(2000) 4 ΑΑΔ 1138
[*1138]13 Νοεμβρίου, 2000
[ΚΑΛΛΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚA ΜΕ ΤΟ AΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤAΓΜΑΤΟΣ
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΙΟΡΔΑΝΟΥ,
Αιτητής,
v.
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ’ ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 1354/2000)
Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο ― Αίτηση για προσωρινό διάταγμα αναστολής εκτελέσεως της προσβαλλόμενης με την προσφυγή πράξης ― Όροι χορήγησης του διατάγματος από τη νομολογία ― Ειδικά η προϋπόθεση της έκδηλης παρανομίας ― Περιστάσεις υπό τις οποίες κρίθηκε στην εκδικασθείσα περίπτωση ότι η παράβαση δεδικασμένου συνιστούσε έκδηλη παρανομία.
Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διενέργεια αναπληρωματικών διορισμών ― Άρθρο 42 του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου (Ν. 1/90) και Καν. 10 των περί Δημόσιας Υπηρεσίας (Γενικών) Κανονισμών του 1991 (Κ.Δ.Π. 98/91) ― Περιεχόμενο ρύθμισης και ερμηνεία ― Περιστάσεις παραβίασης των διατάξεων στην κριθείσα περίπτωση ― Ο επίδικος αναπληρωματικός διορισμός κρίθηκε έκδηλα παράνομος.
Ο αιτητής ζήτησε με την επίδικη αίτησή του προσωρινό διάταγμα αναστολής της ισχύος της προσβαλλόμενης πράξης διορισμού του ενδιαφερομένου προσώπου στην θέση Αναπληρωτή Διευθυντή του Ανώτερου Τεχνολογικού Ινστιτούτου, μέχρι την τελική εκδίκαση και αποπεράτωση της διαδικασίας επί της προσφυγής. Το ενδιαφερόμενο μέρος είχε επιλεγεί για τον επίδικο αναπληρωματικό διορισμό εκκρεμμούσης της επανεξέτασης της πλήρωσης της αντίστοιχης οργανικής θέσης, η οποία όμως είχε ακυρωθεί λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας σε σχέση με την κατοχή από το ενδιαφερόμενο μέρος των προβλεπόμενων στο σχέδιο υπηρεσίας της θέσης προσόντων.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, εκδίδοντας το αιτούμενο προσωρινό διάταγμα, αποφάσισε ότι:
[*1139]1. Ο αιτητής δεν έχει προβάλει θέμα ανεπανόρθωτης ζημιάς. Έχει προβάλει μόνο θέμα έκδηλης παρανομίας. Έχει νομολογηθεί ότι η έκδηλη παρανομία συνιστά λόγο για τη χορήγηση προσωρινού διατάγματος ακόμη και στην απουσία ανεπανόρθωτης ζημιάς και έστω και αν θα προκληθούν σοβαρά προβλήματα στη διοίκηση. Ωστόσο η έκδηλη παρανομία αποτελεί λόγο ο οποίος πρέπει να προσεγγίζεται με τη μεγαλύτερη προσοχή γιατί μπορεί να ισοδυναμεί με απόφαση επί της ουσίας της υπόθεσης. Η χορήγηση αναστολής είναι πάντοτε θέμα διακριτικής ευχέρειας και όχι θέμα δικαιώματος.
2. Η διενέργεια αναπληρωματικών διορισμών στη δημόσια υπηρεσία διέπεται από το Άρθρο 42 του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου, 1990 (Ν. 1/90) και από τον Καν. 10 της Κ.Δ.Π. 98/91. Σχεδόν παρόμοια πρόνοια υπήρχε και στο Άρθρο 42 του προηγούμενου περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου 1967 (Ν. 33/67). Η σχετική πρόνοια του Αρθρου 42 του Νόμου 33/67 έχει ερμηνευθεί στην Olympios v. Republic (1974) 3 C.L.R. 17. Κρίθηκε ότι από το λεκτικό του Άρθρου 42(1) είναι καθαρό πως εφόσον η Αρμόδια Αρχή συστήσει οποιοδήποτε πρόσωπο που κατέχει τα απαραίτητα προσόντα για τη θέση η Ε.Δ.Υ. υποχρεούται να προβεί στο διορισμό και δεν μπορεί να ζητήσει αιτήσεις από άλλα πρόσωπα για να προβεί στην επιλογή της.
Η Ε.Δ.Υ. υπέβαλε ότι οι αναπληρωματικοί διορισμοί διενεργούνται προς το συμφέρον της δημόσιας υπηρεσίας. Δεν έχει υποδείξει με ποιό τρόπο εξυπηρετούνται τα συμφέροντα της δημόσιας υπηρεσίας - και κατ’ επέκταση το δημόσιο συμφέρον - με το διορισμό του Ε.Μ. και όχι με το διορισμό ενός από τους άλλους 3 προσοντούχους υποψηφίους. Τονίζεται συναφώς ότι σύμφωνα με την ελληνική νομολογία το βάρος επικλήσεως λόγων δημοσίου συμφέροντος το φέρει η διοίκηση.
3. Στην παρούσα υπόθεση η Ε.Δ.Υ. είχε ενημερωθεί για το περιεχόμενο της ακυρωτικής απόφασης. Με την απόφαση εκείνη είχε ακυρωθεί ο διορισμός του Ε.Μ. στην επίδικη θέση λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας σε σχέση με την κατοχή - από το Ε.Μ. - των προβλεπόμενων από τα σχέδια υπηρεσίας προσόντων. Η ακυρωτική απόφαση διαλαμβάνει την εξής προέκταση:
Το Ε.Μ. δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ως προσοντούχος υποψήφιος για τη θέση, εκτός αν είχε προηγηθεί η έρευνα την οποία είχε υποδείξει το δικαστήριο, και διαπίστωση της Ε.Δ.Υ., μετά την έρευνα, ότι ο αιτητής κατέχει τα προσόντα.
Ενώ ήταν ενήμερη της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου και, [*1140]κατά τεκμήριο, και των προεκτάσεων της και ενώ ο πιο πάνω Καν. 10 καθιστά επιτακτική την κατοχή των σχετικών προσόντων από τον υποψήφιο που συστήνεται από την Αρμόδια Αρχή, η Ε.Δ.Υ. προχώρησε να υιοθετήσει τη σύσταση της Αρμόδιας Αρχής και να προβεί στον επίδικο διορισμό.
Η αναφορά της Αρμόδιας Αρχής ότι το Ε.Μ. “κατέχει τα απαιτούμενα προσόντα της θέσης” δεν ήταν δεσμευτική για την Ε.Δ.Υ. για τους πιο κάτω δύο βασικούς λόγους:
(α) Λόγω του δεδικασμένου με το οποίο στην ουσία τα προσόντα του Ε.Μ. είχαν τεθεί υπό αμφισβήτηση και διερεύνηση, και
(β) Λόγω του ότι η διαπίστωση της κατοχής των προσόντων ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του διορίζοντος οργάνου.
Ούτε ήταν δεσμευτική για την Ε.Δ.Υ. η γνωμάτευση του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας γιατί η γνωμάτευση εκείνη δεν την είχε απαλλάξει από την πρωτογενή ευθύνη της να διαπιστώσει αν ο συστηθείς κατέχει ή όχι τα προσόντα. Πρόσθετα με τη γνωμάτευση δεν υποδείχθηκε ότι το Ε.Μ. κατέχει τα προσόντα. Υποδείχθηκε ότι μπορούσε να συστηθεί για τη θέση. Εναπόκειτο στη συνέχεια στην Ε.Δ.Υ. να διαπιστώσει αν κατείχε τα προσόντα εν όψει του δεδικασμένου και των προνοιών του Καν. 10.
4. Εν όψει των προνοιών του Καν. 10 και της ακυρωτικής απόφασης, ο διορισμός του Ε.Μ. στην επίδικη θέση χωρίς να είχε προηγηθεί έρευνα από την Ε.Δ.Υ. - με τον τρόπο που είχε υποδειχθεί στην ακυρωτική απόφαση - και διαπίστωσή της για την κατοχή, από το Ε.Μ., των προσόντων του σχεδίου υπηρεσίας, συνιστά κατάφορη παραβίαση του δεδικασμένου.
Στην παρούσα υπόθεση δεν υπάρχουν αντιφατικά γεγονότα τα οποία χρειάζονται οποιαδήποτε διερεύνηση. Το κυρίαρχο γεγονός το οποίο είναι κοινώς αποδεκτό είναι: Η ύπαρξη της ακυρωτικής απόφασης με την οποία είχαν τεθεί υπό διερεύνηση τα προσόντα του αιτητή και η λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης χωρίς να είχε προηγηθεί η έρευνα που είχε υποδειχθεί με την ακυρωτική απόφαση. Και αυτό παρά τις πρόνοιες του Καν. 10 της Κ.Δ.Π. 98/91. Η παραβίαση του δεδικασμένου είναι, επομένως, οφθαλμοφανής. Ισοδυναμεί με έκδηλη παρανομία εντός της έννοιας που έχει προδιαγραφεί από τη νομολογία.
5. Σαν αποτέλεσμα της διαπίστωσης για την ύπαρξη έκδηλης παρανομίας το αιτηθέν προσωρινό διάταγμα πρέπει να εκδοθεί. Εκδίδεται, επομέ[*1141]νως, προσωρινό διάταγμα ως η παραγ. Α της αίτησης, με έξοδα υπέρ του αιτητή και εναντίον της Ε.Δ.Υ.. Καμιά διαταγή για τα έξοδα του Ε.Μ..
Διαταγή ως ανωτέρω.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Ιορδάνου v. Ε.Δ.Υ., Yπόθ. Aρ. 828/97, ημερ. 10/7/2000,
Μιχαήλ v. Α.ΤΗ.Κ. (Aρ.1) (1997) 4 A.A.Δ. 90,
Sofocleous v. Republic (1971) 3 C.L.R. 345,
Olympios v. Republic (1974) 3 C.L.R. 17,
Σελεάρης v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 602,
Επαμεινώνδας v. Ρ.Ι.Κ. (1998) 3 Α.Α.Δ. 376,
Θεοφίλου v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 181.
Αίτηση.
Αίτηση από τον αιτητή για έκδοση προσωρινού διατάγματος του Δικαστηρίου που να διατάσσει την αναστολή της ισχύος και/ή εφαρμογής της απόφασης της καθ’ ης η αίτηση να διορίσει το ενδιαφερόμενο μέρος αναπληρωτή Διευθυντή του Ανώτερου Τεχνολογικού Ινστιτούτου από 1.9.2000, επιπρόσθετα με τα καθήκοντα της θέσης του μέχρι την τελική εκδίκαση και αποπεράτωση της προσφυγής και/ή μέχρι νεώτερης απόφασης του Δικαστηρίου.
Π. Λυσάνδρου, για τον Αιτητή.
Ε. Αντωνίου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ’ ων η αίτηση.
Α.Σ. Αγγελίδης, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.
Cur. adv. vult.
ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Στις 9.10.2000 ο αιτητής καταχώρησε την πιο πάνω προσφυγή με την οποία ζητά την πιο κάτω θεραπεία:
“Δήλωσιν του Δικαστηρίου ότι η απόφαση και/ή πράξη της καθ’ ης η αίτηση να διορίση το ενδιαφερόμενο πρόσωπο ως [*1142]Αναπληρωτή Διευθυντή του Ανώτερου Τεχνολογικού Ινστιτούτου από 1.9.2000 επιπρόσθετα με τα καθήκοντα της θέσης του ύστερα από σύσταση της αρμοδίας αρχής είναι άκυρη εξ υπαρχής και στερουμένη κάθε νομικού αποτελέσματος.”
Με μονομερή αίτηση του της ίδιας ημερομηνίας ζητά σαν κατεπείγον μέτρο:
“Α. Προσωρινό διάταγμα του Δικαστηρίου που να διατάσσει την αναστολή της ισχύος και/ή εφαρμογής της απόφασης της καθ’ ης η αίτησης να διορίση το ενδιαφερόμενο μέρος αναπληρωτήν Διευθυντήν του Ανώτερου Τεχνολογικού Ινστιτούτου από 1.9.2000, επιπρόσθετα με τα καθήκοντα της θέσης του μέχρι την τελική εκδίκαση και αποπεράτωση της παρούσης προσφυγής και/ή μέχρι νεώτερης απόφασης του Δικαστηρίου.
Β. Οιανδήποτε άλλην ή περαιτέρω θεραπείαν.
Γ. Έξοδα της παρούσης αίτησης.”
Νομικό έρεισμα της αίτησης για προσωρινό διάταγμα ήταν οι Καν. 13, 17,18 και 19 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, ο Καν. 10 των περί Δημοσίας Υπηρεσίας (Γενικών) Κανονισμών του 1991 (Κ.Δ.Π. 98/91), το άρθρο 146.5 του Συντάγματος και οι γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου.
Τα πραγματικά περιστατικά τα οποία περιβάλλουν την αίτηση για προσωρινό διάταγμα έχουν ως εξής. Τα μεταφέρω από την απόφαση στην Ιορδάνου ν. Ε.Δ.Υ., Yπόθ. Aρ. 828/97, ημερ. 10.7.2000 (Παράρτημα 1 στην αίτηση για προσωρινό διάταγμα):
“Ο αιτητής ήταν υποψήφιος για τη θέση του Διευθυντή του Ανώτερου Τεχνολογικού Ινστιτούτου (ΑΤΙ). Με απόφαση της ημερομηνίας 10.5.91 η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (η ΕΔΥ) αποφάσισε το διορισμό/προαγωγή του Δημήτρη Λαζαρίδη (ΕΜ) στην επίδικη θέση.
Εναντίον της πιο πάνω απόφασης της ΕΔΥ ο αιτητής καταχώρησε προσφυγή η οποία απορρίφθηκε και ακολούθως καταχώρησε την Αναθεωρητική Έφεση 1815.
Οι λόγοι έφεσης αφορούσαν μόνο σ’ ένα από τα θέματα που συζητήθηκαν πρωτοδίκως. Στην κρίση πως το ΕΜ, που κατέχει [*1143]τον τίτλο ‘Diploma in Civil Engineering’ του Loughborough College of Technology, κατέχει προσόν ισότιμο προς πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλο στη Μηχανική ή Επιστήμες που σχετίζονται με ένα τουλάχιστον κλάδο σπουδών του ΑΤΙ.
Το Δικαστήριο αποδέκτηκε την έφεση με απόφαση του ημερομηνίας 30.6.97. Έκρινε ότι η ΕΔΥ έλαβε την προσβαλλόμενη απόφαση με πλάνη περί τα πράγματα. Κρίνω σκόπιμη την παράθεση του πιο κάτω αποσπάσματος από την απόφαση:
‘Εδώ, με δοσμένο το γεγονός πως η ΕΔΥ κατέληξε στην κρίση της με την εσφαλμένη αντίληψη πως ο Οδηγός από τον οποίο καθοδηγήθηκε δείχνει το επίπεδο του διπλώματος του ενδιαφερόμενου προσώπου, διαπιστώνεται πλάνη. Και αφού ο Οδηγός ήταν το ένα στοιχείο στο οποίο θεμελιώθηκε επαγωγικά η κρίση πως το δίπλωμα του ενδιαφερόμενου προσώπου ικανοποιούσε το σχέδιο υπηρεσίας, η πλάνη ήταν ουσιώδης.’
Μετά την ακυρωτική απόφαση, η ΕΔΥ στη συνεδρία της ημερομηνίας 5.8.97, αποφάσισε να ειδοποιηθεί το ΕΜ ότι επανέρχεται στη θέση που κατείχε προηγουμένως, δηλ. του Προϊστάμενου κλάδου Σπουδών στο ΑΤΙ.
Ακολούθως, μετά και από σχετικές διαβουλεύσεις με τη Γενική Εισαγγελία, η ΕΔΥ αποφάσισε να διερευνήσει εκ νέου το θέμα της κατοχής από το ΕΜ του προσόντος που απαιτείται στην παρ.2(1) του Σχεδίου Υπηρεσίας, δηλ. ‘Πανεπιστημιακού διπλώματος ή τίτλου ή ισότιμου προσόντος στη Μηχανική ή Επιστήμες που σχετίζονται με ένα τουλάχιστο κλάδο του ΑΤΙ’, και προς τούτο, αποφάσισε να αποταθεί σε αρμόδια, κατά την κρίση της, σώματα. Στη συνεδρία της ημερομηνίας 11.9.97, η ΕΔΥ προχώρησε σε επανεξέταση του θέματος πλήρωσης της επίδικης θέσης.
Μελέτησε τα ευρήματα του Δικαστηρίου στην Αναθεωρητική Έφεση και παρατήρησε ότι το Δικαστήριο δεν κατέληξε στο συμπέρασμα πως το ΕΜ δεν κατείχε το απαιτούμενο από το Σχέδιο Υπηρεσίας προσόν, αλλά απλώς έκρινε ότι έπασχε η βάση της αιτιολόγησης της κρίσης της και των στοιχείων προς τα οποία αυτή συναρτήθηκε.
Στα πλαίσια της επανεξέτασης τέθηκαν ενώπιον της ΕΔΥ τα πιο κάτω στοιχεία που λήφθηκαν ως αποτέλεσμα της έρευνας που η ΕΔΥ διεξήγαγε:
[*1144]1. Επιστολή από το Βρετανικό Συμβούλιο ημερομηνίας 1.9.97, στην οποία αναφέρεται ότι ‘an Honours Diploma in Civil Engineering from Loughborough College of Technology awarded in 1964’, είναι ισότιμο πανεπιστημιακού διπλώματος. Στην ίδια επιστολή αναφέρεται ότι εκείνη τη χρονική περίοδο το εν λόγω προσόν αναγνωριζόταν από το Institution of Civil Engineers ότι πληρούσε τις ακαδημαϊκές του απαιτήσεις, που ήταν πτυχίο στην Πολιτική Μηχανική.
2. Επιστολή από το Διευθυντή Ανώτερης και Ανώτατης Εκπαίδευσης του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού ημερομηνίας 10.9.97 και η συνημμένη σ’ αυτήν επιστολή του Βρετανικού Σώματος Ακαδημαϊκής Αναγνώρισης Τίτλων Σπουδών (U.K. NARIC) σύμφωνα με την οποία το δίπλωμα του ΕΜ αναγνωρίστηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο ως ισότιμο προς πανεπιστημιακό τίτλο.
Η ΕΔΥ, αφού μελέτησε το περιεχόμενο των πιο πάνω επιστολών, έκρινε ότι το δίπλωμα του ΕΜ είναι ισότιμο Πανεπιστημιακού διπλώματος ή τίτλου, ικανοποιεί τη σχετική απαίτηση του Σχεδίου Υπηρεσίας της επίδικης θέσης και ως εκ τούτου το ΕΜ θεωρείται προσοντούχος υποψήφιος.
Ενόψει των πιο πάνω και αφού έλαβε υπόψη όλα τα ενώπιον της στοιχεία, η ΕΔΥ αποφάσισε να προαγάγει το ΕΜ στην επίδικη θέση, αναδρομικά από 1.6.91.
Εναντίον της πιο πάνω απόφασης καταχωρίστηκε η παρούσα προσφυγή.
Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι η νέα έρευνα στην οποία προέβηκαν οι καθ’ ων η αίτηση μετά την ακυρωτική απόφαση δεν υπήρξε η δέουσα και είναι πλημμελής. Τόνισε ότι οι καθ’ ων η αίτηση εσφαλμένα θεώρησαν το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού, το Βρεττανικό Συμβούλιο και το Βρεττανικό Σώμα Ακαδημαϊκής Αναγνώρισης Τίτλων Σπουδών ως αρμόδια όργανα για να αξιολογήσουν το επίδικο δίπλωμα του ΕΜ. Ισχυρίζεται ότι αποκλειστικά αρμόδιο είναι το Επιστημονικό Τεχνικό Επιμελητήριο Κύπρου (ΕΤΕΚ) βάσει του Περί Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου Νόμου (Ν.224/90) από το οποίο δεν έχουν ζητήσει σχετική γνωμοδότηση οι καθ’ ων η αίτηση.
Περαιτέρω, ισχυρίζεται ότι η ΕΔΥ δεν διεξήγαγε έρευνα κατά πόσο το ΕΜ κατείχε ‘πολύ καλή γνώση της Ελληνικής [*1145]γλώσσας’ όπως απαιτούσε το Σχέδιο Υπηρεσίας.
Προβάλλει τον ισχυρισμό αυτό διότι το ΕΜ δεν είναι απόφοιτος εξατάξιας δευτεροβάθμιας ελληνόγλωσσης σχολής.
Τέλος, εισηγείται ότι οι καθ’ ων η αίτηση έπρεπε να ερευνήσουν κατά πόσο το ΕΜ είχε εγγραφεί ως Πολιτικός Μηχανικός δυνάμει του άρθρου 7(2)(β) ή 7(2)(γ) του Νόμου Προνοούντος Περί της Εγγραφής Αρχιτεκτόνων και Πολιτικών Μηχανικών και περί Ετέρων Συναφών Ζητημάτων (Ν. 41/62).”
Με την απόφαση του στην Προσφυγή 828/97 (η ακυρωτική απόφαση) το Δικαστήριο ακύρωσε την προσβαλλόμενη απόφαση λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας σε σχέση με την κατοχή από το Ε.Μ. των προσόντων που προβλέπονται από το σχέδιο υπηρεσίας έθεσε το θέμα ως εξής:
“Εξέτασα τον ισχυρισμό του αιτητή για έλλειψη δέουσας έρευνας της ΕΔΥ. Επικεντρώνει τον ισχυρισμό του στο γεγονός ότι αποκλειστικά αρμόδιο ήταν το ΕΤΕΚ από το οποίο έπρεπε η ΕΔΥ να ζητήσει γνωμοδότηση.
Οι καθ’ ων η αίτηση αντέταξαν ότι ο Νόμος που προνοεί για την ίδρυση και λειτουργία Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου (Ν. 224/90) τέθηκε σε ισχύ από 10.6.91 ενώ η ακυρωθείσα απόφαση λήφθηκε στις 10.5.91.
Κρίνω ότι κατά την επανεξέταση, η ΕΔΥ δεν εμποδιζόταν, αντίθετα είχε υποχρέωση, στο πλαίσιο διεξαγωγής δέουσας έρευνας να ζητήσει γνωμοδότηση από το ΕΤΕΚ για το επίδικο προσόν.
Παραπέμπω στο άρθρο 5 παρ. (η) του Ν. 224/90 το οποίο καθορίζει ότι μεταξύ των αρμοδιοτήτων του ΕΤΕΚ είναι να ‘γνωμοδοτεί έπειτα από πρόσκληση των αρμόδιων αρχών για οποιοδήποτε θέμα της αρμοδιότητας του’.
Περαιτέρω, το Δικαστήριο στην Α.Ε. 1815 έκανε αβέβαιη διαπίστωση ότι ‘παραμένει ανοικτή η δυνατότητα του άρθρου 7(2)(γ) αφού ήδη το ενδιαφερόμενο πρόσωπο ήταν μέλος του I.C.E.’ (Ιnstitution of Civil Engineers). Κάνει αναφορά στον Περί Αρχιτεκτόνων και Πολιτικών Μηχανικών Νόμο του 1962 (Ν. 41/62) στον οποίο γίνεται αναφορά πιο πάνω.
[*1146]Αποδέχομαι τον ισχυρισμό του αιτητή ότι η πιο πάνω διαπίστωση και καθοδήγηση του Δικαστηρίου δεσμεύει την ΕΔΥ. Είχε υποχρέωση να ερευνήσει κατά πόσο η εγγραφή του ΕΜ ως πολιτικού μηχανικού, έγινε βάσει του άρθρου 7(2)(β) ή 7(2)(γ) του Ν. 41/62, γεγονός το οποίο θα έδινε φως στο επίδικο θέμα.
Όσον αφορά τον ισχυρισμό του αιτητή για έλλειψη έρευνας από την ΕΔΥ ως προς την κατοχή από το ΕΜ του προσόντος της ‘πολύ καλής γνώσης της Ελληνικής γλώσσας’ παρατηρώ ότι πράγματι η ΕΔΥ τίποτε δεν αναφέρει στην απόφαση της αναφορικά με αυτό το προσόν το οποίο απαιτείται στα Σχέδια Υπηρεσίας. Δεν γίνεται καμιά απολύτως μνεία για οποιαδήποτε έρευνα που έγινε για να διαπιστωθεί η κατοχή του προσόντος αυτού.
Έχει κατ’ επανάληψη νομολογηθεί ότι η ερμηνεία ενός σχεδίου υπηρεσίας εμπίπτει στη διακριτική εξουσία του αρμόδιου οργάνου το οποίο έχει καθήκον να προβαίνει στην αναγκαία έρευνα για την εξακρίβωση των πραγματικών γεγονότων.
Το κριτήριο κατά πόσο έχει διεξαχθεί πλήρης έρευνα προϋποθέτει τη συλλογή και διερεύνηση όλων εκείνων των στοιχείων που θα μπορούσαν να δημιουργήσουν το υπόβαθρο για ασφαλή συμπεράσματα.
Εν όψει των πιο πάνω έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η απόφαση της ΕΔΥ πάσχει λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας.”
Μετά την ακυρωτική απόφαση η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (η Ε.Δ.Υ.) με απόφαση της ημερ. 24.7.2000, επανέφερε το Ε.Μ. στη θέση που κατείχε προηγουμένως, και ειδοποίησε σχετικώς την αρμόδια αρχή.
Την πιο πάνω απόφαση της Ε.Δ.Υ. ακολούθησε επιστολή του Αν. Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων (η Αρμόδια Αρχή) προς την Ε.Δ.Υ. ημερ. 28.8.2000 με την οποία την παρακάλεσε να μεριμνήσει για το διορισμό του Ε.Μ. ως Αναπληρωτή Διευθυντή του Ανώτερου Τεχνολογικού Ινστιτούτου από 4.9.2000. Παραθέτω την επιστολή:
“Έχω οδηγίες να σας παρακαλέσω να μεριμνήσετε για το διορισμό του κ. Δημήτρη Λαζαρίδη, Προϊσταμένου Κλάδου Σπουδών (Κλάδος Πολιτικής Μηχανικής) στο Ανώτερο Τεχνολογικό Ινστιτούτο, ως Αναπληρωτή Διευθυντή του Ανώτερου Τεχνολογικού Ινστιτούτου από 4.9.2000. Η πιο πάνω θέση έχει κενωθεί [*1147]λόγω ακύρωσης από το Ανώτατο Δικαστήριο του διορισμού του κ. Λαζαρίδη σ’ αυτή (Υπόθεση αρ. 828/97 και ημερομηνία 10.7.2000).
Ο κ. Λαζαρίδης κατέχει τα απαιτούμενα προσόντα της θέσης και αναμένεται από αυτόν να εκτελεί όλα τα καθήκοντα και να επωμιστεί όλες τις ευθύνες της θέσης, επιπρόσθετα με τα καθήκοντα της θέσης του.
Σημειώνεται ότι ο Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας με επιστολή του με αρ. φακ. Γ.Ε.50(Γ)1990/Ν.20/30 και ημερομηνία 28.8.2000 που επισυνάπτεται, γνωμάτευσε ότι μπορούμε να προβούμε σε σύσταση στην Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας για διορισμό του κ. Δ. Λαζαρίδη ως Αν. Διευθυντή στο Ανώτερο Τεχνολογικό Ινστιτούτο.
Ο αναπληρωματικός διορισμός του είναι απαραίτητος τόσο για την ομαλή διεξαγωγή των εργασιών του Ανώτερου Τεχνολογικού Ινστιτούτου όσο και για λόγους που απορρέουν από διατάξεις νομοθετικής φύσεως.”
Με τη γνωμάτευση του ημερ. 28.9.2000, στην οποία αναφέρεται η πιο πάνω επιστολή της Αρμόδιας Αρχής, ο Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας πληροφόρησε την Αρμόδια Αρχή ότι η ακύρωση του διορισμού του Ε.Μ. έγινε γιατί η Ε.Δ.Υ. “δεν έκανε τη δέουσα έρευνα για τη διαπίστωση του κατά πόσο το Ε.Μ. κατείχε τα προβλεπόμενα από τα σχέδια υπηρεσίας της θέσης προσόντα, τόσο σε σχέση με το πτυχίο που απαιτείται όσο και τη γνώση της ελληνικής γλώσσας”. Η γνωμάτευση κατέληξε ως εξής:
“Το Δικαστήριο δεν προέβη σε οποιοδήποτε εύρημα σε σχέση με την κατοχή ή όχι των πιο πάνω προσόντων από το ενδιαφερόμενο πρόσωπο, ούτε και από την απόφαση διακρίνεται οποιαδήποτε τάση του Δικαστηρίου προς την κατεύθυνση αυτή.
Η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου έχει εφεσιβληθεί και το γεγονός αυτό ήδη έχει γνωστοποιηθεί τόσο προς την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας όσο και προς εσάς.
Έχοντας υπόψη τόσο τις πρόνοιες του άρθρου 42 του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου όσο και την απόφαση του Δικαστηρίου και τη νομολογία που αφορά στους αναπληρωματικούς διορισμούς, έχω την άποψη ότι δεν εμποδίζεστε να προβείτε σε σύσταση στην Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας για διο[*1148]ρισμό του κ. Δημήτρη Λαζαρίδη ως Αν. Διευθυντή στο Ανώτερο Τεχνολογικό Ινστιτούτο.
Δεν εξετάζω άλλες δυνατότητες τις οποίες μπορεί να έχετε με βάση το Νόμο.”
Η προσβαλλόμενη με την προσφυγή απόφαση λήφθηκε την 1.9.2000. Την παραθέτω:
“Ω.(2) Σύσταση της αρμόδιας αρχής για διορισμό του ΛΑΖΑΡΙΔΗ Δημήτριου, Προϊσταμένου Κλάδου Σπουδών, ως Αναπληρωτή Διευθυντή του Ανώτερου Τεχνολογικού Ινστιτούτου.
Ο Αναπληρωτής Γενικός Διευθυντής, Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, με επιστολή του με αρ. ΥΕ 54/61/ΙΙ και ημερομηνία 28.8.2000, πληροφόρησε την Επιτροπή ότι η θέση Διευθυντή του Ανώτερου Τεχνολογικού Ινστιτούτου είναι κενή λόγω ακύρωσης από το Ανώτατο Δικαστήριο της προαγωγής του Λαζαρίδη Δημήτριου στην εν λόγω θέση και σύστησε να διοριστεί ο Λαζαρίδης, που τώρα κατέχει τη θέση Προϊσταμένου Κλάδου Σπουδών, ως Αναπληρωτής Διευθυντής του Ανώτερου Τεχνολογικού Ινστιτούτου, επιπρόσθετα με τα καθήκοντα της θέσης του.
Με την πιο πάνω επιστολή του ο Αναπληρωτής Γενικός Διευθυντής διαβιβάζει σχετική γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα, ημερομηνίας 28.8.2000, σύμφωνα με την οποία δεν υπάρχει κώλυμα για την υποβολή σύστασης στην Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας για διορισμό του Λαζαρίδη ως Αναπληρωτή Διευθυντή του Ανώτερου Τεχνολογικού Ινστιτούτου.
Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας, αφού έλαβε υπόψη τη σύσταση της αρμόδιας αρχής και υπό το φως της γνωμάτευσης της Νομικής Υπηρεσίας αποφάσισε με βάση όλα τα στοιχεία που έχει στη διάθεση της να διορίσει τον ΛΑΖΑΡΙΔΗ Δημήτριο ως Αναπληρωτή Διευθυντή του Ανώτερου Τεχνολογικού Ινστιτούτου από σήμερα, 1.9.2000, επιπρόσθετα με τα καθήκοντα της θέσης του.”
Η αίτηση για προσωρινό διάταγμα επιδόθηκε στην Ε.Δ.Υ. και στο Ε.Μ. μετά από οδηγίες του Δικαστηρίου.
Με την ένστασή της η Ε.Δ.Υ. υποστήριξε ότι:
“(α) Δεν συντρέχει οποιοσδήποτε λόγος που να δικαιολογεί την έκδοση του αιτούμενου προσωρινού διατάγματος.
(β) Δεν υπάρχει έκδηλη ή οποιασδήποτε άλλης μορφής παρανομία της προσβαλλόμενης πράξης, ούτε σοβαρή πιθανότητα να υποστεί ο αιτητής ανεπανόρθωτη ζημιά αν δεν εκδοθεί το αιτούμενο προσωρινό διάταγμα.
(γ) Οι λόγοι στους οποίους ο αιτητής στηρίζει την αίτησή του για έκδοση του αιτούμενου προσωρινού διατάγματος και ειδικότερα ο ισχυρισμός του ότι οι καθ’ ων η αίτηση δεν προέβησαν σε δέουσα έρευνα της κατοχής του προσόντος της πολύ καλής γνώσης της ελληνικής γλώσσας αφορά την ουσία της υπόθεσης και ως εκ τούτου δεν μπορούν να κριθούν στο παρόν στάδιο.”
Ο λόγος ένστασης (β) πιο πάνω έχει υιοθετηθεί και από το Ε.Μ. με την προσθήκη ότι η Ε.Δ.Υ. άσκησε διακριτική εξουσία ορθά και νόμιμα προς το συμφέρον της διοίκησης και ότι “η ακυρωτική απόφαση επέβαλε στη διοίκηση να λάβει προσωρινά κατά το Νόμο μέτρα και αυτό έπραξε χάριν του συμφέροντος της υπηρεσίας”.
Ο κ. Λυσάνδρου, εκ μέρους του αιτητή, υποστήριξε ότι με την ακυρωτική απόφαση τα προσόντα του Ε.Μ. είχαν τεθεί υπό αμφισβήτηση και διερεύνηση. Δυνάμει του Καν. 10* της πιο πάνω Κ.Δ.Π. 98/91 ο αναπληρωματικός διορισμός είναι δυνατός “νοουμένου ότι ο υπάλληλος που συνιστάται για τέτοιο διορισμό κατέχει τα προσόντα της θέσης και αναμένεται απ’ αυτόν να εκτελεί όλα τα καθήκοντα και να αναλάβει όλες τις ευθύνες της θέσης”. Στην παρούσα υπόθεση - συνεχίζει η εισήγηση - έγινε αναπληρωματικός διορισμός κατά πλήρη παραβίαση του δεδικασμένου ενώ [*1150]η Ε.Δ.Υ. είχε υποχρέωση να απέχει “από πάσα ενέργεια αντίθετη προς τα κριθέντα υπό του δικαστηρίου”.
Ενώ τα προσόντα του Ε.Μ. ήταν υπό αμφισβήτηση και διερεύνηση η αρμόδια αρχή έκαμε τη δική της εκτίμηση για την κατοχή των προσόντων από το Ε.Μ. και η Ε.Δ.Υ. χωρίς να πεί οτιδήποτε για τα προσόντα ή να ασχοληθεί με το θέμα των προσόντων προέβει στον αναπληρωματικό διορισμό παραβιάζοντας το δεδικασμένο. Πρόκειται - κατέληξε ο ευπαίδευτος συνήγορος - για έκδηλη, προφανή και σκανδαλώδη παρανομία.
Η κα. Αντωνίου, εκ μέρους της Ε.Δ.Υ., υπέβαλε ότι με την ακυρωτική απόφαση δεν έχει διαπιστωθεί ότι το Ε.Μ. δεν κατέχει τα προσόντα. Οι αναπληρωματικοί διορισμοί δεν είναι μόνιμοι και διενεργούνται προς το συμφέρον της δημόσιας υπηρεσίας. Η Ε.Δ.Υ. ήταν δεσμευμένη από τη σύσταση της Αρμόδιας Αρχής και εν όψει και της γνωμάτευσης του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα ήταν υποχρεωμένη να ακολουθήσει την πορεία που έχει υιοθετήσει.
Ο κ. Αγγελίδης, εκ μέρους του Ε.Μ., υιοθέτησε τις θέσεις της κας Αντωνίου και πρόσθεσε τα ακόλουθα:
Εφόσον η Ε.Δ.Υ. είχε ενώπιον της την εισήγηση της Αρμόδιας Αρχής και τη γνωμάτευση του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα δεν είχε υποχρέωση, κατά το άρθρο 42 του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου, 1990 (Ν. 1/90) να εξετάσει εάν η σύσταση της Αρμόδιας Αρχής είναι βεβαιωτική ότι ο συστηθείς κατέχει και τα προσόντα. Σε αυτό το πρόωρο στάδιο το δικαστήριο δεν μπορεί να αποφανθεί ότι υπάρχει έκδηλη παρανομία. Ένα από τα απαραίτητα στοιχεία της διαδικασίας χορήγησης προσωρινών διαταγμάτων είναι “να μην αποφασίζεται από τώρα η ουσία της υπόθεσης” γιατί αν το δικαστήριο αποφασίσει ότι “δεν έχει προηγηθεί η δέουσα έρευνα τότε θα αποφασίσει την ουσία της υπόθεσης”.
Στη Μιχαήλ ν. Α.ΤΗ.Κ. (Aρ. 1) (1997) 4 A.A.Δ. 90 έχω προβεί σε επισκόπηση της σχετικής με το θέμα των προσωρινών διαταγμάτων νομολογίας. Μεταφέρω το σχετικό απόσπασμα:
“Η έκδοση προσωρινού διατάγματος διέπεται από τον Καν. 13 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962. Ο τελευταίος έχει επανειλημμένα ερμηνευθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο. Συνοψίζω τις θέσεις της νομολογίας μας:
[*1151](1) Το προσωρινό διάταγμα αποτελεί μια εξαιρετική θεραπεία επειδή εκδίδεται εκτός του πλαισίου της δίκης της έρευνας της ουσίας της υπόθεσης η οποία αποτελεί το φυσικό βήμα για την άσκηση της διοικητικής δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου και την χορήγηση των σχετικών θεραπειών.
(2) Προσωρινό διάταγμα μπορεί να χορηγηθεί αν συντρέχουν οι πιο κάτω προϋποθέσεις:
(α) Μαρτυρία για ανεπανόρθωτη ζημία δηλαδή ζημία η οποία δεν μπορεί να θεραπευθεί από οποιαδήποτε από τις θεραπείες οι οποίες είναι διαθέσιμες μετά την ακύρωση της διοικητικής πράξεως. Ακόμη και αν υφίσταται τέτοια ζημία το δικαστήριο μπορεί να αρνηθεί την χορήγηση του διατάγματος αν πρόκειται να δημιουργηθούν ανυπέρβλητα προσκόμματα στη λειτουργία της Διοίκησης, και
(β) Έκδηλη παρανομία (Βλ. Moyo and Another v. Republic (1988) 3 Α.Α.Δ. 1203, 1208, Σοφοκλέους ν. Δημοκρατίας (1971) 3 Α.Α.Δ. 345, Γεωργιάδης ν. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (1965) 3 Α.Α.Δ. 392).
Σχετικά με την έκδηλη παρανομία στην Κροκίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 A.A.Δ. 1857 (απόφαση Ολομέλειας) έχει γίνει επισκόπηση της σχετικής νομολογίας. Παραθέτω το σχετικό απόσπασμα:
‘Είναι η κατάλληλη στιγμή να αναφερθούμε στη σημασία της φράσης ‘προφανής παρανομία’. Το εννοιολογικό της πλαίσιο προσδιόρισε η νομολογία. Η πρώτη διαπίστωση είναι ότι υποδηλώνει τις περιπτώσεις που η παραβίαση είναι οφθαλμοφανής χωρίς να χρειάζεται διερεύνηση αντιφατικών γεγονότων. Στο σημείο αυτό η απόφαση Φράγκος και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (1982) 3 Α.Α.Δ. 53 στη σελ. 57 διευκρινίζει:
‘For the court to act, the illegality must be palpably identifiable without having to probe into disputed facts.’
Ακολουθεί σε γενικευτική διατύπωση η σημασία του όρου,
‘Although what amounts to flagrant illegality, is nowhere exhaustively defined, it appears to me to involve a clear violation of the procedure envisaged by the law or unquestionable disregard of the fundamental precepts of administrative law ...’
Οι σκέψεις του δικαστηρίου επαναλαμβάνονται αυτούσιες στην απόφαση της Ολομέλειας Moyo & Another v. The Republic (1988) 3 Α.Α.Δ. 1203:
‘For the illegality to qualify as flagrant, it must be glaring and as such self evident and immediately identifiable.’
Θα προσθέταμε ότι η έκδηλη παρανομία είναι έννοια που προκύπτει από την αντιδιαστολή της προς την παρανομία.”
Ο αιτητής δεν έχει προβάλει θέμα ανεπανόρθωτης ζημιάς. Έχει προβάλει μόνο θέμα έκδηλης παρανομίας. Έχει νομολογηθεί ότι η έκδηλη παρανομία συνιστά λόγο για τη χορήγηση προσωρινού διατάγματος ακόμη και στην απουσία ανεπανόρθωτης ζημιάς και έστω και αν θα προκληθούν σοβαρά προβλήματα στη διοίκηση. Ωστόσο η έκδηλη παρανομία αποτελεί λόγο ο οποίος πρέπει να προσεγγίζεται με τη μεγαλύτερη προσοχή γιατί μπορεί να ισοδυναμεί με απόφαση επί της ουσίας της υπόθεσης. Η χορήγηση αναστολής είναι πάντοτε θέμα διακριτικής ευχέρειας και όχι θέμα δικαιώματος (βλ. Sofocleous v. Republic (1971) 3 C.L.R. 345).
Η διενέργεια αναπληρωματικών διορισμών στη δημόσια υπηρεσία διέπεται από το άρθρο 42* του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου, 1990 (Ν. 1/90) και από τον Καν. 10 της πιο πάνω Κ.Δ.Π. 98/91 (έχει παρατεθεί στη σελ. 1149, πιο πάνω). Σχεδόν παρόμοια πρόνοια υπήρχε και στο άρθρο 42 του προηγούμενου περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου 1967 (Ν. 33/67). Η σχετική πρόνοια του άρθρου 42 του Νόμου 33/67 έχει ερμηνευθεί στην Olympios v. Republic (1974) 3 C.L.R. 17. Κρίθηκε ότι από το λεκτικό του άρθρου 42(1) είναι καθαρό πως εφόσον η Αρμόδια Αρχή συστήσει οποιοδήποτε πρόσωπο που κατέχει τα απαραίτητα προσόντα για τη θέση η Ε.Δ.Υ. υποχρεούται να προβεί στο διορισμό και δεν μπορεί να ζητήσει αιτήσεις από άλλα πρόσωπα για να προβεί στην επιλογή της.
[*1153]Αναφορικά με το θέμα των ανυπέρβλητων εμποδίων στο έργο της διοίκησης ο αιτητής ισχυρίστηκε στη σχετική ένορκη δήλωση του ότι η “έκδοση προσωρινού διατάγματος δεν μπορεί να δημιουργήσει ανυπέρβλητα εμπόδια στο έργο της διοίκησης αφού πλην του ενδιαφερομένου προσώπου υπάρχουν 3 άλλοι προϊστάμενοι κλάδων οι οποίοι πληρούν τα απαιτούμενα προσόντα για τη θέση Διευθυντή του ΑΤΙ και όπως έχει γίνει και στο παρελθόν οιοσδήποτε από αυτούς μπορεί να διορισθεί δεόντως να εκτελεί καθήκοντα για τον Διευθυντή βάσει του άρθρου 26, εδάφιο 2 του περί Ερμηνείας Νόμου, Κεφ. 1 ή βάσει του άρθρου 42 του Νόμου 1/90 και του Καν. 10 της Κ.Δ.Π. 98/91 δι’ οιονδήποτε χρονικόν διάστημα ήθελεν ανασταλεί ο επίδικος διορισμός”.
Όπως έχει ήδη αναφερθεί η κα. Αντωνίου υπέβαλε ότι οι αναπληρωματικοί διορισμοί διενεργούνται προς το συμφέρον της δημόσιας υπηρεσίας. Δεν έχει υποδείξει με ποιό τρόπο εξυπηρετούνται τα συμφέροντα της δημόσιας υπηρεσίας - και κατ’ επέκταση το δημόσιο συμφέρον - με το διορισμό του Ε.Μ. και όχι με το διορισμό ενός από τους άλλους 3 προσοντούχους υποψηφίους. Τονίζεται συναφώς ότι σύμφωνα με την ελληνική νομολογία το βάρος επικλήσεως λόγων δημοσίου συμφέροντος το φέρει η διοίκηση (Βλ. “Η Δικαστική Αναστολή Εκτελέσεως των Διοικητικών Πράξεων”, Τρίτη έκδοση, σελ. 86-87, του Βασίλειου Σκουρή: “Εάν και σε ποιόν βαθμό η αναστολή εκτελέσεως θα επιφέρει προσκόμματα στην εύρυθμη λειτουργία της διοικήσεως, όπως και εάν και σε ποιόν βαθμό εμποδίζουν την αναστολή λόγοι δημόσιου συμφέροντος, ερευνά κατά κανόνα η Επιτροπή Αναστολών. Παρόλα αυτά, πολλές αποφάσεις επιρρίπτουν στη διοίκηση το βάρος επικλήσεως των λόγων δημοσίου συμφέροντος, οι οποίοι (ενδεχομένως) επιβάλλουν την άμεση εκτέλεση της διοικητικής πράξεως. Φαίνεται μάλιστα ότι έχει διαμορφωθεί και νομολογιακός κανόνας, σύμφωνα με τον οποίο ‘συντρέχει περίπτωσις χορηγήσεως της αιτούμενης αναστολής, εφόσον η διοικησις δεν επικαλείται ότι εκ της αναστολής θα παραβλαβθή το δημόσιον συμφέρον’. Η τάση αυτή του ΣτΕ οφείλεται ασφαλώς στο γεγονός ότι το δημόσιο συμφέρον υπηρετεί και διαφυλάσσει κατεξοχήν η διοίκηση”).
Στην παρούσα υπόθεση η Ε.Δ.Υ. είχε ενημερωθεί για το περιεχόμενο της ακυρωτικής απόφασης. Με την απόφαση εκείνη, καθώς έχει ήδη αναφερθεί, είχε ακυρωθεί ο διορισμός του Ε.Μ. στην επίδικη θέση λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας σε σχέση με την κατοχή - από το Ε.Μ. - των προβλεπόμενων από τα σχέδια υπηρεσίας προσόντων. Η ακυρωτική απόφαση διαλαμβάνει την εξής προέκταση:
[*1154]Το Ε.Μ. δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ως προσοντούχος υποψήφιος για τη θέση εκτός αν είχε προηγηθεί η έρευνα την οποία είχε υποδείξει το δικαστήριο, και διαπίστωση της Ε.Δ.Υ., μετά την έρευνα, ότι ο αιτητής κατέχει τα προσόντα.
Ενώ ήταν ενήμερη της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου και, κατά τεκμήριο, και των προεκτάσεων της και ενώ ο πιο πάνω Καν. 10 καθιστά επιτακτική την κατοχή των σχετικών προσόντων από τον υποψήφιο που συστήνεται από την Αρμόδια Αρχή η Ε.Δ.Υ. προχώρησε να υιοθετήσει τη σύσταση της Αρμόδιας Αρχής και να προβεί στον επίδικο διορισμό.
Η αναφορά της Αρμόδιας Αρχής ότι το Ε.Μ. “κατέχει τα απαιτούμενα προσόντα της θέσης” δεν ήταν δεσμευτική για την Ε.Δ.Υ. για τους πιο κάτω δύο βασικούς λόγους:
(α) Λόγω του δεδικασμένου με το οποίο στην ουσία τα προσόντα του Ε.Μ. είχαν τεθεί υπό αμφισβήτηση και διερεύνηση, και
(β) Λόγω του ότι η διαπίστωση της κατοχής των προσόντων ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του διορίζοντος οργάνου (βλ. Σελεάρης ν. Δημοκρατίας (1999) 3 A.A.Δ. 602, Επαμεινώνδας ν. Ρ.Ι.Κ. (1998) 3 A.A.Δ.376 και Θεοφίλου ν. Δημοκρατίας (1999) 3 A.A.Δ. 181).
Ούτε ήταν δεσμευτική για την Ε.Δ.Υ. η γνωμάτευση του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας γιατί η γνωμάτευση εκείνη δεν την είχε απαλλάξει από την πρωτογενή ευθύνη της να διαπιστώσει αν ο συστηθείς κατέχει ή όχι τα προσόντα. Πρόσθετα με τη γνωμάτευση δεν υποδείχθηκε ότι το Ε.Μ. κατέχει τα προσόντα. Υποδείχθηκε ότι μπορούσε να συστηθεί για τη θέση. Εναπόκειτο στη συνέχεια στην Ε.Δ.Υ. να διαπιστώσει αν κατείχε τα προσόντα εν όψει του δεδικασμένου και των προνοιών του Καν. 10.
Θεωρώ ότι εν όψει των προνοιών του Καν. 10 και της ακυρωτικής απόφασης ο διορισμός του Ε.Μ. στην επίδικη θέση χωρίς να είχε προηγηθεί έρευνα από την Ε.Δ.Υ. - με τον τρόπο που είχε υποδειχθεί στην ακυρωτική απόφαση - και διαπίστωση της για την κατοχή, από το Ε.Μ., των προσόντων του σχεδίου υπηρεσίας, συνιστά κατάφορη παραβίαση του δεδικασμένου.
Στην παρούσα υπόθεση δεν υπάρχουν αντιφατικά γεγονότα τα οποία χρειάζονται οποιαδήποτε διερεύνηση. Το κυρίαρχο γεγονός το οποίο είναι κοινώς αποδεκτό είναι: Η ύπαρξη της ακυρωτικής [*1155]απόφασης με την οποία είχαν τεθεί υπό διερεύνηση τα προσόντα του αιτητή και η λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης χωρίς να είχε προηγηθεί η έρευνα που είχε υποδειχθεί με την ακυρωτική απόφαση. Και αυτό παρά τις πρόνοιες του Καν. 10 της Κ.Δ.Π. 98/91. Η παραβίαση του δεδικασμένου είναι, επομένως, οφθαλμοφανής. Ισοδυναμεί με έκδηλη παρανομία εντός της έννοιας που έχει προδιαγραφεί από τη νομολογία.
Σαν αποτέλεσμα της διαπίστωσης μου για την ύπαρξη έκδηλης παρανομίας στην άσκηση της διακριτικής μου ευχέρειας θεωρώ ότι το αιτηθέν προσωρινό διάταγμα πρέπει να εκδοθεί. Εκδίδεται, επομένως, προσωρινό διάταγμα ως η παραγ. Α της αίτησης, με έξοδα υπέρ του αιτητή και εναντίον της Ε.Δ.Υ.. Καμιά διαταγή για τα έξοδα του Ε.Μ..
Διαταγή ως ανωτέρω.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο