Κώστα Κυριάκου ν. Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, Υπόθεση αρ. 1127/99, 21 Ιουνίου, 2001 Κώστα Κυριάκου ν. Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, Υπόθεση αρ. 1127/99, 21 Ιουνίου, 2001

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

Υπόθεση αρ. 1127/99

 

ΕΝΩΠΙΟΝ: Σ. ΝΙΚΗΤΑ, Δ.

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ -

Κώστα Κυριάκου από τη Λευκωσία

Αιτητή

- και -

Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας

Καθής η αίτηση

--------------------------------

Ημερομηνία: 21 Ιουνίου, 2001

Για τον αιτητή: Α. Ευσταθίου (κα)

Για την καθής η αίτηση: Τ. Πολυχρονίδου (κα), Ανώτερη Δικηγόρος της

Δημοκρατίας

----------------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (Επιτροπή ή Ε.Δ.Υ.) επαναδιόρισε στις 8/6/99, μετά από επανεξέταση, το ενδιαφερόμενο μέρος Αιμίλιο Μακρίδη (Ε.Μ.) στη θέση Διευθυντή του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας. Η απόφαση, που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, ημερ. 25/6/99, είχε αναδρομική δύναμη από 1/3/98. Η θέση είναι Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής.

Η πρώτη απόφαση της Ε.Δ.Υ. (ημερ. 18/2/98) με την οποία η Ε.Δ.Υ. είχε πάλιν επιλέξει το Ε.Μ. ακυρώθηκε με απόφαση του Π. Καλλή, Δ.,στις συνεκδικασθείσες προσφυγές αρ. 365/98 και αρ. 402/98. Ο αιτητής στην τελευταία προσφυγή είναι ο ίδιος με τον προσφεύγοντα στην κρινόμενη προσφυγή. Ο λόγος ακύρωσης ήταν ότι η εντύπωση της Ε.Δ.Υ. από την προφορική εξέταση δεν αιτιολογήθηκε, όπως απαιτεί το άρθρ. 34(10) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου. Κρίθηκε ότι ο τρόπος που είχε αρχικά επινοηθεί και εφαρμοσθεί (πίνακας από 5 υποδιαιρέσεις αναφερόμενες σε ιδιότητες των υποψηφίων και βαθμολόγηση με γενικούς χαρακτηρισμούς) δεν εκπληρούσε την υποχρέωση αιτιολογίας της εντύπωσης. Η απόφαση ακυρώθηκε, κατά συνέπεια, για παράβαση ουσιώδους τύπου.

Κατά την επανάληψη της διαδικασίας, η Ε.Δ.Υ. αιτιολόγησε τη γενική εντύπωση από την απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική συνέντευξη, αφού χρησιμοποίησε για το σκοπό αυτό τις σημειώσεις που κρατούσαν τα μέλη της τότε κατά την εξέταση. Και πρόσφερε πάλιν τη θέση στο Ε.Μ., που είχε συστηθεί για προαγωγή από το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου των Εσωτερικών, στο οποίο υπάγεται το Τμήμα. Ο επαναδιορισμός του είναι η αιτία της προσφυγής αυτής. Παρεμπιπτόντως, κατά την προηγηθείσα διαδικασία, αμφισβητήθηκε η νομιμότητα της σύστασης με την έννοια πως δεν έγινε από τον “Προϊστάμενο Τμήματος”, όπως ο όρος αυτός ερμηνεύεται από το άρθρ.2 του νόμου, δηλαδή, το Διευθυντή του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας. Η αντίρρηση δεν έγινε δεκτή με την αιτιολογία ότι εδώ επρόκειτο για πλήρωση αυτής της ίδιας της θέσης Διευθυντή του Τμήματος. Βασιζόμενο το δικαστήριο σε προηγούμενη νομολογία (Α.Ε. 2157 Δημοκρατία ν. Στυλιανίδη κ.α. ημερ. 21/6/96 και προσφ. αρ. 162/96 Τσίκκου ν. Δημοκρατίας ημερ. 11/3/97) έκρινε ότι “ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου νομίμως μπορούσε να ήταν ο συστήνων κατά το άρθρ. 34(9) του Νόμου αρ. 1/90”. Δε δόθηκε όμως στο θέμα συνέχεια και δε θα με απασχολήσει άλλο. Όπως και στο θέμα της αιτιολογίας της σύστασης που το δικαστήριο, για τους λόγους που εξήγησε, έκρινε ικανοποιητική.

Καταλογίζεται όμως στην Ε.Δ.Υ. παράλειψη να ερευνήσει δεόντως κατά πόσο ο προαχθείς κατείχε το προσόν που καθορίζει η παράγρ. 3(3) του σχεδίου υπηρεσίας, δηλαδή:

“άριστη γνώση των διαδικασιών εκτελέσεως της εργασίας στο Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας ως και γνώση της εργασίας και των βασικών αρχών λειτουργίας όλων των Κλάδων του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας.”

Είναι η θέση του αιτητή ότι είναι ο μόνος που έχει στο φάκελο του τεκμήριο άριστης γνώσης των διαδικασιών εκτέλεσης της εργασίας στο Τμήμα. Κι αυτό γιατί έχει πετύχει στις σχετικές προφορικές και γραπτές εξετάσεις. Αντίθετα, όπως εισηγείται, το Ε.Μ. δεν παρακάθησε σε εξετάσεις, αφού στις προηγούμενες θέσεις που υπηρέτησε, τα οικεία σχέδια υπηρεσίας δεν προνόησαν για τέτοιο προσόν. Οι μόνες εξετάσεις στις οποίες πέτυχε το Ε.Μ. είναι οι τμηματικές εξετάσεις του Κλάδου Εκτιμήσεων, στο οποίο είχε περιοριστεί τα περισσότερα χρόνια της σταδιοδρομίας του. Έτσι, η γενική αναφορά της Ε.Δ.Υ. στην απόφαση της ότι οι υποψήφιοι είχαν τα προσόντα δεν αρκεί.

Η δικηγόρος της Δημοκρατίας επεσήμανε ότι κατά την αρχική της συνεδρίαση στις 18/12/97 για την πλήρωση της επίδικης θέσης, η Ε.Δ.Υ. ερεύνησε το ζήτημα αυτό. Και κατέληξε ότι πέντε από τους υποψηφίους, που κατονομάζονται, μεταξύ των οποίων ο αιτητής και το Ε.Μ., κατείχαν το προσόν της παραγρ. 3(3). Η Ε.Δ.Υ. επαναλαμβάνει την ίδια διαπίστωση και κατά την επανεξέταση (συνεδρίαση ημερ. 8/6/99).

Περαιτέρω, η κα Πολυχρονίδου επεσήμανε ότι το Ε.Μ. άρχισε τη σταδιοδρομία του στο Κτηματολόγιο το 1957 και ότι στα επόμενα χρόνια ανέβηκε όλα τα σκαλοπάτια της ιεραρχίας μέχρι τη θέση του Ανώτερου Κτηματολογικού Λειτουργού το 1994. Μέχρι τότε είχε ευδόκιμη υπηρεσία 37 ετών. Για να δείξει ότι η γνώση του Ε.Μ. των διαδικασιών καλύπτει όλο το φάσμα των δραστηριοτήτων του Τμήματος κατέθεσε το τεκμ. 5 (σχέδιο υπηρεσίας προηγούμενων θέσεων που περιγράφουν τα προσόντα και τα καθήκοντα κάθε θέσης) και άλλα έγγραφα. Και επίσης αναφέρθηκε στις εξετάσεις που πέρασε ο κάθε διάδικος.

Αυτά αναφορικά με την ουσία. Όμως η Δημοκρατία έθεσε ένα άλλο ζήτημα που πρέπει να απαντηθεί κατά προτεραιότητα: ότι ο αιτητής κωλύεται τώρα να εγείρει τέτοιο ισχυρισμό γιατί παραβιάζει το δεδικασμένο inter partes, το οποίο προκύπτει από την ακυρωτική απόφαση. Ο δικηγόρος του αιτητή επιχείρησε να το συζητήσει κατά την προηγούμενη διαδικασία, στηριζόμενος στο ότι το έθεσε ο αιτητής στην άλλη υπόθεση, αλλά συνάντησε τις εναντιώσεις της Δημοκρατίας, αφού ο άλλος αιτητής το εγκατέλειψε ρητά.

Τελικά, ο τότε συνήγορος του αιτητή, συμφώνησε πως δεν μπορούσε να επιμείνει στο νέο αυτό ισχυρισμό. Λόγω της στάσης όμως του πελάτη του, ο συνήγορος ζήτησε την άδεια του δικαστηρίου και αποσύρθηκε από την υπόθεση, όπως ανέφερε,” για να μπορέσει ο κ. Κυριάκου (αιτητής) να το υποβάλει μόνος του”. Όντως με ολίγα και με τον τρόπο του, ο αιτητής το υπέβαλε. Η ενέργεια εντούτοις του δικηγόρου δεν μπορούσε να θεραπεύσει την κατάσταση και να καταστήσει το θέμα του προσόντος της παραγρ. 3(3) επίδικο και να γίνει έτσι αντικείμενο της δικαστικής κρίσης. Ο τότε δικηγόρος του αιτητή περιόρισε τις αμφισβητήσεις του στο προσόν της πολύ καλής γνώσης της αγγλικής γλώσσας, το οποίο εξετάστηκε από το Δικαστήριο.

Έχει νομολογηθεί ότι ζήτημα που δεν περιλήφθηκε με τον ενδεδειγμένο δικονομικό τρόπο στην προηγούμενη διαδικασία δεν μπορεί να ανακινηθεί και να εξεταστεί σε μεταγενέστερη διαδικασία μεταξύ των ιδίων διαδίκων, εκτός αν πρόκειται για θέμα δημοσίας τάξης, όπως είναι το ζήτημα της δικαιοδοσίας του δικαστηρίου. Στην Α.Ε. 1913 Μάριος Παπαδόπουλος ν. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης ημερ. 14/9/98, στην οποία αναφέρθηκε και η δικηγόρος της Δημοκρατίας, έχει λεχθεί σχετικά ότι:

“.......Το δικαιοδοτικό πλέγμα στο οποίο στηρίζει το δικαστήριο τις ενέργειες του καθορίζεται εξειδικευμένα από την αίτηση και δεν μπορεί η δραστηριότητα αυτή να περιπλανάται προς όλες τις κατευθύνσεις. Με την εξαίρεση φυσικά θεμάτων δημόσιας τάξης, που η νομολογία δέχεται ότι μπορεί να ελεγχθούν αυτεπάγγελτα.”

Σε άλλο σημείο της απόφασης το θέμα εξετάζεται από στενότερη οπτική γωνιά:

“Είναι η γνώμη μας πως ο πρωτόδικος δικαστής ορθά έκρινε πως δημιουργήθηκε δεδικασμένο από την προηγούμενη απόφαση σε υποθέσεις μεταξύ των ιδίων διαδίκων για το ίδιο ζήτημα. Και εννοούμε δεδικασμένο inter partes. Στην προσφ. αρ. 545/91 κρίθηκαν όλα τα επίδικα θέματα που έθεσε ο εφεσείων. Δεν είναι επιτρεπτό ο διάδικος να θέτει νέο θέμα, όποτε το ανακαλύπτει ή όποτε το επιθυμεί.”

Η πιο πάνω θεώρηση του πράγματος ακολουθήθηκε μεταγενέστερα, μεταξύ άλλων και στις υποθέσεις: αρ. 157/97 και 331/97 Τσελεπής κ.α. ν. Δημοκρατίας ημερ. 27/11/98, αρ. 145/98 Ιωάννου ν. Οργανισμού Κυπριακής Γαλακτομικής Βιομηχανίας ημερ. 23/12/98 και αρ. 25/00 Βραχίμης Χ”Χάννας ν. Δημοκρατίας ημερ. 12/4/01.

Στην προκείμενη περίπτωση ο δικηγόρος του αιτητή αποσύρθηκε από την υπόθεση, αναγνωρίζοντας ότι δεν μπορούσε να εγείρει ευκαιριακά, κατά τις διευκρινίσεις, το νέο λόγο ακύρωσης. Όπως υπέδειξα, ο αιτητής δεν ενομιμοποιείτο εξαιτίας του ελιγμού αυτού να ζητήσει να κριθεί από το δικαστήριο το καινούργιο θέμα χωρίς την κατάλληλη δικονομική υποδομή. Και κατά μείζονα λόγο δεν μπορεί να επανέλθει τώρα. Ο λόγος αυτός δεν είναι εξεταστέος.

Παρά τη γνώμη μου αυτή θα μπορούσα ίσως να προχωρούσα για να αναφέρω, με δύο λόγια, ότι αν εξέταζα την ουσία θα έλεγα ότι υπήρχε υλικό μπροστά στην Επιτροπή από το οποίο εύλογα μπορούσε να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι το Ε.Μ. κατείχε:

“(iii) Άριστη γνώση των διαδικασιών εκτέλεσης της εργασίας στο Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας ως και γνώση της εργασίας και των βασικών αρχών λειτουργίας όλων των Κλάδων αυτού.

Η Επιτροπή έκρινε ότι οι Ανδρέου, Αριστείδου, Κυριάκου, Μακρίδης, Παναγιώτου και Ρούσος διαθέτουν την προβλεπόμενη στην παράγραφο 3(3) του Σχεδίου Υπηρεσίας άριστη γνώση των διαδικασιών εκτέλεσης της εργασίας στο Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας ως και γνώση της εργασίας και των βασικών αρχών λειτουργίας όλων των Κλάδων του Τμήματος, λόγω της μακράς υπηρεσίας τους στο εν λόγω Τμήμα.

Όσον αφορά τον υποψήφιο Χριστοδούλου Ανδρέα, η Επιτροπή αποφάσισε να διερευνήσει το θέμα κατά την προφορική εξέταση του.”

(Βλέπε πρακτικό, Παράρτημα 5, στην ένσταση)

Άλλωστε η ίδια η παράγρ. 3(3) δεν αναφέρεται σε επιτυχία σε εξετάσεις. Και είναι λογικό γιατί μπορεί να υπήρχαν, λόγω της φύσης της θέσης, και εξωϋπηρεσιακοί υποψήφιοι.

Την ίδια τύχη, επειδή δεν τέθηκε στην προηγούμενη διαδικασία, πρέπει να έχει και ο προτεινόμενος δεύτερος λόγος ακύρωσης. Δηλαδή, ότι η υπόθεση κρίθηκε μέσα σε λανθασμένο πλαίσιο. Κατά την εισήγηση, οι διάδικοι, για τους οποίους η θέση ήταν θέση προαγωγής, έπρεπε να κριθούν ως δημόσιοι υπάλληλοι με βάση τις διατάξεις της παραγρ. 3(2) (β) του σχεδίου υπηρεσίας και όχι τις διατάξεις της παραγρφ. 3(2)(α). Εν πάση περιπτώσει δεν βλέπω πως επηρεάζεται η θέση του αιτητή εφόσο θεωρήθηκε υποψήφιος είτε δυνάμει της μιας πρόνοιας είτε της άλλης.

Η τελευταία εισήγηση του αιτητή έχει ως αφορμή την αναφορά της Ε.Δ.Υ. στην υπηρεσία του Ε.Μ. ως Διευθυντή Διαχείρισης Τουρκοκυπριακών Περιουσιών. Με τον τρόπο αυτό, κατά την εισήγηση, λήφθηκε υπόψη ένα εξωγενές στοιχείο, το οποίο, είχε ουσιαστική επίδραση στη λήψη της απόφασης. Είχε αναχθεί (το γεγονός της υπηρεσίας του Ε.Μ. σε διευθυντική θέση) σε πλεονέκτημα και ήταν άδικο απέναντι στους υποψηφίους που δεν ήταν δημόσιοι υπάλληλοι. Τους δε τελευταίους, η λήψη υπόψη του στοιχείου αυτού τους έχει “θυματοποιήσει”.

Ούτε το ένα συμβαίνει ούτε το άλλο. Πρέπει να έχουμε υπόψη ολόκληρο το πλαίσιο το οποίο εντάσσεται η αναφορά της Ε.Δ.Υ. στην ιδιότητα του Ε.Μ. ως Διευθυντή Τουρκοκυπριακών Περιουσιών:

“Επιλέγοντας τον Μακρίδη, η Επιτροπή σημείωσε ότι αυτός δεν υστερούσε των ανθυποψηφίων του σε αξία, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις Ετήσιες Υπηρεσιακές Εκθέσεις, με έμφαση στα τελευταία προ του ουσιώδους χρόνου έτη στα οποία αποδίδεται ιδιαίτερη βαρύτητα, υπερείχε σε αρχαιότητα, βαθμολογήθηκε ψηλότερα στην ενώπιον της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας προφορική εξέταση (πλην του Χριστοδούλου με τον οποίο ισοβαθμεί και ο οποίος όμως σε σύγκριση με τον επιλεγέντα δε διαθέτει το πλεονέκτημα, ούτε και τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή), διαθέτει, όπως και άλλοι τρεις υποψήφιοι, το προβλεπόμενο από το Σχέδιο Υπηρεσίας πλεονέκτημα και έχει υπέρ του τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή. Η Επιτροπή δεν παρέλειψε να σημειώσει ότι ο Μακρίδης υπηρετούσε κατά τον ουσιώδη χρόνο σε διευθυντική θέση, ως Διευθυντής Διαχείρισης Τουρκοκυπριακών Περιουσιών, γεγονός που θα τον βοηθούσε στην άσκηση των καθηκόντων της υπό πλήρωση θέσης.”

Αναφέρεται στο πιο πάνω απόσπασμα ποίοι είναι οι παράγοντες που βάρυναν στην κρίση του οργάνου για την επιλογή του: η αξία, η αρχαιότητα, η σύσταση του Γενικού Διευθυντή υπέρ του Ε.Μ. Δεν μπορούσε φυσικά να παραμερισθεί η ιδιότητα του εκείνη, που ήταν κομμάτι από τη σταδιοδρομία του και την πείρα που απέκτησε. Άλλωστε και από μια γενική ματιά στα σχέδια υπηρεσίας των δύο θέσεων προκύπτει ότι έχουν παρόμοιες πρόνοιες ως προς τα καθήκοντα. Υπάρχει περαιτέρω συνάφεια μεταξύ των απαιτούμενων προσόντων. Στην προσφ. 630/97 Ζαχαριάδης ν. Δημοκρατίας ημερ. 17/9/98 απορρίφθηκε όμοιο επιχείρημα. Η Ε.Δ.Υ. συστάθμισε για να καταλήξει στον καταλληλότερο για τη θέση του Διευθυντή Οδικών Μεταφορών και την πείρα που απέκτησε ως μέλος της Αρχής Αδειών. Σαφώς στην παρούσα περίπτωση δεν ανακύπτει θέμα θυματοποίησης. Αυτό μπορεί να γεννάται μόνο σε περίπτωση που οι δύο κατέχουν την ίδια θέση και η ανάθεση συγκεκριμένων καθηκόντων στον ένα, με τα οποία δεν επιφορτίστηκε και ο άλλος, παρέχουν στον πρώτο προβάδισμα ή πλεονέκτημα.

Για τους παραπάνω λόγους απορρίπτω την προσφυγή με έξοδα σε βάρος του αιτητή. Η επίδικη απόφαση επικυρώνεται σύμφωνα με το άρθρ. 146.4(α) του Συντάγματος.

 

Σ. Νικήτας, Δ.

/Κασ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο