Χρίστου Αγγελίδη ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, Υπόθεση αρ. 930/99, 29 Μαρτίου, 2001 Χρίστου Αγγελίδη ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, Υπόθεση αρ. 930/99, 29 Μαρτίου, 2001

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Υπόθεση αρ. 930/99

 

ΕΝΩΠΙΟΝ: Σ. ΝΙΚΗΤΑ, Δ.

Αναφορικά με τα Άρθρα 28 και 146 του Συντάγματος

Μεταξύ

Χρίστου Αγγελίδη από τη Λευκωσία

Αιτητή

- και -

Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω

Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας

Καθής η αίτηση

-----------------------

Ημερομηνία: 29 Μαρτίου, 2001

Για τον αιτητή: Α. Σ. Αγγελίδης

Για την καθής η αίτηση: Κ. Σταυρινός, Δικηγόρος της Δημοκρατίας

---------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Ο αιτητής προσβάλλει την απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (Ε.Δ.Υ.), ημερ. 29/3/99, της οποίας λεπτομέρειες παρέχουν τα τεκμ. 3 και 4 της ένστασης, που συναποτελούν τα πρακτικά για τη διαδικασία λήψης της διοικητικής αυτής πράξης. Με την απόφαση είχε προαχθεί, από 1/6/99, στη θέση Βοηθού Πρώτου Εργατικού Λειτουργού, Τμήμα Εργασίας, το ενδιαφερόμενο πρόσωπο Φειδίας Παναγίδης. Ακολούθησε δημοσίευση της στις 18/6/99 στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.

Η αγόρευση του αιτητή είναι πολυσέλιδη, αλλά βασικά εκθέτει και αναπτύσσει 3 λόγους ακύρωσης. Ο πρώτος αφορά τη σύσταση του Διευθυντή του Τμήματος υπέρ του προαχθέντος. Και ακολουθούν ισχυρισμοί για έλλειψη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας. Προβάλλεται ακόμη και το επιχείρημα ότι ο αιτητής έχει έκδηλη υπεροχή απέναντι στο συνάδελφο του. Ωστόσο, το μεγαλύτερο μέρος της αγόρευσης αφιερώθηκε στον πρώτο λόγο ακύρωσης.

Είναι γιαυτό που πρέπει να εξηγήσουμε το περιεχόμενο της σύστασης. Το κείμενο της είναι στο παράρτημα 3. Ξεκινά με τη δήλωση του Διευθυντή του Τμήματος Εργασίας (ο Διευθυντής) ότι έχει ιδία γνώση των ικανοτήτων και δυνατοτήτων κάθε υπαλλήλου, που γνωρίζει ο ίδιος προσωπικά. Η ενημέρωση του εκτείνεται και στην ποιότητα της εργασίας τους και το βαθμό συνεργασίας με τους συναδέφους τους. Παρενθετικά, η θέση συγκαταλέγεται στις θέσεις προαγωγής. Δεν εμπλέκεται, σύμφωνα με τη νομοθετική διάταξη Συμβουλευτική Επιτροπή στην προαγωγική διαδικασία.

Πρόσθετα, ανέφερε ο Διευθυντής, πήρε “στοιχεία και πληροφορίες” από τους προϊσταμένους των υποψηφίων. Μελέτησε επίσης τους προσωπικούς φακέλους και τους φακέλους των ετήσιων υπηρεσιακών εκθέσεων. Η σύσταση του είναι αποτέλεσμα και της εξέτασης του τριπτύχου των καθιερωμένων κριτηρίων, όπως αποκρυσταλλώνεται στους φακέλους αυτούς.

Μετά ο Διευθυντής εκτιμά, ουσιαστικά, ότι το ενδιαφερόμενο μέρος μπορεί να εκτελέσει καλύτερα τα καθήκοντα της θέσης γιατί υπηρετεί στο Επαρχιακό Γραφείο Λάρνακας. Και ότι υπερτερεί “λόγω του αυξημένου βαθμού υπευθυνότητας και αποτελεσματικότητας που επιδεικνύει στην εργασία του”. Στη συνέχεια αποδίδει - και εντοπίζει - στις παραπάνω ιδιότητες και “στον ορθολογιστικό τρόπο” να λύνει τα θέματα, καθώς και την ικανότητα να εφαρμόζει με επιτυχία τα προγράμματα και σχέδια που αφορούν την υπηρεσία, την υπεροχή του απέναντι σε εκείνους που δεν συστήνονται.

Προβαίνει στη συνέχεια ο Διευθυντής στη διαπίστωση ότι ο συστηνόμενος υπερέχει σε αξία, σύμφωνα με τις υπηρεσιακές εκθέσεις, με μόνη εξαίρεση άλλο υπάλληλο τον οποίο κατονομάζει, ο οποίος όμως δεν μας αφορά στην κρινόμενη υπόθεση.

Η εισήγηση καταλήγει με τα εξής:

“Συστήνοντας τον Παναγίδη, έλαβα επίσης υπόψη ότι ο υποψήφιος Αγγελίδης Χρίστος προηγείται αυτού σε αρχαιότητα, θεωρώ όμως ότι η αρχαιότητα αυτή, η οποία οφείλεται στην προηγούμενη τους θέση και ανάγεται στις αρχές της δεκαετίας του 80, είναι ασήμαντη και της αποδίδω οριακή σημασία.

Δεν έχω παραγνωρίσει επίσης το γεγονός ότι τόσο ο Αγγελίδης όσο και ορισμένοι άλλοι υποψήφιοι που ακολουθούν σε αρχαιότητα κατέχουν πρόσθετα ακαδημαϊκά προσόντα, αυτά όμως δεν απαιτούνται από το Σχέδιο Υπηρεσίας ούτε αποτελούν πλεονέκτημα ή πρόσθετο προσόν και ως εκ τούτου τους απέδωσα τη δέουσα σημασία.”

Αξίζει να σταματήσω εδώ για να αποσαφηνιστεί ότι ο μεν ενδιαφερόμενος έχει ως μοναδικό ακαδημαϊκό προσόν το απολυτήριο Γυμνασίου, ενώ ο αιτητής πέραν αυτού έχει πανεπιστημιακό δίπλωμα στα Οικονομικά.

Επιλαμβανόμενη του θέματος η Ε.Δ.Υ, σημείωσε την αρχαιότητα του αιτητή, που καθόρισε σε 1 χρόνο και 7 μήνες, αλλά παρατήρησε ότι είναι αρχαιότερος σε προηγούμενη θέση, πράγμα που δεν έχει καθοριστική σημασία. Σημείωσε ακόμη ότι τόσο ο αιτητής όσο και άλλοι υποψήφιοι είχαν πρόσθετα ακαδημαϊκά προσόντα, αλλά ουσιαστικά τα αγνόησε λέγοντας ότι δεν αποτελούν πλεονέκτημα ή πρόσθετο προσόν.

Κατά την κρίσιμη συνεδρία η Ε.Δ.Υ. έκρινε ότι από τους κατέχοντες την αμέσως κατώτερη θέση προάξιμοι ήταν 12. Παρατηρώ ότι από τους φακέλους δεν προκύπτει ο ακριβής αριθμός των υπαλλήλων που βρίσκονταν στην κατώτερη θέση. Με αυτή την αφορμή ο δικηγόρος του αιτητή υπέβαλε ότι ο Διευθυντής τελούσε υπό πλάνη όταν μιλούσε για υποψήφιους γιατί δεν μπορούσε να ξέρει ποίοι θεωρήθηκαν προσοντούχοι για να πάρει πληροφορίες. ότι δεν γνωρίζουμε τα στοιχεία και το περιεχόμενο των πληροφοριών που έλαβε. επίσης ότι δεν υπάρχει τίποτε που να μας κατατοπίζει αν οι απόψεις των προϊσταμένων ήταν “ορθές αντικειμενικές και νόμιμες”. ότι ο αιτητής δεν είχε από 18/1/99 προϊστάμενο. και ότι ο χρόνος που διέθεσε ο Διευθυντής προς μελέτη των φακέλων των υποψηφίων, που του δόθηκαν κατά την κρίσιμη συνεδρίαση, δεν ήταν αρκετός για να διαμορφώσει την κρίση του.

Μια άλλη γραμμή έντονης κριτικής κατά της σύστασης είναι ότι ο Διευθυντής εξήρε κάποιες ιδιότητες ή ικανότητες του συστηθέντος στις οποίες ανέφερε ότι διέθετε την υπεροχή, ενώ στην πραγματικότητα πρόκειται για τις ιδιότητες που βαθμολογούνται στις υπηρεσιακές εκθέσεις. Στο σημείο δε αυτό ήταν περίπου ισότιμοι.

Είναι τώρα βολικό να κοιτάξουμε τα στοιχεία. Έγινε προηγουμένως αναφορά στα ακαδημαϊκά προσόντα. Είναι σωστό ότι σε προηγούμενη θέση Εργατικού Λειτουργού 1ης τάξης η αρχαιότητα του αιτητή, όπως σημειώνει η Επιτροπή, ήταν κατά 1 χρόνο και 7 μήνες περισσότερη του προαχθέντα. Η εικόνα που προκύπτει από τις υπηρεσιακές εκθέσεις για τα 5 τελευταία έτη δείχνει ότι υπάρχει περίπου ισοδυναμία μεταξύ των δύο υπαλλήλων. Νομίζω πως ο παρακάτω πίνακας το αποδείχνει:

Αιτητής Ενδιαφερόμενο Μέρος

1998 8Ε 8Ε

1997 8Ε 8Ε

1996 7Ε 1 ΠΚ 8Ε

1995 7Ε 1 ΠΚ 7Ε 1 ΠΚ

1994 6Ε 2 ΠΚ 7Ε 1 ΠΚ

 

Άγομαι στο συμπέρασμα ότι υπάρχει δυσαρμονία μεταξύ σύστασης και των στοιχείων των φακέλων. Από τον παραπάνω πίνακα, που στηρίχθηκε στις εκθέσεις, συμπεραίνεται ότι υπάρχει, τα δύο τελευταία χρόνια, πλήρης ισοτιμία. Για τα τρία προηγούμενα δυσκολεύομαι να διακρίνω διαφορά ή βαρύνουσα διαφορά. Η διάσταση μεγεθύνεται αν ληφθεί υπόψη η αρχαιότητα και η κατάσταση των ακαδημαϊκών προσόντων. Έστω και αν αποδοθεί, όπως έπραξε ο Διευθυντής και ακολούθως η Ε.Δ.Υ., δευτερεύουσα σημασία στους παράγοντες αυτούς.

Ένα άλλο σημείο είναι ότι δεν προβαίνει σε εκτίμηση ο Διευθυντής (ούτε και η Ε.Δ.Υ) αν το δίπλωμα οικονομικών επιστημών έχει σχέση με τα καθήκοντα της θέσης. Ας σημειωθεί ότι αυτός είναι στο προκείμενο ο ισχυρισμός του αιτητή. Δεν αναφέρουν το παραμικρό. Και, αναντίρρητα, υπάρχει απόσταση μεταξύ απολυτηρίου και πανεπιστημιακού διπλώματος. Άλλο ζήτημα είναι ότι η βαθμολόγηση που περιέχουν οι εκθέσεις για την υπευθυνότητα (για την οποία και συστήθηκε ο ενδιαφερόμενος) είναι η ίδια. Το πώς αντιμετωπίζει τα προβλήματα ο ενδιαφερόμενος είναι μια γενικόλογη παρατήρηση χωρίς αντίκρυσμα στους φακέλους. Το ίδιο ισχύει και για την επισήμανση του Διευθυντή ότι εφαρμόζει καλά τα προγράμματα και τα σχέδια της υπηρεσίας. Τέλος, κατά τη πάγια νομολογία μας, ο υπάλληλος δεν αποκτά πλεονέκτημα από το είδος καθηκόντων που του έχουν ανατεθεί ή τον τόπο όπου τα εκτελεί.

Για τους λόγους αυτούς δεν είναι κατανοητό πώς ο ενδιαφερόμενος απέσπασε τη σύσταση του Διευθυντή, ως ο υπερέχων, που είναι ουσιαστικός δείκτης αξίας, πέρα από τα καθιερωμένα: βλ. απόφαση στην προσφ. αρ. 314/93 Χ”Γιάννη ν. Δημοκρατίας ημερ. 12/9/94. Πώς είναι τέλος δυνατό, υπό τις συνθήκες που έχω περιγράψει, να είναι ακριβής η δήλωση:

“Προβαίνοντας στη σύστασή μου έλαβα υπόψη ότι, σ’ ό,τι αφορά την αξία, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις ετήσιες αξιολογήσεις, με έμφαση στα τελευταία χρόνια στα οποία αποδίδεται ιδιαίτερη έμφαση, ο Παναγίδης υπερτερεί έναντι όλων των υπόλοιπων υποψηφίων....”

Δεν αποδίδω σημασία στις άλλες αιτιάσεις κατά της σύστασης. Ιδιαίτερα στο θέμα της ενημέρωσης από τους προϊσταμένους, που εξακολουθεί να τίθεται φορτικά, παρά την άφθονη νομολογία που έχει εξονυχίσει κάθε δυνατή πτυχή του. Ούτε στην επιχειρούμενη διάκριση μεταξύ υποψηφίων (είναι όλοι υποψήφιοι με βάση το άρθρ. 28(1)(γ) του ν. 1/90) και προάξιμων ή προσοντούχων. Ούτε τεκμηριώνεται ο ισχυρισμός για πλάνη ή “προκατασκευασμένη” κρίση.

Σημασία έχουν οι παραπάνω πλημμέλειες που επισήμανα και που καθιστούν τη σύσταση αναιτιολόγητη κατά παράβαση των διατάξεων του νόμου. Όπως και την ίδια την επίδικη απόφαση, της οποίας η σύσταση του Διευθυντή ήταν βασικό έρεισμα.

Η προσφυγή επιτυγχάνει. Η επίδικη πράξη ακυρώνεται. Με έξοδα σε βάρος της Δημοκρατίας.

 

Σ. Νικήτας,

Δ.

 

 

/Κασ

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο