(2000) 4 ΑΑΔ 824
[*824]15 Σεπτεμβρίου, 2000
[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΜΑΡΙΑ ΣΥΜΕΟΥ ΣΥΜΕΩΝΙΔΗ,
Αιτήτρια,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ,
Καθ’ ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 641/1999)
Αναγκαστική Απαλλοτρίωση ― Συνταγματικό και νομοθετικό πλαίσιο ― Ειδικά η επιταγή της επιστροφής του απαλλοτριωθέντος στον ιδιοκτήτη του, στην περίπτωση που δεν καταστεί εφικτός ο σκοπός της απαλλοτρίωσης ― Σύνοψη και κριτική των σχετικών νομολογιακών πορισμάτων ― Ο σκοπός της απαλλοτρίωσης κρίθηκε ανέφικτος στην εξετασθείσα υπόθεση ― Περιστάσεις και συνέπειες.
Η αιτήτρια προσέφυγε κατά της απόρριψης του αιτήματός της για επιστροφή του προ δεκαετιών απαλλοτριωθέντος ακινήτου της, παρά το γεγονός ότι αυτό ουδέποτε χρησιμοποιήθηκε για το σκοπό προς τον οποίο είχε απαλλοτριωθεί και παρά την προ δεκαπενταετίας ήδη κήρυξη των υφιστάμενων επί του ακινήτου υποστατικών ως διατηρητέων.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:
1. Το Άρθρο 23.5 του Συντάγματος προβλέπει ότι ακίνητη ιδιοκτησία που απαλλοτριώνεται αναγκαστικά θα χρησιμοποιηθεί αποκλειστικά για το σκοπό για τον οποίο απαλλοτριώθηκε. Αν μέσα σε τρία χρόνια δεν καταστεί εφικτός ο σκοπός της απαλλοτρίωσης, η απαλλοτριούσα αρχή υποχρεούται ευθύς μετά την εκπνοή της ρηθείσας προθεσμίας να προσφέρει το ακίνητο στον πρώην ιδιοκτήτη της.
Μέσα στο πνεύμα του Συντάγματος βρίσκεται και το Άρθρο 15(1) [*825]του περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Νόμου του 1962, Ν.15/62, που προβλέπει ότι όταν μέσα σε τρία χρόνια από της ημερομηνίας κατά την οποία η ιδιοκτησία περιήλθε στην απαλλοτριούσα αρχή, δεν επιτευχθεί ο σκοπός για τον οποίο έγινε η απαλλοτρίωση ή η επίτευξη του σκοπού εγκαταλείφθηκε ή το όλο ή μέρος της ιδιοκτησίας αποδείχθηκε ότι υπερβαίνει τις πραγματικές ανάγκες της απαλλοτριούσας αρχής, η απαλλοτριούσα αρχή υποχρεούται να προσφέρει εγγράφως στον ιδιοκτήτη του ακίνητου την ιδιοκτησία στην τιμή που το απέκτησε ή αν ο ιδιοκτήτης απέθανε, στους προσωπικούς αντιπροσώπους ή τους κληρονόμους του, οι οποίοι υποχρεούνται μέσα σε τρεις μήνες από της γνωστοποίησης να αποδεχθούν ή απορρίψουν την προσφορά.
2. Η ερμηνεία του Άρθρου 23.5 του Συντάγματος απασχόλησε τη νομολογία από πολύ παλιά. Στην υπόθεση Kaniklides and the Republic, 2 R.S.C.C. 49, αποφασίστηκε ότι οι πρόνοιες της παραγράφου 5 του Άρθρου 23 του Συντάγματος εφαρμόζονται αν μέσα σε τρία χρόνια από την απαλλοτρίωση, ο σκοπός για τον οποίο η περιουσία απαλλοτριώθηκε, δεν έχει καταστεί εφικτός. Την υπόθεση Kaniklides ακολούθησε μεγάλος αριθμός αποφάσεων.
Η γραμμή που ακολούθησε η νομολογία ουσιαστικά συνοψίζεται στην αρχή ότι όταν ο σκοπός για τον οποίο έγινε η απαλλοτρίωση δεν έχει εγκαταλειφθεί ή δεν έχει καταστεί ανέφικτος, δεν ενεργοποιούνται οι πρόνοιες του Άρθρου 23.5 και η απαλλοτριούσα αρχή δεν υπέχει υποχρέωση επιστροφής της απαλλοτριωθείσας περιουσίας. Όπως σημειώνεται και στην υπόθεση Κυπριανού ν. Δημοκρατίας (1990) 3(B) A.A.Δ. 1144, το επίδικο ζήτημα είναι κατά πόσο υπήρξε ή όχι εγκατάλειψη από μέρους της απαλλοτριούσας αρχής του σκοπού για τον οποίο αποκτήθηκε η γη, κατά πόσο δηλαδή το επίδικο τεμάχιο δεν χρειάζεται πλέον και δεν υπάρχει καμιά προοπτική ή αναγκαιότητα χρησιμοποίησής του για το σκοπό για τον οποίο απαλλοτριώθηκε.
3. Η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου είναι δεσμευτική. Υπάρχουν όμως επιφυλάξεις για το εύρος της ερμηνείας που δόθηκε τόσο στο Άρθρο 23.5 του Συντάγματος, όσο και στην υπόθεση Kaniklides ν. Republic, ανωτέρω. Όταν το Σύνταγμα αξιώνει επιστροφή του απαλλοτριωθέντος αν μέσα σε τρία χρόνια δεν καταστεί εφικτός ο σκοπός της απαλλοτρίωσης δεν εννοεί εγκατάλειψη του σκοπού. Μια τέτοια ερμηνεία ουσιαστικά αδρανοποιεί τη συνταγματική επιταγή για επιστροφή του απαλλοτριωθέντος κτήματος μέσα στην προθεσμία των τριών χρόνων.
[*826] Η σωστή ερμηνεία της υπόθεσης Kaniklides είναι ότι θα πρέπει η απαλλοτριούσα αρχή, μέσα στα τρία χρόνια που προβλέπονται από το Σύνταγμα, να λάβει ουσιαστικά μέτρα που να καθιστούν το σκοπό της απαλλοτρίωσης εφικτό, δηλαδή υλοποιήσιμο μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα.
4. Πέραν όμως των πιο πάνω, στην παρούσα υπόθεση είναι φανερό ότι εν πάση περιπτώσει ο σκοπός για τον οποίο απαλλοτριώθηκε η περιουσία της αιτήτριας, δεν είναι πλέον πραγματοποιήσιμος. Το συγκεκριμένο ακίνητο απαλλοτριώθηκε μέ σκοπό την επέκταση του κτιρίου και της αυλής του Παγκύπριου Γυμνασίου. Η διατύπωση της Γνωστοποίησης δείχνει ότι σκοπός της απαλλοτρίωσης ήταν η κατεδάφιση της απαλλοτριωθείσας περιουσίας, είτε για επέκταση του υφιστάμενου κτιρίου είτε για επέκταση της αυλής.
5. Εν όψει των πιο πάνω η άρνηση των καθ’ ων η αίτηση να ακυρώσουν το διάταγμα απαλλοτρίωσης και να επιστρέψουν το συγκεκριμένο ακίνητο στην αιτήτρια, είναι παράνομη.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Kaniklides and the Republic 2 R.S.C.C. 49,
Cyprus Tannery Ltd v. Republic (1977) 3 C.L.R. 75,
Nicolaidou v. Republic (1985) 3 C.L.R. 88,
Georghios Lordos and Sons Ltd a.ο. v. The Minister of Communications and Works (1986) 3 C.L.R. 21,
Ιερωνυμίδου κ.ά. v. Δημοκρατίας (1990) 3(Δ) Α.Α.Δ. 2589,
Χριστοφή v. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 4076,
Τσαγγαρίδη κ.ά. v. Δημοκρατίας (1990) 3(Ε) Α.Α.Δ. 3392,
Σιμωνής κ.ά. v. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 3450,
Κυριακίδης v. Δημοκρατίας (1992) 4(Α) Α.Α.Δ. 8,
Κώστας Τύμβιος Εστέιτς Λτδ v. Δημοκρατίας (1993) 4(Γ) Α.Α.Δ. 2231,
Δημοκρατία v. Κωνσταντή κ.ά. (1994) 3 Α.Α.Δ. 307,
[*827]Καλλικά v. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 177,
Δημητρίου v. Δημοκρατίας (1990) 3(Δ) Α.Α.Δ. 2732,
Κυπριανού v. Δημοκρατίας (1990) 3(Β) Α.Α.Δ. 1144,
Sporrong and Lonnroth v. Sweeden (1982) A 52 para 60,
Erkner and Hofauer v. Austria (1987) A 117, para 76.
Προσφυγή.
Προσφυγή από την αιτήτρια κατά της απόρριψης του αιτήματός της για ακύρωση της απαλλοτρίωσης και επιστροφή του τεμαχίου της αρ. 44, στη Λευκωσία.
Σ. Κλεόπα για Κλεόπα, για την Αιτήτρια.
Α. Μαππουρίδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τους Καθ’ ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
NIKOΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Το 1971, ύστερα από απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου αριθμός υποστατικών απαλλοτριώθηκε για “την επέκτασιν του κτιρίου και της αυλής του Παγκυπρίου Γυμνασίου”. Ένα από τα υποστατικά που απαλλοτριώθηκαν, το Τεμάχιο 44, ανήκε στην αιτήτρια.
Η Σχολική Εφορεία Λευκωσίας για λογαριασμό της οποίας έγινε η απαλλοτρίωση, κατεδάφισε μερικά από τα απαλλοτριωθέντα υποστατικά για να μεγαλώσει η αυλή του σχολείου. Άλλα υποστατικά, μεταξύ των οποίων και το υποστατικό της αιτήτριας, δεν θίχτηκαν γιατί, όπως αναφέρεται στην ένσταση που καταχωρήθηκε από τους καθ’ ων η αίτηση, έπρεπε να αποφασιστεί οριστικά ποια έργα αθλητικής υποδομής ή άλλα κτίρια θα κατασκευάζονταν στο χώρο τους.
Εν τω μεταξύ όμως στις 5.10.1985 με το υπ’ αρ. 248 Διάταγμα Διατήρησης που δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, τα υποστατικά που δεν είχαν κατεδαφιστεί κηρύχθηκαν από το Δήμο Λευκωσίας διατηρητέα. Με αποτέλεσμα βέβαια να αποκλειστεί η κατεδάφισή τους. Τελικά, η αιτήτρια με επιστολή του δικηγόρου της ημερ. 25.6.1998 ζήτησε την ακύρωση της απαλλοτρίωσης και επιστροφή του ακίνητου.
[*828]Το Υπουργείο Παιδείας με επιστολή του ημερ. 28.7.1998 ζήτησε γνωμάτευση κατά πόσο η Κυπριακή Δημοκρατία ήταν υποχρεωμένη να επιστρέψει το ακίνητο ή μπορούσε να το διατηρήσει νοουμένου ότι η Σχολική Εφορεία Λευκωσίας θα το βελτίωνε για να χρησιμοποιηθεί για κάλυψη των στεγαστικών αναγκών του Παγκύπριου Γυμνασίου. Η Νομική Υπηρεσία με γνωμάτευσή της ημερ. 5.1.1999 απάντησε ότι η κάλυψη των στεγαστικών αναγκών του Παγκύπριου Γυμνασίου εμπίπτει στους σκοπούς της απαλλοτρίωσης και έτσι το Υπουργείο Παιδείας με επιστολή του ημερ. 20.4.1999 απέρριψε το αίτημα. Την απόφαση αυτή προσβάλλει η παρούσα αίτηση.
Εκτός του ότι, υποστηρίζει η αιτήτρια, μέσα σε 25 χρόνια η απαλλοτριούσα αρχή δεν έχει προβεί σε πραγματοποίηση του σκοπού της απαλλοτρίωσης, μετά την κήρυξη του υποστατικού ως διατηρητέου, ο σκοπός της απαλλοτρίωσης έχει καταστεί ανέφικτος, μια και η κατεδάφιση του κτιρίου έχει αποκλειστεί. Οι καθ’ ων η αίτηση ισχυρίζονται ότι δεν έχει εγκαταλειφθεί ο σκοπός της απαλλοτρίωσης, αφού φαίνεται ότι έγιναν διάφορες σκέψεις για τη λειτουργική σύνδεση των απαλλοτριωθέντων υποστατικών με το Παγκύπριο Γυμνάσιο, σύνδεση η οποία πρέπει να γίνει χωρίς επηρεασμό της φύσης και του χαρακτήρα των κτισμάτων που κηρύχθηκαν διατηρητέα.
Το Άρθρο 23.5 του Συντάγματος προβλέπει ότι ακίνητη ιδιοκτησία που απαλλοτριώνεται αναγκαστικά θα χρησιμοποιηθεί αποκλειστικά για το σκοπό για τον οποίο απαλλοτριώθηκε. Αν μέσα σε τρία χρόνια δεν καταστεί εφικτός ο σκοπός της απαλλοτρίωσης, η απαλλοτριούσα αρχή υποχρεούται ευθύς μετά την εκπνοή της ρηθείσας προθεσμίας να προσφέρει το ακίνητο στον πρώην ιδιοκτήτη της.
Μέσα στο πνεύμα του Συντάγματος βρίσκεται και το άρθρο 15 (1) του περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Νόμου του 1962, Ν.15/62, που προβλέπει ότι όταν μέσα σε τρία χρόνια από της ημερομηνίας κατά την οποία η ιδιοκτησία περιήλθε στην απαλλοτριούσα αρχή, δεν επιτευχθεί ο σκοπός για τον οποίο έγινε η απαλλοτρίωση ή η επίτευξη του σκοπού εγκαταλείφθηκε ή το όλο ή μέρος της ιδιοκτησίας αποδείχθηκε ότι υπερβαίνει τις πραγματικές ανάγκες της απαλλοτριούσας αρχής, η απαλλοτριούσα αρχή υποχρεούται να προσφέρει εγγράφως στον ιδιοκτήτη του ακίνητου την ιδιοκτησία στην τιμή που το απέκτησε ή αν ο ιδιοκτήτης απέθανε, στους προσωπικούς αντιπροσώπους ή τους κληρονόμους του, οι οποίοι υποχρεούνται μέσα σε τρεις μήνες από της γνωστοποίησης να απο[*829]δεχθούν ή απορρίψουν την προσφορά.
Η ερμηνεία του Άρθρου 23.5 του Συντάγματος απασχόλησε τη νομολογία από πολύ παλιά. Στην υπόθεση Kaniklides and the Republic, 2 R.S.C.C. 49, αποφασίστηκε ότι οι πρόνοιες της παραγράφου 5 του Άρθρου 23 του Συντάγματος εφαρμόζονται αν μέσα σε τρία χρόνια από την απαλλοτρίωση, ο σκοπός για τον οποίο η περιουσία απαλλοτριώθηκε, δεν έχει καταστεί εφικτός. Την υπόθεση Kaniklides ακολούθησε μεγάλος αριθμός αποφάσεων (Cyprus Tannery Ltd v. Republic (1977) 3 C.L.R. 75, Nicolaidou v. Republic (1985) 3 C.L.R. 88, Georghios Lordos and Sons Ltd and Others v. The Minister of Communications and Works (1986) 3 C.L.R. 21, Ιερωνυμίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1990) 3(Δ) A.A.Δ. 2589, Χριστοφή ν. Δημοκρατίας, (1991) 4 A.A.Δ. 4076, Τσαγγαρίδη κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1990) 3(E) A.A.Δ. 3392, Σιμωνής κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 3450, Κυριακίδης ν. Δημοκρατίας (1992) 4(A) A.A.Δ. 8, Kώστας Τύμβιος Εστέϊτς Λτδ ν. Δημοκρατίας (1993) 4(Γ) A.A.Δ. 2231, Δημοκρατία ν. Κωνσταντή κ.ά. (1994) 3 Α.Α.Δ. 307, Καλλικά ν. Δημοκρατίας (1998) 3 A.A.Δ. 177. Βλέπε επίσης Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (1990) 3(Δ) A.A.Δ. 2732).
Η γραμμή που ακολούθησε η νομολογία ουσιαστικά συνοψίζεται στην αρχή ότι όταν ο σκοπός για τον οποίο έγινε η απαλλοτρίωση δεν έχει εγκαταλειφθεί ή δεν έχει καταστεί ανέφικτος, δεν ενεργοποιούνται οι πρόνοιες του Άρθρου 23.5 και η απαλλοτριούσα αρχή δεν υπέχει υποχρέωση επιστροφής της απαλλοτριωθείσας περιουσίας. Όπως σημειώνεται και στην υπόθεση Κυπριανού ν. Δημοκρατίας (1990) 3(B) A.A.Δ. 1144, το επίδικο ζήτημα είναι κατά πόσο υπήρξε ή όχι εγκατάλειψη από μέρους της απαλλοτριούσας αρχής του σκοπού για τον οποίο αποκτήθηκε η γη, κατά πόσο δηλαδή το επίδικο τεμάχιο δεν χρειάζεται πλέον και δεν υπάρχει καμιά προοπτική ή αναγκαιότητα χρησιμοποίησής του για το σκοπό για τον οποίο απαλλοτριώθηκε.
Η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου είναι δεσμευτική. Όμως, με όλο το σεβασμό, είμαι αναγκασμένος να εκφράσω επιφυλάξεις για το εύρος της ερμηνείας που δόθηκε τόσο στο Άρθρο 23.5 του Συντάγματος, όσο και στην υπόθεση Kaniklides ν. Republic, ανωτέρω. Νομίζω ότι όταν το Σύνταγμα αξιώνει επιστροφή του απαλλοτριωθέντος αν μέσα σε τρία χρόνια δεν καταστεί εφικτός ο σκοπός της απαλλοτρίωσης δεν εννοεί εγκατάλειψη του σκοπού. Μια τέτοια ερμηνεία ουσιαστικά αδρανοποιεί τη συνταγματική επιταγή για επιστροφή του απαλλοτριωθέντος κτήματος μέσα στην προθεσμία των τριών χρόνων.
[*830]Νομίζω ότι η σωστή ερμηνεία της υπόθεσης Kaniklides είναι ότι θα πρέπει η απαλλοτριούσα αρχή, μέσα στα τρία χρόνια που προβλέπονται από το Σύνταγμα, να λάβει ουσιαστικά μέτρα που να καθιστούν το σκοπό της απαλλοτρίωσης εφικτό, δηλαδή υλοποιήσιμο μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα.
Αυτή η ερμηνεία συνάδει και με το όλο πνεύμα του Άρθρου 23 που προστατεύει την ατομική ιδιοκτησία, η στέρηση της οποίας, κυρίως με απαλλοτρίωση, επιτρέπεται κάτω από πολύ αυστηρούς όρους και για τους λόγους που αναφέρονται στην παράγραφο 4 του Άρθρου 23.
Ούτως ή άλλως, κατά το χρόνο της δημοσίευσης της γνωστοποίησης της απαλλοτρίωσης, όπως είναι φυσικό, ο σκοπός για τον οποίο γίνεται η απαλλοτρίωση είναι εφικτός, αλλοιώτικα η απαλλοτριούσα αρχή δεν θα προέβαινε στη δημοσίευση. Εκείνο που εννοεί συνεπώς η παράγραφος 5 είναι ότι η απαλλοτριούσα αρχή θα πρέπει, μέσα στα τρία χρόνια, να προβεί σε τέτοιες ενέργειες που να σκοπεύουν στην υλοποίηση ή πραγματοποίηση του σκοπού. Επισημαίνεται η συνταγματική επιταγή για προσφορά του ακίνητου στον ιδιοκτήτη ευθύς μετά την εκπνοή της προθεσμίας των τριών ετών. Η ίδια ανάγκη για σπουδή επιδεικνύεται στη συνέχεια με την πρόνοια για επιστροφή του απαλλοτριωθέντος ευθύς άμα αποδοθεί το τίμημα.
Ενισχυτικό σημείο της πιο πάνω θέσης είναι και γεγονός ότι στο άρθρο 15(1) του Νόμου 15/62 αναφέρεται ότι η απαλλοτριούσα αρχή υποχρεούται να επιστρέψει την απαλλοτριωθείσα περιουσία αν (α) δεν επιτεύχθηκε ο σκοπός για τον οποίο έγινε η απαλλοτρίωση ή (β) η επίτευξη του σκοπού εγκαταλείφθηκε από την απαλλοτριούσα αρχή ή (γ) το όλο ή μέρος της ιδιοκτησίας αποδείχθηκε ότι υπερβαίνει τις πραγματικές ανάγκες της απαλλοτριούσας αρχής. Αν η έννοια “του δεν κατέστη εφικτό” θα κατέληγε να σημαίνει μόνο εγκατάλειψη του σκοπού της απαλλοτρίωσης, τότε δεν θα χρειαζόταν η αναφορά στο άρθρο 15(1) στην μη επίτευξη του σκοπού. Θα αρκούσε η αναφορά στην εγκατάλειψη.
Το Σύνταγμα προνοεί συγκεκριμένη προθεσμία. Αν σκοπός του συνταγματικού νομοθέτη ήταν η επιστροφή της απαλλοτριωθείσας περιουσίας μόνο στις περιπτώσεις όπου ο σκοπός εγκαταλείπεται, τότε δεν θα ήταν ανάγκη να τεθεί οποιαδήποτε προθεσμία. Θα αρκούσε να λεχθεί ότι όταν ο σκοπός της απαλλοτριούσας αρχής εγκαταλείπεται, τότε η απαλλοτριούσα αρχή υποχρεούται να επιστρέψει το απαλλοτριωθέν ακίνητο. Η έννοια της προθεσμίας τονί[*831]ζει ακριβώς την ανάγκη ενεργειών που δείχνουν έναρξη υλοποίησης ή πραγματοποίησης του σκοπού. Η απαλλοτρίωση, έστω και για τους σκοπούς που αναφέρονται στο Άρθρο 23, δεν παύει να είναι επέμβαση στο συνταγματικά προστατευόμενο δικαίωμα της ιδιοκτησίας και μέσα σ’ αυτό το πνεύμα θα πρέπει να ερμηνεύεται και η σχετική συνταγματική διάταξη.
Ποιά μέτρα λαμβάνει η απαλλοτριούσα αρχή προς υλοποίηση του σκοπού μέσα στα τρία χρόνια που προβλέπονται από το Άρθρο 23 είναι θέμα βαθμού. Σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να εξετάζονται τα ιδιαίτερα περιστατικά (βλέπε για παράδειγμα την υπόθεση Καλλικά ν. Δημοκρατίας (1998) 3 A.A.Δ. 177, όπου επειδή είχε κατασκευαστεί μέρος του δρόμου, ενώ το υπόλοιπο μέρος θα κατασκευαζόταν σε εύθετο χρόνο, αφού πρώτα επιλύονταν μερικά τεχνικής φύσης προβλήματα, το Δικαστήριο απέρριψε αίτηση για επιστροφή της απαλλοτριωθείσας περιουσίας).
Το Άρθρο 23.5 δεν απαιτεί, είναι αλήθεια, ολοκλήρωση του σκοπού της απαλλοτρίωσης μέσα στην περίοδο των τριών χρόνων από της Γνωστοποίησης, αλλά από την άλλη ούτε και προνοεί για επιστροφή του απαλλοτριωθέντος στον πρώην ιδιοκτήτη του την εγκατάλειψη του σκοπού.
Αξιοσημείωτη είναι νομίζω και η διάκριση που γίνεται στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Κωνσταντή κ.ά. (1994) 3 Α.Α.Δ. 307, και η αναφορά στις ουσιώδεις διαφορές μεταξύ του άρθρου 13 του Land Aquisition Law (o περί Απαλλοτριώσεως Γης Νόμος, Κεφ. 226), του νόμου που ίσχυε πριν την εγκαθίδρυση της Δημοκρατίας, η οποία αναφέρεται σε εγκατάλειψη του σκοπού της απαλλοτρίωσης και της παραγράφου 5 του Άρθρου 23 του Συντάγματος η οποία αναφέρεται στο ανέφικτο του σκοπού.
Στην Ελλάδα για κατοχύρωση της τήρησης των ουσιαστικών και διαδικαστικών εγγυήσεων που προβλέπουν το Σύνταγμα και ο νόμος, προβλέπεται η αυτοδίκαιη άρση της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης σε τρεις περιπτώσεις, δύο από τις οποίες έχουν σχέση με την έγκαιρη καταβολή της αποζημίωσης. Αυτοδίκαιη άρση έχουμε όταν η άρση δεν εξαρτάται από ορισμένη δραστηριότητα της διοίκησης.
Η αυτοδίκαιη άρση διακρίνεται της υποχρέωσης ανάκλησης λόγω μη έγκαιρης χρησιμοποίησης του απαλλοτριωθέντος. Υποχρεωτική ανάκληση προβλέπεται όταν το απαλλοτριωθέν δεν έχει χρησιμοποιηθεί καθόλου ή δεν έχει δαπανηθεί περισσότερο από το [*832]1/3 των προβλεπόμενων δαπανών προς εκπλήρωση του αρχικού σκοπού και νοουμένου ότι ο πρώην ιδιοκτήτης ζητά την ανάκληση μέσα σε έξι μήνες από της παρέλευσης πενταετίας από την απαλλοτρίωση.
Όπως παρατηρεί και ο Π. Δ. Δαγτόγλου στη μελέτη Συνταγματικά Ατομικά Δικαιώματα, Β΄ Τόμος, σελ. 966, είναι πολύ αμφίβολο αν συμβιβάζεται με τη συνταγματική προστασία της ιδιοκτησίας η διατήρηση των απαλλοτριώσεων υπέρ του δημοσίου ή των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου που δεν κάνουν χρήση του απαλλοτριωθέντος σύμφωνα με το σκοπό για τον οποίο κηρύχθηκε η απαλλοτρίωση.
Η ειρηνική απόλαυση της περιουσίας κάθε φυσικού ή νομικού προσώπου προστατεύεται και από το Άρθρο 1 του Πρώτου Πρωτόκολλου της Ευρωπαϊκής Συνθήκης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα. Κανένας δεν μπορεί να στερηθεί της περιουσίας του, εκτός για λόγους δημοσίου συμφέροντος και κάτω από τους όρους που προβλέπονται από το νόμο και τις γενικές αρχές του διεθνούς δικαίου. Έτσι στην υπόθεση Sporrong and Lonnroth v. Sweden A 52 para 60 (1982), όπου είχε σημειωθεί μακρά καθυστέρηση μεταξύ της αρχικής απόφασης αποστέρησης της περιουσίας των αιτητών και της εκτέλεσης της απόφασης, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων έκρινε ότι υπήρξε επέμβαση στο δικαίωμα απόλαυσης της περιουσίας των αιτητών, έστω κι αν η επέμβαση δεν συνιστούσε κατάληψη της περιουσίας ή μέτρο ελέγχου της (Harris, O΄Boyle και Warbrick, Law of the European Convention on Human Rights, σελ. 519).
Για να καταλήξει το Δικαστήριο στο κατά πόσο υπάρχει επέμβαση στην απόλαυση της περιουσίας μέσα στην έννοια του Άρθρου 1/1/1, θα πρέπει να εξετάσει κατά πόσο υπήρξε ισορροπία μεταξύ του γενικού συμφέροντος της κοινότητας και της προστασίας των θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων (Harris, O΄Boyle και Warbrick,ανωτέρω, σελ. 524). Άνκαι το Δικαστήριο (Sporrong and Lonnroth v. Sweden, ανωτέρω), ήταν διατεθημένο να δώσει μεγάλα περιθώρια στο κράτος στην περίπτωση πολύπλοκων και δύσκολων θεμάτων χωροταξίας, αποφασίζοντας κατά πόσο υπήρχε ισορροπία κατέληξε ότι δεν ήταν αποδεκτή η “ακαμψία” των διευθετήσεων που έγιναν από τη Σουηδική κυβέρνηση που άφησε τους ιδιοκτήτες της περιουσίας σε κατάσταση μεγάλης αβεβαιότητας για παρατεταμένο χρονικό διάστημα, χωρίς οποιαδήποτε αποτελεσματική απάντηση στις ανησυχίες τους.
[*833]Τι είναι ενδιαφέρον στην πιο πάνω προσέγγιση, παρατηρούν οι ίδιοι συγγραφείς στη σελ. 524, είναι η εισήγηση ότι ο τρόπος με τον οποίο οι εθνικές αρχές αντιμετωπίζουν το θέμα της ισορροπίας μεταξύ του δημόσιου συμφέροντος και της προστασίας των δικαιωμάτων του ατόμου δυνατόν να αποτελεί παράγοντα κατά τη λήψη της απόφασης κατά πόσο στην πραγματικότητα έχει επιτευχθεί η ισορροπία με τρόπο συμβατό προς τις προϋποθέσεις της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα.
Στην υπόθεση Erkner and Hofauer v. Austria, A 117 para 76 [1987] το Δικαστήριο σημείωσε ότι η περίοδος του χρόνου για σκοπούς της ισορροπίας του Άρθρου 1/1/1 ήταν ανεξάρτητο από τον “εύλογο χρόνο” που απαιτείται από το Άρθρο 6(1) της Συνθήκης.
Η αρχής της ισορροπίας που τέθηκε στην υπόθεση Sporrong and Lonnroth βασίζεται σε δύο συνηγορούσες πηγές. Η πρώτη είναι η γενική ισορροπία που επικρατεί σε όλη τη Σύμβαση μεταξύ της απόλαυσης των δικαιωμάτων του ατόμου και της προστασίας του δημόσιου συμφέροντος (Belgian Linguistic case A 6 p 32 [1968]). Η δεύτερη βρίσκεται στο ουσιαστικό περιεχόμενο του “νόμου” ως περιλαμβάνοντος προστασία εναντίον των αυθαίρετων και δυσανάλογων αποτελεσμάτων ενός κατά τα άλλα τυπικά έγκυρου εθνικού νόμου (Harris, O΄Boyle και Warbrick, ανωτέρω, σελ. 525).
Πέραν όμως των πιο πάνω, στην παρούσα υπόθεση είναι φανερό ότι εν πάση περιπτώσει ο σκοπός για τον οποίο απαλλοτριώθηκε η περιουσία της αιτήτριας, δεν είναι πλέον πραγματοποιήσιμος. Το συγκεκριμένο ακίνητο απαλλοτριώθηκε μέ σκοπό την επέκταση του κτιρίου και της αυλής του Παγκύπριου Γυμνασίου. Η διατύπωση της Γνωστοποίησης δείχνει ότι σκοπός της απαλλοτρίωσης ήταν η κατεδάφιση της απαλλοτριωθείσας περιουσίας, είτε για επέκταση του υφιστάμενου κτιρίου είτε για επέκταση της αυλής.
Αυτό επιβεβαιώνεται και από όσα οι καθ’ ων η αίτηση αναφέρουν στην παράγραφο 2 της ένστασής τους όπου γίνεται παραδοχή ότι τα κτίρια δεν έχουν θιγεί γιατί έπρεπε να αποφασιστεί οριστικά ποιά έργα αθλητικής υποδομής ή άλλα κτίρια θα αναγείρονταν στο χώρο τους. Τόσο τα έργα αθλητικής υποδομής, όσο και η επέκταση κτιρίων, προϋποθέτουν την κατεδάφιση των υφιστάμενων υποστατικών και ανέγερση νέων. Η Γνωστοποίηση αναφέρεται σε επέκταση των κτιρίων και της αυλής και όχι σε ικανοποίηση των στεγαστικών αναγκών του σχολείου. Κάτι τέτοιο βρίσκεται εκτός του σκοπού της απαλλοτρίωσης.
[*834]Αφού λοιπόν το υποστατικό της αιτήτριας δεν μπορεί να κατεδαφιστεί για σκοπούς επέκτασης του κτιρίου ή για τη δημιουργία έργων αθλητικής υποδομής, ο σκοπός της απαλλοτρίωσης δεν είναι πλέον πραγματοποιήσιμος και θα πρέπει να θεωρείται, παρά τη φραστική αντίθεση των καθ’ ων η αίτηση, ότι έχει εγκαταλειφθεί.
Το συγκεκριμένο ακίνητο έχει απαλλοτριωθεί προ εικοσιπενταετίας και η απαλλοτριούσα αρχή παρέλειψε, για τους δικούς της λόγους, να πραγματοποιήσει το σκοπό για τον οποίο έγινε η απαλλοτρίωση. Το 1985, δεκαπέντε χρόνια πριν, το οίκημα κηρύχθηκε διατηρητέο, με αποτέλεσμα ο σκοπός της απαλλοτρίωσης να μην μπορεί πλέον να πραγματοποιηθεί. Η απαλλοτριούσα αρχή θα έπρεπε να προσφέρει το ακίνητο στη νόμιμη του ιδιοκτήτρια. Παρέλειψε να το πράξει, ακόμα και ύστερα από σχετική επιστολή του δικηγόρου της αιτήτριας.
Εν όψει των πιο πάνω η άρνηση των καθ’ ων η αίτηση να ακυρώσουν το διάταγμα απαλλοτρίωσης και να επιστρέψουν το συγκεκριμένο ακίνητο στην αιτήτρια, είναι παράνομη και ακυρώνεται με έξοδα εναντίον των καθ’ ων η αίτηση, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο