Xριστοφόρου Zωή ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (2000) 4 ΑΑΔ 254

(2000) 4 ΑΑΔ 254

[*254]30 Μαρτίου, 2000

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΖΩΗ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ,

Αιτήτρια,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΟΠΤΙΚΩΝ,

Kαθ’ ων η αίτηση.

(Yπόθεση Αρ. 648/1998)

 

Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος ― Τίτλος του δικογράφου της Αιτήσεως ― Δεν έπασχε στην κριθείσα περίπτωση.

Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο ― Η αρχή της απαγόρευσης της ταυτόχρονης επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας ― Νομολογιακά πορίσματα ― Περιστάσεις εφαρμογής της αρχής στην κριθείσα περίπτωση.

Οπτικοί ― Συμβούλιο Οπτικών Κύπρου ― Συγκρότησή του δυνάμει του περί Ρυθμίσεως της Άσκησης του Επαγγέλματος των Οπτικών Νόμου του 1992 (Ν.16(Ι)/92) ― Περιστάσεις παράβασης του Νόμου, κατά τη συγκρότηση του Συμβουλίου στην κριθείσα περίπτωση.

Η αιτήτρια προσέβαλε την απόφαση των καθ’ων η αίτηση, με την οποία απορρίφθηκε αίτημά της για εγγραφή της στο Μητρώο Οπτικών.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:

1. Εγείρεται όμως ως πρώτο θέμα η ένσταση των καθ’ ων η αίτηση κατά του παραδεκτού της προσφυγής. Αυτή στρέφεται κατά της “Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω του Συμβουλίου Οπτικών” και, όπως προτάθηκε, είναι μοιραία η παράλειψη αναφοράς, ως καθ’ ων η αίτηση, του ίδιου του Συμβουλίου Οπτικών. Εξετάστηκε ακριβώς όμοιο ζήτημα από τον Καλλή Δ., στην Ευάγγελος Ηλιάδης ν. Κυ[*255]πριακής Δημοκρατίας, Προσφυγή Aρ. 202/98, ημερομηνίας 23.3.99. Εξηγήθηκε πως ο τίτλος δεν έπασχε και πως, εν πάση περιπτώσει, το όποιο τέτοιο σφάλμα θα ήταν θεραπεύσιμο. Συμφώνησε με αυτή την προσέγγιση ο Γαβριηλίδης Δ. στην Παντελής Πούλλου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφυγή Αρ. 207/98, ημερομηνίας 6.9.99 και, για τους ίδιους λόγους, οι οποίοι υιοθετούνται, απορρίπτεται η ένσταση.

2. Η πιο ριζική από τις εισηγήσεις της αιτήτριας αφορά στη δυνατότητα ύπαρξης καν Συμβουλίου Οπτικών. Όπως χαρακτηριστικά το θέτει, “το Συμβούλιο Οπτικών θα μπορούσε να υπάρξει νόμιμα, μόνο αν αυτό το ίδιο το Συμβούλιο Οπτικών προϋπήρχε αυτής της ίδιας της ύπαρξής του”. Συνοψίζεται η εισήγηση:  Σύμφωνα με το Άρθρο 3 του Νόμου, το Συμβούλιο σύγκειται, μεταξύ άλλων, από δυο οπτικούς και ένα τεχνικό οπτικό, που δεν είναι μέλη της δημόσιας υπηρεσίας και που κατέχουν τα προσόντα για να εγγραφούν στο αντίστοιχο Μητρώο, δυνάμει του Άρθρου 7. Σύμφωνα με το Άρθρο 7 κατέχουν τα προσόντα αυτά τα πρόσωπα τα οποία έχουν τίτλο, πτυχίο ή δίπλωμα που περιγράφεται, “όπως καθορίζεται από το Υπουργικό Συμβούλιο με γνωστοποίηση στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας κατόπιν συμβουλευτικής γνωμοδότησης του Συμβουλίου”. Επιπλέον, τα πρόσωπα που ικανοποιούν το Συμβούλιο ότι κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του Νόμου κατείχαν άλλα προσόντα που καθορίζονται και κατά την ίδια ημερομηνία, καλή τη πίστει, ασκούσαν κατά κύριο επάγγελμα το επάγγελμα του Οπτικού ή απλώς το επάγγελμα του Οπτικού, ανάλογα με την περίπτωση. Σε κάθε περίπτωση προαπαιτείται συμβουλευτική γνωμοδότηση ή κρίση του Συμβουλίου και τέτοια δεν ήταν δυνατό να υπάρξει κατά το διορισμό των μελών του πρώτου Συμβουλίου.

    Οι καθ’ων η αίτηση εισηγούνται πως δεν μπορεί η αιτήτρια από τη μια να αιτείται από το Συμβούλιο Οπτικών εγγραφή στο Μητρώο, αναγνωρίζοντας έτσι τη νόμιμη ύπαρξη και αρμοδιότητά του και από την άλλη να προβάλλει τον πιο πάνω ισχυρισμό ως λόγο ακυρότητας της άρνησης έγκρισης του αιτήματός της για εγγραφή. Αυτό, όπως εισηγούνται, συνιστά επιδοκιμασία και αποδοκιμασία και παραπέμπουν ως προς το ανεπίτρεπτό της σε σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου. 

    Ο ισχυρισμός της αιτήτριας άπτεται κατ’ ευθείαν της δυνατότητας λειτουργίας του ίδιου του Νόμου. Σε τελική ανάλυση υποστηρίζεται πως, για τους λόγους που αναφέρθηκαν, δεν ήταν ούτε είναι ποτέ δυνατόν να υπάρξει στο πλαίσιο του Νόμου νόμιμο Συμβούλιο και κατ’ επέκταση Μητρώο, η τήρηση του οποίου, με βάση το Άρθρο 6, ανήκει [*256]σ’ αυτό. Η αιτήτρια υπέβαλε αίτηση προς το Συμβούλιο για εγγραφή της στο Μητρώο  και θέλει τώρα να υποστηρίξει, πως δεν υπάρχει ούτε μπορεί να υπάρξει κατά νόμο τέτοιο Μητρώο. Επιδιώκει την ακύρωση της άρνησης της εγγραφής στο Μητρώο υποστηρίζοντας πως δεν ήταν ούτε είναι δυνατή τέτοια εγγραφή. Βρισκόμαστε μπροστά σε χαρακτηριστική περίπτωση επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας. Η ακύρωση της άρνησης εγγραφής για το λόγο που προτείνει η αιτήτρια θα οδηγούσε σε διοικητικό κενό, ως προς την τύχη της αίτησής της για εγγραφή. Στο πλαίσιο του νόμου δεν θα ήταν δυνατή καμιά επανεξέταση και αν πράγματι δεν ήταν δυνατή η λειτουργία του νόμου, δεν θα ήταν ποτέ δυνατό να εξασφαλίσει η αιτήτρια την εγγραφή για την οποία αποτάθηκε στο Συμβούλιο, η άρνηση του οποίου αποτελεί το αντικείμενο της προσφυγής. 

3. Προβλήθηκαν και άλλοι ισχυρισμοί σε σχέση με τη συγκρότηση του Συμβουλίου, σε άλλο επίπεδο, δηλαδή με δοσμένη την κατά νόμο δυνατότητα σύστασής του. Υποστηρίζεται πως, αντίθετα προς τις διατάξεις του Άρθρου 3, δεν ορίστηκε ως μέλος του Συμβουλίου πρόσωπο που ήταν εγγεγραμμένο στο Μητρώο Τεχνικών Οπτικών.  Και οι τρεις ιδιώτες που διορίστηκαν ήταν, όπως είναι παραδεκτό, εγγεγραμμένοι στο Μητρώο Οπτικών. Αυτό το επιχείρημα είναι ριζικά διαφορετικό προς το προηγούμενο, αφού τίθεται στο πλαίσιο της αναγνώρισης πως ο νόμος λειτουργεί και πως παρέχεται η δυνατότητα νόμιμης σύστασης του Συμβουλίου και εγγραφής στο Μητρώο. Ορθά, λοιπόν, η αντίδραση των καθ’ ων η αίτηση σ’ αυτό το επιχείρημα περιορίστηκε στην ανάπτυξη της δικής τους αντίληψης, αναφορικά με το ποιά πρόσωπα θα μπορούσαν να διοριστούν. Εισηγήθηκαν πως αρκούσε να κατέχουν τα προσόντα για εγγραφή στο αντίστοιχο μητρώο και πως το γεγονός ότι ο ένας από τους τρεις είχε και τα προσόντα για εγγραφή στο Μητρώο Τεχνικών Οπτικών, αρκούσε. Δεν ήταν αναγκαίο να είναι και εγγεγραμμένος πράγματι σ’ αυτό, ούτε και άλλαζε την κατάσταση το γεγονός ότι ήταν και αυτός εγγεγραμμένος στο Μητρώο Οπτικών.

    Υπό το φως όλων των ανωτέρω, θεωρείται ότι για τη νόμιμη συγκρότηση του Συμβουλίου Οπτικών είναι απαραίτητη και η συμμετοχή ενός Τεχνικού Οπτικού, ο οποίος έχει τα προσόντα να εγγραφεί μόνο στο Μητρώο Τεχνικών Οπτικών.”

    Ακολούθησαν οι υποθέσεις Παντελής Πούλλου (ανωτέρω) και Γιαννάκης Λεβέντης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1999) 4 A.A.Δ. 1386, στις οποίες οι Γαβριηλίδης Δ. και ΧατζηΧαμπής Δ. υιοθέτησαν την πιο πάνω προσέγγιση. Υιοθετείται ως ορθή. Το Συμβούλιο Οπτικών συγκροτήθηκε κατά παράβαση του Νόμου.

[*257]          Είναι η άποψη των καθ’ ων η αίτηση, πως και στην περίπτωση κρίσης πως το Συμβούλιο συγκροτήθηκε παράνομα, διασώζεται το κύρος της προσβαλόμενης απόφασης κατά τη θεωρία των de facto οργάνων, σύμφωνα με την lex barbarius Philippus. 

    Ενόψει της στοιχειοθέτησης λόγου ακυρότητας που άπτεται της συγκρότησης του Συμβουλίου Οπτικών, δεν χρειάζεται να εξεταστεί άλλος από τους ισχυρισμούς που προβλήθηκαν. 

Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Ηλιάδης v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 202/98, ημερ. 23/3/99,

Πούλλου v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 207/98, ημερ. 6/9/99,

Κωνσταντινίδου v. Συμβουλίου Οπτικών (1999) 4 A.A.Δ. 558,

Αντωνίου v. Συμβουλίου Οπτικών, Υπόθ. Αρ. 942/96, ημερ. 21/5/99,

Ηλία κ.ά. v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 534/97 κ.ά., ημερ. 23/12/99,

Ραφτόπουλος v. Δημοκρατίας (1999) 4 A.A.Δ. 471,

Kyriakides v. The Council of Registration of Architects and Civil Engineers (No.1) (1965) 3 C.L.R. 151,

Ekklisia tou Theou v. Republic (1988) 3 C.L.R. 1050,

Κάππας v. Οργανισμού Κυπριακής Γαλακτοκομικής Βιομηχανίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 36,

Λαζαρίδης v. Συμβουλίου Οπτικών Κύπρου, Υπόθ. Αρ. 17/98, ημερ. 20/5/99,

Λεβέντης v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1999) 4 A.A.Δ. 1386.

Προσφυγή.

Προσφυγή από την αιτήτρια κατά της άρνησης εγγραφής της στο Συμβούλιο Οπτικών κατόπιν αίτησης την οποία υπέβαλε.

Χρ. Πατσαλίδης, για την Αιτήτρια.

[*258]Α. Αθανασιάδου για Ν. Γεωργιάδη, για τους Καθ’ ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Η αιτήτρια, ως απόφοιτος του Τμήματος Οπτικής της Σχολής Επαγγελμάτων Υγείας και Πρόνοιας του Τεχνολογικού Εκπαιδευτικού Ιδρύματος Αθήνας, με αίτησή της προς το Συμβούλιο Οπτικών Κύπρου, ζήτησε εγγραφή της στο Μητρώο Οπτικών, δυνάμει των διατάξεων του περί Ρυθμίσεως της Άσκησης του Επαγγέλματος των Οπτικών Νόμου του 1992 [Ν.16(Ι)/92]. Το Συμβούλιο Οπτικών απέρριψε την αίτηση και η αιτήτρια προσβάλλει την άρνηση εγγραφής της, για σειρά λόγων.

Εγείρεται όμως ως πρώτο θέμα η ένσταση των καθ’ ων η αίτηση κατά του παραδεκτού της προσφυγής. Αυτή στρέφεται κατά της “Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω του Συμβουλίου Οπτικών” και, όπως προτάθηκε, είναι μοιραία η παράλειψη αναφοράς, ως καθ’ ων η αίτηση, του ίδιου του Συμβουλίου Οπτικών.  Εξετάστηκε ακριβώς όμοιο ζήτημα από τον Καλλή Δ., στην Ευάγγελος Ηλιάδης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφυγή Aρ. 202/98, ημερομηνίας 23.3.99. Εξηγήθηκε πως ο τίτλος δεν έπασχε και πως, εν πάση περιπτώσει, το όποιο τέτοιο σφάλμα θα ήταν θεραπεύσιμο. Συμφώνησε με αυτή την προσέγγιση ο Γαβριηλίδης Δ. στην Παντελής Πούλλου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφυγή Aρ. 207/98, ημερομηνίας 6.9.99 και, για τους ίδιους λόγους, τους οποίους υιοθετώ, απορρίπτω την ένσταση.

Η πιο ριζική από τις εισηγήσεις της αιτήτριας αφορά στη δυνατότητα ύπαρξης καν Συμβουλίου Οπτικών. Όπως χαρακτηριστικά το θέτει, “το Συμβούλιο Οπτικών θα μπορούσε να υπάρξει νόμιμα, μόνο αν αυτό το ίδιο το Συμβούλιο Οπτικών προϋπήρχε αυτής της ίδιας της ύπαρξής του”. Συνοψίζω την εισήγηση: Σύμφωνα με το άρθρο 3 του Νόμου, το Συμβούλιο σύγκειται, μεταξύ άλλων, από δυο οπτικούς και ένα τεχνικό οπτικό που δεν είναι μέλη της δημόσιας υπηρεσίας και που κατέχουν τα προσόντα για να εγγραφούν στο αντίστοιχο Μητρώο, δυνάμει του άρθρου 7. Σύμφωνα με το άρθρο 7 κατέχουν τα προσόντα αυτά τα πρόσωπα τα οποία έχουν τίτλο, πτυχίο ή δίπλωμα που περιγράφεται, “όπως καθορίζεται από το Υπουργικό Συμβούλιο με γνωστοποίηση στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας κατόπιν συμβουλευτικής γνωμοδότησης του Συμβουλίου”. Επιπλέον, τα πρόσωπα που ικανοποιούν το Συμβούλιο ότι κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του Νόμου κατείχαν άλλα προσόντα που καθορίζονται και κατά την ίδια ημερομηνία, καλή τη πίστει, ασκούσαν κατά κύριο επάγγελμα το επάγγελμα του Οπτικού ή απλώς [*259]το επάγγελμα του Οπτικού, ανάλογα με την περίπτωση. Σε κάθε περίπτωση προαπαιτείται συμβουλευτική γνωμοδότηση ή κρίση του Συμβουλίου και τέτοια δεν ήταν δυνατό να υπάρξει κατά το διορισμό των μελών του πρώτου Συμβουλίου.

Στην υπόθεση Χριστίνα Κωνσταντινίδου ν. Συμβουλίου Οπτικών (1999) 4 A.A.Δ. 558 (βλ. και Αντωνίτσα Αντωνίου ν. Συμβουλίου Οπτικών, Προσφυγή Αρ. 942/96, ημερομηνίας 21.5.99) ο Νικολαΐδης Δ. έκρινε ότι οι διατάξεις του Νόμου δημιουργούσαν πρωθύστερο σχήμα, πως το Υπουργικό Συμβούλιο παράνομα διόρισε τους αναφερθέντες και πως η σύσταση του Συμβουλίου έπασχε.

Οι καθ’ ων η αίτηση υποστήριξαν πως υπήρχε χώρος για εκλογίκευση του Νόμου και πρότειναν διαφορετική ερμηνεία των διατάξεων του. Εισηγούνται πως θα πρέπει να θεωρηθεί ότι στο πλαίσιο των ρυθμίσεων που έγιναν, ανήκει στο Υπουργικό Συμβούλιο η κρίση για την κατοχή των προαπαιτούμενων στην περίπτωση του πρώτου διορισμού των μελών του Συμβουλίου.  Προτάσσουν όμως άλλο επιχείρημα. Εισηγούνται πως δεν μπορεί η αιτήτρια από τη μια να αιτείται από το Συμβούλιο Οπτικών εγγραφή στο Μητρώο, αναγνωρίζοντας έτσι τη νόμιμη ύπαρξη και αρμοδιότητά του και από την άλλη να προβάλλει τον πιο πάνω ισχυρισμό ως λόγο ακυρότητας της άρνησης έγκρισης του αιτήματός της για εγγραφή. Αυτό, όπως εισηγούνται, συνιστά επιδοκιμασία και αποδοκιμασία και παραπέμπουν ως προς το ανεπίτρεπτό της σε σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Η αιτήτρια προτείνει πως η αρχή εφαρμόζεται όπου παρέχεται πλήρης ελευθερία κινήσεως. Ο Νόμος ποινικοποίησε την άσκηση του επαγγέλματος χωρίς εγγραφή στο Μητρώο και δεν είχε εκλογή άλλη από του να υποβάλει αίτηση για εγγραφή. Αυτή η δέσμια ενέργειά της προς το όργανο, την εγκαθίδρυση του οποίου πρόβλεψε ο Νόμος, δεν μπορεί να την αποστερεί από τη δυνατότητα αμφισβήτησης της νομιμότητάς του. 

Πολύ πρόσφατα η Ολομέλεια είχε την ευκαρία να ασχοληθεί με το ανεπίτρεπτο της επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας στην υπόθεση Άννα Ηλία κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφυγή Αρ. 534/97 κ.ά., ημερομηνίας 23.12.99. Όπως εξηγήθηκε παρεμβάλλει εμπόδιο στις διεκδικήσεις το στοιχείο της παράλληλης επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας προς προσπορισμό μεγαλύτερου οφέλους. Στην υπόθεση Ραφτόπουλος ν. Δημοκρατίας (1999) 4 A.A.Δ. 471 αναφέρθηκα στη μεγάλη σειρά των αποφάσεων που ασχολήθηκαν με την αρχή. Είναι ιδιαίτερα σχετική η απόφαση του Τριανταφυλλίδη Δ., όπως ήταν τότε, στην υπόθεση Christodoulos Kyriakides v. The [*260]Council for Registration of Architects and Civil Engineers (No. 1) (1965) 3 C.L.R. 151. Oι αιτητές είχαν ζητήσει από το Συμβούλιο Εγγραφής Αρχιτεκτόνων και Πολιτικών Μηχανικών να τους χορηγηθεί άδεια “αρχιτέκτονα εξ επαγγέλματος”, το αίτημά τους απορρίφθηκε, άσκησαν προσφυγή και υποστήριξαν πως ήταν άκυρη η σύσταση του Συμβουλίου αφού αυτή έγινε μετά την πάροδο της προθεσμίας των δυο μηνών που πρόβλεψε ο Νόμος. Μεταξύ άλλων, κρίθηκε πως αφού είχαν οι ίδιοι αποταθεί στο Συμβούλιο ζητώντας άσκηση από αυτό της διακριτικής του εξουσίας υπέρ του δυνάμει του νόμου, δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι προέκυπτε δικαίωμα του από την ακυρότητα που επικαλούντο, ακριβώς επειδή δεν είναι επιτρεπτή η επιδοκιμασία και αποδοκιμασία. Παραθέτω το σχετικό απόσπασμα από τη σελ. 157.

“Τhey themselves applied to the Council in 1963 or 1964, after it had been set up, and they requested it to exercise its discretionary powers under Law 41/62 in their favour. They cannot be deemed as having, in the circumstances, an accrued right in the invalidity, if any, of the setting up of the Council, because nobody may reprobate and approbate at one and the same time.”

Eπίσης η απόφαση του Πική Δ., όπως ήταν τότε, στην Ekklisia tou Theou v. Republic (1988) 3 C.L.R. 1050. Oι αιτητές ζήτησαν από την Κεντρική Επιτροπή για την Προστασία Εγκαταλειμένων Τουρκικών Περιουσιών, εκμίσθωση ορισμένου ακινήτου. Η αίτησή τους απορρίφθηκε και, μεταξύ άλλων, υποστήριξαν πως ήταν αντισυνταγματικό το Διάταγμα Επίταξης με το οποίο η πιο πάνω περιουσία περιήλθε στην Επιτροπή. Χαρακτηρίστηκε η περίπτωση ως κλασσική περίπτωση επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας. Παραθέτω το σχετικό απόσπασμα από τη σελίδα 1052:

“Νotwithstanding the petition of the applicants to the respondents and explicit acknowledgment thereby of the existence of power in law on the part of the respondents to grant their application, in face of respondents’ refusal to satisfy their request they mounted a challenge to the constitutionality of the order of requisition whereby Turkish properties vested in the Committee for the protection of abandoned Turkish properties.

This is a classic instance of an attempt to reprobate an act following its earlier approbation. This is wholly impermissible.  It is a settled principle of administrative law that you cannot approbate and reprobate the self-same act depending on the fate of the request.”

[*261]Eκδόθηκε στο μεταξύ και η απόφαση της Ολομέλειας στην Γεώργιος Κάππας ν. Οργανισμού Κυπριακής Γαλακτοκομικής Βιομηχανίας (2000) 3 A.A.Δ. 36. Ενώ ο εφεσείων είχε αποδεκτεί την εφαρμογή των προνοιών ορισμένου σχεδίου για σειρά ετών και ενώ με την προσφυγή του πρόσβαλλε τη νομιμότητα συγκεκριμένων ποσοστώσεων που έγιναν στο πλαίσιο του, υποστήριξε πως το σχέδιο ήταν νομικά ανύπαρκτο. Κρίθηκε πως, κατά την πιο πάνω αρχή, ήταν ανεπίτρεπτος ο ισχυρισμός του.

Κρίνω πως είναι βάσιμο το επιχείρημα των καθ’ ων η αίτηση. Δεν εξετάζουμε εδώ τη νομιμότητα της σύστασης του Συμβουλίου ενόψει των προνοιών του Νόμου ως προς το ποιά πρόσωπα διορίζονται ως μέλη του. Θα δούμε ότι υποβλήθηκε και διαζευκτικός ισχυρισμός στο πιο πάνω δευτερογενές επίπεδο. Ο ισχυρισμός της αιτήτριας άπτεται κατ’ ευθείαν της δυνατότητας λειτουργίας του ίδιου του Νόμου. Σε τελική ανάλυση υποστηρίζεται πως, για τους λόγους που αναφέρθηκαν, δεν ήταν ούτε είναι ποτέ δυνατόν να υπάρξει στο πλαίσιο του Νόμου νόμιμο Συμβούλιο και κατ’ επέκταση Μητρώο, η τήρηση του οποίου, με βάση το άρθρο 6, ανήκει σ’ αυτό. Η αιτήτρια υπέβαλε αίτηση προς το Συμβούλιο για εγγραφή της στο Μητρώο και θέλει τώρα να υποστηρίξει πως δεν υπάρχει ούτε μπορεί να υπάρξει κατά νόμο τέτοιο Μητρώο. Επιδιώκει την ακύρωση της άρνησης της εγγραφής στο Μητρώο υποστηρίζοντας πως δεν ήταν ούτε είναι δυνατή τέτοια εγγραφή. Βρισκόμαστε νομίζω μπροστά σε χαρακτηριστική περίπτωση επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας. Η ακύρωση της άρνησης εγγραφής για το λόγο που προτείνει η αιτήτρια θα οδηγούσε σε διοικητικό κενό ως προς την τύχη της αίτησής της για εγγραφή. Στο πλαίσιο του νόμου δεν θα ήταν δυνατή καμιά επανεξέταση και αν πράγματι δεν ήταν δυνατή η λειτουργία του νόμου, δεν θα ήταν ποτέ δυνατό να εξασφαλίσει η αιτήτρια την εγγραφή για την οποία αποτάθηκε στο Συμβούλιο, η άρνηση του οποίου αποτελεί το αντικείμενο της προσφυγής. Ποιά θα μπορούσε να είναι η αντίδραση της αιτήτριας εφόσον διατηρεί την άποψη πως ο Νόμος δεν είναι δυνατό να λειτουργήσει, δεν είναι θέμα για το οποίο θα ήθελα τώρα να διατυπώσω άποψη.

Όπως προανέφερα, προβλήθηκαν και άλλοι ισχυρισμοί σε σχέση με τη συγκρότηση του Συμβουλίου, σε άλλο επίπεδο, δηλαδή με δοσμένη την κατά νόμο δυνατότητα σύστασής του. Υποστηρίζεται πως, αντίθετα προς τις διατάξεις του άρθρου 3, δεν ορίστηκε ως μέλος του Συμβουλίου πρόσωπο που ήταν εγγεγραμμένο στο Μητρώο Τεχνικών Οπτικών. Και οι τρεις ιδιώτες που διορίστηκαν ήταν, όπως είναι παραδεκτό, εγγεγραμμένοι στο Μητρώο Οπτικών.  Αυτό το επιχείρημα είναι ριζικά διαφορετικό προς το προηγούμενο αφού [*262]τίθεται στο πλαίσιο της αναγνώρισης πως ο νόμος λειτουργεί και πως παρέχεται η δυνατότητα νόμιμης σύστασης του Συμβουλίου και εγγραφής στο Μητρώο. Ορθά, λοιπόν, η αντίδραση των καθ’ ων η αίτηση σ’ αυτό το επιχείρημα περιορίστηκε στην ανάπτυξη της δικής τους αντίληψης αναφορικά με το ποιά πρόσωπα θα μπορούσαν να διοριστούν. Εισηγήθηκαν πως αρκούσε να κατέχουν τα προσόντα για εγγραφή στο αντίστοιχο μητρώο και πως το γεγονός ότι ο ένας από τους τρεις είχε και τα προσόντα για εγγραφή στο Μητρώο Τεχνικών Οπτικών, αρκούσε. Δεν ήταν αναγκαίο να είναι και εγγεγραμμένος πράγματι σ’ αυτό ούτε και άλλαζε την κατάσταση το γεγονός ότι ήταν και αυτός εγγεγραμμένος στο Μητρώο Οπτικών.

Το θέμα απασχόλησε τον Καλλή Δ. στην Ευάγγελος Ηλιάδης (ανωτέρω) [βλ. και Νικόλαος Λαζαρίδης ν. Συμβουλίου Οπτικών Κύπρου, Προσφυγή Αρ. 17/98, ημερομηνίας 20.5.99]. Αφού ανέλυσε το νόμο, με αναφορά στις αρχές έρευνας, κατέληξε ως εξής:

“Η πρόθεση του Νομοθέτη είναι σαφής: Πρόσωπο το οποίο είναι ‘Οπτικός’ δεν ικανοποιεί τις απαιτήσεις και των δύο εδαφίων - του εδαφίου 2(β) και 2(δ). Αν ο Νομοθέτης στόχευε στην ικανοποίηση των δυο αυτών εδαφίων με το διορισμό Οπτικού δεν θα θέσπιζε το εδάφιο 2(δ). Με την θέσπιση των εδαφίων 2(β) και 2(δ) ο Νομοθέτης μερίμνησε για την αντιπροσώπευση και των δύο τάξεων Οπτικών στο Συμβούλιο. Υιοθέτηση διαφορετικής ερμηνείας αντιστρατεύεται την ορθή ερμηνεία του επίμαχου άρθρου και την πρόθεση του Νομοθέτη όπως αυτή συνάγεται μεσα από τη θεώρηση του Νόμου στο σύνολό του. Περαιτέρω, τέτοια ερμηνεία θα οδηγούσε σε παράλογα και άτοπα αποτελέσματα. Ερμηνείες οι οποίες οδηγούν σε τέτοια αποτελέσματα πρέπει να αποφεύγονται (Κyriakides v. Republic (1979) 3 C.L.R. 86). Το παράλογο και άτοπο αποτέλεσμα θα προκύψει από ερμηνεία η οποία θα αποκλείσει τη συμμετοχή της τάξης των προσώπων, οι οποίοι έχουν τα προσόντα για να εγγραφούν μόνο στο Μητρώο Τεχνικών Οπτικών, από το Συμβούλιο.

Υπό το φως όλων των ανωτέρω θεωρώ ότι για τη νόμιμη συγκρότηση του Συμβουλίου Οπτικών είναι απαραίτητη και η συμμετοχή ενός Τεχνικού Οπτικού, ο οποίος έχει τα προσόντα να εγγραφεί μόνο στο Μητρώο Τεχνικών Οπτικών.”

Ακολούθησαν οι υποθέσεις Παντελής Πούλλου (ανωτέρω) και Γιαννάκης Λεβέντης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1999) 4 A.A.Δ. 1386, στις οποίες οι Γαβριηλίδης Δ. και ΧατζηΧαμπής Δ. υιοθέτη[*263]σαν την πιο πάνω προσέγγιση. Την υιοθετώ και εγώ ως ορθή και καταλήγω πως το Συμβούλιο Οπτικών συγκροτήθηκε κατά παράβαση του Νόμου.

Είναι η άποψη των καθ’ ων η αίτηση πως και στην περίπτωση κρίσης πως το Συμβούλιο συγκροτήθηκε παράνομα, διασώζεται το κύρος της προσβαλόμενης απόφασης κατά τη θεωρία των de facto οργάνων σύμφωνα με την lex barbarius Philippus. Στην υπόθεση Ηλιάδης και στις άλλες που μόλις προανέφερα, απορρίφθηκε ο ισχυρισμός. Κρίθηκε πως η θεωρία αυτή δεν έχει θέση στο πλαίσιο της συνταγματικής τάξης στην Κύπρο. Στην υπόθεση Χριστίνα Κωνσταντινίδου (ανωτέρω) ο Δικαστής Νικολαΐδης αναφέρθηκε σε άλλες πρωτόδικες αποφάσεις που επικαλέστηκαν οι καθ’ ων η αίτηση οι οποίες θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι οδηγούσαν προς διαφορετική κατεύθυνση. Δεν θεώρησε όμως πως ήταν αναγκαία η εξέταση του εφαρμόσιμου της αρχής γενικώς. Έκρινε πως δεν ήταν εφαρμόσιμη στην περίπτωση. Το έθεσε ως εξής:

“Στην υπό εξέταση υπόθεση η θεώρηση δεν μπορεί να αποτελέσει απάντηση στην αιτήτρια τα συμφέροντα της οποίας πλήττονται από την απόφαση του παράνομα συσταθέντος οργάνου ...”

Συμφωνώ. Ενόψει της στοιχειοθέτησης λόγου ακυρότητας που άπτεται της συγκρότησης του Συμβουλίου Οπτικών, δεν χρειάζεται να εξετάσω άλλο από τους ισχυρισμούς που προβλήθηκαν. Η προσφυγή επιτυγχάνει, με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται.

Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο