Wellgoods Ltd ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (2000) 4 ΑΑΔ 592

(2000) 4 ΑΑΔ 592

[*592]20 Ιουνίου, 2000

[ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

WELLGOODS LTD,

Αιτήτρια,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ

ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ,

Καθ’ ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 291/1999)

 

Τελωνειακοί Δασμοί και Φόροι Κατανάλωσης ― Προτιμησιακός συντελεστής δασμού Ευρωπαϊκής Ένωσης ― Έκδοση και επαλήθευση του πιστοποιητικού προέλευσης EUR.1 ― Νομοθετικό πλαίσιο και εφαρμογή του στα γεγονότα της κριθείσας περίπτωσης ― Η διαδικασία αναίρεσης του πιστοποιητικού ήταν το προϊόν της απαιτούμενης κατά νόμον έρευνας και διενεργήθηκε εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος ― Περιστάσεις.

Οι αιτητές προσέβαλαν την επιβολή εισαγωγικού δασμού και πρόσθετης προσφυγικής επιβάρυνσης με μη προτιμησιακούς συντελεστές, σε σχέση με αγαθά που εισήγαγαν και τα οποία είχαν αρχικά εισαχθεί ως προϊόντα προέλευσης Ευρωπαϊκής Ενώσεως.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:

1.  Το ζήτημα της έρευνας τέθηκε και στη Framespex Ltd ν. Δημοκρατίας (1997) 4 A.A.Δ. 1108, η οποία επικροτήθηκε κατ’ έφεση: βλ. Framespex Ltd ν. Δημοκρατίας (2000) 3 A.A.Δ. 7. Την ευθύνη για την έκδοση του πιστοποιητικού κίνησης τη φέρει, δυνάμει του Πρωτοκόλλου, ο εξαγωγέας και σε εκείνον απόκειται να θεμελιώσει, με τα αναγκαία στοιχεία, το δικαίωμα για προτιμησιακή μεταχείριση. Σύμφωνα με το Άρθρο 24(3) του Πρωτοκόλλου, εκείνο που γνωστοποιείται στο εισάγον Κράτος είναι μόνο τα αποτελέσματα της επαλήθευσης. Την έρευνα τη διεξάγει το [*593]εξάγον Κράτος. Όχι το εισάγον. Και είναι αρκετή εφόσον παρέχει απάντηση στο ζητούμενο. Που είναι η αυθεντικότητα και ακρίβεια του πιστοποιητικού κίνησης ώστε να  καθίσταται έτσι δυνατή η λήψη απόφασης από το εισάγον Κράτος αναφορικά με αυτό.  Στην προκείμενη περίπτωση η απάντηση του εξάγοντος Κράτους ήταν σαφής. Το πιστοποιητικό κίνησης το οποίο το ίδιο είχε εκδόσει δεν επαληθεύτηκε σε σχέση με το υπό αναφορά είδος και δεν δικαιολογούσε προτιμησιακή μεταχείριση. Η εν συνεχεία αντίστοιχη κατάληξη των τελωνειακών αρχών Κύπρου ήταν αναπόφευκτη. Η ίδια εξέλιξη, που οδήγησε στη ληφθείσα απόφαση, παρέχει και την αιτιολογία. 

2.  Δεν χρειάζεται να συζητηθεί το κατά πόσο η προσβαλλόμενη απόφαση συνιστούσε ή περιλάμβανε ανάκληση της προηγουμένως ληφθείσας για προτιμησιακή μεταχείριση. Εκείνο που έχει σημασία, είναι ότι σε αυτές τις περιπτώσεις η προτιμησιακή μεταχείριση γίνεται με δεδομένη τη δυνατότητα διενέργειας ελέγχου μεταγενέστερα για επαλήθευση του πιστοποιητικού κίνησης.  Ο εισαγωγέας γνωρίζει ότι υπόκειται σε αυτό το ενδεχόμενο.  Θα πρέπει εξ άλλου να γνωρίζει ότι η διαδικασία μεταξύ Κρατών, όπως και η ίδια η έρευνα χρειάζεται κάποιο χρόνο. Απόκειται στον ίδιο να τα λάβει αυτά υπόψη στον προγραμματισμό του. Η περίοδος των επτά μηνών στην προκείμενη περίπτωση δεν φαίνεται να ήταν, με κανένα μέτρο, έξω από ό,τι θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως λογικό χρονικό διάστημα.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Framespex Ltd v. Δημοκρατίας (1997) 4 A.A.Δ. 1108,

Framespex Ltd v. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 7.

Προσφυγή.

Προσφυγή από την αιτήτρια εταιρεία κατά της επιβολής ποσού £3.781,- για εισαγωγικό δασμό και πρόσθετη προσφυγική επιβάρυνση με μη προτιμησιακούς συντελεστές αναφορικά με την εισαγωγή από την εταιρεία του κατεψυγμένου είδους ψαρικού “Cooked Peeled Shrimp”.

Σπ. Ευαγγέλου, για την Αιτήτρια.

[*594]Ε. Κλεόπα, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ’ ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

NIKOΛΑΟΥ, Δ.: Η αιτήτρια κετέθεσε στο Τελωνείο Λεμεσού διασάφηση εισαγωγής, ημερ. 20 Ιουλίου 1998, για τον τελωνισμό ποσότητας κατεψυγμένων ψαρικών που έφθασαν διά θαλάσσης στην Κύπρο από την Αγγλία στις 18 Ιουλίου 1998. Μεταξύ των εγγράφων που συνόδευαν τη διασάφηση ήταν και το πιστοποιητικό κίνησης εμπορευμάτων EUR. 1 αρ. S 2609019, ημερ. 1 Ιουλίου 1998, βάσει του οποίου η αιτήτρια έτυχε προτιμησιακής μεταχείρισης στην καταβολή εισαγωγικού δασμού και έκτακτης προσφυγικής επιβάρυνσης αφού για εμπορεύματα από την Ευρωπαϊκή Ένωση ισχύουν ειδικοί συντελεστές: βλ. άρθρο 4 του περί Τελωνειακών Δασμών και Φόρων Καταναλώσεως Νόμου του 1998 (Ν. 11(Ι)/98).

Το Πρωτόκολλο, το οποίο υπεγράφη στις Βρυξέλλες την 15 Σεπτεμβρίου 1977 στο πλαίσιο προγενέστερης Σύμβασης, προβλέπει ειδικό καθεστώς. Το πιστοποιητικό EUR. 1 εκδίδεται στον εξαγωγέα, κατόπιν αίτησής του, από τις Τελωνειακές Αρχές του Κράτους εξαγωγής των εμπορευμάτων εφόσον αυτά δύνανται να θεωρηθούν “προϊόντα προελεύσεως” εντός της έννοιας του Πρωτοκόλλου: βλ. Άρθρα 7, 8 και 10 του Πρωτοκόλλου. Το εν λόγω πιστοποιητικό υποβάλλεται, όπως υποβλήθηκε εδώ από τους αιτητές, στις Τελωνειακές Αρχές του εισάγοντος Κράτους κατά τον τελωνισμό των εμπορευμάτων.

Η αποδοχή του πιστοποιητικού κίνησης από το Κράτος εισαγωγής δεν σημαίνει και το τέλος του ζητήματος. Παρέχεται, με το Άρθρο 24 του Πρωτοκόλλου, η δυνατότητα για μεταγενέστερη επαλήθευση και καθορίζεται ο μηχανισμός. Παραθέτω αυτή τη διάταξη στην έκταση που εδώ ενδιαφέρει:

“1. Μεταγενεστέρα επαλήθευσις πιστοποιητικών κινήσεως EUR. 1 και εντύπων EUR. 2 θα διενεργήται δειγματοληπτικώς ή οσάκις αι τελωνειακαί αρχαί του εισάγοντος Κράτους έχουν εύλογον αμφιβολίαν ως προς την αυθεντικότητα του εγγράφου ή την ορθότητα της πληροφορίας περί της αληθούς προελεύσεως των υπό αναφοράν εμπορευμάτων.

2. Επί τω τέλει εφαρμογής της παραγράφου 1, αι τελωνειακαί αρχαί του εισάγοντος Κράτους θα επιστρέφουν το πιστοποιητικόν κινήσεως EUR. 1 ή το έντυπον EUR. 2 ή φωτοαντί[*595]γραφον αυτών εις τας τελωνειακάς αρχάς του εξάγοντος Κράτους παρέχουσαι, οσάκις ενδείκνυται, τους τυπικούς ή ουσιαστικούς λόγους διά την έρευναν ......

3. Αι τελωνειακαί αρχαί του εισάγοντος Κράτους θα πληροφορώνται περί των αποτελεσμάτων της επαληθεύσεως το ταχύτερον δυνατόν. Τα αποτελέσματα ταύτα δέον όπως είναι τοιαύτα ούτως ώστε να καθιστούν δυνατήν την απόφασιν κατά πόσον το αμφισβητούμενον πιστοποιητικόν κινήσεως EUR. 1 ή το έντυπον EUR. 2 αναφέρεται εις τα πραγματικώς εξαχθέντα εμπορεύματα, ως και κατά πόσον τα εμπορεύματα ταύτα δύνανται εν τη πραγματικότητι να τύχουν της προτιμησιακής μεταχειρήσεως .

4. .............................................................................................

5. ............................................................................................”

Το εν λόγω πιστοποιητικό κίνησης αφορούσε 59 κιβώτια “breaded plaice”· 100 κιβώτια “reformed scampi”· και 891 κιβώτια “cooked peeled shrimp”. Κατά το φυσικό έλεγχο που ακολούθησε την τελώνιση, το Τελωνείο παρατήρησε ότι για το είδος “cooked peeled shrimp” - μαγειρευμένες καθαρισμένες γαρίδες - αναγραφόταν στο σακούλι συσκευασίας ότι ψαρεύτηκαν σε τροπικά ύδατα και έτυχαν επεξεργασίας στο Ηνωμένο Βασίλειο: “Fished in Tropical Waters, processed in U.K.”. Ετέθη ως εκ τούτου ζήτημα αναφορικά με την αυθεντικότητα ή ακρίβεια του πιστοποιητικού κίνησης ως προς το υπό αναφορά είδος ψαρικών. Ενεργώντας βάσει του άρθρου 24 του Πρωτοκόλλου, οι τελωνειακές αρχές Κύπρου, με επιστολή ημερ. 21 Αυγούστου 1998, ζήτησαν από τις τελωνειακές αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου να διερευνήσουν το ζήτημα για επαλήθευση της αυθεντικότητας και ακρίβειας του πιστοποιητικού κίνησης. Οι τελωνειακές αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου απάντησαν με επιστολή ημερ. 4 Νοεμβρίου 1998 πως από τη διερεύνηση στην οποία προέβησαν διαπιστώθηκε ότι για το είδος “Cooked peeled shrimp” δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις προτιμησιακής μεταχείρισης. Παραθέτω αυτούσιο το κείμενο της επιστολής:

“You wrote on 21 August 1998 requesting verification of the enclosed movement certificate EUR 1 S2609019 issued by Aquarius Seafoods Ltd, Hull.

Our enquiries have established that the items shown on EUR 1 number S2609019 as “Breaded Plaice” and “Reformed Scampi” [*596]do qualify for preferential treatment. However, the items shown as “Cooked Peeled Shrimp” do not qualify for preferential treatment in accordance with the conditions of the EC-Cyprus Agreement.”

Ενόψει της απάντησης των τελωνειακών αρχών του Ηνωμένου Βασιλείου αναφορικά με το περιεχόμενο του εν λόγω πιστοποιητικού κίνησης, λήφθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση για την πληρωμή εισαγωγικού δασμού και πρόσθετης προσφυγικής επιβάρυνσης με μη προτιμησιακούς συντελεστές σε ό,τι αφορά το είδος “Cooked peeled Shrimp”. Σε επιστολή του Τμήματος Τελωνείων, ημερ. 8 Φεβρουαρίου 1999, με την οποία στις 10 Φεβρουαρίου κοινοποιήθηκε η απόφαση, αναφέρονταν τα εξής:

“Επιθυμώ να σας πληροφορήσω ότι οφείλετε στην Κυπριακή Δημοκρατία το ποσό των £3781.-, που καλείσθε να καταβάλετε στο Τελωνείο Λεμεσού μέσα σε 7 (επτά) ημέρες από την ημέρα της λήψης της παρούσας επιστολής.

Η οφειλή σας αυτή προκύπτει από τα γεγονότα και τη νομοθεσία όπως εκτίθενται πιο κάτω:

Στις 20.7.98 καταθέσατε την διασάφηση εισαγωγής IM2     αρ. D2566 για τον τελωνισμό ενός εμπ/τίου με διάφορα είδη κατεψυγμένων ψαρικών που έφθασε με το πλοίο ZIM LIVERPOOL ημερ. 18.7.98 Αρ.Δηλ. 1576/98. Η διασάφηση εισαγωγής συνοδευόταν από το πιστοποιητικό κυκλοφορίας EUR1 αρ. 2609019, οι δασμοί και φόροι εισπράχθηκαν με προτιμησιακούς συντελεστές.

Κατά τον φυσικό έλεγχο του περιεχομένου του εμπ/τίου που έλαβε χώρα στα υποστατικά σας και στην παρουσία υπαλλήλων της εταιρείας σας, το είδος “Cooked Peeled Shrimp” δημιούργησε αμφιβολίες κατά πόσο πληρούσε τις πρόνοιες των κανόνων καταγωγής λόγω της ακόλουθης φράσης που ανεγράφετο στο πλαστικό σακούλι της συσκευασίας: “Fished in Tropical waters, Processed in U.K.”. 

Η επιβεβαίωση της αυθεντικότητας και εγκυρότητας του πιο πάνω πιστοποιητικού EUR1 ζητήθηκε από τις Τελωνειακές Αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου.

Με την επιστολή αρ. Φακ. 4.2.02.7 ημερ. 26.11.98 ο Διευθυντής Τελωνείων μου γνωστοποίησε ότι οι Αγγλικές Τελωνειακές [*597]Αρχές τον βεβαίωσαν ότι τα 891 κιβώτια με το είδος “Cooked Peeled Shrimp” δεν πληρούν τις πρόνοιες των κανόνων καταγωγής και δεν δικαιούνται προτιμησιακής μεταχείρισης.

Το σύνολο του οφειλόμενου ποσού προκύπτει από τους ακόλουθους υπολογισμούς:

Αξία £21742 @ 14%  (διαφ. συντ.) = £3044 Εισαγωγικός Δασμός

        £21742 @ 2.1% (   ''        ''   )  =   £457 ΕΠΕ

        £3501   @ 8%                        =   £280 Φ.Π.Α.

                                                        £3781=''

Τέθηκαν με την αίτηση ακύρωσης και αναπτύχθηκαν με την αγόρευση του συνηγόρου της αιτήτριας οι εξής θέσεις: ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι αιτιολογημένη· ότι δεν διεξήχθη δέουσα έρευνα και ότι επακόλουθα υπήρξε πλάνη περί τα πράγματα· και ότι, ένεκα του διαρρεύσαντος διαστήματος των περίπου επτά μηνών, ήτοι, από 20 Ιουλίου 1998 μέχρι 10 Φεβρουαρίου 1999, παραβιάστηκαν οι αρχές που διέπουν την ανάκληση διοικητικών πράξεων.

Πρώτα για το ζήτημα της έρευνας.  Είναι η θέση της αιτήτριας ότι επειδή η επιστολή των τελωνειακών αρχών του Ηνωμένου Βασιλείου δεν αποκάλυπτε το γιατί τα εμπορεύματα για τα οποία γίνεται λόγος δεν πληρούσαν τις προϋποθέσεις για προτιμησιακή μεταχείριση, δεν παρεχόταν η δυνατότητα για τη λήψη απόφασης βάσει του άρθρου 24(3) - το οποίο παρέθεσα ανωτέρω - και, επομένως, οι τελωνειακές αρχές Κύπρου όφειλαν να διερευνήσουν το θέμα περαιτέρω και να απαιτήσουν από τις τελωνειακές αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου σχετικές διευκρινήσεις αλλά και να ζητήσουν στοιχεία από την αιτήτρια. 

Με απασχόλησε το ζήτημα της έρευνας από την ίδια άποψη στη Framespex Ltd ν. Δημοκρατίας (1997) 4 A.A.Δ. 1108, η οποία επικροτήθηκε κατ’ έφεση: βλ. Framespex Ltd ν. Δημοκρατίας (2000) 3 A.A.Δ. 7. Υπενθύμησα κατ’ αρχάς ότι την ευθύνη για την έκδοση του πιστοποιητικού κίνησης τη φέρει, δυνάμει του Πρωτοκόλλου, ο εξαγωγέας και σε εκείνον απόκειται να θεμελιώσει, με τα αναγκαία στοιχεία, το δικαίωμα για προτιμησιακή μεταχείριση.  Έπειτα επεσήμανα ότι σύμφωνα με το άρθρο 24(3) του Πρωτοκόλλου, εκείνο που γνωστοποιείται στο εισάγον Κράτος είναι μόνο τα αποτελέσματα της επαλήθευσης. Την έρευνα τη διεξάγει το εξάγον Κράτος. Όχι το εισάγον. Και είναι αρκετή εφόσον παρέχει απάντηση στο ζητούμενο. Που είναι η αυθεντικό[*598]τητα και ακρίβεια του πιστοποιητικού κίνησης ώστε να καθίσταται έτσι δυνατή η λήψη απόφασης από το εισάγον Κράτος αναφορικά με αυτό. Στην προκείμενη περίπτωση η απάντηση του εξάγοντος Κράτους ήταν σαφής. Το πιστοποιητικό κίνησης το οποίο το ίδιο είχε εκδόσει δεν επαληθεύτηκε σε σχέση με το υπό αναφορά είδος και δεν δικαιολογούσε προτιμησιακή μεταχείριση. Η εν συνεχεία αντίστοιχη κατάληξη των τελωνειακών αρχών Κύπρου ήταν αναπόφευκτη.

Η ίδια εξέλιξη, που οδήγησε στη ληφθείσα απόφαση, παρέχει και την αιτιολογία. Τα όσα ανέφερα σε σχέση με το ζήτημα της αιτιολογίας στη Framespex (ανωτέρω) ισχύουν κατ’ αναλογία και εδώ:

“Θεωρώ τη ληφθείσα απόφαση πλήρως αιτιολογημένη δεδομένου ότι συνδέει άμεσα και με σαφήνεια τις επενεχθείσες τελωνίσεις με την εν τέλει διαπίστωση, δυνάμει της προβλεπόμενης διαδικασίας για επαλήθευση, ότι το παρουσιασθέν πιστοποιητικό κίνησης δεν μπορούσε να θεωρηθεί έγκυρο. Με αποτέλεσμα, όπως αναφέρεται, να μην μπορούσε να δικαιολογηθεί η προτιμησιακή μεταχείριση.”

Ως προς το τεθέν ζήτημα του διαρρεύσαντος χρονικού διαστήματος των σχεδόν επτά μηνών, ο συνήγορος της αιτήτριας έθεσε στη γραπτή αγόρευση του το παράπονο ως εξής:

“Η αιτήτρια εταιρεία υπέβαλε νομότυπα όλα τα έγγραφα και ο καθ’ ου η αίτηση απεφάσισε και επέβαλε φορολογία. Μετά πάροδο 8 μηνών και αφού δημιουργήθηκαν για την αιτήτρια δικαιώματα, δηλαδή αφού η αιτήτρια διάθεσε τα εμπορεύματα με βάση το κόστος τους και τη φορολογία που της επεβλήθηκε, ο καθ’ ου η αίτηση ανακάλεσε την απόφαση του και επέβαλε νέα φορολογία.”

Πρόσθεσε δε ότι η ληφθείσα απόφαση ήταν:

“.... αντίθετη με την εμπιστοσύνη του διοικουμένου έναντι της διοίκησης και συνιστά παράβαση της καλής πίστης.”

Δεν χρειάζεται να συζητήσω το κατά πόσο η προσβαλλόμενη απόφαση συνιστούσε ή περιλάμβανε ανάκληση της προηγουμένως ληφθείσας για προτιμησιακή μεταχείριση. Εκείνο που έχει σημασία είναι ότι σε αυτές τις περιπτώσεις η προτιμησιακή μεταχείριση γίνεται με δεδομένη τη δυνατότητα διενέργειας ελέγχου μετα[*599]γενέστερα για επαλήθευση του πιστοποιητικού κίνησης.  Ο εισαγωγέας γνωρίζει ότι υπόκειται σε αυτό το ενδεχόμενο.  Θα πρέπει εξ άλλου να γνωρίζει ότι η διαδικασία μεταξύ Κρατών, όπως και η ίδια η έρευνα χρειάζεται κάποιο χρόνο. Απόκειται στον ίδιο να τα λάβει αυτά υπόψη στον προγραμματισμό του. Η περίοδος των επτά μηνών στην προκείμενη περίπτωση δεν μου φαίνεται να ήταν, με κανένα μέτρο, έξω από ό,τι θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως λογικό χρονικό διάστημα. Δικαίως ήταν που λήφθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση και η αιτήτρια δεν έχει κανένα λόγο να παραπονείται.

Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται βάσει του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο