Mούγιαννος Kώστας ν. Πειθαρχικού Συμβουλίου EπιστημονικούTεχνικού Eπιμελητηρίου Kύπρου (Π.Σ. ETEK) (2000) 4 ΑΑΔ 723

(2000) 4 ΑΑΔ 723

[*723]21 Αυγούστου, 2000

[ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΚΩΣΤΑΣ ΜΟΥΓΙΑΝΝΟΣ,

Αιτητής,

v.

ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟΥ

ΤΕΧΝΙΚΟY ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡIΟΥ ΚΥΠΡΟΥ (Π.Σ.ΕΤΕΚ)

ΜEΣΩ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΟΥ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟΥ ΤΕΧΝΙΚΟΥ

ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,

Καθ’ ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 1174/1998)

 

Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος ― Τίτλος της προσφυγής ― Ελλιπής καθορισμός στον τίτλο του εκδόντος την προσβαλλόμενη απόφαση οργάνου ― Δεν οδηγεί στην απόρριψη της προσφυγής ― Προϋποθέσεις από τη νομολογία ― Περιστάσεις ικανοποιητικής αναφοράς στο ορθό όργανο στον τίτλο της προσφυγής στην κριθείσα περίπτωση.

Επιστημονικό Τεχνικό Επιμελητήριο Κύπρου (Ε.Τ.Ε.Κ.) ― Πειθαρχική διαδικασία εναντίον μέλους ― Πλαίσιο διεξαγωγής και όροι νομιμότητας ― Έναρξη της διαδικασίας αναφορικά με καταγγελόμενο αδίκημα που αναφερόταν σε χρόνο προγενέστερο της θέσης σε ισχύ της Κ.Δ.Π. 327/96 ― Έλλειψη πρακτικού περί του διορισμού Εισηγητή ― Έκταση εφαρμογής των κανόνων ποινικής δικονομίας στα πλαίσια της πειθαρχικής δίκης ― Προθεσμία ολοκλήρωσης της πειθαρχικής έρευνας και συνέπειες από την υπέρβασή της ― Όροι νομιμότητας της σύνθεσης του Πειθαρχικού Συμβουλίου ― Έκταση εφαρμογής του δικαίου της απόδειξης: ειδικά η τήρηση πρακτικών με τη χρήση μαγνητοφώνου ― Βάρος αποδείξεως ― Δημοσίευση της πειθαρχικής καταδίκης και της ποινής στο επαγγελματικό περιοδικό του ΕΤΕΚ ― Όροι νομιμότητας του τύπου του πειθαρχικού κατηγορητηρίου ― Παράλειψη επεξήγησης των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου κατά την κλήση του σε υπεράσπιση ― Έλλειψη των πρακτικών της συνεδρίας κατά την οποία αποφασίστηκε η εξέταση του παραπόνου ― Κατά πόσο επιβάλλεται η επίδοση του πορίσματος του Εισηγητή στον κατηγορούμε[*724]νο ― Όρια της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας ως προς τον έλεγχο πειθαρχικών διαδικασιών ― Περιστάσεις υπό τις οποίες η επίδικη πειθαρχική διαδικασία κρίθηκε νόμιμη.

Ο αιτητής επεδίωξε με την προσφυγή την ακύρωση της πειθαρχικής καταδίκης του (και της επιβολής ποινής) σε σχέση με την διάπραξη πειθαρχικού παραπτώματος από τον ίδιο υπό την ιδιότητά του ως πολιτικού μηχανικού-μέλους του Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου (ΕΤΕΚ).

Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:

1. Έχει καθιερωθεί νομολογιακά ότι προσφυγές που καταχωρούνται σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 146 του Συντάγματος, προσβάλλουν την εγκυρότητα μιας διοικητικής απόφασης και το διοικητικό όργανο που έχει εκδώσει την απόφαση έχει το δικαίωμα να προβάλλει τις απόψεις του ως προς την εγκυρότητα της απόφασης. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια ο τίτλος της προσφυγής έχει δευτερεύουσα σημασία και δεν μπορεί να οδηγήσει στην απόρριψη της προσφυγής, εκτός αν ο τίτλος δεν σχετίζεται καθόλου με το διοικητικό όργανο που έχει εκδώσει την απόφαση.

    Προσφυγές που καταχωρούνται εναντίον της Κυπριακής Δημοκρατίας, χωρίς την προσθήκη στον τίτλο του αρμοδίου οργάνου ή αρχής ή ακόμα και με λανθασμένη προσθήκη αναρμόδιου τμήματος, γίνονται αποδεκτές αφού η Κυπριακή Δημοκρατία θεωρείται ως ο γενικός φορέας των Κυβερνητικών οργάνων και ότι η ακριβής αναφορά στην αρχή που εξέδωσε την απόφαση, δεν αποτελεί προϋπόθεση για την εγκυρότητα της προσφυγής. Μέσα στα πιο πάνω πλαίσια δεν μπορεί να παραγνωριστεί η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου να προβεί σε τροποποίηση του τίτλου, όταν διαπιστώνεται ότι μια τέτοια ενέργεια δεν θα αποβεί δυσμενής για το διάδικο ή το συμφέρον της δικαιοσύνης. 

    Στην παρούσα περίπτωση η προσφυγή στρέφεται εναντίον του Πειθαρχικού Συμβουλίου του Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου, μέσω του Προέδρου του. Αν και ο τίτλος δεν είναι απόλυτα ακριβής στον προσδιορισμό του οργάνου που έχει την νομική ευθύνη, εν τούτοις από τα στοιχεία που έχουν συμπεριληφθεί στον τίτλο οι λεπτομέρειες αναφέρονται κατά ικανοποιητικό τρόπο στο Επιστημονικό Τεχνικό Επιμελητήριο Κύπρου. 

2. Στο σχετικό έντυπο της καταγγελίας φαίνεται ότι υπάρχει αναφορά στους Περί Δεοντολογίας των Μελών του Επιστημονικού Τε[*725]χνικού Επιμελητηρίου Κύπρου Κανονισμούς του 1996. Η έλλειψη κανονισμών δεν εμπόδιζε τη λήψη μέτρων εναντίον του αιτητή αφού η συμπεριφορά του συνιστούσε αδίκημα σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 23 του Νόμου 224/90.

3. Από την σχετική επιστολή του Πειθαρχικού Συμβουλίου της 2.6.97 (Παράρτημα Γ΄ στην ένσταση), φαίνεται καθαρά ο διορισμός του κ. Μ. Ιακωβίδη ως Εισηγητή (Ερευνώντος Λειτουργού) για την καταγγελία που υποβλήθηκε. Η μη παρουσίαση του πρακτικού του Πειθαρχικού Συμβουλίου, που αναφέρεται στη λήψη της απόφασης του διορισμού του Εισηγητή, δεν μπορεί να οδηγήσει σε ακύρωση της διαδικασίας.

4. Η πειθαρχική διαδικασία στο διοικητικό δίκαιο δεν μπορεί να εξισωθεί με τη διαδικασία σε ποινικές υποθέσεις σε βαθμό που να υιοθετείται η εφαρμογή όλων των αρχών της Ποινικής Δικονομίας με τα σχετικά επακόλουθα που επιφέρουν παραβιάσεις των αρχών της Ποινικής Δικονομίας. Όμως η πειθαρχική διαδικασία θα πρέπει να προσαρμόζεται στις αρχές της Ποινικής Δικονομίας, έτσι που να μην αποστερούνται τα βασικά δικαιώματα προστασίας του διωκωμένου υπαλλήλου.

    Η παρούσα περίπτωση είναι πειθαρχικής μορφής και δεν μπορούσε να επισύρει την αυστηρή εφαρμογή των Δικαστικών Κανόνων. Ανεξάρτητα από την υποχρέωση ή μη της εφαρμογής των δικαστικών κανόνων, η μη εφαρμογή τους δεν έχει αποδειχθεί ότι έχει επηρεάσει δυσμενώς τον αιτητή.

5. Ο Κανονισμός 13(3) της Κ.Δ.Π. 327/96 προνοεί ότι η έρευνα διεξάγεται το συντομότερο δυνατό και συμπληρώνεται εντός 30 ημερών από την ημερομηνία που λαμβάνεται η εντολή για έρευνα. Όμως το Πειθαρχικό Συμβούλιο έχει την ευχέρεια να παρατείνει την πιο πάνω προθεσμία για ένα εύλογο χρονικό διάστημα, αν κρίνει ότι παρίσταται μια τέτοια ανάγκη.

    Στην παρούσα περίπτωση το Πειθαρχικό Συμβούλιο διόρισε στις 14.4.97 τον κ. Μ. Ιακωβίδη ως Εισηγητή και κατόπιν παράκλησης του κ. Μ. Ιακωβίδη λόγω του ότι θα μετέβαινε στο εξωτερικό, το Επιστημονικό Τεχνικό Επιμελητήριο Κύπρου (χωρίς να υπάρχει σχετική απόφαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου), του έδωσε τη σχετική παράταση.

    Το Δικαστήριο αδυνατεί να αντιληφθεί πώς η παράταση αυτή επηρέασε δυσμενώς τα συμφέροντα του αιτητή. Τόσο ο ίδιος όσο και ο δικηγόρος του αποδέχθηκαν έμμεσα την παράταση και συμμετέσχαν στη διαδικασία που επακολούθησε χωρίς να υποβάλουν οποιαδήποτε [*726]ένσταση. Η απόκλιση από νομοθετικές πρόνοιες που καθορίζουν μια διοικητική διαδικασία, δεν επιφέρει αυτόματα και την ακύρωση της διαδικασίας εκτός μόνο αν μια τέτοια ενέργεια έχει δυσμενή επακόλουθα για το διοικούμενο.

6. Το Άρθρο 22(4) των Κανονισμών προνοεί ότι το Πειθαρχικό Συμβούλιο συνεδριάζει νόμιμα με την παρουσία τεσσάρων από τα έξι μέλη του. Η έναρξη και η συνέχιση της ακροαματικής διαδικασίας έλαβε με την νόμιμη παρουσία των αναγκαίων μελών χώρα στην απουσία του κ. Νίκου Μεσαρίτη. Η προηγούμενη παρουσία του κ. Νίκου Μεσαρίτη στη λήψη της σχετικής απόφασης για τη δίωξη του Κώστα Μούγιαννου, δεν εξυπακούει ότι ο κ. Νίκος Μεσαρίτης θα έπρεπε να ήταν συνεχώς παρών στα μετέπειτα στάδια της ακροαματικής διαδικασίας. Η παρουσία του κ. Νίκου Μεσαρίτη θα ήταν αναγκαία κατά τα υπόλοιπα στάδια της ακροαματικής διαδικασίας, εφόσον ο ίδιος ήταν παρών όταν είχε ήδη αρχίσει η ακροαματική διαδικασία.

7. Το Άρθρο 16(2) των Κανονισμών προνοεί ότι “κατά την ακρόαση τηρούνται πρακτικά της διαδικασίας”. Η πιο πάνω κανονιστική πρόνοια δεν καθορίζει τον τρόπο λήψης των πρακτικών. Εξυπακούεται ότι παρέχεται η ευχέρεια στο Συμβούλιο επιλογής του τρόπου λήψης των πρακτικών και μέσα σε αυτά τα πλαίσια η χρήση μαγνητοφώνου δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αντικανονική ή παράνομη. Επιπρόσθετα μπορεί να λεχθεί ότι η πειθαρχική διαδικασία διέπεται από κανόνες του πειθαρχικού δικαίου και όχι αυστηρής εφαρμογής των κανόνων του δικαίου της απόδειξης που αναφέρονται στην απόδειξη κατηγοριών σε ποινικές υποθέσεις. Όπως καθορίζεται και από τις πρόνοιες της παραγράφου 15(4) των Κανονισμών “το Συμβούλιο δεν δεσμεύεται από το εκάστοτε ισχύον δίκαιο της απόδειξης, τηρουμένων των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης, και εκτιμά τις αποδείξεις που προσάγονται ενώπιον του με ελεύθερη κρίση”. Η μη υπογραφή των πρακτικών από το πρόσωπο που τα συνέταξε ή τα απομαγνητοφώνησε δεν επηρεάζει την εγκυρότητα τους. Εξ άλλου στο φάκελο που έχει κατατεθεί, φαίνεται ότι υπάρχουν τα πρακτικά όλων των συνεδριάσεων υπογεγραμμένα από όλα τα Μέλη που συμμετείχαν στην ακροαματική διαδικασία.

8. Έχει υποβληθεί εκ μέρους του αιτητή ότι δεν αποδείχθηκε με μαρτυρία ότι ο καταγγέλων, ο Εισηγητής και ο καταγγελόμενος-αιτητής είναι μέλη του ΕΤΕΚ.

    Ο αιτητής αναβαθμίζει με την εισήγηση του το βάρος της απόδειξης κάθε μιας λεπτομέρειας που σχετίζεται με την παρούσα περίπτωση με το βάρος απόδειξης σε ποινικές υποθέσεις. Έστω και αν υπήρχε αυτή η [*727]υποχρέωση η εισήγηση δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Αναφορικά με τον καταγγέλοντα φαίνεται από την έγγραφη καταγγελία του της 20.3.97, ενυπόγραφη δήλωση του ότι είναι μέλος του ΕΤΕΚ. Αναφορικά με τον αιτητή το συμπέρασμα ότι ήταν μέλος του ΕΤΕΚ μπορεί να εξαχθεί από την όλη συμπεριφορά όσον αφορά τη διαδικασία εναντίον του. Ο ίδιος και/ή ο δικηγόρος του ήταν πάντα παρόντες, αντεξέτασαν το πρόσωπο που είχε προβεί στην καταγγελία και κατέθεσε ο ίδιος προβάλλοντας τις δικές του θέσεις. Σε κανένα στάδιο δεν ήγειρε θέμα ότι η διαδικασία δεν μπορούσε να συνεχισθεί εναντίον του γιατί δεν ήταν μέλος του ΕΤΕΚ. Αντίθετα η όλη συμπεριφορά του συνηγορεί με την θέση ότι ήταν μέλος του ΕΤΕΚ και δεν μπορεί σε αυτό το στάδιο να εγείρει ένα τέτοιο θέμα.

9. Η δημοσίευση μιας απόφασης ενός Πειθαρχικού Συμβουλίου δεν μπορεί να αποδώσει στο Πειθαρχικό Συμβούλιο αμεροληψία που αναδρομικά μπορεί να επηρεάσει την εγκυρότητα της απόφασης.

10.     Μια προσεκτική εξέταση των στοιχείων που έχουν παρουσιαστεί και του περιεχομένου του σχετικού φακέλου, δείχνει ότι ο αιτητής είχε όλα εκείνα τα στοιχεία που θα του επέτρεπαν να αντιληφθεί τους λόγους της δίωξης του και να ετοιμάσει την υπεράσπιση του. Θέματα που σχετίζονται με τις λεπτομέρειες του κατηγορητηρίου θα μπορούσαν να εγερθούν από τον ίδιο ή από το δικηγόρο του κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας. Ο ίδιος ή ο δικηγόρος του θα μπορούσαν να ζητήσουν τις λεπτομέρειες εκείνες που θα καθιστούσαν την ετοιμασία της υπεράσπισης του ευκολότερη, πράγμα που παρέλειψε να πράξει. Τα ίδια ακριβώς ισχύουν για τους ισχυρισμούς για πολλαπλότητα και αοριστολογία του κατηγορητηρίου. Οι ισχυρισμοί που προβλήθηκαν δεν έχουν αποδειχθεί ότι επηρέασαν δυσμενώς τον αιτητή στο χειρισμό της υπόθεσης του.

11.     Το Άρθρο 14(4) των περί Δεοντολογίας των Μελών του Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου Κανονισμών του 1996, αναφέρει ότι η ακρόαση μιας υπόθεσης “διεξάγεται όσο το δυνατό κατά τα πρότυπα της συνοπτικής ποινικής διαδικασίας”. Τούτο δεν εξυπακούει ότι πρέπει να τηρούνται αυστηρά οι κανόνες της ποινικής δικονομίας. Το βασικό ερώτημα πάντοτε είναι κατά πόσο μια μη συμμόρφωση προς ένα δικονομικό κανόνα, έχει επηρεάσει δυσμενώς τα συμφέροντα του αιτητή.

     Στην παρούσα περίπτωση είναι ορθό ότι το Πειθαρχικό Συμβούλιο αφού βρήκε ότι υπήρχε εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον του αιτητή, τον κάλεσε να προβεί στην υπεράσπιση και να προσκομίσει σχετική μαρτυρία και ο τελευταίος επέλεξε να καταθέσει. Η παράλειψη επεξήγησης [*728]των δικαιωμάτων του δεν έχει επηρεάσει δυσμενώς τη θέση του. Ο ίδιος ήταν παρών και ετύγχανε νομικής συμβουλής από το δικηγόρο του. Ο ίδιος επέλεξε να προβεί σε προφορική κατάθεση. Η καταδίκη του δεν βασίστηκε στη δική του μαρτυρία, αλλά στη μαρτυρία του προσώπου που είχε προβεί στην καταγγελία εναντίον του.

12.     Η έλλειψη των πρακτικών της συνεδρίας κατά την οποία αποφασίστηκε η εξέταση του παραπόνου, δεν μπορεί να επηρεάσει τη διαδικασία που επακολούθησε.

13.     Έχει υποβληθεί εκ μέρους του αιτητή ότι οι καθ’ ων η αίτηση είχαν υποχρέωση κοινοποίησης του πορίσματος του Εισηγητή στον αιτητή.

     Στην Κύπρο οι σχετικές νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις δεν υπαγορεύουν την επίδοση του πορίσματος στον αιτητή. Ανεξάρτητα από το αν είχε γίνει κοινοποίηση ή όχι, ο αιτητής δεν έχει επηρεασθεί δυσμενώς στην περαιτέρω πορεία της διαδικασίας που επακολούθησε.

14.     Το Δικαστήριο μέσα στα πλαίσια της αναθεωρητικής του δικαιοδοσίας, εξετάζει κατά πόσο έχουν τηρηθεί οι κανόνες της ακριβοδίκαιης δίκης και δεν ενεργεί είτε ως πρωτόδικο Δικαστήριο είτε ως Δικαστήριο κατ’ έφεση για τις διαφορές που έχουν προκύψει μεταξύ των διαδίκων. Η αξιολόγηση της μαρτυρίας και η παράλειψη του Εισηγητή να επισκεφθεί τον χώρο της ανέγερσης της οικοδομής δεν είναι θέματα που άπτονται της δικαιοδοσίας του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου, εκτός αν σε αυτά εντοπίζεται πλάνη σε βαθμό που επηρεάζει τη νομιμότητα της διαδικασίας.

    Στην παρούσα περίπτωση το Δικαστήριο είναι ικανοποιημένο ότι η διαδικασία που ακολουθήθηκε ήταν ακριβοδίκαιη, ότι ο αιτητής είχε την ευχέρεια να ασκήσει όλα τα δικαιώματα που του παρέχουν οι σχετικές συνταγματικές και νομοθετικές διατάξεις και ότι η σχετική απόφαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου είναι αποτέλεσμα ορθής εξάσκησης της διακριτικής του ευχέρειας, χωρίς την ύπαρξη οποιασδήποτε πλάνης.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Cyprus Transport Co v. The Republic (No.1) (1969) 3 C.L.R. 501,

Minister of Finance v. Public Service Commission (1968) 3 C.L.R. 621,

Μιλτιάδου v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1994) 4 Α.Α.Δ. 2427,

[*729]Christodoulou v. The Republic, 1 R.S.C.C. 1,

Sotiropoullos v. The Republic (1968) 3 C.L.R. 596,

Χατζηδάς v. Δημοκρατίας (1989) 3(Γ) Α.Α.Δ. 1121,

Παπακλεοβούλου v. Δημοκρατίας (1982) 3 Α.Α.Δ. 187.

Προσφυγή.

Προσφυγή από τον αιτητή εναντίον της απόφασης του καθ’ ου η αίτηση με την οποία βρήκε τον αιτητή ένοχο σε κατηγορία αντιδεοντολογικής συμπεριφοράς και τον καταδίκασε σε πρόστιμο £400.

Ν. Παπαμιλτιάδους, για τον Αιτητή.

Τ. Παπαδόπουλος, για τους Καθ’ ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Ο αιτητής, που είναι πολιτικός μηχανικός, αμφισβητεί την ορθότητα της απόφασης του Πειθαρχικού Συμβουλίου του Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου που του επέβαλε ποινή £400 αφού τον βρήκε ένοχο παραπτώματος αποπεράτωσης έργου που είχε αναληφθεί από άλλο αρχιτέκτονα, ενώ ακόμα υπήρχαν οικονομικές και άλλες διαφορές μεταξύ του αρχιτέκτονα και του ιδιοκτήτη του έργου.

Τα γεγονότα.

Ο αρχιτέκτονας Ανδρέας Παπαϊακώβου συμφώνησε με τον Κυριάκο Καρδανά από τη Λεμεσό να ετοιμάσει αρχιτεκτονικά σχέδια και να αναλάβει την επίβλεψη της ανέγερσης οικοδομής του πιο πάνω, που συμπεριλάμβανε εργαστήριο με γραφεία στην περιοχή Τσιφλικούδια στη Λεμεσό. Ο κ. Παπαϊακώβου ετοίμασε τα σχέδια και αφού εξασφάλισε την άδεια του Δήμου Λεμεσού η εκτέλεση της εργασίας ανατέθηκε στην εταιρεία Sapo Constructions Ltd. Ενώ πλησίαζε η συμπλήρωση των εργασιών ο κ. Καρδανάς ανακοίνωσε στον κ. Παπαϊακώβου ότι διέκοπτε την εργοδότησή του ως Επιβλέποντος Μηχανικού και ταυτόχρονα διέκοψε το συμβόλαιο με την εργοληπτική εταιρεία. Ακολούθως ανέθεσε σε άλλη εργοληπτική εταιρεία τη συμπλήρωση των εργασιών και επιπρόσθετα ανέθεσε στον αρχιτέκτονα Κώστα Μούγιαννο την “συνέχιση” της επίβλεψης της ανέγερσης της οικοδομής. Κατόπιν έγγραφης καταγγελίας του Ανδρέα [*730]Παπαϊκώβου, το Πειθαρχικό Συμβούλιο του Επιστημονικού και Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου αφού άκουσε τόσο τον παραπονούμενο όσο και τον Κώστα Μούγιαννο, βρήκε τον τελευταίο ένοχο σε κατηγορία αντιδεοντολογικής συμπεριφοράς (αφού προέβηκε στην αποπεράτωση του έργου ενώ υπήρχαν οικονομικές και άλλες διαφορές μεταξύ του αρχικού μελετητή και του ιδιοκτήτη του έργου χωρίς να έλθει σε γραπτή ή προφορική συνεννόηση μαζί του) και τον καταδίκασε σε πρόστιμο £400.

Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι η πιο πάνω απόφαση είναι παράνομη και άκυρη προβάλλοντας ένα μεγάλο αριθμό ισχυρισμών.

Προδικαστική ένσταση - Ο τίτλος της προσφυγής είναι ελαττωματικός.

Οι καθ’ ων η αίτηση εγείρουν προδικαστική ένσταση ότι η προσφυγή είναι απαράδεκτη αφού ασκήθηκε εναντίον του Πειθαρχικού Συμβουλίου που δεν έχει αυτοτελή νομική προσωπικότητα. Είναι η θέση των καθ’ ων η αίτηση ότι η προσφυγή έπρεπε να ασκηθεί εναντίον του Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου που κατέχει τη δική του αυτοτελή νομική προσωπικότητα. Έχει καθιερωθεί νομολογιακά ότι προσφυγές που καταχωρούνται σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 146 του Συντάγματος προσβάλλουν την εγκυρότητα μιας διοικητικής απόφασης και το διοικητικό όργανο που έχει εκδώσει την απόφαση έχει το δικαίωμα να προβάλλει τις απόψεις του ως προς την εγκυρότητα της απόφασης. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια ο τίτλος της προσφυγής έχει δευτερεύουσα σημασία και δεν μπορεί να οδηγήσει στην απόρριψη της προσφυγής εκτός αν ο τίτλος δεν σχετίζεται καθόλου με το διοικητικό όργανο που έχει εκδώσει την απόφαση (Ίδε Cyprus Transport Co v. The Republic (No. 1) (1969) 3 C.L.R. 501 και Minister of Finance v. Public Service Commission (1968) 3 C.L.R. 621).

Προσφυγές που καταχωρούνται εναντίον της Κυπριακής Δημοκρατίας χωρίς την προσθήκη στον τίτλο του αρμοδίου οργάνου ή αρχής ή ακόμα και με λανθασμένη προσθήκη αναρμόδιου τμήματος, γίνονται αποδεκτές αφού η Κυπριακή Δημοκρατία θεωρείται ως ο γενικός φορέας των Κυβερνητικών οργάνων και ότι η ακριβής αναφορά στην αρχή που εξέδωσε την απόφαση δεν αποτελεί προϋπόθεση για την εγκυρότητα της προσφυγής (Ίδε Μιλτιάδου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1994) 4 A.A.Δ. 2427). Μέσα στα πιο πάνω πλαίσια δεν μπορεί να παραγνωριστεί η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου να προβεί σε τροποποίηση του τίτλου όταν διαπιστώνεται ότι μια τέτοια ενέργεια δεν θα αποβεί δυσμενής για το διάδικο ή το συμφέρον της δικαιοσύνης (Ίδε Christodoulou v. The [*731]Republic, 1 R.S.C.C. 1, 9 και Sotiropoullos v. The Republic (1968) 3 C.L.R. 596, 602).

Στην παρούσα περίπτωση η προσφυγή στρέφεται εναντίον του Πειθαρχικού Συμβουλίου του Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου μέσω του Προέδρου του. Αν και ο τίτλος δεν είναι απόλυτα ακριβής στον προσδιορισμό του οργάνου που έχει την νομική ευθύνη, εν τούτοις από τα στοιχεία που έχουν συμπεριληφθεί στον τίτλο κρίνω ότι οι λεπτομέρειες αναφέρονται κατά ικανοποιητικό τρόπο στο Επιστημονικό Τεχνικό Επιμελητήριο Κύπρου, σε βαθμό που η εισήγηση να μη γίνει αποδεκτή.

Επειδή έχουν προβληθεί αρκετοί λόγοι που αμφισβητούν την ορθότητα της επίδικης απόφασης κρίνω σκόπιμο να εξετάσω τον κάθε ένα από αυτούς ξεχωριστά.

Έντυπο καταγγελίας.

Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι η έναρξη της διαδικασίας ήταν παράνομη αφού στην έγγραφη καταγγελία του παραπονουμένου ημερ. 20.3.97 υπάρχει αναφορά στο άρθρο 32(2) (δ) το οποίο είναι “ανενεργητικό” αφού η Κ.Δ.Π. 327/96 τέθηκε σε ισχύ στις 8.11.96.

Το άρθρο 32 του νόμου ουδέποτε έπαυσε να ισχύει και η αναφορά του φαίνεται ότι γίνεται σχετικά με την πειθαρχική αρμοδιότητα που το ΕΤΕΚ έχει επί των μελών του.  Στο σχετικό έντυπο της καταγγελίας φαίνεται επίσης ότι υπάρχει αναφορά στους Περί Δεοντολογίας των Μελών του Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου Κανονισμούς του 1996. Η έλλειψη κανονισμών δεν εμπόδιζε τη λήψη μέτρων εναντίον του αιτητή αφού η συμπεριφορά του συνιστούσε αδίκημα σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 23 του Νόμου 224/90.

Διορισμός Εισηγητή (Ερευνώντος Λειτουργού).

Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι δεν υπάρχει πρακτικό του Πειθαρχικού Συμβουλίου σύμφωνα με το οποίο ο Μιχάλης Ιακωβίδης διορίστηκε ως Εισηγητής (Ερευνών Λειτουργός).

Η εισήγηση δεν μπορεί να ευσταθήσει. Από την σχετική επιστολή του Πειθαρχικού Συμβουλίου της 2.6.97 (Παράρτημα Γ΄ στην ένσταση) φαίνεται καθαρά ο διορισμός του κ. Μ. Ιακωβίδη ως Εισηγητή (Ερευνώντος Λειτουργού) για την καταγγελία που υποβλήθηκε. Η μη παρουσίαση του πρακτικού του Πειθαρχικού Συμβουλίου, που [*732]αναφέρεται στη λήψη της απόφασης του διορισμού του Εισηγητή, δεν μπορεί να οδηγήσει σε ακύρωση της διαδικασίας.

Καθήκοντα Εισηγητή (Ερευνώντος Λειτουργού) - Ανυπαρξία της έγγραφης κατηγορίας αφού ο Εισηγητής παρέλειψε να επιστήσει την προσοχή του αιτητή στους Δικαστικούς Κανόνες 2 και 3.

Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι ο Εισηγητής παρέλειψε να επισκεφθεί, ανακρίνει και επιστήσει την προσοχή του αιτητή στο νόμο (Δικαστικοί Κανόνες 2 και 3) εφόσον είχε στην κατοχή του σχετική καταγγελία εναντίον του.

Το άρθρο 15(4) των σχετικών κανονισμών προνοεί ότι,

“Η ακρόαση της υπόθεσης διεξάγεται, όσο είναι δυνατόν, κατά τα πρότυπα της συνοπτικής ποινικής διαδικασίας.”

Η πειθαρχική διαδικασία στο διοικητικό δίκαιο δεν μπορεί να εξισωθεί με τη διαδικασία σε ποινικές υποθέσεις σε βαθμό που να υιοθετείται η εφαρμογή όλων των αρχών της Ποινικής Δικονομίας με τα σχετικά επακόλουθα που επιφέρουν παραβιάσεις των αρχών της Ποινικής Δικονομίας. Όμως η πειθαρχική διαδικασία θα πρέπει να προσαρμόζεται στις αρχές της Ποινικής Δικονομίας έτσι που να μην αποστερούνται τα βασικά δικαιώματα προστασίας του διωκωμένου υπαλλήλου (Ίδε Ε. Σπηλιωτόπουλου “Βασικοί Θεσμοί Δημοσιοϋπαλληλικού Δικαίου” 1985, 121).

Η παρούσα περίπτωση είναι πειθαρχικής μορφής και δεν μπορούσε να επισύρει την αυστηρή εφαρμογή των Δικαστικών Κανόνων. Ανεξάρτητα από την υποχρέωση ή μη της εφαρμογής των δικαστικών κανόνων, η μη εφαρμογή τους δεν έχει αποδειχθεί ότι έχει επηρεάσει δυσμενώς τον αιτητή.

Δικαίωμα σιωπής.

Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι ο Εισηγητής επιμέτρησε το δικαίωμα σιωπής εναντίον του. Ο ισχυρισμός αυτός δεν έχει υποστηριχθεί με οποιαδήποτε αναφορά σε συγκεκριμένες περιπτώσεις που θα μπορούσαν να αποτελέσουν θέμα εξέτασης από το Δικαστήριο.

Χρόνος παράδοσης πορίσματος.

Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι ενώ το πόρισμα έπρεπε, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 13(3) της Κ.Δ.Π. 327/96, να παραδοθεί [*733]μέσα σε 30 μέρες, αυτό παραδόθηκε με καθυστέρηση πέραν των 80 ημερών χωρίς οποιαδήποτε δικαιολογία για την καθυστέρηση που παρατηρήθηκε.

Ο Κανονισμός 13(3) της Κ.Δ.Π. 327/96 προνοεί ότι η έρευνα διεξάγεται το συντομότερο δυνατό και συμπληρώνεται εντός 30 ημερών από την ημερομηνία που λαμβάνεται η εντολή για έρευνα. Όμως το Πειθαρχικό Συμβούλιο έχει την ευχέρεια να παρατείνει την πιο πάνω προθεσμία για ένα εύλογο χρονικό διάστημα αν κρίνει ότι παρίσταται μια τέτοια ανάγκη.

Στην παρούσα περίπτωση το Πειθαρχικό Συμβούλιο διόρισε στις 14.4.97 τον κ. Μ. Ιακωβίδη ως Εισηγητή και κατόπιν παράκλησης του κ. Μ. Ιακωβίδη λόγω του ότι θα μετέβαινε στο εξωτερικό, το Επιστημονικό Τεχνικό Επιμελητήριο Κύπρου (χωρίς να υπάρχει σχετική απόφαση του Πειθαρχικού Συμβουλίο) του έδωσε τη σχετική παράταση.

Το Δικαστήριο αδυνατεί να αντιληφθεί πώς η παράταση αυτή επηρέασε δυσμενώς τα συμφέροντα του αιτητή. Τόσο ο ίδιος όσο και ο δικηγόρος του αποδέχθηκαν έμμεσα την παράταση και συμμετέσχαν στη διαδικασία που επακολούθησε χωρίς να υποβάλουν οποιαδήποτε ένσταση. Η απόκλιση από νομοθετικές πρόνοιες που καθορίζουν μια διοικητική διαδικασία δεν επιφέρει αυτόματα και την ακύρωση της διαδικασίας εκτός μόνο αν μια τέτοια ενέργεια έχει δυσμενή επακόλουθα για το διοικούμενο (Ίδε Χατζηδάς ν. Δημοκρατίας (1989) 3(Γ) A.A.Δ. 1121, πράγμα που δεν έχει γίνει στην παρούσα περίπτωση.

Κακή σύνθεση οργάνου.

Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι το Πειθαρχικό Συμβούλιο που αποτελείτο από τους κ. Νίκο Μεσαρίτη (Πρόεδρο) και τους κκ Ανδρέα Παναγιώτου, Κωνσταντίνο Μαραθεύτη, Αντώνη Πελεκάνο, Λάκη Πολυκάρπου και Αντώνη Τουμαζή (Μέλη), αποφάσισε όπως προχωρήσει στην εξέταση του παραπόνου εναντίον του Κώστα Μούγιαννου. Όμως στις 15.12.97 η σύνθεση άλλαξε αφού σημειώνεται απουσία του κ. Νίκου Μεσαρίτη και παρατηρείται ότι καθήκοντα Προέδρου ανέλαβε ο κ. Ανδρέας Παναγιώτου.

Το Δικαστήριο δεν μπορεί να αντιληφθεί την εισήγηση ότι η συνεχής απουσία του κ. Νίκου Μεσαρίτη από την ακρόαση που ακολούθησε επηρέασε την εγκυρότητα της ακροαματικής διαδικασίας. Το άρθρο 22(4) των Κανονισμών προνοεί ότι το Πειθαρχικό Συμ[*734]βούλιο συνεδριάζει νόμιμα με την παρουσία τεσσάρων από τα έξι μέλη του. Η έναρξη και η συνέχιση της ακροαματικής διαδικασίας έλαβε με την νόμιμη παρουσία των αναγκαίων μελών χώρα στην απουσία του κ. Νίκου Μεσαρίτη. Η προηγούμενη παρουσία του κ. Νίκου Μεσαρίτη στη λήψη της σχετικής απόφασης για τη δίωξη του Κώστα Μούγιαννου, δεν εξυπακούει ότι ο κ. Νίκος Μεσαρίτης θα έπρεπε να ήταν συνεχώς παρών στα μετέπειτα στάδια της ακροαματικής διαδικασίας. Η παρουσία του κ. Νίκου Μεσαρίτη θα ήταν αναγκαία κατά τα υπόλοιπα στάδια της ακροαματικής διαδικασίας, εφόσον ο ίδιος ήταν παρών όταν είχε ήδη αρχίσει η ακροαματική διαδικασία.

Πρακτικά.

Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι τα πρακτικά δεν είναι έγκυρα αφού λήφθηκαν με τη χρήση μαγνητοφώνου και η απομαγνητοφώνηση τους έγινε χωρίς να υπογραφούν από το πρόσωπο που τα κατάρτισε ή από το πρόσωπο που τα μαγνητοφώνησε. Είναι η θέση του αιτητή ότι τα πρακτικά έπρεπε να ληφθούν από στενοδακτυλογράφο.

Το άρθρο 16(2) των Κανονισμών προνοεί ότι “κατά την ακρόαση τηρούνται πρακτικά της διαδικασίας”. Η πιο πάνω κανονιστική πρόνοια δεν καθορίζει τον τρόπο λήψης των πρακτικών. Εξυπακούεται ότι παρέχεται η ευχέρεια στο Συμβούλιο επιλογής του τρόπου λήψης των πρακτικών και μέσα σε αυτά τα πλαίσια η χρήση μαγνητοφώνου δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αντικανονική ή παράνομη. Επιπρόσθετα μπορεί να λεχθεί ότι η πειθαρχική διαδικασία διέπεται από κανόνες του πειθαρχικού δικαίου και όχι αυστηρής εφαρμογής των κανόνων του δικαίου της απόδειξης που αναφέρονται στην απόδειξη κατηγοριών σε ποινικές υποθέσεις. Όπως καθορίζεται και από τις πρόνοιες της παραγράφου 15(4) των Κανονισμών “το Συμβούλιο δεν δεσμεύεται από το εκάστοτε ισχύον δίκαιο της απόδειξης, τηρουμένων των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης, και εκτιμά τις αποδείξεις που προσάγονται ενώπιον του με ελεύθερη κρίση”. Η μη υπογραφή των πρακτικών από το πρόσωπο που τα συνέταξε ή τα απομαγνητοφώνησε δεν επηρεάζει την εγκυρότητα τους. Εξ άλλου στο φάκελο που έχει κατατεθεί φαίνεται ότι υπάρχουν τα πρακτικά όλων των συνεδριάσεων υπογεγραμμένα από όλα τα Μέλη που συμμετείχαν στην ακροαματική διαδικασία.

Οι διάδικοι δεν ήταν μέλη του ΕΤΕΚ.

Έχει υποβληθεί εκ μέρους του αιτητή ότι δεν αποδείχθηκε με μαρτυρία ότι ο καταγγέλων, ο Εισηγητής και ο καταγγελόμενος-[*735]αιτητής είναι μέλη του ΕΤΕΚ.

Ο αιτητής αναβαθμίζει με την εισήγηση του το βάρος της απόδειξης κάθε μιας λεπτομέρειας που σχετίζεται με την παρούσα περίπτωση με το βάρος απόδειξης σε ποινικές υποθέσεις. Έστω και αν υπήρχε αυτή η υποχρέωση η εισήγηση δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Αναφορικά με τον καταγγέλοντα φαίνεται από την έγγραφη καταγγελία του της 20.3.97, ενυπόγραφη δήλωση του ότι είναι μέλος του ΕΤΕΚ. Αναφορικά με τον αιτητή το συμπέρασμα ότι ήταν μέλος του ΕΤΕΚ μπορεί να εξαχθεί από την όλη συμπεριφορά όσον αφορά τη διαδικασία εναντίον του. Ο ίδιος και/ή ο δικηγόρος του ήταν πάντα παρόντες, αντεξέτασαν το πρόσωπο που είχε προβεί στην καταγγελία και κατέθεσε ο ίδιος προβάλλοντας τις δικές του θέσεις. Σε κανένα στάδιο δεν ήγειρε θέμα ότι η διαδικασία δεν μπορούσε να συνεχισθεί εναντίον του γιατί δεν ήταν μέλος του ΕΤΕΚ. Αντίθετα η όλη συμπεριφορά του συνηγορεί με την θέση ότι ήταν μέλος του ΕΤΕΚ και δεν μπορεί σε αυτό το στάδιο να εγείρει ένα τέτοιο θέμα.

Αμεροληψία.

Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι οι καθ’ ων η αίτηση επέδειξαν αμεροληψία αφού δημοσίευσαν στο Επαγγελματικό Περιοδικό του ΕΤΕΚ την καταδίκη και ποινή που του επιβλήθηκε, αν και τους είχε καλέσει να μην προβούν σε μια τέτοια δημοσίευση αφού θα προσέβαλε την εγκυρότητα της απόφασης με προσφυγή.

Η εισήγηση δεν έχει καμιά σχέση με τη διαδικασία όπως εκτυλίχθηκε και η δημοσίευση μιας απόφασης ενός Πειθαρχικού Συμβουλίου δεν μπορεί να αποδώσει στο Πειθαρχικό Συμβούλιο αμεροληψία που αναδρομικά μπορεί να επηρεάσει την εγκυρότητα της απόφασης.

Κατηγορητήριο: Έλλειψη καθορισμού χρόνου και τόπου διάπραξης του αδικήματος, αοριστολογία και πολλαπλότητα κατηγοριών.

Ο αιτητής υπέβαλε ότι ο ισχυρισμός του κατηγορητηρίου ότι το αδίκημα διαπράχθηκε “τέλος 1995 αρχές 1996” δεν ικανοποιεί τις προϋποθέσεις του βάρους της απόδειξης και ότι οι καθ’ ων η αίτηση είχαν υποχρέωση να αποδείξουν το χρόνο και τόπο διάπραξης των αδικημάτων. Επιπρόσθετα υποβλήθηκε η εισήγηση ότι η τροποποίηση του κατηγορητηρίου επέφερε μια αοριστολογία και υπήρχε μια πολλαπλότητα στο κατηγορητήριο που δημιούργησε σύγχιση στον αιτητή.

[*736]Το σχετικό άρθρο 13(6) των περί Δεοντολογίας των Μελών του Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου Κανονισμών του 1996 προνοεί ότι,

“Στο κατηγορητήριο πρέπει να καθορίζεται με λεπτομέρεια το αδίκημα που διαπράχθηκε και να καλείται το μέλος που διώκεται να απολογηθεί εγγράφως μέσα σε συγκεκριμένη προθεσμία που δεν μπορεί να είναι μικρότερη από δέκα μέρες από την επίδοση της κλήσεως.”

Η διοικούσα αρχή έχει πάντα την υποχρέωση να παρέχει στον διοικούμενο όλες τις λεπτομέρειες που είναι αναγκαίες για την ετοιμασία της υπεράσπισης του διοικουμένου. Όπως έχει θέσει το θέμα ο Κυριακόπουλος στο “Ελληνικό Διοικητικό Δίκαιο”, Γ΄ Ειδικό Μέρος ΕΝ, Έκδοση 4 1962, 299:

“Η κλήσις επιβάλλεται όπως η έγγραφος. Δέον δεν να καθορίζη ‘σαφώς το αποδιδόμενον πειθαρχικόν αδίκημα’. Ήτοι να διαλαμβάνει τα συνιστώντα αυτώ πραγματικά περιστατικά εν ιστορική, χρονική και τοπική συνάφεια, επί τω τέλει όπως ο διωκόμενος υπάλληλος, εν γνώσει επακριβώς των λόγων, δι’ ους διώκεται, δυνηθεί να προετοιμάσει την υπεράσπισιν αυτού.

Κλήσις μη περιέχουσα τα στοιχεία ταύτα, είναι άκυρος λόγω αοριστίας, συνεπαγόμενη ακυρότητα της περαιτέρω διαδικασίας, λόγω παραλείψεως ουσιώδους τύπου. Επί τούτοις, δέον η κλήσις να τάσση εύλογον προθεσμίαν προς αναλογίαν.”

Οι πιο πάνω εισηγήσεις του αιτητή δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτές. Μια προσεκτική εξέταση των στοιχείων που έχουν παρουσιαστεί και του περιεχομένου του σχετικού φακέλου δείχνει ότι ο αιτητής είχε όλα εκείνα τα στοιχεία που θα του επέτρεπαν να αντιληφθεί τους λόγους της δίωξης του και να ετοιμάσει την υπεράσπιση του. Θέματα που σχετίζονται με τις λεπτομέρειες του κατηγορητηρίου θα μπορούσαν να εγερθούν από τον ίδιο ή από το δικηγόρο του κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας. Ο ίδιος ή ο δικηγόρος του θα μπορούσαν να ζητήσουν τις λεπτομέρειες εκείνες που θα καθιστούσαν την ετοιμασία της υπεράσπισης του ευκολότερη, πράγμα που παρέλειψε να πράξει. Τα ίδια ακριβώς ισχύουν για τους ισχυρισμούς για πολλαπλότητα και αοριστολογία του κατηγορητηρίου. Οι ισχυρισμοί που προβλήθηκαν δεν έχουν αποδειχθεί ότι επηρέασαν δυσμενώς τον αιτητή στο χειρισμό της υπόθεσης του.

[*737]Ανυπαρξία του κατηγορητηρίου.

Ο αιτητής έχει υποβάλει επίσης ότι το κατηγορητήριο που αντιμετώπισε στην πειθαρχική διαδικασία ήταν ανύπαρκτο αφού το Πειθαρχικό Συμβούλιο αποδέκτηκε εισήγηση του αιτητή ότι ο Νόμος δεν είχε αναδρομική ισχύ. Επιπρόσθετα υποβλήθηκε ότι η παράλειψη επεξήγησης στον αιτητή των δικαιωμάτων του συνιστούν παράβαση ουσιώδους τύπου και νόμων.

Η πιο πάνω εισήγηση για την ανυπαρξία του κατηγορητηρίου δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Μια προσεκτική εξέταση των πρακτικών υποδεικνύει ότι το Πειθαρχικό Συμβούλιο δεν αποδέκτηκε την ανυπαρξία του εγγράφου. Απλά δόθηκε η άδεια τροποποίησης του κατηγορητηρίου.

Το άρθρο 14(4) των περί Δεοντολογίας των Μελών του Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου Κανονισμών του 1996 αναφέρει ότι η ακρόαση μιας υπόθεσης “διεξάγεται όσο το δυνατό κατά τα πρότυπα της συνοπτικής ποινικής διαδικασίας”. Τούτο δεν εξυπακούει ότι πρέπει να τηρούνται αυστηρά οι κανόνες της ποινικής δικονομίας. Το βασικό ερώτημα πάντοτε είναι κατά πόσο μια μη συμμόρφωση προς ένα δικονομικό κανόνα έχει επηρεάσει δυσμενώς τα συμφέροντα του αιτητή.

Στην παρούσα περίπτωση είναι ορθό ότι το Πειθαρχικό Συμβούλιο αφού βρήκε ότι υπήρχε εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον του αιτητή, τον κάλεσε να προβεί στην υπεράσπιση και να προσκομίσει σχετική μαρτυρία και ο τελευταίος επέλεξε να καταθέσει. Αδυνατώ να αντιληφθώ πώς η παράλειψη επεξήγησης των δικαιωμάτων του έχει επηρεάσει δυσμενώς τη θέση του. Ο ίδιος ήταν παρών και ετύγχανε νομικής συμβουλής από το δικηγόρο του. Ο ίδιος επέλεξε να προβεί σε προφορική κατάθεση. Η καταδίκη του δεν βασίστηκε στη δική του μαρτυρία αλλά στη μαρτυρία του προσώπου που είχε προβεί στην καταγγελία εναντίον του.

Η εισήγηση του δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή.

Δεν υπάρχει απόφαση στα πρακτικά για τη διεξαγωγή έρευνας.

Ο αιτητής εισηγείται ότι στα πρακτικά ή στα παραρτήματα δεν υπάρχει η απόφαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου για τη διεξαγωγή έρευνας εναντίον του εισηγητή. Όπως το αντιλαμβάνομαι η εισήγηση είναι ότι ελλείπουν τα πρακτικά με τα οποία διοριζόταν ο Εισηγητής για τη διεξαγωγή έρευνας, αφού έρευνα ενα[*738]ντίον του Εισηγητή δεν μπορούσε να διεξαχθεί.

Η εισήγηση δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Από το σχετικό φάκελο που έχει κατατεθεί και από την επιστολή του Πειθαρχικού Συμβουλίου της 2.1.97 προς τον αιτητή, ο τελευταίος πληροφορήθηκε ότι έχει καταγγελθεί από τον Α. Παπαϊακώβου και ότι “το Πειθαρχικό Συμβούλιο αποφάσισε τη διεξαγωγή σχετικής έρευνας και προς τούτο διόρισε ως εισηγητή τον κ. Μ. Ιακωβίδη, Αρχιτέκτονα, Τηλ. 05 363103 και 05 312252, με τον οποίο παρακαλείσθε όπως συνεργαστείτε για τη συμπλήρωση της εν λόγω έρευνας το συντομότερο δυνατό.”

Η έλλειψη των πρακτικών της συνεδρίας κατά την οποία αποφασίστηκε η εξέταση του παραπόνου δεν μπορεί να επηρεάσει τη διαδικασία που επακολούθησε. Από το περιεχόμενο της πιο πάνω επιστολής φαίνεται ότι είχε υιοθετηθεί η ορθή διαδικασία.

Διορισμός Εισηγητή και Κατηγόρου.

Η εισήγηση ότι από τα πρακτικά ή τα παραρτήματα των ενστάσεων δεν μπορεί να ελεχθεί ότι ο διορισμός του Εισηγητή και του Κατηγόρου είναι ανεδαφικός. Από το περιεχόμενο του φακέλου μπορεί να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι ο διορισμός των πιο πάνω είχε γίνει νομότυπα.

Παράλειψη κοινοποίησης του πορίσματος στον αιτητή.

Έχει υποβληθεί εκ μέρους του αιτητή ότι οι καθ’ ων η αίτηση είχαν υποχρέωση κοινοποίησης του πορίσματος του Εισηγητή στον αιτητή. Προς τούτο έγινε αναφορά στο σύγγραμμα του Η.Γ. Κυριακόπουλου “Ελληνικόν Διοικητικόν Δίκαιον” Γ΄ Ειδικόν Μέρος, σελ. 297, όπου στη σελ. 297 αναφέρονται τα ακόλουθα:

“Η πειθαρχική αγωγή δέον να κοινοποιήται εις τον εγκαλούμενον υπάλληλον. Η κοινοποίησις αποτελεί τύπον τεταγμένον επί ποινή ακυρότητος, διό και τυχόν παράλειψις της κοινοποιήσεως επάγεται ακυρότητα της περαιτέρω διαδικασίας. Η πειθαρχική αγωγή διαβιβάζεται ακολούθως εις το πειθαρχικόν συμβούλιον. Ούτω δια της πειθαρχικής αγωγής κινείται εν πρώτω βαθμώ η πολυμελής πειθαρχική δικαιοδοσία.”

Η εισήγηση δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Η επίκληση του πιο πάνω αποσπάσματος αναφέρεται στην πειθαρχική δίωξη δημοσίων υπαλλήλων στην Ελλάδα που καθορίζεται από συγκεκριμένες νομο[*739]θετικές διατάξεις. Η δίωξη που αποκαλείται “πειθαρχική αγωγή” εγείρεται από τον αρμόδιο Υπουργό και η διαδικασία καθορίζεται με νομοθετικές πρόνοιες. Στην Κύπρο οι σχετικές νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις δεν υπαγορεύουν την επίδοση του πορίσματος στον αιτητή. Ανεξάρτητα από το αν είχε γίνει κοινοποίηση ή όχι, δεν έχω ικανοποιηθεί ότι ο αιτητής έχει επηρεασθεί δυσμενώς στην περαιτέρω πορεία της διαδικασίας που επακολούθησε.

Μη στοιχειοθέτηση των κατηγοριών.

Ο αιτητής εισηγείται ότι παρατηρείται ανυπαρξία στοιχειοθέτησης των κατηγοριών, ισχυριζόμενος ότι ο καταγγείλας είχε αποχωρήσει μόνιμα από την εκτέλεση του έργου και ότι δεν διεξήχθη η δέουσα έρευνα από τον Εισηγητή όσον αφορά τα γεγονότα, αφού δεν επεσκέφθη την οικοδομή για να εξετάσει τους ισχυρισμούς που προβλήθηκαν.

Το Δικαστήριο μέσα στα πλαίσια της αναθεωρητικής του δικαιοδοσίας εξετάζει κατά πόσο έχουν τηρηθεί οι κανόνες της ακριβοδίκαιης δίκης και δεν ενεργεί είτε ως πρωτόδικο Δικαστήριο είτε ως Δικαστήριο κατ’ έφεση για τις διαφορές που έχουν προκύψει μεταξύ των διαδίκων (Ίδε Παπακλεοβούλου ν. Δημοκρατίας (1982) 3 Α.Α.Δ. 187). Η αξιολόγηση της μαρτυρίας και η παράλειψη του Εισηγητή να επισκεφθεί τον χώρο της ανέγερσης της οικοδομής δεν είναι θέματα που άπτονται της δικαιοδοσίας του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου εκτός αν σε αυτά εντοπίζεται πλάνη σε βαθμό που επηρεάζει τη νομιμότητα της διαδικασίας.

Στην παρούσα περίπτωση το Δικαστήριο είναι ικανοποιημένο ότι η διαδικασία που ακολουθήθηκε ήταν ακριβοδίκαιη, ότι ο αιτητής είχε την ευχέρεια να ασκήσει όλα τα δικαιώματα που του παρέχουν οι σχετικές συνταγματικές και νομοθετικές διατάξεις και ότι η σχετική απόφαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου είναι αποτέλεσμα ορθής εξάσκησης της διακριτικής του ευχέρειας, χωρίς την ύπαρξη οποιασδήποτε πλάνης.

Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η σχετική απόφαση ήταν νόμιμη.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος του αιτητή.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο