ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση αρ. 814/98
ΕΝΩΠΙΟΝ:
Σ. ΝΙΚΗΤΑ, Δ.Αναφορικά με το Άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ -
Heli Med Limited από τη Λευκωσία
Αιτητρίας
- και -
Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω
Εφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας
Καθού η αίτηση
-----------------------
Ημερομηνία:
2 Νοεμβρίου, 2000Για την αιτήτρια: Α. Παπαντωνίου
Για τον καθού η αίτηση: Ε. Αντωνίου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας
----------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Η αιτήτρια είναι εταιρεία περιορισμένης ευθύνης. Κατά τους ουσιώδεις χρόνους εκτελούσε πτήσεις, έναντι αμοιβής, με ελικόπτερο της, που στάθμευε στο αεροδρόμιο της Πάφου. Μεταξύ των υπηρεσιών που παρείχε ήταν η λήψη αεροφωτογραφιών. Επίσης διενεργούσε έλεγχο καλωδίων της Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (Α.Η.Κ.), κατόπιν γραπτής συμφωνίας με αυτή αναφορικά με την αμοιβή της. Άλλη οικονομική δραστηριότητα της εταιρείας ήταν η μεταφορά επιβατών εντός της επικράτειας.
Η εταιρεία αποτάθηκε στην Υπηρεσία Φόρου Προστιθέμενης Αξίας για εγγραφή, από 1/2/94, στο Μητρώο που τηρείται με βάση τις διατάξεις του ομώνυμου νόμου του 1990 (ν. 246/90), όπως τροποποιήθηκε. Τη σχετική αίτηση (έντυπο Φ.Π.Α. 1 Α), ημερ. 16/2/94, υπέγραψε ο διευθυντής της αιτήτριας κ. Σάββας Κωνσταντινίδης. Η διεύθυνση της εταιρείας που αναφέρει (στοιχείο αρ. 3) είναι Αχαιών 25, Λευκωσία (παράρτημα Α στην ένσταση). Καταγράφω τις λεπτομέρειες αυτές γιατί σχετίζονται με τα επιχειρήματα που αναπτύχθηκαν σχετικά με την προδικαστική ένσταση του καθού ότι η προσφυγή είναι εκπρόθεσμη.
Με την προσφυγή της η αιτήτρια προσβάλλει την απόφαση του Εφόρου, ημερ. 24/4/97, με την οποία βεβαίωσε το φόρο προστιθέμενης αξίας (φ.π.α.), που όφειλε η αιτήτρια στο δημόσιο για τις περιόδους από 1/2/93 μέχρι 30/11/96, στο συνολικό ποσό των Λ.Κ.7.995,26. Είναι αναγκαία μια παρένθεση εδώ, που αφορά τη χρονολογία εγγραφής. Η αιτήτρια ζήτησε εγγραφή από 1/2/94. Όμως, από επίσκεψη ελέγχου λειτουργού της Υπηρεσίας διαπιστώθηκε, βάσιμα, ότι η εταιρεία έπρεπε να είχε εγγραφεί από 1/2/93 (βλ. έκθεση της λειτουργού, παράρτημα Γ σελ. 4). Ο Έφορος απευθύνθηκε τότε στην αιτήτρια (επιστολή του ημερ. 6/3/97 παράρτημα Β) και διαφοροποίησε το χρόνο εγγραφής από 1/2/94 σε 1/2/93, όπως είχε εξουσία από τα άρθρ. 14(2) και 13(1)(β) του νόμου. Για την παράβαση μάλιστα, την καθυστερημένη δηλαδή γνωστοποίηση της υποχρέωσης για εγγραφή, η αιτήτρια κλήθηκε να καταβάλει χρηματική επιβάρυνση £650 (άρθρ. 21 Α).
Κατά την επίσκεψη ελέγχου, που άρχισε στις 6/12/96, εξετάστηκαν τα στοιχεία που αφορούν τις επίδικες περιόδους. Η ενημέρωση και η προσκόμιση των υφιστάμενων στοιχείων έγινε από το λογιστή της εταιρείας στο γραφείο του. Κι αυτό γιατί ο διευθυντής της επιχείρησης έλειπε στο εξωτερικό. Φαίνεται δε ότι απουσίαζε από την Κύπρο συχνά. Είναι η θέση του Εφόρου ότι η αιτήτρια δεν τηρούσε, ούτε του παρουσιάστηκαν, τα απαραίτητα βιβλία και αρχεία που πρέπει να υπάρχουν σύμφωνα με το περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (Τήρηση Βιβλίων, Αρχείων και Στοιχείων) Διάταγμα του 1992 (Κ.Δ.Π. 114/92). Είναι περαιτέρω η υπόθεση του Εφόρου ότι οι δηλώσεις που υπέβαλε η αιτήτρια ήταν ελλιπείς και/ή λανθασμένες. Αυτός ήταν και ο λόγος που κατέφυγε στις διατάξεις του άρθρ. 34(1) για βεβαίωση του φόρου, οι οποίες του παρέχουν τέτοια εξουσία, όταν συντρέχει οποιαδήποτε από τις παραπάνω προϋποθέσεις ή τις άλλες προϋποθέσεις που απαριθμεί η πρόνοια.
Στη συνέχεια ο Έφορος γνωστοποίησε την απόφαση του στην αιτήτρια με επιστολή του ημερ. 24/4/97 (παράρτημα Δ), η οποία συνοδεύθηκε από Πίνακα που περιείχε τους μαθηματικούς υπολογισμούς. Η ουσία της απόφασης βρίσκεται στις δυο πρώτες παραγράφους:
“Αναφέρομαι στην επίσκεψη ελέγχου που άρχισε στις 6/12/96 και σας πληροφορώ ότι από την εξέταση των συνοπτικών καταστάσεων και τιμολογίων που τηρείτε για την περίοδο 1/2/93 μέχρι 30/11/96 καθώς επίσης τις εξηγήσεις που έδωσαν οι ελεγκτές σας, έχει διαπιστωθεί ότι δεν απεδώσατε καθόλου φόρο εκροών σε σχέση με τις υπηρεσίες αερομεταφοράς προσώπων στον εναέριο χώρο της Κύπρου και τις παραδόσεις καυσίμων σε άλλες επιχειρήσεις.
Από τα τιμολόγια πωλήσεων που είχατε εκδώσει καθορίστηκε η συνολική αντιπαροχή σε £120.891,06, και ο φόρος εκροών σε £7.995,26 όπως φαίνεται στον Πίνακα που επισυνάπτεται.”
Η προσφυγή καταχωρίστηκε στις 22/9/98. Το ιστορικό της (κατά καιρούς) κοινοποίησης της απόφασης εκθέτει η κα Αντωνίου στην αγόρευση της. Λέγει ότι η βεβαίωση στάληκε με συστημένη επιστολή την ημέρα που εκδόθηκε, δηλαδή, στις 24/4/97, στη διεύθυνση του παραρτήματος Α, Αχαιών 25. Παραπέμπω στο παράρτημα Ε που είναι, όπως μου ανέφερε, φωτοαντίγραφο της ταχυδρομικής απόδειξης με την ένδειξη “αζήτητο”. Στάληκε από το ταχυδρομείο υπενθύμιση στις 7/5/97, αλλά επιστράφηκε 25/7/97.
Στη συνέχεια, αναφέρομαι πάντοτε στην αγόρευση, λειτουργός της Υπηρεσίας τηλεφώνησε στο σπίτι του κ. Κωνσταντινίδη και έμαθε από την οικιακή βοηθό του τη διεύθυνση του σπιτιού, στο οποίο ξαναστάληκε η βεβαίωση με συστημένο ταχυδρομείο, αλλά πάλιν δεν παραλήφθηκε, παρά το γεγονός ότι υπήρχε και υπενθύμιση τον Οκτώβρη του 1997, που επιστράφηκε και αυτή τη φορά ως αζήτητη (παράρτημα Στ). Τελικά, την επιστολή-βεβαίωση παρέλαβε ο κ. Μ. Παυλίδης, υπάλληλος της αιτήτριας. Υπάρχει ισχυρισμός ότι υπέγραψε για την παραλαβή της στις 29/6/98 (παράρτημα Ζ).
Η κα Αντωνίου, επικαλούμενη τις αποφάσεις Α.Ε. 2056 Ν. Οδυσσέως ν. Κυπριακής Δημοκρατίας ημερ. 18/6/98 και Α.Ε. 2004 Γ. Χειμωνίδου ν. Ιατρικών Υπηρεσιών κ.α. ημερ. 24/11/98, εισηγείται ότι η αιτήτρια έλαβε γνώση της απόφασης τουλάχιστον από 29/6/98 και όχι την 17/7/98, όπως ισχυρίζεται η αιτήτρια, που, πάλιν, θέτει εκτός του συνταγματικού ορίου των 75 ημερών την προσφυγή.
Φαίνεται πως και η ίδια Υπηρεσία είχε τις αμφιβολίες της για την επίδοση της επιστολής λόγω, ίσως, των συχνών απουσιών του κ. Κωνσταντινίδη. Γιαυτό προσπάθησε επανειλημμένως να φέρει την απόφαση σε γνώση της αιτήτριας. Όμως, πιστεύω, ενόψει του ισχυρισμού της αιτήτριας ότι το εγγεγραμμένο της γραφείο βρισκόταν κατά τον κρίσιμο χρόνο σε άλλη διεύθυνση (Λήδρας 57, Γραφείο 6), ότι έπρεπε να δοθεί μαρτυρία από την πλευρά της αιτήτριας για να επεξηγηθεί με τρόπο νομικά παραδεκτό κάθε πτυχή των ισχυρισμών που αφορούν τη γνωστοποίηση της απόφασης, όπως, π.χ., οι ενδείξεις του ταχυδρομείου, η πρακτική ταχυδρόμησης των βεβαιώσεων, κ.ο.κ. Ελλείψει τέτοιας μαρτυρίας δε θα ήταν δίκαιο να αποκλείσω την αιτήτρια να θέσει στο δικαστήριο την υπόθεση της και να ζητήσει θεραπεία.
Η προδικαστική ένσταση απορρίπτεται.
Ο δικηγόρος της αιτήτριας εισηγήθηκε πρώτα ότι η επίδικη απόφαση είναι παράνομη ως αντικειμένη στις διατάξεις του άρθρ. 34(1) του νόμου. Εντόπισε δε την παρανομία στο ότι η έκθεση δεν αναφέρει με ποιό τρόπο καταλογίστηκε ο φόρος για να είναι σε θέση το δικαστήριο να ασκήσει την ακυρωτική του δικαιοδοσία
. Περαιτέρω είπε ότι ο Έφορος πήρε στοιχεία μόνο από το λογιστή. Επομένως ήταν εκ προοϊμίου αδύνατο να υπάρξει ακριβής υπολογισμός. Σε κανένα σημείο της έκθεσης δεν εξηγείται γιατί η αιτήτρια δεν πιστώθηκε με το φόρο εισροών.Η αιτήτρια περαιτέρω καταλογίζει στον Έφορο ότι παρέλειψε να διερευνήσει δεόντως την περίπτωση της. Δεν εξέτασε την κάθε επίδικη φορολογική περίοδο χωριστά, όπως όφειλε, λόγω της αυτοτέλειας κάθε περιόδου. Ας σημειωθεί ότι η λειτουργός που ετοίμασε το παράρτημα Γ προμηθεύθηκε, με δική
της πρωτοβουλία, τα συμβόλαια της αιτήτριας με τους πελάτες της, δοθέντος ότι τα τιμολόγια (που είναι συνημμένα στην έκθεση) δεν περιείχαν τις απαιτούμενες πληροφορίες (διάρκεια πτήσεων και χιλιόμετρα που διανύθηκαν). Με αφορμή το γεγονός αυτό, ο δικηγόρος της αιτήτριας σχολιάζει ότι δεν ερευνήθηκε αν τα συμβόλαια αυτά “τηρήθηκαν και/ή δεν διεκόπησαν”. Ο Έφορος, κατά την ίδια εισήγηση, δεν προέβη σε έρευνα για να διαπιστωθεί κατά πόσον εκτελέστηκαν τα συμβόλαια πάνω στα οποία στηρίχθηκε η απόφαση. Με αποτέλεσμα η βεβαίωση του φόρου να είναι “αυθαίρετη, επισφαλής και παράνομη”.Προσβάλλεται ακόμη η απόφαση ως αναιτιολόγητη. Αυτή δεν αναφέρει, όπως συγκεκριμένα υποδείχθηκε, σε ποιά από τις προϋποθέσεις του άρθρ. 34(1) στηρίζεται. Πέραν τούτου η απόφαση είναι και αντιφατική. Σ’ αυτήν αναφέρεται ότι η βεβαίωση έγινε με βάση τα τιμολόγια, ενώ στην ένσταση δηλώνεται ότι ο Έφορος χρησιμοποίησε για το σκοπό αυτό τις εξουσίες που του παρέχει το άρθρ. 34(1).
Τέλος, ο δικηγόρος της αιτήτριας υποστήριξε ότι η διοίκηση ενήργησε κατά δέσμια αρμοδιότητα προσφεύγοντας στις διατάξεις του 34(1). Ενώ ήταν καθήκον της να κάμει χρήση της διακριτικής της εξουσίας με τις ευρύτερες επιλογές που αυτή παρέχει. Η πλάνη αυτή επιφέρει ακύρωση της απόφασης για να καταστεί δυνατή η λήψη νέας απόφασης μέσα στα ευρύτερα πλαίσια της άσκησης διακριτικής εξουσίας.
Θα ακολουθήσει εξέταση των παραπάνω λόγων ακύρωσης, χωρίς κατ’ ανάγκη, να τηρείται η σειρά που έχουν εκτεθεί, αφού ουσιαστικά ξεκινούν από κοινή βάση. Ανακύπτει πρώτα το ερώτημα αν σωστά ο Έφορος προσέφυγε στο άρθρ. 34(1). Προκύπτει από την έκθεση - χωρίς να προβληθεί ουσιαστικά αμφισβήτηση ή διάψευση - ότι η αιτήτρια δεν είχε τα κατάλληλα βιβλία, αρχεία και στοιχεία. Οι λεπτομέρειες είναι στη σελ. 21 της έκθεσης υπό τον ομώνυμο τίτλο. Αυτός ο λόγος ήταν αρκετός, σύμφωνα με την προμνησθείσα διάταξη, για να ενεργοποιηθεί η σχετική εξουσία του Εφόρου.
Υπήρχε όμως και πρόσθετος λόγος που αναφέρεται επίσης ρητά στο άρθρ. 34(1) σαν μια από τις προϋποθέσεις για βεβαίωση της φορολογίας από τον Έφορο. Τα στοιχεία που τέθηκαν στη διάθεση του Εφόρου ήταν ελλιπή και/ή περιείχαν σφάλματα. Διαφωτιστικές επί του θέματος είναι οι παρατηρήσεις της λειτουργού στις σελ. 22 και 23, που δε θεωρώ σκόπιμο να τις μεταφέρω εδώ. Για να συλλέξει στοιχεία που θα του επέτρεπαν “να χρησιμοποιήσει την κρίση του κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο”, ο Έφορος αποτάθηκε και πήρε τα συμβόλαια. Έτσι δεν είναι σωστό, όπως επιχείρησε να το εμφανίσει ο δικηγόρος της αιτήτριας, ότι η βεβαίωση έγινε αβασάνιστα και αυθαίρετα, χωρίς έρευνα.
Ο τρόπος φορολόγησης φαίνεται από τις σελ. 22 και 23. Στις δε σελ. 28 και 29 έχουμε τους μαθηματικούς υπολογισμούς. Όπως και από το σύνολο της έκθεσης. Εδώ είναι αναγκαία μια κρίσιμη παρένθεση. Δεν ακούγεται δικαιολογημένο παράπονο για έλλειψη έρευνας από τον Έφορο όταν η ίδια η εταιρεία δε φρόντισε να τηρεί τα βιβλία που προνοεί ο νόμος και οι κανονισμοί και, περαιτέρω, όταν ορισμένα τουλάχιστον στοιχεία απ’ όσα παρουσίασε είχαν ελλείψεις ή/και σφάλματα σε σημείο που δεν μπορούσαν να χρησιμεύσουν για ακριβέστερη επαλήθευση των φορολογικών υποχρεώσεων της αιτήτριας. Ο Έφορος έπραξε ό,τι ήταν δυνατό για ανεύρεση στοιχείων. Από τα υφιστάμενα στοιχεία φαίνεται ότι τα συμβόλαια παροχής υπηρεσιών εκτελέστηκαν. Αν τυχόν είχε συμβεί το αντίθετο, η αιτήτρια είχε η ίδια καθήκον να δώσει πληροφορίες. Διαφορετικά θα εναποθέταμε άδικα δυσβάστακτο βάρος στους ώμους του Εφόρου έξω από κάθε λογικό όριο της υποχρέωσης για έρευνα. Θα επιβράβευε δε την αδιαφορία του φορολογουμένου.
Αναφορικά με τις εισροές είναι σχετικό το μέρος της έκθεσης στη σελ. 25. Δε δόθηκαν στοιχεία παρόλο που ζητήθηκαν. Είναι επαινετή η στάση του Εφόρου (όπως εκφράζεται στην παραγ. 3.2(γ) iii της ένστασης) ότι ακόμη και σήμερα είναι διατεθειμένος να εξετάσει οποιαδήποτε στοιχεία που θα μπορούσαν να δοθούν και εφόσο δικαιολογείται να προβεί στην αναγκαία πίστωση.
Είναι αβάσιμος ο ισχυρισμός αντιφατικότητας. Στα τιμολόγια δεν επιβλήθηκε ο φόρος. Περαιτέρω, δεν περιείχαν σημαντικές πληροφορίες. Επομένως, η διαπίστωση για σφάλματα και ελλείψεις συνάδει απόλυτα με τις διαπιστώσεις και τους χειρισμούς του Εφόρου. Αναφορικά με το επιχείρημα ότι, αντίθετα με τη νομολογία, χρησιμοποιήθηκαν στοιχεία ορισμένων περιόδων για καθορισμό του φόρου για τη συνολική περίοδο, απάντηση σ’ αυτό δίνει η πρόσφατη απόφαση μου στην προσφ. αρ. 409/97 Ιάκωβος Καλός ν. Κυπριακής Δημοκρατίας ημερ. 31/7/2000. Σ’ αυτήν υιοθετώ την απόφαση του Χ”Χαμπή Δ., στην προσφ. αρ. 281/97 Στέλιος Αυγουστή & Yιοί Λτδ. ν. Δημοκρατίας ημερ. 28/5/99, στην οποία διαφοροποιείται, στο σημείο αυτό, ο φόρος εισοδήματος (στον οποίο αναφέρεται η νομολογία) και ο φ.π.α.
Κανένας από τους προβληθέντες λόγους ακύρωσης δεν έχει τεκμηριωθεί. Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα εναντίον της αιτήτριας.
Σ. Νικήτας, Δ.
/Κασ
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο