Bραχίμη Ι. Χατζηχάννα ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Επιτροπής Δημόσιας ΥπηρεσίαςΚ αθ΄ ων η αίτηση, ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 25/2000, 12 Απριλίου, 2001 Bραχίμη Ι. Χατζηχάννα ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Επιτροπής Δημόσιας ΥπηρεσίαςΚ αθ΄ ων η αίτηση, ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 25/2000, 12 Απριλίου, 2001

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 25/2000

ΕΝΩΠΙΟΝ: Π. ΚΑΛΛΗ, Δ.

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος.

Μεταξύ:

Bραχίμη Ι. Χατζηχάννα

Αιτητή

και

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας Κ αθ΄ ων η αίτηση

___________________

12 Απριλίου, 2001.

Αιτητής παρών αυτοπροσώπως.

Για τους καθ΄ ων η αίτηση: Δ. Καλλίγερος, Δικηγόρος της Δημοκρατίας

εκ μέρους του Γ-Ε.

Για το Ε/Μ: Α. Ευσταθίου (κα.).

_____________________

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Ο αιτητής ήταν υποψήφιος για τη θέση Διευθυντή Τμήμα Γεωργίας (η επίδικη θέση). Με απόφαση της ημερ. 17.9.97 (η πρώτη απόφαση) η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (η Ε.Δ.Υ.) προήγαγε τον Αντώνη Κωνσταντίνου (το Ε.Μ.) στην επίδικη θέση. Η πρώτη απόφαση της Ε.Δ.Υ. ακύρωθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο με απόφαση του ημερ. 15.10.1999 (η ακυρωτική απόφαση) στην Προσφυγή 4/98 η οποία ασκήθηκε από τον αιτητή στην παρούσα προσφυγή (Βλ. Χατζηχάννα ν. Δημοκρατίας, Υποθ. 4/98/15.10.99). Μοναδικός λόγος ακύρωσης ήταν η έλλειψη αιτιολόγησης από την Ε.Δ.Υ. της αξιολόγησης και βαθμολογίας των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση.

Μετά την ακυρωτική απόφαση η Ε.Δ.Υ. επανεξέτασε το θέμα της πλήρωσης της επίδικης θέσης κατά τη συνεδρία της με ημερ. 22.10.99 με “βάση το νομικό και πραγματικό καθεστώς που ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο που λήφθηκε η ακυρωθείσα απόφαση”. ΄Ελαβε υπόψη την απόδοση των υποψηφίων στην ενώπιον της προφορική εξέταση, αφού την αιτιολόγησε με βάση τις σχετικές προσωπικές σημειώσεις που ο Πρόεδρος και τα Μέλη τηρούσαν κατά τον ουσιώδη χρόνο. ΄Ελαβε, επίσης, υπόψη τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή, Υπουργείου Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος (ο Γενικός Διευθυντής) όπως αυτή είχε γίνει στη συνεδρία της ημερ. 17.9.97. Σημειώνεται ότι με τη σύσταση του ο Διευθυντής σύστησε τον υποψήφιο Νεοκλέους. Δεν έκαμε οποιαδήποτε αναφορά στον αιτητή.

Η Ε.Δ.Υ. δεν υιοθέτησε τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή. Επέλεξε για προαγωγή το Ε.Μ.. ΄Εκρινε ότι υπερείχε γενικά των άλλων υποψηφίων.

Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής επιδιώκει την ακύρωση της προαγωγής του Ε.Μ. στην επίδικη θέση. ΄Εχει προωθήσει ένα μεγάλο αριθμό λόγων ακύρωσης. Στην απαντητική του αγόρευση έχει προωθήσει ένα ακόμη λόγο ακύρωσης ο οποίος δεν είχε προωθηθεί στην αρχική του αγόρευση. Υπέβαλε ότι “δεν επιτρέπεται να γίνεται σύσταση από το Γενικό Διευθυντή, καθότι είναι ο Προϊστάμενος του Οικείου Τμήματος που προβαίνει στις συστάσεις ενώπιον της Ε.Δ.Υ. και όχι ο Γενικός Διευθυντής”.

΄Ερεισμα της σχετικής εισήγησης αποτέλεσαν τα νομολογηθέντα στις υποθέσεις Λάρκου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2482/3.11.2000 και Νεοφύτου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2672/9.3.2001.

Στην Λάρκου (πιο πάνω) κρίθηκε πως ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Οικονομικών δεν ήταν αρμόδιος να προβεί σε συστάσεις σε σχέση με την πλήρωση της θέσης Διευθυντή του Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων. Το θέμα τέθηκε ως εξής:

“Είναι παραδεκτό πως η υπηρεσία φόρου εισοδήματος αποτελεί Τμήμα, και προϊστάμενος του είναι ο Διευθυντής Φόρου Εισοδήματος. Εφόσον η θέση, από την οποία και διεκδικούν τη θέση διευθυντή οι προσοντούχοι υποψήφιοι, ήταν η αμέσως κατώτερη της τελευταίας ο μόνος, που σύμφωνα με τις πιο πάνω ρητές διατάξεις του Νόμου, θα μπορούσε να προβεί στις συστάσεις, ήταν ο Διευθυντής του Τμήματος. Αυτός όμως βρισκόταν με προαφυπηρετική άδεια και επομένως ήταν ανενεργός του λειτουργήματος του. ΄Εχουμε τη γνώμη πως το κενό θα μπορούσε νόμιμα να πληρωθεί με αναπληρωματικό διορισμό, όπως ειδικά προβλέπεται στο άρθρο 42 του Νόμου. Ο διορισθείς θα είχε αρμοδιότητα να εκτελεί όλα τα καθήκοντα της θέσης, και στην προκείμενη περίπτωση να προβεί στις συστάσεις ενώπιον της Ε.Δ.Υ.. Ο Διευθυντής του Υπουργείου Οικονομικών δεν ήταν αρμόδιος να κάνει τις συστάσεις, έστω και αν προϊσταται όλων των λειτουργών που υπάγονται στο υπουργείο, γιατί ο Νόμος, όπως υποδείξαμε πιο πάνω, καθορίζει ρητά την υπηρεσιακή ιδιότητα του λειτουργού που προβαίνει στις συστάσεις ενώπιον της Ε.Δ.Υ.. Ευσταθεί, επομένως, η εισήγηση του δικηγόρου του εφεσείοντος. Η δική μας κρίση, διαφορετική απ΄ αυτή του συναδέλφου μας, οδηγεί στην επιτυχία της έφεσης, την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης και την ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης.”

Η Λάρκου (πιο πάνω) υιοθετήθηκε στην Νεοφύτου (πιο πάνω) σε σχέση με την πλήρωση της θέσης Διευθυντή Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας στην οποία σημειώθηκαν και τα εξής:

“Η ερμηνεία βέβαια του Νόμου, μολονότι έγινε από το Ανώτατο Δικαστήριο στην πιο πάνω υπόθεση, μεταγενέστερα της διαδικασίας ενώπιον του διοικητικού οργάνου, ανάγεται στο χρόνο θέσπισης του, και θεωρείται πως αυτή ήταν πάντοτε και η ορθή.”

Ο κ. Καλλίγερος, εκ μέρους της Ε.Δ.Υ., υποστήριξε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση έχει ληφθεί σε διαδικασία επανεξέτασης. Ο αιτητής δεν μπορεί για πρώτη φορά να επικαλείται λόγο ακύρωσης ο οποίος δεν είχε εγερθεί στην προηγούμενη προσφυγή και μάλιστα με την απαντητική του αγόρευση. ΄Εκαμε αναφορά στην Παπαδόπουλου ν. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης, Α.Ε. 1913/14.9.98 στην οποία έχει νομολογηθεί ότι δεν “είναι επιτρεπτό ο διάδικος να θέτει νέο θέμα, όποτε το ανακαλύπτει ή όποτε το επιθυμεί”. Τονίσθηκε επίσης ότι “το δικαιοδοτικό πλέγμα στο οποίο στηρίζει το δικαστήριο τις ενέργειες του καθορίζεται εξειδικευμένα από την αίτηση και δεν μπορεί η δραστηριότητα αυτή να περιπλανάται προς όλες τις κατευθύνσεις. Με την εξαίρεση φυσικά θεμάτων δημόσιας τάξης, που η νομολογία δέχεται ότι μπορεί να ελεγχθούν αυτεπάγγελτα”.

Τονίζεται ότι τόσο στην πρώτη προσφυγή (με αρ. 4/98) όσο και στην παρούσα ο αιτητής ισχυρίστηκε στο δικόγραφο του ότι η Ε.Δ.Υ. “βασίστηκε ή επηρεάστηκε από αξιολογήσεις και/ή εκθέσεις και/ή συστάσεις π.χ. η σύσταση του Γενικού Διευθυντη που έγιναν πεπλανημένα και παράνομα .....”.

Στην Γρηγορίου ν. Α.Η.Κ., Α.Ε. 2134/25.9.98 κρίθηκε ότι λόγος ακύρωσης για κατάχρηση ή υπέρβαση εξουσίας ήταν τόσο ευρύς ώστε να καλύπτει και επιχειρηματολογία που σχετιζόταν με τη λήψη υπόψη των προσωπικών γνώσεων των μελών του αποφασίζοντος οργάνου. Προκύπτει, επομένως, από τη νομολογία, ότι είναι δυνατή μια ευρεία ερμηνεία των λόγων ακύρωσης. Θεωρώ, λοιπόν, ότι ο ισχυρισμός για παράνομη σύσταση καλύπτει και τον επίδικο λόγο ακύρωσης.

Εφόσο είχε εγερθεί τόσο στην πρώτη προσφυγή όσο και στην παρούσα προσφυγή ο αιτητής μπορούσε να τον εγείρει στο στάδιο που τον έχει εγείρει (Βλ. Παπαδόπουλου, πιο πάνω).

Θα προσθέσω ότι ο αιτητής θα μπορούσε να εγείρει τον επίδικο λόγο ακύρωσης έστω και αν δεν τον είχε εγείρει προηγουμένως. Οι λόγοι αυτής της κατάληξης είναι οι εξής:

Από τα νομολογηθέντα στην Παπαδόπουλου (πιο πάνω) προκύπτει ότι εφόσον πρόκειται για λόγο ακύρωσης που μπορεί να εξεταστεί αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο αυτός μπορεί να εγερθεί και σε προσφυγή που στρέφεται εναντίον απόφασης που είναι το αποτέλεσμα επανεξέτασης μετά από ακυρωτική απόφαση.

Προκύπτει, λοιπόν, για εξέταση το πιο κάτω ζήτημα:

Κατά πόσο ο πιο πάνω λόγος ακύρωσης αποτελεί λόγο ακύρωσης που μπορεί να εξεταστεί αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο.

Η νομολογία έχει δώσει καταφατική απάντηση στο πιο πάνω ερώτημα (Βλ. Ιωάννου Δ. Σαρμά “Η Συνταγματική και Διοικητική Νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας”, Β΄ έκδοση, σελ. 449: “Η αναρμοδιότης του εκδόσαντος την προσβαλλόμενη πράξη οργάνου, η κακή συγκρότηση του αποφασίζοντος ή γνωμοδοτήσαντος συμβουλίου, η μη νομότυπη δημοσίευση της πράξεως, η παράλειψη λήψεως της απαιτούμενης γνωμοδοτήσεως συνιστούν τους πλέον κοινούς λόγους εξ επαγγέλματος εξεταζομένους”).

Με το λόγο ακύρωσης δεν εγείρεται η αναρμοδιότητα της Ε.Δ.Υ. αλλά η αναρμοδιότητα του Γενικού Διευθυντή. Σύμφωνα με το Δαγτόγλου “Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο”, 2α έκδοση, παραγ. 581 “η ακύρωση της πράξεως μπορεί να βασισθεί στην αναρμοδιότητα όχι μόνο του οργάνου που την εξέδωσε, αλλά και των οργάνων των οποίων η κατά τον νόμο απαιτούμενη γνωμοδότηση προηγήθηκε της προσβαλλόμενης πράξεως”.

Στην παρούσα υπόθεση πρόκειται για πλήρωση θέσης “πρώτου διορισμού και προαγωγής”. Η σύσταση του Προϊσταμένου του οικείου Τμήματος προβλέπεται από το άρθρο 35(9) του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου, 1990 (Ν 1/90). Αποτελεί στοιχείο που πρέπει να λαμβάνει υπόψη η Ε.Δ.Υ. κατά την επιλογή του καταλληλότερου υποψηφίου. Μπορεί, επομένως, να λεχθεί ότι συνιστά γνωμοδότηση, που απαιτείται από το νόμο, η οποία προηγείται της προσβαλλόμενης πράξεως.

Εφόσον και η αναρμοδιότητα του γνωμοδοτήσαντος οργάνου οδηγεί σε ακύρωση θεωρώ ότι και το θέμα της αναρμοδιότητας αυτού του οργάνου αποτελεί θέμα το οποίο μπορεί να εξεταστεί αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο. Κρίνω, επομένως, ότι ο αιτητής μπορούσε να εγείρει τον πιο πάνω λόγο ακύρωσης στο στάδιο που τον έχει εγείρει, έστω και αν δεν τον είχε εγείρει στην πρώτη προσφυγή του και στο δικόγραφο της παρούσας προσφυγής.

Το Τμήμα Γεωργίας αποτελεί Τμήμα που υπάγεται στο Υπουργείο Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος (βλ. Καν. 3 - Πρώτος Πίνακας - των περί Δημοσίας Υπηρεσίας (Γενικών) Κανονισμών του 1991 (Κ.Δ.Π. 98/91). “Προϊστάμενος του Τμήματος Γεωργίας” εντός της έννοιας του άρθρου 2 του Νόμου 1/90 είναι ο Διευθυντής του Τμήματος και όχι ο Γενικός Διευθυντής του πιο πάνω Υπουργείου. ΄Επεται πως ο τελευταίος έχει ενεργήσει χωρίς αρμοδιότητα. Η έγκυρη έγερση του επίδικου λόγου ακύρωσης καθιστά εφαρμοστέες τις αρχές που έχουν τεθεί στις υποθέσεις Λάρκου και Νεοφύτου (πιο πάνω).

Για τους λόγους που υποδεικνύονται σε εκείνες τις υποθέσεις η προσφυγή επιτυγχάνει. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται στην ολότητά της. Επιδικάζονται υπέρ του αιτητή και εναντίον των καθ΄ ων η αίτηση τα πραγματικά του έξοδα. Καμιά διαταγή για τα έξοδα του Ε/Μ.

 

 

 

 

Π. ΚΑΛΛΗΣ,

Δ.

/ΕΑΠ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο