Bαρβάρα Χριστοφόρου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπουργείου Εργασίας κ.α., Υπόθεση αρ.261/2000, 11 Ιουνίου, 2001 Bαρβάρα Χριστοφόρου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπουργείου Εργασίας κ.α., Υπόθεση αρ.261/2000, 11 Ιουνίου, 2001

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Υπόθεση αρ.261/2000

ΕΝΩΠΙΟΝ: Χρ.ΑΡΤΕΜΙΔΗ, Δ

Αναφορικά με το Αρθρο 146 του Συντάγματος

ΜΕΤΑΞΥ:

Bαρβάρα Χριστοφόρου, από την Πάφο

αιτήτρια

- και -

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

1. Υπουργείου Εργασίας και Κοινων.Ασφαλίσεων

Τμήμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων

καθ΄ων η αίτηση

------------------------

11 Ιουνίου, 2001

Για την αιτήτρια: κ.Χρ.Κληρίδης

Για τους καθ΄ων η αίτηση: κ.Χριστοφόρου - δικηγόρος της Δ/τιας

-----------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Η αιτήτρια ήταν δημόσιος υπάλληλος από τον Απρίλιο 1969 μέχρι τις 14 Ιουνίου 1996. Εργαζόταν ως τηλεφωνήτρια στο Νοσοκομείο Πάφου. Το τελευταίο έτος πήγε στο Λονδίνο για λεπτή επέμβαση καρδιάς. Υπήρξαν όμως προβλήματα στην εξέλιξη της υγείας της με αποτέλεσμα στις 14.6.96 να εξεταστεί από Ιατροσυμβούλιο, στο οποίο παρίσταντο τρεις γιατροί, παθολόγος, καρδιολόγος και ειδικός ορθοπεδικός χειρούργος, οι οποίοι και διαπίστωσαν πως η αιτήτρια πάσχει από υπερκοιλιακή ταχυκαρδία, κολποκοιλιακό αποκλεισμό και συχνά επεισόδια οξείας οσφυαλγίας. Το Ιατρικό Συμβούλιο έκρινε πως ήταν ανίκανη για εργασία και συνέστησε την πρόωρη αφυπηρέτηση της από την ίδια μέρα.

Στις 3.6.97 η αιτήτρια υπέβαλε αίτηση στο Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων για σύνταξη ανικανότητας. Της δόθηκαν οδηγίες να παρουσιαστεί σε ιδιωτικό ιατρείο στην Πάφο, όπου θα εξεταζόταν από Ιατρικό Συμβούλιο από δύο γιατρούς. Τα ευρήματα τους καταγράφονται στο καθιερωμένο υπηρεσιακό έντυπο, ημερ.5.9.97. Κρίθηκε ικανή για την άσκηση του επαγγέλματος της, αυτού δηλαδή της τηλεφωνήτριας. Η αιτήτρια με επιστολή της στο γενικό διευθυντή του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων παραπονέθηκε έντονα για το αποτέλεσμα της εξέτασης της από το Ιατρικό Συμβούλιο, αναφέροντας τους λόγους στους οποίους στήριζε την αντίθετη άποψη της, ζήτησε δε την αναθεώρηση της. ΄Εγινε αποδεκτό το αίτημα της. Υποβλήθηκε σε τρίτη εξέταση από δυο άλλους γιατρούς στις 25.11.97. Το πόρισμα ήταν το ίδιο. Κρίθηκε δηλαδή ικανή για εργασία. Μετά από παρέμβαση του ίδιου του υπουργού, που ανταποκρίθηκε στις παραστάσεις της αιτήτριας, παραχωρήθηκε σ΄αυτή σύνταξη ανικανότητας μέχρις ότου υποβληθεί σε νέα εξέταση, την τέταρτη, από Ιατρικό Συμβούλιο για αξιολόγηση της κατάστασης της υγείας της. Η εξέταση έγινε στις 19.1.99. Τα αποτελέσματα ήταν τα ίδια με τις τρεις προηγούμενες, και σαν συνέπεια της εξέλιξης αυτής τερματίστηκε η προς την αιτήτρια πληρωμή σύνταξης ανικανότητας. Η ίδια όμως συνέχισε τις προσπάθειες της προς τα αρμόδια τμήματα, προβάλλοντας συνεχώς την κακή κατάσταση της υγείας της. Υπέβαλε και σχετικό παράπονο στην Επίτροπο Διοικήσεως, η οποία το εξέτασε και εξέδωσε πόρισμα που διαβίβασε και στην ίδια. Η Επίτροπος Διοικήσεως διαπίστωσε πως δεν υπήρξε οποιαδήποτε κατάχρηση ή κακή χρήση ή υπέρβαση των ορίων της διακριτικής εξουσίας της διοίκησης.

Με την προσφυγή της η αιτήτρια προσβάλλει την απόφαση, ημερ. 8.12.99, με την οποίαν απορρίφθηκε, μετά από επανεξέταση, το αίτημα της για παροχή σύνταξης ανικανότητας. Ο δικηγόρος της αιτήτριας προβαίνει στις γραπτές του αγορεύσεις σε λεπτομερή αναφορά των γεγονότων της υπόθεσης, τα οποία παραθέτει σε χρονολογική σειρά. Στην αρχή της απόφασης μου προσπάθησα να τα συνοψίσω. Το επίκεντρο της εισήγησης του είναι η έκδηλη αντίθεση στις γνωματεύσεις των ιατρικων συμβουλίων που προκύπτει ως εξής: Ιατρικό Συμβούλιο που απαρτιζόταν από τρεις γιατρούς διαφορετικών ειδικοτήτων , έκρινε, τον Ιούνιο του 1996, ανίκανη την αιτήτρια προς εργασία, η οποία και αφυπηρέτησε από τη Δημόσια Υπηρεσία πρόωρα. Πώς είναι δυνατό, διερωτάται ο δικηγόρος της αιτήτριας, ένα χρόνο μετά άλλο Ιατρικό Συμβούλιο, που συνήλθε για το σκοπό εξέτασης της επίδικης αίτησης, να καταλήγει στο συμπέρασμα πως ήταν ικανή για εργασία, ενόψει μάλιστα του γεγονότος πως στη δεύτερη περίπτωση, αλλά και στις επόμενες εξετάσεις των Ιατροσυμβουλίων, είχε προσκομίσει πρόσθετα ιατρικά πιστοποιητικά που βεβαίωναν την επιδείνωση της κατάστασης της υγείας της. Ο δικηγόρος της Δημοκρατίας απαντά ως εξής στη γραπτή του αγόρευση:

«Eίναι αντιληπτό ότι τα κριτήρια του κυβερνητικού ιατροσυμβουλίου και των 4 Ιατρικών Συμβουλίων που συνήλθαν για σκοπούς εξέτασης της αιτήσεως για σύνταξη ανικανότητας είναι διαφορετικά δηλαδή, υπάρχει λογική εξήγηση της διαφοροποίησης. Περαιτέρω δεν είναι δυνατό να παραγνωριστούν οι τέσσερις απόψεις πρόσφατων Ιατρικών Συμβουλίων».

Να παρατηρήσω αμέσως πως δεν αναφέρεται στη γραπτή αγόρευση του δικηγόρου της Δημοκρατίας, ποία είναι τα κριτήρια που έλαβε υπόψη το Κυβερνητικό Ιατρικό Συμβούλιο, που έκρινε την αιτήτρια ανίκανη για εργασία και αφυπηρέτησε πρόωρα, και ποία των τεσσάρων Ιατρικών Συμβουλίων, που έγιναν για σκοπούς εξέτασης της αίτησης για σύνταξη ανικανότητας, ώστε να αξιολογηθεί, αν υπάρχει, η διαφορετικότητα τους. Εγώ δεν βλέπω οποιαδήποτε διαφορά. Αντικείμενο όλων των εξετάσεων ήταν η διαπίστωση της υγείας της αιτήτριας και αν αυτή ήταν ικανή για εργασία, με ειδική μάλιστα αναφορά στην ιδιότητα της ως τηλεφωνήτριας. Αυτό διαπιστώνεται και από τη γνωμάτευση του Κυβερνητικού Ιατρικού Συμβουλίου, αλλά και τα έντυπα που συμπλήρωναν οι γιατροί, που απάρτιζαν τα Ιατρικά Συμβούλια για σκοπούς εξέτασης της αίτησης για παροχή σύνταξης ανικανότητας. Επίσης δεν γίνεται καμιά αναφορά, ή διαφοροποίηση, στα τελευταία έντυπα που να αφορά σε βαθμό αναπηρίας. Ο σκοπός της εξέτασης ήταν πάντοτε να διαπιστωθεί αν η υγεία της αιτήτριας επέτρεπε να εργαστεί ως τηλεφωνήτρια.

΄Εχω τη γνώμη πως οι διαπιστώσεις των Ιατρικών Συμβουλίων που έγιναν για σκοπούς εξέτασης της αίτησης για παροχή σύνταξης ανικανότητας, καθώς επίσης και του Ιατροσυμβουλίου που έκρινε πως η υγεία της αιτήτριας την καθιστούσε ανίκανη για εργασία ως τηλεφωνήτρια, με επακόλουθο να αφυπηρετήσει πρόωρα, δεν ελέγχονται δικαστικά. Η λειτουργία όμως της διοίκησης, που αναμένεται να είναι χρηστή, επέβαλλε, νομίζω, να δοθούν οι αναγκαίες επιστηνομικές εξηγήσεις ώστε να δικαιολογείται η έκδηλη διάσταση μεταξύ της άποψης του Ιατρικού Συμβουλίου, που έκρινε την αιτήτρια ανίκανη για εργασία και συνέστησε πάραυτα την πρόωρη αφυπηρέτηση της, και των Ιατρικών Συμβουλίων που διαπίστωσαν ακριβώς το αντίθετο. Σε όλες τις εκθέσεις αναφέρονται συνοπτικά τα ίδια ιατρικά ευρήματα. Ερωτάται, λοιπόν, πώς και γιατί το αρμόδιο όργανο επέλεξε να βασιστεί στις γνωματεύσεις των τεσσάρων τελευταίων ιατροσυμβουλίων. Ποία η βαρύτητα του πρώτου Κυβερνητικού Ιατροσυμβουλίου, και γιατί αγνοήθηκε; Σ΄αυτά ενδεχομένως, υπάρχει απάντηση. Και βεβαίως η επιλογή της απόφασης ανήκει στη διοίκηση, εφόσο αιτιολογηθεί.

Να αναφέρω επίσης και το εξής σημαντικό. Προτού η αιτήτρια εξεταστεί από το τελευταίο Ιατρικό Συμβούλιο παραπέμφθηκε από το υπουργείο στον Επιμελητή Καρδιολόγο, του Γενικού Νοσοκομείου Πάφου. Στην παραπεμπτική προς το Ιατρικό Συμβούλιο έκθεση του, ημερομηνίας 27.8.99, ο γιατρός αυτός αναφέρει πως έκρινε την αιτήτρια ανίκανη για εργασία. Αντίθετο ήταν το πόρισμα του Συμβουλίου.

Με βάση τα πιο πάνω διαπιστώνω πως η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει, γιατί δεν είναι δεόντως αιτιολογημένη. Η μη επαρκής αιτιολογία ανάγεται και σε ελλειπή έρευνα αναφορικά με τα ζητήματα που έχω επισημάνει. Η προσφυγή είναι αποδεκτή. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται με £300 έξοδα.

 

Χρ. Αρτεμίδης, Δ.

 

 

/ΜΑΑ

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο