Kυπριανού Nτεπόρα και Άλλοι ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (2000) 4 ΑΑΔ 645

(2000) 4 ΑΑΔ 645

[*645]13 Ιουλίου, 2000

[ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

1. ΝΤΕΠΟΡΑ ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ,

2. ΗΛΙΑΣ ΝΤΑΧΕΡ,

3. ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ,

4. ΚΟΥΛΙΑΣ ΒΑΚΗ,

5. ΓΙΟΥΛΑ ΠΑΣΧΑΛΗ,

6. ΜΙΧΑΛΑΚΗΣ ΜΟΥΣΟΥΛΙΔΗΣ,

7. ΣΤΑΥΡΟΣ ΛΟΥΚΑΪΔΗΣ,

8. ΕΛΕΝΗ ΛΟΥΚΑΪΔΟΥ,

9. ΜΙΝΟΣ ΜΑΧΑΙΡΙΩΤΗΣ,

Αιτητές,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΥΓΕΙΑΣ,

Καθ’ ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 1218/1998)

 

Δημόσιες Κολυμβητικές Δεξαμενές ― Ερμηνεία του νομοθετικού ορισμού ― Άρθρο 2 του περί Δημοσίων Κολυμβητικών Δεξαμενών Νόμου του 1992 (Ν.55(I)/92) ― Υπαγωγή στην έννοια του νόμου και της δεξαμενής πολυκατοικίας, η οποία χρησιμοποιείται μόνο από τους ενοίκους της.

Συνταγματικό Δίκαιο ― Αντισυνταγματικότητα νόμου ― Άρθρα 4, 7 και 9 του περί Δημοσίων Κολυμβητικών Δεξαμενών Νόμου του 1992 (Ν.55(I)/92) ― Δεν αντιβαίνουν στο Άρθρο 23 του Συντάγματος, αλλά ούτε και παραβιάζουν την αρχή της ισότητας του Άρθρου 28 του Συντάγματος.

Δημόσιες Κολυμβητικές Δεξαμενές ― Ο περί Δημοσίων Κολυμβητικών Δεξαμενών Νόμος του 1992 (Ν.55(I)/92) ― Έκδοση κανονισμών δυνάμει του Άρθρου 11 του Νόμου ― Η σχετική Κ.Δ.Π. 368/96 δεν πάσχει εκ του λόγου ότι δημοσιεύθηκε προ της ημερομηνίας θέσεως του Νόμου σε ισχύ (Άρθρο 27 του περί Ερμηνείας Νόμου, Κεφ. 1).

Οι αιτητές προσέβαλαν το διάταγμα αναστολής της λειτουργίας [*646]για χρήση από το  κοινό της κολυμβητικής δεξαμενής που διέθετε η πολυκατοικία τους προς αποκλειστική χρήση των ενοίκων.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:

1. Διαβάζοντας την ερμηνευτική διάταξη του όρου «δημόσια κολυμβητική δεξαμενή» στο Άρθρο 2 του Νόμου 55(I)/92, αβίαστα διαπιστώνεται η σαφής πρόθεση του νομοθέτη να περιλάβει στον όρο και την κολυμβητική δεξαμενή που χρησιμοποιείται μεταξύ άλλων από «ενοίκους πολυκατοικίας, κλπ, ανεξάρτητα από ιδιοκτησία και/ή επιβολή τιμήματος χρήσης». Αντίθετα, ρητά εξαιρεί από τον όρο της «δημόσιας κολυμβητικής δεξαμενής» την κολυμβητική δεξαμενή που προορίζεται για χρήση αποκλειστικά από τα μέλη μιας οικογένειας και/ή τους προσκεκλημένους τους.

    Οι ιδιοκτήτες διαμερισμάτων πολυκατοικίας που είναι συνάμα και συνιδιοκτήτες των κοινόκτητων και κοινόχρηστων χώρων της πολυκατοικίας κατά ιδανικά μερίδια σε περίπτωση που διαμένουν στην πολυκατοικία, θεωρούνται ότι είναι ένοικοι της πολυκατοικίας. Αν όμως ένας ή περισσότεροι από τους εν λόγω ιδιοκτήτες κλπ έχει ενοικιασμένο το διαμέρισμά του σε τρίτο ή παραχώρησε σε τρίτο δικαίωμα διαμονής στο διαμέρισμα για οποιαδήποτε αιτία, το τρίτο αυτό πρόσωπο, εφόσον διαμένει στην πολυκατοικία, θεωρείται ένοικος της πολυκατοικίας εντός της εννοίας του Νόμου. 

    Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι στους «ενοίκους πολυκατοικίας» εντός της εννοίας του νόμου περιλαμβάνονται όσοι διαμένουν ή κατοικούν στην πολυκατοικία, είτε αυτοί είναι ιδιοκτήτες ή ενοικιαστές ή κάτοχοι διαμερισμάτων. Στην προκείμενη περίπτωση η επίδικη κολυμβητική δεξαμενή η οποία προορίζεται για χρήση από ομάδα πληθυσμού όπως είναι οι ένοικοι της πολυκατοικίας οι οποίοι δεν αποτελούν μέλη μιας οικογένειας είναι «δημόσια κολυμβητική δεξαμενή», εντός της εννοίας του νόμου.

2. Ο Υπουργός Υγείας δικαιούται να κλείσει δεξαμενή για λόγους οι οποίοι άπτονται της δημόσιας υγείας και ασφάλειας, δηλαδή για λόγους που προβλέπονται και στο Άρθρο 23.3 του Συντάγματος.

    Οι λόγοι δημόσιας υγείας και ασφάλειας στους οποίους αναφέρεται το Άρθρο 7 του Νόμου, εξειδικεύονται στο επίδικο διάταγμα και αφορούν παράβαση των κανονισμών 47(2), 48(1) της Κ.Δ.Π. 368/96 σχετικά με έλλειψη ναυαγοσώστη, οδηγιών χρήσεως και βοηθητικών χώρων.

[*647]3.       Η κολυμβητική δεξαμενή που βρίσκεται στον ιδιωτικό χώρο οικίας και προορίζεται για αποκλειστική χρήση των μελών μιας οικογένειας, δεν είναι το ίδιο πράγμα με την κοινόκτητη κολυμβητική δεξαμενή που χρησιμοποιούν οι ένοικοι μιας πολυκατοικίας των οποίων ο αριθμός μπορεί να είναι μικρός ή μέχρι και πολύ μεγάλος. Ανάλογες προς τον αριθμό των ατόμων που καθημερινά χρησιμοποιούν μια κολυμβητική δεξαμενή, είναι και οι ανάγκες για διατήρηση της δεξαμενής σε συνθήκες υγιεινής κατάστασης, συνθήκες εγκαταστάσεων και ασφάλειας των λουομένων. Η διαφορά είναι τόσο εμφανής ώστε να μη χρειάζεται να καταγραφούν οι παράγοντες που δημιουργούν την ειδοποιό διαφορά για τους σκοπούς του νόμου. Ο νόμος δεν δημιουργεί οποιαδήποτε δυσμενή διάκριση ή άνιση μεταχείρηση όπως ισχυρίζονται οι αιτητές.

4. Με το Άρθρο 11 του Νόμου παρέχεται στο Υπουργικό Συμβούλιο η δυνατότητα να εκδίδει κανονισμούς για κάθε θέμα το οποίο χρειάζεται ρύθμιση. Το Άρθρο 12 του Νόμου προβλέπει ότι ο Νόμος θα τεθεί σε ισχύ σε ημερομηνία που θα καθοριστεί από το Υπουργικό Συμβούλιο, με γνωστοποίηση στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας. Η σχετική γνωστοποίηση έγινε με την Κ.Δ.Π. 156/97 και καθόρισε σαν ημερομηνία έναρξης της ισχύος του νόμου την 15.5.97. Οι κανονισμοί με βάση τους οποίους εκδόθηκε το διάταγμα δημοσιεύθηκαν με την Κ.Δ.Π. 368/96 στις 6.12.96. Το γεγονός ότι οι κανονισμοί δημοσιεύθηκαν πριν την έναρξη της ισχύος του εξουσιοδοτικού νόμου δεν τους καθιστά άκυρους (Άρθρο 27 του περί Ερμηνείας Νόμου Κεφ. 1).

5. Το προσβαλλόμενο διάταγμα του Υπουργού Υγείας βασίστηκε σε έγκυρους κανονισμούς και στο Νόμο. Η επίδικη κολυμβητική δεξαμενή είναι δημόσια κολυμβητική δεξαμενή εντός της εννοίας του Νόμου. Οι αιτητές απέτυχαν να αποδείξουν πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας ότι τα Άρθρα 2, 4 και 9 του Νόμου παραβιάζουν τα Άρθρα 23.2, 23.3 και 28 του Συντάγματος. Ο Υπουργός ενήργησε υπό τις περιστάσεις στα πλαίσια του Νόμου και η έκδοση του επίδικου διατάγματος ήταν υπό τις περιστάσεις εύλογα επιτρεπτή.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Δημητριάδη κ.ά. v. Υπουργικού Συμβουλίου κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 85,

Δημοκρατία v. Χατζηιωάννου (1994) 3 Α.Α.Δ. 401.

[*648]Προσφυγή.

Προσφυγή από τους αιτητές, ιδιοκτήτες διαμερισμάτων στην πολυκατοικία “ΑΜΦΟΡΑ” κατά του διατάγματος αναστολής της λειτουργίας για χρήση από το κοινό της κολυμβητικής δεξαμενής η οποία βρίσκεται στην πολυκατοικία.

Δ. Βάκης, για τους Αιτητές.

Γ. Ερωτοκρίτου, για τους Καθ’ ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

KΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Οι αιτητές είναι ιδιοκτήτες διαμερισμάτων στην πολυκατοικία «ΑΜΦΟΡΑ» στην οδό Μιχαήλ Κάσιαλου αρ. 1, Λευκωσία (στο εξής «η πολυκατοικία»).

Η πολυκατοικία κτίστηκε το 1989 και σύμφωνα με τη σχετική άδεια οικοδομής στο χώρο της αυλής της πολυκατοικίας κατασκευάστηκε κολυμβητική δεξαμενή. 

Η κολυμβητική δεξαμενή, σύμφωνα με τον περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμο Κεφ. 224, τη σχετική άδεια οικοδομής και πιστοποιητικό τελικής έγκρισης της αρμόδιας αρχής και τους ξεχωριστούς τίτλους ιδιοκτησίας των διαμερισμάτων στην πολυκατοικία, είναι κοινόκτητη και κοινόχρηστη από τους ιδιοκτήτες των διαμερισμάτων. 

Η κολυμβητική δεξαμενή προορίζεται για ιδιωτική χρήση από τους ιδιοκτήτες των διαμερισμάτων και χρησιμοποιείται μόνο από αυτούς και τις οικογένειές τους αποκλειστικά για σκοπούς αναψυχής και όχι στα πλαίσια οποιασδήποτε επιχείρησης ή για σκοπούς κέρδους.

Πρόσβαση στην κολυμβητική δεξαμενή έχουν μόνο οι ιδιοκτήτες των διαμερισμάτων της πολυκατοικίας. Η είσοδος της πολυκατοικίας είναι κλειδωμένη. Τα κλειδιά δεύτερης θύρας που οδηγεί στον χώρο της αυλής όπου βρίσκεται η κολυμβητική δεξαμενή, έχουν μόνο οι ιδιοκτήτες των διαμερισμάτων. Η πρόσβαση στην κολυμβητική δεξαμενή είναι δυνατή μόνο μέσω και των δύο πιο πάνω θυρών. Τρίτα πρόσωπα δεν δικαιούνται να προσέρχονται στον χώρο της αυλής. 

Στις 9.6.1998 ο Δήμος Λευκωσίας με επιστολή του ζήτησε από [*649]τον Υπουργό Υγείας την έκδοση διατάγματος αναστολής λειτουργίας της κολυμβητικής δεξαμενής γιατί δεν απασχολείτο σ’ αυτή ναυαγοσώστης για την ασφάλεια των λουομένων. Την 11.9.1998 έγινε συνδυασμένη επιθεώρηση από τον Υγειονομικό Επιθεωρητή της Υγειονομικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Υγείας και τον Υγειονομικό Επιθεωρητή του Δήμου Λευκωσίας κατά την οποία διαπιστώθηκε ότι:

(α)       δεν υπήρχε ναυαγοσώστης,

(β)       δεν υπήρχαν οδηγίες λούσεως και κανόνων ορθής χρήσεως της δεξαμενής,

(γ)        δεν υπήρχαν βοηθητικοί χώροι και εγκαταστάσεις (π.χ. καταιονητήρων, αποχωρητηρίων κλπ).

Κατόπιν των πιο πάνω διαπιστώσεων, υποβλήθηκε εισήγηση προς τον Υπουργό Υγείας για έκδοση διατάγματος αναστολής λειτουργίας της κολυμβητικής δεξαμενής. Ο Υπουργός αποδέχθηκε την εισήγηση και στις στις 22.9.1998 εξέδωσε το διάταγμα αναστολής της λειτουργίας της κολυμβητικής δεξαμενής το οποίο κοινοποιήθηκε στους αιτητές 1 και 2 με επιστολή ημερομηνίας 13.10.98. Οι υπόλοιποι αιτητές πληροφορήθηκαν για το διάταγμα προφορικά από τους αιτητές 1 και 2.

Με την παρούσα προσφυγή οι αιτητές ζητούν τις πιο κάτω θεραπείες:

«(α)  Δήλωση του Δικαστηρίου ότι το διάταγμα του Υπουργού Υγείας ημερομηνίας 22.9.1998 το οποίο κοινοποιήθηκε στους αιτητές 1 και 2 στις 16.10.1998 με επιστολή ημερομηνίας 13.10.1998 και με το οποίο ο Υπουργός Υγείας διέταξε αναστολή της λειτουργίας για χρήση από το κοινό της κολυμβητικής δεξαμενής γνωστής με το όνομα «ΑΜΦΟΡΑ», είναι άκυρο, παράνομο και εστερημένο οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος.

(β)   Δήλωση του Δικαστηρίου ότι το διάταγμα του Υπουργού Υγείας ημερομηνίας 22.9.1998 το οποίο κοινοποιήθηκε στους αιτητές 1 και 2 στις 16.10.98 με επιστολή ημερομηνίας 13.10.98 και με το οποίο ο Υπουργός Υγείας διέταξε αναστολή της λειτουργίας για χρήση από το κοινό της κολυμβητικής δεξαμενής γνωστής με το όνομα «ΑΜΦΟΡΑ», στο βαθμό που διατάσσει την αναστολή της λειτουργίας της εν λόγω κολυμβητικής δεξαμενής από και/ή για χρήση και απόλαυση από τους αιτητές, είναι άκυρο, παράνομο και [*650]εστερημένο οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος.»

Το προσβαλλόμενο διάταγμα παρατίθεται στη συνέχεια:

ΟΙ ΠΕΡΙ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΚΟΛΥΜΒΗΤΙΚΩΝ ΔΕΞΑΜΕΝΩΝ

ΝΟΜΟΙ ΤΟΥ 1992 ΚΑΙ 1996

Διάταγμα για αναστολή λειτουργίας Δημόσιας

Κολυμβητικής Δεξαμενής δυνάμει του Άρθρου 7(1)

Ασκώντας τις εξουσίες που μου παρέχονται από το Άρθρο 7(1) του περί Δημοσίων Κολυμβητικών Δεξαμενών Νόμου (Νόμοι του 1992 και 1996), με το παρόν διατάσσω αναστολή της λειτουργίας, από 18.9.98, για χρήση από το κοινό της δημόσιας κολυμβητικής δεξαμενής γνωστής με το όνομα «ΑΜΦΟΡΑ» που βρίσκεται στην οδό Μιχαήλ Κάσιαλου 1, Λευκωσία και διαχειρίζεται από α) Σωκράτη Παναγίδη, β) Ηλία Νταχέρ και γ) Ντεπόρα Κυπριανού, για λόγους δημόσιας υγείας ή ασφάλειας.»

Η νομική επιχειρηματολογία των αιτητών επικεντρώθηκε σε τρια κύρια σημεία ήτοι,

(α) ότι η συγκεκριμένη κολυμβητική δεξαμενή δεν είναι «δημόσια κολυμβητική δεξαμενή» εντός της εννοίας του περί Δημοσίων Κολυμβητικών Δεξαμενών Νόμου του 1992 (Ν. 55(I)/92) και συνεπώς οι καθ’ ων η αίτηση δεν είχαν εξουσία ή και αρμοδιότητα να εκδώσουν το επίδικο διάταγμα,

(β) αν θεωρηθεί ότι είναι δημόσια τότε οι σχετικές πρόνοιες του νόμου είναι αντισυνταγματικές γιατί παραβιάζουν τα άρθρα 23.3 και 28 του Συντάγματος και

(γ) οι σχετικοί κανονισμοί (Κ.Δ.Π. 368/96) πάνω στους οποίους βασίστηκε το διάταγμα είναι αντισυνταγματικοί και εκδόθηκαν χωρίς εξουσιοδότηση νόμου.

Στο άρθρο 2 του Νόμου όπου ερμηνεύονται ορισμένοι όροι, η «δημόσια κολυμβητική δεξαμενή» ορίζεται ως ακολούθως:

«"Δημόσια Κολυμβητική Δεξαμενή" σημαίνει την κολυμβητική δεξαμενή που προορίζεται για χρήση γενικά από το κοινό ή από ομάδες πληθυσμού όπως μέλη συλλόγων, εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, ξενοδοχείων, ενοίκους πολυκατοικίας κλπ ανεξάρτητα από ιδιοκτησία, και/ή επιβολή τιμήματος χρήσης, αλ[*651]λά δεν περιλαμβάνει την κολυμβητική δεξαμενή που προορίζεται για χρήση αποκλειστικά από τα μέλη μιας οικογένειας και/ή τους προσκεκλημένους της.»

Αναφορικά με το πρώτο ζήτημα, δηλαδή το κατά πόσο η συγκεκριμένη κολυμβητική δεξαμενή είναι ή όχι «δημόσια κολυμβητική δεξαμενή» εντός της εννοίας του άρθρου 2 του Νόμου οι αιτητές, υποβάλλουν ότι ο όρος «δημόσια κολυμβητική δεξαμενή» δεν περιλαμβάνει κολυμβητική δεξαμενή που προορίζεται για χρήση αποκλειστικά από τους ιδιοκτήτες της οι οποίοι δεν περιλαμβάνονται στις «ομάδες πληθυσμού» στις οποίες αναφέρεται η σχετική ερμηνευτική διάταξη γιατί ο όρος «ομάδες πληθυσμού» πρέπει να ερμηνευτεί  ότι περιλαμβάνει μόνο ό,τι ο ίδιος ο νόμος ορίζει ήτοι, «μέλη συλλόγων, εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, ξενοδοχείων, ενοίκους πολυκατοικίας κλπ» δηλαδή ομάδες ανθρώπων που ανήκουν στην ίδια τάξη οι οποίοι χρησιμοποιούν κολυμβητική δεξαμενή που δεν τους ανήκει και της οποίας η διαχείρηση και λειτουργία διεξάγεται από άλλο πρόσωπο στα πλαίσια κάποιας επιχείρησης. Καθόσον αφορά τον όρο «ένοικοι πολυκατοικίας» θα πρέπει και αυτός να ερμηνευθεί παράλληλα με τους όρους «μέλη συλλόγων, εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, ξενοδοχείων» αλλά και κατ’ αντιδιαστολή των όρων «συνιδιοκτήτες» ή «ιδιοκτήτες» κολυμβητικής δεξαμενής οι οποίοι, εφόσον δεν αναφέρονται στο άρθρο 2 του Νόμου θα πρέπει να θεωρηθεί ότι εξαιρούνται.

Λέγουν επίσης οι αιτητές ότι ο σκοπός του Νόμου όπως μπορεί να προσδιοριστεί από το γράμμα και το πνεύμα του, είναι η καθιέρωση ρυθμίσεων καθόσον αφορά την κατασκευή και λειτουργία κολυμβητικών δεξαμενών οι οποίες κατασκευάζονται και λειτουργούν στα πλαίσια επιχείρησης και ότι στους σκοπούς του νόμου δεν θα μπορούσε να περιλαμβάνεται, λόγω των προνοιών του άρθρου 23 του Συντάγματος η ρύθμιση και έλεγχος κολυμβητικών δεξαμενών που χρησιμοποιούνται αποκλειστικά από τους ιδιοκτήτες τους. 

Διαβάζοντας την ερμηνευτική διάταξη του όρου «δημόσια κολυμβητική δεξαμενή» στο άρθρο 2 του νόμου αβίαστα διαπιστώνεται η σαφής πρόθεση του νομοθέτη να περιλάβει στον όρο και την κολυμβητική δεξαμενή που χρησιμοποιείται μεταξύ άλλων από «ενοίκους πολυκατοικίας, κλπ ανεξάρτητα από ιδιοκτησία και/ή επιβολή τιμήματος χρήσης». Αντίθετα, ρητά εξαιρεί από τον όρο της «δημόσιας κολυμβητικής δεξαμενής» την κολυμβητική δεξαμενή που προορίζεται για χρήση αποκλειστικά από τα μέλη μιας οικογένειας και/ή τους προσκεκλημένους τους.

[*652]Οι ιδιοκτήτες διαμερισμάτων πολυκατοικίας που είναι συνάμα και συνιδιοκτήτες των κοινόκτητων και κοινόχρηστων χώρων της πολυκατοικίας κατά ιδανικά μερίδια σε περίπτωση που διαμένουν στην πολυκατοικία, θεωρούνται ότι είναι ένοικοι της πολυκατοικίας. Αν όμως ένας ή περισσότεροι από τους εν λόγω ιδιοκτήτες κλπ έχει ενοικιασμένο το διαμέρισμά του σε τρίτο ή παραχώρησε σε τρίτο δικαίωμα διαμονής στο διαμέρισμα για οποιαδήποτε αιτία, το τρίτο αυτό πρόσωπο εφόσον διαμένει στην πολυκατοικία θεωρείται ένοικος της πολυκατοικίας εντός της εννοίας του Νόμου. 

Στο λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας του Γ. Μπαμπινιώτη στη λέξη «ένοικος» αποδίδεται η εξής ερμηνεία:

«ένοικος (ο/η) (ενοικ.-ου/ων-ους) αυτός που κατοικεί, που διαμένει σε συγκεκριμένο οίκημα: οι ~ της πολυκατοικίας/του σπιτιού/του ξενοδοχείου - ενοικώ ρ. [αρχ.] (-εις ..)»

Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι στους «ενοίκους πολυκατοικίας» εντός της εννοίας του νόμου περιλαμβάνονται όσοι διαμένουν ή κατοικούν στην πολυκατοικία είτε αυτοί είναι ιδιοκτήτες ή ενοικιαστές ή κάτοχοι διαμερισμάτων. Στην προκείμενη περίπτωση η επίδικη κολυμβητική δεξαμενή η οποία προορίζεται για χρήση από ομάδα πληθυσμού όπως είναι οι ένοικοι της πολυκατοικίας οι οποίοι δεν αποτελούν μέλη μιας οικογένειας αποφαίνομαι ότι είναι «δημόσια κολυμβητική δεξαμενή» εντός της εννοίας του νόμου.

Οι αιτητές εγείρουν θέμα αντισυνταγματικότητας των άρθρων 4 και 9 του Νόμου. Είναι η θέση τους ότι τα εν λόγω άρθρα επιβάλλουν όρους, δεσμεύσεις και περιορισμούς κατά παράβαση του κατοχυρωμένου από το άρθρο 23 του Συντάγματος δικαιώματος της ιδιοκτησίας. Διατείνονται ότι το δικαίωμά που έχουν ως ιδιοκτήτες να απολαμβάνουν την περιουσία τους υποβάλλεται εν προκειμένω στον περιορισμό έκδοσης άδειας από την αρμόδια αρχή καθώς και στον όρο συμμόρφωσης προς τους κανονισμούς. Λέγουν ότι εμποδίζονται στην κάρπωση της περιουσίας τους και υπόκεινται σε ποινική δίωξη αν την χρησιμοποιήσουν εκτός αν εκδοθεί άδεια και υπάρχει συμμόρφωση με τους κανονισμούς.

Το άρθρο 4 του Νόμου προνοεί ως ακολούθως:

«4(1) Ουδείς λειτουργεί δημόσια κολυμβητική δεξαμενή χωρίς άδεια λειτουργίας που εκδίδεται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου και των κανονισμών.

[*653](2) Πριν από την έναρξη λειτουργίας δημόσιας κολυμβητικής δεξαμενής ο ενδιαφερόμενος επιχειρηματίας υποβάλλει στην αρμόδια αρχή αίτηση για έκδοση άδειας λειτουργίας της.

(3) Η άδεια λειτουργίας εκδίδεται από την αρμόδια αρχή, σύμφωνα με τον καθορισμένο τύπο, αφού καταβληθούν τα δικαιώματα που θα καθορισθούν από τους κανονισμούς και εφόσον μετά από έλεγχο από την υγειονομική υπηρεσία διαπιστωθεί ότι πληρούνται οι όροι και οι προϋποθέσεις που καθορίζονται δυνάμει του παρόντος νόμου και των κανονισμών και πιστοποιείται γραπτώς η καταλληλότητα των μηχανολογικών, ηλεκτρολογικών και υδραυλικών εγκαταστάσεων από την ηλεκτρομηχανολογική υπηρεσία του Υπουργείου Συγκοινωνιών και Έργων.»

Το άρθρο 9 του Νόμου έχει ως εξής:

«9.-(1) Κάθε πρόσωπο το οποίο -

(α)          Διατηρεί ή λειτουργεί δημόσια κολυμβητική δεξαμενή χωρίς άδεια λειτουργίας, ή

(β)          διατηρεί ή λειτουργεί δημόσια κολυμβητική δεξαμενή κατά παράβαση των Κανονισμών,

είναι ένοχο αδικήματος .................... "

Το άρθρο 7 του Νόμου το οποίο παρέχει στον Υπουργό Υγείας το δικαίωμα να κλείσει δεξαμενή αναφέρει τα ακόλουθα:

«7.-(1) Σε περιπτώσεις κατά τις οποίες δημόσια κολυμβητική δεξαμενή αποτελεί άμεσο κίνδυνο για τη δημόσια υγεία ή ασφάλεια, ο Υπουργός Υγείας, μπορεί κατά την κρίση του, να διατάξει την άμεση αναστολή της λειτουργίας της και η δεξαμενή θα παραμείνει κλειστή για χρήση από το κοινό για τόσο χρονικό διάστημα όσο ο Υπουργός Υγείας για λόγους δημόσιας υγείας ή ασφάλειας θεωρήσει σκόπιμο.

(2) Επιπρόσθετα από τις εξουσίες που παρέχονται από το εδάφιο (1), ο Υπουργός Υγείας μπορεί, κατόπιν συνεννόησης με την αρμόδια αρχή, να διατάξει τη λήψη από τον επιχειρηματία διορθωτικών ή θεραπευτικών μέτρων αναφορικά με θέματα υγείας.»

[*654]Σαφώς προκύπτει από την πιο πάνω διάταξη ότι ο Υπουργός Υγείας δικαιούται να κλείσει δεξαμενή για λόγους οι οποίοι άπτονται της δημόσιας υγείας και ασφάλειας δηλαδή για λόγους που προβλέπονται και στο άρθρο 23.3 του Συντάγματος που προβλέπει ότι:

«23.3 Η άσκηση τοιούτου δικαιώματος δύναται να υποβληθεί διά νόμου εις όρους, δεσμεύσεις ή περιορισμούς απολύτως απαραιτήτους προς το συμφέρον της δημόσιας ασφάλειας ή της δημόσιας υγείας ή των δημοσίων ηθών ή της πολεοδομίας ή της αναπτύξεως και χρησιμοποιήσεως οιασδήποτε ιδιοκτησίας προς προαγωγή της δημόσιας ωφελείας ή προς προστασία των δικαιωμάτων τρίτων.»

Οι λόγοι δημόσιας υγείας και ασφάλειας στους οποίους αναφέρεται το άρθρο 7 του Νόμου εξειδικεύονται στο επίδικο διάταγμα και αφορούν παράβαση των κανονισμών 47(2), 48(1) σχετικά με έλλειψη ναυαγοσώστη, οδηγιών χρήσεως και βοηθητικών χώρων.

Στην υπόθεση Δημητριάδη κ.ά. ν. Υπουργ. Συμβουλίου κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 85, αναφέρθηκαν τα ακόλουθα: 

«Αναφορικά με το είδος και την έκταση του περιορισμού έχει καθιερωθεί νομολογιακά ότι το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει στην αξιολόγηση και εκτίμηση της Διοίκησης, εκτός αν πεισθεί ότι η τελευταία ενήργησε κατά παράβαση του νόμου ή με πλάνη περί τα πράγματα ή υπέρβαση των ακραίων ορίων της διακριτικής τους εξουσίας.»

Οι αιτητές ισχυρίζονται ότι ο νόμος είναι αντισυνταγματικός και εκ του γεγονότος ότι αυθαίρετα δημιουργεί σε βάρος τους δυσμενή διάκριση και άνιση μεταχείρηση. Είναι η θέση τους ότι η διάκριση μεταξύ της δικής τους υπό εξέταση περίπτωσης και της περίπτωσης η οποία αφορά κολυμβητική δεξαμενή που προορίζεται για χρήση αποκλειστικά από τα μέλη μιας οικογένειας και τους προσκεκλημένους της, δημιουργεί άνιση σε βάρος τους μεταχείρηση κατά παράβαση του άρθρου 28 του Συντάγματος. Δεν συμφωνώ με αυτή τη θέση. Η σύγκριση γίνεται μεταξύ δύο ανόμοιων καταστάσεων. Η κολυμβητική δεξαμενή που βρίσκεται στον ιδιωτικό χώρο οικίας και προορίζεται για αποκλειστική χρήση των μελών μιας οικογένειας δεν είναι το ίδιο πράγμα με την κοινόκτητη κολυμβητική δεξαμενή που χρησιμοποιούν οι ένοικοι μιας πολυκατοικίας των οποίων ο αριθμός μπορεί να είναι μικρός ή μέχρι και πολύ μεγάλος. Ανάλογες προς τον αριθμό των ατόμων που καθημερινά χρησιμο[*655]ποιούν μια κολυμβητική δεξαμενή είναι και οι ανάγκες για διατήρηση της δεξαμενής σε συνθήκες υγιεινής κατάστασης, συνθήκες εγκαταστάσεων και ασφάλειας των λουομένων. Η διαφορά νομίζω είναι τόσο εμφανής ώστε να μη χρειάζεται να καταγραφούν οι παράγοντες που δημιουργούν την ειδοποιό διαφορά για τους σκοπούς του νόμου. Δεν διαπιστώνω ότι ο νόμος δημιουργεί οποιαδήποτε δυσμενή διάκριση ή άνιση μεταχείρηση όπως ισχυρίζονται οι αιτητές. Στη Δημοκρατία ν. Χατζηιωάννου (1994) 3 Α.Α.Δ. 401, αναφέρθηκαν τα εξής:

«Το Σύνταγμα είναι ο υπέρτατος νόμος της Δημοκρατίας.  Νόμος, που είναι αντίθετος ή ασύμφωνος με οποιαδήποτε διάταξη του Συντάγματος, δεν μπορεί να επιβιώσει. Σύμφωνα με το τεκμήριο της συνταγματικότητας των νόμων κάθε νόμος είναι συνταγματικός εκτός εάν αποδειχθεί, πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, η αντίθεση ή η ασυμφωνία του προς τη διάταξη του Συντάγματος. Ο δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας είναι δικανικός και δεν αναφέρεται ούτε στη σοφία ούτε στη σκοπιμότητα ή τις επιπτώσεις του νόμου ούτε στα συγκεκριμένα γεγονότα της κάθε υπόθεσης - (βλ. The Board for Registration of Architects and Civil Engineers v. Christodoulos Kyriakides (1966) 3 C.L.R. 640).»

Tέλος, καθόσον αφορά το επιχείρημα του δικηγόρου των αιτητών ότι οι κανονισμοί που δημοσιεύθηκαν με την Κ.Δ.Π. 368/96 με βάση τους οποίους εκδόθηκε το διάταγμα του Υπουργού Υγείας είναι άκυροι γιατί έγιναν χωρίς νομοθετική εξουσιοδότηση, παρατηρώ ότι με το άρθρο 11 του Νόμου παρέχεται στο Υπουργικό Συμβούλιο η δυνατότητα να εκδίδει κανονισμούς για κάθε θέμα το οποίο χρειάζεται ρύθμιση. Το άρθρο 12 του Νόμου προβλέπει ότι ο Νόμος θα τεθεί σε ισχύ σε ημερομηνία που θα καθοριστεί από το Υπουργικό Συμβούλιο με γνωστοποίηση στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας. Η σχετική γνωστοποίηση έγινε με την Κ.Δ.Π. 156/97 και καθόρισε σαν ημερομηνία έναρξης της ισχύος του νόμου την 15.5.97. Οι κανονισμοί με βάση τους οποίους εκδόθηκε το διάταγμα δημοσιεύθηκαν με την Κ.Δ.Π. 368/96 στις 6.12.96. Το γεγονός ότι οι κανονισμοί δημοσιεύθηκαν πριν την έναρξη της ισχύος του εξουσιοδοτικού νόμου δεν τους καθιστά άκυρους. Στο άρθρο 27 του περί Ερμηνείας Νόμου Κεφ. 1 αναφέρονται τα ακόλουθα:

«27. Όταν ο νόμος ο οποίος δεν τίθεται σε ισχύ αμέσως με την ψήφισή του παρέχει εξουσία να γίνει διορισμός ή να γίνει ή εκδοθεί επίσημο έγγραφο ή να δοθεί ειδοποίηση ή να γίνει οποιο[*656]δήποτε άλλο πράγμα για σκοπούς του νόμου, τέτοια εξουσία δύναται, εκτός αν φαίνεται το αντίθετο, να ασκηθεί οποτεδήποτε μετά την ψήφιση του νόμου, κατά την έκταση που είναι αναγκαίο ή πρόσφορο για τον σκοπό να τεθεί ο νόμος σε εφαρμογή την ημερομηνία της έναρξης του τηρουμένου του περιορισμού ότι διορισμός, επίσημο έγγραφο, ειδοποίηση ή πράγμα, που έγινε, εκδόθηκε, δόθηκε ή έγινε, δυνάμει τέτοιας εξουσίας, εκτός αν στο νόμο φαίνεται το αντίθετο ή ο διορισμός, επίσημο έγγραφο, ειδοποίηση, ή πράγμα είναι αναγκαίο για την εφαρμογή του νόμου, δεν θα έχει οποιοδήποτε αποτέλεσμα μέχρις ότου ο νόμος τεθεί σε εφαρμογή.»

Κατόπιν των ανωτέρω καταλήγω ότι το προσβαλλόμενο διάταγμα του Υπουργού Υγείας βασίστηκε σε έγκυρους κανονισμούς και στο Νόμο. Η επίδικη κολυμβητική δεξαμενή είναι δημόσια κολυμβητική δεξαμενή εντός της εννοίας του Νόμου. Οι αιτητές απέτυχαν να αποδείξουν πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας ότι τα άρθρα 2, 4 και 9 του Νόμου παραβιάζουν τα άρθρα 23.2, 23.3 και 28 του Συντάγματος. Ο Υπουργός ενήργησε υπό τις περιστάσεις στα πλαίσια του Νόμου και η έκδοση του επίδικου διατάγματος ήταν υπό τις περιστάσεις εύλογα επιτρεπτή.  Δεν διαπιστώνω την ύπαρξη λόγου που να δικαιολογεί ακύρωση του επίδικου διατάγματος.

Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα. Το επίδικο διάταγμα επικυρώνεται.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο