Kαρακάννα Eυγενία Παπαγεωργίου ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (2000) 4 ΑΑΔ 627

(2000) 4 ΑΑΔ 627

[*627]3 Ιουλίου, 2000

[ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΕΥΓΕΝΙΑ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ ΚΑΡΑΚΑΝΝΑ,

Αιτήτρια,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθ’ ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 45/1999)

 

Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο ― Αίτηση για επαναφορά προσφυγής ― Η περίπτωση απόρριψης προσφυγής λόγω μη προώθησής της που καταδείκνυε πρόθεση εγκατάλειψης ― Η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου να διαπιστώσει εκ των υστέρων κατά πόσο πράγματι υπήρχε πρόθεση εγκατάλειψης της προσφυγής ― Η προσφυγή επαναφέρθηκε.

Η αιτήτρια ζήτησε με την αίτηση την επαναφορά της προσφυγής της, η οποία είχε απορριφθεί λόγω έλλειψης ενδιαφέροντος για προώθησή της.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, εγκρίνοντας την αίτηση, αποφάσισε ότι:

1. Προσφυγή η οποία, χωρίς να εξεταστεί, απορρίπτεται επειδή λόγω έλλειψης προώθησης θεωρείται ως εγκαταλειφθείσα, μπορεί να επαναφερθεί εφόσον φανεί στο Δικαστήριο ότι δεν υπήρξε στην πραγματικότητα εγκατάλειψη. Πρόκειται για προσέγγιση την οποία επιβάλλει η φύση της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας. Υπό αυτό το φως είναι που αντικρύζονται εδώ οι Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας οι οποίοι, σύμφωνα με τον Καν. 18 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Δικαστηρίου του 1962 (όπως τροποποιήθηκε), εφόσον δεν καλύπτεται με ειδική πρόνοια το υπό εξέταση ζήτημα, “.... εφαρμόζονται τηρουμένων των αναλογιών και εφ’ όσον αι περιστάσεις επιτρέπουν  τούτο ...”.

    Εξετάζεται σε αίτηση για επαναφορά, το κατά πόσο πράγματι δεν [*628]υπήρχε ό,τι είχε υποτεθεί από το Δικαστήριο ως πρόθεση εγκατάλειψης. Η αίτηση για επαναφορά θα πρέπει, για να επιτύχει, να γίνεται μέσα σε εύλογα σύντομο χρόνο.

2. Ό,ποιες και αν είναι οι περιστάσεις που συνιστούν τη διαπίστωση της έλλειψης ενδιαφέροντος ή αρκετού ενδιαφέροντος, το συμπέρασμα περί εγκατάλειψης της προσφυγής, το οποίο οδηγεί στην απόρριψη, δεν μπορεί να υπερισχύσει της εκ των υστέρων διαπίστωσης του Δικαστηρίου ότι, όσο μεγάλη και αν υπήρξε η ολιγωρία από την οποία εξάχθηκε το συμπέρασμα, δεν υπήρξε εν τούτοις πρόθεση εγκατάλειψης. Η παρούσα είναι μια τέτοια περίπτωση. Η προσφυγή δεν εγκαταλείφθηκε. Επομένως δικαιολογείται η επαναφορά.

3. Εκδίδεται διάταγμα για επαναφορά της προσφυγής. Τα έξοδα της αίτησης να βαρύνουν την αιτήτρια. Η προσφυγή ορίζεται για περαιτέρω οδηγίες στις 10 Ιουλίου 2000, η ώρα 8.30 π.μ.

Διαταγή ως ανωτέρω.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Tsingi v. Republic (1984) 3 C.L.R. 1262,

Ιακωβίδη v. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 1269,

Μαύρου κ.ά. v. Δημοκρατίας (1992) 4(Β) Α.Α.Δ. 1156,

Ιωαννίδη v. Δημοκρατίας (1992) 4(Ε) Α.Α.Δ. 3590,

Clarke & Walker Ltd v. Mercier, CCRTI 97/0724/G, ημερ. 17/10/97,

Rousos a.o. v. Republic (1985) 3 C.L.R. 119,

Σωματείο Μεταφ. ΣΕΚ κ.ά. v. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 1.

Αίτηση.

Αίτηση από την αιτήτρια - προσφεύγουσα για επαναφορά της προσφυγής της υπ’ αρ. 45/99, κατά του διορισμού των ενδιαφερομένων μερών στη θέση Δικηγόρου της Δημοκρατίας, Νομική Υπηρεσία, η οποία απορρίφθηκε λόγω έλλειψης του απαιτούμενου ενδιαφέροντος εκ μέρους της για προώθησή της.

Ν. Παπαγεωργίου, για την Αιτήτρια.

[*629]Ντ. Μιχαηλίδου για Α. Ποιητή, για τους Καθ’ ων η αίτηση.

Α. Καλλένου για Σπ. Ευαγγέλου, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος 1 - Θεανώ Χριστοδούλου Μαυρομουστάκη.

Αλ. Ταλιαδώρος, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος 2 - Μαίρη Ανν Μάρκου.

Κ. Μέσσιος για Γ. Κακογιάννη, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος 3 - Στέλλα Χριστοδουλίδου.

Cur. adv. vult.

NIKOΛΑΟΥ, Δ.: Με την προσφυγή, την οποία η αιτήτρια καταχώρισε μέσω συνηγόρου στις 13 Ιανουαρίου 1999, προσβάλλεται η απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, η δημοσιευθείσα στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ημερ. 13 Νοεμβρίου 1998, με την οποία διορίστηκαν τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα Θεανώ Χριστουδούλου Μαυρομουστάκη, Μαίρη Ανν Μάρκου και Στέλλα Χριστοδουλίδου στη θέση Δικηγόρου της Δημοκρατίας, Νομική Υπηρεσία, αντί της αιτήτριας.

Η προσφυγή απορρίφθηκε στις 5 Ιουλίου 1999 όταν σημείωσα την από μέρους της αιτήτριας έλλειψη του απαιτούμενου ενδιαφέροντος για προώθηση. Παραθέτω το σχετικό μέρος του πρακτικού:

Δικαστήριο: Η προσφυγή αυτή καταχωρήθηκε στις 13 Ιανουαρίου 1999 και ορίστηκε για τις 9 Μαρτίου 1999. Στις 9 Μαρτίου 1999 δεν υπήρξε εμφάνιση για την αιτήτρια. Υπήρξε εμφάνιση για τους καθ’ ων και τα τρία ενδιαφερόμενα μέρη. Δόθηκαν οδηγίες για να καταχωρηθεί η ένσταση εντός έξι εβδομάδων και ορίστηκε η υπόθεση ξανά για τις 28 Απριλίου 1999. Στις 28 Απριλίου 1999 δεν υπήρξε, όταν εφωνήθη η υπόθεση, εμφάνιση για την αιτήτρια. Διαπιστώθηκε ότι δεν υπήρχε ακόμα ένσταση και η υπόθεση αναβλήθηκε με προοπτική να καταχωρηθεί η ένσταση. Λίγο μετά τη συνεδρία του Δικαστηρίου στις 28 Απριλίου 1999 εμφανίστηκε η δ/νις Ν. Κλεάνθους για την κα Ρ. Χαραλάμπους εκ μέρους της αιτήτριας και πληροφορήθηκε τη δοθείσα ημερομηνία που ήταν η 4 Ιουνίου 1999. Στις 4 Ιουνίου 1999 όταν εφωνήθη η υπόθεση και πάλι δεν υπήρξε εμφάνιση εκ μέρους της αιτήτριας ούτε και εμφάνιση εκ μέρους των καθ’ ων. Σε εκείνη την περίπτωση εμφάνιση υπήρξε μόνο για τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα. Στη διάρκεια της συνεδρίας του Δικαστηρίου εμφανίστηκε η κα Καρακάννα η οποία δήλωσε ότι διόρισε συνήγορο και είχε την εντύπωση ότι θα εμφανιζόταν η συνήγορος [*630]της. Ανέβαλα την υπόθεση για σήμερα και πάλι με προοπτική να καταχωρηθεί η ένσταση και ένσταση δεν καταχωρήθηκε. Απουσιάζει δε και πάλι η αιτήτρια.

Το ιστορικό της υπόθεσης νομίζω ότι δικαιολογεί την άποψη πως δεν υπάρχει αρκετό ενδιαφέρον για προώθηση της προσφυγής. Προτίθεμαι επομένως να απορρίψω την προσφυγή. Έχετε να κάμετε παραστάσεις ως προς τα έξοδα;

Καλλένου: Θα ζητήσω τα έξοδα μου.

Πισσιάρας: Το ίδιο Κύριε Πρόεδρε.

Πολυδώρου: Δεν ζητούμε έξοδα.

Στυλιανού: Δεν έχω οδηγίες ως προς τα έξοδα.

Δικαστήριο: Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα υπέρ των ενδιαφερομένων προσώπων 1 και 3. Δεν επιδικάζονται έξοδα υπέρ του ενδιαφερομένου προσώπου 2 Μαίρη Ανν Μάρκου διότι δεν τα ζήτησε και δεν επιδικάζονται έξοδα υπέρ των καθ’ ων η αίτηση διότι μέχρι τώρα δεν έχουν καταχωρίσει ένσταση.”

Στις 7 Ιουλίου, ήτοι δύο ημέρες αργότερα, καταχωρίστηκε η παρούσα αίτηση για επαναφορά της προσφυγής. Με την ένορκη δήλωση της τότε δικηγόρου της αιτήτριας, κας Ρίας Χαραλάμπους που χειριζόταν την προσφυγή, η μη εμφάνιση  εκ μέρους της αιτήτριας στις 5 Ιουλίου 1999, που επήλθε η απόρριψη, αποδίδεται σε λανθασμένη καταχώριση στο ημερολόγιο της:

“Εκ παραδρομής και ή εξ’ αβλεψίας ενώ πάνω στο φάκελλο της υπόθεσης σημειώθηκε η ορθή ημερομηνία ορισμού της προσφυγής, στο ημερολόγιο σημειώθηκε ότι η εν λόγω προσφυγή ήταν ορισμένη στις 16/7/1999, με αποτέλεσμα στις 5/7/1999 να μην παρουσιασθεί ενώπιον του Σεβαστού Δικαστηρίου ουδείς Δικηγόρος για την Αιτήτρια και ως εκ τούτου η προσφυγή να απορριφθεί.”

Η Δημοκρατία και τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα ενέστησαν στην επαναφορά. Επεσήμαναν κυρίως ότι, όπως φαίνεται στο πρακτικό του Δικαστηρίου, η απόρριψη της προσφυγής δεν στηρίχθηκε σε μόνο τη μη εμφάνιση κατά τις 5 Ιουλίου 1999 αλλά στο ιστορικό της όλης πορείας της υπόθεσης από το οποίο προέκυπτε η έλλειψη του αναγκαίου ενδιαφέροντος για προώθηση.  [*631]Εισηγήθηκαν δε ότι η αιτήτρια δεν παρουσίασε στοιχεία που να ανέτρεπαν εκείνη την άποψη. Τέθηκε εξ άλλου υπό αμφισβήτηση και ο ισχυρισμός στην ένορκη δήλωση της τότε συνηγόρου της αιτήτριας ότι η υπόθεση σημειώθηκε στο ημερολόγιο της, εκ παραδρομής, για τις 16 αντί για τις 5 Ιουλίου 1999. Αυτή η αμφισβήτηση περιορίστηκε στη διατύπωση ερωτηματικού αναφορικά με το πώς μπορεί να είχε γίνει γνωστή η απόρριψη της προσφυγής τόσο έγκαιρα ώστε να καταχωριστεί η αίτηση επαναφοράς μόνο δύο ημέρες μετά την απόρριψη αν πράγματι την υπόθεση η συνήγορος την είχε σημειώσει για αργότερα. Δεν υπήρξε όμως αντεξέταση επ’ αυτού. Και, όπως έχει το πράγμα, δεν νομίζω ότι δικαιολογείται η αμφισβήτηση. Είναι ορατό το ενδεχόμενο, με τρόπους που δεν χρειάζεται να εικάσω, να γινόταν τόσο έγκαιρα γνωστή η εξέλιξη που ενδιαφέρει.

Οι συνήγοροι με έχουν παραπέμψει σε νομολογία αναφορικά με τις αρχές βάσει των οποίων αντικρύζεται το αίτημα για επαναφορά προσφυγής. Πρόκειται για τις πρωτόδικες αποφάσεις στην Tsingi v. Republic (1984) 3 C.L.R. 1262 (Τριανταφυλλίδη Π.)· Ιακωβίδη ν. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 1269 (Πογιατζή Δ.)· Μαύρου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1992) 4(B) A.A.Δ. 1156 (Πογιατζή Δ.)· και Ιωαννίδη ν. Δημοκρατίας (1992) 4(E) A.A.Δ. 3590 (Πογιατζή, Δ.). Ο συνήγορος του ενδιαφερομένου προσώπου 3 με έχει επίσης παραπέμψει σε απόφαση του Αγγλικού Εφετείου, στη Clarke & Walker Ltd v. Mercier, CCRTI 97/0724/G, ημερ. 17 Οκτωβρίου 1997, η οποία αφορούσε αίτηση για την  επαναφορά αγωγής μετά την έκδοση τελικής απόφασης επί της ουσίας. Ενόψει του διαφορετικού τομέα δικαιοδοσίας στον οποίο εντασσόταν η υπόθεση, αλλά και των εντελώς διαφορετικών δικών της περιστάσεων, δεν νομίζω πως μπορεί να συμβάλει σε ό,τι απασχολεί εδώ.

Τις αρχές που καθοδηγούν το Δικαστήριο τις έθεσε με σαφήνεια ο Τριανταφυλλίδης Π. στην Tsingi (ανωτέρω) την οποία επιδοκίμασε η Ολομέλεια στη Rousos and Another v. Republic (1985) 3 C.L.R. 119. Προσφυγή η οποία, χωρίς να εξεταστεί, απορρίπτεται επειδή λόγω έλλειψης προώθησης θεωρείται ως εγκαταλειφθείσα, μπορεί να επαναφερθεί εφόσον φανεί στο Δικαστήριο ότι δεν υπήρξε στην πραγματικότητα εγκατάλειψη.  Καθώς υποδείχθηκε, πρόκειται για προσέγγιση την οποία επιβάλλει η φύση της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας. Υπό αυτό το φως είναι που αντικρύζονται εδώ οι Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας οι οποίοι, σύμφωνα με τον Καν. 18 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Δικαστηρίου του 1962 (όπως τροποποιήθηκε), εφόσον δεν καλύπτεται με ειδική πρόνοια το υπό εξέταση ζήτημα, “.... εφαρμόζο[*632]νται τηρουμένων των αναλογιών και εφ’ όσον αι περιστάσεις επιτρέπουν τούτο ...”. Διαφωτίζει  το ακόλουθο απόσπασμα από τις σελ. 1266-7 της Tsingi (ανωτέρω):

“Thus, unless a recourse has to be dismissed because one of the prerequisites under Article 146 entitling the applicant to file it does not, or ceases to, exist, or because it is abated due to disappearance of its subject-matter, or it is, actually, abandoned or withdrawn and it is dismissed for that reason, it can only be disposed of in the manner set out in the aforequoted paragraph 4 of Article 146.

Before proceeding any further it should be pointed out that even if a recourse has been abandoned by mistake it may be reinstated (see, in this respect, for example, the Decision of the Council of State in Greece in case 383/1973).

It has to be remembered that a recourse under Article 146.1 is primarily made against the act or decision which is its subject-matter and the parties to such recouse are merely heard in relation to the validity of such act or decision (see, inter alia, in this respect, Cyprus Transport Co. Ltd. v. The Republic (1969) 3 C.L.R. 501, 502, Lambrou v. The Republic (1970) 3 C.L.R. 75, 79 and Neophytou v. The Republic (1977) 3 C.L.R. 140, 142, 143).

The proceedings under Article 146 are of an inquisitorial nature and the adversary element in such proceedings is only of secondary procedural importance and, therefore, an applicant or other party to such proceedings cannot be penalized by means of an order made in case of default, as it is done, in certain circumstances, in civil proceedings.”

Εξετάζεται λοιπόν, σε αίτηση για επαναφορά, το κατά πόσο πράγματι δεν υπήρχε ό,τι είχε υποτεθεί από το Δικαστήριο ως πρόθεση εγκατάλειψης. Να προστεθεί όμως ότι, όπως διευκρινίστηκε από την Ολομέλεια στην υπόθεση, Σωματείο Μεταφ. ΣΕΚ κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 1, αίτηση για επαναφορά θα πρέπει, για να επιτύχει, “να γίνεται μέσα σε εύλογα σύντομο χρόνο”. Οι μεταγενέστερες αποφάσεις, εκείνες στις οποίες με παρέπεμψαν οι συνήγοροι όπως και άλλες, ακολούθησαν την ίδια γραμμή.

Επιχειρήθηκε, από μέρους των ενισταμένων, η διάκριση της παρούσας περίπτωσης από τις άλλες στις οποίες παρέπεμψαν, βασικά με αναφορά στο ότι εδώ, αντίθετα με εκεί, υποβλήθηκε έν[*633]σταση και στο ότι εκεί απλώς δεν υπήρξε συμμόρφωση με κάποιο όρο ενώ εδώ η απόρριψη επήλθε ένεκα του ιστορικού της περίπτωσης. Ως προς το πρώτο, προκύπτει από τη νομολογία, στην οποία αναφέρθηκα, ότι ένεκα της φύσης της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας στην οποία είναι περιορισμένος ο ρόλος των μερών, η ένσταση δεν μπορεί να έχει δραστική επίδραση στο αποτέλεσμα. Ως προς το δεύτερο, όποιες και αν είναι οι περιστάσεις που συνιστούν τη διαπίστωση της έλλειψης ενδιαφέροντος ή “αρκετού ενδιαφέροντος” όπως το χαρακτήρισα στην απόφαση μου της 5ης Ιουλίου 1999, το συμπέρασμα περί εγκατάλειψης της προσφυγής, το οποίο οδηγεί στην απόρριψη, δεν μπορεί να υπερισχύσει της εκ των υστέρων διαπίστωσης του Δικαστηρίου ότι, όσο μεγάλη και αν υπήρξε η ολιγωρία από την οποία εξάχθηκε το συμπέρασμα, δεν υπήρξε εν τούτοις πρόθεση εγκατάλειψης. Δεν διατηρώ οποιαδήποτε αμφιβολία ότι η παρούσα είναι μια τέτοια περίπτωση. Η προσφυγή δεν εγκαταλείφθηκε. Επομένως δικαιολογείται η επαναφορά.

Εκδίδεται διάταγμα για επαναφορά της προσφυγής. Τα έξοδα της αίτησης να βαρύνουν την αιτήτρια. Η προσφυγή ορίζεται για περαιτέρω οδηγίες στις 10 Ιουλίου 2000, η ώρα 8.30 π.μ.

Διαταγή ως ανωτέρω.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο