Παρασκευά Σαμαρά ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας, Υπόθεση Αρ. 1356/99, 16.2.2001 Παρασκευά Σαμαρά ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας, Υπόθεση Αρ. 1356/99, 16.2.2001

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Υπόθεση Αρ. 1356/99

Ενώπιον: ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗ, Δ.

Αναφορικά με τα Άρθρα 28 και 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

Παρασκευά Σαμαρά από τη Λάρνακα

Αι τητή

- και -

Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω

Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας

Κα θ΄ης η αίτηση

- - - - - -

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 16.2.2001

Για τον αιτητή: κ. Α. Σ. Αγγελίδης.

Για την καθ΄ης η αίτηση: κα Ρ. Πετρίδου, Ανώτερη Δικηγόρος της

Δημοκρατίας.

- - - - - -

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Ο αιτητής και τα ενδιαφερόμενα μέρη ήταν υποψήφιοι για τη θέση Βοηθού Διευθυντή Σχολείων Μέσης Γενικής Εκπαίδευσης για τη Φυσική Αγωγή. Η θέση είναι προαγωγής. Αφού προκηρύχθηκαν πέντε θέσεις, υποβλήθηκαν τριάντα-δύο αιτήσεις. Ακολούθως συστάθηκε Συμβουλευτική Επιτροπή με βάση το άρθρο 35 Β(1) των περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμων (ο Νόμος). Μετά από μελέτη των προσωπικών φακέλων και των φακέλων υπηρεσιακών εκθέσεων των υποψηφίων, και αφού διαπίστωσε ότι όλοι οι υποψήφιοι είχαν τα προσόντα του Σχεδίου Υπηρεσίας, και κανένας πρόσθετα προσόντα, η Συμβουλευτική Επιτροπή, βάσει των παραγράφων (α) και (γ) του εδαφίου (4) του άρθρου 35 Β(1) του Νόμου, προχώρησε στην αριθμητική αποτίμηση της αξίας και της αρχαιότητας των υποψηφίων σε μονάδες, και, ακολούθως, κατάρτισε κατάλογο δεκαπέντε υποψηφίων που προτείνονταν για προαγωγή. Μεταξύ των προτεινομένων περιλαμβάνονταν τα πέντε ενδιαφερόμενα μέρη, όχι όμως και ο αιτητής.

Μετά την ανάρτηση του καταλόγου των προτεινόμενων για προαγωγή, ο αιτητής απευθύνθηκε προς την καθ΄ης η αίτηση Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας με την ακόλουθη επιστολή, ημερομηνίας 24.6.1999:

«Έντιμε Κύριε,

με την παρούσα επιστολή μου ζητώ να με ενημερώσετε για τους λόγους που δεν επέτρεψαν να συμπεριληφθώ στον κατάλογο των υποψηφίων Βοηθών Διευθυντών (Μέσης Εκπαίδευσης).

(Σας υπενθυμίζω ότι πρόσφατα είχα υποβάλει αίτηση για προαγωγή στη θέση Β.Δ. στον κλάδο Φυσικής Αγωγής).

Σας ευχαριστώ

Παρασκευάς Σαμάρας»

 

Στη συνέχεια, η καθ΄ης η αίτηση, αφού θεώρησε την πιο πάνω επιστολή ως ένσταση, κατά τη συνεδρία της 6.7.1999, την απέρριψε και κατάρτισε τον τελικό κατάλογο στον οποίο περιλαμβάνονταν τα πέντε ενδιαφερόμενα μέρη, όχι όμως και ο αιτητής. Το σχετικό απόσπασμα από τα πρακτικά που τηρήθηκαν έχει ως εξής:

«6.3 Σαμάρας Παρασκευάς

Με επιστολή του ημερ. 24.6.99 υποβάλλει ένσταση για την έκθεση και τον κατάλογο των υποψηφίων που κατάρτισε η Συμβουλευτική Επιτροπή.

Η Επιτροπή αποφασίζει να τον πληροφορήσει ότι ο λόγος για τον οποίο η Συμβουλευτική Επιτροπή δεν τον έχει συμπεριλάβει στον κατάλογο των προτεινομένων για προαγωγή είναι η χαμηλή συνολική βαθμολογία του (193.10 μονάδες). Ο τελευταίος (15ος) προτεινόμενος υποψήφιος από τη Συμβουλευτική Επιτροπή έχει βαθμολογία 210.60 μονάδες.»

Τελικά, η καθ΄ης η αίτηση, ύστερα και από προσωπικές συνεντεύξεις με τους υποψηφίους που περιλαμβάνονταν στον τελικό κατάλογο, με απόφασή της ημερομηνίας 22.7.1999, αποφάσισε την προαγωγή και προήγαγε στις επίδικες θέσεις τα πέντε ενδιαφερόμενα μέρη από 1.9.1999.

Αυτή η απόφαση είναι το αντικείμενο της προσφυγής.

Προβάλλεται ως λόγος ακυρώσεως ότι η απόφαση της καθ΄ης η αίτηση να απορρίψει την ένσταση της 24.6.1999, και να μην συμπεριλάβει τον αιτητή στον τελικό κατάλογο, είναι προϊόν μη δέουσας έρευνας, και συνεπακόλουθης πλάνης περί τα πράγματα, ενώ, ταυτόχρονα, δεν είναι επαρκώς αιτιολογημένη.

Σύμφωνα με το δικηγόρο του αιτητή, η αξιολόγηση (βαθμολογία) του αιτητή για το έτος 1997-1998 έπασχε. Όμως η καθ΄ης η αίτηση παρέλειψε να διερευνήσει, ως όφειλε, αυτό το ζήτημα. Η εν λόγω αξιολόγηση (βαθμολογία) αποτέλεσε αντικείμενο ένστασης που υπέβαλε ο αιτητής προς το Γενικό Επιθεωρητή Εκπαίδευσης στις 28.10.1998. Η ένσταση μελετήθηκε από κλιμάκιο Επιθεωρητών στις 20.1.1999 και κρίθηκε αβάσιμη. Το πόρισμα του κλιμακίου παραπέμφθηκε στο Διευθυντή Μέσης Εκπαίδευσης με την εισήγηση ότι ο αιτητής «ορθά βαθμολογήθηκε». Ο Διευθυντής Μέσης Εκπαίδευσης, αφού αποδέχθηκε την εισήγηση, με επιστολή του ημερομηνίας 29.1.1999, πληροφόρησε τον αιτητή ότι, ύστερα από εξέταση της ένστασής του, κρίθηκε πως ορθά βαθμολογήθηκε. Η καθ΄ης η αίτηση, σύμφωνα πάντοτε με το δικηγόρο του αιτητή, παρά τη γραπτή ένσταση κατά του καταλόγου των προτεινομένων για προαγωγή από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, ήτοι την ένσταση της 24.6.1999, παρέλειψε να ερευνήσει δεόντως, ως όφειλε, κατά πόσο ορθά ή εσφαλμένα, κατά το δικηγόρο του αιτητή εσφαλμένα, ο Διευθυντής Μέσης Εκπαίδευσης απέρριψε την ένσταση του αιτητή της 28.10.1998, ήτοι την ένσταση κατά της αξιολόγησης (βαθμολογίας) του στην Ειδική Έκθεση για το έτος 1997-1998.

Σύμφωνα με τη δικηγόρο της καθ΄ης η αίτηση ο προβαλλόμενος λόγος ακυρώσεως δεν ευσταθεί. Και τούτο για το λόγο ότι ο αιτητής, με τη γραπτή ένσταση της 24.6.1999, δεν πρόβαλε τη θέση ότι, παρά την περί του αντιθέτου κρίση του Διευθυντή Μέσης Εκπαίδευσης, η αξιολόγησή του στην Ειδική Έκθεση για το έτος 1997-1998 έπασχε και ούτε, βέβαια, ζήτησε από την καθ΄ης η αίτηση να προχωρήσει στη διερεύνηση του θέματος. Το άρθρο 35 Β(7) του Νόμου, σύμφωνα πάντοτε με τη δικηγόρο της καθ΄ης η αίτηση, δίδει στον κάθε επηρεαζόμενο υποψήφιο το δικαίωμα να ζητήσει την αναθεώρηση του καταλόγου της Συμβουλευτικής Επιτροπής με γραπτή ένστασή του. Όμως στη γραπτή ένσταση θα πρέπει να αναφέρονται και οι λόγοι πάνω στους οποίους ο υποψήφιος στηρίζει το αίτημά του για αναθεώρηση και ή τα σημεία τα οποία η Επιτροπή θα πρέπει, κατά την άποψή του, να λάβει υπόψη ή να αγνοήσει μέσα στα πλαίσια της ζητούμενης αναθεώρησης. Η Επιτροπή όταν εξετάζει και αποφασίζει πάνω στις ενστάσεις, σύμφωνα με το άρθρο 35 Β(8) του Νόμου, οφείλει να εξετάσει μόνο όσα εγείρονται με την ένσταση. Δεν έχει υποχρέωση, αυτεπάγγελτα, να εξετάζει, ούτε και ν΄ αποφασίζει πάνω σε οποιοδήποτε θέμα που περιέχεται στους προσωπικούς και στους φακέλους υπηρεσιακών εκθέσεων του ενιστάμενου, εφόσον τέτοιο θέμα δεν εξειδικεύεται με τη γραπτή ένσταση που υποβλήθηκε μέσα στα πλαίσια του άρθρου 35 Β(7) του Νόμου. Στην προκείμενη περίπτωση, με την ένσταση της 24.6.1999, ο αιτητής δεν ζήτησε την αναθεώρηση του καταλόγου της Συμβουλευτικής Επιτροπής κατ΄ επίκληση της εσφαλμένης, κατά την άποψή του, αξιολόγησής του για το έτος 1997-1998. Ζήτησε απλώς να πληροφορηθεί από την καθ΄ης η αίτηση τους λόγους για τους οποίους η Συμβουλευτική Επιτροπή δεν τον είχε συμπεριλάβει στον κατάλογο των υποψηφίων που πρότεινε για προαγωγή. Και σε απάντηση, η καθ΄ης η αίτηση τον πληροφόρησε «ότι ο λόγος για τον οποίο η Συμβουλευτική Επιτροπή δεν τον έχει συμπεριλάβει στον κατάλογο των προτεινόμενων για προαγωγή είναι η χαμηλή βαθμολογία του (193.10). Ο τελευταίος (15ος) προτεινόμενος υποψήφιος από τη Συμβουλευτική Επιτροπή έχει βαθμολογία 210.60 μονάδες». Η καθ΄ης η αίτηση, επομένως, δεν παρέλειψε να ερευνήσει δεόντως την εγκυρότητα της αξιολόγησης του αιτητή για το 1997-1998, γιατί, ενόψει του περιεχομένου της ένστασης της 24.6.1999, τέτοια υποχρέωση δεν είχε. Διαζευκτικά, και για τους λόγους που εξήγησε στην αγόρευσή της, η δικηγόρος της καθ΄ης η αίτηση εισηγήθηκε ότι η αξιολόγηση (βαθμολογία) του αιτητή για το 1997-1998, όπως διαφαίνεται από τα στοιχεία του προσωπικού φακέλου και του φακέλου υπηρεσιακών εκθέσεών του, δεν πάσχει καθ΄οιονδήποτε τρόπο.

Η εισήγηση της δικηγόρου της καθ΄ης η αίτηση ότι, αφ΄ ης στιγμής το ζήτημα δεν εγειρόταν με την ένσταση του αιτητή της 24.6.1999, όπως και δεν εγειρόταν, η καθ΄ης η αίτηση δεν είχε υποχρέωση, αυτεπάγγελτα, να εξετάσει την εγκυρότητα της αξιολόγησής του για το 1997-1998, θα ήταν, κατά την άποψή μου, ορθή αν η προσβαλλόμενη απόφαση είχε ληφθεί πριν τις 17.5.1999, όταν το εδάφιο (8) του άρθρου 35 Β του Νόμου, όπως μάλιστα ερμηνεύθηκε από την Ολομέλεια στην υπόθεση Δημοκρατία και Άλλοι ν. Χαραλαμπίδη (1995) 3 ΑΑΔ, σελ. 53, στις σελ. 57 έως 58, είχε ως εξής:

«(8) Η Επιτροπή, εξετάζει και αποφασίζει πάνω στις ενστάσεις το ταχύτερο δυνατόν και στη συνέχεια καταρτίζει τον τελικό κατάλογο των υποψηφίων.»

Όμως, με τον περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας (Τροποποιητικό) (Αρ.3) Νόμο του 1999, που τέθηκε σε ισχύ στις 17.5.1999, (Νόμος 44(1)/99), το εδάφιο (8) του άρθρου 35 Β του Νόμου τροποποιήθηκε και έχει ως εξής:

«(8) Η Επιτροπή εξετάζει και αποφασίζει ως προς τις ενστάσεις το ταχύτερο δυνατό και στη συνέχεια, αφού εξετάσει τη νομιμότητα του καταλόγου που καταρτίστηκε από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, ανεξάρτητα από το αν έχουν ή όχι υποβληθεί ενστάσεις, καταρτίζει τον τελικό κατάλογο των υποψηφίων.».

(υπογράμμιση δική μου).

Από το πιο πάνω νέο εδάφιο (8) του άρθρου 35 Β, που, σημειωτέον, ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο, προκύπτει, κατά την άποψή μου, με σαφήνεια, ότι η Επιτροπή έχει υποχρέωση, αυτεπάγγελτα, ανεξάρτητα δηλαδή από το αν έχουν ή όχι υποβληθεί, και τι είδους ή περιεχομένου, ενστάσεις, να εξετάζει τη νομιμότητα του καταλόγου που καταρτίστηκε από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, προτού η ίδια καταρτίσει τον τελικό κατάλογο των υποψηφίων. Επομένως, στην προκείμενη περίπτωση, και ανεξάρτητα από την ένσταση της 24.6.1999, η καθ΄ης η αίτηση είχε την υποχρέωση, μέσα στα πλαίσια της εξέτασης της νομιμότητας του καταλόγου της Συμβουλευτικής Επιτροπής, να εξετάσει και το κατά πόσο ορθά ή εσφαλμένα ο Διευθυντής Μέσης Εκπαίδευσης απέρριψε την ένσταση του αιτητή της 28.10.1998, ήτοι την ένστασή του κατά της αξιολόγησης (βαθμολογίας) του στην Ειδική Έκθεση για το έτος 1997-1998. Είναι πρόδηλο ότι η καθ΄ης η αίτηση δεν έπραξε κάτι τέτοιο. Αφού, μετά που εξέτασε την ένσταση της 24.6.1999, αποφάσισε να πληροφορήσει τον αιτητή για τον λόγο για τον οποίο η Συμβουλευτική Επιτροπή δεν τον είχε συμπεριλάβει στον κατάλογο των προτεινομένων για προαγωγή, θεώρησε, στη συνέχεια, τον εαυτό της δεσμευμένο να επιλέξει τους καταλληλότερους υποψήφιους από τον κατάλογο που καταρτίστηκε από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, χωρίς, προηγουμένως, να εξετάσει τη νομιμότητά του, κάτι που περιλάμβανε και την εξέταση της εγκυρότητας της αξιολόγησης του αιτητή για το έτος 1997-1998. Τούτο σημαίνει ότι πράγματι η τελική απόφαση της καθ΄ης η αίτηση πάσχει ως προϊόν μη δέουσας έρευνας κατά πόσο ορθά ή εσφαλμένα απορρίφθηκε η ένσταση του αιτητή της 28.10.1998 αναφορικά με την αξιολόγησή του για το έτος 1997-1998.

Περιττό να σημειώσω ότι, εφόσον το ζήτημα της ορθότητας της αξιολόγησης του αιτητή για το έτος 1997-1998 δεν ερευνήθηκε δεόντως από την καθ΄ης η αίτηση, όπως αυτή είχε υποχρέωση σύμφωνα με το νέο εδάφιο (8) του άρθρου 35 Β του Νόμου, δεν είναι της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου να το διερευνήσει και να αποφανθεί, στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας, όπως έχει εισηγηθεί, διαζευκτικά, η δικηγόρος της καθ΄ης η αίτηση.

Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.

Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται βάσει του Άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος.

 

Ρ. Γαβριηλίδης

Δ.

 

 

 

 

 

 

/ΧΤΘ

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο