Kωνσταντινίδου Aνδρούλλα ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (2000) 4 ΑΑΔ 148

(2000) 4 ΑΑΔ 148

[*148]8 Μαρτίου, 2000

[ΚΑΛΛΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΑΝΔΡΟΥΛΛΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΟΥ,

Αιτήτρια,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθ’ ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 465/1998)

 

Συνταγματικό Δίκαιο ― Συνταγματικότητα νόμου ― Κατά πόσο το Άρθρο 5 εδάφια (4)(α), (8) και (9) του περί Διενεργείας Προαγωγών και Διορισμών στη Δημοτική Εκπαίδευση (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμου του 1997 (Ν.7(Ι)/97) παραβιάζει την αρχή της διάκρισης των εξουσιών ― Νομολογιακά πορίσματα και υιοθέτησή τους στην κριθείσα περίπτωση.

Εκπαιδευτικοί Λειτουργοί ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Κριτήρια ― Αριθμητική αποτίμηση του κριτηρίου της αξίας ― Δεν μπορεί να αμφισβητείται από εκπαιδευτικό, ο οποίος δεν υπέβαλε ένσταση προς αναθεώρηση του σχετικού καταλόγου.

Εκπαιδευτικοί Λειτουργοί ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Συνεντεύξεις ― Ο καθορισμός των κριτηρίων, που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για την αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων κατά τις συνεντεύξεις, αποτελεί θέμα το οποίο εμπίπτει αποκλειστικά εντός της διακριτικής ευχέρειας της ΕΕΥ ― Δεν λήφθηκαν υπόψη εξωγενείς παράγοντες στην κριθείσα περίπτωση ― Περιστάσεις.

Διοικητικό Δίκαιο ― Συλλογικά όργανα ― Σύνθεση ― Κατά πόσο έπασχε η σύνθεση της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας, λόγω της παρουσίας μη εξουσιοδοτημένου προσώπου στην κριθείσα περίπτωση ― Τεκμήριο κανονικότητας των διοικητικών πράξεων.

Εκπαιδευτικοί Λειτουργοί ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Συνεντεύξεις [*149]― Προσωπικές εντυπώσεις των μελών της ΕΕΥ από την επίδοση των υποψηφίων ― Χρόνος καταγραφής τους και αιτιολογία ― Δεν διαπιστώθηκε οποιαδήποτε ακυρότητα.

Εκπαιδευτικοί Λειτουργοί ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Τελική απόφαση επιλογής από την ΕΕΥ ― Δεν χρειάζεται αιτιολόγηση, αφού προκύπτει από τον αριθμό των συγκεντρωθέντων μονάδων των υποψηφίων.

Εκπαιδευτικοί Λειτουργοί ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Σύσταση των Συμβουλευτικών Επιτροπών από τον Υπουργό Παιδείας ― Άρθρο 4(2) του περί Διενεργείας Προαγωγών και Διορισμών στη Δημοτική Εκπαίδευση (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμου του 1997 (Ν.7(Ι)/97) ― Δεν παραβιάστηκε στην κριθείσα περίπτωση ― Περιστάσεις.

Η αιτήτρια προσέβαλε την απόφαση προαγωγής των ενδιαφερομένων προσώπων αντί της ιδίας, στη θέση Βοηθού Διευθυντή Σχολείων Δημοτικής Εκπαίδευσης.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:

1.  Ο κ. Αγγελίδης, εκ μέρους της αιτήτριας, εισηγήθηκε ότι το Άρθρο 5 εδάφια (4) (α), (8) και (9) του Νόμου “με τα οποία διεγράφηκε και εξαφανίστηκε το κριτήριο αξία όπως ήταν διαμορφωμένο” είναι αντισυνταγματικό γιατί επενέβηκε η Βουλή στον τρόπο επιλογής (διοικητική ενέργεια) καθορίζοντας ποιά ισχύουν και ποιά όχι από τους φακέλους εκάστου δασκάλου που τηρεί η διοίκηση”.

     Παρόμοιος λόγος ακύρωσης είχε προβληθεί και στη Δημητριάδη ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Aρ. 862/96, ημερ. 22.6.1998 σε σχέση με ανάλογες πρόνοιες του περί Διενεργείας Προαγωγών και Διορισμών στη Δημοτική Εκπαίδευση (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμου του 1995 (Ν. 78(Ι)/95). Ο Κρονίδης, Δ. έθεσε το θέμα ως εξής:

     “Οι διατάξεις του αρ. 5 του Νόμου και πιο συγκεκριμένα του εδαφίου (4) και της παραγράφου του (α) συνιστούν διαφορετική νομοθετική ρύθμιση του τρόπου αριθμητικής αποτίμησης της αξίας των υποψηφίων. Δεν βλέπω πώς με τον καθορισμό του τρόπου αποτίμησης της αξίας των υποψηφιών με νομοθεσία παραβιάζεται η αρχή της διάκρισης των εξουσιών. Όσον αφορά τη σοφία του νομοθέτη και τη σκοπιμότητα του Νόμου αυτά είναι θέματα που δεν ελέγχονται δικαστικά. Ούτε βλέπω με ποιό τρόπο παραβιάζεται η συνταγματική αρχή της ίσης μεταχείρισης αφού οι ίδιες νομοθετικές ρυθμίσεις εφαρμόζο[*150]νται, χωρίς διάκριση, για όλους τους υποψηφίους. Το γεγονός ότι η Ε.Ε.Υ. δεσμεύεται από τις αποφάσεις του Διευθυντή Δημοτικής Εκπαίδευσης ως προς το αποτέλεσμα των ενστάσεων που αφορούν την αριθμητική αποτίμηση της αξίας των υποψηφίων, είναι άσχετο με τα θέματα συνταγματικότητας του Νόμου που εγείρονται. Συνεπώς, απορρίπτω όλους τους πιο πάνω ισχυρισμούς του αιτητή.”

     Η πιο πάνω απόφαση υιοθετήθηκε από το Νικολάου, Δ. στην Πρωτοπαπά ν. Δημοκρατίας (1999) 4 A.A.Δ. 951.

     Το Δικαστήριο συμφωνεί με τις θέσεις που έχουν διατυπωθεί στις δύο πιο πάνω αποφάσεις σε σχέση με το θέμα της συνταγματικότητας. Οι επίμαχες διατάξεις απλώς καθορίζουν τα κριτήρια τα οποία θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά τη διενέργεια των προαγωγών. Καθορίζουν επίσης τη διαδικασία. Αποτελούν και τα δύο ζητήματα τα οποία εμπίπτουν εντός της σφαίρας αρμοδιότητας της νομοθετικής εξουσίας. Το γεγονός ότι οι επίμαχες διατάξεις αποκλείουν ορισμένα στοιχεία τα οποία βρίσκονται στο φάκελο των υποψηφίων, δεν σημαίνει ότι είναι αντισυνταγματικές. Ο σχετικός λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί.

2.  Υποστηρίχθηκε ότι “καμιά αιτιολογία δεν δίδεται από τη Συμβουλευτική Επιτροπή σχετικά με την απόφαση της για την αποτίμηση της αξίας των υποψηφίων σε μονάδες”.

     Σύμφωνα με το Άρθρο 5(7) του Νόμου κάθε επηρεαζόμενος εκπαιδευτικός λειτουργός μπορεί να ζητήσει την αναθεώρηση του καταλόγου που τον αφορά με γραπτή ένσταση του η οποία υποβάλλεται στην Ε.Ε.Υ.. Η αιτήτρια δεν έχει υποβάλει ένσταση σε σχέση με το κριτήριο της αξίας. Δεν μπορεί επομένως να παραπονείται για τον τρόπο αποτίμησης της αξίας.

3.  Με άλλο λόγο ακύρωσης η αιτήτρια παραπονείται ότι η Ε.Ε.Υ. “στη διαμόρφωση κρίσης από τη συνέντευξη επηρεάστηκε από εξωγενή στοιχεία κρίσης που η ίδια προκαθόρισε αντίθετα στο Νόμο, χωρίς αρμοδιότητα περί τούτου αφού επί των απαιτούμενων προσόντων σε σχέδια υπηρεσίας έχει αρμοδιότητα κατά το Άρθρο 24 του Νόμου 10/69 μόνο το Υπουργικό Συμβούλιο”.

     Ο καθορισμός των κριτηρίων που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για την αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων κατά τις συνεντεύξεις αποτελεί θέμα το οποίο εμπίπτει αποκλειστικά εντός της διακριτικής ευχέρειας της Ε.Ε.Υ.. Η λήψη υπόψη εξωγενών [*151]παραγόντων στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας ισοδυναμεί με πλημμελή άσκηση της διακριτικής ευχέρειας.   

     Στην παρούσα υπόθεση το κατά πόσο η Ε.Ε.Υ. έχει επηρεαστεί από εξωγενή στοιχεία είναι ζήτημα που πρέπει να εξεταστεί σε συνάρτηση με τις πρόνοιες του σχεδίου υπηρεσίας.

     Αφού λήφθηκαν υπόψη τα κριτήρια αξιολόγησης σε συνδυασμό με τις απαιτήσεις του σχεδίου υπηρεσίας, θεωρείται ότι τα κριτήρια εκείνα δεν είναι εξωγενή. Σχετίζονται άμεσα με τα καθήκοντα και ευθύνες της θέσης.

4.  Ο επόμενος λόγος ακύρωσης σχετίζεται με την παρουσία του Πρώτου Λειτουργού Εκπαίδευσης κ. Λοϊζίδη κατά τις συνεδριάσεις της Ε.Ε.Υ.. Έρεισμα για τον σχετικό λόγο ακύρωσης αποτέλεσε το Άρθρο 5(10) του Νόμου σύμφωνα με το οποίο “κατά τις συνεντεύξεις μπορεί να παρευρίσκεται ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Παιδείας ή ο Διευθυντής του οικείου Τμήματος ή εκπρόσωπός τους και να εκφέρει τις κρίσεις του για την απόδοση των υποψηφίων σ’ αυτές.”

     Υποστηρίχθηκε ότι ο κ. Λοϊζίδης “που δεν είναι Γενικός Διευθυντής ή Διευθυντής χωρίς να ορίζεται ως ο αντιπρόσωπος του Γενικού Διευθυντή ο οποίος μάλιστα διατύπωσε κρίση μετά τη συνέντευξη” δεν ήταν εξουσιοδοτημένος να παραστεί στις εργασίες της Ε.Ε.Υ. και η παρουσία μη εξουσιοδοτημένου προσώπου οδηγεί σε ακύρωση. Υποστηρίχθηκε, επίσης, ότι ο κ. Λοϊζίδης δεν μπορούσε να παρευρίσκετο στις συνεντεύξεις και λόγω της ιδιότητας του ως μέλος της Συμβουλευτικής Επιτροπής.

     Στη σφαίρα του διοικητικού δικαίου λειτουργεί τεκμήριο κανονικότητας των διοικητικών πράξεων. Tο βάρος ανατροπής ή κάμψης του τεκμηρίου το φέρει η αιτήτρια η οποία δεν το έχει αποσείσει.  Λαμβανομένης υπόψη της σχετικής νομοθετικής διάταξης και της θέσης που κατείχε ο κ. Λοϊζίδης θεωρείται ότι το τεκμήριο της κανονικότητας δικαιολογεί την παρουσία του ως εξουσιοδοτημένου προσώπου. Σε σχέση με την εισήγηση που σχετίζεται με την ιδιότητα του κ. Λοϊζίδη ως μέλος της Συμβουλευτικής Επιτροπής, δεν υπάρχει οτιδήποτε το νομικά επιλήψιμο στη συμμετοχή του κ. Λοϊζίδη στις εργασίες της Ε.Ε.Υ., εφόσον μια τέτοια συμμετοχή δεν απαγορεύεται ή αποκλείεται από το Νόμο.

5.  Με άλλο λόγο ακύρωσης η αιτήτρια παραπονείται για τη διαδικασία αξιολόγησης των υποψηφίων κατά τις συνεντεύξεις. Υποδεί[*152]χθηκε ότι οι συνεντεύξεις άρχισαν στις 11.12.97 συμπληρώθηκαν στις 19.12.97 και η αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων έγινε στις 23.12.97. Τονίσθηκε ότι η προσωπική εντύπωση “περί του υποψηφίου που διαμορφώνεται στη διάρκεια μιας συνεδρίασης πρέπει να καταχωρείται στο τέλος της συνεδρίασης και όχι μετά από 12 ή 20 μέρες”.

     Το θέμα που εγείρεται από τον πιο πάνω λόγο ακύρωσης έχει επιλυθεί στη Σωτηρίου κ.ά. ν. Κολοκοτρώνη κ.ά. (1998) 3 Α.Α.Δ. 452. Κρίθηκε ότι η παρέλευση χρόνου  δεν δημιουργεί πρόβλημα. Έπεται πως ο σχετικός λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί.

6.  Η αιτήτρια υπέβαλε, επίσης, ότι η αιτιολογία που δίδει η πλειοψηφία της Ε.Ε.Υ. είναι ελλειπέστατη, αόριστη και λακωνική. Υπάρχει “κενόν απόλυτο περί τα στοιχεία που βάρυναν στην κρίση της Ε.Ε.Υ., γιατί προτιμήθηκαν κάποιοι που υστερούν σε προσόντα και δεν υπέρεχουν σε αξία”. Υπέβαλε περαιτέρω ότι η Ε.Ε.Υ. “αντίθετα με το Άρθρο 5(11) (β) του Νόμου δεν αιτιολόγησε την κρίση της για την επίδοση των υποψηφίων στην προφορική συνέντευξη και/ή η αιτιολογία που δίδει δεν δικαιολογεί το χαρακτηρισμό που δίδει”.

     Αναφορικά με το πρώτο σκέλος του πιο πάνω λόγου ακύρωσης - έλλειψη αιτιολογίας της τελικής απόφασης - θεωρείται ότι η τελική απόφαση της Ε.Ε.Υ. δεν χρειάζεται αιτιολόγηση. Σύμφωνα με το πιο πάνω Άρθρο 5(11) (β) του Νόμου, η Ε.Ε.Υ. λαμβάνει υπόψη τις μονάδες που έχει κάθε υποψήφιος. Αναφορικά με το δεύτερο σκέλος του λόγου ακύρωσης - έλλειψη αιτιολόγησης της κρίσης για την επίδοση των υποψηφίων στην προφορική συνέντευξη - έχει ληφθεί υπόψη το περιεχόμενο της περιγραφής για την εντύπωση που σχημάτισε η Ε.Ε.Υ. για τους υποψηφίους.  Η σχετική περιγραφή αιτιολογεί με ικανοποιητικό τρόπο τον χαρακτηρισμό που έχει δοθεί στον κάθε ένα από τους υποψηφίους. Περιγράφει με επάρκεια τα στοιχεία που λήφθηκαν υπόψη για τον χαρακτηρισμό της εντύπωσης. Ικανοποιεί πλήρως τις απαιτήσεις του Νόμου για αιτιολόγηση της εντύπωσης από τη συνέντευξη. Οι δοθείσες μονάδες αντανακλούν με λογικό τρόπο την εντύπωση από τις συνεντεύξεις. Ο σχετικός λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

6.  Τέλος έχει προβληθεί η θέση ότι η σύνθεση των Συμβουλευτικών Επιτροπών δεν ορίστηκε από τον Υπουργό. Η επιστολή ημερ. 2.10.97 δεν αναφέρει ότι υπάρχει απόφαση από τον Υπουργό που είναι αρμόδιο όργανο για ορισμό της σύνθεσης των Συμβουλευτικών Επιτροπών. Η μη ύπαρξη απόφασης του Υπουργού οδηγεί σε ακύρωση, αφού η Συμβουλευτική Επιτροπή δεν ορίστηκε ως ο [*153]Νόμος απαιτεί, από τον ίδιο τον Υπουργό.

     Το θέμα του καταρτισμού των Συμβουλευτικών Επιτροπών στην παρούσα περίπτωση διέπεται από το Άρθρο 4(2) του περί Διενεργείας Προαγωγών και Διορισμών στη Δημοτική Εκπαίδευση (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμου του 1997 (Ν. 7(Ι)/97). Το Άρθρο αυτό προβλέπει ότι οι Συμβουλευτικές Επιτροπές θα καταρτίζονται από την αρμόδια αρχή, η οποία είναι ο Υπουργός Παιδείας (βλ. Άρθρο 2 των περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμων του 1969 έως 1999 και Άρθρο 2 του πιο πάνω Νόμου Ν.7(Ι)/97).

     Σύμφωνα με το ενώπιον του Δικαστηρίου υλικό της πιο πάνω επιστολής ημερ. 2.10.97, είχαν προηγηθεί τα πιο κάτω:

     Ο Διευθυντής Δημοτικής Εκπαίδευσης ζήτησε από την Υπηρεσία Προσωπικου του Υπουργείου Παιδείας να πληροφορηθεί “για τις κενές θέσεις για τις οποίες δε βρίσκεται σε εξέλιξη διαδικασία πλήρωσης και κενές που αναμένεται να κενωθούν μέχρι την 31.12.97 σε όλες τις βαθμίδες της Δημοτικής Εκπαίδευσης”. Ο Διοικητικός Λειτουργός Α΄ Χρ. Χ''Βασιλείου τον πληροφόρησε, ανάμεσα σ’ άλλα, ότι υπάρχουν 42 κενές θέσεις Βοηθού Διευθυντή. Στη συνέχεια ο Διευθυντής Δημοτικής Εκπαίδευσης υπέβαλε το πιο κάτω σημείωμα στον Υπουργό ημερ. 30.9.97:

“Για την πλήρωση των κενών θέσεων στη Δημοτική Εκπαίδευση που περιέχονται στο σημ. 7, σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία προτείνονται ως μέλη Συμβουλευτικών Επιτροπών οι πιο κάτω:

- Ακολουθούν τα ονόματα των λειτουργών τα οποία φαίνονται στην πιο πάνω επιστολή ημερ. 2.10.97 -

Για έγκριση παρακαλώ”.

     Κάτω από το πιο πάνω σημείωμα υπάρχει η λέξη “Εγκρίνονται”  και η υπογραφή του τότε Υπουργού.

     Έχοντας υπόψη τις πρόνοιες του πιο πάνω Άρθρου 4(2) του Νόμου 7(Ι)/97 σε συνάρτηση με τα σχετικά πραγματικά περιστατικά θεωρείται ότι ο καταρτισμός των Συμβουλευτικών Επιτροπών έλαβε χώραν με τρόπο που συνιστά πλήρη συμμόρφωση με τις πρόνοιες του Νόμου. Ο σχετικός λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

[*154]Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Χαραλάμπους v. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 504,

Δημητριάδη v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 862/96, ημερ. 22/6/98,

Πρωτοπαπά v. Δημοκρατίας (1999) 4 A.A.Δ. 951,

Christou v. Republic (1969) 3 C.L.R. 134,

Nicolaou v. Republic (1967) 3 C.L.R. 308,

Kousoulides v. Republic (1967) 3 C.L.R. 438,

HjiMichael a.ο. v. Republic (1972) 3 C.L.R. 246,

Kolokotroni v. Republic (1980) 3 C.L.R. 419,

Σωτηρίου κ.ά. v. Κολοκοτρώνη κ.ά. (1998) 3 Α.Α.Δ. 452.

Προσφυγή.

Προσφυγή από την αιτήτρια κατά της προαγωγής των ενδιαφερομένων μερών στη θέση Βοηθού Διευθυντή Σχολείων Δημοτικής Εκπαίδευσης.

Α. Σ. Αγγελίδης, για την Αιτήτρια.

Κ. Σταυρινός, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ’ ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή η αιτήτρια επιδιώκει την ακύρωση της απόφασης της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας (η Ε.Ε.Υ.), η οποία δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας την 8.5.1998 και με την οποία οι 1. Μιχαήλ Μιχαήλ, 2. Δέσποινα Σολωμού-Αττούνα, 3. Μαρία Μαρνέρου-Κασινίδου και 4. Στέλλα Κουνούνη (τα Ε.Μ.) προάχθηκαν στη θέση Βοηθού Διευθυντή Σχολείων Δημοτικής Εκπαίδευσης (η επίδικη θέση) από τις 23.3.98.

Τα πραγματικά περιστατικά τα οποία περιβάλλουν την προσφυγή.

Με επιστολή του ημερ. 2.10.1997 ο Γενικός Διευθυντής Υπουρ[*155]γείου Παιδείας και Πολιτισμού πληροφόρησε την Ε.Ε.Υ. ότι ο Υπουργός Παιδείας και Πολιτισμού έχει εγκρίνει την έναρξη της διαδικασίας για την πλήρωση 42 θέσεων Βοηθών Διευθυντών Σχολείων Δημοτικής Εκπαίδευσης. Ταυτόχρονα την πληροφόρησε ότι για την πλήρωση των πιο πάνω θέσεων προτείνεται η ακόλουθη Συμβουλευτική Επιτροπή με βάση το άρ. 4 του περί Διενεργείας Προαγωγών και Διορισμών στη Δημοτική Εκπαίδευση (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμου του 1997 (Ν. 7(Ι)/1997) (ο Νόμος):

1.  Μιχαήλ Σταυρίδης, Πρόεδρος.

2.  Αντρέας Λοϊζίδης, Μέλος.

3.  Μιχαήλ Θεοδώρου, Μέλος.

Η πιο πάνω επιστολή ημερ. 2.10.97 υπογράφεται από τον κ. Χρ. Χ''Βασιλείου “για Γενικό Διευθυντή Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού”.

Μετά την προκήρυξη της επίδικης θέσης υποβλήθηκαν αιτήσεις από 212 υποψηφίους. Οι αιτήσεις όλων των υποψηφίων και οι φάκελοι των υπηρεσιακών τους εκθέσεων διαβιβάσθηκαν από την Ε.Ε.Υ. στον Πρώτο Λειτουργό Εκπαίδευσης που είχε οριστεί Πρόεδρος της οικείας Συμβουλευτικής Επιτροπής.

Λόγω κωλύματος του Προέδρου της Συμβουλευτικής Επιτροπής και ενός από τα μέλη της - ο πρώτος λόγω συγγένειας και ο δεύτερος λόγω ασθένειας και απουσίας για μεγάλο χρονικό διάστημα - η Ε.Ε.Υ. αποφάσισε να διαβιβάσει τις αιτήσεις των υποψηφίων στο νέο Πρώτο Λειτουργό Εκπαίδευσης που έχει οριστεί Πρόεδρος της οικείας Συμβουλευτικής Επιτροπής (βλ. αρ. 5(1) του Νόμου).

Με επιστολή της ημερ. 14.11.97 η Συμβουλευτική Επιτροπή διαβίβασε στην Ε.Ε.Υ. τον κατάλογο των υποψηφίων για την πλήρωση της επίδικης θέσης. Ο κατάλογος περιλάμβανε 122 υποψηφίους. Δεν περιλάμβανε την αιτήτρια και το Ε.Μ. Κουνούνη. Η σειρά προτεραιότητας των υποψηφίων καθορίστηκε μετά την αριθμητική αποτίμηση της αξίας, των προσόντων και της αρχαιότητας όλων των υποψηφίων σε μονάδες, όπως προβλέπεται από τις παραγ. (α), (β), (γ) εδάφιο (4) αρ. 5 του Νόμου.

Η αιτήτρια και τα Ε.Μ. Κασινίδου και Κουνούνη υπέβαλαν ένσταση για τις μονάδες αρχαιότητας που παραχώρησε η Συμβουλευτική Επιτροπή τόσο στις ίδιες όσο και σ’ άλλους υποψηφίους. Τα Ε.Μ. Αττούνα και Κουνούνη υπέβαλαν ένσταση για τις μονάδες αξίας. Οι ενστάσεις που αφορούσαν αναθεώρηση ή τροποποίηση [*156]της αριθμητικής αποτίμησης του κριτηρίου “αξία” παραπέμφθηκαν στο Διευθυντή Δημοτικής Εκπαίδευσης, σύμφωνα με το εδάφιο (8) του άρ. 5 του Νόμου. Ο τελευταίος διαφοροποίησε τις μονάδες αξίας των πιο πάνω Ε.Μ. από 93 σε 94 λόγω “πλούσιας δράσης” στην περίπτωση του Ε.Μ. Αττούνα και λόγω “πολύ καλών αποτελεσμάτων” στην περίπτωση του Ε.Μ. Κουνούνη.

Οι πιο πάνω ενστάσεις για τις μονάδες αρχαιότητας εξετάστηκαν από την Ε.Ε.Υ. και απορρίφθηκαν. Μετά την εξέταση των ενστάσεων η Ε.Ε.Υ. κατάρτισε τον τελικό κατάλογο των υποψηφίων ως εξής (βλ. αρ. 5(9) του Νόμου):

                                                            Σύνολο Μονάδων

Αιτήτρια                                              120,08

Ε.Μ. Μιχαήλ                                      119,17

Ε.Μ. Αττούνα                                     119,17

Ε.Μ. Κασινίδου                                 119,08

Ε.Μ. Κουνούνη                                 119,00

Στη συνέχεια η Ε.Ε.Υ. αποφάσισε να καλέσει τους υποψηφίους του τελικού καταλόγου σε προσωπική συνέντευξη (βλ. αρ. 5(10) του Νόμου). Για την αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων κατά τις συνεντεύξεις η Ε.Ε.Υ. αποφάσισε να ληφθούν υπόψη τα ακόλουθα:

“(α) Βαθμός ενημέρωσης σε θέματα της εκπαίδευσης και σε θέματα διοίκησης των σχολείων. Διατύπωση συγκεκριμένων θέσεων για την αντιμετώπιση προβλημάτων οργάνωσης και διοίκησης του σχολείου για την προώθηση των στόχων του με βάση τις σημερινές αναγκαιότητες και τις σύγχρονες παιδαγωγικές προσεγγίσεις.

(β)   Βαθμός αντίληψης του ρόλου και των ευθυνών του Βοηθού Διευθυντή.

(γ)   Γλωσσική επάρκεια, άνεση και σαφήνεια στη διατύπωση απόψεων.

(δ)   Γλωσσική τεκμηρίωση των απόψεων.

(ε) Εμφάνιση και προσωπικότητα.”

Οι συνεντεύξεις έλαβαν χώραν στις 11, 12, 15, 16, 17, 18 και 19.12.1997, στην παρουσία του κ. Ανδρέα Λοϊζίδη, Πρώτου Λειτουργού Εκπαίδευσης.

[*157]Μετά τις συνεντεύξεις ο κ. Λοϊζίδης παρέθεσε την κρίση του για την απόδοση των υποψηφίων σε αυτές, ως εξής (βλ. αρ. 5(10) του Νόμου):

Αιτήτρια:                Π.Π.Κ.

Ε.Μ. Μιχαήλ:         Ε

Ε.Μ. Αττούνα:       Π.Π.Κ.

Ε.Μ. Κασινίδου:   Π.Π.Κ.

Ε.Μ. Κουνούνη:   Π.Π.Κ.

Στις 23.12.97 η Ε.Ε.Υ. προέβη στην αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων κατά τις συνεντεύξεις (που έγιναν στις 11, 12, 15, 16, 17, 18 και 19 Δεκεμβρίου 1997) με βάση τα κριτήρια που είχαν καθοριστεί σε προηγούμενη συνεδρία της (παρατίθενται στις σελ. 156-157, πιο πάνω). Η αξιολόγηση έχει ως πιο κάτω:

Ανδρούλλα Κωνσταντινίδου - Αιτήτρια:

Οι απόψεις που εξέφρασε ήταν λογικές. Χειρίζεται τη γλώσσα ικανοποιητικά και εκφράζεται με ευχέρεια. Έχει δυνατή προσωπικότητα. Απάντησε πολύ καλά για την σπειροειδή διάταξη της ύλης, τους βασικούς στόχους της εκπαίδευσης, ιδιαίτερα της συναισθηματικής αγωγής και για το θέμα της συνέχισης ή μη της ίδιας τάξης από το δάσκαλο.

Γενικός Χαρακτηρισμός: Πολύ Καλά.

Μιχαήλ Μιχαήλ - Ε.Μ.:

Διατύπωσε με μεγάλη σαφήνεια τα προβλήματα που αντιμετωπίζει το σημερινό σχολείο. Απάντησε ολοκληρωμένα στις ερωτήσεις για τον έλεγχο που ασκεί η διεύθυνση του σχολείου. Όλες οι εισηγήσεις που έκανε ήταν μελετημένες και στηριγμένες σε παιδαγωγικές αρχές. Οι απαντήσεις του για τους διάφορους παράγοντες της αγωγής και το γλωσσικό μάθημα, ήταν πάρα πολύ καλές.

Γενικός Χαρακτηρισμός: Πάρα Πολύ Καλά+.

Δέσποινα Σολωμού-Αττούνα - Ε.Μ.:

Έχει σαφή αντίληψη των καθηκόντων της θέσης και καλές εισηγήσεις για πρακτική αντιμετώπιση προβλημάτων των σχολείων. Εμβαθύνει στις σκέψεις που διατυπώνει και τις τεκμηριώνει με επιχειρήματα που στηρίζονται σε πρακτικές αντιλήψεις. Χειρίζεται τη γλώσσα με άνεση. Οι απαντήσεις της για τα κοινωνικά θέματα, την κατ’ οίκον εργασία και τους στόχους των εκδηλώσεων ήταν πάρα πολύ καλές.

Γενικός Χαρακτηρισμός: Πάρα Πολύ Καλά+.

[*158]Μαρία Κασινίδου - Ε.Μ.:

Έδειξε να είναι άριστα ενημερωμένη για τα θέματα της εκπαίδευσης, έδωσε ολοκληρωμένες απαντήσεις στις ερωτήσεις για τα διοικητικά θέματα των σχολείων. Έχει πλήρη γνώση του ρόλου των καθηκόντων της θέσης που διεκδικεί. Τεκμηριώνει τις απόψεις που εκφράζει με επιχειρήματα που δείχνουν βαθύ προβληματισμό και επιστημονική γνώση. Έδωσε εξαιρετικά καλές απαντήσεις για το καλό κλίμα του σχολείου, το ρόλο των γονιών, τη σημασία της επιμόρφωσης και της συνδιδασκαλίας μαθημάτων.

Γενικός Χαρακτηρισμός: Εξαιρετικά

Στέλλα Κουνούνη - Ε.Μ.:

Κατέχει σε βάθος τα εκπαιδευτικά θέματα και έχει ολοκληρωμένη αντίληψη για το ρόλο του σχολείου. Εξέφρασε πολύ ενδιαφέρουσες απόψεις για το ρόλο της διεύθυνσης του σχολείου. Οι απόψεις που εξέφρασε είχαν το στοιχείο της ωριμότητας και της παιδαγωγικής τεκμηρίωσης. Έδωσε εξαιρετικές απαντήσεις στο θέμα του δημοκρατικού δασκάλου, του προτύπου του δασκάλου και των Μαθηματικών.

Γενικός Χαρακτηρισμός: Εξαιρετικά.”

Στη συνέχεια η Ε.Ε.Υ. αποφάσισε να αυξήσει ως εξής τις μονάδες των υποψηφίων ως αποτέλεσμα της εντύπωσης που αποκόμισε κατά τις προσωπικές συνεντεύξεις:

                                Μονάδες πριν  Σύνολο          Σύνολο

                                από την             μονάδων       μονάδων

                                συνέντευξη       προσωπικής

                                                           συνέντευξης

Αιτήτρια                  120,08              3                     123,08

Ε.Μ. Μιχαήλ          119,17              4,50                123,67

Ε.Μ. Αττούνα         119,17              4,50                123,67

Ε.Μ. Κασινίδου     119,08              5                     124,08

Ε.Μ. Κουνούνη     119,00              5                     124,00

Με βάση τα πιο πάνω η Ε.Ε.Υ. αποφάσισε - στις 23.12.97 - (κατά πλειοψηφία) να προσφέρει προαγωγή στη θέση Βοηθού Διευθυντή Σχολείων Δημοτικής Εκπαίδευσης, από τις 7 Ιανουαρίου 1998, στους 42 υποψηφίους που συγκέντρωσαν τις περισσότερες μονάδες. Ανάμεσα στους υποψηφίους εκείνους ήταν τα Ε.Μ., όχι όμως και η αιτήτρια.

[*159]Στις 29.12.97 η Ε.Ε.Υ. παρέλαβε επιστολή του Προέδρου της Π.Ο.Ε.Δ. με την οποία υποβλήθηκαν καταγγελίες των μελών του Κλάδου για παραλείψεις της Συμβουλευτικής Επιτροπής.

Η Ε.Ε.Υ. λαμβανομένων υπόψη των παραλείψεων που αναφέρονται στην καταγγελία, αποφάσισε τα πιο κάτω:

(α)       Να αναστείλει την εφαρμογή της απόφασής της η οποία ακόμη δεν έχει ανακοινωθεί.

(β)       Να ζητήσει τις απόψεις του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού για τις συγκεκριμένες καταγγελίες του Προέδρου της Π.Ο.Ε.Δ..

(γ)        Να ζητήσει νομική συμβουλή για τα ακόλουθα θέματα:

(ι) εάν από την έρευνα διαπιστωθεί ότι πράγματι η Συμβουλευτική Επιτροπή δεν έχει ερευνήσει τους φακέλους ποια πρέπει να είναι η περαιτέρω ενέργεια της Επιτροπής, λαμβανομένου υπόψη και του γεγονότος ότι στις 31.12.1997 εκπνέουν οι διατάξεις του περί Διενεργείας Προαγωγών και Διορισμών στη Δημοτική Εκπαίδευση (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμου (αρ. 7(Ι)/97) και επανέρχεται σε ισχύει ο βασικός νόμος.

(ιι) ενόψει των ανωτέρω, μπορεί η Αρμόδια Αρχή στο παρόν στάδιο της διαδικασίας να αποσύρει την πλήρωση των εν λόγω θέσεων;

Το θέμα της πλήρωσης της επίδικης θέσης εξετάστηκε από την Ε.Ε.Υ. στις 18.3.98. Αφού έλαβε υπόψη τις απόψεις του Γενικού Εισαγγελέα (βλ. επιστολή του ημερ. 19.1.97) και του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού (βλ. επιστολή του ημερ. 3.2.98) η Ε.Ε.Υ. διαπίστωσε ότι οι ισχυρισμοί του Προέδρου της Π.Ο.Ε.Δ. για αντικανονική διαδικασία βάση των οποίων αναστάληκε η εφαρμογή της απόφασης της δεν τεκμηριώνονται. Συνεπώς η Ε.Ε.Υ. αποφάσισε:

(α)       να άρει την απόφαση της και να ανακοινώσει τα ονόματα αυτών που έχουν προαχθεί.

(β)       να τροποποιήσει την ημερομηνία ισχύς της προαγωγής αυτών που έχουν προαχθεί στην πιο πάνω θέση, από 1.7.1998 σε 23.3.1998.

[*160]Η διαδικασία και τα κριτήρια επιλογής των υποψηφίων διέπονται από τον πιο πάνω Νόμο 7(Ι)/97. Ο τελευταίος περιέχει ρυθμίσεις για τη διενέργεια των προαγωγών στη Δημοτική Εκπαίδευση (βλ. αρ. 3 του Νόμου).

Είναι προφανές ότι ο Νόμος αυτός θεσπίστηκε ενόψει της πρωτόδικης απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου στη Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 504 (απόφαση Κωνσταντινίδη, Δ.). Στην υπόθεση εκείνη κρίθηκε πως η αριθμητική βαθμολογία στις ειδικές εκθέσεις για τους δασκάλους με ανώτατο συνολικό βαθμό το 36, ήταν παράνομη αφού στους περί Εκπαιδευτικών Λειτουργών (Επιθεώρησις και Αξιολόγησις) Κανονισμούς του 1976 (Κ.Δ.Π. 223/76) προβλεπόταν ως ανώτατος συνολικός βαθμός το 40: βλ. Καν. 27 και 28. Η απόφαση για καθήλωση του ανώτατου συνολικού βαθμού στο 36 λήφθηκε από τους Επιθεωρητές Δημοτικής Εκπαίδευσης.

Το σχετικό με την παρούσα υπόθεση άρθρο του Νόμου είναι το άρθρο 5(3) (4) (8) και (9) το οποίο προβλέπει:

“(3) Στη συνέχεια η Συμβουλευτική Επιτροπή, λαμβάνοντας υπόψη την αξία όπως διαπιστώνεται ύστερα από μελέτη των Προσωπικών Φακέλων και των Φακέλων των Υπηρεσιακών Εκθέσεων των υποψηφίων με ιδιαίτερη βαρύτητα στο περιεχόμενο που αναφέρεται στα δύο τελευταία χρόνια, τα προσόντα και την αρχαιότητα των προσοντούχων υποψηφίων, ετοιμάζει έκθεση, η οποία περιέχει κατάλογο των υποψηφίων με αλφαβητική σειρά που συστήνει και τους λόγους για τη σύσταση ή μη σύσταση ενός υποψηφίου:

Νοείται ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή κατά τη μελέτη των Υπηρεσιακών Εκθέσεων των υποψηφίων θα αγνοεί και δε θα λαμβάνει υπόψη τις βαθμολογίες που εμπεριέχονται στις εν λόγω Υπηρεσιακές Εκθέσεις.

Νοείται περαιτέρω ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή μπορεί να καλέσει τους υποψηφίους σε προσωπική συνέντευξη.

(4) Όταν πρόκειται για πλήρωση θέσης, η οποία ανήκει στο διδακτικό προσωπικό των σχολείων δημοτικής εκπαίδευσης, η Συμβουλευτική Επιτροπή καταρτίζει τον κατάλογο των υποψηφίων που συστήνει με σειρά προτεραιότητας, η οποία θα καθορίζεται μετά την αριθμητική αποτίμηση των κριτηρίων της αξίας, των προσόντων και της αρχαιότητας όλων των προσο[*161]ντούχων υποψηφίων σε μονάδες όπως παρακάτω:

(α) αξία .........................................................................................

(β) προσόντα ................................................................................

(γ) αρχαιότητα ..............................................................................

(8) Αν με την δυνάμει του εδαφίου (7) ένσταση ο επηρεαζόμενος εκπαιδευτικός έχει ζητήσει την αναθεώρηση ή τροποποίηση της αριθμητικής αποτίμησης του κριτηρίου της αξίας όπως φαίνεται στον κατάλογο, η Επιτροπή παραπέμπει το ζήτημα τούτο στο Διευθυντή Δημοτικής Εκπαίδευσης, ο οποίος αφού πάρει τις παρατηρήσεις της Συμβουλευτικής Επιτροπής, αποφασίζει για την αποδοχή ή μη της ένστασης μόνο ως προς το εν λόγω παραπεμφθέν ζήτημα και κοινοποιεί την περί τούτου απόφασή του στην Επιτροπή και στον εκπαιδευτικό λειτουργό που υπόβαλε την ένσταση το ταχύτερο δυνατό.

(9) Στη συνέχεια η Επιτροπή εξετάζει και αποφασίζει πάνω στις ενστάσεις το ταχύτερο δυνατόν, δεσμευόμενη από την απόφαση του Διευθυντή Δημοτικής Εκπαίδευσης επί του θέματος της αριθμητικής αποτίμησης του κριτηρίου της αξίας και στη συνέχεια καταρτίζει τον τελικό κατάλογο των υποψηφίων.”

Οι λόγοι ακύρωσης.

Ο κ. Αγγελίδης, εκ μέρους της αιτήτριας, εισηγήθηκε ότι το άρ. 5 εδάφια (4) (α), (8) και (9) του Νόμου “με τα οποία διεγράφηκε και εξαφανίστηκε το κριτήριο αξία όπως ήταν διαμορφωμένο” είναι αντισυνταγματικό γιατί επενέβηκε η Βουλή στον τρόπο επιλογής (διοικητική ενέργεια) καθορίζοντας ποιά ισχύουν και ποιά όχι από τους φακέλους εκάστου δασκάλου που τηρεί η διοίκηση”.

Παρόμοιος λόγος ακύρωσης είχε προβληθεί και στη Δημητριάδη ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 862/96, ημερ. 22.6.1998, σε σχέση με ανάλογες πρόνοιες του περί Διενεργείας Προαγωγών και Διορισμών στη Δημοτική Εκπαίδευση (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμου του 1995 (Ν. 78(Ι)/95). Ο Κρονίδης, Δ. έθεσε το θέμα ως εξής:

“Οι διατάξεις του αρ. 5 του Νόμου και πιο συγκεκριμένα του εδαφίου (4) και της παραγράφου του (α) συνιστούν διαφορετική νομοθετική ρύθμιση του τρόπου αριθμητικής αποτίμησης [*162]της αξίας των υποψηφίων. Δεν βλέπω πώς με τον καθορισμό του τρόπου αποτίμησης της αξίας των υποψηφιών με νομοθεσία παραβιάζεται η αρχή της διάκρισης των εξουσιών. Όσον αφορά τη σοφία του νομοθέτη και τη σκοπιμότητα του Νόμου αυτά είναι θέματα που δεν ελέγχονται δικαστικά. Ούτε βλέπω με ποιό τρόπο παραβιάζεται η συνταγματική αρχή της ίσης μεταχείρισης αφού οι ίδιες νομοθετικές ρυθμίσεις εφαρμόζονται, χωρίς διάκριση, για όλους τους υποψηφίους. Το γεγονός ότι η Ε.Ε.Υ. δεσμεύεται από τις αποφάσεις του Διευθυντή Δημοτικής Εκπαίδευσης ως προς το αποτέλεσμα των ενστάσεων που αφορούν την αριθμητική αποτίμηση της αξίας των υποψηφίων, είναι άσχετο με τα θέματα συνταγματικότητας του Νόμου που εγείρονται. Συνεπώς, απορρίπτω όλους τους πιο πάνω ισχυρισμούς του αιτητή.”

Η πιο πάνω απόφαση υιοθετήθηκε από το Νικολάου, Δ. στην Πρωτοπαπά ν. Δημοκρατίας (1999) 4 A.A.Δ. 951.

Συμφωνώ με τις θέσεις που έχουν διατυπωθεί στις δύο πιο πάνω αποφάσεις σε σχέση με το θέμα της συνταγματικότητας και τις υιοθετώ. Οι επίμαχες διατάξεις απλώς καθορίζουν τα κριτήρια τα οποία θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά τη διενέργεια των προαγωγών. Καθορίζουν επίσης τη διαδικασία. Αποτελούν και τα δύο ζητήματα τα οποία εμπίπτουν εντός της σφαίρας αρμοδιότητας της νομοθετικής εξουσίας. Το γεγονός ότι οι επίμαχες διατάξεις αποκλείουν ορισμένα στοιχεία τα οποία βρίσκονται στο φάκελο των υποψηφίων δεν σημαίνει ότι είναι αντισυνταγματικές. Ο σχετικός λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί.

Ο επόμενος λόγος ακύρωσης σχετίζεται με την αποτίμηση από τη Συμβουλευτική Επιτροπή του κριτηρίου της αξίας. Υποστηρίχθηκε ότι “καμιά αιτιολογία δεν δίδεται από τη Συμβουλευτική Επιτροπή σχετικά με την απόφαση της για την αποτίμηση της αξίας των υποψηφίων σε μονάδες”.

Σύμφωνα με το άρ. 5(7) του Νόμου κάθε επηρεαζόμενος εκπαιδευτικός λειτουργός μπορεί να ζητήσει την αναθεώρηση του καταλόγου που τον αφορά με γραπτή ένσταση του η οποία υποβάλλεται στην Ε.Ε.Υ.. Η αιτήτρια δεν έχει υποβάλει ένσταση σε σχέση με το κριτήριο της αξίας. Δεν μπορεί επομένως να παραπονείται για τον τρόπο αποτίμησης της αξίας (βλ. Πρωτοπαπά, πιο πάνω). Ο σχετικός λόγος ακύρωσης απορρίπτεται.

Για το ίδιο λόγο απορρίπτεται και ο λόγος ακύρωσης που σχε[*163]τίζεται με την εξέταση της ένστασης από το Διευθυντή Δημοτικής Εκπαίδευσης.

Με άλλο λόγο ακύρωσης η αιτήτρια παραπονείται ότι η Ε.Ε.Υ. “στη διαμόρφωση κρίσης από τη συνέντευξη επηρεάστηκε από εξωγενή στοιχεία κρίσης που η ίδια προκαθόρισε αντίθετα στο Νόμο, χωρίς αρμοδιότητα περί τούτου αφού επί των απαιτούμενων προσόντων σε σχέδια υπηρεσίας έχει αρμοδιότητα κατά το αρ. 24 του Νόμου 10/69 μόνο το Υπουργικό Συμβούλιο”.

Ο καθορισμός των κριτηρίων που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για την αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων κατά τις συνεντεύξεις αποτελεί θέμα το οποίο εμπίπτει αποκλειστικά εντός της διακριτικής ευχέρειας της Ε.Ε.Υ.. Η λήψη υπόψη εξωγενών παραγόντων στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας ισοδυναμεί με πλημμελή άσκηση της διακριτικής ευχέρειας (βλ. Christou v. Republic (1969) 3 C.L.R. 134 και Nicolaou v. Republic (1967) 3 C.L.R. 308).

Στην παρούσα υπόθεση το κατά πόσο η Ε.Ε.Υ. έχει επηρεαστεί από εξωγενή στοιχεία είναι ζήτημα που πρέπει να εξεταστεί σε συνάρτηση με τις πρόνοιες του σχεδίου υπηρεσίας οι οποίες έχουν ως πιο κάτω:

“1.  Αναλαμβάνει διδακτικα καθήκοντα στο πλαίσιο του ωρολογίου και αναλυτικού προγράμματος του σχολείου.

2.  Βοηθά το Διευθυντή στην ομαλή και αποδοτική λειτουργία του σχολείου τόσο στο διοικητικό όσο και στον εκπαιδευτικό τομέα. Σε περίπτωση τοποθέτησης σε διθέσιο σχολείο, αναλαμβάνει την ευθύνη λειτουργίας του σχολείου.

3.  Συμμετέχει ενεργά σ’ όλες τις εργασίες, εκδηλώσεις και δραστηριότητες του σχολείου.

4.  Εκτελεί οποιαδήποτε άλλα καθήκοντα του ανατεθούν, για το συμφέρον των μαθητών, του σχολείου και γενικά της εκπαίδευσης.”

Αφού έλαβα υπόψη τα κριτήτρια αξιολόγησης (παρατίθενται στις σελ. 156-157, πιο πάνω), σε συνδυασμό με τις πιο πάνω απαιτήσεις του σχεδίου υπηρεσίας, θεωρώ ότι τα κριτήρια εκείνα δεν είναι εξωγενή. Σχετίζονται άμεσα με τα καθήκοντα και ευθύνες της θέσης. Τα κριτήρια (α),  (β) και (ε) σχετίζονται με την παρά[*164]γραφο 2 του σχεδίου υπηρεσίας, τα δε κριτήρια (γ) και (δ) με την παράγραφο 1. Το κριτήριο (ε) σχετίζεται και με την παράγραφο 1. Έπεται πως ο σχετικός λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί.

Ο επόμενος λόγος ακύρωσης σχετίζεται με την παρουσία του Πρώτου Λειτουργού Εκπαίδευσης κ. Λοϊζίδη κατά τις συνεδριάσεις της Ε.Ε.Υ.. Έρεισμα για τον σχετικό λόγο ακύρωσης αποτέλεσε το αρ. 5(10) του Νόμου σύμφωνα με το οποίο “κατά τις συνεντεύξεις μπορεί να παρευρίσκεται ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Παιδείας ή ο Διευθυντής του οικείου Τμήματος ή εκπρόσωπός τους και να εκφέρει τις κρίσεις του για την απόδοση των υποψηφίων σ’ αυτές.”

Υποστηρίχθηκε ότι ο κ. Λοϊζίδης “που δεν είναι Γενικός Διευθυντής ή Διευθυντής χωρίς να ορίζεται ως ο αντιπρόσωπος του Γενικού Διευθυντή ο οποίος μάλιστα διατύπωσε κρίση μετά τη συνέντευξη” δεν ήταν εξουσιοδοτημένος να παραστεί στις εργασίες της Ε.Ε.Υ. και η παρουσία μη εξουσιοδοτημένου προσώπου οδηγεί σε ακύρωση. Υποστηρίχθηκε, επίσης, ότι ο κ. Λοϊζίδης δεν μπορούσε να παρευρίσκετο στις συνεντεύξεις και λόγω της ιδιότητας του ως μέλος της Συμβουλευτικής Επιτροπής.

Στη σφαίρα του διοικητικού δικαίου λειτουργεί τεκμήριο κανονικότητας των διοικητικών πράξεων (βλ. Kousoulides v. Republic (1967) 3 C.L.R. 438, HjiMichael and Others v. Republic (1972) 3 C.L.R. 246 και Kolokotroni v. Republic (1980) 3 C.L.R. 419). Tο βάρος ανατροπής ή κάμψης του τεκμηρίου το φέρει η αιτήτρια η οποία δεν το έχει αποσείσει. Λαμβανομένης υπόψη της σχετικής νομοθετικής διάταξης και της θέσης που κατείχε ο κ. Λοϊζίδης θεωρώ ότι το Τεκμήριο της Κανονικότητας δικαιολογεί την παρουσία του ως εξουσιοδοτημένου προσώπου (βλ. και Πρωτοπαπά, πιο πάνω). Σε σχέση με την εισήγηση που σχετίζεται με την ιδιότητα του κ. Λοϊζίδη ως μέλος της Συμβουλευτικής Επιτροπής δεν βρίσκω οτιδήποτε το νομικά επιλήψιμο στη συμμετοχή του κ. Λοϊζίδη στις εργασίες της Ε.Ε.Υ. εφόσον μια τέτοια συμμετοχή δεν απαγορεύεται ή αποκλείεται από το Νόμο.

Με άλλο λόγο ακύρωσης η αιτήτρια παραπονείται για τη διαδικασία αξιολόγησης των υποψηφίων κατά τις συνεντεύξεις.  Υποδείχθηκε ότι οι συνεντεύξεις άρχισαν στις 11.12.97 συμπληρώθηκαν στις 19.12.97 και η αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων έγινε στις 23.12.97. Τονίσθηκε ότι η προσωπική εντύπωση “περί του υποψηφίου που διαμορφώνεται στη διάρκεια μιας συνεδρίασης πρέπει να καταχωρείται στο τέλος της συνεδρίασης και όχι μετά από 12 ή 20 μέρες”.

Το θέμα που εγείρεται από τον πιο πάνω λόγο ακύρωσης έχει επιλυθεί στη Σωτηρίου κ.ά. ν. Κολοκοτρώνη κ.ά. (1998) 3 Α.Α.Δ. 452. Κρίθηκε ότι η παρέλευση χρόνου δεν δημιουργεί πρόβλημα. Έπεται πως ο σχετικός λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί.

Η αιτήτρια υπέβαλε, επίσης, ότι η αιτιολογία που δίδει η πλειοψηφία της Ε.Ε.Υ. είναι ελλειπέστατη, αόριστη και λακωνική. Υπάρχει “κενόν απόλυτο περί τα στοιχεία που βάρυναν στην κρίση της Ε.Ε.Υ. γιατί προτιμήθηκαν κάποιοι που υστερούν σε προσόντα και δεν υπέρεχουν σε αξία”. Υπέβαλε περαιτέρω ότι η Ε.Ε.Υ. “αντίθετα με το άρ. 5(11) (β)* του Νόμου δεν αιτιολόγησε την κρίση της για την επίδοση των υποψηφίων στην προφορική συνέντευξη και/ή η αιτιολογία που δίδει δεν δικαιολογεί το χαρακτηρισμό που δίδει”.

Αναφορικά με το πρώτο σκέλος του πιο πάνω λόγου ακύρωσης - έλλειψη αιτιολογίας της τελικής απόφασης - θεωρώ ότι η τελική απόφαση της Ε.Ε.Υ. δεν χρειάζεται αιτιολόγηση. Σύμφωνα με το πιο πάνω άρθρο 5(11) (β) του Νόμου η Ε.Ε.Υ. λαμβάνει υπόψη τις μονάδες που έχει κάθε υποψήφιος. Αναφορικά με το δεύτερο σκέλος του λόγου ακύρωσης - έλλειψη αιτιολόγησης της κρίσης για την επίδοση των υποψηφίων στην προφορική συνέντευξη - έχω λάβει υπόψη το περιεχόμενο της περιγραφής για την εντύπωση που σχημάτισε η Ε.Ε.Υ. για τους υποψηφίους (παρατίθεται στις σελ. 157-158, πιο πάνω). Έχω την άποψη πως η σχετική περιγραφή αιτιολογεί με ικανοποιητικό τρόπο τον χαρακτηρισμό που έχει δοθεί στον κάθε ένα από τους υποψηφίους. Περιγράφει με επάρκεια τα στοιχεία που λήφθηκαν υπόψη για τον χαρακτηρισμό της εντύπωσης. Ικανοποιεί πλήρως τις απαιτήσεις του Νόμου για αιτιολόγηση της εντύπωσης από τη συνέντευξη. Έχω, επίσης, την [*166]άποψη πως οι δοθείσες μονάδες αντανακλούν με λογικό τρόπο την εντύπωση από τις συνεντεύξεις. Ο σχετικός λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

Τέλος έχει προβληθεί η θέση ότι η σύνθεση των Συμβουλευτικών Επιτροπών δεν ορίστηκε από τον Υπουργό. Η πιο πάνω επιστολή ημερ. 2.10.97 (Παράρτημα Α στην ένσταση) δεν αναφέρει ότι υπάρχει απόφαση από τον Υπουργό που είναι αρμόδιο όργανο για ορισμό της σύνθεσης των Συμβουλευτικών Επιτροπών. Η μη ύπαρξη απόφασης του Υπουργού οδηγεί σε ακύρωση αφού η Συμβουλευτική Επιτροπή δεν ορίστηκε ως ο Νόμος απαιτεί, από τον ίδιο τον Υπουργό.

Το θέμα του καταρτισμού των Συμβουλευτικών Επιτροπών στην παρούσα περίπτωση διέπεται από το άρ. 4(2) του περί Διενεργείας Προαγωγών και Διορισμών στη Δημοτική Εκπαίδευση (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμου του 1997 (Ν. 7(Ι)/97). Το άρθρο αυτό προβλέπει ότι οι Συμβουλευτικές Επιτροπές θα καταρτίζονται από την αρμόδια αρχή η οποία είναι ο Υπουργός Παιδείας (βλ. αρ. 2 των περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμων του 1969 έως 1999 και αρ. 2 του πιο πάνω Νόμου 7(Ι)/97). 

Σύμφωνα με το ενώπιον μου υλικό (βλ. έγγραφο Τεκ. 8) της πιο πάνω επιστολής ημερ. 2.10.97 είχαν προηγηθεί τα πιο κάτω:

Ο Διευθυντής Δημοτικής Εκπαίδευσης ζήτησε από την Υπηρεσία Προσωπικου του Υπουργείου Παιδείας να πληροφορηθεί “για τις κενές θέσεις για τις οποίες δε βρίσκεται σε εξέλιξη διαδικασία πλήρωσης και κενές που αναμένεται να κενωθούν μέχρι την 31.12.97 σε όλες τις βαθμίδες της Δημοτικής Εκπαίδευσης”.   Ο Διοικητικός Λειτουργός Α΄ Χρ. Χ''Βασιλείου τον πληροφόρησε, ανάμεσα σ’ άλλα, ότι υπάρχουν 42 κενές θέσεις Βοηθού Διευθυντή (βλ. Σημ. 7 στο έγγραφο Τεκ. 8). Στη συνέχεια ο Διευθυντής Δημοτικής Εκπαίδευσης υπέβαλε το πιο κάτω σημείωμα στον Υπουργό ημερ. 30.9.97:

“Για την πλήρωση των κενών θέσεων στη Δημοτική Εκπαίδευση που περιέχονται στο σημ. 7, σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία προτείνονται ως μέλη Συμβουλευτικών Επιτροπών οι πιο κάτω:

- Ακολουθούν τα ονόματα των λειτουργών τα οποία φαίνονται στην πιο πάνω επιστολή ημερ. 2.10.97 -

Για έγκριση παρακαλώ”.

[*167]Κάτω από το πιο πάνω σημείωμα υπάρχει η λέξη “Εγκρίνονται” και η υπογραφή του τότε Υπουργού.

Έχοντας υπόψη τις πρόνοιες του πιο πάνω αρ. 4(2) του Νόμου 7(Ι)/97 σε συνάρτηση με τα σχετικά πραγματικά περιστατικά θεωρώ ότι ο καταρτισμός των Συμβουλευτικών Επιτροπών έλαβε χώραν με τρόπο που συνιστά πλήρη συμμόρφωση με τις πρόνοιες του Νόμου. Ο σχετικός λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί.

Για όλους τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα £350. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο