Mιλτιάδη Κλ. Νεοκλέους ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπουργού Δικαιοσύνης κ.α., Υπόθεση αρ. 1065/99, 19 Ιουλίου, 2001 Mιλτιάδη Κλ. Νεοκλέους ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπουργού Δικαιοσύνης κ.α., Υπόθεση αρ. 1065/99, 19 Ιουλίου, 2001

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Υπόθεση αρ. 1065/99

ΕΝΩΠΙΟΝ: Μ. ΚΡΟΝΙΔΗ, Δ.

Αναφορικά με το Άρθρο 146 του Συντάγματος.

Μεταξύ:

Mιλτιάδη Κλ. Νεοκλέους, από τη Λεμεσό

Αι τητή

- και -

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

1. Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως

2. Αρχηγού Αστυνομίας

Καθ’ων η αίτηση

- - - - - -

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 19 Ιουλίου, 2001.

Για τον αιτητή: Α. Σ. Αγγελίδης.

Για τους καθ΄ων η αίτηση: Μ. Φλωρέντζος.

Για το ενδιαφερόμενο μέρος: Γ. Γιάγκου.

- - - - - -

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Ο αιτητής με την παρούσα προσφυγή ζητά την ακόλουθη θεραπεία:-

“Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση των καθ΄ων η αίτηση όπως δημοσιεύτηκε στις 14.6.1999 και με την οποίαν προήγαγεν στη θέση Βοηθού Αρχηγού τον Σωτήρη Παφίτη από 14.6.99 αντί και/ή στη θέση του αιτητή είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.”.

Σύμφωνα με τον Κανονισμό 19(δ) των περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμών του 1989 (Κ.Δ.Π. 52/89) για να θεωρείται μέλος της Αστυνομίας ως υποψήφιος για προαγωγή σε Βοηθό Αρχηγό, πρέπει να έχει συμπληρώσει διετή υπηρεσία στο βαθμό του Ανώτερου Αστυνόμου. Οι Ανώτεροι Αστυνόμοι που είχαν συμπληρώσει διετή υπηρεσία στο βαθμό του Ανώτερου Αστυνόμου, ήταν οι Ν. Παπαγεωργίου, Γ. Φιλίππου και Σ. Χαραλάμπους.

Με βάση τον Κανονισμό 19(δ) ο Αρχηγός της Αστυνομίας αποφάσισε με πράξη του ημερ. 2.6.99 τη σύντμηση του χρόνου των δύο ετών όσον αφορά το ενδιαφερόμενο μέρος Σωτήρη Παφίτη δίδοντας προς τούτο την αιτιολογία του. Επακόλουθα το ενδιαφερόμενο μέρος συμπεριλήφθηκε στον κατάλογο των υποψηφίων από τον Αρχηγό της Αστυνομίας.

Αφού υποβλήθηκαν στο Αρχηγείο Αστυνομίας οι συστάσεις για τους υποψηφίους, ο Αρχηγός της Αστυνομίας με βάση το άρθρο 13(1) και (2) του περί Αστυνομίας Νόμου, Κεφ. 285 και σύμφωνα με τις πρόνοιες των Κανονισμών 3 και 21 των περί Αστυνομίας Κανονισμών του 1989, υπέβαλε προς τον Υπουργό Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως αιτιολογημένη έκθεση για κάθε υποψήφιο με επιστολή του ημερ. 3.6.99. Απέστειλε δε προς τον Υπουργό και τους Προσωπικούς Φακέλους-Ατομικά Δελτία και όλα τα συναφή στοιχεία των υποψηφίων πάνω στα οποία βασίζοντο οι συστάσεις.

Ο Υπουργός με απόφασή του ημερ. 9.6.99 προήγαγε στη θέση Βοηθού Αρχηγού το ενδιαφερόμενο πρόσωπο, τον Σωτήρη Παφίτη.

Ο αιτητής δεν ήταν υποψήφιος γιατί δεν είχε συμπληρώσει διετή υπηρεσία στο βαθμό του Ανώτερου Αστυνόμου όπως απαιτεί ο Κανονισμός.

Ως κύριο λόγο ακύρωσης ο αιτητής προβάλλει τον ισχυρισμό ότι η απόφαση του Αρχηγού της Αστυνομίας να συντμήσει το βαθμό του Ανώτερου Αστυνόμου για το ενδιαφερόμενο μέρος είναι αναιτιολόγητη. Εκφράζει δε το παράπονο ότι ο Αρχηγός έπρεπε να συντμήσει και το δικό του χρόνο, ούτως ώστε να περιληφθεί και ο ίδιος στους υποψηφίους για τη θέση. Παραπονείται ακόμα ότι ουδεμία σύγκριση, για τους σκοπούς της σύντμησης, δεν έγινε από τον Αρχηγό μεταξύ του ιδίου και του ενδιαφερόμενου μέρους.

Ισχυρίζεται ο αιτητής περαιτέρω, ότι ο ίδιος ήταν προσοντούχος, χωρίς οποιαδήποτε σύντμηση, αφού ασκούσε καθήκοντα Ανώτερου Αστυνόμου, ως Αναπληρωτής.

Προβάλλει επίσης και άλλους λόγους ακύρωσης, όπως το αναιτιολόγητο της τελικής απόφασης του Υπουργού.

Οι καθ΄ων η αίτηση εγείρουν με τη γραπτή τους ένσταση δύο προδικαστικές ενστάσεις: (α) ότι η απόφαση του Αρχηγού να συντμήσει το χρόνο για το ενδιαφερόμενο μέρος και να το περιλάβει στους υποψηφίους για την επίδικη θέση δεν είναι προπαρασκευαστική πράξη αλλά ξεχωριστή διοικητική πράξη η οποία έπρεπε να προσβληθεί με προσφυγή. Κατά συνέπεια δεν μπορεί να τίθεται ως λόγος ακύρωσης στην παρούσα προσφυγή. (β) Εφ΄ όσον ο αιτητής δεν κατείχε κατά το χρόνο της προαγωγής τα απαιτούμενα από τους Κανονισμούς προσόντα, ορθά δεν συμπεριλήφθηκε στους υποψηφίους για την επίδικη θέση και κατά συνέπεια δεν έχει έννομο συμφέρον να προσβάλει την επίδικη πράξη.

Ως προς το (α) πιο πάνω έχω να παρατηρήσω τα εξής:-

Η απόφαση του Αρχηγού για τη σύντμηση του χρόνου με βάση τον Κανονισμό 19(δ) δεν αποτελεί προπαρασκευαστική πράξη της επίδικης με την παρούσα προσφυγή απόφασης. Αντίθετα, είμαι της γνώμης ότι είναι αυτοτελής διοικητική πράξη η οποία δεν προσβάλλεται με την παρούσα προσφυγή. Έρεισμα στην κατάληξη μου αυτή είναι η απόφαση στην προσφυγή Σταύρος Γεωργιάδης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφυγή αρ. 904/97, ημερ. 5.7.1999.

Στην πιο πάνω αυθεντία ο Αρτεμίδης, Δ. αντιμετωπίζοντας το ίδιο θέμα ανέφερε τα εξής με τα οποία συμφωνώ:-

“Στη γραπτή αγόρευση του δικηγόρου του αιτητή γίνεται και εισήγηση πως εσφαλμένα ο Αρχηγός δεν αποφάσισε τη σύντμηση του χρόνου των δύο ετών που προβλέπει ο Κανονισμός και γι΄ αυτόν, κάτι που έκανε αναφορικά με δύο άλλα μέλη της Δύναμης, όχι τα ενδιαφερόμενα μέρη. Στο αιτητικό όμως της προσφυγής δεν ζητείται θεραπεία που να δικαιολογεί την εξέταση του παραπόνου αυτού. Η σύντμηση της διετίας από τον Αρχηγό έγινε με άλλη διοικητική πράξη, που δεν αποτελεί αντικείμενο στην παρούσα προσφυγή, ενώ τα μέλη της Δύναμης που επωφελήθηκαν απ΄ αυτή, όπως έχω ήδη πει, δεν είναι ενδιαφερόμενα μέρη στην παρούσα προσφυγή.”.

Καταλήγω κατά συνέπεια ότι ο αιτητής δεν δικαιούται να προβάλλει λόγους ακυρότητας και ισχυρισμούς που δεν αποτελούν μέρος της προσφυγής αυτής.

Ως προς την κυρίως προδικαστική ένσταση που αναφέρεται στην έλλειψη εννόμου συμφέροντος παρατηρώ τα εξής:-

Σύμφωνα με τον Κανονισμό 19(δ) απαραίτητο προσόν για την προαγωγή στην επίδικη θέση είναι η διετής υπηρεσία στο βαθμό του Ανώτερου Αστυνόμου. Είναι παραδεκτό γεγονός ότι ο αιτητής διορίστηκε στη θέση αυτή στις 22.6.98. Ασκούσε όμως καθήκοντα ως Αναπληρωτής Ανώτερος Αστυνόμος, από τις 15.9.97.

Ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή στο περίγραμμα αγόρευσής του προβάλλει τον ισχυρισμό, αναφερόμενος στη νομολογία, ότι αιτητής για τον οποίο αμφισβητείται αν είναι προσοντούχος ή όχι, δεν χάνει το έννομο συμφέρον του να διεκδικήσει ακύρωση της επίδικης απόφασης.

Συμφωνώ με την πιο πάνω θέση του δικηγόρου του αιτητή που είναι σύμφωνη και με τη νομολογία. Στην παρούσα όμως περίπτωση είναι δεδομένο και δεκτό και από τις δύο πλευρές, ότι ο αιτητής δεν έχει τα προσόντα, που προνοούνται από τους Κανονισμούς αφού υπολείπετο της διετίας στο βαθμό του Ανώτερου Αστυνόμου. Ο προβαλλόμενος επίσης ισχυρισμός ότι ο αιτητής εκτελούσε τα καθήκοντα της θέσης ως Αναπληρωτής Ανώτερος Αστυνόμος και συνεπώς ότι είχε τα προσόντα που προνοούν οι Κανονισμοί κρίνεται ανεδαφικός για δύο λόγους. Πρώτο ότι δεν προβλέπεται από το νόμο η θέση του Αναπληρωτή και κατά συνέπεια η ορθή ερμηνεία του Κανονισμού πρέπει να είναι η κατοχή της θέσης του Ανώτερου Αστυνόμου. Και δεύτερο ότι έστω και αν ερμηνευθεί διαφορετικά εν πάση περιπτώσει δεν καλύπτεται η διετία.

Κατά συνέπεια βρίσκω ότι ο αιτητής στερείται εννόμου συμφέροντος να προσβάλλει την επίδικη πράξη.

Βοήθεια για την κατάληξη μου αυτή βρήκα στην Σταύρος Γεωργιάδης (πιο πάνω) όπου ο Αρτεμίδης, Δ. ανέφερε τα εξής με τα οποία συμφωνώ:-

“Για να αποφασιστεί αν ο αιτητής έχει έννομο συμφέρο να αμφισβητεί την επίδικη απόφαση πρέπει πρώτα να κριθεί ποία από τις δύο εισηγήσεις, που αναφέρονται στην ερμηνεία του Κανονισμού, είναι η ορθή. Έχω τη γνώμη πως νομικά δεκτή είναι η ερμηνεία που υιοθετεί ο δικηγόρος της Δημοκρατίας. Ο Κανονισμός προβλέπει ρητά συμπλήρωση διετούς υπηρεσίας στο βαθμό του Ανώτερου Αστυνόμου. Η εκτέλεση καθηκόντων της θέσης αυτής, ως αναπληρωτής, δεν απολήγει και σε κατοχή του βαθμού της. Οι πρόνοιες του Κανονισμού, έχω την άποψη, πως είναι σαφείς. Ορθά ο αιτητής δεν θεωρήθηκε ως προσοντούχος υποψήφιος για προαγωγή.”.

Ενόψει της πιο πάνω κατάληξής μου, δεν θεωρώ αναγκαίο να ασχοληθώ με τους άλλους λόγους ακύρωσης που προωθεί ο αιτητής.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

Η επίδικη απόφαση επικυρώνεται.

 

 

(Υπ.) Μ. Κρονίδης, Δ.

 

/ΕΠσ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο