει να απορριφθεί. Περιέλαβε στην αγόρευσή της και επιχειρήματα στηριγμένα στον ισχυρισμό της πως υπερέχει έναντι των ενδιαφερομένων προσώπων αλλά δεν νομιμοποιείται, αφού αποκλείστηκε, στη συζήτηση τέτοιων ζητημάτων. Αυτά αφορούν στους άλλους, η υποψηφιότητα των οποίων, ως προσοντούχων, εξετάστηκε στη συνέχεια.

Αυτή είναι η τρίτη προσφυγή της Ελισσαίου. Κρίθηκε προσοντούχος αλλά, κατά την επιλογή που ακολούθησε, προτιμήθηκαν τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα. Πρώτος στη σειρά έρχεται ο ισχυρισμός της πως τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα δεν κατείχαν τα απαιτούμενα προσόντα. Σε σχέση όμως με τη Σισμάνη, το θέμα απασχόλησε και στις προηγούμενες προσφυγές. Στη πρώτη, ο Κούρρης Δ., απέρριψε ακριβώς όμοιο ισχυρισμό. Παραθέτω το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση:

“Aναφορικά με τα προσόντα του ενδιαφερομένου μέρους Σισμάνη, η θέση των αιτητριών είναι ότι τα προσόντα της δεν ικανοποιούν τις απαιτήσεις της παραγράφου 3(1)(β) του σχεδίου υπηρεσίας γιατί το μεταπτυχιακό προσόν της ήταν στην εκπαίδευση (Μ.Sc. in Education), και όχι στην Εκπαιδευτική ή Σχολική ή Κλινική Ψυχολογία, όπως απαιτεί το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης.

Στην περίπτωση αυτή δεν θα συμφωνήσω με τη θέση του δικηγόρου των αιτητριών. Αν και ο τίτλος που απενεμήθη στο ενδιαφερόμενο μέρος περιγράφεται γενικά ως Μ.Sc. in Education, από την ανάλυση των θεμάτων που παρακολούθησε το ενδιαφερόμενο μέρος κατά τη διάρκεια του διετούς κύκλου σπουδών της προς απόκτηση του πιο πάνω τίτλου, βρίσκω ότι η ΕΔΥ θεωρώντας το ενδιαφερόμενο μέρος ως κατέχουσα το προσόν αυτό, δεν υπερέβηκε τα όρια της διακριτικής της ευχέρειας. Συνεπώς, ο ισχυρισμός αυτός απορρίπτεται.”.

 

 

Στην άλλη, ο Καλλής Δ., επεσήμανε τη γένεση δεδικασμένου. Συμφωνώ και δεν υπάρχει οτιδήποτε που θα μπορούσα να προσθέσω στο απόσπασμα που ακολουθεί:

“Ο ευπαίδευτος συνήγορος της αιτήτριας υποστήριξε περαιτέρω:

(α) ........................... .................................................. .........

(β) Η Επιτροπή εσφαλμένα έκρινε ότι το “Master of Science in Education” του ενδιαφερομένου μέρους Σισμάνη την καθιστά προσοντούχο, .......................................

Οι πιο πάνω λόγοι ακυρώσεως δεν μπορούν να πετύχουν. Είχαν τεθεί και απορριφθεί από το δικαστήριο με την πιο πάνω ακυρωτική απόφαση. Αποτελούν ως εκ τούτου δεδικασμένο και δεν μπορούν να αποτελέσουν το αντικείμενο νέας αναθεώρησης. Η Επιτροπή κατά την επανεξέταση είχε κατά νόμο υποχρέωση να συμμορφωθεί με την ακυρωτική απόφαση του Δικαστηρίου. (Βλ. Παπαδόπουλος ν. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης, Υπόθεση αρ. 746/92/15.3.94).”

 

Το ζήτημα των προσόντων της Παντελή εγείρεται για πρώτη φορά. ΄Ηταν αιτήτρια στις πρώτες προσφυγές και η αναθεώρηση διεξάχθηκε με δοσμένη τη διοικητική κρίση πως ήταν προσοντούχος. Στη δεύτερη, δεν ήταν μέρος στη διαδικασία και, πάντως, ούτε τότε είχε επιλεγεί. (Βλ. Εταιρεία Siemens Α.G. v. Aρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου Προσφυγή Αρ. 1010/91 ημερομηνίας 30.9.94, Χαράλαμπου Σουπουρή κ.α. ν. Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου Προσφυγή αρ. 413/92 ημερομηνίας 31.1.95, Ανδρέα Ηρακλέους Ηλεκτρικές Εγκαταστάσεις Λτδ ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου Προσφυγή 549/95 ημερομηνίας 30.10.96, Δ. Αυλωνίτη και Υιών Λτδ ν. Κυπριακή Δημοκρατία Προσφυγή 637/95 ημερομηνίας 26.6.97).

 

Είναι ο κεντρικός ισχυρισμός της Ελισσαίου πως η Παντελή απέκτησε πρώτα “Licence” που ισοδυναμεί με “British Bachelor (Ordinary) Degree” και μετά “Maitrise” που ισοδυναμεί με “British Bachelor (Honours) Degree.” Mεταπτυχιακά ήταν ως το 1985 το “Diplome d’ Ingenieur” και, μετά το 1985, το “Magistere”, τα οποία δεν κατείχε. ΄Οσα κατείχε ήταν πρώτα πτυχία και δεν αρκούσαν. Εν πάση περιπτώσει, όπως εισηγείται, δεν είχε ερευνηθεί ο κλάδος των σπουδών της ώστε να είναι έγκυρη η κρίση για την ανταπόκριση του και από αυτή την άποψη. Οι καθ΄ων η αίτηση και η Σισμάνη απορρίπτουν τους ισχυρισμούς, εισηγούνται πως το “Μaitrise” είναι μεταπτυχιακό και πρέπει να δούμε το διοικητικό χειρισμό.

 

H Συμβουλευτική Επιτροπή κάλυψε το θέμα με μια γενική δήλωση που αφορούσε αριθμό υποψηφίων, μεταξύ των οποίων και η Παντελή, ως εξής:

“Είναι όλοι κάτοχοι πανεπιστημιακού διπλώματος ή τίτλου ή ισότιμου προσόντος στην Ψυχολογία και μεταπτυχιακού τίτλου ή διπλώματος σε θέματα Εκπαιδευτικής ή Σχολικής ή Κλινικής Ψυχολογίας, μετά από σπουδές ενός τουλάχιστον ακαδημαϊκού έτους.”

 

 

Το ίδιο και η ΕΔΥ. Όπως σημείωσε, “αφού μελέτησε τις αιτήσεις των υποψηφίων, υιοθέτησε τη θέση της Συμβουλευτικής Επιτροπής για τους 12 προσοντούχους υποψηφίους”. Η διοικητική κρίση στηρίχτηκε σε όσα επισύναψε η Παντελή στην αίτησή της, δηλαδή στα πιστοποιημένα αντίγραφα των διπλωμάτων της.

Η Ελισσαίου επισημαίνει τα ακόλουθα:

Και τα δυο πιστοποιητικά που επισύναψε η Παντελή, το “Diplome de Licence es Lettres” και το Diplome de Maitrise es Lettres” φέρουν την ίδια ημερομηνία, 29.1.87, πολλά χρόνια μετά την απόκτησή τους. Στην “attestation” του Universite de Provence που επίσης επισυνάφθηκε, μετά από κατάλογο μαθημάτων και των μονάδων για το καθένα, στο πλαίσιο τετραετούς φοίτησης, αναφέρεται ως απόληξη το “Maitrise” στη Ψυχολογία, πράγμα το οποίο εξυπονοεί πως το “Licence” αλλά και το προγενέστερο “DEUG” είναι ενδιάμεσα. Είναι η εισήγησή της πως επιβαλλόταν γι΄αυτά έρευνα ανάλογη προς την διεξαχθείσα για το δίπλωμα της Λεωνίδου. Πολύ περισσότερο αφού (α) στην έκθεση του Συμβουλίου της Ευρώπης “Evaluation of Higher Education Diplomas in Europe”, στο οποίο ανέτρεξε για την περίπτωση της Λεωνίδου, τα δυο πιο πάνω, το “DEUG” (Diplome d’ Etudes Universitaires Generales) και το “Licence”, αναφέρονται ως ενδιάμεσα (intermediate), και (β) στο International Guide to Qualifications in Education, 4η έκδοση, του Βρεττανικού NARIC, σε παλαιότερη έκδοση του οποίου επίσης ανέτρεξαν η Συμβουλευτική Επιτροπή και η ΕΔΥ για την περίπτωση της Λεωνίδου, το δίπλωμα “Maitrise” αναφέρεται ως αντίστοιχο του “Bachelor (honours) degree” ενώ το Diplome d’ Ingenieur και το Magistere (μετά το 1985) είναι τα αντίστοιχα του “British Masters degree”. Eνώ το “Licence” αναφέρεται ως αντίστοιχο του “British (ordinary) degree”. Επισύναψε συναφώς τις σχετικές σελίδες.

Ανεξάρτητα από αυτά, καταλήγει η εισήγηση της Ελισσαίου, πουθενά δεν αναφέρεται ούτε φαίνεται στα πιστοποιητικά που επισυνάφθηκαν, σε ποιό κλάδο της Ψυχολογίας εντάσσονται τα διπλώματα της Παντελή. Yπενθυμίζεται ότι το σχέδιο υπηρεσίας απαιτεί πανεπιστημιακό ή ισότιμο στην Ψυχολογία αλλά με μεταπτυχιακό σε θέματα εκπαιδευτικής ή σχολικής ή κλινικής ψυχολογίας.

Η Παντελή διαφωνεί βέβαια. Ο ισχυρισμός της είναι πως το “Licence” είναι ισότιμο του αγγλικού ΒΑ και πως το “Maitrise” του αγγλικού ΜΑ. Επισυνάπτει μετάφραση των διπλωμάτων της στην οποία περιέχεται αναφορά στην ισοτιμία τους προς τα πιο πάνω αλλά η Ελισσαίου προειδοποιεί για τον κίνδυνο παραπλάνησης. Δεν περιέχονται τέτοιες φράσεις στα διπλώματα και είναι προσθήκες του μεταφραστή. Συμφωνώ πως το γεγονός της όποιας προσθήκης έπρεπε να σημειωθεί ρητά. Σε σχέση με τον κλάδο, υποστηρίζει πως αυτός αναφέρεται ως η Ψυχολογία (“section psyhologie”). Oι καθ΄ων η αίτηση ήταν ακόμα πιο γενικοί. Περιορίστηκαν στη δήλωση πως οι ισχυρισμοί της Ελισσαίου, σύνοψη των οποίων επιχείρησαν, “δεν κατατείνουν κατά τον ισχυρισμό μας ουσιωδώς προς ακύρωση της επίδικης πράξης, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι από το σεβαστό Δικαστήριο.” Επίσης στην άποψη πως είναι δεδομένη η αξία της Maitrise των γαλλικών πανεπιστημίων. Αυτά όμως δεν θα μπορούσαν να θεωρηθούν απάντηση στα συγκεκριμένα που επισήμανε η Ελισσαίου. Η οποία, με την απάντησή της, παραπέμπει και στην υπόθεση Μαρία Χ”Ευσταθίου-Δημητρίου ν Δημοκρατίας Υπόθεση Αρ. 806/87 21.12.90 όπου η μή προσκόμιση στοιχείων για την κατ’ ισχυρισμό αντιστοιχία του “Maitrise” προς το ΜΑ οδήγησε, μεταξύ άλλων, σε απόρριψη επιχειρήματος που αφορούσε στις διαφορετικές μονάδες που δόθηκαν για το καθένα.

Ο ισχυρισμός για ελλιπή έρευνα και ενδεχόμενη πλάνη έχει τεκμηριωθεί σε σχέση και με τις δυο πτυχές του θέματος. Εννοώ το επίπεδο, με αναφορά στην απαίτηση για μεταπτυχιακό αλλά και το περιεχόμενο, με αναφορά στην απαίτηση το μεταπτυχιακό να είναι στην εκπαιδευτική, σχολική ή κλινική ψυχολογία. Στοιχειοθετείται συνεπώς λόγος ακυρό-τητας του διορισμού της Παντελή.

Οι υπόλοιποι ισχυρισμοί της Ελισσαίου αφορούν στη συγκριτική αξία και στα στοιχεία κρίσης που προσμέτρησαν. Εγείρει ως πρώτο τέτοιο θέμα την κρίση πως δεν κατείχε το πλεονέκτημα της πείρας σχετικής με τα καθήκοντα της θέσης που αποκτήθηκε είτε σε υπηρεσία σε δημόσια θέση είτε σε έκτακτη απασχόληση στη Δημόσια Υπηρεσία. Είχε υπηρετήσει ως Λειτουργός Ευημερίας στις Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας και, όπως εισηγείται, αυτό ανταποκρινόταν. Δεν χρειάζεται να επεκταθώ σε λεπτομέρειες. Το θέμα απασχόλησε στις πρώτες προσφυγές. Η ΕΔΥ είχε και τότε κρίνει, αντίθετα μάλιστα προς τη γνώμη της Συμβουλευτικής Επιτροπής, πως η Ελισσαίου δεν κατείχε το πλεονέκτημα και όσα τώρα εγείρονται εξετάστηκαν και τότε. Παραθέτω το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση του Κούρρη Δ:

“Η ερμηνεία και εφαρμογή των σχεδίων υπηρεσίας είναι έργο που εμπίπτει στην αρμοδιότητα της ΕΔΥ. Η Συμβουλευτική Επιτροπή συμπεριέλαβε την αιτήτρια ανάμεσα στους κατέχοντες το πλεονέκτημα του σχεδίου υπηρεσίας. Η γνώμη όμως της Συμβουλευτικής Επιτροπής δεν δεσμεύει την ΕΔΥ, ούτε την απαλλάσσει από την υποχρέωση της να ερμηνεύσει και εφαρμόσει η ίδια τις πρόνοιες του σχεδίου υπηρεσίας.

΄Οπως φαίνεται από τα στοιχεία του φακέλου της, η αιτήτρια κατέχει, από 16.12.91, τη θέση Λειτουργού Ευημερίας 3ης Τάξης. Τα καθήκοντα που εκτελούσε η αιτήτρια περιγράφονται στο φάκελό της που βρισκόταν ενώπιον της ΕΔΥ. Ενώπιόν μου τέθηκαν επίσης και τα σχέδια υπηρεσίας των δύο θέσεων. Από τα στοιχεία αυτά βρίσκω ότι ήταν εύλογα επιτρεπτό στην ΕΔΥ να καταλήξει στο συμπέρασμα της ότι η αιτήτρια δεν κατείχε το πλεονέκτημα του σχεδίου υπηρεσίας και δεν ήταν απαραίτητη οποιαδήποτε περαιτέρω έρευνα.”.

 

Στην επόμενη προσφυγή η Ελισσαίου επανέφερε το θέμα αλλά κρίθηκε πως ήταν δεδικασμένο. Τώρα επιχειρεί να το επανασυζητήσει. Υποστηρίζει πως κακώς η ΕΔΥ θεώρησε πως ήταν δεσμευμένη από τις δικαστικές αποφάσεις. Αυτές δεν περιλάμβαναν δικαστική απόφανση πως δεν κατείχε το πλεονέκτημα. Είχε κριθεί πως ήταν εύλογα επιτρεπτή η απόφαση της ΕΔΥ πως δεν κατείχε το πλεονέκτημα και αυτό δεν απέκλειε τη δυνατότητα, κατά την επανεξέταση, να αχθεί η διοίκηση σε διαφορετικό συμπέρασμα το οποίο θα μπορούσε να ήταν εξ ίσου εύλογο. Βλέπει ως σχετική την περίπτωση της υπόθεσης Διονύσης Μαυρονικόλα κ.α. ν. Αρχής Βιομηχανικής Καταρτίσεως Προσφυγή 842/92 κ.α. ημερομηνίας 30.6.95 και επισημαίνει, επικαλούμενη τις Pieris v. Republic (1983) 3 CLR 1054 και Tornari v. Republic (1983) 3 CLR 1292, πως για να παραχθεί δεδικασμένο πρέπει να υπάρξει απόφανση επί της ουσίας, κατ΄αντιδιαστολή προς κρίση στηριζόμενη στην απουσία απαιτούμενου τύπου, αιτιολογική της δικαστικής απόφασης.

Δεν μπορώ να συμμεριστώ αυτές τις σκέψεις. Το Ανώτατο Δικαστήριο δεν προβαίνει σε πρωτογενείς διαπιστώσεις επί τέτοιων θεμάτων. Ελέγχει τη διοίκηση και το μέτρο είναι τί αναδεικνύεται κατά περίπτωση, ως εύλογα επιτρεπτό. Το ζήτημα της πείρας της Ελισσαίου ήταν κατ΄ευθείαν επίδικο στις πρώτες προσφυγές, εξετάστηκε κατ΄ουσίαν και καλύφθηκε από τη δικαστική απόφαση. Αποτελεί ζήτημα κριθέν και, συνεπώς, δεδικασμένο, όπως άλλωστε διακηρύχθηκε και με την επόμενη δικαστική απόφαση. (Βλ. συναφώς και την Μαριος Παπαδόπουλος ν. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης ΑΕ 1913 - 14.9.98). Η υπόθεση Μαυρονικόλα (ανωτέρω) σαφώς διακρίνεται. Είχε μεν λεχθεί στην πρώτη προσφυγή (652/89) πως ο αιτητής δεν είχε αποδείξει έκδηλη υπεροχή έναντι του τότε διορισθέντος αλλά μόνο σοβαρή υποψηφιότητα, όμως η προσφυγή του πέτυχε για λόγο που άπτετο, όπως αντιλαμβάνομαι το θέμα, της ρίζας της διαδικασίας. Κρίθηκε ότι πάσχει η σύνθεση της Επιτροπής Επιλογής και ο διορισμός του αρχικού αιτητή κατά την επανεξέταση κρίθηκε πως ήταν ανοικτή δυνατότητα, υπό το φως των στοιχείων κρίσης όπως αυτά εξ αντικειμένου περιορίστηκαν.

Απομένει το σοβαρό ζήτημα των στοιχείων κρίσης που οδήγησαν στην επιλογή της Σισμάνη. Δεν αναφέρομαι στην Παντελή ενόψει της κατάληξής μου πως δεν μπορούσε να διεκδικήσει τη θέση. Εν πάση περιπτώσει, στη δική της περίπτωση είχε προσμετρήσει το πλεονέκτημα της πείρας που κρίθηκε ότι κατείχε. Η ΕΔΥ, για να επιλέξει τη Σισμάνη, έλαβε υπόψη μόνο ένα στοιχείο. Θεώρησε ότι στο πλαίσιο της επανεξέτασης, ήταν δυνατή η σύγκριση όσων δεν είχαν πλεονέκτημα μόνο στη βάση των ακαδημαϊκών τους προσόντων. Αποφάσισε, επομένως, “να δώσει τη δέουσα σημασία στις ακαδημαϊκές επιδόσεις των υποψηφίων κατά τη διάρκεια των σπουδών τους”. Έκρινε δε, όπως και η Συμβουλευτική Επιτροπή, ότι “η Σισμάνη είχε ψηλότερες ακαδημαϊκές επιδόσεις κατά τη διάρκεια των σπουδών της σε σύγκριση με όλους τους άλλους υποψήφιους”. Η Ελισσαίου εγείρει δυο θέματα. Κατά το πρώτο, οι ακαδημαϊκές επιδόσεις είναι εξωγενής παράγοντας και η πρόσδοση σημασίας σ΄αυτές παραβιάζει το άρθρο 33(6) του Ν. 1/90 το οποίο προσδιορίζει τί συνυπολογίζεται. Δεν είμαι έτοιμος να συμφωνήσω επ΄αυτού. Μέσα στα στοιχεία που λαμβάνονται υπόψη περιλαμβάνονται και τα “υπόλοιπα στοιχεία των αιτήσεων” και δεν μπορώ να δεκτώ την εισήγηση ότι αποκλείεται η χρήση των ακαδημαϊκών επιδόσεων σε κάθε περίπτωση και ανεξάρτητα από οτιδήποτε άλλο, ως θέμα νόμου. Κατά το δεύτερο, κατ΄επίκληση της απόφασης της Ολομέλειας στη Χρυστάλλα Χ”Γιάννη κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1991) 3 ΑΑΔ 317, οι ακαδημαϊκές επιδόσεις δεν ήταν εν προκειμένω ενιαίο μέτρο κρίσης. Οι υποψήφιοι προέρχονταν από διαφορετικά πανεπιστήμια, σε ορισμένες περιπτώσεις διαφορετικών χωρών, με εντελώς διαφορετικά συστήματα βαθμολογίας. Και, όπου υπήρχαν, οι βαθμολογίες των υποψηφίων ήταν ασύνδετες και ασυσχέτιστες μεταξύ τους. Εν πάση περιπτώσει, δεν υπήρχε στο φάκελο η δική της βαθμολογία στο μεταπτυχιακό της την οποία, σύμφωνα με βεβαίωση που επισύναψε, δεν παρέχει το Πανεπιστήμιο του Λονδίνου και θέτει θέμα έλλειψης στοιχείων αναφορικά και με τη βαθμολογία του Bsc της Σισμάνη. Εισηγείται τελικά πως, όπως και να είχαν τα πράγματα, ήταν λανθασμένη η αντίληψη πως δεν υπήρχαν άλλα συγκριτικά στοιχεία. Θα έπρεπε να συνυπολογιστεί η πείρα και η αξιολόγησή της ως Λειτουργού Ευημερίας έστω και αν αυτή δεν συνιστούσε πλεονέκτημα και πάντως το αναλυτικό περιεχόμενο των μεταπτυχιακών σπουδών της (Μsc στην Εκπαιδευτική Ψυχολογία) “το οποίο άπτεται πλήρως της ειδικότητας του Εκπαιδευτικού Ψυχολόγου, σε αντίθεση με το αντίστοιχο της Σισμάνη” ( Msc στην Εκπαίδευση).

Οι καθ΄ων η αίτηση δεν απάντησαν στα επιχείρηματα με οτιδήποτε το συγκεκριμένο. Θεωρούν ότι η ΕΔΥ “εξάντλησε κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο τις νομικές και πραγματικές δυνατότητες που στη συγκεκριμένη περίπτωση διέθετε” και υποστηρίζουν πως αν και οι ακαδημαϊκές επιδόσεις κριθούν ως μή νόμιμο στοιχείο κρίσης, η νέα επανεξέταση θα είναι μοιραία ανοικτή σε περισσότερη πιθανότητα αδικίας, αποτυχίας επιλογής του καταλληλοτέρου, αδυναμίας αιτιολόγησης της επιλογής και νομιμοποίησης της στα μάτια των ίδιων των ενδιαφερομένων”. Ούτε η Σισμάνη παραπέμπει σε οτιδήποτε το συγκεκριμένο. Υποστηρίζει πως στο πλαίσιο της ευρείας διακριτικής εξουσίας της ΕΔΥ οι επιδόσεις μπορούν να ληφθούν υπόψη και αντιλαμβάνεται πως δόθηκε σ΄αυτές όχι αποφαστική αλλά “δέουσα” σημασία.

Είναι αναπόφευκτη η ακύρωση και του διορισμού της Σισμάνη. Η απόφαση της ΕΔΥ αλλά και η άποψη της Συμβουλευτικής Επιτροπής επί του θέματος συνιστούν γενική δήλωση και δεν περιέχουν τα στοιχεία που θα επέτρεπαν δικαστικό έλεγχο. Δεν υπήρξε τίποτε που να μπορεί να θεωρηθεί ως απάντηση τουλάχιστον στην επισήμανση της Ελισσαίου πως δεν ήταν γνωστές, στο σύνολό τους, οι ακαδημαϊκές επιδόσεις, ώστε να παρέχεται δυνατότητα σύγκρισης. Επίσης δεν φαίνεται να έχει προβληματίσει το βάσιμο, κατά τη γνώμη μου, επιχείρημα πως η όποια σύγκριση προϋπέθετε συνυπολογισμό του γεγονότος ότι οι βαθμολογίες προέρχονταν από διαφορετικά εκπαιδευτικά ιδρύματα, μάλιστα σε διαφορετικά θέματα.

Δεν νομίζω ότι ενδείκνυται να προχωρήσω σε άλλες κρίσεις. Θα εναπόκειται στη διοίκηση να ξαναδεί το θέμα στην ολότητά του, κάτω από το πρίσμα βέβαια και της παρούσας ακυρωτικής απόφασης και πρέπει να διευκρινίσω πως τίποτε από τα πιο πάνω δεν πρέπει να εκληφθεί ως επιδοκιμασία της μιας ή της άλλης άποψης αναφορικά με τα διαθέσιμα στοιχεία κρίσης.

Η προσφυγή 500/98 απορρίπτεται, με έξοδα. Η προσφυγή 576/98 επιτυγχάνει, με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται στην ολότητά της.

 

Γ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ

/ΜΣι.

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο