Tορναρίτης Δημήτρης και Άλλοι ν. Aρχής Hλεκτρισμού Kύπρου (2000) 4 ΑΑΔ 41

(2000) 4 ΑΑΔ 41

[*41]2 Φεβρουαρίου, 2000

[ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

(Υπόθεση Αρ. 348/1998)

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΤΟΡΝΑΡΙΤΗΣ,

Αιτητής,

v.

ΑΡΧΗΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,

Καθ’ ης η αίτηση.

 

(Υπόθεση Αρ. 349/1998)

ΚΩΣΤΑΣ ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ,

Αιτητής,

v.

ΑΡΧΗΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,

Καθ’ ης η αίτηση.

 

(Υπόθεση Αρ. 378/1998)

1. ΧΡΙΣΤΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΗΣ,

2. ΓΙΑΓΚΟΣ ΦΡΑΓΚΟΥΛΙΔΗΣ,

Αιτητές,

v.

ΑΡΧΗΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,

Καθ’ ης η αίτηση.

 

[*42](Υπόθεση Αρ. 408/1998)

ΧΡΙΣΤΟΣ ΤΡΑΧΩΝΙΤΗΣ,

Αιτητής,

v.

ΑΡΧΗΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,

Καθ’ ης η αίτηση.

(Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 348/1998, 349/1998, 378/1998, 408/1998)

 

Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου ― Υπάλληλοι ― Προαγωγές ― Επανεξέταση ― Νέα προκήρυξη ― Παρόλο που δεν έγινε κατά παράβαση τύπου, εξετάζεται το ουσιώδες της παράβασης ― Εφόσον οι αιτητές περιλήφθηκαν στους υποψηφίους, δεν νομιμοποιούνται στην προβολή του λόγου ακυρώσεως.

Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου ― Υπάλληλοι ― Προαγωγές ― Συστάσεις Διευθυντή κατά την επανεξέταση ενώπιον του νόμιμα συγκροτημένου Συμβουλίου ― Οι παλιές συστάσεις έπεσαν στο κενό ― Έπρεπε να γίνει σύσταση ξανά ― Η λήψη υπόψη των συστάσεων που δόθηκαν ενώπιον παράνομα συγκροτημένου οργάνου, επιφέρει ακυρότητα.

Οι αιτητές προσέβαλαν τις προαγωγές των ενδιαφερομένων μερών, αντί των ιδίων σε διαδικασία επανεξέτασης.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:

1. Είναι η θέση των αιτητών στις εν λόγω προσφυγές ότι η διαδικασία θα έπρεπε να άρχιζε εξ υπαρχής, με νέα προκήρυξη από το νόμιμο πια σε σύνθεση Συμβούλιο της Αρχής.

    Η συνήγορος της Αρχής διαφώνησε ότι η προκήρυξη ήταν παράνομη. Ανέφερε πρώτα ότι η προκήρυξη δεν έγινε από το Διοικητικό Συμβούλιο αλλά από το Διευθυντή Προσωπικού στον οποίο το Συμβούλιο, με προηγούμενη νόμιμη σύνθεση, είχε στις 18 Απριλίου 1995 μεταβιβάσει αυτή την εξουσία βάσει του Άρθρου 8Α(1) του περί Αναπτύξεως Ηλεκτρισμού Νόμου, Κεφ. 171 όπως τροποποιήθηκε (βλ. σχετικά το Ν. 250/90).

    Φως στο τεθέν ζήτημα ρίχνουν σε κάποιο βαθμό πρόσφατες αποφά[*43]σεις της Ολομέλειας. Τέτοια είναι η Παπαλουκάς κ.ά. ν. Επιτροπής Σιτηρών Κύπρου (1998) 3 Α.Α.Δ. 656. Σημαντική είναι η αναφορά εκεί στο ότι η παράβαση δεν επαγόταν “δυσμενείς επιπτώσεις για τον διοικούμενο”. Με την έννοια εκεί της ύπαρξης ή όχι νομιμοποιητικού ερείσματος.

    Το ποιές μπορεί να ήταν ή να μην ήταν οι επιπτώσεις από το ότι για τον ένα ή για τον άλλο λόγο δεν έγινε νόμιμα προκήρυξη δεν μπορεί να εξεταστεί. Κι αυτό διότι οι αιτητές, η υποψηφιότητα των οποίων εξετάστηκε, δεν νομιμοποιούνται να  εγείρουν το ζήτημα.

2. Το επόμενο νομικό σημείο, το οποίο τίθεται και στις τέσσερις προσφυγές, είναι το κατά πόσο θα έπρεπε, κατά την επανεξέταση, να εκαλείτο εκ νέου ο Διευθυντής - απεβίωσε στο μεταξύ ο πρώην - να υποβάλει σύσταση, δεδομένου ότι η προηγούμενη είχε γίνει στο πλαίσιο παράνομης σύνθεσης: όχι μόνο του Συμβουλίου της Αρχής αλλά και της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής στην οποία μετείχαν ο Πρόεδρος και δύο μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου και στην οποία ο Διευθυντής, ύστερα από τις προσωπικές συνεντεύξεις των υποψηφίων τις οποίες παρακολούθησε ως παρακαθήμενος, έκαμε τη σύσταση του. 

    Είναι αρκετό να λεχθεί ότι η Συμβουλευτική Υπεπιτροπή, με παράνομη σύνθεση, δεν είχε τη δυνατότητα νόμιμα να λάβει τη σύσταση. Η υποβληθείσα σύσταση έπεσε στο κενό. Κι αυτό είναι εντελώς ανεξάρτητο από το κατά πόσο υπήρχε ή όχι πρόβλημα με την ίδια τη σύσταση. Θα έπρεπε να είχε γίνει σύσταση ξανά.

Οι προσφυγές επιτυγχάνουν με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Αντωνιάδης κ.ά. v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 947/96 κ.ά., ημερ. 16/7/97,

Σπύρου v. Κ.Ο.Α. (1993) 4(Β) Α.Α.Δ. 1192,

Μεταξά κ.ά. v. Επιτροπής Σιτηρών (1992) 4(Δ) Α.Α.Δ. 2608,

Ιωάννου v. Ρ.Ι.Κ. (1993) 4(Γ) Α.Α.Δ. 1583,

Πετρίδης κ.ά. v. Α.Η.Κ., Υπόθ. Αρ. 321/98 κ.ά., ημερ. 17/3/99,

Τζιακούρη-Σιακαλλή v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 223,

Παπαλουκάς κ.ά. v. Επιτροπής Σιτηρών Κύπρου (1998) 3 Α.Α.Δ. 656,

[*44]Ναύτη κ.ά. v. Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου (1999) 3 Α.Α.Δ. 50,

Ευσταθιάδης v. Α.Η.Κ. (1999) 4 A.A.Δ. 1406.

Προσφυγές.

Προσφυγές από τους αιτητές κατά της προαγωγής, κατόπιν επανεξέτασης του ενδιαφερόμενου μέρους στη θέση Βοηθού Διευθυντή Προσωπικού (Εργατικές Σχέσεις), Κεντρικά Γραφεία.

Α.Σ. Αγγελίδης, για τους Αιτητές στις Υποθέσεις Αρ. 348/98 και 349/98.

Α. Κωνσταντίνου, για τους Αιτητές στην Υπόθεση Αρ. 378/98.

Χρ. Χριστοφίδης, για τον Αιτητή στην Υπόθεση Αρ. 408/98.

Κ. Χατζηαθανασίου για Γ. Κακογιάννη, για την Καθ’ ης η αίτηση.

Αγ. Ευσταθίου, για το Ενδιαφερόμενο Πρόσωπο.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Προσβάλλεται με αυτές τις συνεκδικασθείσες προσφυγές η απόφαση της Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (στα επόμενα η “Αρχή”), ημερ. 23 Φεβρουαρίου 1998, με την οποία κατόπιν επανεξέτασης προάχθηκε το ενδιαφερόμενο πρόσωπο Γεώργιος Ασιήκαλης, αναδρομικά από 1 Ιουνίου 1997, στη μόνιμη θέση Βοηθού Διευθυντή Προσωπικού (Εργατικές Σχέσεις) Κεντρικά Γραφεία.

Η προηγούμενη απόφαση της Αρχής ακυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στις 10 Δεκεμβρίου 1997 στην προσφυγή αρ. 584/97 λόγω παράνομης σύνθεσης του Διοικητικού Συμβουλίου της Αρχής, κατόπιν της προς τούτο διαπίστωσης της πλήρους Ολομέλειας στην Αντωνιάδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Προσφ. Αρ. 947/96 κ.ά., ημερ. 16 Ιουλίου 1997.

Κατά την επανεξέταση η Αρχή θεώρησε έγκυρη την προκήρυξη της θέσης που είχε γίνει με τη Γνωστοποίηση αρ. 3/97 ημερ. 2 Ιανουαρίου 1997 και η νέα διαδικασία άρχισε με παραπομπή στη Συμβουλευτική Υπεπιτροπή για Θέματα Προσωπικού. Ας σημειωθεί όμως ότι ήταν και κατά το χρόνο της προκήρυξης παράνομη η σύν[*45]θεση του Διοικητικού Συμβουλίου. Ενόψει τούτου, έχει τεθεί προς εξέταση στις δύο από τις τέσσερις προσφυγές, ήτοι, στην προσφυγή αρ. 378/98 και στην προσφυγή αρ. 408/98 ζήτημα αναφορικά με τη νομιμότητα της διαδικασίας επανεξέτασης.

Είναι η θέση των αιτητών στις εν λόγω προσφυγές ότι η διαδικασία θα έπρεπε να άρχιζε εξ υπαρχής, με νέα προκήρυξη από το νόμιμο πια σε σύνθεση Συμβούλιο της Αρχής. Οι συνήγοροι των αιτητών με παρέπεμψαν σε αριθμό πρωτόδικων αποφάσεων: πιο άμεσα αγγίζουν το ζήτημα οι αποφάσεις στις Σπύρου ν. Κ.Ο.Α. (1993) 4(Β) Α.Α.Δ. 1192· Μεταξά κ.ά. ν. Επιτροπής Σιτηρών (1992) 4(Δ) Α.Α.Δ. 2608· και Ιωάννου ν. Ρ.Ι.Κ. (1993) 4(Γ) Α.Α.Δ. 1583. Προηγείται η εξέταση αυτού του ζητήματος έναντι των διαφόρων άλλων που τίθενται σε όλες τις προσφυγές.

Η συνήγορος της Αρχής διαφώνησε ότι η προκήρυξη ήταν παράνομη. Ανέφερε πρώτα ότι η προκήρυξη δεν έγινε από το Διοικητικό Συμβούλιο αλλά από το Διευθυντή Προσωπικού στον οποίο το Συμβούλιο, με προηγούμενη νόμιμη σύνθεση, είχε στις 18 Απριλίου 1995 μεταβιβάσει αυτή την εξουσία βάσει του άρθρου 8Α(1) του περί Αναπτύξεως Ηλεκτρισμού Νόμου, Κεφ. 171 όπως τροποποιήθηκε (βλ. σχετικά το Ν. 250/90). Προβλέπεται ότι:

“8Α (1) Η Αρχή μπορεί, υπό τους όρους και τις προϋποθέσεις που ορίζει, να μεταβιβάζει την άσκηση οποιωνδήποτε από τις αρμοδιότητες ή τις διοικητικές εξουσίες της δυνάμει του παρόντος ή οποιουδήποτε άλλου Νόμου σε οποιοδήποτε από τα μέλη της ή στο Γενικό Διευθυντή ή στον Αναπληρωτή του ή σε επιτροπή από μέλος ή μέλη της και το Γενικό Διευθυντή ή άλλους αξιωματούχους ή υπαλλήλους της Αρχής.”

Σύμφωνα λοιπόν με τη συνήγορο, “η προκήρυξη της θέσης έγινε στις 2.1.1997 από το αρμόδιο κατά το χρόνο αυτό όργανο, δηλαδή το Διευθυντή Προσωπικού” στον οποίο, κατά τη συνήγορο, “η μεταβίβαση της εξουσίας της προκήρυξης θέσεων ...... έγινε νομότυπα”. Πρόσθεσε δε, για να τονίσει την αποσύνδεση του Συμβουλίου από τη δυνατότητα άσκησης από το ίδιο αυτής της εξουσίας ενόσω διαρκούσε η μεταβίβαση ότι, όπως αναφέρεται στα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959 (στη σελ. 106):

“Μεταβιβασθείσης εξ άλλου της αρμοδιότητος προς έκδοσιν γενικώς πράξεων επί ωρισμένων θεμάτων, το μεταβιβάσαν όργανον δεν δύναται, διαρκούσης της ισχύος της περί μεταβιβάσεως της ως άνω αρμοδιότητος του πράξεως, εάν άλλως δεν [*46]ορίζη ο νόμος, ν’ αναλαμβάνη εκάστοτε, επ’ ευκαιρία ατομικών περιπτώσεων, την μεταβιβασθείσαν αρμοδιότητα.”

Εξ’ άλλου η συνήγορος εισηγήθηκε ότι σε περίπτωση που το Δικαστήριο θα θεωρούσε ότι η προκήρυξη έγινε από μη εξουσιοδοτημένο πρόσωπο, δεν παραβιάστηκε ουσιώδης τύπος ώστε να έχει επιπτώσεις αφού η Αρχή έλαβε υπόψη την υποψηφιότητα των αιτητών. Επικαλέστηκε σε αυτό την πρωτόδικη απόφαση στην Ηλίας Πετρίδης κ.ά. ν. Α.Η.Κ., Προσφ. Αρ. 321/98 κ.ά., ημερ. 17 Μαρτίου 1999. Εκεί θεωρήθηκε αφενός ότι επειδή η εξουσία για προκηρύξεις είχε μεταβιβαστεί στο Διευθυντή Προσωπικού, δεν εμπλεκόταν το Συμβούλιο στην προκήρυξη και ως εκ τούτου η κακή σύνθεση δεν είχε καμιά επίδραση. Αφετέρου θεωρήθηκε ότι ενώ η μεταβίβαση της εξουσίας δεν ήταν νόμιμη αφού ο Διευθυντής Προσωπικού δεν συγκαταλεγόταν μεταξύ εκείνων στους οποίους η εξουσία θα μπορούσε ως εκ της ιδιότητας τους να τους μεταβιβαστεί βάσει του Άρθρου 8Α(1) και επομένως δεν είχε γίνει νόμιμα η προκήρυξη, εντούτοις το ζήτημα αφορούσε σε επουσιώδη τύπο και αφού εξετάστηκε η υποψηφιότητα των αιτητών, δεν αποτελούσε λόγο για ακύρωση.

Η παρούσα περίπτωση είναι, ως προς αυτό το ζήτημα, πανομοιότυπη με την υπόθεση Ηλίας Πετρίδης κ.ά. (ανωτέρω). Αντιτάχθηκε εδώ, με αναφορά στην απόφαση της Ολομέλειας στην Τζιακούρη-Σιακαλλή ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 223, ότι επειδή επρόκειτο για παράβαση όρου του νόμου δεν είχε νόημα η κατάταξη σε ουσιώδη και επουσιώδη τύπο. Η εν λόγω απόφαση της Ολομέλειας χρήζει, κατά τη γνώμη μου, συζήτησης. Αλλά, όπως θα εξηγήσω, δεν είναι ανάγκη  να με απασχολήσει εδώ. Όπως το ίδιο δεν είναι ανάγκη να με απασχολήσει το κατά πόσο, ακόμα και πρόσωπο στο οποίο νόμιμα μεταβιβάστηκε εξουσία, θα μπορούσε να την ασκήσει όταν το όργανο που τη μεταβίβασε δεν θα διατηρούσε τέτοια δυνατότητα αν δεν την είχε μεταβιβάσει, όπως το ίδιο δεν θα διατηρούσε τη δυνατότητα να τερμάτιζε τη μεταβίβαση αν έτσι έκρινε, παρότι ο νόμος παρείχε τέτοιο δικαίωμα.

Φως στο τεθέν ζήτημα ρίχνουν σε κάποιο βαθμό δύο άλλες πρόσφατες αποφάσεις της Ολομέλειας. Η πρώτη είναι η Παπαλουκάς κ.ά. ν. Επιτροπής Σιτηρών Κύπρου (1998) 3 Α.Α.Δ. 656. Λέχθηκε σε σχέση με παρόμοια περίπτωση μη προκήρυξης ότι:

“Είναι γενική αρχή του Διοικητικού Δικαίου, την οποία υιοθετεί τόσο η ελληνική όσο και η κυπριακή νομολογία, ότι η παράβαση διατεταγμένου τύπου (ή τυπικής διατάξεως) επάγεται την ακυρότητα της πράξεως μόνον εφ’ όσον ήθελε θεωρηθεί ότι, στην [*47]υπό εξέταση συγκεκριμένη περίπτωση, ο τύπος ο οποίος δεν τηρήθηκε ήταν ουσιώδης. Αν δεν ήταν ουσιώδης, η πράξη δεν υπόκειται σε ακύρωση, παρά την παράβαση. Με άλλα λόγια, ανεξάρτητα από το εξ αντικειμένου ουσιώδες του τύπου, αν διαπιστωθεί ότι η παράβαση του δεν είχε δυσμενείς επιπτώσεις για τον διοικούμενο, τότε, για τους σκοπούς της συγκεκριμένης περίπτωσης, αυτός θεωρείται επουσιώδης με αποτέλεσμα η παράβαση του να μην επάγεται την ακυρότητα της πράξεως.”

Σημαντική νομίζω είναι η αναφορά εκεί στο ότι η παράβαση δεν επαγόταν “δυσμενείς επιπτώσεις για τον διοικούμενο”. Με την έννοια εκεί, όπως το αντιλαμβάνομαι, της ύπαρξης ή όχι νομιμοποιητικού ερείσματος. Σε σχέση με αυτό παραθέτω και το ακόλουθο, χρήσιμο απόσπασμα, από την απόφαση της Ολομέλειας στη Ναύτη κ.ά. ν. Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου (1999) 3 Α.Α.Δ. 50. Αναφέρεται σε παρόμοιο πρόβλημα:

“Η νομολογία σε σχέση με το επουσιώδες, σε ορισμένες περιπτώσεις, της παράλειψης ή της παράτυπης προκήρυξης και γενικότερα οι αρχές αναφορικά με τις συνέπειες από τη μή τήρηση τύπου, ουσιαστικά ως νομιμοποιητικού ερείσματος για την επίκληση της, δεν βοηθούν τους εφεσίβλητους.”

Κατά την άποψη μου, το ποιές μπορεί να ήταν ή να μην ήταν οι επιπτώσεις από το ότι για τον ένα ή για τον άλλο λόγο δεν έγινε νόμιμα προκήρυξη δεν μπορεί να εξεταστεί. Κι αυτό διότι οι αιτητές, η υποψηφιότητα των οποίων εξετάστηκε, δεν νομιμοποιούνται να  εγείρουν το ζήτημα.

Θα πρέπει λοιπόν να προχωρήσω στο επόμενο νομικό σημείο. Το οποίο τίθεται και στις τέσσερις προσφυγές. Είναι το κατά πόσο θα έπρεπε, κατά την επανεξέταση, να εκαλείτο  εκ νέου ο Διευθυντής - απεβίωσε στο μεταξύ ο πρώην - να υποβάλει σύσταση, δεδομένου ότι η προηγούμενη είχε γίνει στο πλαίσιο παράνομης σύνθεσης: όχι μόνο του Συμβουλίου της Αρχής αλλά και της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής στην οποία μετείχαν ο Πρόεδρος και δύο μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου και στην οποία ο Διευθυντής, ύστερα από τις προσωπικές συνεντεύξεις των υποψηφίων τις οποίες παρακολούθησε ως παρακαθήμενος, έκαμε τη σύσταση του.

Ζήτημα με ακριβώς τα ίδια χαρακτηριστικά εξετάστηκε πρόσφατα από τον Χ''Χαμπή Δ. στην Ανδρέας Ευσταθιάδης ν. Α.Η.Κ. (1999) 4 A.A.Δ. 1406. Εξέφρασε την άποψη, με αναφορά σε νομολογία που συζήτησε, ότι δεν είναι μόνο όπου “η πρώτη σύσταση έπα[*48]σχε κατά τι” που δεν έπρεπε να λαμβάνεται υπόψη. Με αυτό συμφωνώ αλλά μόνο στην έκταση που σημαίνει ότι παρόλον που η σύσταση εμφανίζεται καθεαυτήν νόμιμη, λήφθηκε εντούτοις σε πλαίσιο διαδικασίας η οποία κατέρρευσε. Στην εν λόγω απόφαση εκτίθεται, καθώς μου φαίνεται, και ευρύτερη βάση σε σχέση με την οποία όμως, δεν χρειάζεται να ασχοληθώ. Είναι αρκετό για μένα να πω ότι η Συμβουλευτική Υπεπιτροπή, με παράνομη σύνθεση, δεν είχε τη δυνατότητα νόμιμα να λάβει τη σύσταση. Η υποβληθείσα σύσταση έπεσε στο κενό. Κι αυτό είναι εντελώς ανεξάρτητο από το κατά πόσο υπήρχε ή όχι πρόβλημα με την ίδια τη σύσταση. Το εν λόγω αιτιολογικό έρεισμα αναδεικνύεται, με τρόπο απτό, στα ακόλουθα δύο αποσπάσματα της απόφασης:

“Καθ’ όσον το Διοικητικό Συμβούλιο κατά την προηγούμενη επανεξέταση που εδόθη η σύσταση του κ. Χατζηπασχάλη δεν ήταν συγκροτημένο και δεν συνεδρίαζε νόμιμα, η ενώπιον του λήψη της σύστασης του κ. Χατζηπασχάλη δεν μπορούσε να δεσμεύει το νέο και νόμιμο Διοικητικό Συμβούλιο το οποίο και δικαίωμα και υποχρέωση είχε να διαμορφώσει τη δική του άποψη επί της σύστασης του Γενικού Διευθυντή, με αναφορά και σε οποιεσδήποτε διευκρινίσεις ήθελε τυχόν ζητήσει από αυτόν, που ως εκ τούτου δεν μπορούσε να ήταν άλλος από το νυν Γενικό Διευθυντή κ. Χατζηπαύλου επί δικής του σύστασης. Η δέσμευση του νέου Διοικητικού Συμβουλίου από τη σύσταση του τέως Γενικού Διευθυντή θα ισοδυναμούσε και με δέσμευση της εξουσίας του να υποβάλει ερωτήσεις και να ζητήσει διευκρινίσεις από το Γενικό Διευθυντή στα πλαίσια της υποχρεώσης του να διεξάγει δέουσα έρευνα, απολήγοντας σε ελλιπή άσκηση της εξουσίας του .................................................... ............................................................................................................ τα όσα έχουν λεχθεί αναφορικά με τη  δυνατότητα του Διοικητικού Συμβουλίου να ζητήσει διευκρινίσεις από το Γενικό Διευθυντή ως προς τη σύσταση του ισχύουν και αναφορικά με την αντίστοιχη δυνατότητα της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής ως προς τις ενώπιον της απόψεις του Γενικού Διευθυντή.”

Θα έπρεπε λοιπόν να είχε γίνει σύσταση ξανά.

Οι προσφυγές επιτυγχάνουν με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται βάσει του Άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος.

Οι προσφυγές επιτυγχάνουν με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο