(2000) 4 ΑΑΔ 128
[*128]28 Φεβρουαρίου, 2000
[ΚΑΛΛΗΣ, Δ/στής]
GHALANOS DISTRIBUTORS LTD.,
Αιτητές,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,
Καθ’ ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 203/1999)
Φόρος Προστιθέμενης Αξίας ― Δικαίωμα πίστωσης του φόρου με τον οποίο έχουν επιβαρυνθεί οι δαπάνες ― Επιφύλαξη του Άρθρου 25(13)(γ) του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου του 1990 (Ν.246/90) ― Ερμηνεία και εφαρμογή της διάταξης στα γεγονότα της κριθείσας περίπτωσης.
Ερμηνεία ― Ερμηνεία νόμου ― Κανόνες ερμηνείας ― Δεν είναι επιτρεπτή η προσθήκη λέξεων στο κείμενο του νόμου και η παρεμβολή επεκτάσεων οι οποίες δεν βρίσκονται στο νόμο.
Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος ― Λόγοι ακυρώσεως ― Πλάνη περί τα πράγματα ― Πότε στοιχειοθετείται ― Δεν υφίστατο πλάνη στην κριθείσα περίπτωση.
Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος ― Λόγοι ακυρώσεως ― Υπέρβαση και/ή κατάχρηση εξουσίας ― Έννοια ― Δεν αποδείχθηκε στην κριθείσα περίπτωση.
Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος ― Λόγοι ακυρώσεως ― Έλλειψη επαρκούς ή δέουσας έρευνας και αιτιολογίας ― Περιστάσεις της μη στοιχειοθέτησής τους στην κριθείσα περίπτωση.
Με την παρούσα προσφυγή η αιτήτρια εταιρεία προσέβαλε την νομιμότητα της απόφασης του Υπουργού Οικονομικών να απορρίψει την ένστασή της κατά της απόφασης του Εφόρου Φ.Π.Α. να μην επιτρέψει πίστωση του φόρου εισροών για την αγορά οινοπνευματοδών ποτών, που στη συνέχεια δωρήθηκαν σε πελάτες της.
[*129]Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:
1. Ήταν η θέση του ευπαίδευτου συνήγορου των αιτητών ότι τόσο το Άρθρο 25(13) (γ) του Νόμου όσο και η επιφύλαξη του ίδιου άρθρου ερμηνεύθηκαν λανθασμένα ή/και δεν εφαρμόστηκαν σωστά. Υπέβαλε ότι η πιο πάνω επιφύλαξη του Άρθρου 25(13) δημιουργεί δύο περιπτώσεις στις οποίες παρέχεται δικαίωμα πίστωσης του φόρου με τον οποίο έχουν επιβαρυνθεί οι δαπάνες εισαγωγής από υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο οινοπνευματωδών ποτών. Η πρώτη περίπτωση υφίσταται “όταν τα οινοπνευματώδη ποτά αποκτήθηκαν για μεταπώληση μέσα στα πλαίσια των δραστηριοτήτων της επιχείρησης”. Η δεύτερη περίπτωση υφίσταται όταν τα οινοπνευματώδη ποτά αποκτήθηκαν για προώθηση των δραστηριοτήτων της επιχείρησης.
Από την άλλη η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση υπέβαλε ότι η πιο πάνω ερμηνεία για ύπαρξη δύο περιπτώσεων παροχής δικαιώματος πίστωσης δεν είναι ορθή και ως εκ τούτου δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής. Υπέβαλε ότι η επιφύλαξη εφαρμόζεται όταν τα αγαθά αποκτήθηκαν για μεταπώληση μέσα στα πλαίσια ή για προώθηση των δραστηριοτήτων της επιχείρησης του υποκείμενου στο φόρο προσώπου. Όμως όταν το υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο αποκτά τα εν λόγω αγαθά όχι για μεταπώληση αλλά απλώς και μόνο για προώθηση της επιχείρησης του τότε η εξαίρεση του άρθρου δεν ενεργοποιείται.
Το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη το λεκτικό της επίμαχης επιφύλαξης, το οποίο είναι καθαρό και σαφές. Καλύπτει μόνο την περίπτωση κατά την οποία τα αγαθά αποκτήθηκαν για μεταπώληση μέσα στα πλαίσια των δραστηριοτήτων της επιχείρησης ή για μεταπώληση για προώθηση των δραστηριοτήτων της εταιρείας. Και στις δύο περιπτώσεις πρέπει να λάβει χώραν μεταπώληση. Οι καθ’ ων η αίτηση έχουν ερμηνεύσει ορθά την επιφύλαξη του Άρθρου 25(13)(γ) του Νόμου. Αντίθετη προσέγγιση θα ισοδυναμούσε με προσθήκη λέξεων στο κείμενο του Νόμου. Τέτοια προσθήκη αποκλείεται από τους Κανόνες Ερμηνείας. Ο σχετικός λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί.
2. Όπου το λεκτικό του Νόμου είναι καθαρό και σαφές πρέπει να ερμηνευθεί σύμφωνα με τη φυσική και συνηθισμένη του έννοια γιατί αυτό το λεκτικό εκφράζει με τον καλύτερο τρόπο την πρόθεση του Νομοθέτη. Εφόσον το νόημα ενός νόμου είναι απλό το δικαστήριο δεν έχει αρμοδιότητα να διερευνήσει την σοφία του. Δεν είναι καθήκον του δικαστηρίου να καταστήσει τον Νόμο λογικό αλλά να τον ερ[*130]μηνεύσει όπως έχει σύμφωνα με το ορθό νόημα του λεκτικού του. Δεν είναι επιτρεπτή η προσθήκη λέξεων στο κείμενο του Νόμου και η παρεμβολή επεκτάσεων οι οποίες δεν βρίσκονται στο Νόμο.
3. Για την ύπαρξη πλάνης περί τα πράγματα απαιτείται αντικειμενική ανυπαρξία των πραγματικών περιστατικών και προϋποθέσεων επί των οποίων στηρίζεται η προσβαλλόμενη πράξη. Όταν η πραγματική κατάσταση δεν υφίσταται είναι “ως να μην υφίσταται, δια την ειδικήν ταύτην περίπτωσιν, η εξουσιοδότησις του Νόμου”. Ποιά ήταν τα πραγματικά περιστατικά επί των οποίων βασίσθηκε η προσβαλλόμενη πράξη; Αυτά ήταν: Η διαπίστωση του Εφόρου ότι οι αιτητές εισήγαγαν οινοπνευματώδη ποτά τα οποία δεν μεταπώλησαν αλλά τα διέθεσαν ως δώρα σε πελάτες τους χωρίς αντιπαροχή. Αυτά τα περιστατικά δεν αμφισβητήθηκαν από τους αιτητές. Επομένως δεν εγείρεται θέμα αντικειμενικής ανυπαρξίας τους. Ακολουθεί πως δεν υφίσταται πλάνη περί τα πράγματα. Το γεγονός ότι τα ποτά είχαν διατεθεί - χωρίς να μεταπωληθούν - για προώθηση των δραστηριοτήτων της επιχείρησης δεν δημιουργεί πλάνη περί τα πράγματα. Εγείρει θέμα ερμηνείας των σχετικών νομοθετικών διατάξεων επί των οποίων έχει ήδη καταγραφεί το συμπέρασμα του δικαστηρίου.
4. Καθώς έχει νομολογηθεί μια πράξη εκδίδεται κατά κατάχρηση εξουσίας οσάκις ο σκοπός της έκδοσης αυτής “ήταν καταδήλως διάφορος του σκοπού που έτασσε ο Νόμος κατ’ εφαρμογήν του οποίου εξεδόθη” (Στ.Ε. 1631/1950). Το βάρος απόδειξης της υπέρβασης ή κατάχρησης εξουσίας το φέρουν οι αιτητές. Εφόσον μια απόφαση που λαμβάνεται από το αρμόδιο όργανο βρίσκεται εντός της αρμοδιότητας και της διακριτικής του ευχέρειας το βάρος το φέρουν οι αιτητές να ικανοποιήσουν το δικαστήριο ότι το αρμόδιο όργανο ενήργησε με τρόπο αντίθετο προς το νόμο ή κατά κατάχρηση εξουσίας. Το Δικαστήριο έχει ήδη αποφανθεί ότι οι καθ’ ων η αίτηση έχουν ερμηνεύσει ορθά τις σχετικές νομοθετικές διατάξεις. Δεν εγείρεται επομένως θέμα υπέρβασης ή κατάχρησης εξουσίας. Ο σχετικός λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί.
5. Η διεξαγωγή δέουσας έρευνας σκοπό έχει να καταστήσει τη διοίκηση ικανή να λάβει γνώση όλων των ουσιωδών πραγματικών περιστατικών τα οποία μπορούν να επηρεάσουν την λήψη της απόφασης. Το τί αποτελεί δέουσα έρευνα είναι ζήτημα που εξαρτάται από τα περιστατικά της κάθε περίπτωσης.
Στην κρινόμενη περίπτωση τα πραγματικά περιστατικά επί των οποίων στηρίχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση δεν έχουν αμφι[*131]σβητηθεί. Η διοίκηση είχε υπόψη της όλα τα ουσιώδη γεγονότα που σχετίζονται με τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης και δεν υφίστατο ανάγκη οποιασδήποτε περαιτέρω έρευνας. Ο σχετικός λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί.
Αναφορικά με την ισχυριζόμενη έλλειψη αιτιολογίας το κατά πόσο μια διοικητική πράξη είναι επαρκώς αιτιολογημένη ή όχι εξαρτάται από τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά της. Η αιτιολογία πρέπει να παρέχει στο Δικαστή τα απαραίτητα ειδικά και συγκεκριμένα στοιχεία για τη διακρίβωση της νομιμότητας της προσβαλλόμενης πράξης και δεν πρέπει να είναι αόριστη και ασαφής ώστε να καθιστά ανέφικτο τον δικαστικό έλεγχο.
Στην παρούσα υπόθεση η προσβαλλόμενη απόφαση παρέχει στο δικαστήριο τα απαραίτητα και συγκεκριμένα στοιχεία για τη διακρίβωση της νομιμότητας της. Νομικό έρεισμα της ήταν οι διατάξεις των Άρθρων 25(13)(γ) και 34(2) του Νόμου. Πραγματικό έρεισμα της ήταν τα γεγονότα της υπόθεσης “όπως παρουσιάσθηκαν τόσο από την πλευρά των αιτητών όσο και από την πλευρά της Υπηρεσίας Φ.Π.Α. και ειδικά το γεγονός ότι τα οινοπνευματώδη ποτά που αγοράστηκαν από τους αιτητές διατέθηκαν ως δώρα σε πελάτες τους χωρίς αντιπαροχή, δηλαδή δεν ματαπωλήθηκαν (Βλ. επιστολή του Υπουργείου Οικονομικών ημερ. 8.12.98). Ακολουθεί πως η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν πλήρως και επαρκώς αιτιολογημένη.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Georghiades v. Republic (1969) 3 C.L.R. 396,
Income Tax Commissioners v. Pemsel [1891] A.C. 531,
Pilavakis v. Cyprus Inland Telecommunications Authority (1963) 2 C.L.R. 429,
Sutters v. Briggs [1922] 1 A.C. 1,
Kanaris v. Tosoun (1969) 1 C.L.R. 637,
Papaneophytou v. Republic (1973) 3 C.L.R. 191,
Kousoulides v. Republic (1967) 3 C.L.R. 438,
Impalex Agencies v. Republic (1970) 3 C.L.R. 361,
[*132]
Frangides a.o. v. Republic (1968) 3 C.L.R. 90,
Ioannides v. Republic (1972) 3 C.L.R. 318,
Nicolaou v. Minister of Interior a.ο. (1974) 3 C.L.R. 189,
Πισσάς v. Δημοκρατίας (1974) 3 Α.Α.Δ. 476,
Φράγκου v. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270.
Προσφυγή.
Προσφυγή από τους αιτητές κατά της απόρριψης της ένστασης την οποία υπέβαλαν κατά της απόφασης του Εφόρου ΦΠΑ�και κατά της βεβαίωσης φόρου στην οποία προέβη, ημερομηνίας 21/9/98.
Μ. Χρυσομηλάς και Χρ. Σκορδής, για τους Αιτητές.
Ε. Γεωργίου-Αντωνίου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ’ ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή οι αιτητές ζητούν την πιο κάτω θεραπεία:
“Δήλωση του δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση του καθ’ ου η αίτηση (η οποία κοινοποιήθηκε στους Αιτητές με επιστολή του ημερομηνίας 8/12/98) με την οποία ο καθ’ ου η αίτηση απέρριψε την σχετική ένσταση των Αιτητών και αποφάσισε ότι ορθά ο Έφορος ΦΠΑ δεν παραχώρησε στους Αιτητές το δικαίωμα πίστωσης του φόρου εισροών ύψους ΛΚ8,052.25 που αφορούσαν δαπάνες οινοπνευματωδών ποτών, και προχώρησε στη βεβαίωση φόρου με ημερομηνία 21/9/98, είναι άκυρη και παράνομη και στερείται κάθε έννομου αποτελέσματος.”
Τα πραγματικά περιστατικά:
Οι αιτητές είναι εγγεγραμμένοι στο Μητρώο Φόρου Προστιθέμενης Αξίας. Έχουν ως εμπορική δραστηριότητα την αγοραπωλησία οινοπνευματωδών ποτών με έδρα τη Λεμεσό. Το Επαρχιακό Γραφείο Φ.Π.Α. εξέτασε τα βιβλία και τα αρχεία που τηρούσε η επιχείρηση για την περίοδο 1.7.92 μέχρι 30.4.98. Από την εξέταση των βιβλίων και των πληροφοριών που δόθηκαν από [*133]τους αξιωματούχους των αιτητών διαπιστώθηκαν, ανάμεσα σ’ άλλα, τα ακόλουθα:
Οι αιτητές πιστώθηκαν με ποσό £8.052,25 ως φόρο εισροών χωρίς να παρέχεται δικαίωμα για πίστωση από τη νομοθεσία (βλ. αρ. 25(13) (γ) του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου του 1990 (Ν. 246/90) (ο Νόμος). Συγκεκριμένα οι αιτητές εισήγαγαν οινοπνευματώδη ποτά τα οποία διέθεσαν ως δώρα σε πελάτες τους χωρίς αντιπαροχή.
Με βάση τις πιο πάνω διαπιστώσεις ο Έφορος Φ.Π.Α. (ο Έφορος) έκρινε ότι οι φορολογικές δηλώσεις τις οποίες υπέβαλαν οι αιτητές για τις φορολογίες για την περίοδο 1.7.92 μέχρι 30.4.98 “ήσαν ελλειπείς και/ή περιείχαν σφάλματα”. Ως εκ τούτου ο Έφορος προέβηκε σε βεβαίωση φόρου δυνάμει του άρθρου 34(2) του Νόμου και στην συνέχεια ειδοποίησε τους αιτητές με επιστολή του ημερ. 21.9.98. Με την επιστολή εκείνη ο Έφορος πληροφόρησε τους αιτητές ότι δεν τους παρέχεται δικαίωμα πίστωσης φόρου £8.052,25 για οινοπνευματώδη ποτά που δόθηκαν για δώρα (χωρίς αντιπαροχή) σε πελάτες, συνεργάτες και άλλα πρόσωπα. Τους πληροφόρησε, επίσης, ότι εν όψει των πιο πάνω, το συνολικό ποσό των £2.901,67 βεβαιώνεται ως φόρος οφειλόμενος από τους αιτητές δυνάμει του άρθρου 34 του Νόμου.
Οι αιτητές υπέβαλαν ένσταση στον Υπουργό Οικονομικών εναντίον της πιο πάνω απόφασης του Εφόρου (βλ. επιστολή του Λογιστή τους ημερ. 15.10.98). Ο Υπουργός Οικονομικών αφού εξέτασε τόσο την έκθεση γεγονότων, την οποία ζήτησε και είχε από την Υπηρεσία Φ.Π.Α. όσο και τα στοιχεία τα οποία υπέβαλαν οι αιτητές απέρριψε την ένσταση (βλ. επιστολή του ημερ. 8.12.98).
Οι λόγοι ακύρωσης.
Η επιχειρηματολογία του ευπαίδευτου συνήγορου των αιτητών έχει εστιασθεί στις πρόνοιες του άρθρου 25(13) (γ) του Νόμου το οποίο προβλέπει:
“25(13) (γ) - Δεν παρέχεται δικαίωμα πίστωσης του φόρου με τον οποίο έχουν επιβαρυνθεί οι δαπάνες:
(α) ................................................................................................
(β) .................................................................................................
(γ) αγοράς ή εισαγωγής οινοπνευματωδών ποτών.
[*134]
Νοείται ότι οι πρόνοιες του παρόντος εδαφίου δεν τυγχάνουν εφαρμογής στις περιπτώσεις που τα αγαθά που αναφέρονται στις παραγράφους (β), (γ) και (ζ) αποκτήθηκαν για μεταπώληση μέσα στα πλαίσια ή για προώθηση των δραστηριοτήτων της επιχείρησης.” (Η υπογράμμιση είναι του Δικαστηρίου)
Ήταν η θέση του ευπαίδευτου συνήγορου των αιτητών ότι τόσο το άρθρο 25(13) (γ) του Νόμου όσο και η επιφύλαξη του ίδιου άρθρου ερμηνεύθηκαν λανθασμένα ή/και δεν εφαρμόστηκαν σωστά. Υπέβαλε ότι η πιο πάνω επιφύλαξη του άρθρου 25(13) δημιουργεί δύο περιπτώσεις στις οποίες παρέχεται δικαίωμα πίστωσης του φόρου με τον οποίο έχουν επιβαρυνθεί οι δαπάνες εισαγωγής από υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο οινοπνευματωδών ποτών. Η πρώτη περίπτωση υφίσταται “όταν τα οινοπνευματώδη ποτά αποκτήθηκαν για μεταπώληση μέσα στα πλαίσια των δραστηριοτήτων της επιχείρησης”. Η δεύτερη περίπτωση υφίσταται όταν τα οινοπνευματώδη ποτά αποκτήθηκαν για προώθηση των δραστηριοτήτων της επιχείρησης.
Από την άλλη η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση υπέβαλε ότι η πιο πάνω ερμηνεία για ύπαρξη δύο περιπτώσεων παροχής δικαιώματος πίστωσης δεν είναι ορθή και ως εκ τούτου δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής. Υπέβαλε ότι η επιφύλαξη εφαρμόζεται όταν τα αγαθά αποκτήθηκαν για μεταπώληση μέσα στα πλαίσια ή για προώθηση των δραστηριοτήτων της επιχείρησης του υποκείμενου στο φόρο προσώπου. Όμως όταν το υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο αποκτά τα εν λόγω αγαθά όχι για μεταπώληση αλλά απλώς και μόνο για προώθηση της επιχείρησης του τότε η εξαίρεση του άρθρου δεν ενεργοποιείται. Η ερμηνεία, την οποία εισηγείται η άλλη πλευρά, δεν ευσταθεί “διότι είναι σαφές ότι η μεταπώληση των αγαθών πραγματοποιείται μέσα στα πλαίσια των δραστηριοτήτων της επιχείρησης ή για προώθηση των δραστηριοτήτων της επιχείρησης”. Αν ευσταθούσε η ερμηνεία την οποία έχουν προβάλει οι αιτητές τότε η επιφύλαξη θα αναφερόταν μόνο στην προώθηση των δραστηριοτήτων της επιχείρησης. Η ευπαίδευτη συνήγορος έκαμε αναφορά στο άρθρο 6(7) (α) του Νόμου το οποίο αναφέρεται στις περιπτώσεις των δώρων τα οποία παρέχονται μέσα στα πλαίσια ή για προώθηση των δραστηριοτήτων της επιχείρησης και στις οποίες δεν θεωρούνται ότι αποτελούν παράδοση αγαθών στην έκταση όμως που η συνολική αξία τους δεν υπερβαίνει σε ένα ημερολογιακό έτος το 0.75% των ακαθάριστων εσόδων της επιχείρησης. Κατέληξε με την εισήγηση ότι ένας Νόμος πρέπει να ερμηνεύεται στο σύνολο του (βλ. Georghiades v. Republic (1969) 3 C.L.R. 396). Ως “εκ τούτου [*135]αφού η παροχή δώρων μέσα στα πλαίσια ή για την προώθηση των δραστηριοτήτων της επιχείρησης προβλέπεται από το άρθρο 6(7) του Νόμου ο Νομοθέτης δεν θα επαναλάμβανε την εξαίρεση των δώρων και στην επιφύλαξη του άρθρου 25(13) (γ)”.
Η απάντηση στην πιο πάνω εισήγηση των αιτητών εξαρτάται από την ερμηνεία που θα δοθεί στην επιφύλαξη του πιο πάνω άρθρου 25(13) (γ) του Νόμου. Όπου το λεκτικό του Νόμου είναι καθαρό και σαφές πρέπει να ερμηνευθεί σύμφωνα με τη φυσική και συνηθισμένη του έννοια γιατί αυτό το λεκτικό εκφράζει με τον καλύτερο τρόπο την πρόθεση του Νομοθέτη (Maxwell on the Interpretation of Statutes, 10η έκδοση, σελ. 2., Income Tax Commissioners v. Pemsel [1891] A.C. 531, 543, Pilavakis v. Cyprus Inland Telecommunications Authority (1963) 2 C.L.R. 429). Εφόσον το νόημα ενός νόμου είναι απλό το δικαστήριο δεν έχει αρμοδιότητα να διερευνήσει την σοφία του. Δεν είναι καθήκο του δικαστηρίου να καταστήσει τον Νόμο λογικό αλλά να τον ερμηνεύσει όπως έχει σύμφωνα με το ορθό νόημα του λεκτικού του (Sutters v. Briggs [1922] 1 A.C. 1, 8, Kanaris v. Tosoun (1969) 1 C.L.R. 637, 643). Δεν είναι επιτρεπτή η προσθήκη λέξεων στο κείμενο του Νόμου και η παρεμβολή επεκτάσεων οι οποίες δεν βρίσκονται στο Νόμο (Papaneophytou v. Republic (1973) 3 C.L.R. 191, 204).
Λαμβάνω υπόψη το λεκτικό της επίμαχης επιφύλαξης. Έχω την άποψη πως είναι καθαρό και σαφές. Καλύπτει μόνο την περίπτωση κατά την οποία τα αγαθά αποκτήθηκαν για μεταπώληση μέσα στα πλαίσια των δραστηριοτήτων της επιχείρησης ή για μεταπώληση για προώθηση των δραστηριοτήτων της εταιρείας. Και στις δύο περιπτώσεις πρέπει να λάβει χώραν μεταπώληση. Συμφωνώ ως εκ τούτου με την ερμηνεία που έχει εισηγηθεί η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση. Η ερμηνεία που έχει εισηγηθεί ο ευπαίδευτος συνήγορος των αιτητών θα ευσταθούσε εφόσο η επιφύλαξη προέβλεπε ότι τα “αγαθά αποκτήθηκαν για μεταπώληση μέσα στα πλαίσια των δραστηριοτήτων της επιχείρησης ή για προώθηση των δραστηριοτήτων της επιχείρησης”. Η απουσία της υπογραμμισμένης φράσης από το κείμενο της επίμαχης διάταξης τονίζει την ορθότητα της ερμηνείας που έχει εισηγηθεί η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση. Οι καθ’ ων η αίτηση έχουν ερμηνεύσει ορθά την επιφύλαξη του άρθρου 25(13) (γ) του Νόμου. Αντίθετη προσέγγιση θα ισοδυναμούσε με προσθήκη λέξεων στο κείμενο του Νόμου. Τέτοια προσθήκη αποκλείεται από τους Κανόνες Ερμηνείας. Ο σχετικός λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί.
Οι αιτητές υποστήριξαν ακόμη ότι η προσβαλλόμενη απόφαση [*136]αποτελεί πέραν “της πλάνης περί το Νόμο και πλάνη περί τα πράγματα”. Εισηγήθηκαν ότι το γεγονός ότι τα οινοπνευματώδη ποτά διατέθηκαν ως δώρα δεν μπορεί να προσδιορίσει ή και να αποτελέσει κριτήριο κατά πόσο τα ποτά αποκτήθηκαν για μεταπώληση μέσα στα πλαίσια των δραστηριοτήτων της επιχείρησης. Ήταν, επίσης, η εισήγηση των αιτητών ότι ενώ με την προσβαλλόμενη απόφαση κρίθηκε ότι “τα οινοπνευματώδη ποτά διατέθηκαν ως δώρα” και ενώ στην έκθεση του Λειτουργού Φ.Π.Α. υπάρχει ξεκάθαρη παραδοχή ότι τα οινοπνευματώδη ποτά παρέχονταν ως δώρα για προώθηση των δραστηριοτήτων της επιχείρησης οι καθ’ ων η αίτηση δεν προχώρησαν σε εύρημα ότι τα οινοπνευματώδη ποτά αποκτήθηκαν (και διατέθηκαν) για προώθηση των δραστηριοτήτων της επιχείρησης.
Για την ύπαρξη πλάνης περί τα πράγματα απαιτείται αντικειμενική ανυπαρξία των πραγματικών περιστατικών και προϋποθέσεων επί των οποίων στηρίζεται η προσβαλλόμενη πράξη (Βλ. Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, 1929-59, σελ. 267-68). Όταν η πραγματική κατάσταση δεν υφίσταται είναι “ως να μην υφίσταται, δια την ειδικήν ταύτην περίπτωσιν, η εξουσιοδότησις του Νόμου” (Βλ. Μιχ. Δ. Στασινόπουλου “Δίκαιον των Διοικητικών Πράξεων”, σελ. 298). Ποιά ήταν τα πραγματικά περιστατικά επί των οποίων βασίσθηκε η προσβαλλόμενη πράξη; Αυτά ήταν: Η διαπίστωση του Εφόρου ότι οι αιτητές εισήγαγαν οινοπνευματώδη ποτά τα οποία δεν μεταπώλησαν αλλά τα διέθεσαν ως δώρα σε πελάτες τους χωρίς αντιπαροχή. Αυτά τα περιστατικά δεν αμφισβητήθηκαν από τους αιτητές. Επομένως δεν εγείρεται θέμα αντικειμενικής ανυπαρξίας τους. Ακολουθεί πως δεν υφίσταται πλάνη περί τα πράγματα. Το γεγονός ότι τα ποτά είχαν διατεθεί - χωρίς να μεταπωληθούν - για προώθηση των δραστηριοτήτων της επιχείρησης δεν δημιουργεί πλάνη περί τα πράγματα. Εγείρει θέμα ερμηνείας των σχετικών νομοθετικών διατάξεων επί των οποίων έχει ήδη καταγραφεί το συμπέρασμα του δικαστηρίου (βλ. σελ. 135, πιο πάνω).
Οι αιτητές υποστήριξαν επίσης ότι οι καθ’ ων η αίτηση ενήργησαν με υπέρβαση και/ή κατάχρηση εξουσίας γιατί απέρριψαν την ένσταση τους και κατ’ ουσία επέβαλαν στους αιτητές φορολογία χωρίς αυτή να στηρίζεται ορθά ή και καθόλου στο Νόμο.
Καθώς έχει νομολογηθεί μια πράξη εκδίδεται κατά κατάχρηση εξουσίας οσάκις ο σκοπός της έκδοσης αυτής “ήταν καταδήλως διάφορος του σκοπού που έτασσε ο Νόμος κατ’ εφαρμογήν του οποίου εξεδόθη” (Στ.Ε. 1631/1950). Το βάρος απόδειξης της υπέρβασης ή κατάχρησης εξουσίας το φέρουν οι αιτητές (Βλ. Kousoulides v. Republic (1967) 3 C.L.R. 438, Impalex Agencies [*137]v. Republic (1970) 3 C.L.R. 361). Εφόσο μια απόφαση που λαμβάνεται από το αρμόδιο όργανο βρίσκεται εντός της αρμοδιότητας και της διακριτικής του ευχέρειας το βάρος το φέρουν οι αιτητές να ικανοποιήσουν το δικαστήριο ότι το αρμόδιο όργανο ενήργησε με τρόπο αντίθετο προς το νόμο ή κατά κατάχρηση εξουσίας. Έχω ήδη αποφανθεί ότι οι καθ’ ων η αίτηση έχουν ερμηνεύσει ορθά τις σχετικές νομοθετικές διατάξεις (βλ. σελ. 135, πιο πάνω). Δεν εγείρεται επομένως θέμα υπέρβασης ή κατάχρησης εξουσίας. Ο σχετικός λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί.
Τέλος οι αιτητές υποστήριξαν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει λόγω έλλειψης επαρκούς ή δέουσας έρευνας και λόγω έλλειψης αιτιολογίας.
Η διεξαγωγή δέουσας έρευνας σκοπό έχει να καταστήσει τη διοίκηση ικανή να λάβει γνώση όλων των ουσιωδών πραγματικών περιστατικών τα οποία μπορούν να επηρεάσουν την λήψη της απόφασης (Βλ. Frangides & Another v. Republic (1968) 3 C.L.R. 90, Ioannides v. Republic (1972) 3 C.L.R. 318). Το τί αποτελεί δέουσα έρευνα είναι ζήτημα που εξαρτάται από τα περιστατικά της κάθε περίπτωσης (Βλ. Nicolaou v. Minister of Interior and Another (1974) 3 C.L.R. 189).
Στην κρινόμενη περίπτωση τα πραγματικά περιστατικά επί των οποίων στηρίχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση δεν έχουν αμφισβητηθεί. Η διοίκηση είχε υπόψη της όλα τα ουσιώδη γεγονότα που σχετίζονται με τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης και δεν υφίστατο ανάγκη οποιασδήποτε περαιτέρω έρευνας. Ο σχετικός λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί.
Αναφορικά με την ισχυριζόμενη έλλειψη αιτιολογίας το κατά πόσο μια διοικητική πράξη είναι επαρκώς αιτιολογημένη ή όχι εξαρτάται από τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά της (Βλ. Πισσάς ν. Δημοκρατίας (1974) 3 Α.Α.Δ. 476, Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270). Η αιτιολογία πρέπει να παρέχει στο Δικαστή τα απαραίτητα ειδικά και συγκεκριμένα στοιχεία για τη διακρίβωση της νομιμότητας της προσβαλλόμενης πράξης και δεν πρέπει να είναι αόριστη και ασαφής ώστε να καθιστά ανέφικτο τον δικαστικό έλεγχο.
Στην παρούσα υπόθεση η προσβαλλόμενη απόφαση παρέχει στο δικαστήριο τα απαραίτητα και συγκεκριμένα στοιχεία για τη διακρίβωση της νομιμότητας της. Νομικό έρεισμα της ήταν οι διατάξεις των άρθρων 25(13) (γ) και 34(2) του Νόμου. Πραγματικό [*138]έρεισμα της ήταν τα γεγονότα της υπόθεσης “όπως παρουσιάσθηκαν τόσο από την πλευρά των αιτητών όσο και από την πλευρά της Υπηρεσίας Φ.Π.Α. και ειδικά το γεγονός ότι τα οινοπνευματώδη ποτά που αγοράστηκαν από τους αιτητές διατέθηκαν ως δώρα σε πελάτες τους χωρίς αντιπαροχή, δηλαδή δεν μεταπωλήθηκαν (Βλ. επιστολή του Υπουργείου Οικονομικών ημερ. 8.12.98). Ακολουθεί πως η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν πλήρως και επαρκώς αιτιολογημένη.
Για τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή αποτυγχάνει. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται στην ολότητά της με έξοδα £350.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο