ARALIS FLOWER SHOP LIMITED ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω του Εφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, Υπόθεση Αρ. 824/99, 24 Νοεμβρίου 2000 ARALIS FLOWER SHOP LIMITED ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω του Εφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, Υπόθεση Αρ. 824/99, 24 Νοεμβρίου 2000

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Υπόθεση Αρ. 824/99

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗ, Δ.

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

ARALIS FLOWER SHOP LIMITED

Αιτητών

και

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω του

Εφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας

Καθ΄ων η Αίτηση

--------------

24 Νοεμβρίου 2000

Για τους Αιτητές: κ. Α. Αργυριάδης για κ. Α. Ευτυχίου.

Για τους Καθ΄ων η Αίτηση: κα Ε. Αντωνίου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας,

εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα.

----------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Η προσφυγή επιδιώκει την ακύρωση απόφασης του Εφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας η οποία κοινοποιήθηκε στην Αιτήτρια Εταιρεία με επιστολή ημερομηνίας 8.4.1999 και με την οποία αναπροσαρμόσθησαν οι φορολογικές δηλώσεις της για την περίοδο από 1.7.1992 μέχρι 31.12.1997 ώστε ποσό £19.118,07 να βεβαιωθεί ως οφειλόμενος πρόσθετος φόρος.

Η εν λόγω απόφαση ελήφθη μετά από έλεγχο των βιβλίων και αρχείων της επιχείρησης της Εταιρείας και τις δοθείσες εξηγήσεις, ο οποίος απέληξε στις ακόλουθες διαπιστώσεις του Εφόρου, όπως αναφέρεται στην εν λόγω επιστολή:

"(α) Δεν τηρείτε το προβλεπόμενο βιβλίο ακαθαρίστων εσόδων σύμφωνα με τις παραγράφους 5 και 6 της περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (Παραδόσεις ή Παροχές από Λιανοπωλητές) Γνωστοποίησης του 1992 (Κ.Δ.Π. 156/92).

(β) Δεν τηρείτε στοιχεία και αρχεία για τη διακύμανση των αποθεμάτων της επιχείρησης σας μεταξύ 1.7.92 και 31.12.97 κατά παράβαση του άρθρου 3(3) του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (Τήρηση Βιβλίων, Αρχείων και Στοιχείων) Διατάγματος του 1992 (Κ.Δ.Π. 114/92).

(γ) Δεν τηρείτε πλήρη αρχεία και στοιχεία αναφορικά με τις φορολογητέες παραδόσεις αγαθών ή παροχές υπηρεσιών που πραγματοποιήθηκαν προς εσάς μέσα στα πλαίσια ή για προώθηση των δραστηριοτήτων της επιχείρησης, σύμφωνα με την πρόνοια της παραγράφου 5(1)(α) του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (Τήρηση βιβλίων, Αρχείων και Στοιχείων) Διατάγματος του 1992 (Κ.Δ.Π. 114/92).

Συγκεκριμένα δεν καταχωρείτε στα βιβλία σας την αξία και το φόρο εισροών που αφορά αγορές λουλουδιών για στολισμούς γάμων, αγορές παρανυφάκια/κοστουμάκια, νυφικά, λαμπάδες και άλλα υλικά και προϊόντα που χρησιμοποιείτε για επιχειρηματικούς σκοπούς.

(δ) Διαπιστώθηκε ότι γίνονται λογιστικές εγγραφές στα βιβλία σας χωρίς να υποστηρίζονται από τα αναγκαία έγγραφα.

(ε) Δεν παρουσιάσατε για έλεγχο σημαντικά αρχεία της επιχείρησης σας (συμφωνητικά έγγραφα γάμων) για την περίοδο 1.7.92-31.12.96 και μέρος του 1997 για επαλήθευση των καταχωρήσεων των εισπράξεων σας στα λογιστικά σας βιβλία και κατ΄επέκταση των φορολογικών σας δηλώσεων, καθώς επίσης των ποσών, με τα οποία συμπληρώνετε τα τιμολόγια που εκδίδετε. Σημειώνεται ιδιαίτερα ότι τα "τιμολόγια" ετοιμάζονται εκ των υστέρων και δεν υπογράφονται από τους πελάτες.

(στ) Διαπιστώθηκε και έγινε αποδεκτό από εσάς ότι ποσό ύψους Λ.Κ. 16.953,89 που αφορά εκροές θετικού συντελεστή και το οποίο δεν τεκμηριώνεται με τα ανάλογα έγγραφα δεν έχει καταχωρηθεί στις φορολογικές σας δηλώσεις.

Το ποσό αυτό έχει καταχωρηθεί στα βιβλία σας μετά την επίσκεψη ελέγχου που πραγματοποιήθηκε στην έδρα της επιχείρησης.

(ζ) Το ταμείο για τα έτη 1995 και 1996 παρουσιάζεται ελλειμματικό, δηλαδή οι πληρωμές που γίνονται υπερβαίνουν τις εισπράξεις. Το εν λόγω έλλειμμα καλύπτεται στο τέλος του χρόνου με την καταχώρηση επιπρόσθετων εκροών που δεν υποστηρίζονται με τα ανάλογα έγγραφα.

Οι πιο πάνω ανεπάρκειες και ανακρίβειες των λογιστικών σας βιβλίων κλονίζουν την αξιοπιστία των ιδίων όσον και των φορολογικών σας δηλώσεων.

Συνεπώς κρίνω ότι τα βιβλία και αρχεία που τηρείτε είναι ελλιπή περιέχουν σφάλματα και δεν είναι ενημερωμένα όπως απαιτείται με βάση την περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νομοθεσία και κατ΄επέκταση και οι φορολογικές σας δηλώσεις είναι ελλιπείς και περιέχουν σφάλματα."

 

Ως εκ τούτου, συνεχίζει η επιστολή:

"Με βάση τα πιο πάνω το περιεχόμενο των φορολογικών σας δηλώσεων δεν γίνεται αποδεκτό και σύμφωνα με το άρθρο 34(1) και (2) των περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμων του 1990 μέχρι 1994 έχω προβεί σε βεβαίωση φόρου εκροών και φόρου εισροών χρησιμοποιώντας κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο την κρίση μου αφού έλαβα υπόψη τα ακόλουθα:

[Α] Βεβαίωση Φόρου Εκροών

(ι) Τις αγορές στεφάνων για το 1993, 1994, 1995, 1996 και 1997 που εντοπίσθηκαν κατά τον έλεγχο.

Κάθε ένα ζεύγος στέφανα αντιπροσωπεύει ένα γάμο

(ιι) Λήφθηκε επίσης υπόψη ότι σημαντικός αριθμός αγορών και εξόδων που έχουν καταχωρηθεί στα λογιστικά βιβλία ως αγορές ή ως έξοδα, ήταν αυθαίρετες εγγραφές και δεν υποστηρίζονταν από τα απαραίτητα δικαιολογητικά.

Επειδή δεν υπάρχουν στοιχεία για την διακύμανση των αποθεμάτων σας μεταξύ 1.7.92 και 31.12.97, έχει θεωρηθεί ότι τα αποθέματα για στέφανα και λουλούδια παραμένουν τα ίδια για ολόκληρη την υπό εξέταση περίοδο."

.................................. .................................................. ...........

[Β] Βεβαίωση φόρου εισροών

Έχετε διεκδικήσει φόρο εισροών ύψους £94,72 που αφορά δαπάνες για εργασίες σε ακίνητη ιδιοκτησία για τις οποίες σύμφωνα με το άρθρο 25(13)(α) του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου, δεν παρέχεται δικαίωμα πίστωσης του φόρου, (ιι) φόρο εισροών ύψους £32,58 που δεν έπρεπε να πιστωθείτε γιατί δεν κατέχετε τα αναγκαία έγγραφα σύμφωνα με τον Κανονισμό 3 των περί Φόρου Ποστιθέμενης Αξίας (Φόρος Εισροών) Κανονισμών του 1991 (Κ.Δ.Π. 208/91) και (ιιι) φόρο εισροών ύψους Λ.Κ.52,32 που προκύπτει από διαφορά των φορολογικών δηλώσεων και των βιβλίων σας.

Η διαφορά διαπιστώθηκε στις φορολογικές δηλώσεις 1.1.94-31.3.94, 1.4.94-30.6.94 και 1.7.94-30.9.94.

Ενόψει των πιο πάνω:

Το συνολικό ποσό των £19118,07 βεβαιώνεται ως φόρος οφειλόμενος από εσάς δυνάμει ου άρθρου 34 του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου του 1990. Όλες οι φορολογικές δηλώσεις έχουν αναπροσαρμοσθεί όπως φαίνεται στον Πίνακα ΙΙ που επισυνάπτεται, ο οποίος δείχνει και το ποσό φόρου που βεβαιώνεται χωριστά για κάθε φορολογική περίοδο.

Καλείσθε δυνάμει του άρθρου 36 του ιδίου Νόμου να καταβάλετε £19118,07 (Δεκαεννέα χιλιάδες εκατό δεκαοκτώ λίρες και επτά σεντ). Το ποσό αυτό αντιπροσωπεύει τον επιπρόσθετο πληρωτέο φόρο για όλες τις φορολογικές σας δηλώσεις."

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος για την Εταιρεία εισηγείται ότι η απόφαση ελήφθη καθ΄υπέρβαση και κατάχρηση εξουσίας, καθ΄όσον ο Έφορος προέβη σε ανυπόστατες διαπιστώσεις και αυθαίρετο υπολογισμό της φορολογίας. Συγκεκριμένα, λέγει ότι:

1. Η διαπίστωση του Εφόρου, ότι η Εταιρεία δεν τηρούσε το προβλεπόμενο βιβλίο ακαθαρίστων εσόδων σύμφωνα με τις παραγράφους 5 και 6 της περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (Παραδόσεις ή Παροχές από Λιανοπωλητές) Γνωστοποιήσεως του 1992 (Κ.Δ.Π. 156/92), είναι λανθασμένη καθ΄όσον η Εταιρεία δεν περιλαμβάνεται στις επιχειρήσεις που έχουν υποχρέωση τήρησης του εν λόγω βιβλίου. Βάσει της παραγράφου 5, η υποχρέωση τήρησης του ειδικού βιβλίου καταχώρισης των ακαθαρίστων εσόδων συναρτάται προς λιανοπωλητές που αποφασίζουν να υιοθετήσουν ένα από τα προνοούμενα σχέδια, που με τη σειρά τους καθορίζονται στην παράγραφο 1 ως οι λιανοπωλητές των οποίων η οικονομική δραστηριότητα ταξινομείται στους κώδικες που αναφέρονται στο Παράρτημα Α. Τα ανθοπωλεία όντως δεν περιλαμβάνοντο αρχικά στο Παράρτημα Α της ΚΔΠ 156/92, στο οποίο αναφέρεται ο κ. Ευτυχίου, το Παράρτημα Α όμως της ΚΔΠ 156/92 καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε με άλλο Παράρτημα με την ΚΔΠ 203/92 το οποίο καλύπτει όλο το λιανικό εμπόριο και υπηρεσίες. Και αν όμως, όπως φαίνεται, η παράγραφος 5 δεν ίσχυε καθ΄όσον δεν υπάρχει μαρτυρία ότι η Εταιρεία είχε αποφασίσει να υιοθετήσει ένα από τα προνοούμενα σχέδια ως η παράγραφος 1, η Εταιρεία, όπως είναι καθαρό και από την παράγραφο 5, είχε υποχρέωση να τηρεί τα βιβλία, αρχεία και στοιχεία που προνοούνται στο περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (τήρηση Βιβλίων, Αρχείων και Στοιχείων) Διάταγμα του 1992 (ΚΔΠ 114/92) και που, στην ευρύτητα τους, περιλαμβάνουν και την αναλυτική τήρηση όλων των στοιχείων που μπορούν να αναφέρονται στα ακαθάριστα έσοδα. Η υποχρέωση αυτή είναι έτσι ακόμα ευρύτερη εκείνης της ΚΔΠ 156/92. Αν και λοιπόν ο Έφορος δεν μπορούσε να αναφερθεί σε παράλειψη συμμόρφωσης προς την ΚΔΠ 156/92, η ουσιαστική υποχρέωση της Εταιρείας υπήρχε βάσει της ΚΔΠ 114/92 και η διαπίστωση του Εφόρου είναι ορθή ως προς την ουσιαστική παράβαση υποχρέωσης της Εταιρείας.

2. Η διαπίστωση του Εφόρου, ότι η Εταιρεία δεν τηρούσε στοιχεία και αρχεία για τη διακύμανση των αποθεμάτων της επιχείρησης σύμφωνα με την παράγραφο 3(3) της ΚΔΠ 114/92, είναι λανθασμένη καθ΄όσον δεν προνοείται τέτοια υποχρέωση στην ΚΔΠ 114/92. Η εισήγηση αυτή δεν ευσταθεί. Έχω ήδη παρατηρήσει την ευρύτητα των αρχείων και στοιχείων που πρέπει να τηρούνται δυνάμει της παραγράφου 3(1) της ΚΔΠ 114/92. Η παράγραφος 3(3) εξειδικεύει ότι τα εν λόγω αρχεία και στοιχεία πρέπει να είναι τέτοια που να καθιστούν δυνατό να υπολογισθεί ορθά το ποσό του φόρου. Η διακύμανση των αποθεμάτων της επιχείρησης συναρτάται ευθέως προς τούτο και εύλογα ο Έφορος θεώρησε ότι εκαλύπτετο από την προνοούμενη υποχρέωση, επιπρόσθετα δε σχετικό είναι και το άρθρο 39(1) του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου του 1990 (Ν. 246/90). Συναφώς αναφέρομαι και στην απόφαση του αδελφού μου Καλλή, Δ., στην υπόθεση Στυλιανού ν. Δημοκρατίας, 94/97, 8.4.1998, και ιδιαίτερα στις σ. 9-10 όπου είπε τα ακόλουθα:

"Ο Καν. 3(3) της Κ.Δ.Π. 114/92 προβλέπει ότι τα αρχεία και στοιχεία πρέπει να τηρούνται ενημερωμένα και να περιέχουν τέτοια στοιχεία που να είναι δυνατόν να υπολογιστεί ορθά το ποσό του καταβλητέου φόρου. Το ότι οι πιο πάνω διατάξεις του Νόμου και των Κανονισμών έχουν σαν μοναδικό σκοπό να καταστήσουν ικανό τον Έφορο να υπολογίσει ορθά το ποσό του καταβλητέου φόρου φανερώνεται έκδηλα από το λεκτικό των σχετικών διατάξεων. Έχω την άποψη ότι η τήρηση κατάστασης αποθεμάτων αποτελεί πρωταρχικό ζήτημα το οποίο καθιστά ικανό τον Έφορο να υπολογίσει ορθά το ποσό του καταβλητέου φόρου. Συνιστά αρχείο μέσα στην έννοια του πιο πάνω άρθρου 39(1) (Βλ. Κokos Athanasiou Motors Ltd, Υπόθ. Αρ. 229/96/6.2.97). Ακολουθεί πως ο αιτητής είχε υποχρέωση δυνάμει των πιο πάνω διατάξεων του Νόμου να τηρεί στοιχεία αναφορικά με τη διακύμανση αποθεμάτων. Ορθά, λοιπόν, ο Έφορος έχει αχθεί στο συμπέρασμα ότι η μη τήρηση τέτοιων στοιχείων καθιστά δυνατή την εφαρμογή του άρθρου 34(1). ...........

Από τη στιγμή που ο Νόμος - όπως είναι εδώ η περίπτωση - επιβάλλει την υποχρέωση τήρησης των πιο πάνω στοιχείων ο φορολογούμενος οφείλει να συμμορφώνεται με τις επιταγές του Νόμου. Ο Νόμος δεν προβλέπει για χαλάρωση της υποχρέωσης ανάλογα με τη φύση και τον κύκλο εργασιών της επιχείρησης. Ακολουθεί πως η σχετική εισήγηση δεν μπορεί να πετύχει.

Ο πιο πάνω λόγος ακυρώσεως - έλλειψη δέουσας έρευνας - έχει προβληθεί και σε σχέση με την διαπίστωση του Εφόρου ότι ο αιτητής δεν καταχωρούσε όλες τις αγορές και τα έξοδα στα βιβλία και αρχεία της επιχείρησης. Υποστηρίχθηκε ότι η διαπίστωση εκείνη ήταν αυθαίρετη, αστήριχτη και αβάσιμη γιατί δεν παρουσιάσθηκε οποιοδήποτε αποδεικτικό στοιχείο που να αποδεικνύει ότι υπήρχαν τιμολόγια αγορών ή πληρωμές εξόδων που δεν είχαν καταχωρηθεί στα βιβλία και αρχεία της επιχείρησης."

 

Πρόσθετα σχετική είναι και η απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Kokos Athanasiou Motors Ltd ν. Δημοκρατίας, ΑΕ2421, 24.1.2000, στην οποία γίνεται ευρεία ανασκόπηση του όλου θέματος.

3. Η διαπίστωση του Εφόρου, ότι η Εταιρεία δεν τηρούσε πλήρη αρχεία και στοιχεία για την αξία και το φόρο εισροών που αφορούσαν συγκεκριμένες αγορές από την Εταιρεία σύμφωνα με την παράγραφο 5(1)(α) της ΚΔΠ 114/92, είναι λανθασμένη καθ΄όσον οι εν λόγω αγορές καταχωρούντο σε βιβλίο της Εταιρείας. Δεν υπάρχει όμως οτιδήποτε ενώπιον μου που να τεκμηριώνει τη θέση αυτή και να αναιρεί τη διαπίστωση του Εφόρου όπως αυτή προκύπτει από την εμπεριστατωμένη έρευνα του και ιδιαίτερα τις παρατηρήσεις του στις σελίδες 19-32 της έκθεσης του, μάλιστα δε στις σελίδες 24-27.

4. Η διαπίστωση του Εφόρου, ότι εγίνοντο λογιστικές εγγραφές στα βιβλία της Εταιρείας χωρίς να υποστηρίζονται από τα αναγκαία έγγραφα, είναι ανυπόστατη. Και πάλι δεν συμφωνώ. Όχι μόνο η εισήγηση δεν τεκμηριώνεται, αλλά η διαπίστωση του Εφόρου στηρίζεται πλήρως στην έκθεση του ως ανωτέρω, παραπέμπω δε ιδιαίτερα στη σ. 26.

5. Η παρατήρηση του Εφόρου, ότι η Εταιρεία δεν παρουσίασε για έλεγχο σημαντικά αρχεία της επιχείρησης, και συγκεκριμένα συμφωνητικά έγγραφα γάμων, για επαλήθευση των καταχωρίσεων των εισπράξεων στα βιβλία και των ποσών των τιμολογίων, δεν λαμβάνει υπ΄όψη ότι τα εν λόγω συμφωνητικά είχαν, όπως ανάφερε η Διευθύντρια της Εταιρείας, καταστραφεί κατά την ανακαίνιση του καταστήματος. Αυτό όμως δεν ήταν κάτι που ο Έφορος υποχρεούτο να δεχθεί ως γεγονός, δοθέντος μάλιστα ότι η υποχρέωση τήρησης των εν λόγω στοιχείων αναμφίβολα βάρυνε την Εταιρεία, εν πάση περιπτώσει δε η μη παρουσίαση των εν λόγω στοιχείων για οποιοδήποτε λόγο του παρείχε έρεισμα να αμφισβητήσει την αξιοπιστία των φορολογικών δηλώσεων της Εταιρείας και να προβεί ο ίδιος σε βεβαίωση φόρου χρησιμοποιώντας κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο την κρίση του. Ούτε αλλάζουν τα πράγματα με την εισήγηση της Διευθύντριας της Εταιρείας ότι, ελλείψει των συμφωνητικών, υπήρχαν τα τιμολόγια από τα οποία μπορούσε να γίνει η επαλήθευση. Ο Έφορος είναι επαλήθευση των τιμολογίων που ήθελε να κάνει, όπως παρατηρεί, και μάλιστα αφού, όπως σημειώνει, τα τιμολόγια ετοιμάζοντο εκ των υστέρων και δεν υπογράφοντο από τους πελάτες.

6. Η διαπίστωση του Εφόρου, ότι ποσό £16.953,89 που αφορούσε εκροές δεν τεκμηριώνετο με τα ανάλογα έγγραφα και δεν είχε καταχωρηθεί στις φορολογικές δηλώσεις της Εταιρείας παρά μόνο καταχωρήθηκε στα βιβλία της Εταιρείας μετά από την επίσκεψη ελέγχου του Εφόρου, είναι ανυπόστατος. Συγκεκριμένα, λέγεται ότι το ποσό αυτό τεκμηριώνεται από τιμολόγια πωλήσεων, περιλήφθηκε στις οικονομικές καταστάσεις που εδόθησαν στον Έφορο, μέρος αυτού καταχωρήθηκε σε μεταγενέστερες φορολογικές δηλώσεις, και δεν καταχωρήθηκε στα βιβλία της Εταιρείας μετά από την επίσκεψη ελέγχου. Όλα αυτά όμως ενδυναμώνουν παρά μειώνουν τη διαπίστωση του Εφόρου. Ο Έφορος δεν είναι τιμολόγια που είχε υπ΄όψη του ως έγγραφα που να τεκμηριώνουν τις εν λόγω εκροές, η δε περίληψη τους στις οικονομικές καταστάσεις και καταχώριση μέρους αυτών σε μεταγενέστερη φορολογική δήλωση δεν ήταν το ζητούμενο, ενώ είναι καθαρό από τα ενώπιον μου στοιχεία ότι η καταχώριση στα βιβλία της Εταιρείας έγινε μετά από την επίσκεψη ελέγχου. Οι διαπιστώσεις αυτές εύλογα επέτρεπαν στον Έφορο να αχθεί στην κατάληξη του για ανεπάρκεια και ανακρίβεια των βιβλίων της Εταιρείας και των φορολογικών της δηλώσεων.

7. Η διαπίστωση του Εφόρου, ότι το ταμείο της Εταιρείας για τα έτη 1995 και 1996 παρουσίαζε ελλειμματικό, αφού οι πληρωμές υπερέβαιναν τις εισπράξεις, και ότι το έλλειμμα εκαλύπτετο στο τέλος του έτους με την καταχώριση επιπρόσθετων εκροών που δεν υποστηρίζοντο με τα ανάλογα έγγραφα, είναι ανυπόστατος. Σε στήριξη της θέσης αυτής λέγεται ότι το έλλειμμα και η κάλυψη του στο τέλος του χρόνου οφείλετο στο ότι δεν εκδίδοντο αποδείξεις με τη λήψη προκαταβολής και στην προαναφερθείσα απώλεια των συμφωνητικών εγγράφων γάμων, ενώ όλες οι εκροές υποστηρίζοντο από τιμολόγια. Σίγουρα όμως η παράλειψη της υποχρέωσης της Εταιρείας να εκδίδει αποδείξεις και η ισχυριζόμενη απώλεια των συμφωνητικών δεν αναιρεί τη διαπίστωση του Εφόρου ή το εύλογο της κατάληξης του, ενώ το εξ ίσου εύλογο της άποψης του Εφόρου ότι τα τιμολόγια, εκδιδόμενα εκ των υστέρων, δεν ήσαν επαρκώς αποδεικτικά στοιχεία έχει ήδη σχολιασθεί. Και αυτή η εισήγηση είναι εντελώς ανεδαφική.

Καταλήγω ότι υπήρχε κατά κόρο το υπόβαθρο εκείνο που καθιστούσε εύλογη την κατάληξη του Εφόρου ότι, ως εκ των διαπιστώσεων του, τα βιβλία και αρχεία της Εταιρείας, και κατ΄επέκταση και οι φορολογικές δηλώσεις της, ήσαν ελλιπή, μη ενημερωμένα και εσφαλμένα, ώστε να μην εγίνετο αποδεκτό το περιεχόμενο των φορολογικών δηλώσεων και να ενεργοποιείτο η εξουσία του Εφόρου δυνάμει του άρθρου 34(1)(2) του Νόμου να προβεί σε βεβαίωση φόρου χρησιμοποιώντας κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο την κρίση του. Η έρευνα του Εφόρου ήταν πληρέστατη και η αποκάλυψη των πιο πάνω εμφανών και ουσιαστικών αδυναμιών των βιβλίων και αρχείων της Εταιρείας, και συνεπώς και των φορολογικών δηλώσεων της, σαφεστάτη.

Ο ευπαίδευτος συνήγορος για την Εταιρεία υποβάλλει και την εισήγηση ότι η διακριτική ευχέρεια του Εφόρου να προβεί στη βεβαίωση του φόρου ασκήθηκε αυθαίρετα, καθ΄όσον δεν προέβη σε δέουσα έρευνα, με αποτέλεσμα και η απόφαση του να μην είναι δεόντως αιτιολογημένη και σύμφωνη με τις αρχές της χρηστής διοίκησης. Ουδέν αβασιμώτερον. Όλα τα στοιχεία που προήρχοντο από την Εταιρεία, περιλαμβανομένων των τοποθετήσεων της Εταιρείας, ήσαν ενώπιον του Εφόρου, ο οποίος εξασφάλισε και όλα τα στατιστικά στοιχεία που του ήταν εύλογα πρόσφορα να εξασφαλίσει, έχω δε ήδη παρατηρήσει την επάρκεια της έρευνας του Εφόρου στα δεδομένα της Εταιρείας. Συναφώς, παραπέμπω στα όσα είχα την ευκαιρία να πω στην υπόθεση Blue Moon Trading Ltd ν. Δημοκρατίας, 656/97, 22.6.1999, στις σελίδες 7-9:

"Στο επίκεντρο της εξέτασης του θέματος είναι κατά πόσο η απόφαση του ήταν εύλογα επιτρεπτή υπό τις περιστάσεις, με δεδομένο ότι το δικαστήριο δεν υποκαθιστά εαυτό στην κρίση του Εφόρου ως διοικητικού οργάνου αλλά διαπιστώνει τη νομιμότητα της άσκησης της εξουσίας του ως εντός των ορίων της (ίδε: Mavrides v. Republic (1967) 3 CLR 147, Georghiades v. Republic (1980) 3 CLR 525), το βάρος ανατροπής της οποίας φέρει βέβαια ο Αιτητής. Σε αναφορά με αυτό το κριτήριο είναι που ερμηνεύεται και η πρόνοια του άρθρου 34(1) ότι ο Έφορος προβαίνει στη βεβαίωση του φόρου "χρησιμοποιώντας κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο την κρίση του", και έχοντας υπ΄όψη ότι είναι ο φορολογούμενος που έχει τη βασική ευθύνη να τηρεί όλα τα αναγκαία βιβλία και λογαριασμούς (ίδε: Ζαχαροπλαστικές Επιχειρήσεις ΟΚΑΠΙ Λτδ ν. Δημοκρατίας, 135/89, 30.6.1990, Rainbow v. Republic (1984) 3 CLR 846, Tryfonos v. Republic (1984) 3 CLR 884). Ο προσδιορισμός της υποχρέωσης του Εφόρου έχει επεξηγηθεί στην Αγγλική νομολογία, η οποία έχει υιοθετηθεί και εδώ. Όπως το έθεσε ο Woolf, J., στην υπόθεση Van Boeckel v. CEC (1981) STC 290 στις σελίδες 292-293:

"..... it should be recognised, particularly bearing in mind the primary obligation, to which I have made reference, of the taxpayer to make a return himself, that the commissioners should not be required to do the work of the taxpayer in order to form a conclusion as to the amount of tax which, to the best of their judgment, is due. In the very nature of things frequently the relevant information will be readily available to the taxpayer, but it will be very difficult for the commissioners to obtain that information without carrying out exhaustive investigations. In my view, the use of the words 'best of their judgment' does not envisage the burden being placed on the commissioners of carrying out exhaustive investigations. What the words 'best of their judgment' envisage, in my view, is that the commissioners will fairly consider all material placed before them and, on that material, come to a decision which is one which is reasonable and not arbitrary as to the amount of tax which is due. As long as there is some material on which the commissioners can reasonably act then they are not required to carry out investigations which may or may not result in further material being placed before them."

 

Kαι στην υπόθεση Farnocchia v. CEC, (1994) STC 881 στη σελ. 886:

"... it is not necessary for the commissioners to conduct exhaustive inquiries and investigate every point of detail in order to assess the amount of the tax due by a person who is in default. The obligation is on the taxpayer in the first instance to furnish returns to the commissioners in respect of each period which are true and complete. The process is one of self-assessment, based on the information kept by and available to the taxpayer. Where the taxpayer fails in that obligation, the commissioners may make an assessment to the best of their judgment of the tax which is due for the relevant period. But it is the exercise of best judgment which is required at this stage not a complete reinvestigation down to the point of every detail. The longer the period to be covered by the assessment the more unreasonable it may be thought to be for the commissioners to have to investigate all the facts over the entire period in order to arrive at the assessment. In principle, therefore, it was open to the commissioners to select a shorter period than that which was to be covered by the assessment in order to arrive at an appropriate figure for the food to drink ratio on which that assessment was to be based."

 

Περαιτέρω αναφορά γίνεται στις υποθέσεις Στυλιανού ν. Δημοκρατίας, 94/97, 8.4.1998, Dionysios Bros Leathers Co Ltd ν. Δημοκρατίας, 806/95, 20.2.1998, Diorelli Enterprises ν. Δημοκρατίας, 805/95, 28.11.1997, Θεοδοσίου ν. Δημοκρατίας, 645/97, 20.4.1999, Ππόλου ν. Εφόρου Φόρου Εισοδήματος, 396/91, 26.10.1992, Τσαγγαρίδης ν. Εφόρου Φόρου Εισοδήματος, 182/93,. 28.7.1995."

 

Δεν υπάρχει οτιδήποτε που να αντιστρατεύεται τη νομιμότητα της απόφασης του Εφόρου ως εύλογα επιτρεπτής σύμφωνα με την κατά το καλύτερο δυνατό χρήση της κρίσης του και ως βασισθείσας σε καθ΄όλα δέουσα έρευνα, συνεπώς δε και ως δεόντως αιτιολογημένης.

Η προσφυγή, αποτυγχάνουσα, απορρίπτεται με έξοδα.

 

 

 

Δ. Χατζηχαμπής

Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΚΧ"Π


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο