Ανδρέα Δημοσθένους Μιχαηλίδη ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπουργού Δικαιοσύνης κ.α., Υπόθεση Αρ. 1344/99, 22 Μαρτίου 2001 Ανδρέα Δημοσθένους Μιχαηλίδη ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπουργού Δικαιοσύνης κ.α., Υπόθεση Αρ. 1344/99, 22 Μαρτίου 2001

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Υπόθεση Αρ. 1344/99

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗ, Δ.

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

Ανδρέα Δημοσθένους Μιχαηλίδη

Αιτητή

και

Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω

1. Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως

2. Αρχηγού Αστυνομίας

Καθ΄ων η Αίτηση

--------------

22 Μαρτίου 2001

Για τον Αιτητή: κ. Καντούντας για Παπαχαραλάμπους και Αγγελίδη.

Για τους Καθ΄ων η Αίτηση: κ. Γ. Γεωργαλλής, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα.

-------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Ο Αιτητής επιδιώκει με την προσφυγή του την ακύρωση της προαγωγής των ένδεκα Ενδιαφερομένων Μερών στη θέση του Ανώτερου Υπαστυνόμου. Τελικά η προσφυγή απεσύρθη όσον αφορά το Ενδιαφερόμενο Μέρος κ. Γιάλλουρο στον οποίο δεν είχε επιδοθεί.

Η διαδικασία είχε αρχίσει με διορισμό Επιτροπής Αξιολόγησης από τον Υπουργό Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως για ετοιμασία έκθεσης αξιολόγησης για κάθε υποψήφιο. Ο Υπουργός διόρισε επίσης Συμβούλιο Κρίσεως το οποίο, αφού διενήργησε προσωπικές συνεντεύξεις των υποψηφίων που αξιολογήθησαν από την Επιτροπή Αξιολόγησης, κατάρτισε κατάλογο των υποψηφίων που σύστησε για προαγωγή. Ο Αρχηγός της Αστυνομίας, με βάση τον κατάλογο αυτό, στον οποίο περιλαμβάνετο και ο Αιτητής, αποφάσισε την προαγωγή των Ενδιαφερομένων Μερών. Οι προαγωγές εγκρίθησαν στη συνέχεια από τον Υπουργό.

Η θέση της Δημοκρατίας είναι ότι ο Αρχηγός, κατά την επιλογή του, ακολούθησε ουσιαστικά τη σειρά βαθμολογίας των υποψηφίων από το Συμβούλιο Κρίσεως και την Επιτροπή Αξιολόγησης. Τούτο, εξάλλου, συνιστούσε και το λόγο που δόθηκε στον Αιτητή από τον Αρχηγό για το ότι δεν επελέγη, εφ΄όσον ο ίδιος ήταν 31ος κατά σειρά βαθμολογίας και προήχθησαν 15 υποψήφιοι, όλοι με υψηλότερη βαθμολογία εκείνης του Αιτητή.

Για να γίνουν κατανοητές οι εισηγήσεις του ευπαιδεύτου συνηγόρου για τον Αιτητή είναι αναγκαίο να γίνει αναφορά στη μέθοδο που ακολούθησε η Επιτροπή Αξιολόγησης και το Συμβούλιο Κρίσεως. Η έκθεση της Επιτροπής Αξιολόγησης για τον κάθε υποψήφιο συνίσταται, στο Μέρος ΙΙ, σε εννέα κατηγορίες, δηλαδή (1) Διοικητικά Προσόντα, (2) Νοημοσύνη, Κρίση και Ευθυκρισία, (3) Αίσθημα Πειθαρχίας, (4) Απόδοση, (5) Ενεργητικότητα, (6) Προσωπικό Κύρος και Προσωπικότητα, (7) Κατάρτιση στα Αστυνομικά Καθήκοντα, (8) Ικανότητα Διεκπεραίωσης Καθηκόντων, (9) Ικανότητα Εξασφάλισης Αποτελεσματικής Απόδοσης Υφισταμένων, η κάθε μια των οποίων επεξηγείται ως προς το περιεχόμενο της. Για κάθε κατηγορία υπάρχουν πέντε τετράγωνα με αντίστοιχους χαρακτηρισμούς Εξαίρετος, Πολύ Καλός, Καλός, Μέτριος, Ανεπαρκής, σημειώνεται δε ένα από τα τετράγωνα αυτά από την Επιτροπή. Προφανώς για κάθε κατηγορία η ανώτατη βαθμολογία είναι το 5, με ανάλογη διαβάθμιση του κάθε χαρακτηρισμού.

Το Συμβούλιο Κρίσεως είχε ενώπιον του τη συνολική βαθμολογία του κάθε υποψήφιου από την Επιτροπή Αξιολόγησης. Προέβη δε και το ίδιο σε δική του βαθμολόγηση των υποψηφίων επί τη βάσει της ενώπιον του προσωπικής συνέντευξης. Η βαθμολόγηση αυτή έγινε σε αναφορά με πέντε πτυχές, (1) ερωτήσεις σε θέματα αστυνομικής πρακτικής εφαρμογής, (2) ερωτήσεις σε θέματα γενικών γνώσεων, (3) ικανότητα εκφράσεως, (4) αυτοπεποίθηση/αυτοέλεγχος, (5) εμφάνιση, με ανώτατη βαθμολογία το 20, 10, 5, 5 και 5 αντίστοιχα. Πρόσθετα, το Συμβούλιο Κρίσεως προέβη και σε άλλη αξιολόγηση με βάση τα στοιχεία του προσωπικού φακέλου και του ατομικού δελτίου του κάθε υποψηφίου σε δέκα κατηγορίες, με ανώτατη συνολική βαθμολογία το 10.

Όλες οι πιο πάνω βαθμολογίες προστίθεντο για τον κάθε υποψήφιο, παράγοντας την ολική του βαθμολογία με βάση την οποία ο Αρχηγός, με τρεις εξαιρέσεις, απεφάσισε τις προαγωγές. Μεταξύ των προαχθέντων, την υψηλότερη βαθμολογία είχε ο κ. Κυριάκου (91.59) και τη χαμηλότερη το Ενδιαφερόμενο Μέρος κ. Φιλίππου (85.18). Ο Αιτητής, καταταγείς 31ος όπως ελέχθη, είχε βαθμολογία 83.26.

Η βασική εισήγηση του ευπαιδεύτου συνηγόρου για τον Αιτητή είναι ότι όλες οι πιο πάνω βαθμολογήσεις των υποψηφίων είναι αναιτιολόγητες, παραπέμποντας και στην απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Ευθυμίου, ΑΕ2743, 20.7.2000. Η Ευθυμίου όμως αφορούσε διαδικασίες δυνάμει του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 (Ν.1/90), το άρθρο 34(10) του οποίου απαιτεί αιτιολογία. Έγινε μάλιστα και ρητή διαφοροποίηση της από της υπόθεση Δημοκρατία ν. Αντωνίου (1993) 3 ΑΑΔ 325, η οποία ήταν πανομοιότυπη προς την ενώπιον μου υπόθεση, με βάση το ότι οι περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμοί του 1989, ΚΔΠ 52/89, βάσει των οποίων έγινε η αξιολόγηση, δεν επιβάλλουν την αιτιολόγηση της.

Η τοποθέτηση της Ολομέλειας επί του θέματος, όπως προκύπτει από την πιο πάνω νομολογία, είναι καθοριστική και στην παρούσα προσφυγή. Ούτε ο Κανονισμός 6(3), που αφορά την αξιολόγηση της Επιτροπής Αξιολόγησης, ούτε ο Κανονισμός 8(2) και 8(4), που αφορά την αξιολόγηση του Συμβουλίου Κρίσεως, απαιτούν αιτιολόγηση. Όπως απεφασίσθη δε στην Αντωνίου, το σχετικό έντυπο, που ήταν το ίδιο με εκείνο στην προκειμένη περίπτωση, συνιστά έγκυρη διοικητική εφαρμογή του Κανονισμού και η ιδέα της βαθμολόγησης η οποία το διέπει συνάδει με τους Κανονισμούς όσο και με την αρχή της ισότητας ως ενιαίο μέτρο κρίσεως. Η Ευθυμίου αναγνωρίζει ότι, καθ΄ όσον το θέμα ρυθμίζεται ειδικά από το νομοθέτη, η αρχή της αιτιολόγησης, ως γενική αρχή του διοικητικού δικαίου, υποχωρεί ανάλογα. Εφ΄όσον η μέθοδος της βαθμολόγησης υιοθετείται στο ειδικό έντυπο που καθόρισε ο Αρχηγός και ενέκρινε ο Υπουργός σύμφωνα με τους Κανονισμούς 6(3) και 8(4) και συνάδει με τους Κανονισμούς, δεν τίθεται θέμα περαιτέρω εφαρμογής της γενικής αρχής της αιτιολόγησης.

Η δεύτερη εισήγηση του κ. Καντούνα είναι ότι δεν γίνεται οποιαδήποτε αναφορά στις βαθμολογίες του Αιτητή από την Επιτροπή Αξιολόγησης στις κατηγορίες 7, 8 και 9, με αποτέλεσμα να μην υπήρξε δέουσα έρευνα. Αυτό όμως διευκρινίσθηκε στη συνέχεια, ότι εκ παραδρομής δεν περιλήφθηκε στα φωτοαντίγραφα που εδόθησαν η σελίδα που αφορούσε τις εν λόγω τρεις κατηγορίες, και δεν τίθεται πλέον θέμα.

Ο κ. Καντούνας λέγει επίσης ότι υπάρχει ανακολουθία στις βαθμολογίες που έδωσαν η Επιτροπή Αξιολόγησης αφ΄ενός και το Συμβούλιο Κρίσεως αφ΄ετέρου, παρά το ότι εβασίσθησαν στα ίδια στοιχεία και κριτήρια. Αυτό όμως δεν είναι έτσι. Η αξιολόγηση του Συμβουλίου Κρίσεως αναφέρεται σε δέκα ρητώς και επακριβώς καθοριζόμενα κριτήρια που προκύπτουν μόνο από τον προσωπικό φάκελο και το ατομικό δελτίο του κάθε υποψήφιου ως εξ αντικειμένου. Οι εννέα κατηγορίες της αξιολόγησης της Επιτροπής Αξιολόγησης διαφέρουν και αφορούν ευρύτερες παραμέτρους που πηγάζουν από τα προβλεπόμενα στον Κανονισμό 6(2), η δε Επιτροπή Αξιολόγησης, βάσει του Κανονισμού 6(2), εκτός από τη μελέτη των προσωπικών φακέλων και των ατομικών δελτίων, συμβουλεύεται και τον υπεύθυνο αξιωματικό του υποψηφίου. Δεν βλέπω πως η εισήγηση του κ. Καντούνα θα μπορούσε να είχε έρεισμα.

Τέλος, γίνεται εισήγηση ότι η βαθμολογία βασίσθηκε σε λανθασμένα κριτήρια καθ΄όσον ο προσωπικός φάκελος και το ατομικό δελτίο του κάθε υποψηφίου λαμβάνονται υπ΄όψη και στις δύο αξιολογήσεις - της Επιτροπής Αξιολόγησης και του Συμβουλίου Κρίσεως. Γιατί αυτό να συνιστά λόγο ακύρωσης δεν φαίνεται. Εφ΄όσον καθιερώνονται δύο διαδικασίες, είναι νόμιμο για τους Κανονισμούς να προβλέψουν ότι βασικά στοιχεία όπως εκείνα που περιέχονται στον προσωπικό φάκελο και το ατομικό δελτίο θα λαμβάνονται υπ΄όψη και στις δύο. Το αντίθετο θα ήταν λάθος, αφού θα απέληγε σε έλλειψη δέουσας έρευνας.

Για όλους τους πιο πάνω λόγους, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του Αιτητή.

 

 

 

 

Δ. Χατζηχαμπής

Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΚΧ"Π


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο